Μία φορά και έναν καιρό, η οικονομία μας διαλύθηκε. Το ξέρω, είναι πολύ μακρυά όλα αυτά, ένα κακό όνειρο, ένας ανησυχητικός εφιάλτης – μα όλα τελείωσαν, τα μνημόνια παρήλθαν, οι άνεργοι έπιασαν δουλειές – καλές δουλειές, με μισθούς όπως παλιά, με δικαιώματα, οι εταιρίες ξαναάρχισαν να μοιράζουν αγαθά, να πουλάνε, να αγοράζουν, το τοις μετρητής από τις εισαγωγές έγινε επι πιστώσει γιατί πρόσωπο έχουμε πια, φωτεινό, όλα άνθισαν, οι άνθρωποι βρήκαν το χαμόγελό τους, όχι πια επιδόματα και ανάγκη αλληλεγγύης, όχι πια άνθρωποι κατεστραμμένοι να παγώνουν τον χειμώνα και να στερούνται βασικά, δεν γαμοσταυρίζονται πια αν ο ένας ψηφίζει κάποιον που δεν αρέσει στον άλλον και τούμπαλιν.
Ξεχασμένα, περασμένα.
Και περασμένα, και κυρίως, ξεχασμένα.
Και πως το ξέρω; Πως ξέρω ότι ξαναήρθε το χαμόγελο και έφυγαν οι σκοτούρες, και τα σύννεφα διαλύθηκαν;
Το ξέρω, καθώς είδα την πρώτη διαφήμιση διακοποδάνειου.
Ναι, φίλε. Ναι.
Η Τράπεζα Πειραιώς, αναλαμβάνει – όσα χρήματα σκορπίσεις για διακοπές με την ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΣΟΥ ΚΑΡΤΑ (δηλαδή χρήματα που ΔΕΝ έχεις) να μην τα πληρώσεις αμέσως, όοοοοοοχι, να τα πληρώσεις σε έξι μήνες, άτοκα, χαμογελαστά, με την καινούργια σου δουλειά, την καλοπληρωμένη, την άνετη, την χαλαρή.
Αβάδιστα.
Αν είχες να τα πληρώσεις αμέσως, μπορεί να μαζευόσουν λίγο. Να έτρωγες πιο συνετά. Αλλά – κομμένο σε έξι μήνες; Ξέρεις πόσο είναι σε έξι μήνες; Αν φας κανα διχίλιαρο ξέρω γω, (διακοπές είναι, να μην περάσεις και καλά;) είναι τρία κατοστάρικα το μήνα. Σίγα – κάπου θα βρεις τρια κατοστάρικα τον μήνα, δεν θα βρεις; Και θα ναι και άτοκα, χαζός είσαι; Τους κλέβεις!
Και αν δεν έχεις; Τίποτα δεν σε προετοιμάζει αν δεν έχεις. Αν, μετά από δέκα γαμημένα χρόνια γαμησιού, ασάλιωτου, έχεις καταστραφεί, έχεις ξεπουλήσει μέχρι και την χρυσή σου την βέρα στον νόμιμο κλεπταποδόχο της γειτονιάς, αν έφαγες ξύλο διαμαρτυρόμενος για κάθε αδικία, αν βίασαν την λογική και τις ανάγκες σου, αν σε έκαναν επαίτη για όσα δικαιούσαι, αν έχεις νοίκια απλήρωτα, αν χρωστάς σε εφορίες, σε άλλες τράπεζες, αν ο,τι χρήματα βγάλεις περάσουν πρώτα από την ηλεκτρική σκούπα της αυτόματης ανάληψης από τις τράπεζες απ ευθείας, αν-
Μισό λεπτό: αν συμβαίνουν όντως όλα αυτά – άνθρωπος δεν είσαι και εσύ; Κουράστηκες, τόσα χρόνια πίεση, δεν πρέπει να ζήσεις; Τόσα χρόνια κάνεις το σκατό σου παξιμάδι, δεν πρέπει να δεις λίγο ουρανό, λίγο θάλασσα, λίγο ξεγνοιασιά – δεν πρέπει να διασκεδάσεις, να χαμογελάσεις με την οικογένειά σου, ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ;
(Είδες τι ωραία χρώματα έχει αυτή η διαφήμιση; Δεν μοιάζει λίγο με Μάμμα Μία; Πες!)
Στο κάτω κάτω, αν δεν έχεις, δεν τα δίνεις. Ορίστε. Τα τρώει η τράπεζα ζημιά, δουλειά της είναι, κανένα -πρόβλημα – θα εξαφανιστούν σε μία μαύρη τρύπα, τι δηλαδή, πέντε χρωστάει, θα χρωστάει δέκα, δουλειά μας είναι;
Τι μας νοιάζει εμάς;
Έεεεεεεεελα μωρέ τώρα.
Άλλωστε να είμαστε λογικοί, τι δηλαδή, να μην ζήσει η επιχείρηση – έστω και με δανεικά λεφτά; Να μην πάρει ο τουρισμός, Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – τι, μήπως παίρνει και από κάπου αλλού; Σιγά μη περιμένουμε τους ξένους να μας φέρουν λεφτάκια – εδώ ρε, από τον ντόπιο ρε, που τρώει πέντε πατάτες τηγανητές και παραγγέλνει άλλη μία για να μείνει να μην τον πουν και λιγούρη, όχι σαν κάτι όντως λιγούρηδες που έρχονται στην πατρίδα και τρέφονται μία σαλάτα οι τέσσερις. Λιγούρια, κακομοίρηδες….
Και άμα είναι και δανεικά; Κάντα οχτώ τα μπουκάλια μπύρα κυρ Στέφανε. Και μακαρόνι, το χοντρό. Θα το κάψουμε απόψε κυρ Στέφανε. Ναι, θα το κάψουμε…
Άκου ρε φίλε, ζήσε. Ξόδεψε τα λεφτά που δεν έχεις. Ζήσε. Το έχεις ανάγκη – και εμείς είμαστε δίπλα σου. Με ένα τηλέφωνο, καθάρισες. Ευκολίες πληρωμής. Θυμάσαι; Τι περιμένεις; ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ;
~
Τίποτα δεν μάθαμε. Τίποτα. Όχι μόνο δεν είναι περασμένα, αλλά προλάβαμε και τα ξεχάσαμε όλα πριν ακόμα τελειώσουμε.
~