Φίλε αναγνώστη, κάνε μου μια χάρη:
Πριν διαβάσεις αυτό το post, παίξε αυτό το κομμάτι.
~
Το κύμα παφλάζει αδιάφορα.
Μεγάλωσα στην Πάρο. Δηλαδή, δεν μεγάλωσα μόνο ηλικιακά, αλλά και ωρίμασα, αισθάνθηκα, έζησα.
Όλοι έχουν μιά πατρίδα στο μυαλό τους. Ένα μέρος που νιώθουν σπίτι. Εμένα είναι η Πάρος.
Εδώ έζησα την μάνα μου, τόσα χρόνια πριν. Ζήσαμε και αλλού, αλλά εδώ έζησα την μάνα μου. Δεν μου καθησαν ποτέ περισσότερες εικόνες, μυρωδίες, στιγμές απο εκείνη, απο όσες ζήσαμε μαζί, εδώ.
Μην ξεγελιέσαι αναγνώστη, τούτο το ποστ δεν είναι ούτε για την Πάρο, ούτε για την μάνα μου.
Τούτο το ποστ είναι για μένα.
~
Τέτοια λοιπόν έλεγα εχθές το βράδυ στην Ελεάνα. Νύσταζε, χασμουριόταν η καημένη – είδε και εξ’ αιτίας μου όλο το champions league, τον Ολυμπιακό για μένα, τις άλλες ομάδες για κάτι κάφρους διπλανούς.
Γυρίζαμε και της έλεγα για την μάνα μου, θεός σχωρέστη, και στιγμές με ένα υφασμάτινο σκάκι που είχε και παίζαμε.
Δεν καταλάβαινε πολλά, μούγκριζε «ναι» και «όχι» και «σ’απαπάω» – δικό μας αυτό. Περπατάγαμε ακρη του λιμανιού, γυρίζοντας απο τα Λιβάδια, αυτή κρύωνε, εγω ιδρωμένος απο την ζέστη των ονείρων μου. «Μόλις φτάσουμε» να μου λέει, «εγώ θα κοιμηθώ». «Αμ δε» την κοροϊδεύω εγώ «που θα κοιμηθείς» – το μυαλό της πάει στο πονηρό και γελάει. Εγώ όμως, το εννοώ.
Φτάνουμε κοντά στο σπίτι, έχει απο ώρα μπει στις δεκατρείς του μηνός, δεκατρείς γνωριστήκαμε, μηνιαία επέτειος.
Δεκαέξι μήνες μαζί.
Μιά ζωή, και μην το γελάς.
Κάθε μήνα, ένα μικρό δώρο. Απο κάρτα και λουλούδια, μέχρι σύνδεση για τον υπολογιστή με το κινητό.
~
Τούτο το ξημέρωμα του δέκατου έκτου λοιπόν, φτάνουμε στο σπίτι που μας φιλοξενεί.
Ένα σπίτι μακρυά απο αυτό που μεγάλωσα, και απέναντί μας η Αγία Άννα.
Της λέω σου έχω δώρο, για την επέτειο. Ξυπνά. «Είναι άδικο, εγώ δεν σου πήρα κάτι» μου λέει ναζιάρικα. «Δεν πειράζει», της λέω, «θα εμπνευστείς». Γελάει.
«Το θέλεις σήμερα;» της λέω. «Οχι» μου λέει. Μετά την τρώει: «Ναι». Το ξανασκέφτεται, νυστάζει: «‘Οχι»
«Ελα μωρέ» της λέω «καλύτερα να το δεις τώρα, να κοιμηθείς με αυτό αγκαλιά το βράδυ»
Με τα πολλά, πειθεται.
«Πρέπει όμως να το δούμε στην Αγία Άννα»
Έντάξει, πάμε έξω, το παίρνω μαζί, καθόμαστε.
Της λέω πόσο έντονα νιώθω εδώ. Της λέω πόσο μου λειπει η μάνα μου. Που δεν με είδε άντρα, παρά μόνο παιδί. Που δεν με ειδε να χαίρομαι και άλλο, να λυπάμαι και άλλο, να κλαίω, να γελάω.
Που δεν με είδε να την αγαπάω τόσο.
Που δεν με είδε να…
…και ανοίγω το δώρο…
…της κάνω πρόταση γάμου.
~
Δεν θα μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού. Το ‘χα ταμένο.
Ξημέρωνε δεκατρείς Σεπτεμβρίου.
Ξημέρωνε άλλη μία μέρα.
Η πρώτη της κοινής μας ζωής.
~
Η Ελεάνα δάκρυζε. Εγώ φοβόμουν ευχάριστα. Ο ήλιος όπου να ‘ναι έβγαινε.
Το κύμα εξακολουθεί να παφλάζει – ποιο αδιάφορα, και ποιο γλυκά απο ποτέ.
.






Όλα γύρω μου θυμίζουν ρυθμό. Γυρίζοντας χτυπούσα τα πόδια μου δύο φορές (stomp, stomp) και ακουλουθούσα χτυπώντας τα χέρια μου, κατεβαίνοντας τον Λυκαβυττο.
