Δεν είχα πάει ποτέ στον Παρθενώνα. Δεν είχα πατήσει ποτέ το πόδι μου στην Ακρόπολη.
(Γι αυτο μ’αρέσει το blog, γιατί πετάω κάτι τέτοια, και νιώθω οτι εξιλεώνομαι για τα όποια λάθη μου)
Μηδέν. Νάδα. Κάτι φωτογραφίες είχα δει, πολύ λίγα θυμάμαι απο το σχολείο, και ένοιωθα αρκούντως περήφανος που το είχα μια γειτονιά μακρυά απο μένα.
Κάτι σαν να μένεις ένα τετράγωνο μακρυά απο τον Σόμμερ, ένα πράγμα.
Αλλά να πάω, ποτέ.
Δεν έκατσε, δεν έτυχε, δεν ήταν ψηλά στην λίστα των προταιρεοτήτων μου (ενώ το να πάω για παγωτό στην παγωτομάνια στο Μοναστηράκι, πχ, ήταν), ότι θες. Έχω πάει στον Βόλο, στα Ζαγοροχώρια, στο Παρίσι, στην Μύκονο (σχολική εκδρομή ήταν, αμέσως εσείς, να σχολιάσετε) στην Σαντορίνη, στην Πάρο, στην Κρήτη, Στον Πύργο, στην Καλαμάτα, στο Ναύπλιο, στα Θερμίσσια – και έχω επισκεφτεί ένα σωρό αρχαία εκεί.
Αλλα, στον Παρθενώνα, ποτέ.
Τέρμα όμως με την αυτοκριτική, ε; Είπαμε, δεν είχα πάει. Το πιάσατε το υπονοούμενο.
Πήγα, την Δευτέρα.
Εγώ και η Ελεάνα, είχαμε άλλο πρόγραμμα για Δευτέρα. Βόλτα, στο Μοναστηράκι. Το οποίον -συνήθως- περιλαμβάνει σουλατσάδα, να χαζεύουμε τους ξένους, να μας χαζεύουν και αυτοί, να νιώθουμε λίγο μακρυά απο την Αθήνα, τέτοια.
(και βέβαια παγωτό στην παγωτομανία).
Κει στην βόλτα μας, περνώντας απο δρομάκια που δεν περνάμε συχνά (ή έχουμε ξαναπεράσει και δεν θυμάμαι) φτάνουμε σε μία πύλη. Έχει τρία – τέσσερα άτομα μπροστά, λέμε να πάμε να χαζέψουμε…
Νεαρός (με ταμπελάκι, έχει σημασία αυτό. Λέξεις κλειδιά: οι υπαλληλοι φορούν ταμπελάκι.) είναι στο πόστο του, και λέει στους ξένους πως θα φτάσουνε στον …Παρθενώνα!
Δηλαδή είμαι λίγα μέτρα απο το …άβατο;
Πάμε κοντά, ρωτάμε, αποκάλυψη: Τσάμπα είσοδος!
(κάθε Κυριακή έχει τσάμπα είσοδο – Κυριακή και αργία, και εχθές ήταν, you know, αργία)
Δηλαδή είμεθα ένα βήμα πριν τον Παρθενώνα, τα αρχαία, την ιστορία – και είναι και τσάμπα!
Μιλάει το ελληνικό δαιμόνιο, ξεχνάμε όλα τα άλλα, τσάμπα είναι, πάμε; Πάμε.
Και χαρωποί-χαρωποί κάνουμε το μεγάλο βήμα, και περνάμε την είσοδο.
Ο νεαρός στην είσοδο με το ταμπελάκι, ευγενέστατος. (Και αυτό έχει σημασία, κρατήστε το. Λέξεις κλειδιά: στην είσοδο, ευγενέστατος.) Μας λέει ότι υπάρχουν δύο δρόμοι: ο δύσκολος, κάπου είκοσι λεπτά διαδρομή, και ο εύκολος.
Τώρα, μάθημα ψυχολογίας: όταν νιώθεις οτι χρωστάς στην ιστορία, οτι είσαι γαιδούρι που δεν έχεις πατήσει το πόδι σου στα υπερτατα αρχαία, πας απο τον δύσκολο δρόμο.
Κάπου είκοσι λεπτά διαδρομή.
Είκοσι, είκοσι. Πέρνουμε Παίρνουμε τον δρόμο (που έχει ταμπέλα Περίπατος, για να γνωρίζουμε και κανα δύο πράγματα, και περπατάμε σταματώντας σε κάθε πινακίδα. Οι περισσότερες είναι επεξηγηματικές, έχουν κείμενα, τούτο το σπήλαιο και κείνο το ρυάκι, χρήσιμα πράγματα, αλλά εμείς σταματάμε και στα αυτοκόλητα που διαφημίζουν τον κατασκευαστή των φυλακίων, τέτοιο πάθος για γνώση.
Ονειρευόμαστε τα αρχαία, εδώ περπάτησε ο ένας και ο άλλος, εδώ έκαναν την ανάγκη τους, ιστορικές στιγμές.
Μάθημα ψυχολογίας: όταν βλέπεις τα αρχαία, θέλεις να σκέφτεσαι τα μεγάλα ονόματα που περάσανε απο δώ, όχι τον μαλάκα τον σκλάβο που τα έχτισε. Αλλιώς, είναι σαν να βλέπεις Παρα-πέντε, και να μην σκέφτεσαι την Καρύδη, αλλά τον κάμεραμαν που την τράβηξε: Ιεροσυλία.
Κουραζόμαστε λίγο, αλλά σκεφτόμαστε τους αρχαίους που κάνανε καθημερινά το δρομολόγιο, και βαστάμε λίγο ακόμα. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, μπορεί να κάνουμε και εμείς σωματάρες, σαν τα αγάλματα.
Συναντάμε ένα ακόμη φυλάκιο. Εδώ ο φύλακας δεν είναι τόσο διαθέσιμος και συνεργάσιμος, αλλά τουλάχιστον μας δείχνει τον σωστό δρόμο. (σημειώστε: όσο πιο βαθιά, λιγότερο χαρωποί. Τί θα συναντήσει άραγε το ζευγάρι μας αργότερα;)
Στην διαδρομή, δε, πλήθος ξένων τουριστών. Εεε, όχι ακριβώς. Πλήθος ξένων. Ήτοι, Ρώσοι (μετα τις ρωσίδας συντρόφου, βεβαίως), Πακιστανοί, τέτοια.
Το οποίον, αν δεν πήγαινα εγώ εκείνη την ημέρα, ο Πακιστανός που σου κάνει τα τζάμια και σου πουλάει το CD, ο Ρώσος που σου γνωρίζει 17χρονη άρτι αφιχθίσα απο την Μόσχα για μασάζ, όλοι αυτοί θα είχαν πάει στην Ακρόπολη, στο Ερεχθειον, στον Παρθενώνα, και εγώ όχι.
Κάτι πρέπει να μας πει αυτό (σε εσένα, εγώ πήγα 🙂 ).
Κάποια στιγμή στα αρχαία παρεμβάλλονται και κάτι νέα – κάτι εργοτάξια, κάτι κατασκευές, λέμε να ξεμείνανε απο τότε, κοτζαμάν Ακρόπολη και τριάντα ναοί γύρω γύρω – αλλά όχι, είναι απο τους μοντέρνους.
Ένα αρχαίο θέατρο βρίσκουμε στον δρόμο μας, πράγμα που θυμίζει στην Ελεάνα να μου πει για το νέο θέατρο που βρέθηκε στο Μενίδι. Ητανε λέει να γίνει σούπερμάρκετ, και έγινε αρχαίο θέατρο. Αναβάθμιση της ποιότητας, αλλά εμένα αυτή η απαλλοτρίωση που ετοιμάζουν με πονηρεύει. Τεσπα, συνεχίζουμε.
Φτάνουμε στο Ηρώδειο (απο πάνω), ανακαλύπτουμε οτι η εξέδρα που κάθονται όλοι οι μουσικοί μπαίνει – και βγαίνει.
Προσέξτε, το σημαντικό δεν είναι οτι μπαίνει. Το σημαντικό είναι οτι κάποιος ασχολείται μετά να την βγάλει. Απο πάνω φαίνεται καθαρά η διάταξη του αρχαίου κτίσματος, συνεπώς, αξιέπαινη και αυτή η λεπτομέρεια.
Φτάνουμε σε άλλο ένα φυλάκιο (στην Κακαβιά είμαστε;) εκεί, άλλη μία κυρία με ταμπελάκι (το πιάσατε το υπονοούμενο, ε;) μοιάζει φουριόζα.
Φοράει το μαντίλι της στο λαιμό και λέει σε κάτι ταλαίπωρους οτι κλείνουν.
Ώπ! καινούργια δεδομένα. Ανοιχτό ίσον κλείνει κάποια στιγμή. Πότε κλείνουν; στις τεσσερις και μισή (ποτέ δεν την κατάλαβα αυτήν την πληροφορία: τι πάει να πει τέσσερις και μισή; σε πόση ώρα είναι αυτό έχει αξία.)
Τι ώρα είναι τώρα; Τέσσερις και είκοσι. Ώ, ναι. Και δεν έχουμε δει το γκράντ σώου ακόμα.
Οι λίγοι «τουρίστες» (έχει και τουρίστες ανάμεσα στους ξένους, όχι μόνο μετανάστες) και οι μπόλικοι έλληνες αρχίζουν να ξεχνάνε τις «μικρολεπτομέρειες» που συναντούν στον δρόμο τους (κάτι κίονες, κάτι τείχη θεόρατα, κάτι αρχαία) γιατι δεν θα προλάβουν τον πρωταγωνιστή της επίσκεψης.
Κάτι σαν και εμάς, λόγου χάρη, που απαρνιώμαστε πλήθος ευρημάτων, (ενώ πριν φωτογραφίζαμε απο σπηλιές μέχρι κατσαρόλες) για μιά ματιά στο «μεγάλο, το αρχαίο, το αληθινο».
Τι να πεις, όλα θέμα προταιρεοτήτων είναι.
Ο λαός (γιατι πλέον είμαστε τσούρμο, μπουλούκι) περνάει την είσοδο, και ιδού, το μεγαλείο.
Πέρα απο την πλάκα, μου κόβεται η ανάσα.
Κοιτάζω να μην το δείξω, αλλά σε τέτοια πράγματα ανατριχιάζω. Όχι μόνο στα ελληνικά, σε όλα.
Τραβάμε τις φωτογραφίες μας, το ίδιο κάνουν όλοι. Μπαίνουν σε ξένα κάδρα, κάθονται με φόντο τα αρχαία, διασκεδάζουν ή μένουν άφωνοι με το μεγαλείο….
ΈΞΩ!
Μία «κυρια» με ταμπελάκι μόλις εντόπισε νεαρό να έχει περάσει το
ΈΞΩ – ΈΞΩ – ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ – ΕΞΩ
σκοινί που απαγορεύει την είσοδο
ΕΞΩ ΕΞΩ ΕΞΩ
στον Παρθενώνα, για να φωτογραφηθεί.
Η κυρία με το ταμπελάκι οσμίζεται οτι ο νεαρός είναι γνώστης της ελληνικής (πως αλλιώς εξηγείται το ελληνικό πρόσταγμα;) βαρήκοος (διότι η φωνή της ακούγεται ίσαμε το θησείο) και τρόφιμος φυλακών (διότι η κατάσταση απαιτούσε χιτλερική συμπεριφορά).
Όπου φύγει-φύγει ο νεαρός βέβαια, ούτε λόγος. Εδώ κοντέψαμε να φύγουμε και εμείς, που είμεθα και νομιμόφρονες.
Χαμογελάμε με αμηχανία για την συμπεριφορά της φέρουσας καρτελάκι κυρίας. Θα κάναμε παρατήρηση (για άνευ σημασίας πράγματα, όπως η πιθανότητα να ξεφτιλιστήκαμε διεθνώς με την συμπεριφορά της) αλλά δεν προλαβαίνουμε διότι ο χρόνος τελειώνει, μία μπαγκράουντ φωνή ενημερώνει οτι σε λίγο θα ακουστεί η σφυρίχτρα (μά τον θεό) των φυλάκων για το άδειασμα του χώρου, και, στο κάτω κάτω, την πέρασε την γραμμή και παρανόμησε ο χριστιανός, έτσι δεν είναι;
Άλλο που ήθελε να τραβήξει μία φωτογραφία με το μνημείο μας και όχι να βιάσει πεντάχρονο αγοράκι (γιατι η καρτελοσημασμένη κυρία – πρώην φύλακας στον Κορυδαλλό, μάλλον με την δεύτερη κατηγορία είδε τον νεαρό, και όχι με την πρώτη).
Αγνοούμε λοιπόν την βλακεία, και συνεχίζουμε, τραβώντας όσες περισσότερες φωτογραφίες μπορούμε, και θαυμάζοντας τους αρχαίους (και τους σκλάβους τους, μην ξεχνιώμαστε) για το μεγαλείο τους…
ΕΞΩ!
Όχι ρε πούστη μου, η μουρλή
ΕΞΩ – ΕΞΩ, ΕΞΩ – ΕΞΩ, ΕΞΩ – ΕΞΩ!
κάποιον πέτυχε πάλι.
ΌΟοοοοχχχχι, δεν είναι αυτή η μουρλή. Είναι ΑΛΛΗ, με παρόμοια συμπεριφορά, προς καινούργιο «παραβάτη».
Φορώντας το καρτελάκι της δύναμης, το ισοδύναμο του σχεδίου των κεραυνών των ναζί,
ΕΞΩ – ΕΞΩ – ΕΞΩ – ΕΞΩ – ΕΞΩ – ΕΞΩ
επαναλαμβάνει το έξω ρυθμικά, απορώντας μέσα της που ο αναιδής δεν καταλαβαίνει το αρχαιοελληνικό «Όξω Πούστη Απο Την Παράγκα» με ύφος «Εδώ Είναι Τα Αρχαία Μας Ρε Κερατά Και Δεν Εισαι Άξιος Να Τα Θαυμάσεις», και «Εγώ Είμαι Ελληνίδα – Εσύ Είσαι Αλβανος(*)», καθώς και το «Όλα Αυτά Τα Έχτισαν Πρόγονοί Μου – Οι Δικοί Σου Τρώγαν Βαλανίδια».
Εκεί που νομίζουμε ότι ήταν μία κυρία που η εμμηνόπαυση δεν της έκατσε καλά, ιδού που μαζεύονται και γίνονται κόμμα.
Σας ορκίζομαι οτι βλέπω και νεαρό, αξύριστο και γλειωδέστατο, ΜΕ ΚΑΡΤΕΛΑΚΙ να πηγαίνει προς τον παραβάτη (που δεν τον είδα) με όρεξη για τσαμπουκά.
Ά, ρε Ελλάδα.
Οι φύλακες πλέον μας κόβουν τον δρόμο προς τα υπόλοιπα αρχαία (η Ελεάνα ακούει έναν απο αυτούς να λέει σε κάποιον «Έλα αύριο, που θα έχει δώδεκα ευρώ») σφυρίζοντας με τις σφυρίχτρες τους.
Οι προσταγές τους στα άπταιστα ελληνικά «κλείνουμε παρακαλώ, όλοι έξω» δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Το …κοπάδι, καθοδηγούμενο απο σφυρίγματα, προσταγές και όχι τόσο ευγενικές παραινέσεις, με ελάχιστα αγγλικά στοιχεία, οδηγείται κακήν κακώς προς την έξοδο.
Το μνημείο αδειάζει. Οι ξένοι φεύγουν, με τις καλύτερες των εντυπώσεων απο την ελληνική φιλοξενία. Είμαι σίγουρος οτι έχουν αποκομίσει τις καλύτερες εντυπώσεις θαυμάζοντας την αρχαιοελληνική ομορφιά, και την νεοελληνική σιχαμερή συμπεριφορά.
Άνθρωποι απο όλον τον κόσμο, που ήρθαν να αποτίσουν φόρο τιμής σε αυτούς που χάρησε γνώση και ομορφιά παγκοσμίως αντιμετωπίζονται σαν ζώα, απο αυτούς που θα έπρεπε να είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές μας.
Άσε που είμαι σίγουρος ότι της καθημερινές οι ίδιοι άνθρωποι είναι κύριοι. Σου λέει, πλήρωσε εισιτήριο ο πελάτης, δεν είναι φτωχομπινιεδιάρης μετανάστης.
Θα πάω πάλι, το υπόσχομαι. Σύντομα. Και θα είναι Κυριακή.
Όχι γιατί είμαι φτωχομπινές. Αλλά γιατί α) θα πάω με τους μετανάστες, ανθρώπους αγνούς (πρέπει να είσαι αγνός όταν σου συμπεριφέρονται κάθε μέρα σαν σκουπίδι και εσύ επισκέπτεσαι την ιστορία τους) και β) γιατί δεν θέλω να δώσω ούτε ευρώ στον μισθό των αγράμματων φυλάκων.
Και αλλίμονό τους αν τους πιάσω ξανά να μιλάνε με αυτόν τον τρόπο μπροστά μου.
Όξω!
(*) Αλβανός όχι ως καταγωγή, αλλά ως κατηγορία ανθρώπου…
Υ.Γ. Και άλλες φωτό..: 1 | 2