Υπάρχει ένα πρόβλημα όταν είσαι αρθρογράφος. Αν γράψεις για την επικαιρότητα, επειδή άλλος κάνει το ρεπορτάζ, άλλος το δημοσιεύει, κι άλλος το εμπλουτίζει το πρόβλημα είναι ότι κινδυνεύεις να μείνεις εκτός θέματος πέντε λεπτά μετά. Αν όμως περιμένεις να ολοκληρωθεί για το γράψεις ως ανάλυση, είναι πιθανό (ειδικά στις μέρες μας) να έχει ολοκληρωτικά καλυφθεί από ένα καινούργιο σκάνδαλο, και εκεί που πας να σχολιάσεις για το ξυλοκόπημα της οικογένειας Ινδαρέ ή για κάποια ελληνοποίηση με τις ευλογίες της ΕΥΠ, της εκκλησίας και του Άδωνη Γεωργιάδη, να σε προλάβει πχ ο Πάτσης ή, ακόμα χειρότερο, το τρίτο επεισόδιο παρακολουθήσεων.
Είναι ένα πρόβλημα που ομολογώ πως δεν το είχα παλιά. Παλιά, είχαμε ένα σκάνδαλο, και ως αρθρογράφος είχα άπλετο χρόνο να κατασταλάξω και να μοιραστώ μία σκέψη μέχρι να πάρει τον δρόμο του – όποιος και να ήταν αυτός. Τώρα, με ένα σκάνδαλο την εβδομάδα, είναι ξεκάθαρο πως αυτή η διαχείριση με βραχυκυκλώνει – και γίνεται τόσο συχνά, που αρχίζω να αμφιβάλλω αν όλα αυτά απλώς συμβαίνουν, ή αν, τελικά, αυτή η κυβέρνηση με σχέδιο παράγει περισσότερα σκάνδαλα από όσα μπορούμε να διαχειριστούμε.
Και υπάρχει ένας σημαντικός λόγος γι’ αυτό.
Τους προηγούμενους μήνες, το Reporters United, το Inside Story, το Documento, η Εφημερίδα των Συντακτών (με τυχαία σειρά και σίγουρα ξεχνάω κάποιους) έκαναν αλλεπάλληλα ρεπορταζ για την υπόθεση παρακολουθήσεων, κρατικών και ιδιωτικών – άλλοι ως θύματα, άλλοι ως ερευνητές.
Στο γαϊτανάκι μπήκαν δειλά οι υπόλοιπες εφημερίδες μόνο όταν στην λίστα των παρακολουθήσεων καταγράφηκε και το όνομα του Νίκου Ανδουλάκη. Μέχρι τότε, ο Κουκάκης κι ο Μαλιχούδης, είχαν από ελάχιστη, έως μηδαμινή παρουσία για το θέμα, και, αν απέκτησε κάποια βαρύτητα ήταν όταν ο Κουκάκης (γνωστός και τίμιος δημοσιογράφος, και πάντως όχι εκ θέσεως αντικυβερνητικός) έσπασε τα νεύρα όλων μας για να μην το ξεχάσουμε.
Ακόμα όμως, υπήρχαν απλώς αναφορές. Ρεπορτάζ, που να προσθέτει στις πληροφορίες, δεν είχαμε απο τα μεγάλα μέσα.
Ώσπου, ύστερα από το εμφατικο δημοσίευμα του Βαξεβάνη, άρχισαν να επιβεβαιώνονται μεγαλύτερα ονόματα. Του Δένδια, που κρατάει στα χέρια του όλη την εξωτερική πολιτική μας, και την εσωτερική διαδοχή επίσης, του Αλέξη Παπαχελά, διευθυντή της Καθημερινής και φημολογούμενου ως να έχει πλείστες καλές επαφές με ισχυρές πρεσβείες στην χώρα μας, συνεργατών του Σαμαρά, εσωκομματικού αντιπάλου της κυβέρνησης, συνεργατών του Μαρινάκη, ιδιοκτήτη αρκετών μέσων ενημέρωσης από ραδιόφωνο και τηλεόραση έως τύπου και διαδικτύου – μεταξύ πλείστων άλλων.
Και τότε – όλοι ασχολήθηκαν.
Ανακάλυψαν πλαστές ταυτότητες, ανακάλυψαν κουμπαριές, φιλικές σχέσεις, ύποπτα ραντεβού, έκαναν φύλλο και φτερό συνεργασίες, μίλησαν με θύματα και γνώστες, επιβεβαίωσαν ονόματα, άρχισαν να δείχνουν υπευθύνους.
Πέρασε τόσος χρονος, τόσος χαμένος χρόνος μέχρι να καταλάβουν όσοι (ξεκάθαρα κατ’ επιλογή) σιωπούσαν πως ήταν κι αυτοί θύματα δηλαδή, και να άρουν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση, και να αρχίσουν να κάνουν το ελάχιστο: την δουλειά τους.
Τι τρομακτικό. Τι θλιβερό, και τρομακτικό συνάμα.
Όμως έτσι είναι τα πράγματα, και δεν είμαστε τυχαία στην θέση 108 – ή, μάλλον, τυχαία είμαστε, άνετα θα μπορούσαμε και πιο κάτω. Και να δείτε, ω ειρωνεία της τύχης, πως αυτή η δημοσιογραφική κριτική, θα θεωρηθεί και τίμια και αξιοπρεπής, και θα ανέβουμε θέσεις, αντί να κατέβουμε ακόμα περισσότερες όπως και μας αξίζει! Φευ.
Άκουσα τον Αλέξη Παπαχελά πχ να απολογείται για το αργό ξεκίνημα λέγοντας “δεν είχαμε δώσει στην είδηση την βαρύτητα που της άξιζε”, μία τόσο κυνική κουβέντα, που σε χτυπάει στο κεφάλι κατακούτελα αν κάτσεις έστω λίγο μόνο να σκεφτείς ποιο ήταν το διακύβευμα, αν θυμηθείς πόσο ούρλιαζε ο Κουκάκης για την ησυχία που προκαλούσε η περιπέτειά του, αν κάτσεις να θυμηθείς πόσο λοιδορήθηκε ο Βαξεβάνης. Φευ.
Ο @Chondrogiannos ρώτησε τον Αλέξη Παπαχελά για την κάλυψη των υποκλοπών από τα ελληνικά media και ειδικά την Καθημερινή. Εκείνος απάντησε: «αργήσαμε να μπούμε σ’ αυτή την υπόθεση». Αποκάλυψε πως τα κείμενα του @jeansouliotis για τις υποκλοπές «δεν αγαπήθηκαν» από την κυβέρνηση. pic.twitter.com/WSk9M9Vx55
— Thanasis Koukakis (@nasoskook) October 6, 2022
Φευ.
~
Πάμε όμως στα δικά μας, αν ενδιαφέρεται η δημοσιογραφία, είμαι βέβαιος πως μπορεί να διευθετήσει τα του οίκου της:
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέφτει.
Είτε γιατί παρακολουθούσε όποιον της έκανε κέφι, από πολίτες για τελείως φθηνούς οικογενειακούς λόγους μέχρι ισχυρά οικονομικά, πολιτικά, διπλωματικά στελέχη, είτε, και δεν ξέρω αν είναι χειρότερο ή καλύτερο, γιατί κάποιος άλλος παρακολουθούσε την μισή κυβέρνηση, τις φίλες της γυναίκας του πρωθυπουργού ξέρω γω, κορυφαίους δημοσιογράφους, επιχειρηματίες, και -αυτό επιμένω πως είναι εξαιρετικά σημαντική αποκάλυψη- τον Δένδια, και, εδώ και τόσους μήνες, αντί να προσπαθεί να λύσει την υπόθεση, σχολιάζει μόνο το νύχι από το δάχτυλο που τα δείχνει όλα αυτά, συμπεριλαμβάνοντας και σε κάθε τρίτη πρόταση, για πολιτικό κέρδος, τον Σύριζα.
Τώρα βέβαια θα μου πείτε, αυτό είναι το καλό σενάριο, να φύγει, γιατί μία είτε αποτελούμενη από εκβιαστές είτε εκβιαζόμενη κυβέρνηση το να φύγει και να απαγκιστρωθεί από την εξουσία ίσως να μην είναι και τόσο εύκολη υπόθεση.
Είναι και θέμα ενστίκτων επιβίωσης, καταλαβαίνετε.
Εμένα όμως όπως πάντα, με ενδιαφέρει το μετά.
Παρακολουθήσεις, είχαμε από … πάντα. Όλοι θυμήθηκαν τον Μαυρίκη και τον Τόμπρα, κάποιοι λιγότεροι θυμήθηκαν την Vodafone και τον Τσαλικίδη, ελάχιστοι θα θυμηθούν το ΚΚΕ και κανένας, απολύτως κανένας την καταγγελία που έγινε (και) στο omniatv (Ποιοί κάνουν παρακολουθήσεις με συσκευές γεωεντοπισμού; και Παρακολουθήσεις τηλεφώνων για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και συλλήψεις δι’ απαγωγής)
Όμως, είμαστε στο σήμερα. Σήμερα, το μισό πολιτικό, οικονομικό, επιχειρηματικό, ίσως και διπλωματικό σκηνικό της χώρας, παρακολουθείται. Δεν υπάρχουν μόνο στοιχεία επικοινωνίας, όπως παλιά – τώρα, ΟΛΑ είναι καταγεγραμμένα. Που πήγαν οι στόχοι μέσω των στοιχείων GPS, τι είδαν μέσω της πάντα ανοικτής κάμερας, τι επικοινωνίες είχαν, μέσω της ανάκτησης μηνυμάτων κάθε είδους εφαρμογής οθόνης, τι είπαν και τι άκουσαν από τους συνομιλητές τους σε δια ζώσης επαφές, μέσω των ανοικτών μικροφώνων, και πάει λέγοντας.
Και όλα αυτά, όλο το εικοσιτετράωρο. Δηλαδή, και στις κοινωνικές τους, αλλά και στις ιδιωτικές τους επαφές. Στις πολύ ιδιωτικές τους επαφές. Δηλαδή, προφανώς το τι έλεγε την ώρα του σεξ μία φίλη της συζύγου του πρωθυπουργού είναι για εκείνη προφανώς ένας βιασμός της ιδιωτικής της ζωής, αλλά αν κάποιος ξέρει τι έλεγε εκείνες τις προσωπικές του στιγμές ένας υπουργός, ή ένας επιχειρηματίας, ο (εκ)βιασμός δεν είναι μόνο ο προσωπικός του, αλλά δυνητικά όλης μας της κοινωνίας όπως την ξέρουμε.
Ένας ολόκληρος κόσμος παρακολουθείτω, και ακόμα και αν υποψιαζόμαστε τον δράστη, στην ουσία τα στοιχεία που έχει μπορεί να τα έχει πλέον ο οποιοσδήποτε. Ο οποιοσδήποτε. Και ακόμα και περισσότεροι του ενός – όποιος μπορεί να την αγοράσει για οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τους δικούς του, σκοτεινούς και μολυσμένους σκοπούς.
Γιατί άπαξ και ανοίξεις το κουτί της πανδώρας, λυπάμαι, δεν θα ξανακλείσει ποτέ. Οτιδήποτε ηλεκτρονικό, μένει για πάντα. Για πάντα.
Αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή, ανάλογα του βαθμού της έκθεσής τους, μπορεί να είναι κατεστραμμένοι για μία ζωή. Είναι σημαντικό, πολύ σημαντικό, να το αντιληφθούμε: Και μόνο η υποψία αυτού του φρικτού βιασμού των προσωπικών τους στιγμών, δεν θα τους αφήσει ποτέ. Για κάθε έναν από αυτούς, είναι μία διαρκής φρίκη αυτή η υπόθεση.
~
Οπότε, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε: Τι είναι αυτό το μετά που περιμένουμε;
Αρκεί να αντικατασταθεί ο πρωθυπουργός από κάποιον άλλον της Νέας Δημοκρατίας; Αρκεί να ονοματιστούν πέντε-δέκα συνεργοί; Αρκεί να πέσει η κυβέρνηση; Να γίνουν εκλογές; Αρκεί, την επόμενη μέρα να μην είναι απλώς αυτοί οι άνθρωποι στην εξουσία;
Αρκεί;
Γιατί αυτή η υπόθεση έχει μολύνει ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας μας. Δεν είναι σαν εκείνες τις μολύνσεις που αντιμετωπίζεις με ένα μόνο φάρμακο: Έχει επηρεάσει τα πάντα, έχει απλωθεί παντού, και ξεκάθαρα (δείτε την σχεδόν απόλυτη απουσία αντιδράσεων από τα θύματα) το ίδιο το σώμα της κοινωνίας σχεδόν μοιάζει να πολεμάει όχι μόνο κάθε θεραπεία, αλλά και τον εαυτό του τον ίδιο.
Το φρικτό σενάριο θα είναι να κρυφτούμε – όπως έγινε με την Vodafone. Να ξεχάσουμε. Να πούμε “ό,τι έγινε έγινε, έπεσε ο Κούλης, προχωράμε και βλέπουμε”. Είναι κάτι που έχουμε ξανακάνει, με απόλυτη (θεωρώ) αποτυχία. Πιθανόν, το παραδέχομαι, μοιάζει πιο εύκολο…
…αλλά το πρόβλημα δεν θα φύγει. Τα όργανά μας θα είναι μολυσμένα. Ακόμα και αν τα αντικαταστήσουμε κάπως, ο,τι τα τροφοδοτεί κι αυτό θα είναι μολυσμένο. Ακόμα και αν κάνουμε ότι δεν υπάρχει, θα κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Ακόμα και αν πούμε “να, ανέβηκε σκάλες η δημοσιογραφία” για να σας γυρίσω στην αρχή του κειμένου, δεν σημαίνει ότι όντως έχουμε την δημοσιογραφία που μας αξίζει.
Αν πούμε “έπεσε ο Κούλης, ζήτω”, δεν θα έχουμε καταλάβει απολύτως τίποτα.
Αν δεν αφήσουμε πίσω τις προσωπικές μας ο καθένας επιδιώξεις, πολιτικές και οπαδικές, αν δεν οραμαστιστούμε έναν τόπο με ουσιαστική δημοσιογραφία, τυφλή δικαιοσύνη, αληθινή ανάγκη για ριζική κάθαρση και επανακαθορισμού των δημοκρατικών μας αξιών, δεν θα είμαστε στο μηδέν, καλά θα ήταν: θα παραμείνουμε στον βούρκο που κυλιόμαστε, ξεκάθαρα, τόσα χρόνια.
Και, πολύ φοβάμαι, δεν θα έχουμε -στο μετά που θέλουμε να ονειρευόμαστε- όταν κλείσουν πια τα τηλέφωνα, την δημοκρατία που (θα έπρεπε να) μας αξίζει.
Διαβάστε και τις άλλες σκέψεις μου για το θέμα: