Τις τελευταίες ημέρες, έχω καταλήξει σε μερικές δυσοίωνες σκέψεις, που αλλάζουν πλήρως κάθε έννοια νομιμότητας που μπορεί να ελπίζει κανείς ότι έχουμε στην Ελλάδα. Δεν θέλω να τις κάνω, αλλά κάθε είδηση που διαβάζω καθιστούν όλο και πιο πιθανή μία τέτοια σκέψη να έχει μία βάση λογικής. Θα προσπαθήσω να την εξηγήσω, με βάση τα γεγονότα που έχουν συμβεί, παραθέτοντας πηγές και ρεπορτάζ όπου υπάρχουν.

Μόλις δέκα περίπου ημέρες πριν έγινε γνωστό πως ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης τελούσε υπο παρακολούθηση από δύο ξεχωριστές υπηρεσίες: Μία κρατική, σύμφωνα με το ρεπορτάζ από τους reporters united, και μία ιδιωτική, δυο μήνες μόλις μετά την απότομη λήξη της κρατικής, σύμφωνα με το ρεπορταζ του ιδίου – και σύμφωνα με το inside story η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ξέρει ποιος είναι ο πελάτης αυτής της ιδιωτικής παρακολούθησης, αλλά δηλώνει επισήμως άγνοια.

Περισσότερα στην αρχική μου αναφορά στο θέμα, εδώ.

Θα έλεγε κανείς πως ήταν μία σημαντική είδηση, από εκείνες που θα έφερναν την κυβέρνηση κάθε χώρας σε πολύ, πολύ δύσκολη θέση, και υποχρεωμένη να απαντήσει σε μερικές πολύ σκληρές ερωτήσεις.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως, αντίθετα από άλλες περιπτώσεις, η δημοσιογραφία γενικά αναφέρθηκε στην είδηση, ακόμα και αυτή που, παραδοσιακά αγνοεί ο,τι δεν συμφέρει την κυβέρνηση που υποστηρίζει (όχι αφιλοκερδώς, δυστυχώς) με εκτεταμένα ρεπορτάζ – κάτι που ο ίδιος ο Κουκάκης έχει πολλές φορές επισημάνει.

Ειδικά όμως, η δημοσιογραφική αντίδραση, για τα δεδομένα της βαρύτητας της είδησης, παραμένει απροσδόκητα υποτυπώδης. Ακόμα και από αυτήν την ελάχιστη δημοσιογραφική αντίδραση, υπάρχει ένα ζήτημα που δεν ακουμπά κανείς και που οι reporters united ξεκαθαρίζουν όσο πιο σκληρά μπορούν:

Η κυβέρνηση, σύμφωνα με το ρεπορταζ τους, συγκαλύπτει για δεύτερη φορά την παρακολούθηση.

Η πρώτη φορά, ήταν η αλλαγή της νομοθεσίας με μία τροπολογία που φρόντισε ώστε η ΕΥΠ και η εισαγγελέας να μην απαιτείται να απαντήσουν στην ΑΔΑΕ.

Η δεύτερη γίνεται τώρα, μπροστά στα μάτια μας.

Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει ακουμπήσει την ιδιωτική εταιρία που, αποδεδειγμένα πλέον, παρακολουθούσε τον Θανάση Κουκάκη. Θυμίζω ότι η παρακολούθησή της είχε ελληνική στόχευση (42 από τους 310 ψεύτικους δικτυακούς τόπους ήταν με ελληνικό περιεχόμενο), πως η παρακολούθησή του ξεκίνησε μόλις δύο μήνες μετά από την επείγουσα (επειδή ανακαλύφθηκε) παύση της κρατικής, και πως, σύμφωνα με το ρεπορταζ του Inside story που δεν έχει ακόμα διαψευστεί, η εταιρία οφείλει να αναφέρει στην κυβέρνηση τους πελάτες της που πληρώνουν για την παρακολούθηση. Ιδιώτες, ή κράτη. Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως, η εταιρία που διαθέτει το λογισμικό στην αγορά, σύμφωνα με της υπηρεσία που ανακάλυψε την παρακολούθηση, έχει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, κρατικές υπηρεσίες για πελάτες, όχι ιδιώτες.

Καμία έρευνα, κανένας έλεγχος, σε καταστάσεις που, και το παραμικρό δευτερόλεπτο μετράει. ΑΝ πράγματι αναζητάς την αλήθεια και όχι τρόπους να την καταχωνιάσεις.

Δεύτερον, αναθέτει την υπόθεση στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ή η ίδια η Εθνική Αρχή Διαφάνειας αυτουβούλως αναλαμβάνει, ανάλογα με την σειρά που βλέπει κανείς τα γεγονότα) – μία, κατά το ρεπορτάζ των Reporters United απολύτως μη αρμόδια αρχή για μία τέτοια έρευνα. Θα μπορούσε η ΑΔΑΕ, η καθ’ ύλην αρμόδια, θα μπορούσε ακόμα και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα – αλλά σε καμία περίπτωση η ΕΑΔ. Όχι μόνο αυτό, αλλά ο αρμόδιος υπουργός ανακοινώνει την έρευνα, χωρίς η ίδια η ΕΑΔ να έχει, ακόμα και μέχρι αυτήν την στιγμή, αναφέρει την απόφαση αυτή.

Αυτή η πιεστική απόφαση γίνεται πιο δυσάρεστη αν συνυπολογίσει κανείς τα παλαιότερα δημοσιεύματα που ήθελαν τον πρόεδρο της (ανεξάρτητης υποτίθεται) ΕΑΔ να ανήκει στον χώρο (συγγενικό, και επαγγελματικό) του πρωθυπουργού – δηλαδή, σας θυμίζω, του άμεσα ελεγχόμενου.

Για να ξεκαθαρίσουμε την σειρά των γεγονότων δηλαδή, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ που παραθέτω πιο πάνω, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναλαμβάνει την ΕΥΠ προσωπικά τρεις μέρες μετά την εκλογή του, τοποθετεί έναν άνθρωπο χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα διοικητή της, αλλάζει (αναδρομικά!) την νομοθεσία για να μπορέσει να παραμείνει στην θέση ο εκλεκτός για διοικητής της, καταργείται η Γενική Γραμματεία Καταπολέμησης της Διαφθοράς και δημιουργείται στην θέση της η ΕΑΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης τοποθετεί τον κουμπάρο και συνεργάτη του ως διοικητή της “ανεξάρτητης” αρχής, ο Θανάσης Κουκάκης αντιλαμβάνεται ότι παρακολουθείται την ίδια εποχή που κάνει αναλυτικό ρεπορτάζ για τις τράπεζες (μεταξύ άλλων), καταθέτει αναφορά στην ΑΔΑΕ, την ίδια ημέρα η ΕΥΠ που τον παρακολουθεί σταματά εσπευσμένα την παρακολούθηση (παρότι λίγες ημέρες πριν έχει ζητήσει την χρονική διεύρυνσή της), η κυβέρνηση φέρνει εκπρόθεσμη, βιαστική τροπολογία με την οποία προστατεύεται από έλεγχο των πεπραγμένων της η ΕΥΠ από την ΑΔΑΕ (καθιστώντας την άχρηστη) – ενώ ρεπορταζ του tvxs αναφέρει πως, μόλις το 2021 είχαμε 14.000 παρακολουθήσεις, εγκρίνεται από την βουλή με κυβερνητικές ψήφους η διοίκηση της ΕΑΔ , ξεκινά η παρακολούθηση από την ιδιωτική εταιρία με το σύστημα Pegasus, η κυβέρνηση μαθαίνει για τις παρακολουθήσεις αλλά αρνείται κάθε ανάμειξη, και η μη αρμόδια ΕΑΔ αναλαμβάνει (αυτοβούλως ή κατ’ εντολή) να ερευνήσει την υπόθεση.

Γιατί να γίνονται όλα αυτά; Δεν είναι ύποπτο, εδώ και δύο χρόνια, αυτό το σκηνικό;

Δεν είναι ύποπτη αυτή η διαρκής προσπάθεια συγκάλυψης;

Δεν είναι ύποπτο, πια, που ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός επέλεξε από την πρώτη μόλις μέρα της θητείας του να ελέγχει απόλυτα την ΕΥΠ, να απελευθερώνει τις διαδικασίες της, να διορίζει ανθρώπους που δεν πληρούν τα κριτήρια και να αλλάζει τους νόμους(!) για να γίνονται δεκτοί, να διορίζει κουμπάρους του οι οποίοι είναι οι μόνοι που επιτρέπει να ελέγχουν την ΕΥΠ, και να απαγορεύει με τροπολογία σε άλλες ανεξάρτητες αρχές να την/τον ελέγχουν;

Γιατί γίνονται όλα αυτά;

~

Όπως ξεκίνησα να λέω στην αρχή, φαίνεται να βρισκόμαστε σε μία δεύτερη, πολύ πιο σημαντική από την πρώτη απόπειρα συγκάλυψης της παρακολούθησης του Θανάση Κουκάκη.

Και όχι μόνο του Θανάση Κουκάκη, φοβάμαι.

Παλαιότερα έλεγα πως, ένας πρωθυπουργός που κρύβει σκελετούς στο ντουλάπι του, είναι ένας ελεγχόμενος από όποιον ξέρει τα μυστικά του πρωθυπουργός. Προφανώς, ένα τεράστιο δάνειο για μία αδιάφορη εφημερίδα που δεν αποπληρώνεται, ή ένα σπίτι του Βολταίρου που αποκτάται χωρίς έλεγχο ούτε έσχες, ούτε πόθεν, μία “μεσοτοιχία” με έναν εξαφανισμένο στέλεχος κορυφαίας πολυεθνικής που διέφυγε στην βάρδια του ενώ αποδεδειγμένα είχε δωροδοκήσει κυβερνητικά στελέχη, είναι, όπως και να το πεις, βαρβάτοι σκελετοί, που (σε κανονικές συνθήκες) (θα έπρεπε να) γκρεμοτσακίζουν πολιτικές καριέρες. Και αυτοί οι σκελετοί είναι μόνο αυτοί που υποψιαζόμαστε.

Επίσης, στο προηγούμενο άρθρο, εξηγούσα πως όποιος παρακολουθεί δημοσιογράφους, στην πραγματικότητα τους δολοφονεί επαγγελματικά. Είναι πολύ, πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψη αυτό, και τώρα, που συζητάμε την ιστορία αυτή, αλλά πολύ περισσότερο μετά, αν και εφόσον αναζητηθούν ευθύνες και, ίσως, αποζημιώσεις.

~

Υπαρχει όμως και μία παράμετρος που, μέχρι τώρα, δεν έχουμε υπολογίσει.

Για να εγκατασταθεί το λογισμικό της ιδιωτικής εταιρίας στο κινητό του Θανάση Κουκάκη ωστε να παρακολουθείται κάθε του κίνηση, ο δημοσιογράφος έπρεπε να μπει σε έναν ψεύτικο δικτυακό τόπο, μόλις δύο μήνες μετά την βιαστική άρση της παρακολούθησης από την ΕΥΠ. Κάποιος του έστειλε ένα μήνυμα, τον ξεγέλασε. Όμως δεν υπήρχε μόνο ένας δικτυακός τόπος – υπήρχαν 42 δικτυακοί τόποι, όλοι ελληνικοί – και συνολικά 310.

Γιατί;

Ο Θανάσης Κουκάκης παρακολουθείτω ήδη, ενώ μόλις με την πρώτη προσπάθεια “την πάτησε” και του έβαλαν λογισμικό παρακολούθησης. Το κόλπο ήταν απλό, και καλοστημένο – τα domain, τα ονόματα των δικτυακών τόπων, ήταν καλοφτιαγμένα, σε γενικές γραμμές εύκολο να την πατήσει ακόμα και κάποιος που δεν ήταν τελείως αρχάριος.

Σαράντα δύο δικτυακοί τόποι; Μόνο για τον Κουκάκη ήταν όλοι αυτοί;

Ας υποθέσουμε ότι ένας δημοσιογράφος, ο οποιοσδήποτε δημοσιογράφος, παρακολουθείται. Αυτοί που τον ελέγχουν δεν μαθαίνουν μόνο σε τι ρεπορτάζ εμπλέκεται, τα μαθαίνουν ΟΛΑ. Ο Κουκάκης πχ, βρήκε απομαγνητοφωνημένη συζήτηση ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ (και αυτό, θυμίζω, από την ΕΥΠ, όχι με το Predator). Ποιος θα ενδιαφερόταν γι’ αυτήν την συνομιλία; Μα όταν παρακολουθείται, δεν υπάρχει διάκριση, επαγγελματική ή μη – όλα είναι στο τραπέζι.

Αυτός ο κάποιος που παρακολουθείται, ο οποιοσδήποτε, ας πούμε ότι έχει έναν παράνομο δεσμό. Ή είναι κρυφά gay. Ή βλέπει τσόντες, στο διαδίκτυο. Ή παίζει παράνομο στοίχημα. Ή δωροδοκεί έναν εφοριακό για υπόθεσή του.. Ή συνεργάζεται με έναν ανταγωνιστή της εφημερίδας του. Ή, ή, ή.

Όλα αυτά είναι σκελετοί στην ντουλάπα του. Άλλοι πέρα ως πέρα παρανομοι, άλλοι απολύτως νόμιμοι, αλλά ίσως ανήθικοι ή έστω “ανηθικοι”, άλλοι, απλώς, η προσωπική του ζωή.

Ας υποθέσουμε πως ο δημοσιογράφος αυτός, ΞΕΡΕΙ πως παρακολουθήθηκε. ΞΕΡΕΙ πως τον παρακολουθούσε η ΕΥΠ, ή ο άγνωστος πελάτης της . Ξέρει πια πως είναι εκτεθειμένος: αν μιλήσει άσχημα γι αυτούς που δεν πρέπει, αν ερευνήσει κάτι που δεν πρέπει, αν δείξει κάτι που δεν πρέπει, δεν έχει λογική να πιστεύει πως θα βγει στην δημοσιότητα κάτι δικό του που δεν πρέπει;

Δεν είναι καθόλου παράλογο να φοβάται κάτι τέτοιο.

Επίσης, δεν είναι καθόλου παράλογο πια να φοβάται κάτι τέτοιο ένας δημόσιος λειτουργός, ένας πρέσβης, ένας βουλευτής, ένας δικαστικός – γιατί, ακόμα και αν στοχεύονταν μόνο δημοσιογράφοι, σαράντα δύο ψεύτικοι δικτυακοί τόποι, είναι πολλοί.

Ο καθένας θα μπορούσε να φοβάται (ή να γνωρίζει) ότι το όνομά του υπάρχει πχ σε μία λίστα, και καλό είναι να κάνει ο,τι χρειάζεται να κάνει για να μην δημοσιευθεί ο,τι θα ήθελε να κρατήσει ιδιωτικό.

Και, θυμίζω, 14.000 αιτήματα για παρακολούθηση είχαμε το 2021 – που έγιναν κατά πάσα πιθανότητα όλα δεκτά, αφού έχει φροντίσει ο πρωθυπουργός να μην έχει ιδιαίτερο λόγο να διαφωνήσει η αρμόδια εισαγγελέας στα αιτήματα αυτά. Δεκατέσσερις χιλιάδες παρακολουθήσεις αφορούν πολλούς, πολλούς ανθρώπους.

~

Ο Θανάσης Κουκάκης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ clean δημοσιογράφου. Δεν έχει (ακόμα) ασχοληθεί με το μεταναστευτικό, με την Τουρκία ή την Ρωσία, με οτιδήποτε θα τον έκανε να πιστέψει πως θα έδινε έστω και την παραμικρή δικαιολογία στην κρατική ΕΥΠ, επίσημα, να τον παρακολουθήσει.

Είναι τόσο καθαρός, που θα μπορούσε κάλλιστα η ΕΥΠ να πει απλώς “έχετε δίκιο, κάναμε λάθος, δεν βρήκαμε τίποτα, αναλαμβάνουμε την ευθύνη”. Κάποιος θα παραιτήτω, πιθανόν, θα υπήρχε μία αναστάτωση, μάλλον, και ο πρωθυπουργός με την αποδοχή της παραίτησης θα μπορούσε ίσως να βγει και από πάνω.

Αντιθέτως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε εξ αρχής μία δυσανάλογη ευθύνη με την επιθυμία του να ελέγχει απόλυτα ο ίδιος την ΕΥΠ. Εφτιαξε τις συνθήκες ώστε οι παρακολουθήσεις να γίνονται σχεδόν μηχανικά, χωρίς κανέναν σοβαρό έλεγχο. Δημιούργησε μία τροπολογία για να προστατευτεί αναδρομικά η απόφαση παρακολούθησης – και όλες οι επόμενες. Υπο την εποπτεία του παρακολουθούνται χιλιάδες πλέον άνθρωποι. Μπήκαν διοικητές σε καίριες θέσεις, ακόμα και παράτυπα, ακόμα και ανεξάρτητων αρχών, άνθρωποι κοντά στον πρωθυπουργό, που τον προστατεύουν ακόμα και τώρα.

Περίμενα, με την δημοσιοποίηση της (από ότι φαίνεται παράνομης) έρευνας, α) να υπάρξει μία ξεκάθαρη, έστω και τώρα, κυβερνητική ανάληψη ευθύνης, β) να υπάρξει απόλυτη και δυναμική δημοσιογραφική αντίδραση.

Το πρώτο, γκρεμίστηκε με θόρυβο – η κυβέρνηση αρνείται, κοροϊδεύει, ψεύδεται και κωλυσιεργεί. Το δεύτερο είναι όπως είπα και στην αρχή, εξαιρετικά δυσανάλογα ερευνώμενο σε σχέση με την βαρύτητά του. Θα έλεγε κανείς ελάχιστα περισσότερο από την δολοφονία Καραϊβάζ.

Μέχρι τώρα, πιστεύαμε ότι οι δημοσιογράφοι είναι δεσμευμένοι από μία λίστα Πέτσα, που είχε αν όχι την πρόθεση, τουλάχιστον την δυνατότητα να τους ελέγχει διασφαλίζοντας την οικονομική επιβίωσή τους.

Ήταν μία αισχρή απόφαση – αλλά τουλάχιστον ήταν δημόσια. Με αισχρές (κατά την ταπεινή μου γνώμη) απόπειρες να συγκαλυφθεί κι αυτή, αλλά τουλάχιστον ήταν δημόσια.

Αρχίζω όμως και ανησυχώ, όσο δεν μαθαίνουμε πόσοι, ποιοι, για ποιον λόγο, και με ποια αποτελέσματα ερευνήθηκαν από την ΕΥΠ, αν υπαρχει και μία λίστα με μυστικά, μία λίστα όπου ο έλεγχός της είναι το απόλυτο κλειδί ελέγχου κάθε φωνής που παρεκκλίνει κάποιας συμφωνημένης συμπεριφοράς.

Και, με αποκλειστικά υπεύθυνο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ανησυχώ μήπως αυτή η λίστα μυστικών, αν όντως υπάρχει, του ανήκει – ή έστω, είναι σε γνώση του.

Θα ήταν τρομερό, απολύτως τρομακτικό να υπάρχει μία τέτοια “λίστα Μητσοτάκη”.

Και δεν έχει γίνει έως τώρα τίποτα, καμία απολύτως ενέργεια που θα με βοηθούσε έστω και αισιόδοξα σκεπτόμενος να ελπίσω πως δεν υπάρχει.

Ένα αδιανόητο κουβάρι ξετυλίγεται αυτές τις ημέρες, εκείνο όπου δημοσιογράφοι καταγγέλουν ότι παρακολουθούνται – και η κυβέρνηση μοιάζει να έχει όχι μόνο γνώση των παρακολουθήσεων αυτών, αλλά, ακόμα χειρότερα, να τις έχει παραγγείλει κιόλας.

Πάμε πρώτα να δούμε το ρεπορτάζ, και αναπτύσσω μετά τον προβληματισμό μου. Είναι μεγάλο, κάντε υπομονή.

Για μένα (μπορεί να υπάρχουν και άλλα γεγονότα, που αγνοώ ή αμελώ αυτήν την στιγμή να αναφέρω) με την ανησυχία (και μετά την επιβεβαίωση) του Σταύρου Μαλιχούδη, ότι αυτός, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στο ρεπορταζ της ΕφΣυν για τις παρακολουθήσεις πολιτών και δημοσιογράφων.

Ο Σταύρος Μαλιχούδης αρθρογραφεί στο Solomon αλλά και στο αντοίστοιχο δημοσιογραφικό site Reporters United όπου καταγγέλει το περιστατικό εξηγώντας ότι η μόνη λογική(;) απάντηση είναι πως παρακολουθείται για τα ρεπορτάζ του στο μεταναστευτικό/προσφυγικό. Λίγο καιρό μετά, το Solomon προχωρά σε μηνυτήρια αναφορά στον Άρειο Πάγο, ζητώντας διευκρινίσεις για τις ενέργειες της κυβέρνησης.

Οι καταγγελίες για τις παρακολουθήσεις, αφορούν το μακρινό 2020 (οι αποκαλύψεις έγιναν στο τέλος του 2021 και η μηνυτήρια αναφορά στις αρχές του 2022). Την ίδια εποχή, το 2020 δηλαδή, ένα άλλο κουβάρι τυλίγεται ταυτόχρονα, που αφορά αυτήν την φορά τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη.

Ο Κουκάκης έχει κάποια προβλήματα στο κινητό του. Δεν ακούει καθαρά, η σύνδεση διακόπτεται, χάνει κλήσεις. Δεδομένου ότι οι κυβερνητικές παρακολουθήσεις γίνονται πλέον σχεδόν εν κρυπτώ, καθώς αρκεί μία αίτηση προς την εισαγγελέα για να ξεκινήσουν, χωρίς αποδείξεις κάποιας έστω ενοχής, προφανώς ανησυχεί: Οι ανησυχίες του όμως γίνονται βεβαιότητα, όταν μαθαίνει από το δημοσιογραφικό του ρεπορτάζ ότι “κυκλοφορούν” απομαγνητοφωνήσεις – σε συζητήσεις με το παιδί του. Στις 12 Αυγούστου του 2020 ο Θανάσης Κουκάκης κάνει μία επίσημη καταγγελία στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) – ζητώντας να μάθει αν, όντως, παρακολουθείται.

Η ημερομηνία είναι σημαντική, προτείνω να την σημειώσετε, θα αποκτήσει νόημα μετά.

Οπως μαθαίνει περίπου έναν χρόνο μετά ο δημοσιογράφος από την ΑΔΑΕ, “στις 10 Μαρτίου 2021, δηλαδή μετά την επιβεβαίωση των υποκλοπών, η ΑΔΑΕ απευθύνεται στην Εισαγγελέα της ΕΥΠ για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ενημέρωση του δημοσιογράφου σχετικά με την άρση του απορρήτου του” – όπως γράφει το Reporters United

Η ΑΔΑΕ απαντά στον Θ. Κουκάκη επισήμως στα τέλη Ιουλίου πως “ «μετά από τεχνικό έλεγχο που διενήργησε η ΑΔΑΕ […] στα δίκτυα των τηλεπικοινωνιών παρόχων που εξυπηρετούν τις συνδέσεις κινητής και σταθερής τηλεφωνίας σας […] δεν διαπιστώθηκε κάποιο γεγονός που να συνιστά παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών»”. Όχι “δεν γίνονται παρακολουθήσεις – απλώς δεν είναι παράνομες.

Είναι δύσκολο να είναι παράνομες: σχεδόν αμέσως μετά το αίτημα της ΑΔΑΕ στην εισαγγελέα η κυβέρνηση της Ελλάδας στις 31 Μαρτίου του 2021 περνάει κατ’ επειγόντως ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο.

Σύμφωνα με αυτό, “απαγορεύεται πλέον στην ΑΔΑΕ να προχωρήσει στην γνωστοποίηση των παρακολουθήσεων στον πολίτη”. Η ρύθμιση έχει αναδρομική ισχύ και άρα καλύπτει τις υποκλοπές Κουκάκη. Ήτοι, η ΑΔΑΕ δεν έχει πια τον έλεγχο της ΕΥΠ. Η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί όποιον νομίζει, και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

…Πιο σωστά, όχι σε κανέναν: δίνει λογαριασμό σε δύο άτομα: στην εισαγγελέα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών που στεγάζεται στο κτίριο της ΕΥΠ στην Κατεχάκη (η οποία δεν απαιτείται να καταθέσει ουσιαστικά στοιχεία για το αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για την παρακολούθηση), και στον πολιτικό της προϊστάμενο, τον ίδιο τον πρωθυπουργό που ανέλαβε, τρεις μόλις μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας του, τον αποκλειστικό έλεγχο της ΕΥΠ.

Το ρεπορτάζ του Reporters United αποκαλύπτει πως η ΕΥΠ όντως ζήτησε την παρακολούθηση του Θανάση Κουκάκη. Χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις την 1η Ιουνίου κατέθεσε αίτημα παρακολουθήσεως του κινητού του στην Cosmote έως την 1η Αυγούστου – ημερομηνία που πήρε παράταση, ως την 1η Οκτώβρη.

Θυμάστε την ημερομηνία που σας ζήτησα να κρατήσετε; Ήταν η 12η Αυγούστου του 2020, όταν ο Θανάσης Κουκάκης καταθέτει επίσημο αίτημα στην ΑΔΑΕ για να μάθει αν παρακολουθείται. Είναι η ίδια ημερομηνία που, εκτάκτως, και μετά την παράταση που ζητήθηκε έναν μήνα πριν, η ΕΥΠ ξαφνικά ζητά την παύση της άρσης του απορρήτου.Θα μιλούσε κανείς για σύμπτωση – αν δεν παρακολουθούσαν το κινητό του, και, όχι μόνο ήξεραν πολύ καλά τις κινήσεις του, αλλά ΦΟΒΗΘΗΚΑΝ κιόλας από αυτές.

Φόβοι που είχαν νόημα – μέχρι που η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός δηλαδή που έχει την ευθύνη για τον έλεγχο της ΕΥΠ, κάλυψε τις ενέργειές της, ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ, με έναν νόμο που έκανε ακόμα και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ να εκφράσει την αντίθεσή του.

Ελπίζω να κάνατε κουράγιο μέχρι εδώ, και να τα εξήγησα απλά. Δυστυχώς, για όλους μας, για την κοινωνία μας, την δημοσιογραφία, τον ίδιο τον Θανάση Κουκάκη, οφείλω να συνεχίσω – δεν σταματά εδώ η υπόθεση.

Βλέπετε, λίγο μετά, το ίδιο καλοκαίρι του 2021 ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης ελέγχει έναν σύνδεσμο που του έστειλε ανώνυμα κάποιος. Αυτός ο σύνδεσμος όμως, δεν είναι αθώος: επισκεπτόμενος τον ψεύτικο δικτυακό τόπο (κατασκευάστηκαν περίπου 310 πλαστές ιστοσελίδες, εξ αυτών οι 42 φαίνεται να στήθηκαν αποκλειστικά για να παραπλανήσουν ενδεχόμενους στόχους εντός Ελλάδας), ο Κουκάκης “κολλάει” ένα πρόγραμμα στο κινητό του που ονομάζεται Predator – ένα πρόγραμμα που επιτρέπει την πλήρη παρακολούθησή του.

Tο Inside Story κάνει εκτενές ρεπορταζ στο πρόγραμμα αυτό (αναζητώ το ξεκλείδωτο αρχείο, αν δεν είστε ήδη συνδρομητές στο Inside Story – update, το Inside Story προσφέρει εδώ το ξεκλείδωτο άρθρο και τους ευχαριστώ) και ο Θανάσης Κουκάκης αναγνωρίζει πρόσωπα που τον είχαν απασχολήσει δημοσιογραφικά και στέλνει το κινητό του για έλεγχο.

Έτσι, μαθαίνει πως μόλις δύο μήνες μετά την παύση της παρακολούθησής του από την ΕΥΠ, ξαναγίνεται στόχος πλήρους παρακολούθησης

Το πιο σημαντικό στοιχείο, το αφήνω για το τέλος: Όπως γράφει το Inside story “σύμφωνα με πληροφορίες του inside story πάντως, η Intellexa, που έχει έδρα στην Ελλάδα, πρέπει να ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση για τα συμβόλαια που συνάπτει για την πώληση λογισμικού υποκλοπών στους πελάτες της, που βρίσκονται σε διάφορες χώρες του κόσμου. Άρα το ελληνικό κράτος γνωρίζει εκείνον που έδωσε την εντολή να παρακολουθείται το τηλέφωνο του Κουκάκη.”

Αυτά έχω αποκομίσει από το ρεπορτάζ. Τίποτα από αυτά δεν είναι δική μου πληροφορία, υπεύθυνες είναι οι πηγές που παραθέτω, όπως ακριβώς κάνω κάθε φορά που προσπαθώ να εξηγήσω μία κατάσταση – και την σκέψη που προκύπτει από αυτήν.

Πάμε τώρα στο δεύτερο κομμάτι: Τι οφείλουμε να σκεφτούμε για όλα αυτά.

~

Έναν χρόνο πριν, ο δημοσιογράφος και εκδότης Κώστας Βαξεβάνης, καταγγέλλει πως γνωρίζει, μέσα από πηγές που τον πλησίασαν, πως αποτελεί στόχο δολοφονίας. Η δικαιοσύνη κινήθηκε μάλλον αργά, χωρίς να συνδέσει τις τελείες που μοιάζουν ξεκάθαρα συνδεδεμένες (όπως η επίθεση σε αστυνομικούς δύο ατόμων που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα κοντά στο σπίτι του δημοσιογράφου).

Αυτή, ήταν μία φυσική δολοφονία – άλλωστε, στην περίπτωση του Καραϊβάζ, για να μην αναφέρω πριν τους Μαυρίκο, που πέθανε γιατί κάηκε το αμάξι του, Χίου που πυροβολήθηκε στο πρόσωπο, και Σωκράτη Γκιόλια που δολοφονήθηκε μπροστά στο σπίτι του, είναι σαφές ότι η δολοφονία ενός δημοσιογράφου δεν είναι πια ανήκουστη ενέργεια.

Όμως, έχουμε και το παράδειγμα των οικονομικών δολοφονιών: Η λίστα Πέτσα, μία εξαιρετικά δύσοσμη διαδικασία δεν ήταν η μόνη που έδειξε ότι το χρήμα κατευθύνεται μόνο σε φίλια μέσα – αφήνοντας κάποιους, εκλεκτικά, να “πεινάσουν”: Μήνες πριν, πάλι ο Βαξεβάνης έκανε επώνυμη καταγγελία ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός επηρεάζει ιδιώτες επιχειρηματίες να μην διαφημιστούν στο Documento, ιδιοκτησίας του, προσπαθώντας να προκαλέσει οικονομική ασφυξία. Μια καταγγελία που δεν έχει καν ερευνηθεί, παρότι κατά την γνώμη μου παραμένει εξαιρετικά σοβαρή.

Φυσικές δολοφονίες δημοσιογράφων, και οικονομικές δολοφονίες δημοσιογράφων.

Η τρίτη κατηγορία αποκαλύπτεται σήμερα: είναι οι επαγγελματικές δολοφονίες δημοσιογράφων.

Βλέπετε, κάθε φορά που η κυβέρνηση παρακολουθεί έναν δημοσιογράφο, δεν παρακολουθεί μόνον αυτόν: παρακολουθεί και όποιον μιλάει μαζί του. Με τον τρόπο αυτόν, ηθελημένα ή μη, διαλύει πλήρως το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο ενός δημοσιογράφου, την εχεμύθεια και την ασφάλεια της πηγής του. Όταν και αν χρειαστεί να το κάνει, οφείλει να αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε λόγους, ότι οι λόγοι αυτοί ήταν βάσιμοι, και ότι η παρακολούθηση αυτή έφερε απτά, παρουσιάσιμα αποτελέσματα. Αλλιώς, η ζημιά που προκαλείται σε έναν (έντιμο) δημοσιογράφο είναι μη αναστρέψιμη, καθώς η δημοσιογραφική του ηθική, είναι, στην ουσία, το βασικότερο εργαλείο της δουλειάς του.

Σημαντικό παράδειγμα, (για άλλη μία φορά) ο Κώστας Βαξεβάνης που προστάτεψε την πηγή του για χρόνια (με εξαιρετικά σημαντικό προσωπικό κόστος) – μέχρι που η ίδια η πηγή του δημιούργησε τις συνθήκες για να οδηγηθεί ο ίδιος κατηγορούμενος, και στην ουσία απέσυρε το δημοσιογραφικο του απόρρητο.

Θυμίζω τις έντονες, εντονότατες προσπάθειες (που δεν έχουν σταματήσει ακόμα) αυτής της κυβέρνησης σε κάθε επίπεδο, ακόμα και κατηγορουμένων(!) κυβερνητικών στελεχών της υπόθεσης Novartis να απειλεί πως θα “βγάλει τις μάσκες από τους προστατευόμενους μάρτυρες” συνθλίβοντας ένα πολυτιμότατο μέσο που έχουμε για να ανακαλύπτουμε την αλήθεια όταν αυτή κρύβεται πίσω από τον φόβο και τον κίνδυνο που προκαλούν οι ένοχοι.

Μετά την οικονομική και την φυσική δολοφονία συναδέλφων τους, ο Θανάσης Κουκάκης και ο Σταύρος Μαλιχούδης δολοφονήθηκαν επαγγελματικά.

Εφόσον το κράτος όχι μόνο δεν μπορεί να τους προστατέψει (όπως οφείλει να κάνει για κάθε πολίτη) το απόρρητο των επικοινωνιών του, αλλά επιπλέον το ίδιο, χωρίς καμία απολύτως λογικοφανή δικαιολογία, το καταστρατηγεί, οι δύο δημοσιογράφοι είναι απολύτως έκθετοι – χωρίς να έχουν καμία ευθύνη γι’ αυτό, χωρίς να έχουν κάνει κανένα λάθος (εκτός από το να αναζητούν την αλήθεια) – απέναντι στις προηγούμενες αλλά και στις μελλοντικές πηγές τους.

Αντιλαμβάνεστε πόσο σκληρό είναι αυτό για την δημοσιογραφία; Αν επιτεθείς σε έναν δημοσιογράφο οικονομικά, το μήνυμα είναι πως “αν πας κόντρα στα σχέδιά μας, αν αποκαλύψεις την αλήθεια, θα σε καταστρέψουμε”. Είναι ένα μήνυμα προς τον ίδιο, να φοβηθεί εκείνος. Αν δεν υποκύψει, και τον σκοτώσεις το μήνυμα είναι στους υπόλοιπους δημοσιογράφους που θα σκεφτούν την ενημέρωση του κοινού τους: “Αν δεν κάνετε πίσω, θα έχετε την τύχη του”. Είναι ένα μήνυμα όχι πια προς τον ίδιο, έχει πεθάνει, μα προς τους συναδέλφους του.

Αν όμως παρακολουθείς έναν δημοσιογράφο, αν λυσσάς να βγάλεις “τις κουκούλες” από προστατευόμενους μάρτυρες, τότε το μήνυμα δεν είναι πια προς τους δημοσιογράφους, αλλά προς όλους εμάς:

“Αν μιλήσεις, ακόμα και στον πιο έντιμο δημοσιογράφο, αν αποκαλύψεις την αλήθεια, εμείς θα το μάθουμε. Θα αλλαξουμε νόμους, για να προστατευτούμε. Θα προστατέψουμε τους φίλους μας. Δεν σε σώζει τίποτα.”

Αυτή η πράξη, σκοτώνει πλέον την δημοσιογραφία, όχι πια μόνο τους δημοσιογράφους. Η επίθεση αυτή τους εξισώνει ως επικίνδυνους, κάνοντας την προσωπική τους ηθική (πλασμένη με ασύλληπτο προσωπικό κόστος, κάθε φορά) απολύτως άνευ σημασίας.

Όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, ο δημοσιογραφικός κλάδος παρακολουθεί κατά γενική ομολογία σιωπηρά τις εξελίξεις. Η ησυχία τους είναι ενοχλητικά εκωφαντική, για όποιον έχει τα αυτιά να ακούσει.

Η παρακολούθηση των δημοσιογράφων, όπως και η επίθεση στους μάρτυρες, δημιουργεί ένα καθεστώς φόβου στους πολίτες πλέον.

Η τρίτη δολοφονία, είναι ένα μήνυμα για εμάς. Ο εχθρός είμαστε εμείς.

Το θύμα της τρίτης μορφής δημοσιογραφικής δολοφονίας, είμαστε εμείς.

Λίγες ημέρες πριν, η εφημερίδα Εφημερίδα των Συντακτών έβγαλε ένα άρθρο. Σ’ αυτό, με στοιχεία, αποκαλύπτεται ο ρόλος της ΕΥΠ η οποία παρακολουθεί ακόμα και (και όχι μόνο) δημοσιογράφους – ένας εξ αυτών, ο Σταύρος Μαλιχούδης, που κάνει (προσωπικά, θεωρώ) αξιόλογα και τεκμηριωμένα ρεπορτάζ – τις περισσότερες φορές, κριτικάροντας τον ρόλο της κυβέρνησης.

Η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου ξεκάθαρα όχι μόνο δεν διαψεύδει παρακολουθήσεις πολιτών και δημοσιογράφων, αλλά ζητά και «να μείνουν έξω από την δημόσια σφαίρα της συζήτησης», να μην ελέγξει κανείς ούτε το πως, ούτε το σε ποιούς, ούτε -κυρίως- το «γιατί». 

~

Λίγες μέρες αργότερα, ένας άνθρωπος συναντά την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ στον δρόμο, αργά το βράδυ. Κατά δήλωσή της, την αναγνωρίζει, σκύβει, πιάνει μία πέτρα, της την πετάει και την πετυχαίνει στο κεφάλι, και της φωνάζει «Τουρκόφιλη, να πας στην τουρκία να σε γαμάνε οι Τούρκοι» (ή κάτι αντίστοιχο), και φεύγει στο σκοτάδι – ενώ και η δημοσιογράφος τρέχει σπίτι της.

Έχει προηγηθεί αυστηρότατη κριτική από έλληνες δημοσιογράφους για την συνέντευξή της, κριτική  όπου πολλές φορές ξεπερνά τα εσκαμμένα όταν την ονομάζουν «φιλότουρκη» και εκφράζουν την ντροπή τους για κάθε στήριξη που μπορεί να δέχεται στις επιθέσεις της, αφήνουν υπονοούμενα για την στήριξή της σε Αφγανό πρόσφυγα, ότι έχει «πακιστανούς υπηρέτες» ή την παρουσιάζουν ως «γεροντοκόρη»

Αμέσως, κάνει τις ετοιμασίες της για να φύγει από την Ελλάδα -όπου αισθάνεται πλέον απειλούμενη- και μάλιστα σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, την Πρεσβεία της Ολλανδίας και το Ολλανδικό Κέντρο Δημοσιογράφων οι οποίοι ανησυχούν για την σωματική της ακαιρεότητα.

Στην συζήτηση, θα μπορούσαμε να εμπλέξουμε τον Ιάσωνα Αποστολόπουλο, ο οποίος δέχεται καθημερινά επίθεση στα social σε κάθε postάρισμά του για το μεταναστευτικό – από τότε που έγινε γνωστή η ματαίωσή της βράβευσής του από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Θα μπορούσαμε να εμπλέξουμε επίσης την Ναταλία Γερμανού που τον φιλοξένησε στην εκπομπή της, και δέχθηκε και αυτή το ίδιο μερίδιο επίθεσης – κυρίως στα social.

Θα πρότεινα όμως να μην ασχοληθούμε μ’ αυτούς, ούτε καν με τον Μαλιχούδη, την Μπέγκελ και το έργο τους: Αν αφήσουμε την συζήτηση να συνεχιστεί στο τι γράφει ο ένας ή στο πως έκανε την ερώτηση η άλλη θα χάσουμε θεωρώ την μπάλα. Όχι γιατί κάνουν καλά την δουλειά τους, ούτε γιατί δεν την κάνουν καλά: κυρίως γιατί δεν θέλω να κρίνω τους ίδιους, ή το έργο τους, αλλά αποκλειστικά και μόνο (ναι, για άλλη μία φορά) το επίπεδου του δημοσιογραφικού λειτουργήματος στην Ελλάδα. Ας μείνουμε στα γεγονότα:

Μία δημοσιογράφος πετροβολείται – αποκλειστικά για το έργο της, ένας δημοσιογράφος παρακολουθείται – αποκλειστικά για το έργο του.

Και μετά;

Και μετά τίποτα.

~

Έλεγα -όχι πολύ καιρό πριν- με αφορμή την αδιανόητη ιστορία του Κ. Βαξεβάνη πως, όταν η πένες κατεβαίνουν, κάποιος θα πεθάνει.  

Είναι τρομερά εύκολο, ίσως πολύ πιο εύκολο παραδόξως από ότι παλαιότερα, ένας δημοσιογράφος να κατεβάσει για λίγο την πένα του, και αυτοί που θέλουν να δολοφονήσουν θα το κάνουν προστατευμένοι από την σιωπή. Και, δεν κινδυνεύει μόνο δημοσιογράφος – η σιωπή μπορεί να είναι για ένα αυτοκίνητο που παρασέρνει μία μηχανή στην Αμαλίας μπροστά στην Βουλή, ή καμιά δεκαριά μάρτυρες του καραβιού Noor 1, που ο θάνατός τους έχει καταντήσει πια ένα βασανιστικό σκληρό ανέκδοτο, ή μπορεί να μην είναι καν θανατηφόρο – όταν ένας εισαγγελέας φεύγει όχι μόνο από μία υπόθεση αλλά και από την χώρα, ή όταν πολιτικοί κάνουν εμβόλια πριν από όλους τους άλλους, ή όταν μία ελεγχόμενη κυβέρνηση από μία εισαγγελέα την αποκαθηλώνει τερματίζοντας την θέση της, ή όταν ένας διαιτητής δέχεται επίθεση στην μέση του δρόμου, ή, ή.

Νομίζετε ότι είναι οι μόνες υποθέσεις όπου δημοσιογράφοι βλέπουν τον εαυτό τους να εξαφανίζεται από την είδηση; Καλό θα είναι να ρωτήσουμε τον Πάρη Κουρτζίδη που, ενώ η υπόθεσή του θα καταλήξει τελικά στα δικαστήρια, αφού η εισαγγελία άσκησε διώξεις σε έναν από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στην ελλάδα (και κάτοχο ΜΜΕ) τον Βαγγέλη Μαρινάκη, δεν έχει φιλοξενηθεί σε (σχεδόν) κανένα μέσο να πει καν την ιστορία του. Ή, η αγωγή στελεχών «Ελληνικός Χρυσός» κατά της ιστοσελίδας alterthess.gr, που ζητά 100.000 ευρώ ως αποζημίωση, είχε ελάχιστη ή μηδαμινή δημοσιογραφική κάλυψη. Ίσως και όταν η «δημοσιογραφικά» αποκαλούμενη «επίθεση με τρικάκια» δικαιώνεται στα δικαστήρια θα μπορούσε να αποκαλέσει είδηση ή αφορμή τουλάχιστον για αλλαγή προσέγγισης – αλλά φευ. Ή, ακόμα πιο εντυπωσιακό, η αλλαγή του άρθρου 191 στον ποινικό κώδικα, που βρήκε όχι μόνο δημοσιογραφικές, μα ακόμα και δικαστικές ενώσεις απέναντί της, δημοσιογραφικά δεν δέχθηκε σχεδόν καμία κριτική. Στην Ελλάδα, γιατί στο εξωτερικό, ακόμα και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα έδειξαν την εντονότατη ανησυχία τους για την ελευθερία της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Ακόμα και η δίωξη από τον Ερντογάν στην εφημερίδα Δημοκρατία (μια καθόλα εθνική υπόθεση, ιδανική για όσους χωρίζουν τους πολίτες σε τουρκόφιλους και μη) δεν είχε καμία ιδιαίτερη δημοσιογραφική αναφορά – η εφημερίδα βλέπετε (για δικούς της λόγους) έχει υιοθετήσει μία μάλλον έντονη αντιπολιτευτική γραμμή.

Την σιωπή του δημοσιογραφικού κόσμου στην στιγμή που το ΑΠΕ στην ουσία ψεύδεται (αναφερόμενο σε κυβερνητικές πηγές που, στην ουσία, είναι τα αφεντικά του) ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε τον έλεγχο των πιστών μετά από συνέντευξή του δεν θα την αναφέρω, κυρίως επειδή το ΑΠΕ απολαμβάνει πλήρως αυτήν την απουσία ελέγχου….

Οταν τόσο θορυβωδώς οι πένες έχουν κατέβει, είναι τόσο πιο εύκολο οι νόμοι να αλλάζουν προς το χειρότερο, μέσα και ειδήσεις να φιμώνονται, άνθρωποι να πεθαίνουν – επαγγελματικά, οικονομικά, φυσικά. Όταν οι δημοσιογράφοι στοχοποιούν, και ειδικά δημοσιογράφους, κάποιος ενημερώθηκε πως πρεπει να αρπάξει μία πέτρα. Μίλαμε για μια μαφία, με μία δημοσιογραφική όχι-και-τόσο κρυμμένη ομερτά, όπου (όταν δεν επιτίθενται με τις πένες τους) απλώς κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν μιλάει μέχρι να γίνει το έργο που έχει προγραμματιστεί. Μετά, όπως πχ με τον Καραϊβάζ, τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους, είναι όλοι συντετριμμένοι, ο κλάδος θα επιβιώσει από τις επιθέσεις, και συνεχίζουμε τις ζωές μας.

…Αυτά δεν θα ακούγαμε αν η πέτρα σκότωνε τελικά την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ;

~

Στο προηγούμενό μου άρθρο «Το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», προσπάθησα να εξηγήσω πόσο παράλογο είναι να πιστεύει κανείς, ότι ένα κράτος που συμπεριφέρεται απάνθρωπα στους συνανθρώπους μας, θα επιλέξει να φερθεί ανθρώπινα και με αξιοπρέπεια σε εμάς. Ισχύει το ίδιο -αν όχι περισσότερο- και για συγκεκριμένους κλάδους: όπως όταν η δικαιοσύνη σιωπά, θα σιωπά για όλους όσους την χρειαστούν στο μέλλον, έτσι και όταν η δημοσιογραφία επιλέγει να σιωπά, είναι ευνόητο ότι θα σιωπήσει απέναντι σε όλους, όχι μόνο στους τωρινούς εχθρούς «μας» υπηρετώντας τους ισχυρότερους, όχι την αλήθεια.

Το ερώτημα θα έλεγα εγώ που πρέπει να μας απασχολήσει, δεν είναι πού θα οδηγήσει αυτή η Ομερτά. Ξέρουμε πολύ καλά πού θα οδηγήσει, κάθε φορά που κάποιος ξεστομίζει το «Αλήτες-Ρουφιάνοι-Δημοσιογράφοι». Ούτε πώς αλλάζει – ξέρουμε πώς αλλάζει, όταν την χρηματοδότηση της ενημέρωσής μας την αναλάβουμε αποκλειστικά εμείς, και κατανοήσουμε πως αν πληρώνει άλλος για να διαβάζουμε, θα επιλέγει και τι θα διαβάζουμε. Δεν είναι καν ποιος κερδίζει γι’ αυτήν την ομερτά – ξέρουμε ποιος κερδίζει, όχι μόνο αυτός που την παραγγέλνει, αλλά (κυρίως) όσοι συμμετέχουν σ’ αυτήν.

Αυτά, είναι γνωστά – και από το μετερίζι μου τα έχω περιγράψει πολλές φορές ως τώρα.

Μόνο ένα ερώτημα έχει απομείνει να κάνει κανείς: Μπορεί να το λέει πια κανείς αυτό «δημοσιογραφία»;

Πριν από καιρό, στην Κρήτη αν δεν απατώμαι, στους σεισμούς, τηλεοπτικό κανάλι έπαιρνε συνέντευξη από μία κυρία που εξέφραζε την αγωνία και την αγανάκτησή της γιατί το κράτος δεν είχε φροντίσει να τους περιθάλψει ως όφειλε. «Τι είμαστε εμείς» έλεγε η συνεντευξιαζόμενη, «λαθρομετανάστες είμαστε;»

Ομολογώ ότι μου άφησε ένα σημάδι όλο αυτό. Μία σκέψη, που λίγο-λίγο μεγάλωνε, έπιανε έναν χώρο υπαρκτό, ήταν κάτι ανάμεσα σε μία θλίψη και μία αποκάλυψη, μία σύνδεση που έπρεπε να γίνει, και, κυρίως, έπρεπε να ειπωθεί.

Τι είμαστε εμείς, λαθρομετανάστες είμαστε

Είχα δουλειές, τρεξίματα, έμεινε πίσω όλο αυτό. Γράφω σαφώς σπανιότερα πια, άλλη φορά θα αναλύσουμε γιατί, και έτσι δεν μου τριβέλιζε το μυαλό τόσο, όσο να γραφτεί κείμενο αποκλειστικά γι’ αυτό. Πριν λίγο καιρό όμως όμως, μία άλλη τηλεοπτική παρουσία, ξύπνησε αυτήν την ξεχασμένη διαδικασία και την ταξίδεψε τα τέσσερα-πέντε μέτρα που χρειαζόταν για να γίνει από σκέψη, γραπτό κείμενο:

Η Ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ, πήρε τον λόγο στην κοινή συνέντευξη τύπου για την επίσκεψη του Ολλανδού πρωθυπουργού και ρώτησε (και τους δύο, αλλα κυρίως) τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τα pushbacks, τις επαναπροωθήσεις που κάνει η Ελλάδα των μεταναστών στην Τουρκία. Το ύφος της ήταν δεικτικό, το «γιατί ψεύδεστε» προς τον πρωθυπουργό άναψε τα αίματα, και, ο,τι ακολούθησε μετά από αυτό, είναι καταγεγραμμένο.

Καταγεγραμμένη όμως, είναι και η αντίδραση μετά το συμβάν. Όσοι θεωρούν πως η Ελλάδα συμμετέχει σ’ αυτήν την (εξόχως παράνομη) διαδικασία και το αποκρύπτει, όσοι θεωρούν πως η δημοσιογραφία σκεπάζει με προσοχή κάθε αντίστοιχη αναφορά – βρήκαν την ηρωίδα τους. Όσοι, από την άλλη πλευρά, υπερασπίζονται την κυβέρνηση, θεώρησαν την ενέργεια της δημοσιογράφου από άστοχη έως επιθετική, και εστίασαν εκεί.

Ταυτόχρονα όμως σχεδόν, η ειδησεογραφία ασχολήθηκε και με μία ακόμα είδηση – την πολύ προβληματική, εξόχως επικίνδυνη έλλειψη φροντίδας στα νοσοκομεία, είτε Covid είτε απλών περιστατικών που, παρά την σοβαρή υγειονομικά κατάσταση της χώρας, από ότι φαίνεται, αφήνει τον κόσμο να αναρρώνει(;) σε ράντζα.

Pushbacks, εμείς που δεν είμαστε λαθρομετανάστες, και ράντζα. 

Υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτήν την σύνδεση – μία προτροπή. Πρόθεσή μου δεν είναι να μαλώσω κανέναν (όχι, ούτε την κυρία που διαμαρτύρεται) αλλά περισσότερο να εξηγήσω ένα γεγονός, να φωτίσω κάτι που σε μένα φαίνεται απολύτως λογικό, σχεδόν αδιανόητα ξεκάθαρο:

Το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Είναι, -αναρωτιέμαι φωναχτά τώρα- είναι ποτέ δυνατόν μία κυβέρνηση που κάνει pushbacks, ή που φυλακίζει ανθρώπους για χρόνια που δεν έκαναν τίποτα κακό σε άθλιες, απαράδεκτες συνθήκες, είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να έχει ανθρώπινο πρόσωπο αλλού;

Είναι ποτέ δυνατόν, όταν η δημοσιογραφία και οι πολίτες, είτε αποδέχονται, είτε επιδοκιμάζουν, είτε απλώς αδιαφορούν σε όλα αυτά, είναι ποτέ δυνατόν να περιμένουν όντως διαφορετική αντιμετώπιση στην δική τους ανάγκη;

Αλήθεια;

Όταν φέρεσαι ρατσιστικά ως κυβέρνηση, όταν ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε «αδιάφορο αν θα πεθάνουν» και «πολύ σημαντικούς», το κάνεις κόβοντας ένα νήμα, αυτό που σε συνδέει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με την ανθρωπιά – και το κόβεις δια παντός. Είναι αδύνατον να το ξαναβρείς. Δεν γίνεται. Σαν το κορδόνι του παραμυθιού, αν κοπεί, δεν θα βρεις ποτέ ξανά το σπίτι σου. Οι άνθρωποι μπήκαν στο ζύγι. Όποιο κι αν είναι αυτό το ζύγι, «Ξένοι» versus «Ελλήνων», «Μουσουλμάνοι» versus «Χριστιανών», «Μαύροι» versus «Λευκών», «Παράνομοι» versus «Νόμιμων» – από την στιγμή που βάζεις σε μία ζυγαριά την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, από την στιγμή που την συγκρίνεις, παύει να έχει σταθερή, παγκόσμια αξία, έχει μόνο βάρος.

Και, το κακό με το βάρος, είναι πως είναι μία μονάδα μετρήσιμη. Πάντα, πάντα, ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει κάτι πιο βαρύ. Πάντα. Δεν μετράς πια ανθρώπους, μετράς βάρη. Σήμερα, είσαι τυχερός, είναι οι ξένοι. Αύριο όμως; Όταν τελειώσουν οι ξένοι; Κάποια στιγμή θα έρθει και η δική σου σειρά. Αύριο θα είσαι εσύ.

Και, το ακόμα μεγαλύτερο κακό με αυτήν την διαδικασία, είναι πως επιτρέπεις σε κάποιον να ζυγίζει τι είναι πιο σημαντικό. Του δίνεις εξουσία πάνω στην ζωή και στον θάνατο, στην επιβίωση και την φρίκη, του δίνεις το δικαίωμα να επιλέξει. Και, αυτός που επιλέγει, ως άνθρωπος κι αυτός, για ένα πράγμα μπορείς να είσαι σίγουρος: δεν θα επιλέξει τον εαυτό του.

Ποτέ.

Άκουσες ποτέ σκούρο ρατσιστή να λέει «εμείς οι μαύροι πρέπει να πεθάνουμε»; Όχι, και ούτε θα το ακούσεις ποτέ. Ο ρατσιστής ποτέ δεν θα αντιληφθεί τον εαυτό του ως τον πιο αδύναμο κρίκο. Πάντα, πάντα πάντα θα θεωρεί πως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιον με τον οποίο θα συγκριθεί.

Χμμμναι, αυτό βγάζει νόημα – αν την σύγκριση την κάνεις εσύ. Αν όμως επιτρέψεις σε κάποιον άλλον να κάνει την σύγκριση, μπορεί σήμερα να σε βρει πιο σημαντικό, μα δεν είναι δεδομένο πως θα το κάνει και αύριο. Του έδωσες την εξουσία να ζυγίζει, άρα ο ίδιος θα είναι πάντα πιο σημαντικός από οτιδήποτε. Και από σένα.

«Δεν είμαστε λαθρομετανάστες, για να μας συμπεριφέρονται έτσι». Μία δήλωση από έναν άνθρωπο που ανακάλυψε πως το ζύγι το έχει άλλος, πως δεν είναι πια ο πιο σημαντικός, πως πάντα θα υπάρχει κάποιος πιο βαρύς, πιο σπουδαίος. Το σχοινί κόπηκε, η ελπίδα να ξαναβρεις το σπίτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εξανεμίστηκε, τώρα είσαι ανυπεράσπιστος στο δάσος με λύκους που τους ακόνισες εσύ τα δόντια τους. Και κάπως έτσι, δεν υπάρχουν λεφτά για καταλύματα και παροχή βοήθειας γιατί πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, δεν περισσεύουν για σένα πια ΜΕΘ, αλλά για κάποιον πιο σημαντικό, δεν αγοράζονται πια ΜΕΘ και προσωπικό, αλλά τα χρήματα πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, κάπως έτσι πεθαίνεις σε ένα ράντζο γιατί κάποιος άλλος σε ζυγισε σκάρτο. Κάπως έτσι είσαι ο Ινδαρές και σε βρίζουν και σένα και τα παιδιά σου οταν σε βαρέσουν, κάπως έτσι είσαι ένας περαστικός στην Νέα Σμύρνη και σου φυτεύουν διαθέσεις προθέσεις και δολοφονικές απόπειρες, κάπως έτσι αναρωτιέσαι γιατί ως πυροσβέστης να σε ψεκάζουν με αύρες και να σου κόβουν δάχτυλα.

Και κάπως έτσι θα ακούσεις ότι είσαι «ρεμάλι», «άχρηστος», «επικίνδυνος», «αδιάφορος», «αχάριστος». Όπως ακριβώς περιέγραψαν την δικαιολογία τους σε σένα όταν σκότωναν άλλους, έτσι ακριβώς θα περιγράψουν τον λόγο που θα δολοφονούν την δική σου ελπίδα, στους υπόλοιπους. Και όσο εσύ τους δικαιολόγησες τότε, ή αδιαφορούσες για την αδικία, τόσο θα τρελαίνεσαι που οι άλλοι θα αποδέχονται την αδικία εις βάρος σου με αντίστοιχες, ψευδέστατες δικαιολογίες. Θα ακούγονται όλα αυτά τόσο γνώριμα, πράγματι. Και θα είναι.

Αυτό το παιχνίδι είναι σκληρό – αλλά οι κανόνες του είναι ξεκάθαροι. Αν όταν κοπεί το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας το επιτρέψεις, αν δεν φωνάξεις, αν δεν ουρλιάξεις όταν συμβεί στον πιο ασήμαντο από σένα, το suid game ξεκίνησε. Στο τέλος θα μείνει ένας, και, σου το υπογράφω, δεν θα είσαι εσύ. 

Τι αξία έχει ένας λαθρομετανάστης; Τι αξία έχει ένας ανώνυμος φυλακισμένος; Τι αξία έχει ένας βρώμικος ζητιάνος; Τι αξία έχει ένας εξορισμένος και βασανισμένος κομμουνιστής, ένας χτυπημένος από την αστυνομία αναρχικός, ένας λοιδωρημένος γκέι, ένα παρατημένο στον δρόμο πρεζόνι, ένας ταλαιπωρημένος φτωχός;

Αυτοί είναι το νήμα της αξιοπρέπειας. Αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι, μπορούν να σε οδηγήσουν στο σπίτι της ανθρωπιάς σου.

Ένας να φύγει, σε έναν να επιτρέψεις να αποφασίσει ποιος αξίζει και ποιος όχι, το νήμα κόπηκε

Τουλάχιστον μην ξαφνιαστείς μετά.

Όπως πάντα, κατ’ αρχάς η είδηση:

Στο Ηράκλειο Κρήτης ξαφνικά χτυπά ένα κύμα σεισμών – δεκάδες κάθε μέρα, με μέγιστο έναν σεισμό 5,8 με 20 περίπου χιλιόμετρα εστιακό βάθος. Η ένταση αλλά και το βάθος καταστρέφουν σπίτια που είναι χτισμένα πολλά χρόνια πριν, ερημώνονται χωριά, τραυματίζονται άνθρωποι, ένας άτυχος άνθρωπος καταπλακώνεται και πεθαίνει. Ο αριθμός των μη κατοικήσιμων σπιτιών πλησιάζει σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις τα χιλία.

Ήδη από τα πρώτα βράδια, οργανώνεται μία προσπάθεια να φιλοξενηθούν οι άνθρωποι χωρίς σπίτια σε σκηνές, που φέρνει (αν δεν κάνω λάθος) ο στρατός. Σκηνές χωρίς πάτωμα, πολύ ευάλωτες στον αέρα και στο κρύο (ευτυχώς ο καιρός ήταν αρχικά καλός) και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια (ζητούσαν, λένε οι καταγγελίες από τους άστεγους να φέρουν δικά τους στρώματα και σεντόνια-κουβέρτες) σύντομα γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση, ειδικά αν χαλάσει ο καιρός.

Έτσι, γίνονται ενέργειες να κοιμηθούν οι άνθρωποι σε κλειστούς χώρους, όπως το κλειστό του μπάσκετ της περιοχής.
Όμως, ζούμε σε περίοδο πανδημίας. Έτσι, αποφασίζεται πως δεν μπορούν να μπουν όλοι οι άνθρωποι στον κλειστό αυτόν χώρο: Η πρόσβαση περιορίζεται μόνο στους εμβολιασμένους που θα κάνουν rapid τεστ. 

«Οι οδηγίες που υπάρχουν αναφέρουν ότι σε ένα κοινό χώρο δεν μπορεί να μπει μεικτός πληθυσμός ακόμα και σε αυτές τις ειδικές συνθήκες. Αυτή τη στιγμή αυτό που έχει ειπωθεί είναι πως στο κλειστό θα είναι αρχικά εμβολιασμένοι με rapid test», αναφέρει μιλώντας στο cretapost ο αντιπεριφερειάρχης δημόσιας υγείας και κοινωνικής πολιτικής, Λάμπρος Βαμβακάς.

Ο μόνος τρόπος για να μπει ένας ενήλικας σε κλειστό, προστατευμένο χώρο, θα είναι να κάνει το μονοδοσιακό εμβόλιο. Αλλιώς, θα πρέπει να περιμένει, μέχρι να οργανωθεί η φιλοξενία σε ξενοδοχεία κλπ, όπου δεν θα υπάρχει πια αυτός ο περιορισμός.

Αυτή είναι η είδηση, αν έχω λάθος, το διορθώνω.

Πάμε τώρα και στην σκέψη μου.

~

Η διαχείριση της πανδημίας, κατ’ εμέ (όπως έχω επαναλάβει και στο παρελθόν) ειδικά από ένα σημείο και μετά, έγινε εγκληματική. Θεωρώ πως, λόγω ακριβώς της αδυναμίας να λύσουμε το πρόβλημα που έχει προκύψει, από το κράτος γίνονται διαρκώς κινήσεις που θα τις έλεγε κανείς υποκριτικές, καθώς, όταν οι βάσεις με τις οποίες αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα είναι επί τούτου λάθος λόγω συγκεκριμένων επιλογών, προφανώς και οι λύσεις που θα προταθούν θα έχουν σοβαρά προβλήματα.

Τι έχουμε εδώ;

Μία επείγουσα κατάσταση, στην οποία το πρωταρχικό μέλημά μας είναι να προστατέψουμε τους πολίτες, καταλήγει σε μία ανεκδιήγητη παρωδία:

Οι άνθρωποι θέλουν στέγη, για να προστατευτούν. Οι εμβολιασμένοι εξ αυτών, μπορούν να καλυφθούν από την βροχή. Οι ανεμβολίαστοι, όχι, θα μείνουν σε απαράδεκτες σκηνές χωρίς πάτωμα. Οι ανεμβολίαστοι που θα κάνουν το εμβόλιο, ναι. Βέβαια, το εμβόλιο χρειάζεται λίγο χρόνο μέχρι να δράσει, πιθανόν περισσότερο από την επείγουσα κάλυψη από την βροχή ή το κρύο, αλλά ας το προσπεράσουμε. Και βέβαια, ένας άνθρωπος για να κάνει ένα εμβόλιο είναι φρόνιμο να έχει συνεννοηθεί με τον γιατρό του, ειδικά αν έχει άλλα προβλήματα – όχι να το κάνει εκβιαστικά για να βρει στέγη αλλά – ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως επίσης ας προσπεράσουμε ότι στους εμβολιασμένους γίνεται rapid test, ένα τεστ που δεν προκρίνεται για τους ανεμβολίαστους συνανθρώπους μας, ίσως γιατί δεν είναι απολύτως ακριβές – αλλά ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως, πχ, είναι καλύτερα να προσπεράσουμε ότι για να ταξιδέψει κανείς με ένα λεωφορείο από και προς τα εκεί, κλεισμένος σε ένα κουτί με άλλους ανθρώπους, μπορεί να το κάνει ακόμα και αν είναι ανεμβολίαστος – αρκεί να έχει κάνει το rapid τεστ – εκείνο που δεν ήταν απολύτως ακριβές, ή ακόμα και ένα self test, που αυτό κι αν δεν είναι ακριβές, αλλά μ’ αυτό αρκεί για να στείλουμε παιδιά στο σχολείο μας. 

Βλέπετε τον παραλογισμό; 

Κάπου εδώ, καλό είναι να μην παρεξηγηθώ: προσωπικά είμαι εμβολιασμένος, είμαι υπέρ του εμβολιασμού, πιστεύω στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα, και ακολουθώ όχι μόνο τις επιταγές της, αλλά και την κοινή λογική: παρότι εμβολιασμένος, συνεχίζω να κάνω τεστ, καθώς είναι σαφές ότι μπορώ και να νοσήσω, και να μεταδώσω τον ιό.

Αυτή όμως η διαχείριση, με βοηθά να εντοπίζω και τους παραλογισμούς όπου τους συναντώ. Πχ, τα προληπτικά τεστ που κάνω για να προστατέψω όχι μόνο εμένα, αλλά και τους γύρω μου τα κάνω με δικά μου έξοδα πια αφού το κράτος αρνείται να με προστατέψει δωρεάν. Πχ μπορώ να μπω σε ένα λεωφορείο για να πάω στην δουλειά μου, μαζί με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν όμως δικαίωμα σε δωρεάν τεστ, ειδικά αν είναι ανεμβολίαστοι – οι οποίοι -σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία-  και νοσούν περισσότερο, αλλά, κυρίως, και κουβαλούν μεγαλύτερο ιικό φορτίο!

Τι νόημα έχει να αφαιρέσω ειδικά από αυτούς τους ανθρώπους που είναι ανεμβολίαστοι την δωρεάν προληπτική εξέταση; Είναι παρανοϊκό, ειδικά αυτοί οι άνθρωποι που είμαστε βέβαιοι πως έχουν μεγαλύτερο ιικο φορτίο και ασθενούν πιο βαριά, εφόσον είναι δικαίωμά τους να μην εμβολιαστούν, πρέπει να έχουν περισσότερα διαθέσιμα εύκολα και δωρεάν τεστ!

«ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΟΥΝ;!» …Πριν θυμώσετε μαζί μου για αυτήν την έκφραση, σκεφτείτε το εξής: υπάρχουν αυτήν την στιγμή, ορισμένες ομάδες υποχρεωτικού εμβολιασμού. Είναι οι ομάδες που το κράτος θεωρεί πως είναι υποχρεωμένοι να εμβολιαστούν, για όποιους λόγους, δεν έχει σημασία αυτήν την στιγμή στην ανάλυση της σκέψης μου. 

Οι υπόλοιποι, έχουμε την ελευθερία να εμβολιαστούμε. Παρέχεται δωρεάν από τον κράτος, γίνεται αυστηρή σύσταση, ναι, με επιχειρήματα (συνήθως, όχι μόνο), ναι αλλά (εκτός από αυτές τις ομάδες) κανείς δεν υποχρεούται να εμβολιαστεί

Αυτή η ελευθερία, είναι, ή θα έπρεπε να είναι, δεδομένη. Όταν δεν είναι, δεν είναι ελευθερία.

Και πάμε στο επόμενο παράδειγμα που θα χρησιμοποιήσω, που μοιάζει κατ’ αρχάς άσχετο – αλλά θα αντιληφθείτε τον συλλογισμό μου:

Η Μπρίτνευ Σπίαρς μόλις κέρδισε μία δίκη. Η δίκη αυτή αφαιρεί από τον πατέρα της τον αποκλειστικό έλεγχο που είχε επάνω της – επειδή (και το εκλαϊκεύω, χάρην της συζήτησης, είναι ασφαλώς πιο περίπλοκο) «δεν είχε σώας τας φρένας». 

Το δικαστήριο δεχόταν ότι η τραγουδίστρια μπορούσε να τραγουδήσει, να βγάλει χρήματα από αυτό – αλλά δεν μπορούσε να διαχειριστεί μόνη της τα κέρδη της δουλειάς της, που θα έμενε και τι θα έκανε. Για όλα αυτά, έπρεπε να πάρει την άδεια του πατέρα της.

Όταν κέρδισε την δίκη, και την ελευθερία της (όχι ακριβώς, είναι πιο περίπλοκο είπαμε, το εκλαϊκεύω) από τα πρώτα πράγματα που έκανε, ήταν να εμφανιστεί «γυμνή» στο instagram…

…Και ακολούθησε ένας χαμός: ο κόσμος αντέδρασε, κυρίως λέγοντάς της «αν θέλεις να κερδίσεις και τις επόμενες δίκες, καλό θα ήταν να μην συμπεριφέρεσαι έτσι». 

«Είσαι ελεύθερη», δηλαδή «αλλά όχι να κάνεις ο,τι θέλεις».

Προφανώς, υπάρχουν νόμοι και κανόνες – δεν μιλάω γι’ αυτούς. Δεν είναι ελεύθερη να σκοτώσει πχ έναν άνθρωπο, θα απολογηθεί, και αν δεν ήταν αποδεδειγμένα δικαιολογημένη, πχ εν αμύνη, θα πάει φυλακή – δεν συζητάμε αυτό.

Δεν είναι όμως παράνομο να εμφανιστεί καποιος γυμνός στο instagram. Είναι μία ελευθερία που την έχουμε όλοι – όλοι, εκτός πχ από την Μπρίτνευ, η οποία αν το κάνει, αποδεικνύει έτσι ότι μάλλον δεν ήταν καλό που της δώσαμε την ελευθερία της.

Και τώρα προφανώς, δεν μιλάμε για την Μπρίτνευ και το αν θα δείξει το κορμί της στα social, και αν κάποιοι θα συμφωνήσουν ή θα διαφωνήσουν μ’ αυτό. Τώρα μιλάμε για ανθρώπους που πρέπει να προστατευτούν, στην σημερινή, ή στην αυριανή μεγάλη καταστροφή, για ανθρώπους που βλέπουν να έχουν άλλα δικαιώματα από τον διπλανό τους, και άλλες υποχρεώσεις.

Όπως πχ μιλάμε για ανθρώπους που βρίσκονται στις φυλακές (είτε των δομών, είτε τις δικές μας) και δεν πάει κανείς να τους εμβολιάσει, ή να τους δώσει αρκετό χώρο να έχουν τις αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους.

Όσο δεν είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, κάθε άνθρωπος που είναι στην ευθύνη αυτής της χώρας, είτε φυλακισμένος, είτε ελεύθερος, είτε εμβολιασμένος, είτε όχι, πρέπει να έχει -αφού έχει την ελευθερία να επιλέξει- τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τον διπλανό του. 

Ελευθερία σημαίνει ελευθερία. Είναι παράλογο πχ να επιλέγουμε τους αποδεδειγμένα πιο ευάλωτους από εμάς και να τους τιμωρούμε στερώντας τους με οικονομικά κριτήρια τον έλεγχο της υγείας τους γιατί έκαναν χρήση της ελευθερίας που οι ίδιοι τους δώσαμε. Αν όλοι οι άνθρωποι (και δεν λέω σωστά ή όχι, είναι τελείως άλλη κουβέντα) έχουν δικαίωμα να είναι ανεμβολίαστοι, τότε έχουν δικαίωμα όλοι να προστατευτούν από την βροχή. Αν τους στερούμε αυτό το δικαίωμα, αν πιστεύουμε ότι δικαιωματικά κάποιοι πρέπει να βραχούν, απολύτως εκδικητικά, τότε αποδεικνύουμε ότι οι σκέψεις ήταν λάθος, οι προτεραιότητές μας επίσης, και πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή να σκεφτόμαστε διαφορετικά.

Άποψή μου, και κρίνομαι γι’ αυτήν.

Έχω ξανααναφερθεί στον Κώστα Βαξεβάνη κάποιες φορές – και στην κατάσταση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα ακόμα περισσότερες. Η πιο αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση της οικονομικής δολοφονίας του, όπου ως εκδότης καταγγέλλει πως ο πρωθυπουργός έχει επικοινωνήσει με διαφημιζόμενους για να τους αποτρέψει από το να διαφημιστούν στην εφημερίδα του (εκτός από το να φροντίζει η ίδια η κυβέρνηση να τον ξεχωρίζει από το σύνολο σχεδόν των υπολοίπων ΜΜΕ στην κρατική διαφήμιση) – και το ίδιο σχεδόν σύνολο της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, τηλεοπτικός, έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος, αγνοεί επιδεικτικά μία τόσο σοβαρή καταγγελία.

Μια καταγγελία που θα όφειλε να στείλει κάποιον στην φυλακή – είτε τον πρωθυπουργό, αν όντως συμβαίνουν αυτά που καταγγέλλονται, είτε τον ίδιο, αν ψεύδεται ή δεν μπορεί να υποστηρίξει τις καταγγελίες του.

Εδώ όμως, η δημοσιογραφία κατάφερε, γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, να κατέβει ακόμα ένα (και ίσως όχι μόνο ένα) σκαλί πιο κάτω. Γιατί εδώ δεν μιλάμε για την (ένοχη) σιωπή στην οικονομική δολοφονία του – εδώ μιλάμε για την φυσική του εξόντωση. 

Μιλάμε για την δολοφονία του Κώστα Βαξεβάνη.

~

Ο Κώστας Βαξεβάνης, την Παρασκευή 23 Απριλίου μέσω του δικτυακού του τόπου, ενημέρωσε το κοινό του για μία σειρά από γεγονότα, τα οποία θεωρεί ότι συνδέονται άμεσα – και θέτουν σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα. 

– Στις 6/4 εκδότης, μαζί με έναν δημοσιογράφο του, συνάντησαν και μίλησαν επί μία ώρα με κάποιον, που τον ενημέρωσε πως έχει πληροφορίες ότι κάποιος ΜΦ (κατονομάζεται στο άρθρο) είχε ζητήσει από δολοφόνο να προβεί σε τρία χτυπήματα: ένα (ψεύτικο) χτύπημα στο σπίτι του, και δύο δολοφονίες δημοσιογράφων, ο ένας εκ των οποίων δεν κατονομάζεται («δεν θυμάται» ο πληροφοριοδότης) ενώ ο άλλος ήταν ο ίδιος ο Βαξεβανης.

Ο Βαγγέλης Τριάντης, ο δημοσιογράφος που ήταν μαζί με τον Βαξεβάνη, ατύπως ενημερώνει την Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Αθηνών, Σωτηρία Γεωργακοπούλου. Ταυτόχρονα ενημερώνονται οι δικηγόροι του (δεν αναφέρει πόσοι είναι) και άλλοι δύο δημοσιογράφοι. Συνολικά δηλαδή, την πληροφορία γνωρίζουν ήδη την ημέρα της καταγγελίας ο εκδότης, τρεις δημοσιογράφοι, μία εισαγγελέας (που κατονομάζεται), και οι δικηγόροι  – σύνολο τουλάχιστον έξι άτομα. 

– Τρεις ημέρες μετά, στις 9/4 δολοφονείται ο δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ.

– Στις 16/4 οι αστυνομικοί σταματούν για έλεγχο δύο ανθρώπους που διαφεύγουν πυροβολώντας με καλάσνικοφ προς τους αστυνομικούς.

– Την ίδια ημέρα, 16/4 ο Κώστας Βαξεβάνης καταγγέλλει πως άγνωστος προσπάθησε να μπει στα γραφεία της εφημερίδας Documento.

– Μία ημέρα μετά, στις 17/4, άγνωστος «γαζώνει» το σπίτι του ΜΦ με καλάσνικοφ χωρίς να πετύχει τίποτα άλλο εκτός από το κουβούκλιο και τον τοίχο του σπιτιού του.

– Στις 23/4 ο Βαξεβάνης ενημερώνεται από «σοβαρή πηγή» πως οι δύο ένοπλοι που διέφυγαν του ελέγχου με πυροβολισμούς, ήταν οι ίδιοι που είχαν αναλάβει το συμβόλαιο θανάτου, και ο Κώστας Βαξεβάνης δημοσιεύει την υπόθεση.

Ωραία ως εδώ; Είναι η υπόθεση όπως την παρουσίασε ο Κώστας Βαξεβάνης, χωρίς καμία δική μου παρέμβαση. Πάμε τώρα στο πως βλέπω τα πράγματα.

~

Κατ’ αρχάς, αυτή η ιστορία έχει έξι τουλάχιστον μάρτυρες. Έξι άνθρωποι έμαθαν ότι θα συμβούν πράγματα μέχρι και δέκα ημέρες πριν συμβούν. Ένα εκ των οποίων, ήταν μία δολοφονία. Ένα δεύτερο, μία επίθεση σε ένα σπίτι – ψεύτικη, ή αληθινή-. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να καταθέσουν ότι τα γνώριζαν από την κατάθεση του πληροφοριοδότη πριν γίνουν – και μία εξ αυτών δεν ανήκει στον δημοσιογραφικό κύκλο του Βαξεβάνη, ούτε έχει έμμισθη σχέση μαζί του – αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι εκ θέσεως είναι μία από τις πιο αξιόπιστες μάρτυρες.

Κατα δεύτερον, αυτή η υπόθεση έχει μία δολοφονία δημοσιογράφου. Αν και δεν είναι απολύτως σαφές ότι ο Καραϊβάζ είναι το δεύτερο θύμα καθώς δεν κατονομάζεται, εκ των πραγμάτων, επηρεάζει μία υπόθεση που έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών. Ο δημοσιογραφικός κόσμος έχει (σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας) ασχοληθεί και αναζητήσει πληροφορίες για το θέμα. 

Τρίτον, μία μόνο ενέργεια από αυτές που είχαν εξαρχής αναφερθεί, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί: η δολοφονία του δεύτερου δημοσιογράφου.

Αυτά τα τρία, όταν μαζευτούν δίνουν ένα πολύ εκρηκτικό μίγμα: Ένας δημοσιογράφος, με μάρτυρες, ισχυρίζεται ότι, γνώριζε πως αποτελεί στόχο, πως κάποιος ακόμα (άγνωστος τότε) δημοσιογράφος επίσης αποτελεί στόχο δολοφονικής επίθεσης, και πως συνδέονται τουλάχιστον η δική του απόπειρα δολοφονίας του με «ψεύτικο» χτύπημα. 

Και πως αντιδρά το σύνολο σχεδόν της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα; Αγνοεί σε όλα τα επίπεδα την είδηση.

Όσο και αν ακούγεται απίστευτο, η μόνη αναφορά στις καταγγελίες για συμβόλαιο δολοφονίας συναδέλφου τους που κάνουν έντυπος, ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός και ηλεκτρονικός τύπος, είναι όταν η κυβέρνηση δηλώνει ότι αναλαμβάνει την έρευνα. Εν πολλοίς, έχουν μία δήλωση για μία έρευνα που επίκειται, χωρίς να έχουν αναφερθεί στο συμβάν που ερευνάται – ή έχουν την καταδίκη της ΕΣΗΕΑ, ή την μήνυση του ΜΦ στον εκδότη, χωρίς να έχει αναφερθεί πιο πριν το γιατί μηνύεται!

Θυμίζω: μία υπόθεση που έχει, όχι μόνο μία καταγγελία για απόπειρα δολοφονίας, αλλά δύο συμβάντα ακόμα που μπορούν να συνδέονται, το ένα εκ των οποίων είναι μία εκτελεσμένη δολοφονία δημοσιογράφου!

Το τρίτο μέρος αυτού του άρθρου μου είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα, και θα προσπαθήσω να το γράψω όσο πιο ήρεμα μπορώ.

~

Να σας πω τι συμβαίνει όταν ενενήντα εννέα δημοσιογράφοι παίρνουν λεφτά από κάποιον – και ένας δεν παίρνει; Οι ενενηνταεννέα καταγγέλουν αυτόν που ξεχώρισε τον έναν συνάδελφό τους. Ενημερώνουν τους αναγνώστες τους, αναρωτιόνται για ποιον λόγο τον ξεχώρισε, εξετάζουν τις προθέσεις και τις θέσεις των δύο πλευρών, και, αν χρειαστεί, παίρνουν θέση. 

Να σας πω όμως τι συμβαίνει όταν οι ενενηνταεννιά αποκρύπτουν τελείως την πληροφορία από τους αναγνώστες τους; Εκατό στερούν λεφτά από έναν. Περισσότερα λεφτά γι’ αυτούς, και πλήρης κάλυψη στον ευεργέτη τους.

Τώρα, να σας πω τι γίνεται όταν ενενήντα εννέα δημοσιογράφοι αποκρύπτουν ότι ένας συνάδελφός τους καταγγέλει ότι στο όνομά του υπάρχει, με στοιχεία, ένα συμβόλαιο θανάτου;

Ένας δρόμος, όχι μόνο αυτός της δημοσιογραφίας αλλά και της ανθρωπιάς, είναι να ασχοληθούν με τις καταγγελίες του. Να κρίνουν τα λεγόμενά του. Να ερευνήσουν όσα καταγγέλει. Να τον καταγγείλουν με την σειρά τους αν ψεύδεται, να σταθούν δίπλα του αν τα στοιχεία του έχουν βάση. Όχι επειδή τον συμπαθούν, αλλά είτε γιατί δεν θέλουν να βρεθούν στην θέση του, είτε γιατί δεν θέλουν να σωπάσει η δημοσιογραφία με σφαίρες, είτε γιατί ακουν την ψυχή της δημοσιογραφίας, όπου όλα δημοσιεύονται και όλα κρίνονται – κάνουν το καθήκον τους.

Ο άλλος δρόμος, είναι να μην ενημερώσουν κανέναν. Είτε γιατί πιστεύουν ότι αυτοί δεν θα βρεθούν στην θέση του (αλήθεια, πως το ξέρουν αν δεν ξέρουν ποιος είναι ο θύτης;) είτε γιατί κι αυτοί τον θέλουν νεκρό.

Όταν ενενήντα εννιά δημοσιογράφοι αποκρύπτουν απ’ το κοινό ότι ένας συνάδελφός τους κινδυνεύει από κάποιον, τότε εκατό άνθρωποι θέλουν να τον σκοτώσουν.

Ο Κώστας Βαξεβάνης δημοσιοποίησε την ιστορία του για να σωθεί. Η ενημέρωση του κοινού θα λειτουργούσε, και ελπίζω ειλικρινά πως λειτούργησε όντως, ως ασπίδα. Για να σκοτώσεις κάποιον δεν είναι ανάγκη να σηκώσεις το όπλο – μπορείς απλώς, για λίγο, να θολώσεις τα μάτια των περαστικών, να κάνεις τα στραβά μάτια. 

Να κατεβάσεις την πένα.

Στην ταινία Σέρπικο, ο εξοβελισμένος αστυνομικός, ο απόκληρος, που δεν πηγαίνει με την κατεύθυνση των συναδέλφων του, έχει την τύχη του προδότη – χειρότερη από αυτή του εχθρού. Δεν τον σκοτώνουν οι επίορκοι συνάδελφοί του, δεν του χαρίζουν καν αυτήν την τιμή να τον αντιμετωπίσουν ως εχθρό και να απολογηθούν για τις πράξεις τους – απλώς, την κατάλληλη στιγμή, δεν τον προστατεύουν. Κάνουν τα στραβά μάτια. Είναι μόνος του, απέναντι στους χειρότερους εφιάλτες του. Δεν χρειάζεται να κρατήσει πολυ – ένας πυροβολισμός, και όλοι θα σταθούν δίπλα του μετά, στο φέρετρο, όπως αρμόζει σε έναν ήρωα που πέθανε στο καθήκον.

Όταν εσύ ως δημοσιογράφος κατεβάσεις για λίγο την πένα, όταν κάνεις τα στραβά μάτια, η ασπίδα χάνεται. Ο δημοσιογράφος είναι πια μόνος του. Ο δολοφόνος θα κάνει ανενόχλητος την δουλειά του, και, όταν τελειώσει, μπορείς να την ξαναπιάσεις με πυγμή για να δηλώσεις πόσο συγκλονισμένος είσαι, και παρότι ήσασταν ορκισμένοι εχθροί, η δημοσιογραφία είναι πάνω από όλα και σας ενώνει όλους στην οδύνη.

Αν το κάνεις αρκετά νωρίς δε, δεν θα ξοδέψεις και μελάνι – μια χαρά μπορείς να γράψεις τον επικήδειό του με το αίμα του.

Βαρέθηκα.

Βαρέθηκα να ξυπνάω κάθε πρωι, με την αγωνία αν ο Κουφοντίνας άντεξε, ή πέθανε καθώς περίμενα ένα θαύμα.

Βαρέθηκα να κοιτάω στο twitter, τους όλο και περισσότερους να αγωνιούν μαζί μου, και τους όλο και περισσότερους, ακόμα και ανθρώπους που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση, να τον μισούν και να τον βρίζουν.

Βαρέθηκα.

Το λήγω τώρα: Ο Κουφοντίνας είναι νεκρός. Πέθανε, η καρδιά του δεν άντεξε, το σώμα του έφαγε τον εαυτό του, όλα έληξαν, καμμία ελπίδα, καμμία υποψία θαύματος, το κράτος επέμεινε, κέρδισε, θα θαφτεί κάτω από δύο μέτρα γη, τα σκουλίκια δεν θα βρουν καν τι να φάνε, το λήγουμε εδώ, έληξε, πέθανε. Τέλος.

Και γιατί όχι;

Γιατί – σκατά – όχι;

Εγώ προτείνω να τον ξεχάσουμε. Να μην μπουμε καν στον κόπο να τον θάψουμε. Ένας θάνατος σε αργή κίνηση, μία καρδιά που σταματά πενήντατόσες φορές μπροστά μας, τι νόημα έχει ο επικήδειος;

Για ποιον άλλωστε είναι ο επικήδειος;

Ορίστε, πέθανε.

Τι, μας ήρθε να κλάψουμε; Για ποιον, για τον Κουφοντίνα; Θα μας λείψει; Θα νιώσουμε κάποια απώλεια; χάσαμε κάτι;

Εγώ λέω να τον βρίσουμε. Και εμείς, μαζί με τους δήμιούς του. Ένα κάθαρμα, ένας δολοφόνος έντεκα ανθρώπων, ένα τέρας, ένας βιαστής της δημοκρατίας μας. Ενας εκβιαστής που θα οδηγήσει εκατοντάδες μαλακισμένα να εκδικηθούν τον θάνατό του, βιάζοντας κι αυτά την δημοκρατία μας, που δεν εκβιάζεται, που δεν τρομοκρατεί, που δεν δολοφονεί – εκτός από αυτούς που πραγματικά το αξίζουν.

Τρίχες.

Δεν υπάρχει νεκρός εδώ. Δεν χρειάζεται επικήδειος, γιατί δεν πέθανε κανείς που να έχει αξία. Ούτε ο Κουφοντίνας είχε καμιά αξία, ούτε η δημοκρατία μας είχε καμία αξία, ούτε η δικαιοσύνη είχε καμιά αξία, ούτε τίποτα. Κι αυτά, σε αργή κίνηση, χρόνια τώρα, έχουν πεθάνει, έχουν βρωμίσει, όσο και αν φωνάζω ή διαμαρτύρομαι τόσο καιρό.

Πέθαναν όλα. Είμαστε μία κοινωνία από ζόμπι.

Όταν πίστευα πως ήταν ακόμα ζωντανά όλα αυτά, ότι ήμασταν ακόμα ζωντανοί εμείς, φώναζα, για την Γκιουλιώνη, για την γυναίκα που κάηκε στην λαθρομεταναστευτική σκηνή της προσπαθώντας να ζεσταθεί, για τον Βασίλη Μάγγο, για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, για τον Ζακ Κωστόπουλο.

Δεν έχουν πεθάνει όμως αυτοί, εμείς πεθάναμε. Αυτοί δολοφονηθηκαν. Εμεις, απλώς, πεθάναμε.

Σαν το βατράχι στην κατσαρόλα, που σιγά σιγά του αυξάνουν το νερό, και αυτό βράζει, αλλά γίνεται τόσο σιγά που δεν παίρνει χαμπάρι.

Τι, ζούσε η δικαιοσύνη μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Ζούσε όταν δεκάδες πρόσφυγες πέθαιναν, τους βαρούσαν, τους τάιζαν βρώμικο φαι, τους κλείδωναν κατά χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν τα έριχναν ολα σε μία ζαρτινιέρα, όταν έφταιγαν μόνο τα σκουριασμένα σίδερα που κουβαλούσαν τα ναρκωτικά και κανείς όταν εκατομμύρια φαρμακόλεφτα άλλαζαν χέρια, όταν σκότωναν στην φυλακή ατιμώρητα, όταν οι δικαστές που μας ήλεγχαν ξυπνούσαν μία μέρα και δεν είχαν πόστο πια, ή μετακόμιζαν εκτάκτως αθόρυβα – ζούσε η δικαιοσύνη μας;

Τι, ζούσε η δημοκρατία μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Όταν μας έφερναν έτοιμα μνημόνια χιλιάδων σελίδων να ψηφίσουμε σε μία μέρα, όταν οι τραπεζίτες που δάνειζαν τα κόμματα και τα κανάλια τους έπαιρναν αμνηστία, όταν έρχονταν φωτογραφικοί νόμοι για να χτίσει ο επιχειρηματίας νόμιμα αυθαίρετα mall, όταν οι ΚΥΠατζίδες τους διορίζονταν παράνομα χωρίς πτυχίο – και μετά νόμιμα, δεν χρειαζόταν πια, όταν οι φύλακες των συνόρων μας, οι γερμανοί, μας έβριζαν ότι είμαστε αδηφάγα καθάρματα, οι γάλλοι θελαν να πουλήσουν τα ραφάλ και τα σκάφη τους, και οι αμερικάνοι μας δίνουν συγχαρητήρια που δεν υποκύπτουμε στον εκβιασμό ενός τρομοκράτη – ζούσε η δημοκρατία μας;

Τι, ζούσε η κοινωνία μας;

Όταν εραστές των ναζί γίνονταν υπουργοί, όταν τα κανάλια και οι εφημερίδες μας πληρώνονταν για να αγιοποιούν, όταν παίρναμε αστυνομικούς αλλά δεν μας περίσσευαν για γιατρούς, οταν πέρναμε αεροπλάνα αλλά δεν μας περίσσευαν για νοσοκομεία, όταν μας έπειθαν μπροστά στα μούτρα μας ότι περισσότερα παιδιά στα σχολεία είναι καλύτερα από ότι λιγότερα, ή όταν χιλιάδες άνθρωποι μας πέθαιναν ατιμώρητα επειδή ο τουρισμός μας πρέπει να ανθίσει – ζούσε η κοινωνία μας;

Τι, τι θα μας λείψει από όλα αυτά; Τα είχαμε; Τι θα μας λείψει;

Τι νόημα έχει πια;

Σαν μία αρχαία τραγωδία -αχ, πόσο μας αρέσει ο αρχαίος, τραγικός πολιτισμός μας, ε;- ο χειρότερος από μας, ο πιο μισητός, το απόλυτο κακό, αφέθηκε στα χέρια μας, μήπως, μήπως και δούμε στα ματια του να καθρεπτίζεται η αληθινή μας φύση.

Τον άκουσα να μας λέει «…είναι απλό. Με αδικείτε, για κάτι απόλυτα χαζό, για μία αλλαγή φυλακής, για λίγους μήνες ακόμα φυλάκισης. Εγώ όμως ακόμα και για κάτι τόσο χαζό, δεν θα αφήσω να συμβεί αδιαμαρτύρητα. Θα αφήσω την ζωή μου στα χέρια σας. Ο,τι πειτε, θα γίνει. Γράψατε έναν νόμο μόνο για μένα, μα ούτε αυτόν δεν κρατήσατε. Εγώ σας λέω υποκριτές. Ψεύτες, στον νόμο, ψεύτες στην δικαιοσύνη, ψεύτες στην δημοκρατία σας. Ορίστε. Ή θα με σώσετε όλοι μαζί, ή θα με σκοτώσετε όλοι μαζί. Τον χειρότερο απ’ όλους. Τον πιο δύσκολο απ’ όλους. Τον Τρομοκράτη, τον Βαραβά, τον Χίτλερ, τον Σατανά. Το τέρας. Αξίζει δικαιοσύνη το τέρας; Αποφασίστε το. Ιδού, εσείς»

Ιδού, εμείς.

Ε, να εμείς.

Εγώ λέω να μην τον θάψουμε καν. Να τον παρατήσουμε εμεί. Να τον βρίσουμε, «Είσαι δολοφόνος, είχαν χρόνο οι άνθρωποι που σκότωσες με τα χέρια σου να τους λυπηθείς; Εκβίασες την δημοκρατία μας, αυτοκτόνησες, ΨΟΦΟ!». Να βρίσουμε αυτούς που θα προτάξουν την δικαιοσύνη, «τρομοκρατόφιλε! Δολοφόνε της δημοκρατίας! Δολοφόνε της υγείας μας!» Να ψεκάσουμε, να ξυλοκοπήσουμε τα καθάρματα που θα βγουν στους δρόμους έξαλλοι, άλλωστε παρακαλούσαν για τον θάνατό του, αφορμή έψαχναν, ας μην κοροιδευόμαστε μεταξύ μας. Ας έχουν και κανέναν νεκρό, δεν πειράζει – καλύτερα. Ένα ακροαριστερό άπλυτο καθίκι λιγότερο. Και αν σκοτώσουν κανέναν αστυνομικό, να τους σκοτώσουμε και εμείς, όλους, και να φυλακίσουμε οποιον κοιτάξει στραβα, να βαρέσουμε όποιον μιλήσει, να εξαφανίσουμε κάθε ανάρτηση στο διαδίκτυο ως τρομοκρατική, να καταδικάσουμε κάθε οργισμένη δήλωση, να μην απολογηθούμε για τίποτα.

Ποιοι να απολογηθούμε, εμείς;

Απέναντι σε ποιον; Ποιος καθρεφτίστηκε; Ποιον είδαμε;

Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πια.

Τίποτα δεν αξίζει τον επικήδειό μας.

Τίποτα. Τελείωσε. Αρκεί. Φτάνει. Κερδίσατε.

Βαρέθηκα να ξυπνάω ελπίζοντας σε ένα θαύμα, πια.

Η Γκουλιώνη πέθανε άδικα, η Αμαλία, οι ανώνυμοι μετανάστες, ο Αλέξανδρος, ο Ζακ, ο Ίλι Καρέλι, ο Νικος Σακελλίωνας, ο Μάγγος, οι φυλακισμένοι, όλοι πέθαναν απολύτως άδικα. Δεν καταλάβαμε τίποτα, δεν μάθαμε τίποτα, δεν αξίζαμε τίποτα.

Το νερό έβρασε εδώ και ώρα, ο βάτραχος μαγειρεύτηκε καλά, αδιαμαρτύρητα και πολύ-πολύ φρόνιμα, το κρέας του είναι έτοιμο, κόστισε λίγο παραπάνω βέβαια, αλλά είμαι σίγουρος πως θα είναι πολύ τρυφερός και νόστιμος.

Ο μάγειρας, σηκώθηκε περήφανα μπροστά στους αδημονούντες πελάτες, για να εκφωνήσει, απλά και λιτά, τον επικήδειό του:

«Καλή όρεξη»

Θα πιάσω άλλο ένα θέμα για το οποίο δεν ξέρω πολλά, δεν είμαι ειδικός, οπότε θα τα πω όπως τα σκέφτομαι.

Ένας τρομοκράτης-δολοφόνος, καταδικάζεται για τις πράξεις του, και φυλακίζεται.

Δεν ξέρω αν είναι αρκετό για όλους αυτό – για κάποιους, όπως πχ τις οικογένειες των δολοφονηθέντων, δεν είναι. Δεν λέω ότι θα έπρεπε να είναι, καν. Όμως είναι-δεν είναι αρκετό, ο δολοφόνος τρομοκράτης φυλακίζεται, για όσο διάστημα και με όποιους τρόπους ορίζει ο νόμος.

Ο τρομοκράτης δολοφόνος, ζητά άδειες – και, τελικά, με τα πολλά τις παίρνει – όπως παίρνουν όλοι οι κρατούμενοι που δικαιούνται. Πέντε ή έξι νομίζω από αυτές, μέχρι που του διακόπτεται το δικαίωμα, χωρίς ο ίδιος να έχει δώσει κάποια αφορμή γι’ αυτό, ή να έχει παραβεί κάποιον από τους όρους.

Στην συνέχεια, βγαίνει ένας νόμος για τους φυλακισμένους που πιάνει ειδικά τον δολοφόνο τρομοκράτη, το δικαίωμα να εκτίσει την ποινή του στις αγροτικές φυλακές, όπου ήταν κρατούμενος τα τελευταία 2 χρόνια, και όριζε ότι έπρεπε να επιστρέψει στο αρχικό σωφρονιστικό κατάστημα του Κορυδαλλού. Ακόμα και αυτός ο νόμος όμως καταστρατηγείται, και ο φυλακισμένος δολοφόνος τρομοκράτης μεταφέρεται στις φυλακές Δομοκού, μακρυά από την οικογένειά του, και παραμένει έγκλειστος εκεί.

Ο δολοφόνος τρομοκράτης διαμαρτύρεται – όχι μόνο γιατί ο αρχικός νόμος ήταν φωτογραφικός, αλλά δεν τηρείται ούτε αυτός, ως κρατούμενος έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά του, και τελείται μία παρανομία εις βάρος του.

Ο δολοφόνος τρομοκράτης, ως αντίδραση ξεκινά απεργία πείνας.

Ήδη, τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ο δολοφόνος τρομοκράτης έχει υποστεί σοβαρές βλάβες στην υγεία του, και κινδυνεύει αν όχι να πεθάνει, οι βλάβες αυτές να είναι μόνιμες.

Ως εδώ νομίζω ότι τα γράφω σωστά ως περιγραφή του προβλήματος – αλλά αν κάτι δεν έχω καταλάβει σωστά, με διορθώνετε, μπορεί να έχω λάθος.

Πάμε τώρα και στις σκέψεις μου.

~

Είναι τρομερά δύσκολο να αντιπαραθέσεις μία γνώμη όταν απέναντί σου έχεις κάποιον που θέλει να θέσει το ερώτημα διαφορετικά από ότι πρέπει να απαντηθεί αρχικά.

Μιλάμε για έναν κρατούμενο, ή μιλάμε για τον Δημήτρη Κουφοντίνα;

Είμαι αναγκασμένος να μην γράψω το όνομά του στην έναρξη των σκέψεών μου, προσπαθώντας -μάταια- να μη χρειαστεί να απαντήσω στο «Προστατεύεις και υπερασπίζεσαι τον Κουφοντίνα;». Αφαιρώ το προσωπικό στοιχείο, τον άνθρωπο που τα βιώνει όλα αυτά, αυτολογοκρινόμενος για να μην συναντήσω αντιδράσεις, μόνο και μόνο για να συμφωνήσουμε όλο -δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, αναρχικοί- σε μία σταθερά, ότι όλα όσα περιγράφω συμβαίνουν όντως.

Ή πχ εγώ, τρέφω έναν αρχικό σεβασμό κατ’ αρχάς για κάθε απεργία πείνας. Την θεωρώ την υπέρτατη θυσία, αυτήν που δεν σκοτώνει κανέναν άλλον εκτός από τον απεργό, αυτήν που λέει «διαθέτω την ζωή μου ως κοινωνικό κραυγή απόγνωσης ότι έχω δίκιο στο αίτημά μου, και δεν αποδέχομαι τίποτα λιγότερο». 

Αν ο απεργός πείνας είναι ο Κουφοντίνας, ο Μιχαλολιάκος, ένας αγωνιστής ή ο οποιοσδήποτε ανώνυμος άνθρωπος δεν αφαιρεί τον σεβασμό μου στην πράξη της απεργίας πείνας. Αυτό που θα κριθεί μετά, είναι ο λόγος. Εκεί αξίζει να συζητηθεί – για μέρες, όσο χρειαστεί. Για τον λόγο, αν το αίτημα είναι δίκαιο, θα το σκεφτώ κατά περίπτωση. Για αυτή καθ’ αυτήν την πράξη όμως, έχω πάρει θέση.

Και για να είμαστε ξεκάθαροι: αν το αίτημα είναι όντως δίκαιο, όσο πιο ψηλά απευθύνεται, τόσο πιο πολύ ως δολοφονία ορίζεται ο θάνατος του καταγγέλοντος.

~

Θα βοηθούσε αν, εν γνώση μας, αφαιρούσαμε το όνομα; Αν ο Δημήτρης Κουφοντίνας γινόταν «ο γνωστός τρομοκράτης», ή «ο γνωστός δολοφόνος» θα ήμασταν σε θέση να κρίνουμε γενικά αν κάποιος αδικείται ή όχι από τις ενέργειες του Υπουργείου Δικαιοσύνης;

Αν το να μείνουμε στην πράξη κάνει τα πράγματα το ίδιο ή περισσότερα δύσκολα, θα μπορούσαμε να πούμε «ο γνωστός φυλακισμένος». Ό «γνωστός φυλακισμένος» αιτείται να λειτουργήσει ο νόμος ακόμα και για την περίπτωσή του». Θα βοηθούσε αυτό;

Γιατί στο μυαλό μου -και μπορεί να κάνω λάθος, να καταλάβω προσπαθώ- αν είναι ο Κουφοντίνας, ή οποιοσδήποτε άλλος κρατούμενος, δεν θα έπρεπε να παίζει ρόλο. Ίδια δικαιώματα έχουν όλοι – και μέσα στην φυλακή. Ο νόμος ορίζει σε ποια ακριβώς υπάρχει κρίση μίας επιτροπής πχ ανάλογα με τον κρατούμενο και την συμπεριφορά του. Σε όλα τα άλλα, γίνεται ο,τι ορίζει ο νόμος, για όλους.

Δεν είναι έτσι;

Η απάντηση μοιάζει δυσκολότερη κάθε μέρα που περνάει. Ουδεις εισαγγελέας έχει μπει στον κόπο να δει αν οι καταγγελίες του ανθρώπου που αργοπεθαίνει μπροστά στα μάτια μας ευσταθούν ή όχι. Το facebook διαγράφει συζητήσεις για το θέμα λογοκρίνοντας την ενημέρωση των πολιτών. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δικαστικός η ίδια, κωφεύει εκκωφαντικά σε όλο αυτό.

Όταν συμβαίνουν όλα αυτά, με ποιον να μιλήσεις; Πως να αντιδράσεις; Σε ποιον να στραφείς;

Πως σταματάς μια δολοφονία;

~

Η συζήτηση γίνεται πλέον με όρους «Προστατεύεις και υπερασπίζεσαι τον Κουφοντίνα;» (θεσμικά, όχι σε επίπεδο καφενείου) που παρεκτρέπουν την υπόθεση σε θέμα τρομοκρατίας, και όχι ισονομίας, όπως είναι και το αρχικό ερώτημα.

Συνήθως προσπαθώ τις αγωνίες μου να τις μεταφέρω στους αναγνώστες μου, προσπαθώντας να τους κάνω να δουν που νομίζω πως μας οδηγούν οι επιλογές μας. Αυτήν την φορά όμως, θεωρώ πως είναι μάταιο. 

Αν κάποιος μείνει στο ότι ο κρατούμενος είναι ο Κουφοντίνας, δεν θα φτάσει ποτέ στο επόμενο βήμα. Κάθε προσπάθεια συνεννόησης μπορεί να σταματά στο «ναι, αλλά σκότωσε τόσους αθώους και δεν μετάνιωσε» – και για τον συνομιλητή μου θα είναι αρκετό ως λογικό επιχείρημα, για να μην συνεχιστεί η συζήτηση.

Πιστεύω ειλικρινά πως για τους υπόλοιπους, αν ξεπεράσουμε το ποιος είναι ο φυλακισμένος, γίνεται ξεκάθαρο πως αμέσως μετά ο ορισμός είναι πως «οι νόμοι πρέπει να ισχύουν για όλους» – και με αυτούς τους όρους, ο Κουφοντίνας, εάν τα καταλαβαίνω σωστά, πρέπει να είναι στον Κορυδαλλό, όπως ορίζει ο -έστω φωτογραφικός- νόμος και ζητά ο και ο ίδιος.

Τα πράγματα μοιάζουν απλά, τα στρατόπεδα σκέψης μοιρασμένα, και φοβάμαι ότι δεν χωρούν περιθώρια να αλλάξουν μυαλά εδώ, όσο και αν το πολεμήσω.

~

Όμως υπάρχει μία τελευταία σκέψη εδώ – σχεδόν ως ειρωνεία: Δεν θεωρώ ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας έχει θέση στο αξιακό μου σύστημα. Είμαι ξεκάθαρα απέναντι στον άνθρωπο αυτόν που που τρομοκράτησε δολοφονώντας και προέβαλλε τις ιδέες του ως συλλογικές αποφάσεις του ελληνικού λαού. 

Ταυτόχρονα όμως σκέφτομαι ποια η αξιακή θέση της κοινωνίας μας πλέον, που παρακολουθεί -εντυπωσιακά- αμίλητη έναν άνθρωπο να χάνει την ζωή του καθημερινά, κατηγορώντας την, δίκαια κατ’ εμέ, ότι τον αδικεί.

Ποιός ειναι ο δολοφόνος αυτήν την στιγμή;

Και πως σταματά μια δολοφονία που συντελείται μπροστά μας σε αργή κίνηση;

Μου φαίνεται απίστευτα σουρεαλιστικό ένας τρομοκράτης δολοφόνος να βάζει αποκλειστικά τον εαυτό του σε κίνδυνο για να επικοινωνήσει ότι αδικείται, ενώ το κράτος δικαίου και δημοκρατίας μας να φέρεται εναντίον του ξεκάθαρα φωτογραφικά, κατάφωρα εκδικητικά, και απολύτως -νομίζω- παράνομα.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας κρίθηκε, και καταδικάστηκε για τις απεχθείς πράξεις του.

Πολύ φοβάμαι, πως πιο σύντομα από όσο νομίζουμε, το κράτος μας θα κριθεί και θα καταδικαστεί για τις δικές του.

Και κάθε αίτημα για έλεος τότε, όσο τρομακτικό ακούγεται αυτό, θα πέσει, εξίσου εκδικητικά, στο κενό – καθώς οι μάσκες θα πέσουν, καθώς η δημοκρατία, η δικαιοσύνη και η αξία της ανθρώπινης ζωής, οι μεγαλύτερες και πιο πολύτιμες αρχές μας, θα έχουν καταπατηθεί τόσο βάναυσα ήδη, πρωτίστως, από εμάς.

Τι θα μας μείνει τότε; Έχοντας απωλέσει πρώτοι εμείς τις αρχές μας, ξεγυμνωμένοι από τα επιχειρήματα τις αριστείας μας, απέναντι στην οργή, δεν θα έχουμε άλλο όπλο άμυνας από την ακόμα πιο τυφλή βία, την ακόμα πιο τυφλή αδικία, τον ακόμα πιο τυφλό φόβο.

Όντας αργά για να ζητήσουμε πια συγγνώμη – και ακόμα πιο αργά για να γίνει δεκτή, το «είσαι με τον Κουφοντίνα, έναν δολοφόνο τρομοκράτη;» δε θα γίνει απλώς ένα βρώμικα ύπουλο και άσχετο ερώτημα, αλλά η ίδια η φύση μας οπαδικά κατευθυνόμενης από άλλους ταυτότητάς μας.
 
Και αυτό που με φοβίζει περισσότερο απ’ όλα, μεταξύ μας, είναι η φριχτή υποψία που μεγαλώνει σιγά-σιγά πως κάποιοι αυτό ακριβώς επιδιώκουν.

Ο καιρός του κορονοϊού έχει φέρει μία θεαματική αλλαγή στην κυβερνητική πολιτική, που δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι είναι σαφής από όλους. Μια αλλαγή που συμβαίνει τώρα, που θα συζητείται για χρόνια, και που θα επηρεάσει τις πολιτκές εξελίξεις στο μέλλον όσο τίποτα άλλο (πλην, ίσως, της διάδοσης του Τραμπισμού)

Όσοι από εμάς εμπιστέυονται την δημοκρατία ως πολίτευμα, επιχειρηματολογώντας πως είναι το καλύτερο δυνατό αυτήν την στιγμή, παρά τα προβλήματά του, δεν παραλείπουμε ένα σοβαρότατο μειονέκτημά του:

Μία κυβέρνηση αναλαμβάνει την απόλυτη εξουσία για τέσσερα χρόνια, και, μέσα σ’ αυτά, εκτός από πολύ συγκεκριμένες αποφάσεις που χρειάζονται ευρύτερη πλειοψηφία, το 90% των αποφάσεων αυτών μπορούν να ληφθούν χωρίς να ερωτηθεί κανείς για την γνώμη του. Δίδεται δηλαδή ένα τετραετές πάσο, στο οποίο οι κυβερνώντες (όποιοι και να είναι αυτοί, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς και μας είναι αρεστοί, είτε τους έχουν επιλέξει οι άλλοι και μας είναι δυσάρεστοι, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς αλλά μας είπαν ψέματα και πλέον μας είναι δυσάρεστοι) μπορούν να καθορίσουν το παρόν και το μέλλον μας – και εμείς, ως ψηφοφόροι, η μόνη δυνατότητα εκλογικής αντίδρασης που έχουμε είναι στο τέλος της τετραετίας να κρίνουμε τις αποφάσεις, τις υποσχέσεις και τα αποτελέσματα, και να ψηφίσουμε είτε θετικά, είτε αρνητικά. Τότε όμως. Στο τέλος της τετραετίας. 

Μέχρι τότε, η κυβέρνηση συνήθως κάνει ο,τι θέλει, ανεξέλεγκτα.

Ως τότε, όμως, έχουμε βρει τρόπο να αντιδρούμε ως πολίτες στις αποφάσεις του κράτους, δείχνοντας την αρνητική μας διάθεση σε κάτι που διαφωνούμε. Είτε με πορείες, είτε με παραστάσεις διαμαρτυρίας, είτε με εξωτερικευμένη κοινωνική αντίδραση κυρίως μέσω του τύπου, δεν είναι σπάνιο οι κυβερνώντες να αντιλαμβάνονται ότι μία απόφαση που παίρνουν θα τους κοστίσει είτε όταν οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες, είτε εκείνη την στιγμή από το μέγεθος των αντιδράσεων – και (καλώς ή κακώς) τις παίρνουν πίσω.

Αυτό το δούναι και λαβείν είναι υγιές, ένα θεσμοθετημένο κοινωνικά «άνοιγμα της χύτρας» ώστε να μην μαζευτούν απαράδεκτες αποφάσεις και η έλειψη ανοχής οδηγήσει σε θεσμικές ανωμαλίες. Ο κόσμος δικαιούται να διαφωνεί, να αντιδρά, να οργανώνεται, να εκφράζεται, να διαμαρτύρεται και να επαναστατεί, και το εν ισχύ κράτος όχι απλώς οφείλει, αλλά είναι και προς το συμφέρον του να ακούει την κοινωνία που εκ της θέσεως του έχει οριστεί να υπηρετεί.

Τέσσερα χρόνια είναι πολλά, για να μην υπάρχει κανένας έλεγχος

~

Η πανδημία έχει φέρει όμως τα πάνω-κάτω. Χωρίς να πάρω θέση για τις αποφάσεις της κυβέρνησης, καθώς το θέμα μου εδώ είναι περισσότερο θεωρητικό, υπάρχουν πολίτες που αντιδρούν – αλλά η αντίδραση του κόσμου δεν είναι πια θεσμοθετημένη.

Δεν υπάρχει ειδικός αριθμός στα SMS δικαιολόγησης εξόδου από το σπίτι, για «Αντίδραση/διαφωνία» – όπως υπάρχει για αγορές. 

Μπορεί να μοιάζει γελοίο ως επισήμανση – αλλά κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν, στην επέτειο του Πολυτεχνείου μία γυναίκα έφαγε πρόστιμο γιατί προσήλθε εντελώς ατομικά στο Πολυτεχνείο να εναποθέσει ένα λουλούδι, με SMS άσκησης. Η ιστορία της απέτρεψε και άλλους (μεταξύ των οποίων και τον γράφοντα) να αφήσουν ένα λουλούδι στο ίδιο σημείο, όχι για λόγους προστασίας από τον κορονοϊό, αλλά αποκλειστικά για λόγους νομιμότητας.

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν επιστρατεύθηκαν δεκάδες αστυνομικοί για να σταματήσουν …πέντε βουλευτές του ΜέΡΑ25 να παραγματοποιήσουν διαμαρτυρία στην Αμερικάνικη πρεσβεία, ενώ δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν στους αντίστοιχους διαδηλωτές του ΚΚΕ που κατέβηκαν με SMS για γιατρό, αφού υπάρχει νοσοκομείο κοντά στην πρεσβεία…

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, που απαγορεύτηκαν, με νόμο, οι συγκεντρώσεις άνω των τριών για την ίδια ημέρα – παρότι καμία επιτροπή δεν παραδέχθηκε ποτέ, ότι είχε ζητήσει τέτοια μέτρα.

Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι προσαγωγές, οι επιθέσεις, και η αντίδραση στις εκδηλώσεις για την επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, οι πεταμένες ανθοδέσμες, και οι κρότου λάμψης μέσα στον κλειστό χώρο πολυκατοικίας.

Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι αντιδράσεις των αστυνομικών δυνάμεων που έριξαν χημικά και στοίβαξαν διαδηλωτές για τις αντιδράσεις στον νόμο που αφορά τον Κουφοντίνα.

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν που το υπουργείο προστασίας του πολίτη εξέδωσε ανακοίνωση (που μετά την πήρε πίσω, λέγοντας θρασύτατα ότι φταίμε εμείς που δεν καταλάβαμε -πάλι- σωστά) για την σωστή θέση που πρέπει να βρίσκονται φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι για να μην …χτυπήσουν.

~

Κάθε άλλο παρα γελοία είναι όλα αυτά – κυρίως επειδή είναι τρομαχτικά.

Οι πολίτες δεν έχουν κανέναν τρόπο αντίδρασης πια, και οι αποφάσεις συνεχίζουν να παίρνονται ερήμην τους. Είτε είναι για τα πανεπιστήμια, είτε είναι για τον Κουφοντίνα, είτε είναι για τα μέτρα στήριξης, είτε για την άρση της ασυλίας της πρώτης κατοικίας, είτε είναι για οτιδήποτε άλλο, η κυβέρνηση καταστέλει κάθε μορφή συγκέντρωσης με ένα επιχείρημα που θα φανεί ιδιαιτέρως προβληματικό συν τω χρόνο:

«Για το καλό σας»

Με αυτήν την δικαιολογία την ημέρα του Πολυτεχνείου απαγόρεψε τις συγκεντρώσεις, με αυτήν συλλαμβάνει και εξοντώνει με το σκληρότατο πρόστιμο των 300 ευρώ, με αυτήν πατάσσει κάθε ατομική ή ομαδική αντίδραση. Όταν δε συνεργάζεται με την διαδεδομένη στήριξη των ΜΜΕ, οι φωνές σιωπούνται ποικιλοτρόπως.

Βέβαια, αυτό δεν λειτουργεί αντίστροφα. Η κυβέρνηση συνεχίζει να νομοθετεί ακάθεκτη ακόμα και νομοσχέδια που είναι δεδομένο ότι θα φέρουν αντιδράσεις, ειδικά εν μέσω πανδημίας – όπως αυτό για την …δυνατότητα να χρεωκοπεί ένα φυσικό πρόσωπο, και να χάνει την πρώτη κατοικία του. Περιέργως πως, θα έλεγε κανείς πως η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την πανδημία και την φυσική αδυναμία αντιδράσεων, ακριβώς για να περάσει τέτοια νομοθετήματα: 151+ έχει, μπορεί να το κάνει κάλλιστα.

Νόμιμο, αλλά ελέγχεται ως προς το ηθικό του.

Διότι θα έλεγε κανείς πως θα μπορούσε, εν μέσω πανδημίας, «για το καλό μας» να δοθούν άλλοι τρόποι σχολιασμού και δυνατότητας αντίδρασης, όπως πχ να ζητάται μέσω του κοινοβουλίου, αυξημένη πλειοψηφία για να περάσουν νόμοι που αφορούν έντονα τους πολίτες και δημιουργούν προβλήματα.

Για το καλό μας, για παράδειγμα, συνεχίζονται να έρχονται ακόμα και εμβόλιμα σε νομοσχέδια άσχετα νομοθετήματα, που ανατρέπουν καταστάσεις ετών, ψηφίζονται εν ριπή οφθαλμού, ακόμα και όταν ελέγχονται για την αιτιολόγησή τους, την αποτελεσματικότητά τους, ή ακόμα και την συνταγματική νομιμότητά τους.

Αν όμως, αν, η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται αυτήν την δύσκολη κατάσταση, τότε θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως (και με βάση και τις αρνήσεις των λοιμωξιολόγων για οποιαδήποτε ανάμιξη σε πολιτικού τύπου αποφάσεις, όπως είναι η απαγόρευση κυκλοφορίας ή συγκέντρωσης σε ανοικτό χώρο) να υποθέσει λοιπόν ότι η κυβέρνηση εργαλειοποιεί τον δικαιολογημένο φόβο, για να κάμψει κάθε δημόσια εκφρασμένη αντίδραση για τις αποφάσεις της.

«Για το καλό μας» μεν, αλλά όχι και τόσο – αν με εννοείτε.

Για παράδειγμα, «για το καλό μας» θα μπορούσε να αυστηροποιήσει τις συνθήκες με τις οποίες ένας άνθρωπος δύναται να φέρει νόμιμα όπλο, αντί να καταστείλει τις εκδηλώσεις μνήμης για τον Γρηγορόπουλο – και όχι να προσλαμβάνει ακόμα περισσότερους αστυνομικούς, ένοπλους, με τις λιγότερες δυνατόν ώρες και δυνατότητες εκπαίδευσης.

~

Όμως, το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Γιατί ακόμα και αν κάποιοι νόμοι αλλάζουν στο μέλλον, από άλλες κυβερνήσεις με πιο ευήκοα ώτα στους ανθρώπους που οφείλουν να ακουν και να προστατεύουν – αυτό που πληγώνεται ανεπανόρθωτα, είναι η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση στα θέματα της πανδημίας.

Είναι ήδη αρκετά πληγωμένη αυτή η εμπιστοσύνη, όταν για παράδειγμα η κυβέρνηση εξηγεί γιατί δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία λίγο πριν εσπευσμένα αντιληφθεί το λαθος της (και το αντικαταστήσει με ένα λίγο μικρότερο λάθος στα μεγέθη), ή στην επιμονή ότι δεν κολλάει στις τάξεις γιατί είναι καλύτερα να έχει περισσότερους μαθητες από ότι λιγότερους, και εν πάσει περιπτώσει, ο μέσος όρος δικαιώνει την απόφασή  της.

Αν όμως ο κόσμος αντιληφθεί ότι οι αποφάσεις παίρνονται όχι «για το καλό μας», αλλά για να κυβερνούν ανεξέλεγκτοι, και μάλιστα με προφάσεις δικαιολογημένες «επιστημονικά» ο κόσμος θα χάσει την μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να του σώσει την ζωή, και θα αφεθεί ανεξέλεγκτα πια, σε κάθε ψεκασμένη ή μη υπόθεση που θα κάνει τα πράγματα να μοιάζουν λίγο πιο λογικά από ότι ζει σήμερα.

Και αντίθετα από έναν νόμο που αύριο από τους καταλληλότερους ανθρώπους αλλάζει, ούτε οι νεκροί συνάνθρωποί μας θα ξαναγυρίσουν στην ζωή, ούτε θα φτάσει ο χρόνος για να επαναχτιστεί μία σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στους εκλεγμένους και σ’ αυτούς που τους επιλέγουν.

«Για το καλό μας», λοιπον, ελπίζω να γίνει αντιληπτό σύντομα όλο αυτό και να αλλάξει κατεύθυνση αυτή η εκτροπή. Για να μην ακολουθήσουν άλλα πράγματα, κι αυτά «για το καλό μας»

It’s summer all over again. 

Βάλθηκε η κυβέρνηση να μας πείσει ότι δεν ήξερε ότι θα ερχόντουσαν τουρίστες με τον φονικό ιο, δεν της το ‘χαν πει, ήταν μεταλλαγμένος, έκανε πολύ σχολαστικά τεστ με περίπλοκους κώδικες και αλγόριθμους που τους έχουν ζητήσει από όλο τον κόσμο, τέλος πάντων μην χαλάμε τον κόσμο, δεν την είχαμε ενημερώσει ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά – ασε που καλά καλά δεν είναι σίγουρη καν ότι έφταιγαν τα κάτι εκατομμύρια τουρίστες (η πλειοψηφία αυτών χωρίς να έχουν τεσταριστεί) που από πέντε νεκρούς φτάσαμε σε εκατοντάδες νεκρούς – και θα είχαμε περισσότερους αν δεν κάναμε οδυνηρά για την οικονομία μας lockdown.

Και τώρα ανοίγει το εμπόριο.

Με μέτρα, αποστάσεις, μάσκες, χωρητικότητα ανά τετραγωνικό και είναι όλα καλώς καμωμένα, οργανωμένα και έτοιμα – όπως ακούω με προσοχή στις ειδήσεις.

Και αφού είναι κανονισμένα και έτοιμα και οργανωμένα, αν κάτι πάει στραβά, τι θα φταίει, ο κόσμος θα φταίει.

Όμως είναι summer all over again, και σύντομα θα παίζουμε το παιχνίδι του μουτζούρη, και πάλι θα λέμε δεν μας είπε κανείς, και πάλι φοβάμαι ότι θα μετράμε νεκρούς, καθώς το άνοιγμα γίνεται, as summer all over again, με σχεδόν μηδενική προετοιμασία και προστασία.

~

Για να καταλάβουμε το πρόβλημα, αν θέλουμε πραγματικά να το καταλάβουμε και όχι να κάνουμε ότι δεν υπάρχει μέχρι να χρειαστεί να πούμε «α, δεν μας είπατε», είναι σημαντικό να δούμε ποια μέτρα δεν έχουν ληφθεί ώστε να δημιουργηθεί.

Τα καταστήματα για να λειτουργήσουν υπό την μορφή που διαφημίζεται, χρειάζονται τρία πράγματα: Ένα, προσωπικό. Δύο, πελάτες. Τρία εμπόρευμα – που με την σειρά του χρειάζεται και αυτό προσωπικό (είτε ανθρώπους που θα το φτιάξουν, είτε ανθρώπους που θα το μεταφέρουν). Μια σημαντική μάζα ανθρώπων ενεργοποιείται δηλαδή, ταυτόχρονα.

Οι κανόνες των δύο μέτρων απόσταση, και της χωρητικότητας των καταστημάτων, είναι ενέργειες που πρέπει να κάνει ο πολίτης, ή το κατάστημα. Είναι κανόνες ασφαλείας, που όμως δεν κόστισαν τίποτα στην κυβέρνηση (εκτός ίσως από μειωμένες πωλήσεις και φόρους – και εξηγώ πιο κάτω ότι καταλαβαίνω ότι δεν είναι λίγο. Άκου όμως).

Αντιθέτως όμως, αυτά που θα κόστιζαν στην κυβέρνηση, από τα δελτία ειδήσεων και την επίσημη ενημέρωση, μάλλον διακριτικά παραλείπονται:

– Ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει να πάει στην δουλειά του, και ο πελάτης να κατέβει να ψωνίσει σημαίνει περισσότερος κόσμος στα ΜΜΜ, που όμως δεν έχουν ενισχυθεί όσο θα έπρεπε, ούτε καν κατά την διάρκεια του τελευταίου lockdown.

– Ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί να πάρει δικαιολογημένη άδεια εάν βρεθεί ύποπτος για κρούσμα (από σχέση δηλαδή με άλλο επιβεβαιωμένο κρούσμα), πιθανότατα θα τον αναγκάσει να πηγαίνει στην εργασία του, μέχρι να ελεγχθεί και ο ίδιος αν έχει ασθενήσει.

– Ότι ο εργαζόμενος όχι μόνο δεν στηρίζεται οικονομικά αν ασθενήσει από κορονοϊό, αλλά αντιθέτως αν μείνει σπίτι θα πρέπει να αναπληρώσει μετά το κενό που θα δημιουργήσει στην επιχείρηση με επιπλέον μέρες απλήρωτης εργασίας, όχι μόνο δεν τον αναγκάζει να προστατέψει οικογένεια, συναδέλφους και πελάτες, αλλά σχεδόν τον υποχρεώνει να μην το δηλώσει – εκτός και αν είναι πια πολύ αργά γι’ αυτόν και τους γύρω του.

– Ότι η εταιρία δεν χρειάζεται να ανακοινώσει συμβάν στους πελάτες ή να κλείσει μετά από κρούσμα, δημιουργεί σίγουρες συνθήκες διασποράς για όλους τους εμπλεκόμενους.

– Ότι η εταιρία, αν αποφασίσει να τελικά αυτοβούλως να κλείσει -ενώ δεν έχει υποχρέωση- για να προστατέψει προσωπικό και πελάτες, δεν λαμβάνει ούτε για τους εργαζόμενους ούτε για την ίδια καμία παροχή, ενίσχυση ή βοήθημα, κάνει πολύ πιθανό ότι δεν θα επιλέξει αυτήν την διαχείριση, ειδικά αν έχει ζημιωθεί ανεπανόρθωτα κατά την προηγούμενη περίοδο του lockdown.

Όλα αυτά θα κόστιζαν στο κράτος, είναι βέβαιο: Αν πολλαπλασίαζε τα τεστ ώστε όλοι να ξερουν κατ’ αρχάς αν είναι ασθενείς ή όχι, αν διέθετε περισσότερα μέσα μεταφοράς στους πολίτες, είτε πελάτες είτε εργαζόμενους, αν προνοούσε για εργαζομένους που αυτοπεριορίζονται σε καραντίνα για πιθανό κρούσμα, ή αν φρόντιζε οι ασθενείς με διαπιστωμένο κορονοϊό όχι μόνο να μην  ζημιωθούν οι ίδιοι για την ανάρρωσή τους αλλά τους κάλυπτε και αυτούς και τις εταιρείες τους ανάλογα, αν λόγω διαπιστωμένων κρουσμάτων σε μία επιχειρήση την στήριζε, ώστε όλοι να παραμείνουν χωρίς δικό τους κόστος αλλά με βοήθεια από το κράτος ασφαλείς – όλα αυτά θα είχαν ένα ξεκάθαρο, και αρκετά οδυνηρό, το παραδέχομαι, κόστος για το κράτος. 

Αλλά θα τα γλύτωνες από νεκρούς. Και, οικονομικά μιλώντας, θα τα γλύτωνες από πανάκριβες ΜΕΘ, πανάκριβα ιδιωτικά «επιταγμένα» νοσοκομεία, από μία άνευ προηγουμένου διασπορά και των αρνητών της πανδημίας που θεωρώ βέβαιο ότι θα ξεκινήσει με όλο αυτό (γιατί ο επιχειρηματίας και ο εργαζόμενος θα καλυφθούν ψυχολογικά πίσω από ένα «σιγά μωρέ τώρα, μία γρίπη είναι» για να γλυτώσουν τις επώδυνες οικονομικά συνέπειες) και θα τα γλύτωνες απο το επόμενο ακόμα πιο σκληρό για πολλούς λόγους, και σίγουρα πιο κουραστικό lockdown που θα αναγκαστούμε λόγω κρουσμάτων να μπούμε, αν τα χειρότερα σενάρια επιβεβαιωθούν και αυτές οι ακατανόητες ενέργειες φέρουν την αναμενόμενη αύξηση σε ασθενείς και διασπορά.

Και έχω επίγνωση, μιλώντας γι’ αυτά, για το πόσο κοστίζουν και τα κλειστά μαγαζιά, και η κλειστή οικονομία για μία κυβέρνηση και τους πολίτες της. Αντιλαμβάνομαι πλήρως, και δεν το λέω ειρωνικά, πόσο επικίνδυνο είναι να έχεις μία οικονομία που φυτοζωεί. Ταυτοχρόνως όμως, πρέπει να καταστεί σαφές, πολύ πριν ξανααρχίσουμε τα «δεν ήξερα» και «δεν μου είπατε» και «πίνουν μπύρες στις πλατείες τα κωλόπαιδα» πως η σκληρή πραγματικότητα μας κάνει να επιλέξουμε πιο κόστος επιθυμούμε να διαχειριστούμε και πως – αλλά το κόστος, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι βέβαιο.

Όπως, πχ, ασφαλώς και θα είχαν κόστος τα περισσότερα τεστ σε τουρίστες, όταν ανοίξαμε το καλοκαίρι τα σύνορα.

Αλλά τα ανοίξαμε με το μικρότερο δυνατόν κόστος προετοιμασίας. Και μπήκαν τουρίστες-φορείς του κορονοϊού, και εξαπλώθηκαν τα κρούσματα, και είχαμε χιλιάδες (από εκατοντάδες, μέχρι τότε) νεκρούς, οδηγηθήκαμε σε lockdown, και οδηγήσαμε την οικονομία μας να περνάει εξαιρετικά δύσκολα τώρα.

Αυτό είναι το τίμημα. Είναι, θεωρώ, πολύ απλά τα πράγματα. Οι κανόνες για δύο μέτρα και μάσκες και χωρητικότητα είναι σωστοί, αλλά μοιάζουν πολύ με την λογική «μόνο πέντε άνθρωποι ανα λεωφορείο που θα σας πάει στο αεροδρόμιο να ταξιδέψετε με γεμάτο αεροπλάνο όλοι μαζί»: Μπορούμε να το περιγράφουμε ως ανέκδοτο που λέει στην σκηνή ένας standup comedian, αλλά την ώρα του λογαριασμού εκεί πληρώνεις το ποτό σου, όχι με την ζωή σου, ή την ζωή των συγγενών σου.

Στην ακρη του τέλους για την πιο μεγάλη δίκη των τελευταίων χρόνων, και πριν ακόμα μάθουμε ποια η ετυμηγορία των δικαστών για τις μέρες και τα έργα των μελών της Χρυσής Αυγής, το μυαλό μου δεν πάει στο αποτέλεσμα, που έτσι κι αλλιώς πια δεν ελέγχεται, αλλά στον δικό μας ρόλο.

Κάποτε, έγραφα για τις ματωμένες ψήφους της Χρυσής Αυγής. Τις λερωμένες με αίμα μπότες στο κατώφλι, και το πως, η υψηλή τάξη της κοινωνίας μας, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, αντιμετώπισαν (ή μάλλον απέφυγαν συνειδητά να αντιμετωπίσουν) την σβάστικα και  τα σηκωμένα, ματωμένα χέρια των ναζί. Κάποτε, έλεγα πως η στάση μας απέναντι στον ναζισμό, ακόμα και αν ήταν σχεδόν αυτοκαταστροφική, ήταν μια σημαντική στιγμή ελπίδας για όλους μας.

Τώρα πια, που έρχεται η ώρα της κρίσης, συνεχίζω με απογοήτευση να σκέφτομαι πως δεν μάθαμε τίποτα απολύτως.

~

Όπως και με τα μνημόνια, όπως και με την αδιαμφισβήτητη οικονομική μας καταστροφή ως χώρα, αισθάνομαι πως ο,τι ζήσαμε, που θα ήταν τουλάχιστον χρήσιμο έστω ως μάθημα για να μην το επαναλάβουμε, δεν μοιάζει να μας οδήγησε στην ανάγκη να αλλάξουμε, ως χώρα, ως πολίτες, ως άνθρωποι ατομικά, δεν μας επέφερε καμία αλλαγή στην σκέψη μας, δεν μας χρησίμευσε τουλάχιστον ως εμπειρία.

Μία τεράστια δίκη, που ανέπτυξε κατά πως λένε πλήρως τις πράξεις αυτής της (τρομοκρατικής, κατ’ εμέ) ναζιστικής συμμορίας, παρά την άοκνη προσπάθεια λίγων εθελοντών που έκαναν περισσότερα από όσα μπορούσαν για να την αναδείξουν, δεν είχε παρά μόνο δευτερόλεπτα προβολής στα παραδοσιακά δημοσιογραφικά μέσα. 

Σαν να μην έγινε ποτέ.

Σαν να μην εξοπλίσαμε εμείς (συνολικά, ως πολίτες αυτής της ταλαιπωρημένης χώρας)  με τις ψήφους μας αυτούς τους ναζί δολοφόνους, ώστε να μπουν στην Βουλή και να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη εξουσία.

Η κοινωνία πίστεψε, πραγματικά, ότι μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν θα βρίσκονταν άλλες δικαιολογίες. Κατ’ εμέ διαψεύστηκε, και από τους φιλελεύθερους δήθεν Τζήμερους και Μπογδάνους, που ασχολήθηκαν με τις ευθύνες του θύματος στρώνοντας το χαλί για τους δολοφόνους να υπερασπιστούν τις πράξεις τους, αλλά και τους συντηρητικούς της ΝΔ και του αντίστοιχου πολιτικού φάσματος που πολύ αμφιβάλλω αν ψέλισσαν έστω και μία λέξη στις ημέρες μνήμης του Φύσσα φροντίζοντας να διαχωρίσουν την θέση τους από οποιαδήποτε κριτική κάθε είδους.

Ο Φύσσας δεν έγινε για όλους λοιπόν αυτό που έγινε για εμάς.

Ακόμα και αν αυτό μοιάζει μικρό, και ασήμαντο, σας βεβαιώ πως δεν είναι. Είναι πολύ εύκολο στην βεβαιότητα του δίκιου μας να λησμονήσουμε πως, για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όχι απαραίτητα ψηφοφόρων της ναζιστικής οργάνωσης, συστηματικά και εντελώς οργανωμένα, ο Φύσσας έφταιγε – τουλάχιστον όσο έφταιγε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, ο Ζακ Κωστόπουλος, ή, για τους πιο παλιούς, ο Μιχάλης Καλτεζάς. Και, το ίδιο μεγάλο μέρος της κοινωνίας επίσης, που γοητεύεται από το ενός λεπτού σιγής στην βουλή για τον Κατσίφα και την λογική «του άλλου, μα ίδιου άκρου» για τους αντίφα, δεν έμαθε ποτέ τις βαρβαρότητες των χρυσαυγιτών και τις γελοίες δικαιολογίες που ξεστόμιζαν, δειλά, στο βήμα δικαστηρίου.

Η αποκαθήλωση των «προστατών των γιαγιάδων», που εμείς θεωρούμε τόσο αυτονόητη – για κάποιους δεν έγινε ποτέ.

Φανταστείτε πχ, για ένα λεπτό, τι θα ήταν το Νταχάου αν δεν υπήρχαν περιγραφές και ντοκιμαντέρ, αν δεν υπήρχαν οι φυλακισμένοι να μας εξιστορίσουν τα βιώματά τους, αν δεν υπήρχε καταγεγραμμένη αυτή η φρικτή ιστορία για να καθηλωθεί, σαν εφιάλτης στο μυαλό μας, να μας πονά και να μας διδάσκει, ότι η φρίκη είναι άνθρωπος, ο διπλανός, μας, εμείς – αν δεν χτίσουμε τις δύσκολες, αλλά απαραίτητες άμυνες για να μην καταντήσουμε έτσι.

Η απόκρυψη της δράσης και των έργων, της νοοτροπίας και της λειτουργίας των ναζί της Χρυσής Αυγής, είχε και έχει σαν στόχο ακριβώς αυτό: την λήθη και την αποδοχή. Και μαζί με την διαρκώς υποβόσκουσα ρατσιστική και φασιστική συμπεριφορά που διδασκόμαστε καθημερινά και ύπουλα από την κάθε μορφής εξουσία, κρατική, αστυνομική ή  δημοσιογραφική, είναι η κουβέρτα που σκεπάζει και ζεσταίνει ως αυγό του φιδιού τους επόμενους ναζί της εποχής μας.

Όταν μία ομάδα ανθρώπων πχ αντιδρά τόσο βίαια και αλόγιστα στην εγκατάσταση προσφυγόπουλων, και επιχαίρει που τελικά θα φύγουν εφόσον θα έρθει η εισαγγελέας και θα τους προστατέψει από τα χέρια τους, και όσο αυτό γίνεται πλέον νόρμα και απολύτως φυσιολογικό, τόσο σκέφτομαι πως συνηθίσαμε στο τέρας, γίναμε το τέρας, και τίποτα από όλα όσα έγιναν και μπορούσαμε να εκπαιδευτούμε, να διδαχθούμε, να αποφύγουμε, δεν μας ακούμπησαν τελικά.

~

Η μάχη της ενημέρωσης και της εκπαίδευσης, η μόνη που μπορούσε να μας προσφέρει κάτι από όλη αυτήν την ιστορία, χάθηκε. Η Χρυσή Αυγή, και η κάθε αντίστοιχη Χρυσή Αυγή, δεν πολεμιέται στα δικαστήρια. Είτε η  δικαιοσύνη κάνει, είτε δεν κάνει το καθήκον της – η παρανομία δεν είναι άγνωστη στους ονειροπόλους της σβάστικας και του Αδόλφου Χίτλερ. Η βία, τα σκοτεινά λαγούμια και ο υπόκοσμος είναι το μέρος που γεννιέται, όχι το μέρος που πεθαίνει ο ναζισμός.

Η μόνη ελπίδα που έχουμε, πιστεύω προσωπικά, είναι ο κάθε ένας από εμάς, με το ελάχιστο που μπορεί, με μία ανάρτηση, με ένα like, με ένα tweet ή ένα post, με μία αντίδραση μικρή σε μία ευκαιρία που θα εκμεταλλευτεί, να δείξει ότι ο ναζισμός είναι απαράδεκτος. Ο κάθε ένας από εμας, στο ελάχιστο που μπορεί να κάνει, ακόμα και αν αυτό μοιάζει μικρό.

Η θέση μου είναι πως ο ρατσισμός, ο φασισμός, ο ναζισμός – δεν περιμένουμε τώρα να μάθουμε αν είναι, ή όχι, παράνομος. Ξέρουμε ότι είναι παράνομος. Ότι είναι απαράδεκτος πρέπει να φροντίσουμε να καταλάβουν όλοι. 

Απαράδεκτος στην ανθρωπιά μας, απαράδεκτος στην λογική μας, απαράδεκτος στην αξιοπρέπειά μας.

Και αυτή είναι η μόνη ουσιαστική ποινή που της αξίζει.

Το big brother ξαναμπαίνει στις ζωές μας – και η προετοιμασία για την υποδοχή του μοιάζει να είναι ακριβώς αυτή που θα υποσχόταν το κόνσεπτ του – αυτό θεωρώ είναι το ένα από τα δύο στοιχεία στα οποία καλό θα ήταν από την αρχή να μην το αντιμετωπίσουμε υποκριτικά: 

Προφανώς ένα πρόγραμμα που στοχεύει στην 24ωρη παρακολούθηση της ζωής μιας προεπιλεγμένης ομάδας έγκλειστων χαρακτήρων δεν προδιαθέτει σε ποιότητα και αξιοπρέπεια – ήδη από τις καταστατικές του αξίες.

Η ανακοίνωση των παικτών που θα συμμετάσχουν (το πρώτο και το τελευταίο επίπεδο ενασχόλησής μου με το θέμα) ανέδειξε ήδη από την αρχή το πρόβλημα: ένα συνοθύλευμα ρατσισμού, ομοφοβίας, σεξισμού, με ρόλους «θυμάτων» και «θυτών», ένα μοντέλο που ομοιάζει με αυτό του Στάνφορντ – μόνο που οι ρόλοι στο πείραμά του είναι τυχαίοι, ενώ εδώ μοιρασμένοι από την αρχή, ξεκάθαροι και προδιαγεγραμμένοι, ώστε από την μία να είναι όσο πιο εύπεπτοι είναι δυνατόν από ένα κοινό που δεν ξέρει ή δεν θέλει ούτε κατ’ ελάχιστον να κουραστεί να ανακαλύψει τον προστατευόμενό του ή αυτούς που θα επιλέξει να εξαφανίσει με ένα SMS του και από την άλλη και από τους παίκτες που ξέρουν ακριβως τι ρόλο καλούνται να παίξουν, και για ποιον λόγο είναι στο παιχνίδι.

Ο ρατσιστής δηλαδή, αφού έγινε δεκτός ακριβώς γι’ αυτό, για τον ρόλο του, βλέποντας αλβανίδες και ρουμάνες στο παιχνίδι, καταλαβαίνει τι ακριβώς πρέπει να κάνει για συνεχίσει να κάνει αυτό που έχει κληθεί εξ αρχής να καλύψει.

Ας είμαστε λοιπόν ειλικρινείς: όταν το κόνσεπτ είναι αυτό δεν περιμένεις πολλά από το κάστινγκ και όταν το κάστινγκ είναι τόσο σοφά εναρμονισμένο με το κόνσεπτ το πράγμα ολοκληρώνεται γλυκά. Και ο ΣΚΑΙ το ξέρει, και ο διαφημιζόμενος το ξέρει, και ο τηλεθεατής το ξέρει. 

Υπάρχει όμως και η επιπλέον ανάγνωση, η επιπλέον υποκρισία που είναι σημαντικό να ξεπεράσουμε πριν ακόμα ξεκινήσει η σειρά, για να μπορούμε να κοιταζόμαστε μεταξύ μας χωρίς να κοροϊδευόμαστε:

Το big brother δεν είναι «το παράθυρο στην κοινωνία» όπως διατείνεται πως είναι.

Όταν πρωτοήρθε στην ζωή μας, παρουσιάστηκε ως το παράθυρο στην ζωή καθημερινών ανθρώπων, η ευκαιρία να δούμε ανθρώπους όπως είναι τις ώρες που δεν βρίσκονται -υποτίθεται- κάτω από τα φώτα την δημοσιότητας και δεν -υποτίθεται- είναι αναγκασμένοι να προσποιούνται. 

Το συνονθύλευμα ρατσισμού, ομοφοβίας και σεξισμού που έχει επιλεχθεί όμως, είναι άστοχο να ορίζεται (από τον ΣΚΑΙ) ως «παράθυρο στην κοινωνία». Όχι γιατί δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά κυρίως επειδή δεν υπάρχουν μόνο τέτοιοι άνθρωποι.

Πότε είδατε έναν αναρχικό να παρουσιάζει τις θέσεις του πχ για μία κατάληψη; Πότε είδατε έναν αλληλέγγυο προς τους μετανάστες να εξηγεί γιατί το κάνει, και τι πιστεύει; Πότε είδατε έναν ομοφυλόφιλο ή έναν φυλακισμένο ή έναν ρομά ή έναν άθεο ή έναν μετανάστη να εξιστορούν με πόσες και ποιες αντιλήψεις (που πολλές φορές αναπαράγονται σωρηδόν από τα ίδια τα μέσα) έχουν να αντιπαρατεθούν στην καθημερινότητά τους για να ζήσουν όσα έχει πρόσβαση να ζήσει ένας οποιοσδήποτε πολίτης;

Όλα αυτά μπορεί να είναι αντικείμενα έρευνας σε ένα ντοκιμαντέρ πχ, αλλά δεν αντιπροσωπεύονται αντίστοιχα με τους ρυθμούς των ρατσιστών, των ομοφοβικών, των φασιστών ή των σεξιστών και συντηρητικών ατόμων που καλούμαστε κάθε μέρα να αφομοιώσουμε μέσω της ΜΜΕ επικοινωνιακής καθημερινής γραμμής.

Δεν συζητάμε δηλαδή πια αν μία «ψυχαγωγική» εκπομπή που επιλέγει το καστ της είναι ή όχι μία αντικειμενική αναπαράσταση του μέσου πολίτη, γιατί ξεκάθαρα κατ’ εμέ, η ίδια η ενημερωτική τηλεόραση εν γενει  δεν καλύπτει με το ίδιο σθένος και την ίδια δυναμική μία ειλικρινής και τίμια αντιπροσώπευση του πολίτη δίπλα μας.

Και, πάλι για μένα τουλάχιστον ξεκάθαρα, όλο αυτό δεν λειτουργεί ενημερωτικά «να, έτσι είναι η κοινωνία μας, γεμάτη ρατσιστές, φασίστες σεξιστές και ομοφοβικούς», αλλά εντελώς εκπαιδευτικά, «να, τέτοιος ρατσιστής/ομοφοβικός/συντηριτικός/φασίστας/σεξιστής πρέπει να είσαι για να έχεις δικαίωμα στα 5′ δημοσιότητας που θα σου δώσουμε».

Αν λοιπόν κάτι είναι το big brother, και αυτό αλλάζει άρδην την οπτική μου σ’ αυτήν την εκπομπή, και την αντίστοιχη αντιμετώπισή μου στην προβολή της, είναι πως είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα της  «τηλεοπτικής κοινωνίας». Αν κανείς το δει όχι ως μικρογραφία της κοινωνίας, αλλά μικρογραφία της άποψης της τηλεόρασης για το πως θέλει να είναι η κοινωνία, θα καταλάβει όχι μόνο την εγγενή απέχθεια στο προϊόν που δημιουργείται προς κατανάλωση, αλλά και στον φόβο που αισθάνομαι με την προβολή του.

Δεν γελιέμαι. Η σειρά θα έχει κοινό, θα έχει χορηγούς, θα έχει τηλεθέαση και θα αποκτήσει λόγο στην κοινωνία μας. Λόγο ανώτερο και όχι ισότιμο με τον γιατρό στους γιατρούς χωρίς σύνορα που τρέχει να εμβολιάσει τον άνθρωπο ενώ του πετάνε πέτρες, λόγο ανώτερο και όχι ισότιμο με τον δημοσιογράφο του thepressproject που θα αναδείξει μία ρατσιστική συμπεριφορά ή του omniatv που θα αναδείξει ένα σεξιστικό πρόβλημα, λόγο ανώτερο και όχι ισότιμο με την διεθνή αμνηστία που θα υπερασπιστεί έναν αδύναμο.

Είναι για μένα σαφές πως, ο,τι μπορεί να γίνει από την κοινωνία για να αυτοπροστατευτεί, την αφορά αποκλειστικά μέχρι τα δευτερόλεπτα πριν την έναρξη του πρώτου επεισοδίου. Μετά από αυτό, ο,τι και να γίνει έχουμε χάσει. Είτε είμαστε τυχεροί και το κόνσεπτ δεν πιάσει, είτε είμαστε άτυχοι και τα πράγματα πάνε ακριβώς όπως τα ονειρεύεται ο ΣΚΑΙ με αίμα, σεξ, δάκρυα και ιδρώτα, αυτά δηλαδή που φέρνουν ακόμα μεγαλύτερη επισκεψιμότητα νούμερα και πωλήσεις, το μόνο που θα μπορούμε να ελπίζουμε είναι να διαχειριστούμε την ζημιά μας.

Και όσο εμείς ξοδευόμαστε να κοιτάμε με ενφιαφέρον και άποψη τα δωμάτια των άλλων, αποφεύγουμε πολύ έντεχνα να κοιτάξουμε το δικο μας, και το πως έχει καταντήσει.

Τώρα που φτάνουμε στο τέλος του άρθρου, έχω και μία παραδοχή να κάνω: στον τίτλο γράφω για δύο υποκρισίες, αλλά στο τέλος έχω φυλάξει και μία τρίτη, πιο σημαντική:

Ποιος φταίει που το Big Brother υπάρχει;

Η εταιρία πουλάει στον ΣΚΑΙ μια ιδέα που πιστεύει ότι ενδιαφέρει το κοινό, και αυτός το αγοράζει, γιατί συμφωνεί, και έτσι θα έρθουν νούμερα, τηλεθέαση, χρήματα και ανάπτυξη. Το κόνσεπτ είναι, όπως είπαμε, γνωστό – και πάνω σ’ αυτό, αισχρά πλην όμως τίμια, το καστ το συμπληρώνει θαυμάσια γιατί αυτό θέλει το κοινό. Οι χορηγοί και οι διαφημιζόμενοι προσβλέπουν ακριβώς σε αυτήν την τηλεθέαση, και πιστεύουν ότι το κοινό των εκπομπών αυτών είναι και οι δικοί τους πελάτες. Τα άλλα ΜΜΕ θα στηρίξουν αυτό το προϊόν, διαφημίζοντάς το αφού αφορά και το δικό τους κοινό (είτε θετικά, είτε αρνητικά – διαφήμιση είναι).

Ποιος από αυτούς ευθύνεται τελικά;

Όλοι αυτοί, βασίζονται σε μία συνισταμένη για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Οι παίκτες, η εταιρία που έχει την ιδέα, ο ΣΚΑΙ που κάνει την παραγωγή, οι διαφημιζόμενοι – όλοι αυτοί έχουν μία κοινή συνισταμένη: αυτό αρέσει στον πελάτη.

Ο πελάτης με την σειρά του, ψηφίζει. Επιλέγει. Αποδέχεται. Αποδέχεται τον ρατσιστή, αποδέχεται την διαδικασία, την ιδέα, αποδέχεται τον χορηγό και την πλύση εγκεφάλου για να αποκτήσει άποψη και γνώμη γι’ αυτόν τον οχετό. Αποδέχεται, κυρίως, ο ένας τον άλλον, ως κοινό και πελάτη.

Οπότε, ποιος ευθύνεται τελικά;

Μπορούμε να ρίξουμε το φταίξιμο σε όλους τους άλλους. Την παραγωγή, την ιδέα, την χρηματοδότηση, τους παίκτες και τον παρουσιαστή, αυτούς που το διατηρούν και το πολλαπλασιάζουν στην οπτική μας μέχρι να το αποδεχθούμε. Είναι εύκολο, και κυρίως, χωρίς κόπο για εμάς.

Πόσο θα μας πάρει όμως να παραδεχθούμε, ότι το αληθινό προϊόν του Big Brother είμαστε τελικά εμείς, το κοινό, και είμαστε εξίσου συνυπεύθυνοι με τους υπόλοιπους για την μετάδοσή του;

Την πυρκαγιά στις Μυκήνες, την είδα πολύ πριν την μάθω από τα μέσα ενημέρωσης. Για να είμαι ακριβής, την έμαθα αρκετές ώρες αφότου ξεκίνησε, ίσως και όταν πια είχε τεθεί υπό έλεγχο. Ένας μεγάλος, δυσοίωνος καπνός φαινόταν ήδη κοιτώντας το Λουτράκι, και η ανησυχία μετά την πυρκαγιά στις Κεχριές από τις οποίες, τελικά, θα περνούσαμε, ήταν μεγάλη – και έκδηλη. Φτάνοντας στον προορισμό μας, μάθαμε, επιτέλους, που ήταν αυτός ο καπνός που φαινόταν στο βάθος. Είχαμε ανησυχήσει, γιατί κανείς δεν είχε ενημέρωση, και φοβόμουν μήπως, όπως και στο Μάτι, μας έβρισκε σε μία περιοχή που δεν ξέραμε, και δεν ήμασταν προετοιμασμένοι και εξοικιωμένοι για να αποφύγουμε.

Είμαι εκ φύσεως (θέλω να πιστεύω) άνθρωπος δίκαιος: Φωτιές, πιάνουν. Παντού. Σε όλες τις χώρες, σε όλα τα μέρη, με λιγότερη ή περισσότερη προφύλαξη, μια φωτιά κάπως μπορεί να ανάψει. Θέλω επίσης να πιστεύω ότι κανένας δεν λέει «στ’ αρχίδια μου, ας καεί» – ούτε προφανώς πυροσβέστης, ούτε φύλακας, ούτε υπεύθυνος, ούτε διευθυντής, ούτε Υπουργός. Μπορεί να παρθούν λάθος αποφάσεις, ή οι προτεραιότητες να είναι λάθος, ένας φύλακας λιγότερος ώστε να βαφτεί ο χώρος, ένα σύστημα συναγερμού λιγότερο ώστε να πάρουμε κάποιον δικό μας, ναι, αυτά συμβαίνουν, και η κριτική μας, αν είναι τίμια, μπορεί να τα εξαλείψει.

Για να γίνει βέβαια αυτό, πρέπει να υπάρχει κριτική. Για να είναι η κριτική τίμια, πρέπει να υπάρχει έρευνα, και γνώση.

Η αληθινή φωτιά που θα έπρεπε -κατά την γνώμη μου- να συζητάμε στις Μυκήνες, αυτή που θα έπρεπε να μας τρομοκρατεί και που θα έπρεπε, άμεσα, να αντιμετωπισουμε δεν είχε ούτε μία πραγματική φλογίτσα. Αλλού είναι το κακό.

Αρχικά, όταν έπιασε η φωτιά, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, επέλεξαν να την υποβαθμίσουν. Για την πυροσβεστική και το ΑΠΕ, ήταν μία φωτιά σε ξεροχώραφα, άνευ σημασίας. Για τα κανάλια, ανάξια αναφοράς. Όλα αυτά εντός ελλάδας, γιατί στο εξωτερικό, μόλις μαθεύτηκε η είδηση (κάποια) μέσα διέκοψαν το πρόγραμμά τους για το αναφέρουν στους θεατές τους.

Στην συνέχεια, όταν μαθεύτηκε πλέον ότι τα ξεροχώραφα ήταν στην πραγματικότητα ο αρχαιολογικός χώρος, το πράγμα έγινε ακόμα πιο γελοίο. Η δημοσιογραφική κάλυψη είχε να κάνει με την άρτια κρατική επέμβαση, τους τάφους που ήταν, στην πραγματικότητα για …φανταστικούς χαρακτήρες, την υποβάθμιση της όποιας ζημιάς, και την σύνδεση με το Μάτι, και τους 102 νεκρούς.

Η δε κρατική αντιμετώπιση έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη, καθώς με μισές αλήθειες και προσεκτικά επιλεγμένες φωτογραφίες παρουσίαζε την κατάσταση σχεδόν ως μη γενόμενη στα social media (με αναρτήσεις που δεν επιτρεπόταν ο σχολιασμός, μία πρωτόγνωρη διαδικασία αν μη τι άλλο) ενώ η αρμόδια Υπουργός, υποβάθμιζε την κατάσταση με δηλώσεις όπως «θα δουν λίγο μαύρο οι επισκέπτες».

Ξανά, για να είμαστε σαφείς και να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: την φωτιά, δεν την έβαλε προφανώς η κυβέρνηση. Ούτε και υπήρχε έστω και η απειροελάχιστη ένδειξη ότι δεν την αντιμετώπισε σωστά (αν και υπήρχαν κάποιοι ενδοιασμοί για την πυρόσβεση, θέλω να πιστεύω αβάσιμοι). Δεν λέω ότι τα έκανε όλα σωστά, αλλά πιστεύω ότι δεν υπήρξε κάποια εξόφθαλμη αβλεψία. Για την φυσική πυρκαγιά. Η άλλη, που άναψε μετά όμως, είναι άλλο θέμα.

Η απόκρυψη του γεγονότος, η υποβάθμισή του, οι δημόσιες και επίσημες μισές αλήθειες που κρύβουν ολόκληρα ψέματα, η δημοσιογραφία που αρνείται να ενημερώσει, αρνείται να ερευνήσει, αρνείται έστω να έχει καν αμφιβολίες για την κρατική διαδικασία, ανάβουν μία φωτιά πολύ πιο σημαντική, πολύ πιο επικίνδυνη, πολύ, πολύ πιο σοβαρή.

Όχι μόνο έτσι δεν θα διορθωθεί ακόμα και αν υπήρξε κάποιο λάθος ή εσφαλμένη ενέργεια, αλλά θα διασπείρει στον πολίτη μία τρομακτική αμφισβήτηση για την αξιοπιστία του κράτους και της δημοσιογραφίας, που θα απλωθεί πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο καταστροφικά από μία φωτιά σε ξερά χόρτα.

Κανείς δεν θα εμπιστεύεται πια την κυβέρνησή του. Κανείς δεν θα βασίζεται πια στην δημοσιογραφία για να ελέγξει και να διαλευκάνει. Ο πολίτης θα βλέπει πια (δικαίως!) μόνο εχθρούς δίπλα του, και αυτό θα είναι τρομαχτικό για την επόμενη μέρα, που θα αντικρίσουμε τα αποτελέσματα αυτής της απαξίωσης.

Στο τέλος-τέλος, το λιγότερο που θα μπορούσε να γίνει, η τελευταία γραμμή άμυνας που θα μπορούσαμε να έχουμε, είναι όπου και αν τάσσεται πολιτικά κανείς, ό,τι και αν πιστεύει κομματικά, να μην ανεχθεί την δήλωσης της υπεύθυνης υπουργού πολιτισμού «να μην μιλάνε στον Σύριζα για φωτιές» όταν της ασκείται κριτική από την αντιπολίτευση.

Γιατί τέτοιες εξυπνακίστικες και λαϊκίστικες αποφυγές της ευθύνης, η εκδικητική χολή πεντάχρονου που μόλις του επεσήμαναν ότι στην βάρδια του έγινε μία -αναμφισβήτητη- ζημιά, μας οδηγούν όχι μόνο σε μαύρους, σκοτεινούς και ανεξέλεγκτους καιρούς, σε μία καταστροφική ζημιά, που καμία αναδάσωση ελπίδας δεν θα αντέξει ποτέ να φυτρώσει

Μου ήταν δύσκολο να επιλέξω να κρατήσω αυτόν τον τίτλο μιλώντας για τον Βασίλη Μάγγο, τον αγώνα και τον θάνατό του. Δύσκολο, γιατί αν και όλα ξεκίνησαν από εκεί, και όλα τελικά φαίνεται να καταλήγουν εκεί, δεν θα έπρεπε ίσως να τιτλοφορήσω την ιστορία του με τέτοιον δύσοσμο τίτλο. Φευ, μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα, αλλά δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε οτι δεν τα βλέπουμε. Ας ασχοληθούμε λοιπόν μ’ αυτά επιτέλους.

Έναν μήνα πριν, ο Βασίλης Μάγγος, καταγγέλει ότι οι αστυνομικές δυνάμεις στον Βόλο, αφού πρώτα τον χτύπησαν και τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα, στην συνέχεια βλέποντας την κατάστασή του τον έδιωξαν, χωρίς να του απαγγείλουν κατηγορίες.

ΕΓΩ, Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΑΓΓΟΣ, ΚΑΤΑΓΓΕΛΩ:

Βρίσκομαι στο νοσοκομείο με 6 ή 7 κατάγματα στα πλευρά και με θλάση στο συκώτι και την χοληδόχο κύστη , χτυπημένος άγρια κ βασανισμένος από τις δυνάμεις καταστολής(ΜΑΤ,ΟΠΚΕ,Ασφάλεια). Υπάρχουν τα σχετικά βίντεο κ φωτογραφίες, οπότε σας δίνω μια μικρή μόνο γεύση του τι έγινε..

Αλλά ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή…

Το Σάββατο, πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στη καύση σκουπιδιών από την Lafarge, ενάντια δηλαδή στον καρκίνο και τον θάνατο που πλανάται πάνω από την πόλη μας και το εισπνέουμε όλοι καθημερινά, αφού συνεχως βρωμάει το καμένο πλαστικό στην ατμόσφαιρα της πόλης μας. Κι επειδή βλέπω κάτι ψευτοανακοινωσεις απο τη μεριά της αστυνομίας, που προσπαθούν να βγουν και θύματα(!), παρά τα όσα αίσχη κάνανε και τα χουν καταγράψει ο κόσμος με τα κινητά και τις κάμερές του, μιας και υπάρχει κ ο φακός συγκεκριμένων ρεπόρτερ από συγκεκριμένες φυλλάδες και κανάλια που παίζουν το βρώμικο παιχνίδι της εξουσίας.

Ζήτημα πρώτο, λοιπόν: Ύπηρξε μια «μικρή ομάδα ταραξιών αντιεξουσιαστών» που ήθελε «να χυθεί αίμα αστυνομικών»; Ε, λοιπόν τέτοια ομάδα δεν υπήρξε, το μόνο που υπήρξε ήταν η οργή του κόσμου που θέλησε να μπει στο εργοστάσιο, να κρεμάσει τα πανό του και να διαμαρτυρηθεί και οι «κύριοι» αστυνομικοί παρεμπόδιζαν την είσοδο των διαδηλωτών. Δεν υπολόγισαν όμως πως ο κόσμος έχει απηυδήσει με την κατάσταση αυτή και αν τους μπάτσους τους νοιάζει πιο πολύ το να εκτελούν εντολές απ’ την υγεία τους και από την υγεία όλων των πολιτών, των παιδιών μας και του μέλλοντος αυτής της πόλης, ε κι εμάς δεν μας νοιάζει τότε ποιος θα σταθεί μπροστά μας, θα κάνουμε ότι μπορούμε για να περάσουμε και να διαμαρτυρηθούμε όπως εμείς, οι χιλιάδες πολίτες, οι κινήσεις και τα εγχειρήματα, συλλογικά αποφασίζουμε.

Και ας μας πουν, λοιπόν, αφού όπως ψευδώς ισχυρίζονται πως τους αφορά το ζήτημα, για ποιο λόγο είναι συνέχεια απέναντι μας στις διαμαρτυρίες μας για την καύση, είτε στο δημαρχείο, είτε στη νομαρχία, είτε προχθές στο ίδιο το εργοστάσιο όπως και σήμερα στη Λάρισα, όπως πάντα και παντού. Επίσης, γιατί φέρνουνε ολόκληρο στρατό στη πόλη μας, όταν τίθεται το ζήτημα αυτό, σε μορφή διαμαρτυρίας; Άρα, καλύτερα να μην μιλάνε για την ελάχιστη μορφή βίας απέναντι στη βία που μας επιβάλουν κάθε μέρα.

Και κάπου εκει, ξεκινάει το όργιο της καταστολής. Πέσανε μερικές μπογιές προς τα ΜΑΤ και προς το εργοστάσιο, άντε και καμιά πέτρα, σας το δίνουμε, και οι «άριστοι» ξεκινήσανε να πετάνε κρότου λάμψης και δακρυγόνα μέσα στο κόσμο, σε μεγάλους ανθρώπους, σε μικρά παιδιά, άντρες, γυναίκες, η καταστολή δεν κάνει διακρίσεις. Με το που δημιουργήθηκε ο αναμενόμενος πανικός, οι προστάτες μας με στολή, ξεκίνησαν να χτυπάνε αδιακρίτως ΟΠΟΙΟΝ/Α βλέπανε μπροστά τους, όπως υπάρχουν και τα σχετικά βίντεο και φωτογραφίες. Αφού επικράτησε χάος, συνέλαβαν κάποιους μετά… «μουσικής» των γκλοπς και αφού έγινε η προσπάθεια από αλληλέγγυο κόσμο να απεγκλωβιστούν από την παραλία όσοι βρίσκονταν εκεί, που κι εκεί συλλάβανε κόσμο που πήγε να βοηθήσει, κι ενω όλα είχαν τελειώσει από πλευράς των διαδηλωτών ξαναξεκίνησαν αναίτια να τρέχουν τον κόσμο και το κορυφαίο? Οι πανέξυπνοι, ρίξανε χημικά έξω από το νοσοκομείο! Αν υπάρχει Όσκαρ ηλιθιότητας και σαδισμού, παρακαλώ όπως το αποδώσετε άμεσα στην ΕΛ.ΑΣ.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μαζεύτηκε κόσμος έξω από το αστυνομικό μέγαρο στο Αλιβέρι, απλώς και μόνο για να υποδηλώσει τη παρουσία του και την αλληλεγγύη του προς τα παιδιά που κρατούνταν, ακόμη μία νόμιμη διαμαρτυρία και συγκέντρωση, όπου χτυπήθηκε άσχημα από την αστυνομία για να εκδιωχθούν από που? Από τον δρόμο έξω από το τμήμα! 
Φυσικά, ξέρουμε πως αυτή είναι η γραμμή, είναι μια σύγχρονη χούντα που τη βλέπουμε καθημερινά κυρίως στη πρωτεύουσα κι απλώς τη ζήσαμε και στη πόλη μας.

Κι εδώ, φτάνουμε στην δικιά μου περίπτωση. Εγώ την Κυριακή δεν ήμουν με το συγκεντρωμένο πλήθος, τυχαία βέβαια, όμως με το που είδα τους δικούς μου ανθρώπους να διαμαρτύρονται έξω από τα δικαστήρια, σταμάτησα αμέσως με το μηχανάκι μου για να συσπειρωθώ με τους αλληλέγγυους. Έτυχε εκείνη τη στιγμή να βγάζουν οι ασφαλίτες το παιδί που είχαν κρατούμενο κι εγώ αντί να τρέξω στο πλήθος, έτρεξα προς το μέρος των μπάτσων να διαμαρτυρηθώ, γιατι έτσι ένιωσα εκείνη τη στιγμή, με έπνιξε το δίκιο μου, έλεγα από μέσα μου κοίτα να δεις, εμ μας μολύνουν τον αέρα με καρκίνο, εμ μας βαράνε αλύπητα τα τσιράκια τους με τα χημικά, τις κρότου λάμψης και τα γκλοπς, εμ μας τραβολογάνε δέσμιους στα δικαστήρια. Δεν πρόλαβα όμως καν να φτάσω στους ασφαλίτες.

Πετάχτηκε μια διμοιρία ΟΠΚΕ και μια ματ, στοχευμένα και συγκεκριμένα για μένα, μιας και με γνωρίζουν, ήρθαν τρέχοντας κατά πάνω μου και ξεκίνησαν να με βαράνε αναίτια, δολοφονικά, απάνθρωπα κι αλύπητα. Με χτυπούσαν μέχρι που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, γιατί είχα χτυπηθεί άσχημα στα πλευρά, τους φώναζα, δεν τους ένοιαζε καν. Μου βάλανε χειροπέδες 
και με πήραν σηκωτό, ενώ με βριζανε με το επίθετο μου. Μέσ’ στο αμάξι, μου δώσανε μερικές ακόμα και όταν πήγα να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου μου λέγανε «κάτω το κεφάλι πούστη», επειδή βογγούσα και έκανα «αααα» απ’ τον πόνο, αυτοί μου λέγανε «τι α μωρη κραγμένη» και αλλά τέτοια ωραία. Όταν φτάσαμε στο τμήμα, πήρε σειρά ο ασφαλίτης που φαίνεται και στο βίντεο να ανοίγει τη πόρτα από το ασφαλίτικο, με κράταγαν τα οπκε και με βαρούσε αυτός. Όταν φώναζα πως θέλω νοσοκομείο, μου λέγανε άσε ρε τα ψέματα και άλλα τέτοια διάφορα. Όταν ζήτησα λίγο νερό, στην αρχή δεν μου δίνανε κι έπειτα με βάλανε να πιω από έναν καταψύκτη που έτρεχε σταγόνα-σταγονα το νερό και μάλιστα από κάτω προς τα πάνω. Εγώ εντωμεταξύ να ‘μαι σακάτης, κατάκοιτος και να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Και αφού διασκέδασαν όλοι μαζί πάνω μου, με ρίξανε στο κρατητήριο. 

Τελικά με βγάλανε, αφού τους άκουσα να λένε πως αν με κρατούσαν θα έπρεπε να με παν και νοσοκομείο, άσε σου λέει μην χρεωθούμε κιόλας με το μαλακιστήρι. Όταν ρώτησα το όνομα του ασφαλίτη που με βαραγε για να καταθέσω μήνυση δεν μου απαντούσε και μάλιστα με κορόιδευε και μου λέγε εσύ τι είσαι αστυνομία για να μάθεις? Κι όταν του είπα πως θα του κάνω μήνυση άλλα λέω ποιος θα σε πειράξει, μήπως η αστυνομία? Και γελώντας, σήκωσε τα χέρια και μου λέει: «βλέπεις, τα λες και μόνος σου». Βέβαια, όταν τον ρώτησα τι θα έκανε αν ήταν το παιδί του στη θέση μου, μου απάντησε πως το παιδί του δεν θα ήταν «τέτοιο τσογλάνι να πηγαίνει στις πορείες», άσχετα με το τι ευαγγελίζονται στις ανακοινώσεις τους, για να κανουν επίκληση στο συναίσθημα της κοινής γνώμης… Αν και θεωρώ θετικό το στοιχείο να πηγαίνουν τα παιδιά των αστυνομικών στις πορείες, κατι θα ξέρουν…

Τελικά, με πέταξαν έξω απ’ το τμήμα χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα καλά-καλά και σίγουρα δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου καθόλου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα εκείνη την ώρα, ούτε να πάρω κάποιον τηλέφωνο ούτε να πάρω το ΕΚΑΒ, τίποτα, ένιωθα σαν μισοπεθαμενος και απλώς προσπαθούσα κούτσα κούτσα να φτάσω κάπου, ούτε ήξερα που, να βρω λίγο νερό να πιω, να κάνω κάτι για να επιβιώσω, έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Ευτυχώς με βρήκανε κάποια παιδιά που πήγαιναν φαγητό και πράγματα στο παιδί που κρατούνταν από τα γεγονότα του Σαββάτου, με μαζεψαν, με πήγανε σπίτι, επικοινώνησα με τους δικούς μου, πήραμε τηλέφωνο το ΕΚΑΒ και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε…

Ξέρω πως η επίθεση εναντίον μου ήταν στοχευμένη. Ξέρω πως δεν τους νοιάζει να βαράνε μπροστά στα μάτια του κόσμου και να κάνουν επίδειξη εξουσίας. Ξέρω πως δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι σε σχέση με τον ρόλο της αστυνομίας, όσα και να αποκαλυφθούν για αυτούς, αφού είναι οι εντολοδόχοι εκτελεστές του κρατικού μηχανισμού. Αλλά αν θεωρούν πως μας φοβίζουν, εκεί κάνουν ένα μεγάλο λάθος: δεν μας φοβίζουν, μας εξοργίζουν. Οι ιδέες μας, οσους κι από ‘μας αν σκοτώσουν, δεν θα πεθάνουν ποτέ, θα κατοικούνε πάντα στα μυαλά των ελεύθερων ανθρώπων. Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε πάντα εδώ, ενάντια σε κάθε τι που μας πνίγει και δεν μπορούμε να ανασάνουμε, ενάντια στο άδικο, για την ελευθερία όλων μας, σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Κι ας μην νικήσουμε ποτέ… Θα πολεμάμε πάντα!!

Ο πατέρας του μιλά στην Εφημερίδα των Συντακτών εκείνες τις ημέρες και καταγγέλλει με την σειρά του:

«Οπως προκύπτει από σχετικό βίντεο που υπάρχει, ο γιος μου πήγε να πει “τι κάνετε” προς τους αστυνομικούς των ΟΠΚΕ και ΜΑΤ που βρίσκονταν έξω από τα δικαστήρια της πόλης. Οι αστυνομικοί πετάχτηκαν από μια απόσταση 10-15 μέτρων μακριά, οπότε ακόμη και να είπε κάτι ο γιος μου δεν το άκουσαν, απλά ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν.

»Επεσαν πάνω του 10 οπλισμένοι και εκπαιδευμένοι και τον έσπασαν στο ξύλο, κυριολεκτικά. Σύμφωνα με τους γιατρούς, έχει 6 ή 7 σπασμένα πλευρά και το συκώτι του έχει πάθει μια μικρή θλάση, γεγονός που μας βάζει σε πολύ μεγάλες περιπέτειες διότι ταράχτηκε ζωτικό όργανο του οργανισμού του. Ενώ τον χτυπούσαν και τους φώναζε “σταματήστε, δεν μπορώ να πάρω ανάσα”, αυτοί συνέχιζαν. Και δεν είναι αντιγραφή από αυτό που έγινε στην Αμερική, αφού όταν σπάσει κανείς -ακόμη και ραγίσει- ένα πλευρό, δεν μπορεί να αναπνεύσει από τον φοβερό πόνο.

»Αφού του έβαλαν χειροπέδες, τον χτυπούσαν εκεί που πονούσε ακόμη και μέσα στο αυτοκίνητο που τον έβαλαν για να τον πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα. Αλλά και μέσα στο Τμήμα επίσης τον χτυπούσαν με σαδισμό και τον βασάνισαν. Το παιδί τούς παρακαλούσε για ένα ποτήρι νερό και τον έβαλαν σε έναν καταψύκτη ο οποίος έτρεχε σταγόνα σταγόνα και προσπαθούσε, μη μπορώντας να σταθεί στα πόδια του, να βάλει τη γλώσσα του να πάρει μια σταγόνα νερό και αυτοί γελούσαν. Πού ζούμε; Τι καταστάσεις είναι αυτές; Σε ποιον αιώνα ζούμε; Σε αυτή τη χώρα που λέγεται χώρα της δημοκρατίας;

»Το ότι τελικά τον άφησαν σημαίνει δύο πράγματα. Καταρχήν, ότι δεν είπε κάτι εναντίον τους και τον άφησαν επειδή δεν υπήρχε κατηγορία. Και, κατά δεύτερον, επειδή τη στιγμή που τον συνέλαβαν έγιναν δικαστές και τον τιμώρησαν. Όταν κάποια στιγμή οι αστυνομικοί στο Τμήμα σταμάτησαν το σαδιστικό τους έργο και βαρέθηκαν να τον χτυπάνε, ο γιος μου τους άκουσε να λένε “τώρα τι κάνουμε, αν τον κρατήσουμε θα πρέπει να τον πάμε σε νοσοκομείο”. Και του έδωσαν μια κλοτσιά και τον πέταξαν έξω.

Όταν ένα αυτοκίνητο χτυπάει κάποιον στον δρόμο και τον εγκαταλείπει, αυτό ονομάζεται εγκατάλειψη θύματος. Αυτοί όχι μόνο τον εγκατέλειψαν, αλλά του έδωσαν και μια κλωτσιά να πάει στο χαντάκι για να μη φανεί το τι έκαναν. Όμως, είναι εκπαιδευμένοι να αντιμετωπίζουν καταστάσεις. Δεν είναι δυνατόν ένας νεαρός να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί από 10 πάνοπλους αστυνομικούς. Δεν είναι ο ρόλος της αστυνομίας αυτός σε μια ευνομούμενη πολιτεία. Αίσχος!

»Η παραμικρή κίνηση του παιδιού στο αμέσως επόμενο διάστημα, το οποίο ακόμη δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, μπορεί να είναι και ένας και δύο μήνες, μπορεί να του δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στα ζωτικά του όργανα και σε ό,τι αφορά το συκώτι του δεν γνωρίζουμε τι συνέπειες θα έχει αυτό, δηλαδή αν θα κάνει επέμβαση, αν θα έχει επιπτώσεις στην υγεία του και στην ίδια του τη ζωή. Αυτή τη στιγμή αυτό που προέχει είναι η υγεία του παιδιού. Βεβαίως, σκεφτόμαστε να κινηθούμε και νομικά, έχουμε έρθει σε επαφή με δικηγόρους, είμαστε σε επαφή και με τις κινήσεις του Βόλου, ενώ υπάρχουν και δικηγόροι που ήταν παρόντες στο περιστατικό.

»Πριν από λίγες μέρες ο γιος μου είχε υπογράψει μια σύμβαση για να δουλέψει, να μπορέσει να ζήσει, να έχει τη ζωή στα χέρια του και ήταν χαρούμενος γι’ αυτό. Ποιος θα τον αποκαταστήσει τώρα σε αυτό;».

Έναν μήνα μετά, εχθές, ο Βασίλης Μάγγος βρίσκεται νεκρός έξω από την πόρτα του σπιτιού του.

Και, παραδόξως, η ιστορία που ακολουθεί φαίνεται να είναι χειρότερη από αυτήν που προηγήθηκε.

Πλήθος δημοσιευμάτων αναφέρει τον θάνατο του νεαρού. Δημοσιογραφικά, συνδέεται με την καταγγελία του ξυλοδαρμού του, παρότι, επίσημα, κανένα από τα δημοσιεύματα (τουλάχιστον στα μεγάλα μέσα) δεν αναφέρεται άμεσα ως αιτία θανάτου του.

Κατά το μεσημέρι, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, βγάζει αυτήν την ανακοίνωση:

Χάθηκε ένας νέος άνθρωπος 26 χρονών στο Βόλο. Σε ιστοσελίδες και έντυπα που εκφράζουν ή πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ και τον αντιεξουσιαστικό χώρο γίνεται προσπάθεια ή ακόμη χειρότερα συνδέεται ευθέως ο θάνατος με προ μηνός καταγγελία του για αστυνομική βία.

Πρόκειται για αθλιότητα, ασύστολο ψέμα, ακόμη μία, ακόμη ένα. Είναι ανεύθυνοι και αδίστακτοι.

Τα αίτια θανάτου θα αποδειχθούν από την νεκροψία-νεκροτομή που έχει διαταχθεί.

Ας αφήσουμε τη μνήμη του παιδιού στην ησυχία του και τους οικείους του στην θλίψη τους

Κάθε γραμμή – κυριολεκτώ, κάθε γραμμή – από αυτήν την ανακοίνωση είναι μία ύβρις.

Αν αναλύσει κανείς το πνεύμα αυτής της ανακοίνωσης (μέσα του Σύριζα συνδέεουν τον θάνατο με τις καταγγελίες και αυτό είναι άθλιο, ένα ακόμα ψέμα, και θα αποδειχθεί στην νεκροψία) θα αντιληφθεί ότι αυτό που πραγματικά συμβαίνει, είναι μία άνευ προηγουμένου εργαλειοποίηση του θανάτου του Βασίλη Μάγγου από το Υπουργείο, για κομματικούς λόγους, χωρίς καμία απολύτως βάση.

Όπως αναφέρει σε έρευνα που έκανε το ThePressProject, τα μεγαλύτερα από τα μέσα που αναφέρθηκαν στον θάνατο του νεαρού, προφανώς δεν πρόσκεινται ούτε εκφράζουν τον Σύριζα:

 Μάλιστα, με μία απλή αναζήτηση, εντοπίζει κανείς αναρτήσεις της ιστοσελίδες του Βήματος που αναφέρει «Νεκρός ακτιβιστής ένα μήνα μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του από την ΕΛΑΣ», του Newsit που αναφέρει «Βόλος: Πέθανε ξαφνικά ο 27χρονος που είχε καταγγείλει αστυνομική βία», του ιστότοπου της εφημερίδας Τα Νέα με τίτλο «Πέθανε ακτιβιστής ένα μήνα μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του από αστυνομικούς», του TheToc με «Σάλος στο Βόλο: Νεκρός 27χρονος που είχε καταγγείλει ξυλοδαρμό από αστυνομικούς», του StarChannel με τίτλο «Βόλος: Πέθανε 27χρονος, ο οποίος είχε καταγγείλει αστυνομική βία», καθώς και της HuffingtonPost πως «Πέθανε 26χρονος στον Βόλο που είχε καταγγείλει αστυνομική βία».

Επίσης, ο ίδιος ο Συριζα ΔΕΝ είχε, μέχρι εκείνη την ώρα της ανακοίνωσης του Υπουργείου αναρτήσει ΚΑΜΙΑ δήλωση. Καμία απολύτως, το τσεκαρα και ο ίδιος.

Ούτε μέσα του Συριζα λοιπόν, ή των …αντιεξουσιαστών, ούτε ο ίδιος ο Συριζα. Αν το Υπουργείο δεν είχε προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί πολιτικά αυτήν την ιστορία, δεν θα είχα ασχοληθεί, καθώς πράγματι, πολλοί πίστεψαν πως τα δύο γεγονότα συνδέονται (η καταγγελλία και η κατάληξη), και αυτό θα ήταν μία λογική σύνδεση, μα όντως άδικη πριν εκδοθεί η απόφαση. Υποδεικνύοντας ενόχους όμως, και μάλιστα άδικα, το Υπουργείο (το ίδιο Υπουργείο που θα έπρεπε να είναι ελεγχόμενο για τις καταγγελλίες για τον ξυλοδαρμό, έναν μήνα πριν θυμίζω) ξεκαθάρισε πως τον ενδιαφέρει προτίστως να αποκομίσει πολιτικα οφέλη από τον θάνατο του νεαρού – κάτι επιεικώς απαράδεκτο, σε κάθε ευνομούμενη χώρα.

Η καταγγελία όμως που κάνει το Υπουργείο, είναι πως προσπάθησαν να συνδέσουν τον θάνατο με τον ξυλοδαρμό, κάτι που είναι ψέμα και θα αποδειχθεί στην νεκροψία. …Γιατί είναι ψέμα; γιατί είναι αλητεία; Πως ξέρουν, στο Υπουργείο, τι θα βγάλει η νεκροτομή; Ψέμα θα είναι μόνο αν πράγματι, στην νεκροψία, δεν φανεί ότι άμεση αιτία του θανάτου του είναι ο ξυλοδαρμός. Αυτό, θα το μάθουμε όλοι όταν γίνει αυτή η νεκροτομή – όλοι: το Υπουργείο, τα μέσα ενημέρωσης, τα κόμματα, τότε μόνο, αν κάποιος είχε πει ότι ο Μάγγος πέθανε από τον ξυλοδαρμό θα αποδειχθεί ψεύτης. Εκτός του ότι κανείς από αυτούς που καταγγέλει το Υπουργείο δεν το είπε, και να το είχε πει, πως μπορεί το υπουργείο να το ξέρει από τώρα προκαταβάλοντας το αποτέλεσμα;

Τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα, πολυ γρήγορα. Ο πατέρας του Βασίλη, δηλώνει στο tvxs:

«Εμείς όμως το ψάξαμε και μάθαμε, ότι την Πέμπτη θα υπάρχει εκεί ιατροδικαστής. Έτσι μας είπαν. Πήγαμε στον εισαγγελέα και τον ρωτήσαμε ευθέως: Έχει το δικαίωμα η οικογένεια να επιλέξει που θα πάει η σωρός; Του λέμε εμείς το αντέχουμε ψυχολογικά να περιμένουμε μια μέρα, αφού την Πέμπτη θα υπάρχει εκεί ιατροδικαστής. Δεν αντέχουμε το οικονομικό κόστος της μεταφοράς στη Θεσσαλονίκη, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους επιλέγουμε τη Λάρισα» συμπληρώνει, περιγράφοντας τον διάλογό του με τον εισαγγελέα.

«Ο εισαγγελέας μας απάντησε πως ναι, έχουμε λόγο ως οικογένεια, αλλά η απόφαση έχει ληφθεί. Ποιος πήρε την απόφαση ρωτήσαμε; Μας κοιτούσε ο εισαγγελέας χωρίς να μιλάει. Δεχτήκατε πιέσεις του είπα. Μας κοιτούσε και δεν μιλούσε, ομολογώντας με τον τρόπο του ότι δεν μπορούσε να αλλάξει την απόφαση. Μετά μάθαμε, ότι άλλαξαν τα δεδομένα και στη Λάρισα δεν θα έχει ιατροδικαστή για τις επόμενες 15 ημέρες! Σε ποιον να έχω εμπιστοσύνη λοιπόν;» αναρωτιέται ο Γ. Μάγγος.

Σε ποιον να έχω εμπιστοσύνη λοιπόν; αναρωτιέται ο άνθρωπος. Άδικο έχει;

~

Ο Βασίλης Μάγγος, έναν μήνα πριν, κατήγγειλε όχι μόνο τον ξυλοδαρμό του, αλλά και την μετέπειτα συμπεριφορά της αστυνομίας. Αγνοώ που βρίσκεται η διαδικασία ελέγχου αυτής της υπόθεσης – οι μέχρι τώρα (μη) καταδίκες αστυνομικών σε ανάλογες περιπτώσεις καταγγελιών, δεν με αφήνουν ιδιαίτερα αισιόδοξο.

Στον θάνατό του, το καταγγελλόμενο υπουργείο εργαλειοποιεί στεγνά και αδυσώπητα σε  μία απίστευτης αθλιότητας ανακοίνωση τον θάνατό του για να χτυπήσει πολιτικούς αντιπάλους του κόμματος που τώρα έχει κυβερνητικές ευθύνες. 

Όπως έχω ξαναπει στο παρελθόν, αν χρειαστεί να δοκιμάσουμε να βρεθούμε στην θέση του Βασίλη για να αισθανθούμε την αδικία, μάλλον θα χάσουμε το νόημα. Το ζητούμενο δεν είναι να καταγγείλουμε την αστυνομική βία, ή την κυβερνητική αναλγησία επειδή μπορεί να είμαστε εμείς αύριο στην θέση του, αλλά μόνο και μόνο επειδή βρέθηκε αυτός.

Ο Βασίλης Μάγγος, άθελά του, συμμετέχοντας εντελώς τυχαία σε μία διαμαρτυρία για τα σκουπίδια στην πόλη του, αποκάλυψε ένα ολόκληρο κύκλωμα που, δειλά σκουπίδια τον χτυπούν επειδή αντιδρά, αισχρά σκουπίδια τον αφήνουν στον δρόμο παρότι χρειάζεται ιατρική βοήθεια, και γραβατωμένα σκουπίδια αντί να απολογηθούν για τις όποιες ευθύνες τους, εργαλειoποιούν τον ίδιο τον θάνατό του απλώς και μόνο για να αντιπαρατεθούν φθηνά σε πολιτικούς τους αντιπάλους. 

Το νεκρό κορμί του Βασίλη Μάγγου, ξαπλωμένο σε ένα παγωμένο κρεβάτι νεκροτομείου, δεν έχει τίποτα πιο ουσιώδες να μας πει που δεν το έχουμε καταλάβει ήδη μόνοι μας. Το αποτέλεσμα της έρευνας στα πληγωμένα σωθικά του, δεν θα μας υποδείξει κάποιον καινούργιο ένοχο για την δυσώδη κατάσταση που τριγυρίζει όχι μόνο στα ρουθούνια μας, αλλά και μπροστά στα μάτια μας:

Αυτά τα σκουπίδια είναι δικά μας. Εμείς καταναλώσαμε, εμείς επιτρέψαμε την ύπαρξή τους, εμείς τα μαζέψαμε όπως-όπως να μην τα βλέπουμε στην αυλή μας, εμείς τα καταχωνιάσαμε και κάνουμε διαρκώς πως δεν υπάρχουν. Οι πιο αναίσθητοι από μας, το πετυχαίνουν. Οι πιο ευαίσθητοι από μας, που ακόμα ενοχλούνται και διαμαρτύρονται, είναι τόσο ενοχλητικοί, που προτιμάμε το εύκολο τρόπο να τους κλείσουμε το στόμα με μπουνιές, παρά να ασχοληθούμε με τα σκουπίδια μας.

Όμως το κακό με τα σκουπίδια έχει παραγίνει. Δεν κρυβεται πια, ούτε μπορούμε με φθηνά αρώματα να κρύψουμε την δυσωδία τους. 

Έχει έρθει πια ο καιρός, θεωρώ, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, και να τελειώνουμε μια και καλή μ’ αυτά.

«Δεν λέμε ότι το παιδί μας πέθανε από τα τραύματα. Δεν λέμε πως αυτά ήταν η άμεση αιτία θανάτου του. Ξέρουμε όμως ότι αυτός ο ξυλοδαρμός, που είχαν πέσει δέκα πάνω του και του έσπασαν τα πλευρά, επηρέασε πολύ την ψυχολογία του. Αυτό δεν θα το δείξει καμία ιατροδικαστική έρευνα

Ο γιος μας λοιπόν δεν ήταν ένας Γρηγορόπουλος, δεν διεκδικούμε κάτι τέτοιο

Αλλά αγωνιζόταν ενάντια σε ένα αστυνομικό κράτος καταστολής

Δεν θέλουμε ένα κίνημα για το παιδί μας. Ένα κίνημα για την αστυνομική βία χρειαζόμαστε» 

Ας ξεκινήσουμε όπως πάντα από τα γεγονότα: ο ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την διαμαρτυρία του προς την κυβέρνηση για την υπόθεση των 20 εκατομμυρίων ευρώ προς τα ΜΜΕ για την καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» και «Μένουμε Ασφαλείς», και για το γεγονός πως η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα δείξει την λίστα με τα ποσά που έδωσε σε κάθε ΜΜΕ που συμμετείχε στην καμπάνια (έχω γράψει ξεχωριστό, εξίσου τεράστιο άρθρο εδώ, διάβασέ το πριν συνεχίσεις), ετοίμασε ένα βίντεο που το διένειμε στο κανάλι του στο Youtube.

Το βίντεο είναι αυτό:

Από την στιγμή που βγήκε, συνάντησε ομολογουμένως ακραίες αντιδράσεις. Από την μία, πολίτες που συμφωνούσαν με το πνεύμα της διαμαρτυρίας, από την άλλη, φωνές αντίδρασης και θυμού από διάφορες ομάδες: από αυτούς που ανήκαν κυρίως στον δημοσιογραφικό χώρο, που εξοργισμένοι τόνιζαν ότι το βίντεο προσβάλλει συλλήβδην όλους τους δημοσιογράφους, από εκείνους που κατηγόρησαν το βίντεο για αντισημιτισμό, λόγω της αναφοράς του σε Μωυσή, από εκείνους τους ανθρώπους που κατηγόρησαν το βίντεο για σεξισμό καθώς η παρουσιάστρια είναι γυναίκα.

Την μεγαλύτερη δημοσιότητα αντίδρασης πήρε η ΕΣΗΕΑ που με ανακοίνωσή της μιλά για «απαράδεκτο διασυρμό συλλήβδην του δημοσιογραφικού κόσμου», κάτι που ανάγκασε τον Σκουρλέτη, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει πως «δεν είχαμε πρόθεση να προσβάλλουμε τον δημοσιογραφικό κόσμο με αυτό το βίντεο», προσθέτοντας όμως πως «θέμα έχει την επιδίωξη της κυβέρνησης να διαμορφώσει ένα δίκτυο ΜΜΕ που θα της παρέχει άκριτη στήριξη, μέσω της απευθείας διάθεσης 20 εκατ. ευρώ για την καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» με όρους αδιαφάνειας, καθώς αρνείται να αποκαλύψει τα ποσά που έλαβε κάθε Μέσο Ενημέρωσης». Αντίστοιχη ήταν και η δημόσια δήλωση της Όλγας Γεροβασίλη που κράτησε αποστάσεις, μιλώντας για «σποτ με πιθανώς ατυχή αποτύπωση».

Από την πρώτη στιγμή που βγήκε, ψάχνω να βρω τι με ενοχλεί με αυτήν την ιστορία.

Είναι το βίντεο του ΣΥΡΙΖΑ; Συνήθως, αντιπαθώ την ειρωνεία από τους πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα, την θεωρώ ως ένα κάκιστο τρόπο να επικοινωνήσεις τις ιδέες και τις απόψεις σου. Όταν γίνεται αυτό, συνήθως γίνεται γιατί θέλεις να εντυπωσιάσεις βάζοντας το επικοινωνιακό πάνω από το ουσιαστικό της θέσης σου. Ο ΣΥΡΙΖΑ βέβαια έχει ξεκάθαρα κατ’ εμέ τα κυριότερα μέσα επικοινωνίας απέναντί του, όχι μόνο τώρα, αλλά σχεδόν από τότε που θεωρήθηκε ικανό μέγεθος για να κυβερνήσει – οπότε θα είχε έναν επιπλέον λόγο να θεωρήσει κανείς αυτήν την καμπάνια όχι αναίτια προκλητική, μα περισσότερο ως μία έντονη καταγγελία, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα μου για στείρα ειρωνεία.

Είναι η διαμαρτυρία περί αντισημιτισμού; Προσωπικά, την βρίσκω άστοχη και την αντιμετωπίζω ως δικαιολογία απλώς επίθεσης στο βίντεο για πολιτικούς λόγους, αλλά από την άλλη, δεν έχω ιδέα αν όντως αυτή η αναφορά, με τον τρόπο που έγινε (παρότι αποτελεί ξεκάθαρα ευθεία καταγγελία για παλαιότερη αναφορά που εκθείαζε τον πρωθυπουργό), μπορεί να προσβάλλει όντως και τίμια, ανθρώπους που μάχονται πρωτίστως τον αντισημιτισμό. Δε νομίζω, αλλά ομολογώ πως δεν ξέρω σίγουρα.

Είναι οι αντιδράσεις; Από την μία, υπήρξαν θιγόμενοι δημοσιογράφοι οι οποίοι δεν θεωρώ ότι τιμούν τον ρόλο τους – και στην πραγματικότητα αυτοί αναφέρονται στο βίντεο, και χρησιμοποιούν τους σωστούς δημοσιογράφους και το λειτούργημα της δημοσιογραφίας ως ασπίδα για να καλυφθούν βολικά πίσω τους. Από την άλλη υπήρξαν ξεκάθαρα και φωνές που σέβομαι που ένιωσαν ενοχλημένοι με το βίντεο, και εξέφρασαν την αντίθεσή τους χωρίς να προσβλέπουν σε ίδιον όφελος.

Όλα αυτά έπαιξαν τον ρόλο τους, κυρίως το τελευταίο προφανώς, καθώς το θέμα εδώ είναι η δημοσιογραφία – αλλά ενώ όλα αυτά με ενόχλησαν, και συνέβαλαν να μου κάθεται κάτι σαν αγκάθι, σαν σφίξιμο στον λαιμό δεν μπορούσα να εντοπίσω τι.

Και μετά κατάλαβα: Το ερώτημα που θα με βοηθούσε να καταλάβω τι με ενοχλεί σ’ αυτήν την ιστορία είναι «τι είναι δημοσιογραφία;». 

~

Αν ήμουν δημοσιογράφος, θα έπρεπε να έχω για όλα όσα συναντώ μπροστά μου ένα «γιατί». «Έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί πως μένει εκτός ενημέρωσης; Αν έχει, γιατί συμβαίνει αυτό;»  «Γιατί η κυβέρνηση δεν έδωσε την λίστα ποσών και παραληπτών με διαφάνεια πριν ξεκινήσει η καμπάνια»; «Γιατί συγκεκριμένες ειδήσεις δεν παίζουν από συγκεκριμένους σταθμούς;» «Γιατί κάποια μέσα παίρνουν αποδεδειγμένα περισσότερο κρατικό και μη χρήμα από αυτό που δικαιούνται;» «Ισχύουν οι καταγγελίες Βαξεβάνη ότι δεν έχει διαφημίσεις; Ισχύει ότι ο Κ.Μητσοτάκης παρενέβει για να μην μπουν; Αν ναι, γιατί;» 

«Ξέρω ή υποψιάζομαι πολιτικούς που πληρώνουν, άμεσα ή έμμεσα δημοσιογράφους για να περνάνε δικές τους θέσεις και γραμμές;»  

«Ξέρω ή υποψιάζομαι συναδέλφους μου που δεν κινούνται από αμιγώς δημοσιογραφικό αλλά από προσωπικό, οικονομικό κριτήριο; Γιατί το κάνουν, ποιος τους χρηματοδοτεί, ποιος επωφελείται;»

«Αν ξέρω, ή υποψιάζομαι συναδέλφους μου, γιατί δεν έχω πει τίποτα; Γιατί δεν το ερευνώ;»

~

Αν ήμουν δημοσιογράφος, θα ήμουν δικαιολογημένα έξαλλος με αυτό το video. Δεν θα μου έφταναν πέντε εφημερίδες και τριάντα ραδιοτηλεοπτικές ώρες να εκφράσω την οργή και τον αποτροπιασμό μου. Θα χαλούσα τον κόσμο, θα μίλαγα στους φίλους μου, θα έγραφα στα προσωπικά social μου, στα μέσα που δουλεύω, θα έβγαινα με μία ντουντούκα να ουρλιάξω.

…αφού όμως πρώτα θα απαντούσα σε δύο ερωτήσεις:

Υπήρξε αδιαφάνεια στην πληρωμή είκοσι εκατομμυρίων ευρώ από την κυβέρνηση προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης;

Υπήρξε μεροληψία και εκδικητική συμπεριφορά από την κυβέρνηση προς συγκεκριμένα μέσα που την ελέγχουν;

Μου φαίνεται τελείως ξεκάθαρο: Ξέρω, ή υποψιάζομαι έστω, πως έχουν βάση αυτές οι καταγγελίες;

Είναι απόλυτα εσωτερική η διαδικασία. Δεν χρειάζεται να μάθει κανείς την απάντηση. Εγώ και η συνείδησή μου: Έχουν δίκιο;

Γιατί;

Επειδή θα ήμουν δημοσιογράφος, δεν υπάρχουν τρεις επιλογές. Υπάρχουν μόνο δύο: Έχουν δίκιο, ή δεν έχουν δίκιο. Δεν μπορώ να πω «δεν ξέρω» – γιατί είμαι δημοσιογράφος, οφείλω να ερευνήσω, το οφείλω στο ίδιο πάθος που με καθοδήγησε και με το οποίο ένιωσα πως θέλω να διαμαρτυρηθώ, να ουρλιάξω, να αντιδράσω. 

Αν δεν έχουν δίκιο, τότε όλος ο θυμός μου μπορεί να πάει σ’ αυτόν που έφτιαξε το βίντεο. Είναι ένα απαράδεκτο, σιχαμένο βίντεο, που τσουβαλιάζει και καταστρέφει την δημοσιογραφία, και μαζί μ’ αυτήν καταστρέφει κάθε έννοια ελέγχου της εξουσίας και του λειτουργήματος που στηρίζει την δημοκρατία μας. Τότε ο κάθε δημοσιογράφος πρέπει να ενωθεί με τον διπλανό του, πρέπει να σταθούν όλοι μαζί, σαν μία γροθιά, χέρι χέρι παρουσιαστές ιδιοκτήτες και συντάκτες αντιμέτωποι σε όποιον λοιδωρεί και εξευτελίζει τις αξίες και τις θυσίες τους.

Αν όμως έχουν δίκιο;

~

Συνάντησα πάνω από μία φορά, ακόμα και από ανθρώπους που συμπαθώ και σέβομαι, την άποψη «έχουν δίκιο, αλλά με αυτό το βίντεο το χάνουν». Αυτό, τελικά, με ενοχλεί σε όλη αυτήν την ιστορία. Οτι το δίκιο χάνεται, βολικά, μετακινείται λίγο πιο πέρα, και η αντίληψή μας πρέπει να επικεντρωθεί στο «λάθος».

«Ναι, έχουν δίκιο, αλλά…»

ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει ένα λάθος. Σας το υπογράφω. ΠΑΝΤΑ κάποιος που καταπιέζεται θα κάνει κάποιο λάθος. Κάποια ενέργειά του θα είναι διφορούμενη. Κάποιον θα θίξει. Στον θυμό του θα υπερβάλλει. Μπορεί και να αδικήσει, ναι. Μπορεί και να κάνει και μεγαλύτερη ζημιά – εδώ να είμαστε για να κρίνουμε.

Το δίκιο του όμως, δεν το χάνει. Είναι προσβολή να το ξεστομίουμε αυτό! Και πρέπει να τον προστατέψουμε εμείς από το να μην το χάνει, όχι μόνο να μην του το στερούμε. Πρέπει να το προστατέψουμε!

Γιατί το δίκιο, δεν είναι του ΣΥΡΙΖΑ που φτιάχνει αυτό το ενοχλητικό για πολλούς βίντεο. Το δίκαιο δεν είναι του Βαξεβάνη, ή της ΕφΣυν που διαμαρτύρονται για την κρατική εξουσία και την ασφυξία που προκαλεί: Το δίκαιο είναι όλων μας. Είναι το δίκαιο της δημοσιογραφίας, του ελέγχου της εξουσίας, της δημοκρατίας όλων μας! Όπως κάθε δημοσιογράφος που όντως τα παίρνει δεν μπορεί να βάζει ως ασπίδα την δημοσιογραφία για να σωθεί -μπορεί, αλλά δεν πρέπει να τον αφήσουμε να το κάνει- έτσι δεν πρέπει να αφήσουμε κανέναν να τολμήσει χωρίς αντεπιχείρημα να πει «ναι, αλλά έτσι έχασε το δίκιο του»!

Όχι, δεν μιλάμε μόνο για το δίκιο του.

Γιατί ναι, αν ήμουν δημοσιογράφος, και μου έκοβαν άδικα την διαφήμιση, αν έκαναν χρήση της εξουσίας τους, θα ήμουν εξίσου έξαλλος – όχι μόνο με αυτούς που μου την κόβουν, αλλά και με αυτούς που αποφεύγουν το βλέμμα μου. Γιατί θα έκοβαν το δίκαιο ψωμί των παιδιών μου, και τα φτερά μου να κάνω αυτό που πιστεύω χωρίς εξαρτήσεις. Αυτό θα ήταν το δίκιο μου. Γιατί ναι, αν ήμουν πολιτικός, και τα λάθη του αντιπάλου μου εξαφανίζονταν, και τα δικά μου μεγεθύνονται, θα ήμουν έξαλλος – όχι μόνο με αυτούς που ελέγχονται από την εξουσία, ούτε με μόνο με την εξουσία που τους ελέγχει, αλλά και με αυτούς που κάνουν ότι κοιτούν αλλού, ή λένε «ναι, αλλά έτσι είναι και έτσι ήταν πάντα, όποιος έχει την ισχύ, ελέγχει και την δημοσιογραφία, τι να κάνουμε τώρα». Ναι, αυτό θα ήταν το δίκιο μου.

Και αυτό το δίκαιο έρχεται με ένα σαφέστατο κόστος. Ο ΣΥΡΙΖΑ θυμώνει αυτούς που είναι τίμιοι, και που είναι απολύτως σαφες, έχει ανάγκη για να μεταδώσει την πολιτική του. Ο Βαξεβάνης και η ΕφΣυν, κάνουν εχθρούς τους συναδέλφους και φίλους, όταν διαμαρτύρονται πως κάποια λεφτά πήγαν αδιαφανώς σε κάποιες τσέπες. Τα παιδιά του ThePressProject, για να παραμείνουν τίμιοι δημοσιογραφικά, αναγκάζονται να δουλεύουν για λίγα, ή για καθόλου, όταν η αγορά δίπλα καλοπληρώνεται βρώμικο χρήμα. Τα παιδιά του omniatv αναγκάζονται να διαθέσουν τον ελεύθερο, προσωπικό τους χρόνο για να υπερασπιστούν αυτό που θεωρούν σωστό. Απαιτείται μία θυσία να διαμαρτυρηθείς γι’ αυτό που πιστεύεις ότι είναι σωστό, για το δίκιο σου.

Οι έννοιες είναι πολύ πιο βασικές εδώ. Οι κατηγορίες είναι πολύ πιο σημαντικές. Χρήματα αλλάζουν χέρια επηρεάζοντας απόψεις. Εξουσία που φιμώνει και στραγγαλίζει οικονομικά όποιον της αντιτίθεται. Ένας κλάδος που αρνείται πεισματικά επανειλημμένα να κάνει την δουλειά του.

Δεν αφορά τον Σύριζα, τον Βαξεβάνη ή την ΕφΣυν πια όλο αυτό – αν τους αφορούσε ποτέ αποκλειστικά.

Κανένα βίντεο, καμία άποψη, καμία βλακεία που θα ξεστομίσει κάποιος δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει πιο σημαντική από την καταστροφή που καταγγέλλεται ότι συμβαίνει.

Μπροστά στο δάσος που καίγεται, μπροστά στα μάτια μας, εδώ και τόσα χρόνια, κάποτε αργά, τώρα με τρομακτική ταχύτητα και ένταση, έχουμε δύο ξεκάθαρες επιλογές: Το να κοιτάμε το δάχτυλο, αν έχει βρώμικα νύχια, ή το να δούμε στην καταστροφή που δείχνει, και να βρούμε τρόπους να μετριάσουμε την ζημιά.

Το σίγουρο είναι πως με αυτήν την καταστροφή, το οξυγόνο της δημοσιογραφίας τελειώνει για όλους μας.

Και αν συμφωνήσουμε όλοι πως έχουν, τελικά δίκιο, αυτό το δίκιο, είναι τόσο μεγάλο, τόσο σημαντικό, που δεν χάνεται με κανένα βίντεο.