«Μιλάμε μαλάκα μου πολύ λέρα. Πολύ λέρα. Να καεί ρε! Να καεί ρε το μπουρδέλο η Βουλή! Με τα καθίκια εκεί μέσα! Από την άλλη βέβαια, να θυμηθώ να πάρω το αμάξι μου μαλάκα μου, το έχω εκεί κοντά, μην μου το κάψουν τα κωλόπαιδα.. Να πα να γαμηθούνε και αυτά. Δουλειά δεν έχουν, να καίνε την πόλη ξέρουνε. Γαμώ τον πάτερα σας τον πλούσιο. Τεσπα, και μένα ο γιος μου, έγινε ωραίος άντρας, μάγκας. Γαμάει. Του έσκασα προχθές δύο χιλιάρικα να ρίξει η μαλακισμένη του το μούλικο – αλλά χαλάλι του. Και ωραία η γκόμενα. Και ‘γω την ζαχαρώνω. Τις έχω ήδη σκάσει πέντε έξι χιλιάρικα και έχουμε κάνει κάτι παραλιακές, μούρλια. Σκέτη Τζούλια ρε μαλάκα! Δεν μου έχει κάτσει ακόμα, αλλά που θα πάει; όσα θέλει θα της σκάσω – αλλά θα την γαμήσω, να μου το θυμηθείς ρε! Και θέλει που λες το άλλο το μαλακισμένο η μικρή, η κόρη μου, να βγει μέχρι τις δώδεκα. Που να πας μωρή; Να έχουμε τίποτα τρεχάματα; Σπίτι ρε μαλακισμένο, σπίτι θα σε χτίσω. Να μην πας πουθενα. Πήρε προχθές και η τράπεζα. Μου έσπασε πάλι τα αρχίδια η καριόλα. «Να πληρώσετε αυτά που χρωστάτε», και παπαριές. «Να πα να γαμηθείτε ρε» της λέω. Που να τα βρω ρε μαλάκα; Μαζί τα κάναμε; Καθίκια. Κοιτάνε να δουν αν έχω; όλο τα λεφτά τους σκέφτονται. Σου ρουφάνε το αίμα οι καριόλες οι τράπεζες. Είναι και ο άλλος ο μαλάκας ο Μήτσος, που είχε έρθει προχθές μπας και του δώσω καμιά παράταση για τα εκατονπενήντα ευρώ που μου χρωστάει. Να πληρώσεις ρε μαλάκα! Δεν ξέρω που θα τα βρεις, να χέσεις ευρώ, δεν με νοιάζει: να πληρώσεις! Άκου έχασες την δουλειά σου.. και τι με νοιάζει εμένα ρε; Τι με νοιάζει μου λες; Όχι ρε μαλάκα, δεν τα χρειάζομαι, από εκατόνπενήντα θα σωθώ; αλλά δεν θέλω να μου χρωστάει, είναι λιγούρης, κακομοίρης. Να πα να γαμηθεί. Τι σου έλεγα; α, ναι, οι καριόλες οι τράπεζες. Ναι ρε μαλάκα. Να καούνε ρε! Να τις κάψουμε με τα καθίκια που είναι μέσα! Τώρα που λέω για φωτιές, μαλάκα, παρα τρίχα την γλύτωσα την μπεμβε τις προάλλες. Πήγανε λέει και σπάγανε ακριβά αμάξια, καλά που μου το πε ο περιπτεράς, θα μου την διαλύανε. Καθίκια ρε μαλάκα, κωλόπαιδα. Γαμώ την μάνα τους. Στο μεταξύ ρε μαλάκα, εχεις και τα άλλα τα καθίκια στα κανάλια να σου πρήζουν τα συκώτια στις ειδήσεις. Χρωστάμε, και να πληρώσουμε, και δεν-ξέρω-γω τι. Τι χρωστάμε ρε μαλάκα; Ε; Μαζί τα φάγαμε; Α γαμήσου δηλαδή! Και έχω και τον μαλάκα τον μάστορα από την άλλη που μου λέει για αυξήσεις. Εχω πέντε-έξι χρόνια να του κάνω λέει. Ναι ρε μαλάκα! Δεν βλέπεις τι γίνεται έξω; δεν βλέπεις πείνα; Να σε διώξω θέλεις; να σε διώξω να πεινάσεις; Τόσο μαλάκας είσαι; Τι να πεις ρε μαλάκα, τι να πεις να πούμε. Βλαμμένοι, όλοι τους. Ακου να δεις. Πήγανε οι άλλοι οι μαλάκες οι τρακόσιοι, και φάγανε, και θα πληρώσω λέει εγώ. Γιατί εγώ ρε μαλάκα; Τον έναν εντωμεταξύ, τον ξέρω. Καθίκι πρώτης. Μου είχε ζητήσει μίζα για ένα γιοφύρι που έφτιαξα. Διακόσια χιλιάρικα του έσκασα μαλάκα μου. Καθίκι. Τον βλέπεις στην βουλή να κάνει δηλώσεις, έτσι χοντρούλης που είναι, να σκάσεις στα γέλια. Μαλακάκος, μαλακάκος, αλλά τα διακόσια-διακόσια. Ε, εντάξει, μαλάκας είμαι; Οχτώ κατοστάρικα έκανε το γιοφύρι, δεκάξι τους χρέωσα. Τα διακόσια του και άλλα έξι κατοστάρικα έβγαλα. Χώρια οι άλλες οι μίζες για την άδεια, τέσσερα μαύρα καθαρά, όσο να πεις, μου μείνανε. Δεν γαμιέται, να ‘ναι καλά η ευρώπη που τα ‘σκασε. Θα τελειώσω το σπιτάκι μου στην Ηλειά, να πηγαίνουμε με την κυρά να αράζουμε. Ναι, ρε μαλάκα – χαζός είσαι; θα μεγαλώσουνε ρε τα δέντρα – έτσι είναι η φύση, σε πέντε έξι χρόνια να δεις κάτι πλατάνια που θα ‘χουμε γύρω γύρω. Και μετά, ακούω ένα μαλακισμένο στην δουλειά να λέει να γκρεμίσουνε τα αυθαίρετα. Από το δικό μου να ξεκινήσουνε ρε; Τόσων βουλευτών, δεν τα βλέπουνε; Δεν τα βλέπουνε; το δικό μου τους πείραξε; Ναι ρε μαλάκα. Ναι ρε. Απίστευτοι. Ερχεται και ο κάθε μαλάκας και λέει απεργία. Άκου ρε μαλάκα! Το κάθε καθίκι αριστερό, ο κάθε κωλοκουμουνιστής του κερατά, η Αλέκα και το κάθε σκατό, να μου πουν εμένα απεργία ρε μαλάκα! Που δεν έχουν δουλέψει μία μέρα στην ζωή τους! Ναι, ρε. Καριόληδες να πούμε. Κωλοκομούνια! Με νοιάζεστε εμένα ρε; Στα αρχίδια σας με έχετε γραμμένο! Μαλάκες! Να κατέβω και στην πορεία του ΠΑΜΕ και του δείνα! Εντωμεταξύ, άκους ρε μαλάκα; Είπανε θα κόψουν και άλλο τις συντάξεις. Άκου ρε. Δύο χιλιάρικα θα χάσει η μάνα μου ρε μαλάκα. Απο τις συντάξεις μόνο, ε; Το σπίτι πάλι από μένα θα ζητάει να το πληρώσω για να γίνει η κωλόγρια. Άκου ρε. Τι τις πειράζεις ρε μαλάκα τις συντάξεις; Αλλά έτσι είναι. Αφού δεν μιλάει ο κόσμος, δεν κατεβαίνει στους δρομους να σας κάψει, τέτοια θα κάνετε.

Δεν γαμιέται.

Τι άλλα νέα εσύ ρε;»

Εγραψα σε έναν φίλο: «Είσαι άδικος με τον Βγενόπουλο». Μου απάντησε «Δεν είμαι άδικος. Αυτός έχει αδικήσει τη νοημοσύνη μας».

Δεν είχε βγει ακόμα η επιστολή του για τα γεγονότα της 5ης Μαΐου.

Την διάβασα με προσοχή.

Σε γρήγορη ταχύτητα, αυτό που μου μένει από την επιστολή, είναι η εικόνα «εμείς η αδικημένη οικογένεια της Μαρφίν«, «τα blogs λένε ψέματα«, «μας ρίχνουν λάσπη – τους την επιστρέφουμε«.

Διαβάζοντάς την όμως σε κανονική ταχύτητα, παρατηρώ τρεις πολύ σοβαρές δηλώσεις:

– Το κατάστημα δεν είχε ούτε ένα πρόβλημα πυρασφάλειας, αντιθέτως. Όσα ανέφεραν «ανώνυμοι» είναι ψέματα.

– Οι υπάλληλοι, αν το επιθυμούσαν μπορούσαν να φύγουν ανά πάσα στιγμή από το κατάστημα. Κανείς δεν τους εμπόδισε, ούτε καν τους προέτρεψε να μείνουν. Ήταν αποκλειστικά δική τους απόφαση.

– Οι υπάλληλοι ΠΟΤΕ δεν έχουν απειληθεί για τυχόν συμμετοχή τους σε απεργία. Ούτε μισθολογικά, ούτε με την θέση τους, ούτε με απώλεια προαγωγής τους.

Το μπαλάκι, πλέον είναι στις αρχές, και στους εργαζόμενους:

α) ο Βγενόπουλος λέει ψέματα. Οι αρχές έχουν υποχρέωση να πουν οτι δεν τηρήθηκαν στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας και/ή οι εργαζόμενοι ότι δεν συμμετέχουν σε απεργίες με τον φόβο απολύσεων ή διακρίσεων και/ή ότι τους ζητήθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο, να μην εγκαταλείψουν το κατάστημα.

β) ο Βγενόπουλος λέει αλήθεια.

~

Εχω ένα θέμα: Με ενοχλεί η ντρίπλα των εύκολων απαντήσεων.

– «Τα πήρατε τα λεφτά;»
– «Κοιτάξτε, η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί. Θα βγει στο φως και θα δικαιωθούμε γιατί η δημοκρατία είναι πάνω από όλα»

– «καταλαβαίνω, αλλά τα λεφτά τα πήρατε;»
– «Ουδεις αμφισβητεί το έργο της δικαιοσύνης, αρκεί να μην παρεμποδίζεται από συμφέροντα»

– «ναι, αλλά τα πήρατε τα λεφτά;»
– «ο ελληνικός λαός ζητά να μάθει την αλήθεια, και εμείς θα κάνουμε το καθήκον που μας προστάζει η δημοκρατία που υποστηρίζουμε»

Μανιπουλάρισμα, μανιπουλάρισμα, μανιπουλάρισμα. Ούτε αλήθειες, ούτε ψέματα: Καπνός.

~

Εδώ όμως, έχουμε ένα Όχι. Όσο και αν κρυβόμαστε πίσω από την ευθιξία μας για τα blogs, ή για την λυσσασμένη προσπάθεια να γίνουμε όλοι «οικογένεια» και να αποφύγουμε την λάσπη, εδώ έχουμε ένα Οχι.

Οχι, δεν υπολείπεται σε ασφάλεια το κατάστημα της Σταδίου. Όχι, κανείς δεν ζήτησε από τους υπαλλήλους να κρατήσουν ανοιχτό το κατάστημα της Σταδίου. Όχι, κανείς δεν απείλησε, ούτε καν ως υπόθεση, εργαζόμενους για να μην απεργήσουν.

Σταράτες κουβέντες. Κρυμένες πίσω από πολύ σάλτσα συναισθήματος, δεν αντιλέγω, αλλά σταράτες απαντήσεις.

Μένει σε μας, ως κοινωνία, να αποδείξουμε ότι λέει ψέματα.

Και αυτή είναι η θέση μου.

Υ.Γ.: Μην με παρεξηγήσετε από το γραπτό μου. Δεν τον χωνεύω τον Βγενόπουλο. Μου είναι αδύνατο να δω με την παραμικρή συμπάθεια οποιονδήποτε λατρεύει η Αυριανή.

Oligarxia

Flickr εικόνα

dikaios

Flickr εικόνα

Opws_panta

Flickr εικόνα

me_to_kalo

Flickr εικόνα

Mises Douleies

oti_theleis

mute

Paraligo

Epixeirisi_ka8ariotita

sasGelasane

Άκουγα εχθές τον βράδυ τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στους Πρωταγωνιστές.

Πρόκειται για έναν ενδιαφέρον άνθρωπο, με σαφώς πιο ελκυστικές ήπιων τόνων πεποιθήσεις από τον προκάτοχό του – αλλά αυτό είναι μία προσωπική εκτίμηση, και μένει να κριθεί συν τω χρόνω.

Εντύπωση όμως μου προκάλεσε το εξής: Ήταν θετικά προσκείμενος προς οποιαδήποτε βοήθεια μπορεί να παρέχει στους μετανάστες που έχουν ανάγκη (αλλά αν ενοχλούνται και θέλουν να κατέβουν τα σύμβολα από σχολεία και δικαστήρια, «να πάνε στον τόπο τους»).

Ας βοηθήσουμε τους «κακομοίρηδες».

~

Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω μία τέτοια αντίδραση – και, δυστυχώς, όχι μόνο από απλούς ανθρώπους, αλλά και από ηγέτες θρησκειών, κομμάτων και πεποιθήσεων:

Αυτή η «συμπάθεια» προς τους κατατρεγμένους «κακομοίρηδες μετανάστες» έχει αρχίσει να με εκνευρίζει ελαφρώς. Μου δίνει την εικόνα (δεν αναφέρομαι στον αρχιεπίσκοπο πλέον, ελπίζω να είναι κατανοητό) του πλούσιου που είναι φιλέσπλαχνος με τους φτωχούς -είτε είναι μετανάστες, είτε όχι-, αλλά δεν φτάνει στο σημείο να τους δίνει δικαιώματα.

Σαν να λέμε: αν ο μετανάστης είναι φτωχός και κακόμοιρος, ναι, να τον βοηθήσουμε – αλλά αν ζητήσει ένα δικαίωμά του (όπως πχ είναι η ψήφος, ή ο σεβασμός στην θρησκεία του), ε, τότε πάει πολύ.

Μυστηριωδώς, ο καλός μετανάστης είναι ο κακόμοιρος μετανάστης.

Αναρωτιέμαι αν αυτό είναι αληθινή φιλεσπλαχνία, ή απλώς ρατσισμός εκτός φυλών.

Αν είναι οικονομικός ρατσισμός.

~

Ασφαλώς μπορεί να κάνω λάθος. Μπορεί *πράγματι* η ανθρωπιστική διάθεση να είναι υπεράνω κάθε άλλης κακής σκέψης μας. Και, σε κάποιες περιπτώσεις, σίγουρα ισχύει.

Αλλά η εικόνα του «κακομοίρη ματανάστη» πρέπει να εκλείψει άμεσα. Υποβαθμίζει τον άνθρωπο, τα δικαιώματά του, και την θέση του στην κοινωνία. Ο *άνθρωπος* (και όχι απαραίτητα μετανάστης) που έχει ανάγκη την βοήθειά μας, δεν την αγοράζει πουλώντας την αξιοπρέπειά του, ούτε τα δικαιώματά του.

Και, πολύ περισσότερο, δεν θα έπρεπε να το απαιτούμε εμείς.

~

Υ.Γ.: Σε μία δεύτερη, παράλληλη σκέψη, αναρωτιέμαι αν αυτή η λογική αναγάγεται και σε επίπεδο κρατικού μηχανισμού. Αν δηλαδή αυτοί που ορίζουν τις τύχες μας σκέφτονται «να βοηθήσουμε τον κακομοίρη τον Ελληνα που βγάζει 400 ευρώ τον μήνα – αλλά όχι να μας κατσικωθεί κιόλας απαιτώντας και μισθούς!». Εχει πλάκα, γιατί αν ισχύει – σε οποιοδήποτε επίπεδο και με οποιαδήποτε εκφανση, ξαφνικά, ο «κακομοίρης» που βοηθάμε επειδή έφτασε στο σημείο να ικετεύει, και όχι επειδή έχουμε (εσωτερική ή εξωτερική) υποχρέωση να υπηρετήσουμε, είμαστε εγώ, και εσύ.

batrapanthropoi

Adikaiologies