Το λοιπόν, είμαστε έτοιμοι. Μάγκες και πονηροί, έχουμε πάρει ένα τηλέφωνο στο ξενοδοχείο στην Πράγα, «τι καιρό κάνει εκει πέρα ωρέ παιδιά», «μια χαρούλα, ουδέν πρόβλημα», καλώς, πακετάραμε τα ρουχαλάκια μας, μακό και πουκάμισα, και φορέματα, ετοιμάσαμε τις βαλίτσες μας, μιαν χαράν, ελαφριές, άδειες – άδειες.
Φτάνουμε στο αεροδρόμιο.
Πάμε να μας τσεκάρουνε οτι εμείς είμαστε εμείς (που εμείς είμαστε, αλλά που να το ξέρουν;), κοιτάνε την φωτό που τράβηξα διακόσια χρόνια ποιο πριν, ανύποπτος για τα μεγαλεία που θα ζούσα, και την μπλούζα ακόμα την έχω και μου κάνει, ωραιότατη.
Κοιτάει ο κυρ ‘στυνόμος την μπλούζα, κοιτάει και μένα, φτούνος θά ‘ναι. Μου κάνει νόημα, περάστε να διασκεδάστε εκεί στα ξένα.
Θαυμάσια.
Περνάμε και απο μηχανήματα μεγάλα, ξάφνου πανικός, μαζεύονται δυο τρεις πάνου απο την τσάντα μου, κοντά και εγώ, τι έγινε ρε παιδιά, να, είδαν ένα μπουκάλι με νερό.
Α, πα, πα, να το βγάλω ρε παιδιά, -η ελεάνα μου το βαλε κρυφά, αλλά δεν την καρφώνω γιατι το ζευγάρι είναι σημαντικό να μην αλληλοκαρφώνεται, μην κοιτάτε που το λέω σε ‘σας, είστε δικοί μου άνθρωποι – το πίνω να φτάσει τα επιτρεπόμενα 100ml αλλά δεν μασάνε, να το πετάξετε.
Αντε, καλά – το πετάμε καινούργιο μπουκάλι.
Μπαίνουμε στο αεροπλάνο.
Μουστακαλής μας υποδέχετε, χαλλόου, τι χαλλόου ρε βλάχο – αλλά κάνω το κορόϊδο γιατι είμαι πολιτισμένος ως έλληνας, χαλλόου και εγώ, να κάτσωμεν, βρίσκουμε αριθμούς, τι περίεργο της ελεάνας είναι παράθυρο, μία τύχη που την ακολουθεί σε όλο το ταξίδι έκτοτε, μυστήριο πράγμα.
Ερχονται κάτι κοπελίτσες ντυμένες ομοιόμορφα σαν σχολείο «θα μας φέρετε λίγο νεράκι» εγώ, Γουάτ αυτές διοτί δεν το ομιλούν το ελληνικό.
Αντε, καλά και εδώ. Μην το μιλάτε. Θα τους κρατούσαμε μούτρα, αλλά εκείνη την ώρα απογειωνόμασταν, και χεστήκαμε -με το συμπάθειο- πάνω μας.
Προσγειωνόμαστε στα ξένα….
Εκειδά, κάτι μας λέει στα τσεχοβρετανοβλάχικα ο πιλότος -που άλλη δουλειά δεν είχε, όλο μίλαγε (ποιός πιλοτάριζε θα ήθελα να ξέρω) οτι η θερμοκρασία είναι στους …12 βαθμούς.
Ντάλα καλοκαίρι δηλαδή. Καύσωνας.
Εμείς, βαλτοί απο τον ρεσεψιονίστα, «μια χαρούλα, ουδέν πρόβλημα», έχουμε κατέβει με …φανελάκια.
Κατεβαίνουμε με χίλια ζόρια -βρε μήπως να γυρίσουμε λέμε- μούντα ο καιρός, σκάει μύτη ταξιτζής.
Εμείς, ενημερωμένοι, ξέρουμε οτι η ταρίφα αεροδρόμιο – πόλη είναι 700 κορώνες – ήτοι είκοσι ευρώ.
Του το λέμε, οκ στα τσεχοβρετανοβλάχικα ο οδηγός, μπήκαμε μέσα στα ζεστά.
Και ξεκινάει.
Ο Λάουντα ο Τσέχος.
Να χώνεται, να τρέχει, να στρίβει, και εμείς να αφήνουμε το στομάχι μας στο -ωραίοτατο δερμάτινο κάθισμα.
Μεταφορικά βεβαίως, διότι δεν θέλαμε να ντροπιάσουμε την πατρίδα μας, και να μας πουν οτι δεν έχουμε και εμείς ταξιτζίδες με φερράρι.
Αμε.
Είμεθα μαθημένοι κύριε.
Πολλές στροφές αργότερα φτάνουμε, μας κατεβάζει τα πράματα ο ευγενικός ταρίφας, ανεβαίνουμε στο ξενοδοχείο.
Για την πόρτα δεν θα πω τίποτα, ούτε το blog δεν τους ξεπλένει.
Πάμε στον ρεσεψιονίστ έτοιμοι να του στρίψουμε το λαρύγγι που κάνει ψωφόκρυο και αυτός μας έλεγε οτι θα περάσουμε καλά.
Ο ρεσεψιονίστ είναι μαύρος, πράγμα που δεν περίμενα να δω στην Τσεχία, οπότε μας έκοψε την μαγκιά.
Η ώρα είναι 7.
Λέμε να βάλουμε κάπου τα πράγματα, για να έρθουμε στις 12 να μπούμε να να ξαπλώσουμε…
..ποιές 12; Στις 2 λέει θα μπείτε.
Στις 2; και τι θα κάνουμε μέχρι τις 2;
Θα βολτάρουμε λοιπόν. Απο τις 7 (άντε να έχει πάει οχτώ) μέχρι τις δύο.
Τόσο καλά περάσαμε, που φτάσαμε στις… 2μιση.
Αλλα για αυτά τα περισσότερα, να μας ξανάρθετε (διότι κουράστηκα να γράφω, παντρεμένος άνθρωπος).