Δεν τον ήξερα σχεδόν καθόλου. Αλλά εσένα, που ήταν αδελφός σου, σε ξέρω.
Σε ξέρω φιλαράκι.
Ξέρω οτι πάλι θα γίνεις και πατέρας, και μάνα, και αδελφός. Ξέρω οτι θα νοιαστείς, θα σκεφτείς, θα προγραμματίσεις.
Ξέρω οτι ο τελευταίος που θα ασχοληθείς μαζί του, είσαι εσύ.
Του τρίτου, ήταν κολλητός. Και κλαίει και σπαράζει. Όσο και εσύ, αλλά εσύ δεν δείχνεις. Το καταπίνεις, βάζεις άλλες προταιρεότητες.
Και πατέρας, και μάνα και αδελφός.
Κάπου εκεί, κάποια στιγμή, σου μαγκώνει την καρδιά το «τον θέλω πίσω, τώρα».
Σου σφίγγει τον λαιμό, σου κόβει την ανάσα.
Αλλά δεν δακρύζεις, γιατί κάποιος άλλος ζητά την προσοχή σου, την ασφάλειά σου, σε κάποιον πρέπει να φανείς δυνατός.
Και πατέρας, και μάνα και αδελφός.
Όπως πάντα.
~
Να σου πω οτι δεν είσαι τόσο δυνατός;
Να σου πω οτι δεν ορίζεις τις ζωές των άλλων; οτι δεν είσαι θεός; Οτι θα την κάνει την μαλακία του ο άλλος, οτι θα αφήσει την ζωή του να ξεφύγει, θα αδιαφορήσει, θα την αρνηθεί; Κι αν δεν άκουσε, κι αν δεν σκέφτηκε, και αν δεν ήθελε πια, ή δεν κατάλαβε, δεν φταίς εσύ φιλαράκι.
Να στο πω;
Θα κάνει καμία διαφορά;
Θα το θυμηθείς δέκα λεπτά μετά;
~
Φρόντισέ τους όλους, φιλαράκι. Χαιρέτα τον κόσμο, πες ευχαριστώ που ήρθατε, φρόντισε τα απαραίτητα, φρόντισε τους δικούς σου, βάλτους να κοιμηθούν, διώξε τα άσχημα όνειρά τους, χάιδεψε το προσκέφαλό τους.
Σαν πατέρας, σαν μάνα, σαν αδελφός.
Και μετά, όταν θα ‘σαι μόνος, και όλοι θα είναι ήσυχοι και ασφαλείς, κάνε μου και μένα μία χάρη ρε φιλαράκι.
Θυμήσου να κλάψεις και ‘συ.