Αερα, είχε. Λίγο, αλλά είχε. Διάθεση είχαμε. Αετό, για πρώτη φορά μετά απο δύο χρόνια, είχαμε θυμηθεί να πάρουμε μαζί.

Όλα έτοιμα.

Εγώ, βέβαια, δεν θυμάμαι να έχω ξαναπετάξει αετό. Μπορεί, όταν ήμουν μικρός, αλλά όσοι με γνωρίζουν ξέρουν οτι η μνήμη μου είναι σουρωτήρι – μπορεί να έχω πετάξει και με διαστημόπλοιο μικρός, και να μην το θυμάμαι.

Ο αετός δε, αστέρι. Αγορασμένος απο το lidl, αεροδυναμικός, διπλή καλούμπα, χωρίς ουρά, χρώματα ωραία, ότι χρειάζεται. Η αλήθεια είναι οτι και εγώ, και η Ελεάνα ήμαστε φαν της παλαιάς τεχνολογίας, αλλά αυτόν είχαμε, αυτόν φέραμε.

Στην αρχή, η προσπάθεια έγινε σπίτι. Αλλά, κάτι που δεν φύσαγε, κάτι που δεν μπορέσαμε, πήγαμε (all the way down to) στην παραλία.

Κόσμος και κοσμάκης, μπαμπάδες και μικρά παιδιά (περισσότεροι μπαμπάδες απο ότι μικρά παιδιά, ασφαλώς), να πολεμούν με τους αέρηδες, την βαρύτητα, και την άνωση.

Μερικοί δε, και με την τύχη τους.

Όπως εκείνος με τον παραδοσιακό αετό με σήμα τον Παναθηναϊκό, που αδυνατούσε να τον στείλει ψηλά.

Είχε όμως και κόκκινη καλούμπα. Μα, πράσινος αητός με κόκκινη καλούμπα, πετάει; Δεν πετάει!

Οι άλλοι όμως πετούσαν! Σήκωνες το κεφάλι σου και έβλεπες δέκα – δεκαπέντε αητούς να χαίρονται την μοναδική ημέρα που κάνουν αυτό που δημιουργήθηκαν να κάνουν – να πετούν.

Σε έπιανε δέος με την απόσταση και το παράλογο του να στέκεται αγέρωχο στον αέρα αυτό που πριν ήταν απλώς ένα άψυχο κομμάτι πλαστικού, με τέσσερις χιαστί λωρίδες ξύλου.

Ε, θα κάνω και τον δικό μου να πετάξει!

Τον έχουμε χρόνια, αλλά κάθε Καθαρά Δευτέρα την ζούσε στο σπίτι κλεισμένος, ενώ εμείς βολτάραμε κάπου στην εξοχή. Κλεισμένος, και ξεχασμένος.

Αλλά και εμείς, δεν τον προδώσαμε τον αητό μας. Δεν πήραμε άλλον – αυτόν είχαμε, αυτος θα ήταν ο πρώτος που θα πετάγαμε.

Τον έχουμε λοιπόν ανοίξει απο νωρίς, οι καλούμπες λυμένες, τα πλαστικά περασμένα, ένας κάθεται να τον κρατά, οι άλλοι τραβάνε.

Τίποτα ο αετος.

Ούτε μέτρο.

Τι να αλλάζουμε θέσεις, τι να περιμένουμε τον αέρα τον καλό, τι να μαθαίνουμε που τραβάς και που αφήνεις, τι να τρέχουμε για να τον αφήσουμε, ούτε μέτρο ο αετός.

Στο τέλος μας χάρισε μία αξέχαστη πτήση δέκα περίπου δευτερολέπτων μέχρι να (ξανα)τσακιστεί στο παραθαλάσσιο πάρκινγκ.

Δέκα δεύτερα; δέκα δεύτερα.

Εμένα ο αετός μου πέταξε.

Αυτό θα λέω μέχρι του χρόνου.

Πιο πολύ αέρα θέλει, το λένε και οι ειδικοί. Είχες δίκιο να μην τον δώσουμε, Ελεάνα

4 thoughts on “παρθενική πτήση

  1. Αφήνοντας συνειδητά ασχολίαστα τα περί χρωμάτων αετών, καλούμπας κλπ, σου γράφω για το «δικό μου» αετό.
    Στην θάλασσα λοιπόν με την παρέα, (ενισχυμένη με το πρώτο «μας» μωρό), πίνουμε και τρώμε.
    Ένα αγοράκι έρχεται τρέχοντας προσπαθώντας να διηγηθεί με δυσκολία (από τα αναφιλητά) πως του ξέφυγε ο αετός του. Κλαίει γοερά, κάποιος μεγάλος του λέει πως δεν πειράζει θα του πάρει άλλο αετό.
    Ο μπόμπιρας επιμένει, μα αυτός πέταγε πολύ ψηλά, ήταν ο δικός μου, αυτόν θέλω μόνο.
    Πάει πέταξε του λένε, τίποτα αυτός, εκεί, ήθελε τον αετό του. Χωρίς καμία πίστη σηκώνεται ένας από την παρέα και τον παίρνει αγκαλιά δήθεν να πάνε να βρουν τον αετό.
    Όλοι κοιτιούνται συνομωτικά, σαν να παραδέχονται το μάταιο της αναζήτησης.
    Και ενώ έχουμε ξεχάσει τον μικρό και τον αετό του, συνεπαρμένοι από τον δικό μας μικρό, τον βλέπουμε από μακριά να έρχεται τρέχοντας στην άμμο. Γελάει συνεχίζοντας να κλαίει σαν να μην μπορεί να διαχειριστεί τη χαρά του. Ο αετός μου, ο αετός μου! Πάλι δεν βγάζεις πολύ νόημα από αυτά που λέει. Ο αετός του κάπου είχε πιαστεί. Είπε ίσα με δέκα φορές την ιστορία, που ακριβώς τον βρήκανε, πόσο δύσκολο ήταν να τον ξεμπλέξουν και σε όλη τη διάρκεια χοροπηδούσε και γελούσε. Μέχρι που άρχισε να αγκαλιάζει τους γονείς του και τους φίλους τους και να τους μοιράζει ρουφηχτά φιλιά και αγκαλιές. Μετά τους παράτησε και έτρεξε να συνεχίσει το πέταγμα του αετού.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.