Συχνά, γράφω για να θυμάμαι. Γίνονται πράγματα γύρω μου, και γω δεν θέλω να τα ξεχάσω, δεν θέλω να ξεχάσω τι σκεφτόμουν, τι θέση πήρα, τι αποστάσεις, γιατί τις πήρα.
Γράφω για να θυμάμαι, και, δεν το κρύβω, παρότι δεν θέλω, γράφω και γι’ αυτούς που με διαβάζουν. Γράφω για να ακούσουν κάτι άλλο από το δελτίο των οκτώ, να ακούσουν κάτι άλλο από την πεπατημένη, το εγκεκριμένο σχόλιο, την απολυμασμένη, στεγνή γνώμη που πλασάρεται σαν είδηση.
Γράφω γιατί όλα αυτά σερβίρονται ως «η κοινή γνώμη», και δεν ανέχομαι να μιλάνε για λογαριασμό μου – έχω φωνή, έχω μυαλό, κάνω λάθη, παίρνω θέσεις, να το δούμε ρε παιδιά, να δούμε αν η λέξη που θα βγει από την διαδικασία της σκέψης μου είναι λάθος, να την κρίνουμε όλοι μαζί.
Αλλά να ακουστεί.
Ετσι κάνω, συχνά, συχνότατα.
Τόσο αίμα, τόσοι νεκροί, τόσες ελπίδες, τόση σκληρότητα, ρίξε μια ματιά στο blog μου, τα πολεμάω, με λέξεις, αυτές έχω, μία τετραετία την ψήφο μου, και μετά λέξεις, σκέψεις, ελπίδα. Ελπίδα ότι αυτό που φαίνεται παράλογο σε μένα, θα φανεί και σε σένα, και θα με κρίνεις, και μπορεί να πεις συμφωνώ, και αν συμφωνείς, μπορεί να το αλλάξεις λίγο, δεν θέλω τίποτα άλλο, δεν θέλω παρά να με ακούσεις, μπορεί να είμαι σωστός, μπορεί να έχω μία βάση, να μην είμαι τελείως παράλογος, και αν έτσι, ίσως το αλλάξουμε αυτό που μας πονάει, πες, και τους δύο.
Και γράφω.
Άπειρες λέξεις, άπειρες σκέψεις, τι έχω καταθέσει, τι έχω απλώσει, την καρδιά μου, γιατί μυαλό δεν εχω, το ξέρω, πες ότι έχω καρδιά, αν μετράει σε κάτι, ας έχω αυτό, δεν ξέρω αν είναι λογικό και στέκει στο μυαλό όλο αυτό, αυτό θα στο πουν άλλοι, εγώ θέλω στην καρδιά να σε χτυπήσω, με την καρδιά μου, να σου πω γιατί, γιατί να πεθάνει αυτός, ή εκείνος, μην μείνεις στα excel, σκέψου, με την καρδιά σκέψου, γιατί να γίνει έτσι, να το αλλάξουμε, αν το λέει και η δική σου η καρδιά σου να το αλλάξουμε.
Και μετά, πνίγονται παιδιά στο Φαρμακονήσι.
Και πνιγόμαστε και εμείς στο λογικό, στο κύματα, οι διασώστες, το ναυτικό, να μας πλήξουν πολιτικά, και πας να ξεχαστείς, να ξεχάσεις πως είναι να πνίγεται μία γυναίκα, ένα παιδί, χωρίς σωσίβιο, (γιατί χωρίς σωσίβιο; γιατί;), γιατί από έναν πρωθυπουργό που θέλει να διώξει παιδιά από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, γιατί να γίνεται έτσι, με την καρδιά να στο πω – αντέχεις; να σου φωνάξω, αντέχεις, αντέχεις να σκεφτείς ένα παιδί να πνίγεται, κλαίγοντας, σε έναν υγρό τάφο μία κρύα φουρτουνιασμένη νύχτα, ενώ η μάνα του ουρλιάζει, ο πατέρας του ουρλιάζει, χωρίς σωτηρία, χωρίς σωσίβιο, αντέχεις; μπορείς να το σκεφτείς; αν δεν αντέχεις γιατί γαμώτο δεν το αλλάζεις; για το επόμενο παιδί, γιατί δεν το αλλάζεις, γιατί δεν το –
– και δεν βγαίνουν οι λέξεις. Πέθανα, είμαι σαν νεκρός. Είναι σαν να μιλάω στον καθρέφτη, και να βλέπω τον απέναντι να κλαίει, αλλά να είμαι μόνο εγώ. Είναι αποκαρδιωτικό. Γύρω μου φωνές από ντάνσινγκ, και voice, και Μήτρογλου, και τα πανηγύρια για τις «εντολές Σαμαρά», και ‘γω να μιλάω μόνος μου σε έναν καθρέπτη, σε κάποιον που ξέρει ο,τι ξέρω, και κάνει ο,τι μπορεί, και το μόνο που νιώθει ότι μπορεί να κάνει είναι να μιλάει, μα να μην αλλάζει τίποτα.
Και όπως πνίγονται παιδιά τον Νοέμβριο, να ξαναπεθαίνουν τώρα, σαν να μου λένε αν δεν μάθεις από το λάθος σου, που δεν έπεισες αυτούς τους ανθρώπους να μην ανέχονται πνιγμένα παιδιά, πρώτα αυτό, να ΜΗΝ ΑΝΕΧΟΝΤΑΙ – τόσα πράγματα, το Mall, τα πεταμένα εκατομμύρια της περιφέρειας, τους φυλακισμένους χωρίς προαυλισμό, έστω ρε φίλε, ΕΣΤΩ ρε φίλε τα πνιγμένα παιδιά, πόσο δύσκολο είναι να τους κάνεις να θυμώσουν για τα πνιγμένα παιδιά, να ΓΡΑΨΟΥΝ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΓΡΑΜΜΗ ΣΤΟ FACEBOOK ρε φίλε, ο,τι και να είναι, αριστεροί, δεξιοί, όπου και αν πιστεύουν, τόσοι σε διαβάζουν, ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΓΡΑΜΜΗ ότι λυπήθηκαν, ότι θύμωσαν, αν δεν το κατάφερες ούτε αυτό, πες μου ρε φίλε τι σκατά μπορεί να νομίζεις ότι άλλαξες με τις λέξεις.
Μια γαμημένη γραμμή στο γαμημένο το facebook, και δεν νιώθω ότι καταφέρνω ούτε καν αυτό.
Ούτε ένα «λυπάμαι».
Τι να γράψω λοιπόν για τα παιδιά; Με ποια καρδιά να σε χτυπήσω; Αυτήν την στιγμή καταθέτω τα όπλα μου.
Αν δεν σε έχω πείσει δέκα χρόνια τώρα λέξεων, ένα, δύο, δέκα πνιγμένα παιδιά δεν σώζουν ούτε εμένα, μα ούτε και σένα.
Αυτά είχα να πω, μην σε πειράξει, έτσι είναι τα blog, για τον συντάκτη τους μιλάνε πρώτα. Για τις χαμένες λέξεις του.
Υ.Γ.: Μακάρι άλλοι να γράψουν. Ίσως έχουν καρδιά, ελπίδες και κουράγιο.