Όλο λέω «να ένα θέμα να γράψω» και όλο το αφήνω γιατί προκύπτει κάποιο άλλο, και ύστερα άλλο, και στο τέλος μαζεύονται πολλά και αυτή η διαρκής, εξαντλητική, ασταμάτητη ορμή θεμάτων κάθε μέρα (κάθε μέρα, ρε φίλε, μία μέρα ησυχίας δεν έχουμε) με καταπλακώνει και ξεχνάω τα μισά.
Έτυχε να έχω χρόνο, και ετυχε να υπάρχει καλό θέμα σχολιασμού, σχεδόν-όχι-γκρίνιας (ναι, καλά) οπότε ας ξεκινήσω να γράφω την σκέψη μου, και αν βγάλει κανένα νόημα όλο αυτό, θα το ανεβάσω κιόλας.
Έχουμε και λέμε:
Προσωπικά, δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανος για τον Αντετοκούνμπο.
Βέβαια, δεν αισθανόμουν και ιδιαίτερα απογοητευμένος με τον Σχορτσιανίτη, κάποτε, οπότε παραμένω σταθερά ασυγκίνητος στα «Έλληνας θεός», «Πήρε την Ελλάδα στα χέρια του και την σήκωσε στους ουρανούς» κ.α.
Χαίρομαι πάρα πολύ βέβαια που χαίρεται ο κόσμος. Χαίρομαι αγνά, γιατί αυτοί που χαίρονται είδαν πίσω από το χρώμα, ή την καταγωγή, και επέλεξαν να χαρούν με κάποιον που δηλώνει ανοιχτά, και κόντρα σε κάθε γραφειοκρατία ή ρατσισμό, «ένας από αυτούς».
Βέβαια, δεν χάρηκαν όλοι, όχι όλος ο κόσμος, διότι, να με συμπαθάτε κιόλας, αλλά όταν πας σε συγκέντρωση «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ-Αλβανέ» (ή όταν τον υπουργοποιείς στην κυβέρνησή σου) δεν είμαι σίγουρος γιατί τώρα στέλνεις συγχαρητήρια – εκτός και αν ήσουν παιδιόθεν οπαδός των Μπακς, οπότε καταλαβαίνω, κέρδισε η ομάδα σου, δεν φέρνω αντίρρηση. Η ο άλλος θυμήθηκε τον Σαμαρά, λέει, που του έδωσε το διαβατήριο να πάει NBA. Τον Σαμαρά. Τον Σαμαρά που ξέρουμε όλοι. Ε, αυτά είναι γελοία πράγματα, κακώς τα αφήνουμε αχαρακτήριστα, αυτό το θράσος μένει και να μου το θυμηθείτε.
Να σας πω τι τρέχει όμως με μένα; Όταν χιονίζει και όλοι λένε «τέλεια, θα ασπρίσει η Αθήνα» – εγώ σκέφτομαι τους άστεγους. Όταν έρχονται Ολυμπιακοί και οι δρόμοι ομορφαίνουν, εγώ σκέφτομαι τους ναρκομανείς που τους βάζουν σε ένα λεωφορείο και τους παρατάνε αλλού να μην φαίνονται (όποιος έχει καλή μνήμη και θυμάται)
Ετσι και όταν κερδίζει ένας μετανάστης (διπλός κιόλας, από Νιγηρία – Ελλάδα και από Ελλάδα – Αμερική) σκέφτομαι τους μετανάστες που έμειναν πίσω.
Βλέπω τα χρυσά δαχτυλίδια και τις σαμπάνιες της νίκης, και σκέφτομαι τον άνθρωπο που πρόσφατα αυτοκτόνησε γιατί ενώ τον είχαν κλειδωμένο σε ένα απαράδεκτο καμπ θα τον έστελναν με το ζόρι πίσω σε μία πατρίδα που τον μισούσε.
Βλέπω να αγκαλιάζει την οικογένειά του, και σκέφτομαι την γυναίκα που κάηκε με το εγγονάκι της στην σκηνή της, επειδή έκανε κρύο.
Δεν κάνω επίκληση σε κανένα συναίσθημα, ούτε πάω να σας γαμήσω την χαρά, περιμένετε. Λέω εγώ. Εγώ τα σκέφτομαι όλα αυτά. Είναι κατάρα, όχι τιμή.
Το πρόβλημα είναι πως καθώς δεν έχω κάνει αρκετά (τώρα πια, ούτε και στο μπλογκ μου δεν γράφω γι’ αυτά) δεν μπορώ να αισθανθώ υπερήφανος. Μπράβο Γιάννη, αλλά δεν βοήθησα πουθενά.
Δεν ήμουν στο σχολείο σου στα Σεπόλια, όταν πούλαγες CD, δεν σε προστάτεψα από όσα άκουσες, δεν σε προστάτεψα όταν σήκωσες την σημαία, όταν κυκλοφορούσες στους δρόμους, όταν ζήτησες διαβατήριο, όταν – δεν ήμουν εκεί.
Κάποιοι ήταν. Κάποιοι ήταν δίπλα σου, κάποιοι σε πίστεψαν, κάποιοι σε στήριξαν, όχι μόνο γιατί ήσουν δύο μέτρα, αλλά κυρίως επειδή ήσουν ένα παιδί, με μία αδικία τροφοδοτούμενη από το χρώμα σου, το επώνυμό σου, την χώρα καταγωγής σου.
Και αυτοί οι κάποιοι, έχουν δικαίωμα να είναι σιωπηλά, μέσα τους, ή φωναχτά, ουρλιάζοντας, περήφανοι. Και η περηφάνια δεν περισσεύει για τους υπόλοιπους από εμάς, είναι ορισμένη, ότι έκανες στο παρελθόν πληρώνεσαι. Εσύ, σήκωσες βάρη, άκουσες τους προπονητές σου, μάτωσες και στερήθηκες. Αυτοί, πήγαν απέναντι σε ένα απόλυτα υπαρκτό τείχος, με εχθρό αντιλήψεις, το κράτος το ίδιο, τους συνανθρώπους τους, τους γείτονές τους. Για κάθε έναν από αυτούς που μπορεί να άκουσε το «νεγρολάτρη» (κατά το nigga lover) η μάχη ήταν εκεί, διαρκής, η ζωή τους όλη – και ένα κομμάτι υπερηφάνειας το δικαιούνται πια.
Μάχη η δική σου που σ’ εφερε μέχρι εκεί, μάχη και η δική τους.
Και έτσι δεν τολμώ να μοιραστώ την περηφάνια και την χαρά τους. Αν την μοιραστώ, νιώθω ότι θα ξεγελάσω τον κόσμο ότι δώσαμε τον ίδιο δύσκολο αγώνα μ’ αυτούς – και όχι, σε καμία περίπτωση δεν δώσαμε τον ίδιο αγώνα.
Αυτοί να είναι περήφανοι για σένα, που δικαίωσες τις προσδοκίες τους παρά τις δηλητηριώδεις αντιλήψεις των άλλων για το χρώμα και την (αρχική) καταγωγή σου, που έγινες τίμιος και σωστός – και γω απλώς θα χαμογελάω με την χαρά τους.
Θα χαρώ ακόμα περισσότερο αν κάνεις όλη αυτή τη χαρά και την συμπάθεια του κόσμου, δύναμη. Ο αθλητισμός έχει μία τάση να προσπερνά φραγμούς, να ανοίγει τον κόσμο στο διαφορετικό, να ραγίζει λίγο τοξικές αντιλήψεις. Αν πάρεις αυτήν την ευκαιρία, και καταφέρεις να τους πείσεις ότι αυτός που είναι φυλακισμένος τόσο καιρό σε απαράδεκτο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι κι αυτός άνθρωπος, όπως είσαι κι εσύ, ότι μπορεί, αν του δοθούν οι ευκαιρίες, αν του δοθούν τα χέρια και η αγάπη, αν κριθεί δίκαια για αυτό που είναι, μπορεί να γίνει ένας αξιόλογος επιστήμονας, ένας γιατρός, ένας αρχιτέκτονας, ένας πυροσβέστης, σκουπιδιάρης, προγραμματιστής, ζωγράφος, δάσκαλος, τραγουδιστής, οτιδήποτε λαχταρά να γίνει, ένας από εμάς, όχι ένα ανώνυμο πτώμα στα κύματα ή ραμμένα χείλη σε ένα κάμπ – αν πείσεις τους συνανθρώπους μου και μεταφέρεις την αγάπη που απλόχερα σου έδωσαν προς αυτούς τους ανθρώπους.
Αυτό, θα κάνει την ζωή πιο εύκολη δεκάδων ανθρώπων που πασχίζουν να κάνουν την ζωή αυτών των άλλων μεταναστών πιο εύκολη. Γιατροί, δημοσιογράφοι, εθελοντές, οι άνθρωποι που πολεμούν καθημερινά, ανώνυμα, αθόρυβα, σαν κι αυτούς που στάλθηκαν δίπλα σου και σου έδωσαν κι εσένα μία ευκαιρία. Θα τους προσφέρεις μία ελπίδα, στην καθημερινή μάχη που δίνουν με τον εγκατεστημένο ρατσισμό στην χώρα μας. Θα τους δώσεις μία ανάσα.
Ε, τότε θα είμαι και γω περήφανος, γιατί έγραψα αυτό το κείμενο, γιατί έκανα μία προσπάθεια, γιατι προσπάθησα να σπείρω μία ιδέα 🙂
Και θα μοιραστώ και γω λίγο τότε, προσεκτικά και με σεβασμό, την περηφάνεια αυτών που σε προστάτεψαν όταν έπρεπε γιατί πίστεψαν σε σένα σαν άνθρωπο, ως αυτός που ήλπισε σε σένα, όταν μπορούσες 🙂
Εν αναμονή της δικής μου χαράς λοιπόν,
ένας συνονόματος θαυμαστής σου.