Δεν έχουν να κάνουν με έναν αθώο δεκαπεντάχρονο τα γεγονότα του σαββατοκύριακου. Ηταν η αφορμή, όχι η αιτία.

Οτι θα ξεχάσουμε είναι η αιτία.

Αυτά έλεγα τότε, τις ίδιες ημέρες, το 2008. Προσπαθώντας να δω αν άλλαξε κάτι, απογοητεύομαι περισσότερο.

Όχι μόνο ξεχάσαμε, αλλά αποδείξαμε με τις πράξεις μας ότι προσθέτουμε βάρος στην ταφόπλακα κάθε ελπίδας για καλύτερες ημέρες.

Έκτοτε, από το 2008, ζήσαμε πολλά:

Ζήσαμε μνημόνια, και εντολές ξένων για το πως θα νομοθετήσουμε, και ποιος θα κυβερνήσει την χώρα μας (ακόμα και μη εκλεγμένοι),

Ζήσαμε υπεύθυνους για την κρίση, να μας κάνουν συνυπεύθυνους με τα «όλοι μαζί τα φάγαμε»,

Ζήσαμε άφθονη, ατιμώρητη αστυνομική και κρατική βία – όχι μόνο προς διαδηλωτές, αλλά και προς κάθε ταλαιπωρημένο που βρέθηκε στον δρόμο τους,

Είδαμε αθώους συμπολίτες μας να φτωχαίνουν, να ζουν με τα ελάχιστα, να ζουν με τα σκουπίδια – ή να καίγονται όπως το κοριτσάκι στην Θεσσαλονίκη, ή φέτος το παιδάκι με το κερί στην Λάρισα,

Είδαμε ένα κράτος να αναγάγει την φορολογία σε κύριο επάγγελμά του, ως «λύση» για όλα τα οικονομικά δεινά που μας βρήκαν,

Είδαμε κόμματα που υπόσχονταν αξιοπρέπεια – και έβγαιναν χάρη σ’ αυτήν την υπόσχεση – να πιάνονται χέρι-χέρι με Καμμένους και Νικολόπουλους, να λένε «αυτά τα λέγαμε πριν», να λυγίζουν μπροστά στην αδυναμία να τηρήσουν την υπόσχεσή τους,

Είδαμε το τρίγωνο τράπεζες – μέσα μαζικής ενημέρωσης – κόμματα να συνεχίζουν το έργο της αλληλοκάλυψης με κάθε τρόπο, κυρίως με σημαία το «too big to fail»,

Είδαμε από την μία τα κόμματα, να βγαίνουν με ψέματα, με Ζάπεια και Θεσσαλονίκες, με υποσχέσεις για τα δημοψηφίσματα, και να αυτοαναιρούνται αμέσως μετά, ή ακόμα και κόμματα υπερχρεωμένα και διαπλεκόμενα, να επιμένουν να «ξεκαθαρίσουν» την δική μας οικονομία,

Είδαμε επιχειρήσεις που στο παρελθόν εκμεταλλεύτηκαν φωτογραφικούς νόμους και τα στραβά μάτια του κράτους, όχι μόνο να παραμένουν αλώβητες, αλλά να συνεχίζουν να συναγελάζονται με το δημόσιο και τις κυβερνήσεις, σαν να μην έγινε τίποτα,

Είδαμε τις τράπεζες να καταρρέουν, και ουδείς, ούτε οι άρχοντές τους, ούτε οι εποπτικές αρχές, να οδηγούνται σε μία διαδικασία απόδοσης ευθυνών,

Είδαμε τις δήθεν ελπίδες μίας πιστωτικής ζωής να συντρίβονται, την δανεική καλοπέραση των πιο διαπλεκομένων εξ ημών να διαλύεται, και ο λογαριασμός όλων μας να έχει μόνο τιμή – μα όχι λογιστικό έλεγχο,

Είδαμε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εφημερίδες και κανάλια, να λένε ψέματα, να λασπολογούν, να πασχίζουν να αλλάξουν την πραγματικότητά μας καταπώς τους βολεύει, βουτηγμένα και αυτά στα χρέη να νουθετούν για τον καλύτερο πολιτικό σωτήρα της επιλογής τους,

Είδαμε ανθρώπους να ζουν σε βρώμικες σκηνές ή να πνίγονται σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, να φυλακίζονται στην χώρα μας χωρίς κανέναν λόγο – μόνο και μόνο γιατί πάλεψαν να ξεφύγουν από έναν πόλεμο, και εμείς να μην τους παρέχουμε καν τα αυτονόητα, να τους δίνουμε «αμφίβολη ποιότητα-ποσότητα νερού και φαγητού», να τους αφήνουμε να κρυώνουν ή να πεθαίνουν σε μία πλαστική σκηνή, στο χιόνι ή σε μολυσμένες αποθήκες που βαφτίσαμε «καμπ»,

Να αφήνουμε μικρά παιδιά να κινδυνεύουν από σεξουαλική κακοποίηση, αδιάφοροι,

Είδαμε πολιτικούς να μην ευθύνονται για ένα τεράστιο χρέος των διακυβερνήσεων τους,

Είδαμε απίστευτη υποκρισία, σε όλους τους πολιτικούς χώρους, όπου αυτό που κατηγορούσαν εχθές γίνεται απαραίτητο σήμερα, και αυτό που ήταν απαραίτητο εχθές, σήμερα να είναι απεχθές,

Είδαμε την Ευρώπη όχι μόνο να αδιαφορεί, αλλά να επιμένει σε ακόμα μεγαλύτερη λιτότητα, για να σώσει μεταξύ άλλων και το δικό της τομάρι,

Είδαμε μία Ευρώπη που κλείνει, σε κάθε ευκαιρία, τις πόρτες της σε όσους έχουν ανάγκη, και συνδιαλέγεται με γείτονες – δικτάτορες – εκβιαστές αρκεί να μην αντιμετωπίσει το ζήτημα της μετανάστευσης,

Είδαμε, εκτός από την Ευρώπη, και εδώ στην Ελλάδα οι γνήσιοι λάτρεις του ναζισμού και των κρεματορίων να αναλαμβάνουν «πολιτικό ρόλο», να αποδέχονται «πολιτική ευθύνη» για δολοφονίες και επιθέσεις με μολότοφ σε οικογένειες για να αποκομίσουν την ψήφο του κάθε εν δυνάμει ακροδεξιού φασίστα που εκτονώθηκε.

~

Είδαμε τόσα, τόσα πολλά πράγματα.

Φτάνουν τα λίγα καλά;

Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η αλληλεγγύη, των απλών ανθρώπων, του ανώνυμου γείτονά μας, -κόντρα σε κάθε στυγνή λογική, κόντρα σε κάθε φασιστική διαταγή- με όποιον τρόπο μπορούσε, σ’ αυτόν που είχε ανάγκη.

Αρκεί αυτό;

~

Η πεποίθησή μου ήταν, και είναι ακόμα, ότι είχαμε μία οφειλή να ξεπληρώσουμε τον Δεκέμβρη του 2008. Ως οι πολίτες που καθόρισαν, με την ανοχή και την εντολή μας, μία απίστευτα μεγάλη φούσκα ψεύτικων ονείρων, ψεύτικων θεών, ψεύτικης ελπίδας και προτεραιοτήτων, μας δόθηκε μία μοναδική ευκαιρία να προβούμε σε μία κρίση αυτογνωσίας, να γίνει ανάγκη η ειλικρίνεια, να δούμε που κάναμε λάθος, και πως, αληθινά, μπορούμε να το διορθώσουμε.

Να εξηγήσουμε, σ’ αυτήν την νέα γενιά που δολοφονήσαμε σε ένα πεζόδρομο στα Εξάρχεια, ότι έχουμε καταλάβει που έχουμε ευθύνη, και είμαστε πρόθυμοι να διορθώσουμε.

Αντ’ αυτού, από το 2008 και μέχρι σήμερα, κεράσαμε και κεραστήκαμε ψέμα, δολοπλοκίες, υποκρισία και εξαπάτηση. Μόνο εκ των συνθηκών στερηθήκαμε και άλλες πιστωτικές ζωές – αν και, σε μεγαλύτερο επίπεδο, δεν το χάσαμε ούτε καν αυτό το ψέμα.

Συνεχίζω να πιστεύω ότι ο θυμός, δεν είναι απέναντι σε έναν αστυνομικό που πυροβόλησε, ένα βράδυ, επειδή πίστευε ότι μπορούσε να το κάνει ατιμώρητος. Συνεχίζω να πιστεύω ότι ο θυμός είναι απέναντι σε εμάς, που δεν μας ένοιαζε καθόλου, πραγματικά, η συνέπεια των πράξεών μας.

Ελπίζω, ειλικρινά, όσοι διαμαρτυρηθούν δια της βίας, τότε, τώρα, και για πάντα για αυτήν την στάση μας, να κάνουν λάθος. Ελπίζω, ειλικρινά, να μην είναι αυτή η διαδικασία που αλλάζουν τα πράγματα.

– γιατί τα πράγματα θα αλλάξουν.

Ελπίζω μόνο, να επικρατήσει η λογική στους αποδέκτες του θυμού, σε εμάς, και να δούμε, ο καθένας μας και όλοι μαζί, τα δικά μας λάθη, να επαναπροδιορίσουμε τις αξίες μας, να ξαναδούμε τις προτεραιότητές μας, να αποδεχθούμε τα λάθη μας.

Δεν έχουν να κάνουν με έναν αθώο δεκαπεντάχρονο τα γεγονότα του 2008, ή τα σημερινά. Ήταν η αφορμή, όχι η αιτία.

Ότι θα ξεχάσουμε είναι η αιτία.

Πριν δύο ημέρες, το αρμόδιο όργανο των δημοσιογράφων, η Ένωση Συντακτών, αποφάσισε κατά πλειοψηφία ποινές σε τρεις δημοσιογράφους-μέλη της, τους Άρη Πορτοσάλτε (Σκάι, 12 μήνες διαγραφής, Σταμάτη Μαλέλη (Σκάι, 18 μήνες διαγραφής), και Νίκο Κονιτόπουλο (Σκάι, 6 μήνες διαγραφής), ποινές επίπληξης σε τέσσερα μέλη της (Όλγα Τρέμη, Μαρία Σαράφογλου, Μαρία Χούκλη και Μανώλη Καψή) και αθώωσε άλλον έναν (Πρετεντέρης).

Από την ημέρα της ανακοίνωσης, διαβάζω tweets/άρθρα κυρίως (αλλά όχι μόνο) από δημοσιογράφους που σχεδόν αποκλειστικά ψέγουν την ΕΣΗΕΑ για την απόφασή της. Ξεκινούν από την απλή κριτική, και φτάνουν σε εκφράσεις και θέσεις που αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού, ότι Χούντα έχει πλέον απλώσει τα χέρια της στην δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Στο παρόν άρθρο δεν αναφέρομαι στις θέσεις των κομμάτων, ή τις αντιδράσεις του υπόλοιπου κόσμου – η σκέψη μου έχει να κάνει με τους δημοσιογράφους, και την αντίδρασή τους.

Κατ’ αρχάς δεν θέλω να κρίνω την απόφαση του οργάνου των δημοσιογράφων. Πρώτον γιατί η ΕΣΗΕΑ ψηφίζεται από δημοσιογράφους, οπότε μπορούν να την ελέγξουν αυτοί, να την κρίνουν και να την τιμωρήσουν αν έσφαλε και δεν τήρησε το καταστατικό της. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, η ΕΣΗΕΑ δεν έχει (ακόμα, δύο ημέρες μετά) όχι μόνο δικαιολογήσει – μα ούτε καν αναρτήσει στον δικτυακό της τόπο την απόφασή της. Όταν το κάνει, παρότι δεν είμαι δημοσιογράφος, αν χρειαστεί θα πάρω θέση – προς το παρόν, προσωπικά δεν θα κρίνω.

Αυτό που έχω όμως χειροπιαστό, είναι οι αντιδράσεις. Και αυτό είναι που με προβλημάτισε περισσότερο.

Όπως είπα και πριν, δεν μπορώ να κρίνω την απόφαση της ΕΣΗΕΑ. Αλλά, για χάρη της κουβέντας και μόνο, θα δεχθώ ότι οποιαδήποτε τιμωρία, είναι ένας περιορισμός, και η δημοσιογραφία θα έπρεπε να έχει ελάχιστους περιορισμούς – δίκαιους, και σαφέστατα τεκμηριωμένους.

Το πρόβλημά μου όμως, είναι ότι πέρασαν κοντά δέκα μήνες, από τότε που (θεωρώ, εγώ, να το συζητήσουμε αν χρειαστεί) ότι η δημοσιογραφία πέρασε ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα στην ιστορία της.

Δέκα μήνες.

Όλο αυτό το διάστημα, τι;

Είναι (συμφωνήσαμε, για την κουβέντα) και θεμιτό και δίκαιο να διαμαρτύρονται όσοι διαμαρτύρονται για την απόφαση της ΕΣΗΕΑ. Αντιλαμβάνονται όμως ότι έμειναν (όσοι έμειναν) σιωπηλοί δέκα μήνες τώρα; Χρόνια τώρα; Όχι μόνο με το δημοψήφισμα, ούτε μόνο πριν ή μετά από αυτό;

Κάθε φορά που ένας ιδιοκτήτης μέσου ενημέρωσης, ή φίλος του καλείτο στην δικαιοσύνη, και δεν ήταν είδηση για κανέναν. Κάθε φορά που μία εκπομπή παρανομούσε(!) με την προβολή της σε μέρα που ο νόμος απαγόρευε. Για κάθε δάνειο που πήγε στην μία εφημερίδα, την δική μας – μα όχι στην άλλη, που δεν μας βόλευε. Για κάθε κρατική διαφήμιση σε ανύπαρκτα έντυπα. Για κάθε μία εκπομπή που φώναζε μόνο τους ανθρώπους με τους οποίους συμφωνούσε η γραμμή της. Για κάθε έναν παππού που σπρωχνόταν(!) σε ζωντανό ρεπορτάζ αν η θέση του δεν ταίριαζε με αυτήν του σταθμού. Για κάθε ατιμώρητο ψέμα που ειπώθηκε από μέσο ενημέρωσης. Για κάθε έναν δημοσιογράφο που απολυόταν αν δεν ταίριαζε η γνώμη του με αυτήν του διευθυντή του. Για κάθε «παράληψη» είδησης – ακόμα και αν αφορούσε χιλιάδες ανθρώπους. Για κάθε ένα «τι να κάνουμε που όλοι είναι μαζί μας». Για κάθε ένα «θα γίνουμε Γκάμπια» αν δεν ψηφίσουμε αυτό που θέλει ο σταθμός. Για κάθε ένα επιπλέον δάνειο από χρεοκοπημένη τράπεζα, σε χρεοκοπημένη επιχείρηση τύπου. Για κάθε ένα «Ξέραμε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, μα δεν το λέγαμε».

Που ήταν οι διαμαρτυρίες τότε;

Ο δημοσιογράφος δεν είναι μάγειρας. Είναι ερευνητής της αλήθειας. Αν ένας μάγειρας είναι σκάρτος, δεν είναι δουλειά των συναδέλφων του να ερευνήσουν τα λάθη του. Αν όμως κάποιος είναι δημοσιογράφος είναι μέρος της δημοσιογραφίας και καθήκον του να ερευνήσει την αλήθεια – ακόμα και αν πληγώνει φίλους, πεποιθήσεις ή αφεντικά. Κυρίως τότε! Είναι μέρος του λειτουργήματος που οφείλει να τιμά, μέρος της αλήθειας που οφείλει να υπηρετεί.

Που ήταν οι έρευνες τότε;

Τα δημοσιογραφικά μέσα επιβιώνουν παρά φύσιν με δυσθεώρητα δάνεια, χωρίς πωλήσεις, με πλήρη απαξίωση του αγοραστικού κοινού για την αξία τους. Έχουν πιαστεί να λένε ψέμματα, να επιβάλλουν την άποψή τους ως μοναδική, να κρύβουν κάθε τι που δεν εξυπηρετεί την εκάστοτε ατζέντα τους. Έχουν διαπλεκόμενα συμφέροντα με επιχειρήσεις, με κόμματα, με κυβερνήσεις και με τράπεζες – με ο,τι δηλαδή θα έπρεπε, κανονικά, να ελέγχουν αυστηρά και δίκαια. Οι πράξεις αυτών που δεν ελέγχονται από την δημοσιογραφία, ή που προωθούνται σε βάση μίας ατζέντας που εξυπηρετεί όλους, έχουν αντίκτυπο εδώ και χρόνια σε όλη την κοινωνία.

Που είναι ο έλεγχος για όλα αυτά;

Όταν η ΕΣΗΕΑ δεήσει να εξηγήσει την απόφασή της, θα κρίνουμε και την διαδικασία του σκεπτικού της. Μέχρι τότε, (ως πολίτης-δημοσιογράφος δεν είμαι) να σταθώ απέναντί της, αλληλέγγυός σας, αλληλλέγγυος του Πορτοσάλτε, του Μαλέλη, της Χούκλη, του Μπογδάνου, του Πρετεντέρη και του Παπαδημητρίου, αν το θέλετε τόσο πολύ, για την φίμωση που τους επέβαλλε. Εντάξει.

Όμως κάποιος, κάπως, πρέπει να καθαρίσει. Το επάγγελμα της δημοσιογραφίας έχει λερωθεί πολύ. Τα σημάδια της απαξίωσης φαίνονται καθαρά.

Ο βασιλιάς είναι γυμνός καιρό τώρα, και βρώμικος – και η σιωπή όλων μας για την κατάντια του δεν τον ντύνει. Οι φωνές για φίμωση, δεν τον ντύνουν. Οι φωνές για αδικίες, δεν τον ντύνουν. Αν δεν το αναγνωρίσουμε, σαφώς και ειλικρινώς, δεν θα γίνει ποτέ το πρώτο βήμα για να σταθεί ξανά αξιοπρεπής.

Αν υπάρχει όντως δημοσιογραφική φίμωση όπως διαμαρτύρονται κάποιοι σήμερα στην Ελλάδα, δεν επεβλήθηκε από την ΕΣΗΕΑ μόλις τώρα. Επεβλήθηκε τόσο καιρό με την σιωπή μας.