Δεν πρέπει να έχει πεθάνει πιο γρήγορα άνθρωπος.
Ο Nikola (ή Νικόλας, ή Νίκος – δεν έχει σημασία) δεν πέθανε όταν τον πυροβόλησαν από άστοχες, το λιγότερο, ενέργειες της αστυνομίας.
Ο Nikola πέθανε όταν τον ξεχάσαμε πέντε λεπτά μετά. Πέντε λεπτά μετά.
Θυμώσαμε όσο θα θυμώναμε αν μας έπιανε κάποιος την θέση στο μετρό, την σειρά στην ουρά, και μετά συνεχίσαμε με τις ζωές μας.
Πέντε λεπτά μετά.
Δεν πρόλαβε να ταφεί ο άνθρωπος, και τον είχαμε ξεχάσει. Τους λόγους που έγινε ότι έγινε, το άδικο, το αίμα στον δρόμο, την επιτυχία.
Πέντε λεπτά μετά.
Εκτός από το εξώφυλλο (θα μπορούσα να έχω κάνει αυτό, αλλά με είχε προλάβει ο Αλέξανδρος έναν περίπου χρόνο πριν) και το άρθρο, παρακολούθησα το blog της Κατερίνας, για το θέμα.
Η Κατερίνα, για όσους δεν γνωρίζουν, είναι γειτόνισσα της οικογένειας. Άκουγε το κλάμα της Λίντας, το ίδιο βράδυ. Και το επόμενο, και το επόμενο, και το επόμενο.
Και το επόμενο, και το επόμενο, και το επόμενο.
Η Κατερίνα ήταν εκεί, πέντε λεπτά μετά.
Διάβασα το blog της, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μάθω τι γινόταν σ’ αυτήν την οικογένεια, που έμεινε ορφανή, πέντε λεπτά μετά.
Διάβασα σκληρά πράγματα. Σκληρά, οδυνηρά. Αυτά που διαβάζεις όταν ενδιαφερθείς πέντε λεπτά παραπάνω. Και διάβασα για ανέχεια, για ρατσισμό, για αδιαφορία, για ένα γάλα που δεν υπάρχει, για ένα άδειο ψυγείο. Μια τρέλα.
Και έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, πήγα στο twitter, εκεί όπου χίλιοι περίπου άνθρωποι με διαβάζουν, και τους ενημέρωσα:
«Παιδιά, πέντε λεπτά μετά, υπάρχει ένα παιδί. Μία οικογένεια. Ένα δράμα.»
Ένα δράμα ρε πούστη μου.
Μια μητέρα, και ένα μωρό, που κλαίνε, σε ένα υπόγειο.
Πέντε λεπτά μετά.
~
Εικοσιοχτώ άνθρωποι. Τόσοι επανέλαβαν το μήνυμά μου. Εικοσιοχτώ άνθρωποι.
Εννέα μηνύματα. Τόσοι είπαν μία κουβέντα. Εννέα άνθρωποι έγραψαν «προχώρα Κατερίνα, εμείς είμαστε εδώ».
352 κλικ.
352 επισκέψεις.
Ενα ευρώ από την κάθε μία, θα πλήρωνε ένα νοίκι. Μια καλημέρα από τον καθένα, θα γέμιζε ένα ξημέρωμα. Θα έδινε δύναμη.
~
Έστειλα email στην Κατερίνα. Για να μάθω νέα. Μου έδωσε τηλέφωνο, της έδωσα και γω, μιλήσαμε.
Την άκουσα.
Και είχε πολλά να πει. Δεν διαβασες ούτε το ένα πέμπτο.
Πήγαμε στο σούπερ-μάρκετ εχθές (ναι, εχθές) και δώσαμε σήμερα μία σακούλα γάλατα στην Κατερίνα. ΜΙΑ ΣΑΚΟΥΛΑ ΓΑΛΑΤΑ. Λιγότερα από είκοσι ευρώ. Και ντρεπόμουνα κιόλας, που ήταν λίγα. Ντρεπόμουνα. Αλλά έριξα τα μούτρα μου, γιατί είπα δεν είναι καιρός για ντροπές, να πιεί γάλα το παιδί. Να σκεφτεί η μάνα ότι δεν είναι μόνη της.
Πήρα όμως τηλέφωνο φίλους και τους το είπα. «νοιαστείτε», τους είπα, μόνο αυτό. Εγώ δεν έχω. Νοιαστείτε.
Και άλλος μου είπε, το νοίκι – εγώ. Και άλλος, τα έπιπλα; εγώ. Και άλλος μου είπε θα μιλήσω εκεί. Και άλλος μου είπε θα μιλήσω αλλού.
Θα βοηθήσω. Να κάνω ότι μπορώ.
Μα την παναγία. Έτσι. «Εγώ».
Δεν είμαι καλύτερος από σένα. Δεν ήμουνα ποτέ, και δεν θα γίνω ποτέ.
~
Ξέρεις κάτι; δεν σε μαλώνω. Άλλες φορές (δεν) έχω κάνει τα ίδια και χειρότερα. Εχω αγνοήσει, έχω αδιαφορήσει, έχω ξεχάσει.
Κι αν έχω ξεχάσει.
Αλλά απογοητεύτηκα ρε.
Μα την παναγία, απογοητεύτηκα. Απογοητεύτηκα που δεν θύμωσες, απογοητεύτηκα που δεν νοιάστηκες, που δεν φώναξες, που δεν μίλησες, που δεν νοιάστηκες, απογοητεύτηκα που δεν έκλαψες. Στ’ αλήθεια στο λέω, απογοητεύτηκα που δεν έκλαψες. Όχι που δεν έβαλες το χέρι στην τσέπη, ή που δεν πόσταρες μία καλή κουβέντα, ή που δεν άφησες ένα σχόλιο «κράτα ρε!», ή που δεν έκανες RT – που δεν έκλαψες.
Κι ας μην χορτάσει ούτε με το κλάμα σου, ούτε με το ποστ σου το παιδί της:
Που δεν μαύρισε η ψυχή σου.
~
Πήγα να τα κλείσω όλα σήμερα. Μα το θεο. Και τα twitter, και τα blog και όλα. Να πα να γαμηθεί, αν δεν φάει μία μάνα με το παιδί της, ορφανοί και οι δυό, να πα να γαμηθούν και τα blog, και όλα.
Αλλά αν δεν το έχω και αυτό το ρημάδι, θα τρελαθώ. Θα τρελαθώ που πεθαίνει ένας άνθρωπος και το ξεχνάμε. Που σταματήσαμε να κλαίμε, και αφήνουμε, αλόγιστα, σκληρά και αδιάφορα, μία οικογένεια στην μοίρα της. Πέντε λεπτά μετά.
Απογοητεύτηκα. Που δεν μαύρισε η ψυχή σου.
Δεν το χρωστάς σ’ αυτήν, και σίγουρα, ΣΙΓΟΥΡΑ δεν το χρωστάς σε μενα.
Σε σένα το χρωστάς.
να τα κάνεις ΤΙ τα comment? Αστο καλύτερα.