Ξημερώνει Κυριακή. Επιστρέφω σπίτι. Ξαφνικά, κάτι πατάω. Σχεδόν γλυστράει, σαν πετραδάκια.

Σπόροι, απλωμένοι στο πιο ανοιχτό σημείο της γειτονιάς μου. Δεκάδες, χιλιάδες. Απλωμένοι με μεράκι, περιμένουν τα πουλιά.

Flashback.

Έναν – δύο μήνες πριν, η Ελεάνα φεύγει απο το σπίτι – εγώ δεν έχω φύγει ακόμα. Όταν με παίρνει τηλέφωνο, μετά απο ώρες, ακούγεται στεναχωρημένη. Φεύγοντας, συνάντησε δεκάδες πτώματα δηλητηριασμένων πουλιών. Πεθαμένα, απλωμένα, νεκρά απο τον αγωνιώδη θάνατο της φόλας και τσακισμένα απο αυτοκίνητα που πέρασαν πάνω απο τα ετοιμοθάνατα κουφάρια τους. Εγώ δεν θα τα δω – οι δρόμοι είναι καθαροί όταν βγαίνω απο το σπίτι.

Επιστροφή.

Κάποιος ξαναέσπειρε θάνατο. Εκείνη την ώρα μιλάω με την Ελεάνα, αντιλαμβάνομαι τι ετοιμάζεται να γίνει. Είναι λίγο πριν τις δύο, απόλυτο σκοτάδι, κανείς στον δρόμο. Αυριο το πρωϊ, θα ξυπνήσουν τα πουλιά. Θα βρουν έτοιμη τροφή. Θα φάνε, και θα πεθάνουν. Όσα έχουν απομείνει.

Μου κολλάει μία ιδέα στο μυαλό.

Επιστρέφω σπίτι. Βλέπω τηλεόραση, τσεκάρω το δίκτυο, βάζω DVD του Μπόρατ. Ξεκαρδίζομαι, με τα χοντροκομμένα αστεία του. Έχω ξεχάσει τα πουλιά. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον.

Τέσσερις.

Σταματάω τον Μπόρατ στην μέση, κλείνω τα φώτα, προσπαθώ να κοιμηθώ.

Είναι αδύνατον. Αρνούνται όλα να συνεργαστούν. Το αδιανόητο, το απόλυτα παράλογο, το τρελό και εντελώς βλακώδες έχει κολλήσει στο μυαλό μου.

Να σκουπίσω όλη την γέφυρα.

Έχω μία καλή ευκαιρία, να φανώ φυσιολογικός, να το ξεχάσω. Να κλείσω τα μάτια μου και να κοιμηθώ. Να αργήσω αν σηκωθώ το πρωϊ, ωστε να μην δώ τα νεκρά πουλιά. Είναι δυνατόν; Θα σηκωθώ τέσσερις το πρωϊ, μέσα στο κρύο, ενώ έχω ήδη ξαπλώσει, να ντυθώ και να σκουπίσω την γέφυρα; Είναι δυνατόν; Τι, θα γλυτώσουν; Δεν θα έρθει ξανά αύριο; μεθαύριο; όταν θα λείπω; τι θα κάνω, θα φυλάω σκοπιά; Αφου δεν θα αλλάξει τίποτα. Άσε που θα με περάσουν όλοι για παράξενο. Απο αυτούς που βλέπεις και γελάς. Θα με πάρουν στο ψιλό. Τρελέ.

Κλείνω τα μάτια μου, και βλέπω αθώα πουλιά, να κείτονται νεκρά.

Ούτε αυτό με σηκώνει. Για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, αυτό που με σηκώνει είναι που θα έρθει το πρωϊ, και κανείς δεν θα τον έχει σταματήσει. Θα απολάυσει το έργο του. Θα νομίζει ότι όλοι συμφωνούν μαζί του. Θα πιστεύει οτι το να έχει το αμάξι του ή την αυλή του καθαρή, είναι πραγματικά σημαντικό πράγμα – σημαντικότερο απο δέκα – είκοσι μαλακισμένα περιστέρια. Οτι όλοι θα τον χειροκροτήσουν, αυτόν τον γενναίο, που πήρε την απόφαση που κανένας άλλος δεν τολμάει – αλλά όλοι ενδόμυχα (νομίζει ότι) σκέφτονται. Θέλω κάποιος να του (ή της) πει οτι διαφωνεί. Θέλω κάποιος να κάνει κάτι για αυτό. Και επίσης, είναι προσωπικό. Ας με περάσουν για παράξενο μαλάκα. Χέστηκα. Be your self. Ξέρετε εσείς.

Σηκώνομαι, ντύνομαι.

Κατεβαίνω να δω αν ο θάνατος είναι ακόμα εκεί.

Εκεί είναι. Απλωμένος σε όλη την γέφυρα. Υπολογίζω μισή ώρα με τρία τέταρτα σκούπισμα.

Επιστρέφω. Γράφω δύο χαρτιά με μαύρο μαρκαδόρο. Θα τα κρεμάσω όταν τελειώσω.

Παίρνω σκούπα, φαράσι, και μία σακούλα μέτριου μεγέθους.

Ξεκινώ, τέσσερις το πρωϊ, να σκουπίσω μία γέφυρα. Όταν φτάνω, ανατριχιάζω. Απο τα διπλανά δέντρα, ακούγονται κελαηδίσματα. Αρκετά.

Θα φροντίσω να ζήσετε και αύριο το πρωϊ.

Ξεκινάω. Σκουπίζω, δεν είναι εύκολο, η μέση μου με σκοτώνει, κάνει κρύο, μερικές πλάκες είναι σπασμένες και συγκρατούν σπόρους. Με συντροφεύουν τα τραγούδια των πουλιών, περαστικοί που επιστρέφουν κουρασμένοι απο πάρτι, αυτοκίνητα που δεν ξέρουν που ακριβώς πάνε. Τα σπόρια είναι βαριά, κάνω μικρά βουναλάκια.

Σας σκέφτομαι, εσάς που διαβάζετε το blog. Υπόσχομαι να σας το περιγράψω, τραβάω δύο-τρεις φωτογραφίες.

Τα σκουπίζω, τα μαζεύω στην σακούλα. Ισα-ίσα που τα χωράει. Όλη η γέφυρα καθαρή.

Κρεμάω τις δύο αφίσες, μία σε κάθε μεριά. Λένε με κεφαλαία γράμματα:

«Ψάχνεις για τα νεκρά πουλιά; Δεν υπάρχουν, γιατί ήρθα το βράδυ και σκούπισα τον θάνατο που έσπειρες. Αυτό που κάνεις είναι ανώμαλο και βλακεία. Σταμάτα.»

Κλείνω τα μάτια μου – ακούω τα πουλιά να κελαηδάνε. Σας ορκίζομαι, δεν είναι της φαντασίας μου: Δυνατά, ίσως δυνατότερα απο πριν.

Χαμογελώ, έχει προ πολλού ξημερώσει του αη γιαννιού.

Χρόνια μου πολλά. Επιστρέφω σπίτι.