Πρέπει να είναι ωραία να είσαι ψηλά. Πρέπει να είναι όμορφο, ασφαλές και αναζωογονητικό να είσαι πχ ο Τσαουσόπουλος, ή ο Ψαριανός, αυτές τις ημέρες, να είσαι εκεί, ψηλά στον παγκόσμιο αξιακό κώδικα, και κάπου χαμηλά, όταν σκύβεις το κεφάλι σου στους πληβείους, στο πρόσωπο των Σύρων μεταναστών να βλέπεις κουρέλια, ή στο τραυματισμένο πρόσωπο της Κούνεβα, και το χαρακωμένο από τις εμπειρίες πρόσωπο του Γλέζου να βλέπεις την οικογένεια Άνταμς (εδώ, επειδή το πρωτότυπο έγινε «μόνο για φίλους» – και γω δεν είμαι τέτοιος, προφανώς).

Άλλωστε τι είναι οι Σύροι; Κουρέλια είναι. Με την μάνικα θέλουν καθάρισμα, όπως οι βρωμιές. Τι είναι η Κούνεβα και ο Γλέζος; Φρικιά είναι, απομεινάρια μίας πραγματικότητας και ενός σουρεαλισμού που δεν υπάρχει στην καθαρότητα του πολιτικού λόγου που πρεσβεύεις.

Δεν χρειάζεται να καταλάβεις.

Ούτε τους μεν, ούτε τους δε. Ούτε να σκεφτείς τι λες, ούτε τι αναπαραγάγεις.

Σε έναν μικρόκοσμο που σε αποθεώνει, σε μία παντελή έλλειψη σύνδεσης με την πραγματικότητα, σε έναν κόσμο που οι αγωνίστριες δεν υπάρχουν, για να δεχθούν βιτριόλι, οι αγωνιστές δεν υπάρχουν, για να διεκδικήσουν μία άλλη ζωή, σε έναν κόσμο που το επιθυμητό είναι λαμπάκια σε ένα δέντρο, αγορές σε ένα μαγαζί, τσεκιν σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο, υποταγή σε έναν πρόεδρο που δεν ξέρεις καν ακόμα το όνομά του, σε έναν μικρόκοσμο που σαν δεύτερη φωνή, άβουλη, θα πάψει όταν θα αρχίσεις τα «Εεεεεεεελα τώρα σε παρακαλώ» της διάνοιας και της μίας μοναδικής αρχής, σαν ένα μικρόφωνο που κρατάς μόνο εσύ, και φοβάσαι μην μιλήσουν άλλοι, με πιο αληθινά δράματα από ένα ..χαμένο ραντεβού, και σου κλέψουν την δόξα.

Και ξεπέφτω και γω, και σε λέω γελοίο, σιχαμένο μαλάκα, εκεί που έχω κρατήσει ένα επίπεδο σε όλα, σε χειρότερα, πολύ χειρότερα από σένα, πέφτω και γω στην «ανωτερώτητά» σου, γελοίε σιχαμένε μαλάκα, και γίνομαι ένα σαν και σένα, να λέω σε άνθρωπο τέτοια πράγματα, κόντρα σε όλα όσα πιστεύω και πρεσβεύω.

Αλλά πόση αντοχή να έχει ο άνθρωπος που σ’ ακούει;

Το ορφανό παιδάκι από την Συρία, ή το καμμένο πρόσωπο της Κούνεβα, δεν επέλεξε να είναι έτσι. Δεν είναι μία μάχη που επέλεξε να δώσει, ένας αγώνας που μπορεί να έχει και τίμημα και το ότι θα μοιραστεί την σκέψη του κάποιος σαν και σένα από τα βάθη του βόθρου σου που αποκαλείς, δήθεν, μυαλό. Όχι: Ήταν κολλημένος στον τοίχο, με μία ανύπαρκτη ζωή, ή μία μάχη με ένα αφεντικό για τις συναδέλφους της. Δεν ήθελε να γίνει ήρωας, να εκπροσωπήσει κάτι, μέσα από ένα κολλημένο από την πείνα στομάχι, ή ένα τραυματισμένο πρόσωπο – έπρεπε να επιβιώσει έναν βιασμό, της ανάγκης για ζωή και της ελευθερίας της.

Και γω, τίποτα πες να μην μπορώ να κάνω για να πάρουν οι άλλοι μιά ευκαιρία να ζήσουν άφοβα αλλού, ή να μην εκβιάζονται με βιτριόλι, ή να μην ζήσουν ξανα ναζισμό και φασισμό – τουλάχιστον, γελοίε, σιχαμένε μαλάκα, να εκτεθώ λίγο και γω, και όταν κάποιος τους σκοπεύει από ψηλά με την θρασύτητα του καλοβολεμένου, για έναν γέλωτα ηλιθίων ακολούθων του, να πετάγομαι, γελοίε, σιχαμένε μαλάκα, και να λέω:

«Τι λες βρε γελοίε, σιχαμένε μαλάκα;»

Να μην σε ανέχομαι. Να μην περάσει έτσι. Καταλαβαίνεις.

Update: Ο Τσαουσόπουλος απαντά για τις επιθέσεις που του έγιναν με αφορμή την δήλωσή του. Μεταξύ άλλων, ζητά και συγνώμη. Την παραθέτω αυτούσια:

Αγαπητοί φίλοι,

Θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου άποψη για το θέμα που δημιουργήθηκε.

Ξεκαθαρίζω λοιπόν από την αρχή ότι δεν είμαι ρατσιστής.

Πιστεύω ακράδαντα στο δικαίωμα όλων των ανθρώπων να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες ζωής, ακόμα κι αν, για να το πετύχουν αυτό, είναι αναγκασμένοι να φύγουν από τις πατρίδες τους και να αναζητήσουν κάπου αλλού, καλύτερη ζωή και τύχη.

Αυτό αφορά φυσικά και στους συνανθρώπους μας από τη Συρία.

Λυπάμαι και μελαγχολώ, που το κράτος μας δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το φλέγον πρόβλημα των μεταναστών. Και λυπάμαι, ακόμα που η Ελλάδα παλεύει ουσιαστικά μόνη σε αυτό, με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης να «κοιτάζουν» από μακριά τις χαμένες ανθρώπινες ψυχές, που καταλήγουν στην πατρίδα μας.

Ας μιλήσουμε όμως για το συμβάν.

Η εκπομπή είναι Νο1 σε ακροαματικότητα στα βασικά κοινά επί σειρά ετών, με κυρίαρχα συστατικά τη μουσική, τους αστείους διαλόγους και τη χιουμοριστική υπερβολή στο σχολιασμό της καθημερινότητας.

Κι όταν λέμε χιουμοριστική υπερβολή, εννοούμε και τα αστεία και ανέκδοτα που ο καθένας μας λέει ή δέχεται να ακούει, στην παρέα του, στο καφενείο, την ταβέρνα ή αλλού. Αστεία. Χοντροκομμένα ίσως, αλλά αστεία…

Όταν κάναμε το «αστείο» με τους πρόσφυγες από τη Συρία, κανείς από τους χιλιάδες ακροατές μας δεν έστειλε κάποιο μήνυμα, ούτε έγινε κάποιο τηλεφώνημα δυσαρέσκειας, ούτε αναρτήθηκε κάποιο σχόλιο στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Διότι όλοι όσοι έχουν επιλέξει να μας ακούν ξέρουν ότι δεν έχουμε κακή πρόθεση.

Αλλά ας δούμε τι είπα…

Το σχόλιο ξεκίνησε με το ότι εμείς φέτος στολίσαμε …Σύριους κ.λπ. Αμέσως μετά και ακριβώς στο κέντρο του σχολιασμού, αλλάζοντας τόνο φωνής, μίλησα για λίγα δευτερόλεπτα σοβαρά και επί της ουσίας. Και είπα:

«Κύριε Καμίνη, αν δεν είναι δικό σας το θέμα, πρέπει να βγείτε και να πιέσετε την κεντρική εξουσία να δώσει λύση. Πρέπει η κυβέρνηση να λύσει το όποιο νομικό πρόβλημα αυτών των ανθρώπων, και να τους μεταφέρει κάπου, ώστε να μπορεί να τους περιθάλψει σωστά».

Είπα κάτι κακό; Έχει κάποιος αντίρρηση σε αυτό;

Αμέσως μετά είπα ότι δεν είμαι ρατσιστής, ούτε Χρυσή Αυγή και… Χρυσά Αυγά – για να ξεκαθαρίσω έτσι την κατάσταση και τα πιστεύω μου.

Συνεχίζοντας επίσης είπα ότι δημιουργείται πρόβλημα στους επαγγελματίες των καταστημάτων γύρω από την περιοχή, κι ότι δεν είναι καλό θέαμα για τους τουρίστες, που θα πλημμυρίσουν τα ξενοδοχεία μέσα στα Χριστούγεννα.

Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί, ότι είναι κι αυτό ένα πρόβλημα, που για να λυθεί θα πρέπει το κράτος να δώσει επιτέλους λύση.

Τελειώνοντας το σχόλιό μου απευθύνθηκα πάλι χιουμοριστικά -αλλά πιστεύω ουσιαστικά- στον πρωθυπουργό, λέγοντάς του «Αντουάν, κάνε κάτι, βάλε κάποιον να λήξει το θέμα».

Όποιος καλοπροαίρετος ακούσει το σχόλιο, δε μπορεί παρά να συμφωνήσει μαζί μου, στο σοβαρό κομμάτι αυτού του σχολίου. Όσον αφορά στο χιουμοριστικό, αποδέχομαι την αστοχία και ζητώ συγγνώμη γι’ αυτήν.

Με λίγα λόγια, όσοι βρήκαν την ευκαιρία να μου επιτεθούν, το έκαναν ξεχνώντας ή απονευρώνοντας την καρδιά του σχολίου μου.

Κάπου εδώ άρχισε η …χλαπαταγή.

Από τη μια, ακροδεξιά στοιχεία με θεώρησαν δικό τους και με έκαναν σημαία.

Από την άλλη, ανώνυμοι bloggers και δημοσιογράφοι μέσα από τα sites πέταξαν λάσπη, επιτιθέμενοι προσωπικά σε μένα με χυδαίες ύβρεις και χαρακτηρισμούς, που δεν αφορούν σε πολιτικές θέσεις.

Την εκπομπή μου κάθε πρωί την ακούν άνθρωποι, που ξυπνούν νωρίς και δίνουν καθημερινά τον αγώνα του μεροκάματου. Άνθρωποι που πηγαίνουν σε γραφεία, εργοστάσια, βιοτεχνίες, ή βρίσκονται πάνω στο τιμόνι. Μέσα σε αυτούς, είναι και πολλοί αλλοδαποί, που επικοινωνούν μαζί μου με μηνύματα.

Όλοι αυτοί έχουν επιλέξει να με τιμούν, γιατί με τον τρόπο αυτό φτάνουν στη δουλειά τους με κάποιο έστω αμυδρό χαμόγελο και κάπως καλή διάθεση, από αυτά που η ομάδα μου κι εγώ τους λέμε στον αέρα.

Οι όποιοι προνομιούχοι και οι «χαϊστες» δε μας ακούν. Τέτοια ώρα κοιμούνται ακόμα…

Παρ’ όλη τη λάσπη που έπεσε, μπορώ να κατανοήσω τις επιθέσεις.

Η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά ηλεκτρισμένη. Υπάρχει αγωνία για το μέλλον της χώρας. Αλλά και αγωνία για το μέλλον του καθενός από εμάς.

Οι πολιτικοί και τα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει λάθη. Άλλοι περισσότερα, άλλοι λιγότερα. Δεν τα έχουν καταφέρει. Για το καλό όλων μας, μακάρι οι επόμενοι –όποιοι κι αν είναι αυτοί- να τα καταφέρουν.

Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω μια προσωπική αλήθεια. Τα τελευταία δέκα χρόνια ξυπνάω κάθε μέρα, κάθε πρωί στις 5 και μισή, και από τις 7 το πρωί ακούγομαι ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ευχάριστος, ευδιάθετος και χαμογελαστός.

Για να το πετύχει αυτό κάποιος, δε φτάνει μόνο να έχει στο μυαλό του μόνο το βιοπορισμό. Πρέπει να αγαπά τους ανθρώπους, να αγαπά το διπλανό του. Αλλιώς ΔΕ ΒΓΑΙΝΕΙ. Δέκα χρόνια, κάθε μέρα, ΔΕ ΒΓΑΙΝΕΙ.

Ευχαριστώ
Μιχάλης Τσαουσόπουλος

One thought on “Τι λες βρε γελοίε, σιχαμένε μαλάκα;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.