Είναι δηλαδή, να μην σε θέλει. Με τίποτα ρε παιδί μου, να είναι Δευτέρα, να είσαι πρωϊνή βάρδια, να έχεις φάει όλο τον γάϊδαρο, και η ουρά να είναι αχώνευτη. Ντιπ για ντιπ.

Το οποίον, εγώ, ο καλός σου, πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ. Επειδή έχω πάρει κιλά και απο αρκούδο είμαι έτοιμος να το αλλάξω σε ελέφαντας, λέω να πάρω μία σαλάτα.

Πάω λοιπόν μέχρι το ψυγείο, βρίσκω μία έτοιμη, για γραφείο είναι, οκ, την αρπάζω. Μια καλίγραμμη κοπελίτσα την λιγουρευόταν, αλλά μέχρι να αποφασίσει, σόρυ μαντάμ, είναι επείγουσα η κατάσταση, δεν χωρούν καλοσύνες.

Και πάω να πληρώσω.

Τρία ταμεία μπροστά μου, δύο έχουν υπάλληλο, το ένα και το τρία, πάω στο τρία.

Το τρια εξυπηρετεί η κοπέλα της εισαγωγής μου.

Μπροστά μου μόνο μία κοπέλα, και ένας νεαρός που έχει πληρώσει, κρατάει τέσσερις σακούλες στα χέρια, και κάτι περιμένει, εμφανώς.

Η κοπέλα μπροστά μου, παίρνει μια σακούλα και βάζει τα πράγματα που βρίσκονται ΠΡΙΝ την κοστολόγηση, μέσα στην σακούλα. Παραξενεύομαι, αλλά λέω θα έχει πληρώσει. Πράγματι, η υπάλληλος δεν αντιδρά. Ωραία, αρα είμαι επόμενος.

Αφήνω την σαλάτα.

Κάνει ένα τριάντα πέντε. Κρατάω δίευρω.

Περνάει την σαλάτα η υπάλληλος. Πάω να δώσω το δίευρω – το κρατάω, το αφήνω. Πάει να το πάρει η υπαλληλος – αλλά ρωτά τον τύπο που περιμένει με τις σακούλες στο χέρι:

«Εσείς περιμένετε την απόδειξη;»

«Όχι,» λέει ο άνθρωπος, «την κάρτα μου περιμένω. »

Στρέφονται όλων τα μάτια στο μηχάνημα – πράγματι, μία κάρτα περιμένει.

Η υπάλληλος λέει «αχ, ναι, απλώς δεν έχει βγει η απόδειξη της τράπεζας. Το κάνει αυτό όταν έχει κίνηση, καθυστερεί».

Παίρνω και εγώ το διευρω, προφανώς, δεν έχει έρθει ακόμα η σειρά μου.

Η κοπέλα περιμένει. Βγαίνει η απόδειξη, την κόβει, ψάχνει για στυλό, δεν έχει, ρωτάει την υπαλληλο στο πρώτο ταμείο – υπάρχει ένα άδειο ταμείο ανάμεσά μας, ε;- δεν έχω απαντάει η υπαλληλος 1.

Φεύγει η δική μου, ας την πούμε υπάλληλο 3, πάει στο δύο, παίρνει στυλό, επιστρέφει, κόβει την απόδειξη στα δύο, δίνει στον πελάτη να υπογράψει. Στο μεταξύ, περνάει απο την κοστολόγηση και ένα πακέτο χαρτομάντηλα που προφανώς, δεν είναι δικό μου.

«Όχι,» της λέω, «δεν είναι δικό μου αυτό.»

«Εσείς έχετε μόνο την σαλάτα;»

«Μάλιστα.»

«Και αυτό ποιανού είναι;»

«Δικό μου» λέει η αποπίσω μου.

«Αχ και εγώ νόμιζα οτι ήταν δικό σας» μου λέει.

«Λυπάμαι», της λέω.

Το εννοώ.

Το εννοώ, διότι για να το ακυρώσει, πρέπει να πάρει ένα κλειδί. Ρωτάει την υπάλληλο 1, έχεις κλειδί – όχι λέει αυτή. Δίνει την κάρτα στον πελάτη, φεύγει απο το ταμείο, πηγαίνει στο δύο, παίρνει το κλειδί που έχει εκεί, επιστρέφει, το βάζει στο μηχάνημα. Βάζει το κλειδί, -στο μεταξύ έχει μαζευτεί κόσμος, ε;- βάζει λοιπόν το κλειδί, πατάει κάτι κουμπιά. Ακούω μια φωνή πίσω μου «το κλειδί», έχει έρθει υπαλληλος στο δύο, και δεν είναι και απο αυτές που θα ήθελες να τις κάνεις να περιμένουν.

Μου δίνει λοιπόν εμένα το κλειδί, μια αρμαθιά είναι, να το δώσω στην υπάλληλο δύο. Το παίρνω, και της το δίνω αρμαθιά, όπως μου το έδωσε η δική μου υπάλληλος. Η υπάλληλος 2 ξεκινάει να κάνει ότι χρειάζεται να κάνει για να ανοίξει την μηχανή και να εξυπηρετήσει πελάτες που έχουν αρχίσει να κάνουν ουρά.

Με το που παίρνει όμως το κλειδί η 2, η δική μου, η 3, ανακλύπτει οτι δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία ακύρωσης του πακέτου..

«Αχ, όχι, δεν τελείωσε η ακύρωση! Μου δίνεις πάλι πίσω το κλειδί;»

Η 2, φανερά εκνευρισμένη, μου δίνει την αρμαθιά ως έχει. Την παραλαμβάνω, την παραδίδω. Είναι όμως αρμαθια, κάπου 10 κλειδιά μαζεμένα, η δική μου δεν ξέρει ποιο είναι το σωστό. Αρχίζει λοιπόν να ψάχνει.

Ενα ένα.

Όλα τα κλειδιά.

Κάπου στο επτά το βρίσκει, ανοίγει το μηχάνημα, κάνει την ακύρωση, σιγουρεύεται, μου δίνει την αρμαθιά, την επιστρέφω.

Εγώ βέβαια, προσπαθώ σκληρά να μην γελάσω με όλα αυτά που τραβάει το κακόμοιρο το πλάσμα σήμερα.

«Είναι λοιπόν, ένα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά» μου λέει. «Μου δώσατε δίευρω, άρα σας δίνω…»

«Δεν σας έδωσα, τώρα θα σας δώσω της λέω» και της αφήνω το δίευρω.

Με κοιτάει.

Την κοιτάω.

Κοιτάει το δίευρω.

Κοιτάει το χέρι της. Είναι άδειο.

Κοιτάει το άλλο χέρι της. Κρατάει τα χαρτομάντηλα.

Με κοιτάει.

Την κοιτάω.

Αποφασίζει οτι για να λέει ο πελάτης «να σας πληρώσω» κάτι παραπάνω θα ξέρει – αυτή πάντως, χαμένη δεν βγαίνει. Μου δίνει τα ρέστα, την απόδειξη, χαιρετώ, φεύγω.

Απο πίσω την ακούω να λέει «αυτά τα χαρτομάντηλα τελικά ποιανού είναι;«, και φεύγω γελώντας.

Γι αυτό σου λέω: Είναι να μην σε θέλει με τίποτα αυτή η Δευτέρα….

Τον τελευταίο καιρό, λαμβάνω email οτι ο τάδε ή η τάδε με ακολουθεί στο twitter.

Για όσους δεν γνωρίζουν, το twitter είναι μία web υπηρεσία στην οποία ο χρήστης γράφει ένα μικρό κειμενάκι, χωρίς τίτλο, συνήθως με θέμα «Τι κάνω τώρα». Το facebook status είναι μια καλή αντιγραφή του twitter.

Πριν πολύ καιρό, λαμβάνοντας υπόψιν οτι είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, άνοιξα λογαριασμό στο twitter – αλλά μετά το ξέχασα, καθώς, για να το ενημερώνεις, έπρεπε να μπαίνεις στο site του – ή να κάνεις άλλα κόλπα, να εγκαταστήσεις εφαρμογές, βαβούρα.

Μετά τα τελευταία email όμως, «αναγκάστηκα» να επαναπροσδιορίσω την θέση μου, καθώς τόσος κόσμος έμπαινε στον κόπο να δει τι κάνω – και εγώ είχα αφήσει μία καταχώρηση απο το 2007.

Γαϊδουριά, όσο να πεις.

Επιπλέον, κάποια στιγμή που συνάντησα προβλήματα με το blog, και δεν έπαιζε, σκέφτηκα οτι θα μου ήταν πολύ χρήσιμη μία υπηρεσία, με την οποία θα μπορούσα να ενημερώνω τους επισκέπτες μου, είτε οτι όλα είναι οκ, είτε οτι δουλεύω για να διορθώσω τυχόν προβλήματα.

Ετσι, εγκατέστησα το twitter στο blog μου, κάνοντας το εύκολο και για να το βλέπω και να το θυμάμαι, και για να το ενημερώνω.

Όσοι επισκέπτεστε το blog, θα το βλέπετε στο πλάι.

Οι υπόλοιποι, θα με βρείτε (και) στο http://twitter.com/arkoudos

Να μην ξεχάσω να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που έδειξαν ενδιαφέρον – και κίνησαν το δικό μου..

Πριν απο καιρό, είχα συμμετοχή στην ομάδα των blogger που πήγαν στο ευρωκοινοβούλιο. Στην αρχή, δεν είχα την παραμικρή ιδέα γιατί με είχαν φωνάξει – αυτο, μόνο και μόνο γιατί τα ask2use δικαιώματα που έχω φτιάξει δεν είναι σταθερή εργασία για μένα, αλλά απλώς, άλλο ένα project.

Πέρασα εκπληκτικά – όχι μόνο απο τις Βρυξέλλες, αυτές καθ’ αυτές, αλλά και απο την όλη εμπειρία του ευρωκοινοβουλίου. Ηταν πολύ επικοδομητικό, ακόμη και για λόγους που δεν μπορώ να αναφέρω.

Αλλά, όταν γυρίσαμε, μας περίμενε το χάος. Το τι γιαούρτια φάγαμε, δεν περιγράφεται. Τα blogs τύπου press-gr, (τα ενημερωτικά εννοώ) μας κρεμάσανε γιατί αυτά έχουν την μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, άρα έπρεπε να ήταν εκεί. Τα blogs χρηστών που έχουν αποδεδειγμένα ενεργή παρουσία όχι μόνο στα πνευματικά δικαιώματα και την ανωνυμία, αλλά και σοβαρές θέσεις, μας «κρεμάσανε» γιατί λόγω περιεχομένου, θα έπρεπε να ήταν εκεί. Ακομα και όταν όλοι μας κατηγορούσαν οτι ήμασταν Πασοκ -ή θα γινόμασταν, λόγω του ταξιδιού-, βρέθηκαν κάποιοι που κατηγόρησαν τον …Παπανδρέου γιατί δεν πήγαν αυτοί, που ήταν «περισσότερο Πασοκ» απο εμάς.

Και, σαν πρώτη αντίδραση, ομολογώ οτι έγινα έξαλλος. Με αυτούς που με κατηγορούσαν οτι ήμουν Πασόκ, με αυτούς που με κατηγορούσαν οτι δεν είμαι αρκετά Πασόκ, με αυτούς που έλεγαν οτι είμαι άσχετος – ή οτι δεν με ξέρει ούτε η μάνα μου. Κυρίως, με αυτούς που μου ζητούσαν να αποδείξω γιατί έπρεπε να πάω εγώ, και όχι αυτοί.

Και αυτός ο θυμός κράτησε τόσο, όσο χρειάστηκε για να χάσω κάτι υπέροχο.

Flashback: Μερικούς μήνες πριν, εκδότης περιοδικού του οποίου τις προθέσεις δεν αμφισβητώ καθόλου, έστειλε ένα email, ζητώντας να συμπληρωθεί απο τους blogger. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε διάφορες ερωτήσεις, μερικές εκ των οποίων με βρήκαν αντίθετο.

Εγραφα τότε:

[…] Τα περισσότερα απο αυτά [τα ερωτήματα] είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είτε κακοδιατυπωμένα, είτε δεν έχουν ουσιαστικό νόημα (πχ ανήκω στην αριστερά ή την δεξια)

Τις περισσότερες φορές, παίρνεις την απάντηση ανάλογα με το ερώτημα που θέτεις: όταν λοιπόν θέτεις τέτοιο ερώτημα, θα έχει άδικο μετά η VPRC (ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία έρευνας) να βάλει σαν τίτλο “Οι bloggers είναι κατά 75% Δεξιοι (ή αριστεροί);

Θα είναι σωστό, αλλά τι νόημα θα έχει;

Γενικά δεν θα ήθελα μία έρευνα που να πολιτικοποιεί τα blogs ή τους bloggers.

Και προσωπικά δεν θα ήθελα να συμμετέχω σε μία έρευνα που πολιτικοποιεί εμένα.[…]

Ηταν σαφές (και ακόμα είναι, καθώς αν και δεν είχα χρόνο να μιλήσω μαζί του,τον συνάντησα στην εκδήλωση για τον Gilmor), οτι όλο αυτό είναι λάθος. Είναι σαν να ρωτάς τους χρήστες κινητών τι κόμμα ψηφίζουν. Θα βγάλεις ένα ποσοστό, είναι αλήθεια – αλλά δεν θα βγάλεις κανένα απολύτως χρήσιμο συμπέρασμα.

Γιατί όλο αυτό δεν έχει κανένα νόημα να ομαδοποιηθεί.

Επιστροφή στο τώρα: Μου πήρε λοιπόν αρκετό καιρό να ηρεμήσω, κυρίως να κατεβάσω τις ασφάλειές μου. Διότι ένιωσα οτι μου επιτέθηκαν, ενώ απέτυχα παταγωδώς να αντιληφθώ οτι καμία επίθεση δεν δέχθηκα προσωπικά.

Απλώς, οι blogger δεν είναι πρόβατα.

Το λάθος μου ήταν, και το ομολογώ, οτι όταν δέχθηκε η ομάδα των πενήντα επίθεση για τις προθέσεις της (ή τα πολιτικά της φρονήματα) θεώρησα οτι το δέχθηκα αποκλειστικά εγώ.

Ήταν απολύτως φυσιολογική η αντίδρασή μου, όπως κατάλαβα μετά, απλώς και μόνο, γιατί είμαι blogger.

Και blogger, σημαίνει πρόσωπο.

Όταν κάποιος γράφει ένα blog, ανεξαρτήτως θέματος (αναφέρομαι κυρίως στα προσωπικά blogs) – είτε δηλαδή γράφει για την τεχνολογία, όπως ο τιτάνας, είτε για θέματα που τον απασχολούν, όπως ο old-boy, είτε για πολιτική, όπως ο talos, είτε για την οικογένειά τους, όπως η Στέλλα και ο Koyan, αν κάνει κριτική, όπως ο kaltsovrakos, και πάει λέγοντας- δεν αλλάζει ένα βασικό δομικό συστατικό:

Είναι ένας άνθρωπος, και αυτές είναι οι απόψεις του.

Δεν θέλει να ανήκει σε ομάδα περισσότερο απο όσο επιθυμεί (συμμετέχει σε ένα κόμμα, γουστάρει μία ομάδα, λειτουργεί με mac ή με pc, είναι blogger) – και πολύ περισσότερο, δεν θέλει το blog του να ανήκει κάπου.

Και φυσικά, δεν θέλει να εκπροσωπείται. Πολύ περισσότερο απο μένα, που ούτε καλύτερος είμαι, ούτε χειρότερος απο κάθε άλλον blogger.

Συνεπώς, αντιδρά.

Και απολύτως δικαίως, αν με ρωτάτε.

Πολλοί απο αυτούς που αντέδρασαν, το έκαναν αυτόματα – χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά, μπορεί να σκέφτηκαν οτι μερικοί blogger άξιζε τον κόπο να πάνε, ή να πήγαν blogger που τους συμπαθούν για την γραφή τους.

Αδιάφορο – λειτούργησε η λογική «εμένα δεν με εκπροσωπεί κανείς – εγώ δεν εκπροσωπώ κανέναν»

Προσωπικά, όταν καθάρισε το μυαλό μου απο τις βλακείες που σκεφτόμουν, το βρήκα υπέροχο.

Μία υγιέστατη αντίδραση, αρκούντως λογική, χωρίς παρωπίδες – και κυρίως, χωρίς καμία διάθεση «ωραίοποίησης»:

«Και ποιος είσαι εσύ ρε μαλάκα που θα με εκπροσωπήσεις;»

Τέλειο – και απολύτως σωστό.

Είναι παντελώς αδιάφορο στην σκέψη μου το γεγονός οτι κανένας απο αυτούς που συμμετείχαν εγώ δεν είχα πρόθεση να εκπροσωπήσω κανέναν. Ήταν μία ιδιωτική πρόσκληση, ως τέτοια την εξέλαβα, και ως τέτοια την αντιμετώπησα. Αλλά, είναι αδιάφορο.

Το σημαντικό είναι οτι οι bloggers δεν είναι πρόβατα. Δεν μπαίνουν στα μαντριά των άλλων, ούτε το δικό μου, ούτε κανενός. Έχουν αυτόνομη σκέψη, κριτικό λόγο, και βγάζει ο καθένας όσο μπορεί τα δικά του συμπεράσματα, με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Μιλάει και γράφει για πάρτη του, και είναι ο μάστορας του εαυτού του. Αφού έχει μπει στον κόπο να έχει blog, σημαίνει οτι έχει φωνή, άρα δεν χρειάζεται κανέναν να εξηγήσει στους άλλους καλύτερα τι θέλει να πει.

Οσο λειτουργεί έτσι, αντι-οργανωτικά, αντι-ομαδικά, αντι-οπαδικά, μπορεί να έχει διάφορα κακά να αντιμετωπίσει, αλλά έχει ένα ασύλλυπτο καλό:

Είναι ελεύθερο.

Γιατί όσο δεν είμαστε πρόβατα, δεν θα μπούμε σε κανένα μαντρί.

Βρίστε όποιον αισθάνεστε οτι πάει να σας καπελώσει αδέλφια, ακόμα (κυρίως) αν νιώθετε οτι είμαι εγώ.

Γιατί δεν εκπροσωπώ κανέναν – όπως δεν μ’ αρέσει και μένα να με εκπροσωπούν…

Προσωπική άποψη, και η κουβέντα ανοιχτή.