Λίγοι. Λίγοι ως αρχηγοί, λίγοι ως άνθρωποι. Τρεις ψευτο-δον-κιχώτες, ρετάλια, σέρνει ο καθένας το δικό του άρμα, προσεκτικά διαλυμένο, η μαριονέτα που έχουν οι ίδιοι τοποθετήσει να μοιάζει πιο σοβαρή, κάθε τους εμφάνιση χειρότερη από την προηγούμενη.
«Είμαστε δυνατοί»
Λίγοι. Λίγοι ως άνθρωποι, λίγοι ως ηγέτες. Αδύναμοι, με τα μυστικά τους, ανίκανοι να αντέξουν το βάρος της ίδιας τους της συνείδησης. Μαγεμένοι από τα ίδια τους τα λόγια, τα λόγια που ονειρεύονται οι ίδιοι και τους τα γράφουν άλλοι, ή, ακόμα χειρότερα, τα ονειρεύονται οι ίδιοι και τα απαγγέλουν οι ίδιοι, λόγια που έχουν αξία μόνο για τα πέντε λεπτά που θα ειπωθούν, μόνο για τις στιγμές που θα αποτυπωθούν, σε μία μπέτα, σε ένα dvd, και θα μεταδοθούν σε πανεθνικό δίκτυο, στα αυτιά χιλιάδων, στα έκπληκτα μάτια χιλιάδων, και θα χαθούν μετά, ανύπαρκτα, ανούσια από την γέννηση μέχρι τον θάνατό τους.
«Θα τα καταφέρουμε»
Και τόσο λίγοι, τόσο φτωχοί. Καρυδότσουφλα, σε έναν ωκεανό από γεγονότα, με μόνο όπλο τους πέντε λέξεις χωρίς αντίκρισμα, μία ψευτο-συμμαχία, μία απειλή στα τσιράκια τους, που τα έχουν τόσο ανάγκη όσο και εκείνα αυτούς – ίσως καθόλου τώρα που τους γκρέμισαν κάθε ψευδαίσθηση εξουσίας, άλλος με τσιτάτα αρχαίων και τραγούδια, άλλος με απειλές, άλλος με επίκληση σε ένα φιλότιμο που, έτσι και αλλιώς, κανείς από τους τρεις δεν έχει πια.
«Οι Έλληνες δεν λυγίζουν»
Λίγοι άνθρωποι. Με την πίεση των τραπεζιτών,με την πίεση των ψηφοφόρων, την πίεση των βουλευτών, καταλήγουν σε έναν χυλό, προσπαθούν να τους ηρεμήσουν όλους μαζί, ξεχνάνε ποιοι είναι οι ίδιοι, αν ήξεραν ποτέ, χωρίς ρότα, γιατί πέρασαν όλη τους την ζωή αντί να οδηγούν να οδηγούνται με τον πιο αποτελεσματικό και ανώδυνο τρόπο στην εξουσία, σε μία ψευδαίσθηση εξουσίας, σε ένα μανδύα δύναμης και ευθύνης, σπρωγμένοι από άλλους, σκιερούς χαρακτήρες που δεν εκτίθονται, μόνο απολαμβάνουν πια το πουλέν τους να κάνει αυτά που πρέπει.
«Εμπιστευθείτε μας»
Σίγουρα όχι ηγέτες. Δεν είσαι ηγέτης έτσι. Μπορεί να μας αξίζουν, και εμείς φαύλοι, παιδιά του Nitro ή του Ciao Antenna, ή του Big Brother και του «με αυτό το τεύχος η ταινία δώρο», με τους «σας ευχαριστούμε που μας εμπιστευτήκατε για την ενημέρωσή σας», ηγέτες γεννημένοι και πλασμένοι από χέρια δήθεν δημοσιογράφων, οριστών της κοινής γνώμης, μανιπουλαριστών και γκεμπελιστών, να ορίσαμε ως ηγέτη κάποιον που δεν θα μπορούσε να είναι ούτε κατ’ ελάχιστο, ελάχιστο άνθρωπος, χωρίς βάση, αξίες ιδανικά, μπορεί να μην είχαμε ούτε και εμείς, εικόνα μας, ομοιωσή μας, τους κοιτάμε σαν σε καθρέπτη και ξαφνιαζόμαστε, χάθηκε η πάχνη των βεγγαλικών, κόπασε η ιαχή των προκαθορισμένων συνθημάτων, καθάρισε η εικόνα από τις μηχανικά κινούμενες σημαίες των κομμάτων, δεν κάνει πλέον ζουμ-ιν η εικόνα στην τιβι, και εμείς μείναμε να κοιτάμε τον άνθρωπο, και αυτός εμάς, και είμαστε απόλυτα τρομαγμένοι για το που έχουμε αφήσει την τύχη μας, και αυτός το ίδιο.
«Όλοι μαζί στην μάχη»
Λίγοι ως ηγέτες. Αν έχεις σκαρφαλώσει έτσι, αν έχεις αναλωθεί να καταστρέφεις το καλύτερό σου, αντί να μάθεις από αυτό, αν πέρασες όλη σου την ζωή να νομίζεις ότι μπορείς ενώ ήσουν μαριονέτα, κοιτάς τώρα, χωρίς καμία αίσθηση αυτοπεποίθησης, και ψελλίζεις λίγα λόγια αξιοσύνης, όπως έμαθες ότι έκαναν παλιά μεγάλοι ηγέτες, αληθινοί και ως άνθρωποι, ψελλίζεις..
…ψελλίζεις λόγια ισχυρά για να ξεχάσει ο ακροατής τους ότι μία ώρα πριν, μόλις μία ώρα πριν, τον ξεπούλαγες, και δεν λες «το έκανα γιατί το πιστεύω» πια, ούτε αυτό δεν μπορείς, λες «μην κοιτάτε τι έκανα, άλλα πιστεύω, είμαστε δυνατοί, θα τα καταφέρουμε» όταν μία ώρα πριν, μία ώρα πριν, έσκυβες το κεφάλι και έλεγες «παιδιά: δεν θα τα καταφέρουμε, ας δούμε τι μπορούμε να σώσουμε» – αλλά δεν μίλαγες για την χώρα, δεν μίλαγες για τον άνθρωπο, μίλαγες για ένα κόμμα, μία εξουσία, ένα σύμβολο, μία σημαία, ένα βεγγαλικό, ένα χειροκρότημα, να νιώσεις λίγο ηγέτης.
«Είμαστε μαζί»
Και κάτω τους άνθρωποι τρομαγμένοι, χωρίς εναλλακτικές, με τον μισθό τους ανύπαρκτο, με την ψυχή στο στόμα, όσοι έχουν δουλειά να φοβούνται ότι θα την χάσουν, όσοι δεν έχουν να φοβούνται ότι δεν θα βρουν, ένα κράτος να τους μισεί, οι ξένοι άνθρωποι να τους μισούν, οι δημοσιογράφοι να τους κάνουν να μισεί ο ένας τον άλλον, αυτές οι τρεις φιγούρες να τους κάνουν να μισούν τον διπλανό τους – και κάτω τους άνθρωποι που την μόνη ελπίδα, πια, μπορούν να την βρουν ο ένας από τον άλλο, να πιάσουν το χέρι του διπλανού, να πουν αν έχω φαΐ έχουμε όλοι από λίγο, αν έχω ζεστασιά έχουμε όλοι από λίγο, αν έχω γνώσεις έχουμε όλοι, αν έχω ελπίδα έχουμε όλοι, να ανακαλύπτουν με ανακούφιση ότι δεν χρειάζονται ούτε φιγούρες, ούτε μαριονέτες, ούτε καρυδότσουφλα.
Και αυτοί οι τρεις άνθρωποι, υποχείρια της ίδιας τους της μεγαλομανίας, να ονειρεύονται ακόμα ότι θα δικαιωθούν, για το ίδιο τίποτα που ήταν ήδη τόσα χρόνια, να μη δίνουν μάχες παρά να σκύβουν, αυλοκόλακες μιας αυλής που δεν υπάρχει πια, προσπαθώντας να γεννήσουν από τα εν πλήρη συνείδησει ψεύτικα λόγια τους έναν μανδύα μιας ανθρωπιάς που δεν υπάρχει πια, μίας αξίας που δεν υπάρχει πια, αν, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ, για να μην νιώθουν τόσο, μα τόσο γυμνοί.
Τρεις άνθρωποι, τρεις λίγοι ηγέτες, τρεις λίγοι άνθρωποι, τρεις θλιβερές, θλιβερές φιγούρες.
Τρεις τσαλακωμένοι πρωθυπουργοί.