Λοιπόν, δημοσιογραφάκια και πολιτικάκια της πλάκας:

Ακούω διαρκώς τις τελευταίες ημέρες οτι «ο κόσμος κουράστηκε», οτι «θέλει να ηρεμήσει απο όλα αυτά», «οτι βαρέθηκε να ακούει διαρκώς ονόματα και βρωμιές»…

Επειδή ο κόσμος είμαι (και) εγώ, επειδή φωνάζετε πάνω απο την φωνή μου, επειδή το παίζετε ξερόλες, σας προειδοποιώ:

Δεν κουράστηκα, δεν βαρέθηκα, δεν έχω αηδιάσει (ακόμα).

Θέλω όλες τις λεπτομέρειες, θέλω να τσακωθείτε μεταξύ σας, θέλω να κάνετε λάθη και να αποκαλύψετε περισσότερα.

Ξέρω οτι θα τα κουκουλώσετε, ξέρω οτι θα τα σβήσετε, ξέρω οτι θα ξαναγίνετε φιλαράκια.

Αλλα δεν θα το κάνετε στο όνομά μου.

Επιπλέον, απο σήμερα, κάθε ένας που θα πετάγεται επωνύμως και θα λέει οτι «ο κόσμος κουράστηκε» θα θεωρώ οτι είναι συμμέτοχος αυτής της διαδικασίας, εξίσου βρώμικος, και οτι φοβάται.

Και φοβάται οτι θα αποκαλυφθούν ΚΑΙ τα δικά του μυστικά.

Δεν θα κρύψετε τις βρωμιές σας με πρόσχημα την δική μου άνεση. Το Star Channel έχει αναλάβει τις αθώες ειδήσεις για μένα. Εσάς, σας έχω για το ρεπορτάζ.

Επιπλέον, το αντιγράφω αυτολεξεί, όπως το βρήκα στο MediaBlog:

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ δεν μπορεί να είναι οι πρωταγωνιστές των γεγονότων, δεν μπορεί να είναι τα πρόσωπα-κλειδιά στις εξελίξεις και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι μέρος του προβλήματος. Δεν είναι η δουλειά τους να δημιουργούν τα γεγονότα, αλλά να καταγράφουν τα γεγονότα. Όταν τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά, με τους δημοσιογράφους να στρέφουν πάνω τους τους προβολείς, να επιτίθενται, να καταγγέλλουν, να εξηγούν και να απολογούνται, τότε έχει χάσει η δημοσιογραφία, που αυτό σημαίνει ότι έχει χάσει η κοινωνία. Ποιος έχει κερδίσει; Η πολιτική εξουσία που βρίσκει δρόμο διαφυγής καθώς με ευκολία μπορεί να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των ΜΜΕ και να υποδείξει ως φαύλους, παραμυθάδες και αργυρώνητους αυτούς που η δουλειά τους είναι μόνο να πληροφορούν.

ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η σχέση του δημοσιογράφου με τον πολιτικό, τον μεγάλο επιχειρηματία και τον τραπεζίτη, αυτούς δηλαδή που αποκαλούμε πηγές της ενημέρωσης, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Δεν βρίσκονται στην ίδια πλευρά του λόφου και εάν βρεθούν, τότε οι δημοσιογράφοι έχουν προδώσει τους αναγνώστες, τους τηλεθεατές τους και τους ακροατές τους. Ο δημοσιογράφος με τον πολιτικό και τον οικονομικό παράγοντα δεν μπορεί να είναι «κολλητοί». Οι σχέσεις τους πρέπει να είναι, κοινωνικά, ευπρεπείας και οι αποστάσεις ασφαλείας να τηρούνται συστηματικά και συνειδητά. Όσες φορές ο κανόνας παραβιάζεται, χάνουν οι πολίτες καθώς γίνονται θεατές ενός στημένου παιχνιδιού.

ΜΑΘΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ

Ο δημοσιογράφος δεν μπορεί είναι μεσολαβητής ούτε διαχειριστής στην επίλυση διαφορών των προσώπων της εξουσίας. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να είναι διακινητής, «βαποράκι» δηλαδή, των πληροφοριών που συγκεντρώνει στο ρεπορτάζ. Διότι τότε υποκρύπτει από τους πολίτες όσα γνωρίζει και δίνει την ευκαιρία για κουκουλώματα στους παράγοντες της πολιτικής και οικονομικής ζωής.

Έχετε χέσει στο τάφο του επαγγέλματός σας. Μην νομίζετε οτι δεν έχει βρομήσει μέχρι εδώ.

Και μην νομίζετε οτι δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι.

Ας δούμε λοιπόν, ποιοι άλλοι με (μας) κοροϊδεύουν τόσους μήνες τώρα…

Ας ήταν και με τον Ολυμπιακό, ή τον Παναθηναϊκό, να το καταλαβαίναμε καλύτερα..

Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι

«ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ»

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»

(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας…»

(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ’ αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»

(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου – μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:

«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων

(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι «για την Αμαλία»).

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

wedding.jpg

Ω, ναι.

Ναι, ναι, ναι.

Με χάσατε, τις τελευταίες μέρες, έτσι δεν είναι;

Σας έλειψα; Πειτε βρε την αλήθεια, μην ντρέπεστε, λιγάκι σας έλειψα.

Σας έγραφα οτι κάνω ετοιμασίες. Γάμου ετοιμασίες.

Ω, ναι λοιπόν. Εφτασε η ώρα. Ήρθε.

Δύο χρόνια μετά την γνωριμία μας, κάνουμε με την Ελεάνα μου, το επόμενο βήμα.

Τα-ρα-ταμ ταμ.

Την αποκλειστική φωτογραφία μας την είδατε επάνω.

Την Κυριακή θα είμαι έτσι ντυμένος, θα περιμένω στην εκκλησία να έρθει η αρκουδίτσα μου.

Εμένα θα με ξαναδείτε άμα τη επιστροφή μου απο την Πράγα (ω, ναι)

Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία, και θα την μοιραστώ μαζί σας.

Μόλις (αμέσως μόλις) την ξεπεράσω 🙂

Στο μεταξύ, αφήστε μία καλή ευχή στο commentoευχολόγιο που ακολουθεί, μέσα απο την καρδιά σας, και να ευχηθείτε να μην λιώσω απο την ζέστη μεσημεριάτικα περιμένοντας 🙂

Μια νέα ζωή ξεκινάει, ευχηθείτε μας να βρίσκουμε πάντα λόγους να την αντέχουμε 🙂

Φιλάκια,

Γιάννης & Ελεάνα

Ανακοινώνοντας στο γραφείο τον επικείμενο αρραβώνα μου, άκουσα κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει στο παρελθόν:

«Γιατι; μια χαρά ελεύθερο παιδί δεν είσαι; Γιατί να κλειστείς στο …κλουβί;»

Ελέχθει ως αστείο, αλλά, όπως όλα τα αστεία, είχε μία δόση αλήθειας μέσα του. Ή εν πάσει περιπτώσει, μια αίσθηση οτι είναι σωστό.

Ίσως ποιο παλιά να συμφωνούσα. Οταν όμως τώρα κάναμε την κουβέντα, ήταν αδύνατο να πείσω τους συναδέλφους (περισσότεροι εκ των οποίων είναι αδέσμευτοι – αλλά όχι όλοι, και έχει αυτό την σημασία του) οτι δεν μιλάμε για φυλακή.

Δεν είναι χειροπέδα η βέρα.

Δεν ξέρω πως το βλέπουν οι άλλοι, αλλά απο την δική μου την ζωή, την δική μου την οπτική, η ανακάλυψη μίας τέτοιας συντρόφου, που καλύπτει τις περισσότερες ανάγκες σου (αν όχι όλες) δεν είναι αιχμαλωσία – είναι ελευθερία.

Είναι όμως δύσκολο να το περάσω στους άλλους. Είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να εξηγήσω πόσο επηρέασε το να έχω μία σύντροφο την ζωή μου, την καθημερινότητά μου.

Προσέξτε, δεν μιλάω για αγάπη μόνο: μιλάω για κάλυψη αναγκών.

~

Υπήρξα μόνος μου πολύ καιρό. Περισσότερο απο όσο θα έπρεπε, ίσως. Έγινε ηθελημένα, ή τουλάχιστον ακόμα και τώρα έτσι πιστεύω. Το επεδίωξα.

Η αναζήτηση της μίας είναι πολύ μοναχική υπόθεση. Και δύσκολη.

Εκτός όμως απο την πρόθεσή μου να «ζυμωθώ», να απομονωθώ και να σκεφτώ, να μην υποκείψω σε τίποτα λιγότερο απο το τέλειο, υπήρχε πάντα η ανάγκη της μοιρασιάς.

Όσο ανάγκη έχεις για να μείνεις μόνος σου, άλλο τόσο έχεις ανάγκη να μοιραστείς την ζωή σου.

Αυτό όμως οδηγεί σε μία εκ φύσεως διαδικασία: κοιτάς γύρω σου.

Ψάχνεις την πιο όμορφη γυναίκα, αυτήν που μπορείς να πλησιάσεις, που χαμογελάς με το αστείο της, που ερωτεύεσαι το κορμί της.

Ψάχνεις το βλέμμα της, τα χέρια της, τα μαλλιά της, το ρούχο ή το άρωμά της.

Και ειδικά εγώ, που υπήρξα δύσκολος και απαιτητικός, αυτή η αναζήτηση ήταν σχεδόν απογοητευτική.

Η ανάγκη να ολοκληρωθώ μόνο με μία σύντροφο που να μου ταιριάζει, οδήγησε σε άπειρες απογοητεύσεις, ατυχίες, στεναχώριες. Μια περιπέτεια που χωρίς άλλο γουστάρω – αλλά είναι βαθιά καυστική.

Τώρα, έχοντας δίπλα μου μία κοπέλα που με καλύπτει απόλυτα, την οποία εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια, που με εμπνέει να την λατρέψω, αυτή η διαδικασία αναζήτησης συντρόφου σταμάτησε να ταλαιπωρεί το εγώ μου.

Νιώθω στο πετσί μου την ολοκλήρωση. Ο στόχος μου δεν είναι να ικανοποιήσω το «γενικό αίσθημα» αλλά έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιράζομαι τα πάντα, που με αντιλαμβάνεται και τον αντιλαμβάνομαι, και τον επέλεξα με πληρότητα ψυχής.

Και κανείς δεν μπορεί να με πείσει οτι πριν ήμουν ελεύθερος και τώρα είμαι δεσμευμένος και φυλακισμένος.

Να με συμπαθάτε, αλλά εγώ, τώρα νιώθω ελεύθερος.

Απο το παρόν blog, ανακοινώνεται ο αρραβώνας μεταξύ του Αρκούδου -παύλα- Ιωάννη, και της Ελεάνας.

Και στα δικά σας (όσοι/ες γουστάρετε).

Επισημάνσεις:

– Το ζεύγος είναι πολύ ερωτευμένο,

– οι βέρες είναι μισές-μισές (λευκόχρυσο/χρυσό) και ματ (αν δεν το δείχνει επαρκώς η φωτογραφία)

– η ημερονηνία του γάμου μένει να ανακοινωθεί (όπως και το αν θα ψήσω την Ελεάνα για να σας την πω και εσάς, και να κάνουμε μπούγιο)

– το ζεύγος είναι πολύ ερωτευμένο,

– ο αρραβώνας έγινε σε κλειστό οικογενειακό κύκλο, την Κυριακή,

– και ο γράφων θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που γνώρισε αυτήν την κοπέλα.

Εις αύριον τα σπουδαία.

Πολλές φορές η ζωή μου τα φέρνει έτσι, που όταν το σκέφτομαι χαμογελάω για τους λόγους που μου δίνει να γράψω σε τούτο το blog.

Ένα)

Φίλοι μου στέλνουν (μαζικά θα έλεγε κανείς) το τραγούδι της Έφη Θώδη I will survive. Μου το στέλνουν για να γελάσω, όπως υποθέτω οτι γέλασαν και αυτοί.

Όσοι δεν το έχετε ακούσει και γουστάρετε, θα το ανεβάσω για να το κατεβάσετε..

Οι υπόλοιποι, που απλώς θέλετε να παραμείνετε στο θέμα χωρίς να μπλέκετε με downloads και ιστορίες μία μικρη περιγραφή:

Η Έφη Θώδη προσπαθεί να τραγουδήσει, χωρίς να έχει ούτε το αγγλικό, ούτε το accent.

~

Δύο)

Φίλη ετοιμάζεται να κατέβει στις Δημοτικές. Οι πρώτες (και τελευταίες) προσπάθειες, όχι να βγει, αλλά να μην πάει χαμένη η ευκαιρία να πει «συμμετείχα στις Δημοτικές, ως σύμβουλος» και έκανα ότι καλύτερο μπορούσα μοιάζουν με απέλπιδες.

~

Ενα και Δύο: μία αποτίμηση.

Πρέπει να είμαι μόνος έλληνας που γουστάρει την προσπάθεια της Θώδη. Πρέπει να είμαι ο μόνος έλληνας που δεν μένει στο «αει γοίλ σουρβάηβ» αλλά ευχαριστιέται με την προσπάθεια της τραγουδίστριας να διασκεδάσει και να περάσει καλά, κάνοντας ότι καλύτερο μπορεί.

Που προσπαθεί να πει αυτό το τραγούδι.

Έχει καλή φωνή, (πολύ καλή φωνή) αλλά όχι την προφορά; στα αρχίδια της. Το κάνει, και μπορώ (ή απλώς θέλω) να αντιληφθώ οτι το λέει με την καρδιά της. Οτι κάνει όλο το τραγούδι δικό της, παίζοντας λίγο με τον ήχο, με την χροιά, όσο μπορεί.

Μπράβο στην υποψήφια που κατεβαίνει χωρίς «κλίκες» και «μέσα». Η προσπάθεια δεν είναι αποτυχία – αν είσαι ειλικρινής, κανείς δεν μπορεί να γελάσει που προσπαθείς ή ελπίζεις.

Μπράβο σε όλους αυτούς που βγαίνουν τελευταίοι, χωρίς να έχουν απωλέσει ούτε την διάθεση, ούτε την σοβαρότητα. Σε αυτούς που δεν «πουλιούνται» σε αυτούς που δοκιμάζουν τα πάντα όσα θέλουν να δοκιμάσουν, χωρίς να τους απασχολεί αν θα τους κοιτάξει ο κόσμος και θα πει «κοίτα: ένας αποτυχημένος».

Μπράβο σε αυτούς που ζούν την ζωή τους, τραγουδώντας, πηγαίνοντας ως υποψήφιοι, ή απλώς κάνοντας κάτι που όλοι εμείς οι υπόλοιποι, με την φαυλότητα της ζωής μας θεωρούμε ως αυτοσκοπό το αποτέλεσμα, και όχι την προσπάθεια.

Δεν λέμε «θα προσπαθήσω να τραγουδήσω, όσο καλύτερα μπορώ» αλλά «θα γίνω τραγουδιστής, ο καλύτερος που μπορώ».

Δεν λέμε «θα προσπαθήσω να βγω Δημοτικός Σύμβουλος – η θα διασκεδάσω προσπαθώντας» αλλά λέμε «Θα προσπαθήσω να βγω πρωθυπουργός, περνώντας απο το Δημοτικό Συμβουλιο».

Και για να το πετύχουμε αυτό, το απώτερο, το «ουσιώδες», θυσιάζουμε στην πορεία άλλα, που κρίνονται πιο «ανούσια», όπως είναι η αξιοπρέπειά μας, ή η ιστορία μας.

Και ενώ ο σκοπός μας είναι καλύψουμε τα (άλλα, βαθύτερα) κενά μας, κάποιοι άλλοι διασκεδάζουν με την ζωή τους – με τις αποτυχίες και τις -ελάχιστες- επιτυχίες τους.

Καλή διασκέδαση Έφη, καλή διασκέδαση Ναυσικά.

Φίλε αναγνώστη, κάνε μου μια χάρη:

Πριν διαβάσεις αυτό το post, παίξε αυτό το κομμάτι.

~

Το κύμα παφλάζει αδιάφορα.

Μεγάλωσα στην Πάρο. Δηλαδή, δεν μεγάλωσα μόνο ηλικιακά, αλλά και ωρίμασα, αισθάνθηκα, έζησα.
Όλοι έχουν μιά πατρίδα στο μυαλό τους. Ένα μέρος που νιώθουν σπίτι. Εμένα είναι η Πάρος.

Εδώ έζησα την μάνα μου, τόσα χρόνια πριν. Ζήσαμε και αλλού, αλλά εδώ έζησα την μάνα μου. Δεν μου καθησαν ποτέ περισσότερες εικόνες, μυρωδίες, στιγμές απο εκείνη, απο όσες ζήσαμε μαζί, εδώ.

Μην ξεγελιέσαι αναγνώστη, τούτο το ποστ δεν είναι ούτε για την Πάρο, ούτε για την μάνα μου.

Τούτο το ποστ είναι για μένα.

~

Τέτοια λοιπόν έλεγα εχθές το βράδυ στην Ελεάνα. Νύσταζε, χασμουριόταν η καημένη – είδε και εξ’ αιτίας μου όλο το champions league, τον Ολυμπιακό για μένα, τις άλλες ομάδες για κάτι κάφρους διπλανούς.

Γυρίζαμε και της έλεγα για την μάνα μου, θεός σχωρέστη, και στιγμές με ένα υφασμάτινο σκάκι που είχε και παίζαμε.

Δεν καταλάβαινε πολλά, μούγκριζε «ναι» και «όχι» και «σ’απαπάω» – δικό μας αυτό. Περπατάγαμε ακρη του λιμανιού, γυρίζοντας απο τα Λιβάδια, αυτή κρύωνε, εγω ιδρωμένος απο την ζέστη των ονείρων μου. «Μόλις φτάσουμε» να μου λέει, «εγώ θα κοιμηθώ». «Αμ δε» την κοροϊδεύω εγώ «που θα κοιμηθείς» – το μυαλό της πάει στο πονηρό και γελάει. Εγώ όμως, το εννοώ.

Φτάνουμε κοντά στο σπίτι, έχει απο ώρα μπει στις δεκατρείς του μηνός, δεκατρείς γνωριστήκαμε, μηνιαία επέτειος.

Δεκαέξι μήνες μαζί.

Μιά ζωή, και μην το γελάς.

Κάθε μήνα, ένα μικρό δώρο. Απο κάρτα και λουλούδια, μέχρι σύνδεση για τον υπολογιστή με το κινητό.

~

Τούτο το ξημέρωμα του δέκατου έκτου λοιπόν, φτάνουμε στο σπίτι που μας φιλοξενεί.

Ένα σπίτι μακρυά απο αυτό που μεγάλωσα, και απέναντί μας η Αγία Άννα.

Της λέω σου έχω δώρο, για την επέτειο. Ξυπνά. «Είναι άδικο, εγώ δεν σου πήρα κάτι» μου λέει ναζιάρικα. «Δεν πειράζει», της λέω, «θα εμπνευστείς». Γελάει.

«Το θέλεις σήμερα;» της λέω. «Οχι» μου λέει. Μετά την τρώει: «Ναι». Το ξανασκέφτεται, νυστάζει: «‘Οχι»

«Ελα μωρέ» της λέω «καλύτερα να το δεις τώρα, να κοιμηθείς με αυτό αγκαλιά το βράδυ»

Με τα πολλά, πειθεται.

«Πρέπει όμως να το δούμε στην Αγία Άννα»

Έντάξει, πάμε έξω, το παίρνω μαζί, καθόμαστε.

Της λέω πόσο έντονα νιώθω εδώ. Της λέω πόσο μου λειπει η μάνα μου. Που δεν με είδε άντρα, παρά μόνο παιδί. Που δεν με ειδε να χαίρομαι και άλλο, να λυπάμαι και άλλο, να κλαίω, να γελάω.

Που δεν με είδε να την αγαπάω τόσο.

Που δεν με είδε να…

…και ανοίγω το δώρο…

…της κάνω πρόταση γάμου.

Θα με παντρευτείς καρδιά μου;

~

Δεν θα μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού. Το ‘χα ταμένο.

Ξημέρωνε δεκατρείς Σεπτεμβρίου.

Ξημέρωνε άλλη μία μέρα.

Η πρώτη της κοινής μας ζωής.

~

Η Ελεάνα δάκρυζε. Εγώ φοβόμουν ευχάριστα. Ο ήλιος όπου να ‘ναι έβγαινε.

Το κύμα εξακολουθεί να παφλάζει – ποιο αδιάφορα, και ποιο γλυκά απο ποτέ.

.

Πάει πολύς καιρός, περπατούσα στον δρόμο, γυρίζοντας σπίτι.

Τότε, περπατούσα πολύ – γιατί δεν είχα και πολλά καλύτερα πράγματα να κάνω 🙂

Μπροστά μου, μπορούσα να δώ ένα ζευγάρι, τις πλάτες τους, που μου κίνησε την περιέργεια. Εκείνος κοντά στα 180-200 κιλά, εκείνη μία μελαχρινή μικροκαμωμένη και λεπτή κοπέλα.

Εβλεπα μόνο τις πλάτες τους.

Πιασμένοι χέρι – χέρι, κάπου κάπου σταματάγανε και φιλιόντουσαν, ανταλλάσανε λόγια αγάπης, και συνεχίζανε τον δρόμο τους.

Και οι δύο ερωτευμένοι.

Αύξησα το βήμα μου, απο καθαρή περιέργεια. Ήθελα να δώ τι στραβό έχει εκείνη η κοπέλα για να είναι με αυτόν τον τύπο.

Όταν την είδα – και αυτό μου συμβαίνει σπανιότατα, σας διαβεβαιώ – σχεδόν την ερωτεύτηκα.

Μία υπέροχα ζεστή και όμορφη κοπέλα. Μία κουκλίτσα.

Αναρωτήθηκα τότε, γιατί αυτοί οι δύο να είναι μαζί – τι του βρίσκει.

Ένα πράγμα μου φάνηκε προφανές: είναι καλά μαζί.

Πολύ πρόσφατα, φίλος «έμπλεξε» με μία κοπέλα.

Αυτος, χωμένος σε μαθηματικά, εξετάσεις, δουλειά, μία ιδιοφυϊα στον χώρο του προγραμματισμού, θρήσκο και σοβαρό παιδί.

Δεν είναι όμως και ο Τζορτζ Κλούνεϊ.

Αυτή, το άκρο αντίθετο: Διασκεδάζει στα μπουζούκια, έχει μάθει να θέλει, κάνει σχέσεις με βάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την δημιουργία οικογένειας (sic), εν ολίγοις, μία τυπική femme fatale – αράχνη.

Και βέβαια, και κορμί, και πρόσωπο μοντέλου.

Για λόγους που δεν θα αναλύσω εδώ (ούτε αλλού), αυτοί οι δύο βρέθηκαν μαζί – και μάλιστα, αυτή έμοιαζε απόλυτα ερωτευμένη μαζί του.

Αυτός, παρότι πρέπει να ζούσε το όνειρο αρκετών ανδρών, δεν έμοιαζε το ίδιο ικανοποιημένος.

«Δεν έχω τι να συζητήσω».

Την μία και μοναδική φορά που την γνώρισα, η διαφορές μεταξύ τους ήταν εμφανείς – και δεν μιλάω για το εμφανισιακό, ε;

Αλλού ο ένας, αλλού η άλλη.

Η σχέση εξατμίστηκε σχεδόν άμεσα.

~

Καμιά φορά, ονειρευόμαστε την/τον σύντροφό μας σαν τα μοντέλα στα περιοδικά. Δεν είναι κακό, στην πραγματικότητα είναι μία καθαρά γονιδιακή διαδικασία για να επιλέξουμε την μητέρα / τον πατέρα των παιδιών μας.

Το πρόβλημα είναι, όπως μου έλεγε παλιά ένας φίλος, ότι στην σχέση γαμάς (με το συμπάθειο) μισή ώρα και μιλάς οχτώ.

Η έμπνευση έρχεται απο το μυαλό – και αφού οι άντρες συχνά δεν μπαίνουν στο τριπάκι να προσπαθούν να ομορφύνουν, να καλλωπιστούν, να βάψουν τα μαλλιά και τα νύχια τους, κλπ, σε εσάς το λέω κυρίες μου:

Μπορεί να σας ερωτευτούν για τον κώλο σας (με το συμπάθειο πάλι) αλλά θα σας αγαπήσουν αν ταιριάζετε.

Σε μία σχέση καλός είναι ο έρωτας, δεν λέω, αλλά η αγάπη είναι το μόνο που κρατάει.

Μικρά παιδιά, νεκρά, γεμάτα αίματα, σκόνη και – το χειρότερο – σιωπή γέμισε η τηλεόρασή μας..

Τα κουβαλούν γονείς, που τρέχουν, που δεν ξέρουν αν ζουν ή προσπαθούν να τα σώσουν από το μοιραίο που τα περιμένει.

Νεκρά, αθόρυβα.

Τα ζήσαμε και στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στην Παλαιστίνη, στο Ισραήλ, στην Αμερική, στην Γιουγκοσλαβία. Όπου υπήρχε τηλεόραση κοντά. Γιατί, έγιναν και αλλού, σε μέρη που δεν είναι εμπορικά, στην Αφρική για παράδειγμα. Η φρίκη είναι αποκλειστικό προνόμιο των δελτίων ειδήσεων του «πολιτισμένου κόσμου» Οι Ισραηλινοί, είναι πολύ πιθανό να μην δουν αυτά τα παιδιά, ούτε οι Αμερικανοί – θα προσπαθήσουν να τους προφυλάξουν απο τις αποτρόπαιες εικόνες, για να μην ξαγρυπνήσουν απο την φρίκη το βράδυ. Εμάς, μας έχουν κατά καιρούς κρύψει άλλες, για να μην μας μπαίνουν ιδέες.

Είχα μία κουβέντα, όπου προσπαθούσα να δικαιολογήσω την φρίκη, λέγοντας πως και η Χεσμπολαχ, κρύβεται πίσω απο μικρά παιδιά. Κάνει τις επιθέσεις της, αλλά μετά καταχωνιάζεται πίσω απο γυναικόπαιδα ωστε αν απαντήσει το Ισραήλ, να μιλούν μόνο για νεκρά παιδιά.

Πιστεύω οτι γίνεται έτσι, δεν θεωρώ τρελούς τους Ισραηλινούς να βομβαρδίζουν απ’ευθείας αμάχους. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο τρελός.

Μπορεί όμως να είναι τόσο δειλός.

Τα παιδιά δεν τα σκότωσαν οι αιμοσταγείς Ισραηλινοί , ούτε οι ψυχροί χεσμπολαχ.

Τα παιδιά τα σκότωσε η δειλία.

Γιατι όπως και στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και αλλού, ο δολοφόνος αρκούσε να πατήσει ένα κουμπί. Αρκούσε να δώσει μία εντολή, Οι βόμβες είναι τυφλές, πάνε όπου τους πεις, όπου «νομίζεις ότι» είναι ο στόχος.

Καθισμένος στο αρχηγείο σου διατάζεις να αποτεφρωθεί το κουνούπι που σε ενοχλεί να κοιμηθείς. Αλλά η βόμβα δεν μπορεί να βρει μόνο το κουνούπι, η βόβμα δεν μπορεί να ξεχωρήσει τον άμαχο απο τον ένοπλο της Χεσμπολάχ.

Αν τολμούσες να πας εκεί, αντί να κρύβεσαι πίσω απο το αφιλόξενο ασφαλές γραφείο σου, ή την καθόλου άνετη θέση του ελικοπτέρου σου, εσύ, με ένα πιστόλι, θα μπορούσες να ξεχωρήσεις γυναικόπαιδα. Θα πολεμούσες τους πολεμιστές, πράγμα που θα θεωρούσε ο κόσμος βίαιο, αλλά τουλάχιστον λογικό –

– αλλα εσύ φοβάσαι να πολεμίσεις. Φοβάσαι να πάρεις το πιστόλι σου, προτιμας να πάρεις την ρουκέτα. Απο όσο το δυνατόν ποιο μακρυά, για να μην πιτσιλιστείς απο τα αίματα και μυρίζεις το μπαρούτι. Για να φτάνεις να ξοδέψεις το μισθό του πολέμου σου σε καινούργια κινητά και μαλακές (όσο το δυνατόν πιο μικρές και βολικές) σερβιέρτες.

Ο Ισραηλίτης διατάζει την επίθεση απο το γραφείο του. Δίνει την εντολή στον πιλότο του ελικοπτέρου, ή του αεροπλάνου, που εκει πάνω που πετά, όχι πολύ ασφαλής – αλλά τουλάχιστον δεν τον φτάνουν οι σφαίρες του εχθρού, ούτε μπορεί να διακρίνει αποκεφαλισμένα πτώματα, θα φροντίσει να διεκπεραιώσει. Θα πετύχει τον στόχο, θεαματικά. Στο γραφείο θα συζητήσουν την αγορά και άλλων πυραύλων και αεροσκαφών, που ο Αμερικανός μεσάζοντας θα χαρεί να παραδώσει στον προμηθευτή όπλων. Ακόμα πιο μακρυά αυτός απο την φρίκη, εκεί που ούτε η τηλεόραση δεν θα του φέρει τα άσχημα μαντάτα, θα ονειρευτεί μία Μέση Ανατολή υπάκουη, όπως ακριβώς την ονειρεύεται, χωρίς «κουνούπια» που να του στερούν το πολύτιμο πετρέλαιο.

Μου θυμίζει το συσκευασμένο κρέας στο σουπερ μάρκετ – είναι νόστιμο, και μοιάζει σχεδόν ευχάριστο στην άσπρη διακριτική του συσκευασία, αλλά προς θεού! δεν θέλεις να ξέρεις πως σφάχτηκε το ζώο και επιπλέον σιχαίνεσαι τα αίματα.

Θα μπορούσαμε βέβαια και εμείς να σηκωθούμε απο τον καναπέ μας, να εξαγριωθούμε, να γράψουμε -για πρώτη και τελευταία φορά- στον βουλευτή μας, τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Υπουργό, στον Πρωθυπουργό, να τους πούμε πως νιώθουμε για αυτή την φρίκη, να κατέβουμε στους δρόμους, να σταματήσουμε να αγοράζουμε Αμερικανικά (αν πιστεύουμε οτι αυτοί φταίνε) προϊόντα, να κλείσουμε τα Βίλατζ και τα Μόλ, να σταματήσουμε τις κοκακόλες και τα μαρλμπορο, να κλείσουμε το αυτοκίνητο και να πάμε με τα πόδια, για να τους δείξουμε που να βάλουν το πετρέλαιό τους, όλα αυτά με την ίδια πίκρα και το παράπονο που είχαμε κοιτάζοντας τα άψυχα, σιωπηλά κεφαλάκια τους να τρεμοπαίζουν απο το τρέξιμο του αδύναμου πατέρα. Αλλά γιατι να το κάνω εγώ αυτό; Ας το κάνει πρώτος κάποιος άλλος.

Θα μπορούσε βέβαια και αυτός ο Αμερικανός να σηκωθεί ο ίδιος απο το γραφείο του, να πάρει το γαμωπίστολο που του επιτρέπουν να κουβαλά εκεί στο Τέξας, και να σκοτώσει ο ίδιος αυτούς που τον εμποδίζουν απο τα σχέδιά του. Αυτό θα ήταν απόλυτα νόμιμο, έτσι προτάσει ο καπιταλισμός. Αλλά γιατί να το κάνει όταν μπορεί να πατήσει ένα κουμπί;

Το κουμπί του ιντρεκομ του για να μιλήσει με την γραμματέα του, του τηλεφώνου του για να μιλήσει με τον Ισραηλινό αρχηγό, το κουμπί του μικροφώνου του για να μιλήσει με τον πιλότο, το κουμπί του πιλότου για να στείλει -συστημένο- έναν πύραυλο.

Το κουμπί της τηλεόρασής μας για να γεμίσει ο κόσμος μας νεκρά παιδιά.

Εμείς οι δειλοί, που πατάμε κουμπιά.

Τι υπέροχη μελαγχολία η σημερινή… Μοιάζει η μέρα με φθινόπωρο, δροσιά σχεδόν κρύα, συννεφιά και αέρας..

Μπορεί να φταίει που εχθές μελαγχόλησα λιγάκι με τα παιχνίδια, και θυμήθηκα Πάρο, παιδί..

…αλλά πάλι, μπορεί να είναι μόνο ο καιρός.

Αυτές οι μέρες μ’ αρέσουνε. Νιώθω μόνος μου. Μην με παρεξηγείτε, δεν θέλω να είμαι μόνος μου, αλλά είναι εικόνα Πάρου, πιτσιρικάς.

Εκεί, το φθινόπωρο φεύγαν όλοι. Έμενα μόνος μου θαρρείς στο νησί, εγώ, το κύμα και οι γλάροι.

Για να δεις τους γλάρους, πρέπει να δεις τον ουρανό.

Σκοτεινός, όχι τόσο απειλητικός, θαρρείς θυμωμένος ή παρεξηγημένος, μου έκρυβε το ήλιο που τόσο λαχταρούσα.

Δεν το ήξερε ο ουρανός, αλλά τον λαχταρούσα και αυτόν. Το νησί είχε εικόνα μαγική, γιατί είχε όλο ουρανό. Ζώντας αρκετά χρόνια στην Αθήνα, στο κέντρο, η μόνη διαδρομή που μου έδινε ουρανό ήταν η Βαλτετσίου (αν δεν κάνω λάθος). Αυτον τον δρόμο ανέβαινα, κάθε πρωϊ, για να πάω σχολείο. Οταν έφυγα απο την Αθήνα κατάλαβα οτι ήταν και ο μόνος ουρανός της ημέρας.

Και στην Πάρο – όλο ουρανός. Συχνά, σήκωνα το κεφάλι μου για να τον αγναντέψω, το ίδιο απρόσιτος και μακρυνός όσο η θάλασσα, με τον το γκρίζο, φουρτουνιασμένο της θυμό, που δεν με ξεγελούσε.

Δεν είσαι θυμωμένη – ούτε και εσύ ουρανέ.

Δεν θυμώνανε μαζί μου – ήταν φίλοι, και ξεγελούσαν τους άλλους. Αυτούς που τρομάζανε με τον -δήθεν- θυμό τους, και τους αποφεύγανε, και με αφήνανε μόνο μου στο νησί.

Χα, τρομαγμένα πουλιά. Εγώ ήξερα θαρρείς να κοιτάω πιο πέρα απο τον θυμό τους, να κοροιδεύω τα κύμματά τους – το κάνω ακόμα, στον Παρασπόρο, που κάνω βουτιές στα μποφόρια, και μιλάω στα κύμματα, ακόμα, τριαντατόσο χρονώ άνθρωπος.

«μόνο αυτό έχεις;» φώναζα στα κύμματα, που καλοκαιριάτικα φτάνανε τα ενάμιση-δύο μέτρα ύψος.

Μα το φθινόπωρο ήταν αλλιώς. Το κύμα δεν ήταν δυνατό, ήταν σκούρο και απειλητικό, και ταρακουνούσε όποιον τολμούσε να πατήσει το πόδι του στο νησί.

Και εγώ ήξερα οτι έτσι το έκανε, του έβγαινε η πίκρα για όλους αυτούς που το τσαλαβουτούσαν στις καλές του, λίγες μέρες πριν, στο ηλιόλουστο πύρινο καλοκαίρι, και αμφισβητούσαν την οργή του. Ήξερα οτι έτσι το έκανε, και δεν θα θύμωνε για πολύ, ούτε θα πικραινότανε πολύ – καταλαβαινόμαστε καλά με το κύμα και τον ουρανό.

Το κοιτούσα και με κοιτούσε και αυτό.

Απο ψηλά, μοναχό σε ενα τεράστιο νησί, όλο κρυψώνες και φωλιές, σπηλιές και σκιές δέντρων, ένα παιδί το κοιτούσε με θάρρος και κατανόηση.

Καταλαβαινόμασταν καλά τότε.

Που και που, σαν σήμερα, κάνει πάλι την εμφάνισή του αυτός ο ουρανός, (και είμαι σίγουρος, κάπου μακρυά και αυτό το κύμα) και μου χαρίζει το βλέμμα του.

Σταματώ. Παρατάω την δουλειά και πάω μιά βόλτα.

Θαυμάσια, μελαγχολική ημέρα.

Εν μέσω mundial, έπεσε στα χέρια μου το PC Magazine (τεύχος Ιουλίου). Δηλαδή, τι έπεσε, το αγόρασα κανονικά.

Μου γυάλισε μία προσφορά ενός προγράμματος – του SmartStore.biz (http://www.smartstore.com) το οποίο αποδείχθηκε περισσότερο πολύπλοκο και λιγότερο παραμετροποιήσιμο απο ότι περίμενα. Τι να πεις, δοκιμαστικό ήτανε, δεν τρέχει τίποτα.

Underground όμως, έπεσα σε μία προσφορά που είχε αρκετό ενδιαφέρον. Το περιοδικό, δίνει demo το παιχνίδι Sensible Soccer 2006.

Και εδώ ξεκινάει η ιστορία μας.

Άπειρες ώρες sensible. Άπειρες. Άλλαζα ονόματα, έκανα μεταγραφές, έφτιαχνα ομάδες, πήγαινα στο mundial με την Ελλάδα, το κατακτούσα, πρωταθλήματα, κακό…

Sensible Soccer - Amiga

(Λίγο ιστορία για αυτούς που μπορούν να καταλάβουν, τους άνδρες κυρίως: το Sensible ήταν το πρώτο παιχνίδι, ιστορικά, στο οποίο μπορούσες να έχεις ξανθούς και μαύρους παίκτες. Έτσι λύθηκε το πρόβλημα του Μπατίστα.)

Πολλές εργατοώρες (που κατά τα άλλα θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες).

Πριν απο αυτό, ώωωωρες Goal.

GOAL - Amiga

(Ιστορία: το πρώτο παιχνίδι με μεταγραφές παικτών, και ατομικά στοιχεία για τον καθένα)

Και πριν απο αυτο, ώωωωωωωωωωρες Kick Off.

Kick Off - Amiga

(Ιστορία: το πρώτο παιχνίδι στο οποίο η μπάλα δεν έμενε κολλημένη στα πόδια του παίκτη, αλλά έπρεπε να την σπρώχνει).

Και πριν απο αυτό, άαααααααααααπειρες ώωωωωωωωωρες Match Day 2 και Emilio Budragenio και πάει λέγοντας.

Match Day - Amstrad

Θυμαμαι μάλιστα στο Match Day οτι έγραφα τετράδια με τα αποτελέσματα (που να είναι τώρα αυτά) και τις ομάδες.

Μια ζωή ποδόσφαιρο (ηλεκτρονικό, μην φανταστείτε).

Θα δοκιμάσω το καινούργιο Sensible.

Αλλα κάτι μου λέει, οτι αυτό που θα του λείπει δεν μπορώ να το ξαναβρώ.

Και αυτό λέγεται Παιδική Χαρα.

So be it, ακόμα παιδί είμαι (και τρώω τις ώρες μου σε πιο εξελιγμένα και σοβαρά πράγματα, όπως είναι το Pro Evolution Soccer…) 🙂

Links για αυτούς που είναι ακόμη παιδιά: Πλήρη συλλογή παιχνιδιών του Amstrad, με δυνατότητα να τα κατεβάσετε στον υπολογιστή σας, και ένα πρόγραμμα για να τα τρέξετε..!

Ρετρό: Το Another World, για Amiga. Απο τα ελάχιστα παιχνίδια που πάλεψα να τα τελειώσω…

(Για σενα, που είπες ένα γεια.)

Ας λάβεις υπόψιν σου οτι όλοι είμαστε (ή ήμασταν κάποια στιγμή) μόνοι, φοβισμένοι, και νιώθαμε κάτι να μας πνίγει…

…όλοι, νομίζω. Πάντως σίγουρα και εγώ.

Υπήρχαν περίοδοι στην ζωή μου που η καλύτερη δυνατόν παρέα μου, ήμουν εγώ.

Ακόμα και εγώ ήμουν πολύ μουρτζούφλης για να μου αρέσω 🙂

Ακόμα και απο μένα, κρυβόμουν.

(Ω, πόσο κρυβόμουν απο μένα)

Αλλά παρότι έχω απωθήσει αυτην την περίοδο, ως χειμώνα, τώρα, τον κοιτάω με λίγο νοσταλγία (αλήθεια!) όχι γιατι με έλκει να τον ξαναζήσω, αλλά κυρίως γιατί έχει παίξει τον πρώτο λόγο στο να είμαι αυτό που είμαι σήμερα, και να νιώθω καλά με όσα έχω καταφέρει.

Αν ισχύει και για οποιονδήποτε άλλο αυτό, του θυμίζω οτι ακόμα και ο χειμώνας, είναι υπέροχη εποχή.

Δεν υπάρχει κακός χειμώνας.

Απο αυτον τον χειμώνα εγώ έμαθα να σκέφτομαι. Βρήκα τα όριά μου. Σε καιρούς που ζητούσα να αγαπηθώ, βρήκα κάποιον να με αγαπήσει και να με καταλάβει: εμένα. (Οι άνθρωποι που ήταν μαζί μου μετά απο αυτό, σας πληροφορώ, έκτίμησαν ιδιαίτερα το γεγονός οτι ήξερα τι είμαι, τι θέλω, και τι μπορώ να δώσω. Εκτίμησαν ακόμα και το γεγονός οτι όταν δεν ήξερα, τολμούσα να το πω).

Προσπερνάω τα «Αν δεν αγαπήσεις τον εαυτό σου, δεν θα σε αγαπήσει κανείς» όχι γιατί είναι λάθος, αλλά γιατί είναι δύσκολο να τα ακολουθήσεις. Οταν είσαι πεσμένος, δεν ενθουσιάζεσαι ιδιαίτερα με τα προτερήματά σου. Δεν τα βλέπεις καν. Ισως καλή συμβουλή θα ήταν: ψάξε να τα βρεις: Πήγαινε ένα θέατρο, ένα σινεμά, άρχισε ένα σπορ, γράψε ένα blog. Γράψε, μάθε, τραγούδα, χόρεψε, διάβασε, παίξε, μαγείρεψε, διακόσμησε, διασκέδασε. Εγώ θα πρότεινα να τα κάνεις (όποτε μπορείς) μόνος σου, όταν η ζωή σου δίνει μοναξιά (όπως και αν την πακετάρει: ως μία απώλεια, μία μετακόμιση, μία έλλειψη φίλων ή δεσμών), σου δίνει και μία θαυμάσια ευκαιρία να κάνεις παρέα μαζί σου – να φας λίγο χρόνο για να καταλάβεις ποιός είσαι. Κερδίζοντας την αυτόπεποίθησή σου, κερδίζεις και ότι άλλο ποθείς απο την ζωή.

Θα ανακαλύψεις ότι σ’ αρέσει το θέατρο, οτι σ’ αρέσει μία διαφορετική μουσική, οτι σ’ αρέσει ένας χορός.

Και σιγά σιγά, θα ανακαλύψεις οτι σ’ αρέσεις εσύ.

Και θα καταλάβεις γιατί ο χειμώνας είναι δώρο – αλλά το βλέπεις μόνο την άνοιξη.

Το να είσαι blogger είναι ευχή ή κατάρα;

Έμαθα απο αυτή την διαδικασία οτι λες πολλά μυστικά – μερικά πολύ (πολύ) προσωπικά.

Δεν είναι όμως ο μόνος τρόπος.

Ο δύσκολος. Στείλτε μία κάρτα, ανακοινώστε το μυστικό που σας τυραννάει.

Ο εύκολος. Γράψτε το, και ζητήστε συγχώρεση.

Ποτέ άλλοτε η τεχνολογία δεν ήταν περισσότερο ανακουφιστική.

(για πάρτη σου, ξέρεις εσύ)

Για να μην βαριέμαι στο τραίνο, ξεκίνησα να παίζω τέτρις στο κινητό.

Το παιχνίδι ξεκινάει με δύο επιλογές – είτε παίζεις με την εύκολη διαδρομή, είτε παίζεις στο δύσκολο. Το point είναι να αντέξεις όσο περισσότερο μπορείς.

Απο ένα σημείο και μετά, το παιχνίδι δεν παίζεται. Γίνεται πάρα πολύ γρήγορο, ότι και να έχω προσπαθήσει, είναι αδύνατο να τα προλάβεις τα γαμημένα τα μπλοκάκια. Είναι πολύ γρήγορα, πέφτουν σχεδόν σαν να σε μισούν, δεν μπορείς να σκεφτείς, έρχεται το ένα, μετά το άλλο. Δεν ταιριάζουν, κάνω μια μαλακία, πέφτει ένα πολύ άστοχα, απογοητεύομαι, αλλά αυτά δεν με λυπούνται, δεν σταματούν. Θα πέσει και το επόμενο – και δεν θα ταιριάζει πουθενά.

Πάντα παραδίδομαι – σηκώνω τα χέρια, και παρακαλάω να τελειώσει. Χάνω απογοητευμένος.

Πόσο κοντά είναι αυτό στην ζωή;

Πόσο κοντά μοιάζει αυτή η διαδικασία με την εποχή που έχεις προβλήματα; Που σου έρχεται το ένα μετά το άλλο, και εκεί που λες να! ήρθε αυτό που ταιριάζει και θα βοηθήσει, και θα ξελασκάρω λίγο – κάνεις μαλακία γιατί ήρθε πολύ γρήγορα και δεν ήσουν προετοιμασμένος και τα έκανε χειρότερα, αντί να λύσει σε έφερε ποιο κοντά στην ήττα και απογοητεύεσαι λίγο περισσότερο…

Η δική μου οπτική είναι οτι όσο και να μοιάζει με την ζωή (εκείνη την στιγμή μόνο αυτό σκέφτεσαι, μόνο αυτό υπάρχει, το παιχνίδι) ΔΕΝ είναι η ζωή.

Μετά, κλείνεις το κινητό, ή σε παίρνει κάποιος τηλέφωνο, ή μιλάς με τον σκύλο σου, εν πάσει περιπτώσει ζεις.

Τα προβλήματα, λυπάμαι που το λέω δεν είναι η ζωή – είναι αντίστοιχα με το τέτρις που μοιάζει για λίγο να είναι αποκλειστικά, αλλά δεν υπάρχει μόνο αυτό, υπάρχουν και όλα τα άλλα που έχουν σημασία, που έχουν νόημα – αλλά δεν τα βλέπεις, γιατί εκείνη την στιγμή είσαι αφοσιωμένος στο τέτρις.

Όμως δεν είναι τίποτα άλλο, ένα τέτρις είναι, άμα το κλείσεις δεν υπάρχει.

Τα downsite της ζωής μας, τα έχουμε ξεπεράσει γελώντας.

Ξέρετε πόσες αναποδίες είχα εγώ; Πόσες φορές είπα πάει! τελείωσε – δεν βλέπω συνέχεια;

Και τώρα λέω είμαι ευτυχής.

Ρε πούστη μου, η ζωή είναι πολύ περίεργη, σαν να την περπατάς στο κέντρο της Αθήνας. Ένα τετράγωνο μετά δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Μπορεί να δεις τον Γεωργούλη, έναν άστεγο, να σε βρέξει ο παπάρας που περνάει με το αμάξι του και στα αρχίδια του η λακούβα γεμάτη νερά. Μπορεί να δείς μία τιμή σε ένα προϊόν και να πεις ωραίο! θα το αγοράσω (μία μέρα) ή να δεις έναν τίτλο στις εφημερίδες, και να αναρωτηθείς πότε επιτέλους θα πάρει ο Παναθηναϊκός πρωτάθλημα. Μπορεί να μισήσεις την Κοντολίσα (την αρχίδω) ή να ανακαλύψεις ένα χρώμα καινούργιο, ή ένα σπίτι που η αρχιτεκτονική του θα σε ξαφνιάσει.

Να κοιτάξεις πάνω απο μία ταμπέλα μαγαζιού (πάντα έχει σπίτια πάνω απο τις ταμπέλες μαγαζιού) ή έναν σούπερ γκόμενο, ή να γελάσεις που ανακάλυψες οτι έφυγες απο το σπίτι με το τηλεκοντρόλ αντί για το κινητό.

Να δοκιμάσεις ένα φαγητό που δεν δοκίμασες ποτέ, ένα κρασί που δεν τόλμησες να πιείς, ένα άρωμα που δεν είχες σκεφτεί να βάλεις. Να κάνεις τα μαλιά σου αλλιώς, να αλλάξεις χρώμα στον τοίχο, να φυτέψεις μία μπιγκόνια, να δίνεις κάθε μέρα ένα χάμπουργέρ σε έναν άστεγο.

Η ζωή έχει πάντα μία έκπληξη κάπου. Στην φυλάει. Εν’ ανάκη, θύμωσε και κλείσε το γαμημένο το τέτρις σου.

Και πήγαινε ένα τετράγωνο πιο πέρα.

Κάνε υπομονή – δεν είναι κοντά το τετράγωνο, και η έκπλήξη (καλή ή και καμιά φορά κακή) είναι εκεί και σε περιμένει. Και μετά δες: το φόρεμα, το χρώμα, τον Γεωργούλη, την αφίσα, τον άστεγο, τον τοίχο, την πινακίδα, την αφίσα, την μυρωδιά, την γεύση, το αύριο.