Το έγραψα στο blog του thas, σαν comment. Αλλά αυτός ο άνθρωπος έχει μία ανεξήγητη δύναμη να βγάζει τα καλύτερά μου – πράγμα εξόχως ενοχλητικό, ειδικά όταν προσπαθείς να τα καταχωνιάσεις.
Τέλος πάντων, σε τούτο το σχόλιο, βρήκα όλα αυτά που θα ήθελα να πω, για μετακομίσεις blog και διευθύνσεων, για τους παλιούς, για τα ουσιαστικά ποστ.
Μπλογκ, ποστ, κόμμεντς, βιζιτορς, βρυπάνες, γουορντπρές, μπλόγκερ, μούντς, μπλογκρολς, πίνγκς. Κάπως τούτο δω, απο μηδέν και ένα έγινε πολύ και ουσιαστικό.
Και ουσιώδες.
Σας παραθέτω το σχόλιο, και σας στέλνω και στο υπέροχο κείμενο που οδήγησε τούτη την κουβέντα.
Μα, έχεις δίκιο σύντροφε. Καθόλου δεν βρεθήκαμε. Χαθήκαμε, κάπου εκεί στα εγώ WordPress εσύ blogger – με ίδιο και απαράλλαχτο τεμπλέητ, συγκινούμαι.
Έτσι σε έμαθα, δεν άλλαξες. Σαν τα καφενεία της γειτονιάς, πάντα εκλυστικά στην συνέχειά τους, την χρονική.
Εγώ, του χρώματος δεν είμαι. Λευκός, σαν την αθωότητα που ποτέ δεν είχα, σαν να την φωνάζω πίσω πάλι. Αδίκως. Γελιέμαι.
Έβαλα και φατσούλες, τρομάρα μου, «όταν το έγραφα ήμουν…» γέλασες, δεν γέλασες; Καμία απορία στον αναγνώστη, μασημένη τροφή. Ουδέν μυστικό. Αμερικανιές.
Αλλά πάλι, έτσι είμαι εγώ φαίνεται. Μοντέρνος. Μέχρι και το τσιτάτο του kuk (το θυμάσαι; «Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν, τόσο νέος και να γράφει έτσι») άφησα στην μετακόμιση. Άφησα τα ουσιαστικά και έβαλα τα «μοντέρνα».
Μακάρι να ‘ναι για καλό.
Αλλά πάντως, στο λέω. Σέβομαι (και ας έκανα πλάκα πριν). Σε βάζω σ’ αυτούς που δεν πουλήθηκαν σε βρυπανες και τζούρναλς, ατόφιος, ίδιος.
Σε σένα η ξ πρέπει να δώσει την τιμή, όχι σε μένα. Αλλωστε, σ’ αγαπάει πιο πολύ, στο λέω.
Ματς στα μούτρα σου, με ανάμνησες μεσημεριάτικα.
(Ο Νικόλας είναι παλιότερος. Τον είδα και είπα «αχ – να ‘γραφα και εγώ έτσι. Μετά έγραψα (όχι έτσι) και με διάβασε, ο χαζός, και του άρεσα. Ακόμα περιμένω να (ξανα)διαβάσω κείνα τα αρώματα – αλλά τι να πεις, sripta δεν manem. Ουδεν αστειέστερο του προσωρινού της οθόνης)
Αν δεν καταλάβατε (οι καινούργιοι συνήθως) τι είναι αυτά τα ξ και Νικόλας και kuk και τέτοια, μην αγχώνεστε. Και ο δικός σας ο κόσμος, τέτοια έχει, απλώς εμείς γεράσαμε κοντά δυο χρόνια τώρα, και κάπου τα αρώματα μας ζαλίζουν…
Υστερόγραφο. Αν έρθεις και συ στο τσανάκι μου, ρε φίλε, πες μου πως καταφέρνεις να με κάνεις έτσι. Τέτοιον.
Περίεργο πράγμα, αλήθεια.
Δεν με αναγνωρίζω.
«Και ο δικός σας ο κόσμος, τέτοια έχει, απλώς εμείς γεράσαμε κοντά δυο χρόνια τώρα, και κάπου τα αρώματα μας ζαλίζουν…»
Εμείς δε γερνάμε, ωριμάζουμε… 😛
Ως κάποια που μπήκε στα blogs αρκετά αργότερα (καλοκαίρι του 2005), αυτό που θυμάμαι ως πρώτη εντύπωση ήταν ότι τα γνήσια ξεχώριζαν αμέσως – και φυσικά σε αυτά σίγουρα είναι και το blog του vitamoderno και το δικό σου Αρκούδε, και ακόμα και το κλίμα νοσταλγίας που έχετε για όσους ξεκινήσατε μαζί.
Αυτό ως απλό σχόλιο, κυρίως γιατί βαρέθηκα αρκετά να ακούω για το πόσο μπορείς να κρυφτείς πίσω απο την οθόνη. Εμ έλα που δεν..
Bonjour αρκούδε που το’σκασες και χαίρω πολύ,
φρέσκια στην μπλογκόσφαιρα, την πρώτη μέρα που μπήκα μου έκαναν εντύπωση βεντέτες, φιλίες, δίκτυα, τσακωμοί, ανταγωνισμοί, αναφορές σε βιβλία, εκδόσεις, περιοδικά και εφημερίδες.
Για τρεις μέρες περίπου πετούσα σαν μπαλάκι από δω και από κει, δίνοντας περισσότερη σημασία στα κόμμεντς, παρά στα ποστς.
Ύστερα βλέποντας την συνεχή επανάληψη, άρχισα να δίνω βάση.. στα ποστ. Και μερικά από αυτά είχαν να μου πουν κάτι.
Καταλαβαίνω την νοσταλγία που σε πιάνει, τα συναισθήματα που ανταλλάσονται σε αυτό το “Ουδεν αστειέστερο του προσωρινού της οθόνης”.
Εντάξει, είναι και τα γεράματα ευαίσθητη περίοδος, επιρρεπής σε μελαγχολίες 🙂
Nοσταλγίες ακόμα δεν ξεκινήσατε βρε!
(Είδες, τα ερωτικοσυναισθηματικά είναι πιο «πιασάρικα»θέματα)! 😉
Πού είναι τα ποστ; ΟΕΟ;
Πού είναι τα ποστ;
;ο)