Θα αναγκαστείς να σκοτώσεις. Είτε θες, είτε όχι, θα αναγκαστείς. Θα αναγκαστείς να αδικήσεις. Θα πάρεις εντολή να το κάνεις, και δεν θα σηκώνει όχι. Μπορεί να χρειαστεί να βιάσεις γυναίκες, να σκοτώσεις παιδιά, να κολυμπήσεις στο αίμα.
Αυτό είναι ο πόλεμος.
Κάποιος σου είπε οτι ο πόλεμος είναι για άντρες. Τρίχες. Τι αντρίκιο υπάρχει σε όλο αυτό;
Θα κοιτάξεις κάποιον στα μάτια, και θα πυροβολήσεις. Δεν θα έχεις άλλη επιλογή. Θα σε κοιτάξει στα μάτια, θα τον κοιτάξεις και εσύ. Θα φοβάσαι, θα τρέμεις. Δεν προλαβαίνεις να μισήσεις, είναι τόσο νέος. Θα σε μισήσει και θα το ξέρεις. Θα το θυμάσαι πάντα πόσο αδύναμος ήταν, και πόσο αδύναμος είσαι. Το αίμα σου θα παγώσει, θα το νιώθεις στις φλέβες σου κρύο. Θα εύχεσαι να είσαι οπουδήποτε αλλού, οπουδήποτε αλλού. Θεέ μου, οπουδήποτε αλλού.
Θα σταματήσεις την ζωή του, έτσι, με μία κίνηση του δακτύλου σου. Ο κρότος απο το ίδιο το πιστόλι σου θα σε τρομάξει. Μια ξαφνική λευκή σκιά θα κρύψει την έκπληξή του, αλλά εσύ θα προλάβεις να την δεις. Κάθε γραμμή του προσώπου του θα την θυμάσαι για πάντα. Το στομάχι σου θα σε πιέσει – θα γυρίσεις δίπλα, στην άκρη και θα κάνεις εμετό. Αν είσαι τυχερός. Θεέ μου, οπουδήποτε αλλού.
Αν είσαι τυχερός, δεν θα βρεθείς στην θέση του. Αν δεν είσαι, θα βρεθείς.
Θα κοιτάξεις αυτόν που σου βαπτίσανε εχθρό, στα μάτια. Αυτός θα κρατά το όπλο. Δεν θα ξέρει ούτε και αυτός γιατί. Θα σε σημαδεύει. Θα είσαι πολύ τρομαγμένος, θα ελπίζεις και θα φοβάσαι. Το πιστόλι του θα μυρίζει μέταλλο και μπαρούτι. Ο ιδρώτας του θα βρωμάει, μπορεί να είναι και ο δικός σου. Θα τον κοιτάξεις στα μάτια, με την ελπίδα οτι θα επαναστατήσει – δεν θα κάνει ότι του πουν. Κοιτάς τις φλέβες του – χτυπούν. Κοιτάς το χέρι του – τρέμει. Δεν ξέρει γιατί σε σημαδεύει, ούτε γιατί θα σε σκοτώσει. Δεν του είπανε. Του είπαν οτι αν δεν σε σκοτώσει, θα τον σκοτώσουν. Φοβάται κι αυτός πολύ. Σαν και σένα. Μπορεί περισσότερο. Τον μισείς για την δειλία του, σε μισεί για το θάρρος σου. Τον καταλαβαίνεις για το αδιέξοδό του, σε καταλαβαίνει για τον φόβο σου. Αναρωτιέσαι αν θα ξαναδείς το παιδί σου. Την γειτονιά σου. Τον ήλιο – τι ωραίος που είναι ο ήλιος. Αυτός αναρωτιέται αν θα αντέξει. Αν το τρέμουλο θα τον αφήσει. Μια κίνηση του δακτύλου του, και τέλος. Τόσο πολύ, τόσο λίγο. Είναι παιδί, είσαι παιδί. Προσέχεις τα πάντα επάνω του, σαν να κρατιέσαι ζωντανός όσο είσαι προσκολημένος στην εικόνα του. Δεν θα το κάνει, ή μήπως θα το κάνει;
Μπαμ.
Πάρα πολύ δυνατό κείμενο. Μακάρι να μην έφτανε ποτέ στην τελευταία λέξη.
Μακάρι.