Είναι βράδυ, περασμένη η ώρα. Ο Τσίπρας προσπαθεί να πει τον λόγο του στο Κολούμπια, αλλά τον δουλεύουν για τα άθλια αγγλικά του και την ατυχία να μην έχει μεταφραστές, μόλις πριν λίγες ώρες έχει διαταχθεί επίταξη και επιστράτευση στους εργαζόμενους του μετρό – αλλά ο υπουργός που τους διπλασίασε με διορισμούς πριν τέσσερα χρόνια παραμένει στην θέση του, στην Λάρισα μπουκάρανε σε μαγαζί μεταναστών, στην Κρήτη έχουν ένορκη κατάθεση ότι αστυνομικός κλώτσησε μηχανάκι που κατεδίωκε (με αποτέλεσμα οι δύο επιβάτες να πέσουν από γκρεμό, και να είναι εντατική) αλλά η αστυνομία υπογράφει ότι «έπεσαν».
Ναι, Πάλι.
Μία συνηθισμένη μέρα στην Ελλάδα δηλαδή.
Τα κορίτσια κοιμούνται, η μεγάλη έχει πρησμένες αμυγδαλές και ροχαλίζει. Επέμβαση μας είπε ο γιατρός, θα πάρει όμως τρεις μήνες αναβολή. Τρεις μήνες. Τόσο θα έπαιρνε σειρά και κόρη υπουργού; Μάλλον όχι. Δεν με τρώει το παράπονο, και οι γείτονες μου στο νοσοκομείο, τρεις μήνες θα περιμένουν. Δεν είμαι υπουργός, είμαι μαζί τους.
Τρεις μήνες.
Νομίζω ότι αυτό φταίει. Βλέπω τον κόσμο οργισμένο, ακούνε «3500 μικτά μέσο όρο» στο μετρό, και διαολοστέλνουν. Σταματήσαμε να σκεφτόμαστε, παίρνει χρόνο. Τσάμπα, μου μεταφέρουν ότι, έδειχναν 1200 μικτά οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι. Έφαγαν και βροχή, πολύ, και χαλάζι οι επιβάτες. Τσαντίστηκαν. Δεν ξέρω και ποιος έχει δίκιο, δεν καταλαβαίνω. Να θέλω μία χώρα που γαμιούνται όλοι, ή μερικοί γλυτώνουν; Αν ήταν υπάλληλοι της βουλής, ξέρωγω, θα είχα άλλη στάση;
Δεν ξέρω, είμαι κουρασμένος και είναι αργά.
Δεν μπορώ να θυμώσω όμως με τον απεργό. Με τον Στυλιανίδη, ναι, μπορώ. Αλλά ξέρω ότι οι απεργοί τον ψήφισαν, τον ξαναέβαλαν στην βουλή, τον έκαναν υπουργό. Με την αγορασμένη ψήφο τους υπάρχει αυτή η κυβέρνηση.
Απογοήτευση.
Ενα κοριτσάκι που καθάριζε τα τζάμια των αυτοκινήτων, και μοιραζόταν ένα ποδήλατο με τα άλλα χαμίνια πέθανε προχθές. Τίποτα δεν υπάρχει να θυμώσω μαζί του εκεί. Πονάει, χωρίς εχθρό. Σκέφτομαι τις μικρές μου. Δεν το ξέρουν ακόμα, αλλά χαμογελάω λίγο μέσα μου όταν μου εναντιώνονται. Αγρίμια, ειδικά η μεγάλη, βλέπει η μικρή και τα κάνει και αυτή. «Όχι!» αυτό ξέρει να λέει. Όχι τώρα, μικρή μου, δεν υπάρχει λόγος. Αργότερα, όταν μεγαλώσεις.
Πόνος.
Ο Σιατίστης έδωσε έναν λόγο ποίημα έμαθα σήμερα. Δεν τον έχω δει εξ ολοκλήρου, τον φυλάω στο κινητό μου, να τον διαβάσω όταν θα νιώθω τελείως χάλια, όταν θα είμαι διαλυμένος. Οι μετανάστες είναι άνθρωποι, λέει. Άλλο το πρόβλημα, άλλο η ανθρωπιά, λέει. Το αυτονόητο δεν είναι πια. Όσο οργίζομαι με τον Άνθιμο, τόσο ελαφραίνει η καρδιά μου με τον Σιατίστης. Έχουν τον άμβωνα, ποιος τον χρησιμοποιεί ανθρώπινα είναι το θέμα.
Ελπίδα, η κάθε ομιλία του.
Στο site της ΝΔ σβήνουν, λέει, τους παλαιότερους λόγους τους. Το google τους θυμίζει. Με οργίζει αυτό, με οργίζουν πολλά σ’ αυτήν την κυβέρνηση. Πολλά. Πάρα πολλά. Ο Γερογκρινιάρης γράφει για τους Ηλίθιους, και γω, που δεν είμαι έτσι, θυμώνω που σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να το έχω γράψει και εγώ. Δεν ήμουν έτσι εγώ, γέλαγα κάποτε.
Και ο Γερογκρινιάρης, είμαι σίγουρος, γέλαγε κάποτε. Τώρα, μόνο πικρά γέλια διαβάζω από τις λέξεις του.
Θέλω μία εβδομάδα τώρα, να γράψω για την απόφαση Βενιζέλου να ψηφίσουν όλοι μόνο σε μία κάλπη. Από τότε που έγινε. Γι’ αυτόν που το διέταξε, γι’ αυτούς που υπάκουσαν. Από τότε που το είδα. Σου ορκίζομαι, στην ψυχή της μάνας μου, δεν έχω βρει ακόμα λέξεις. Ακόμα! Ξαφνιάζομαι, και γω. Παραμένω, ακόμα και τώρα, το ίδιο έξαλλος. Με όλους τους. Δεν έχω λέξεις. Το σκέφτομαι και θολώνει το μυαλό μου.
Σχεδόν κανείς δεν ασχολείται με το άρθρο 22. Το ξαναλέω, και το ξαναλέω, και το ξαναλέω. Κανείς. Σε όλους φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό να συντηρείται η αναβολή ενός δύσκολου φόρου που, όσο δεν έχω άλλη ικανοποιητική εξήγηση, θεωρώ ότι έγινε αποκλειστικά για να εκβιάζει τα κανάλια.
Ξεδιάντροπα. Τίποτα λιγότερο από ξεδιάντροπα.
Σχεδόν κανείς. Μόνος μου μιλαω, μόνος μου θυμώνω.
Ενας μετανάστης σήμερα, θα φοβηθεί να βγει έξω. Το σκέφτομαι κάθε βράδυ: Κάπου, μετά την δολοφονία Σαχτζάτ Λουκμάν, ένας άλλος μετανάστης, ακόμα ζωντανός, φοβάται να βγει έξω να πάει για δουλειά. Η οικογένειά του τον μαλώνει, αν είναι αρκετά τολμηρός. Που πας, δεν θα γυρίσεις. Όλα αυτά, μια γειτονιά, μια πόρτα μακρυά μου.
Οι δολοφόνοι, έχουν τίμιο πρόσωπο. Είναι πυροσβέστης, μας το είπαν ξεκάθαρα. Ο άλλος άνεργος, καταλαβαίνεις. Ένας από μας. Ένα στιλέτο βέβαια ο καθένας, στην τσέπη. Φυλλάδια της χρυσής αυγής. Αν τα βάλεις σούμα, δεν σου βγαίνει δολοφόνος όμως, σου βγαίνει πυροσβέστης, σωτήρας, ή άνεργος, ταλαιπωρημένος. Άκου αυτούς που (σ)το λένε. Αθώοι, δεν το θέλανε. Δεν κυνηγούσαν μετανάστες, τους έκλεισε τον δρόμο. Σε όλους μας δεν έχει συμβεί;
Για τ’ όνομα του θεού.
Ο μέσος όρος των μισθών τους, είναι μεγάλος. Ο μέσος όρος ρε φίλε! Πως το είπε ο Σαμαράς να δεις, «Ο Ελληνικός Λαός Έχει Κάνει Θυσίες». Και παίρνει αυτές τις θυσίες, -που δεν έγιναν και οικειοθελώς εδώ που τα λέμε-, και τις βάζει μαχαίρι στον λαιμό του άλλου.
«Να πεινάσεις και εσύ ρε. Μόνο αυτοί θα πεινάνε; Να πεινάσεις και εσύ.»
Το ακούω και στο τουήτερ, πιο συχνά από ότι αντέχω: «Εμεις οι ιδιωτικοί απολυόμαστε, και αυτοί οι δημόσιοι όχι. Να αρχίσουμε να απολύουμε και απο αυτούς!»
Αίμα και δόντια παντού. Αίμα και δόντια.
Το μόνο θετικό που σκέφτομαι, είναι πως χάνει έτσι καμιά διακοσαριά τουλάχιστον αγορασμένους ψήφους από την Αττικό Μετρό η κυβέρνηση. Κάτι είναι και αυτό, όσο να πεις.
Ξημερώνει αύριο.