Επι δύο χρόνια τώρα, κάθε μέρα που πήγαινα στην δουλειά μου, έκανα μία μικρή παράκαμψη. Εστριβα απο έναν δρόμο που δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να στρίψω, ούτε καν για να κερδίσω χρόνο – μόνο και μόνο για να χαζέψω έναν τοίχο.

Ο τοίχος ανήκε σε ένα μαγαζί/γκαλερί, απο εκείνα που δεν είσαι ποτέ απολύτως σίγουρος τι έχουν, και τι είναι για πούλημα. Σε στενό στο οποίο σπάνια πατά άνθρωπος, μια-δύο καρέκλες έξω ένα τραπεζάκι και ένα φυτό, και μία ελάχιστη βιτρίνα. Απέναντι ο άχρωμος τοίχος που ανήκει σε ένα σουπερμάρκετ, η πλάγια είσοδός του για την αποθήκη, και πάντα, παρκαρισμένα φορτηγά μπροστά στους πάντα γεμάτους τρεις-τέσσερις κάδους σκουπιδιών.

Μύριζε ψαρίλα, χαρτούρα, τρέξιμο και καθημερινότητα σε έναν άδειο απο ψυχή δρόμο.

Αλλά, ο τοίχος είχε ένα διαμάντι: έναν μαυροπίνακα.

Στον μαυροπίνακα αυτόν έγραφε κάθε μέρα ή ο άνδρας, ή η γυναίκα στην ιδιοκτησία των οποίων ήταν η γκαλερί, ένα ποίημα. Συνήθως, αν όχι πάντα, δικό τους.

Δεν ήξερα ποτέ αν ήταν απλώς μία στροφή απο ένα βιβλίο τους, ή αν το σκεφτόντουσαν απο το βράδυ για να το γράψουν όταν ανοίξουν. Ξέρω οτι κάθε πρωΐ έστριβα απο τον δρόμο μου, και σταματούσα μπροστά απο τον μαυροπίνακα για να δω τι έγραφε. Σας ορκίζομαι, ο μαυροπίνακας ήταν το πιο σταθερό μου rss feed.

Πολυ συχνά, ήταν ένα ποιήμα εντελώς ερωτικό.

Αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου αναγνώστη ποιημάτων – μάλλον εντελώς άσχετος είμαι, τα ποιήματα αυτά είχαν μία φαντασία άξια της δύναμης των λέξεων: ήταν -πάντα, ακόμα και όταν δεν τα καταλάβαινα, ή δεν συμφωνούσα μαζί τους- πολύ συναισθηματικά.

Ηταν σαν επανάσταση σ’ αυτό που τριγύρω, σ’ αυτό το στενό γινόταν. Αλλά, ταυτόχρονα, ήταν υποστηρικτικό, σαν να ταίριαζε να ακομπανιάρεται η καθημερινότητα με ένα βιολί.

Ήταν σταθερή αξία ο μαυροπίνακας. Κάθε μέρα, βρέξει – χιονίσει, έγραφε κάτι καινούργιο.

Με τους ιδιοκτήτες, που τους είχα πετύχει μερικές φορές να κάθονται σχεδόν αμίλητοι στις στάχινες καρέκλες ή στα πάνια σκηνοθετικά, είχαμε μία ξεκάθαρη -ανύπαρκτη- συμφωνία: δεν θα τους μιλούσα ποτέ, δεν θα μου μιλούσαν ποτέ. Εγώ, για να μην υποβιβάσω αυτόν τον υπέροχο μαυροπίνακα ασχολούμενος με την καθημερινότητά τους («τι κάνετε κύριε Γιώργο;» «Καλά μωρέ, χάσαμε στην μπάλα εχθές») και αυτοί για να μην μπερδέψουν το ενδιαφέρον μου με την αγοραστική μου ανικανότητα.

Ήτοι, απο την ανωνυμία μου και την σιωπή μου, είμασταν και οι δύο κερδισμένοι.

Χάρη σε αυτήν την συμφωνία, οι ιδιοκτήτες δεν υπήρχαν. Αν ήταν μπροστά, περνούσα βιαστικά κόβοντας το βήμα μου όσο πλησίαζα, και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο μαύρο παραλληλόγραμμο – αν έλειπαν, στεκόμουν και διάβαζα, και καμιά φορά, αν θαύμαζα την αίσθηση που μου έδινε, τραβούσα φωτογραφία με το κινητό μου, και έκανα μία υπόσχεση στον εαυτό μου να το έγραφα σαν γλυκά λόγια στην γυναίκα μου – που δεν τηρούσα ποτέ.

Δύο χρόνια πιστός.

Αφού να φανταστείς, καμία φορά που είχα δουλειά και πήγαινα απο αλλού, μου έλειπε. Δεν θα επηρέαζε αυτός ο τοίχος την ζωή μου μετά, αφού τον διάβαζα. Ούτε καλύτερη θα την έκανε ένας στίχος, ούτε χειρότερη. Μπορεί και να τον είχα ξεχάσει, πριν ακόμα στρίψω στην γωνιά, στο μαγαζί με τους πίνακες. Αλλά ηταν σαν ελπίδα, οτι κάποιοι είναι ζωντανοί, κάπου στην πόλη κάποιοι ζουν και απευθύνονται σε μένα, με την ελπίδα να είμαι και εγώ ζωντανός.

Εδώ και κανα-δύο εβδομάδες, το μαγαζί έκλεισε, ο μαυροπίνακας αφαιρέθηκε, ο τοίχος σώπασε.

Στρίβω ακόμα εκεί σχεδόν κάθε μέρα, και παρά κάθε λογική σκέψη, κοιτώ ακόμα το κενό του. Το μαγαζί γράφει ενοικιάζεται – λογικό, πόση κίνηση να έχει μία γκαλερί δύο παλαβών καλλιτεχνών που κανείς δεν ξέρει τι πουλάνε. Αλλά εγώ ακόμα κοιτάω τον τοίχο.

Το στενό δεν είναι πιο άδειο, περνώντας απο διπλα δεν θα καταλάβεις καν οτι λείπει κάτι.

Ίσως να μην ακούσεις τα βιολιά – ναι, αυτό είναι:

Δεν σου φαίνεται με πρώτη, αλλά τα βιολιά βρε παιδί μου, έπαυσαν.

7 thoughts on “ο τοίχος που ήταν blog.

  1. Από τα πιο ουσιαστικά και αληθινά κείμενα που έχω διαβάσει τελευταία… μου δημιούργησε πολλά συναισθήματα… να΄σαι καλά!

  2. Για κάποιους μαυροπίνακας σε μια γκαλερί, για άλλους μήνυμα στο κίινητό, email ή ραβασάκι…σημασία δεν έχει η μορφή αλλά το περιεχόμενο. Όταν ένα κείμενο, μίκρο ή μεγάλο δεν έχει σημασία προκαλεί κάτι μέσα μας…ας το αφήσουμε να προκαλέσει μη το σταματάμε. Εξαιρετικό κείμενο, σε ευχαριστώ πολύ!

  3. άντε ρε arkoude….
    κάποτε είχα γράψει ένα ωραίο κείμενο, συμβολικό, για την μπεκάτσα και τους μπεκατσοφάγους…
    το θυμάσαι…
    όμως τούτο το δικό σου με άφησε χρόνια πίσω…

    πέρα από το γράψιμο αυτό που με εντυπωσιάζει είναι το «θέμα» που διάλεξες

    νάσαι καλά που ανοίγεις δρόμους στη σκέψη μας

  4. Το ήξερα αυτό το μαγαζάκι! και τον πίνακά του. Μέχρι πριν κάποιους μήνες έμενα εκεί κοντά. Από σένα μαθαίνω πως έκλεισε. Κριμα…

    Συγχαρητήρια για το κείμενό σου. Υπέροχο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.