Διαβάζω από το ρεπορτάζ του ThePressProject:

  • Το ανώτατο όριο ημερήσιας απώλειας ανά παίκτη τίθεται πλέον από τον ίδιο τον παίκτη. Προηγουμένως το όριο αυτό ήταν στα 500 ευρώ και σήμαινε επίσης αποκλεισμό για 24 ώρες. Το 2015 με την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έπεσε πρόσκαιρα στα 80 ευρώ.
  • Ο χρόνος παραμονής τίθεται επίσης από τον παίκτη: Με τις προηγούμενες διατάξεις, ένας παίκτης μπορούσε να παραμείνει στα «μικρά καζίνο» για 10 ώρες την ημέρα και 32 συνολικά τον μήνα
  • Δεν υπάρχει όριο στο μάξιμουμ ποντάρισμα ανά παρτίδα. Προηγουμένως το όριο ήταν 80 ευρώ και το 2015 μάλιστα έπεσε στα 20 ευρώ
  • Καταργήθηκε ο περιορισμός για τη μίνιμουμ απόσταση μεταξύ δύο καταστημάτων VLTs, που προηγουμένως ήταν 200 μέτρα.

Γιατί;

Το 2015, όταν πρωτοήρθε η υπόθεση στην βουλή, τεκμηριώθηκαν επαρκώς οι λόγοι που απαιτούσαν προστασία των παικτών (υπόψιν ότι ο τζόγος είναι ένας αναγνωρισμένος εθισμός) ώστε να μην χάνουν πολλά χρήματα, να μην παίζουν υπερβολικά πολλές ώρες κλπ. Ήδη, και τότε, δεν ήθελα καθόλου να εμφανιστούν τέτοια μηχανήματα (καθώς το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει μηχανική τύχη όταν υπάρχει κέρδος, είναι εντυπωσιακά αφελές κατ’ εμέ) και θεωρούσα τις διατάξεις προστασίας προσχηματικές, και πρακτικά ως μία ψευδαίσθηση ασφάλειας.

Μα τώρα, ακόμα και αυτή η ψευδαίσθηση ασφάλειας, αφαιρείται.

Τι άλλαξε;

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος για λογαριασμό της κυβέρνησης μιλά για … κρατικά έσοδα. Έσοδα σε χρήματα, προφανώς – γιατί οι ανθρώπινες ζωές (πλην των ιδιοκτητών των εταιριών που ασχολούνται με τυχερά παιχνίδια) θα καταστραφούν πλήρως από μία τέτοια ασυδοσία.

Δεν άλλαξε όμως κάτι θετικό για τους ανθρώπους αυτούς. Αντιθέτως: Πλέον θα παίζουν όσες ώρες (ή μέρες) μπορούν, όσα χρήματα μπορούν, θα χάνουν όσα χρήματα μπορούν.

Η προστασία του κράτους, πουλήθηκε για μερικά ευρώ σε έσοδα:

Τίποτα άλλο δεν άλλαξε.

Το παιχνίδι στα φρουτάκια έγινε πιο επικερδές για το κράτος, πιο επικερδές για τον ΟΠΑΠ – χωρίς κάποιος να ενδιαφέρεται να λάβει υπόψιν ότι, αυτά τα κέρδη, θα έρθουν τελικά από κάποιον.

Από κάποιον εθισμένο, που τον απελευθερώσαμε να τεθεί απόλυτα στην ανάγκη του, στην μαστούρα του, στον εθισμό του.

Προτιθέμεθα να κάνουμε, απλώς, πιο εύκολο στους εθισμένους ανθρώπους να χάσουν λεφτά, να καταστραφεί απόλυτα η ζωή τους, η ζωή των ανθρώπων γύρω τους – για να αυξήσουμε τα …έσοδα; Τα κρατικά έσοδα;

Αυτό, είναι αλητεία. Δεν είναι καν πολιτική αλητεία: είναι απλή ανθρώπινη αλητεία.

Είναι έγκλημα, πρέπει να ειπωθεί ως έγκλημα, να αναγνωριστεί ως έγκλημα και να τιμωρηθεί ως έγκλημα.

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, υποδέχεται τον νεαρό Amir, που έγινε γνωστός καθώς κληρώθηκε ως σημαιοφόρος αλλά τελικά παρέλασε με την πινακίδα του σχολείου του – μετά την επίθεση που δέχθηκε στο σπίτι του με πέτρες, πριν λίγες ημέρες.

Στην επίσκεψη αυτή, του παραδίδει την ελληνική σημαία, σε μία προφανώς συμβολική κίνηση (καθώς το παιδί δεν είναι φημισμένος μπασκετμπολίστας, ή αρσιβαρίστας), στην οποία δηλώνει:

«Αμίρ, θέλω να σου κάνω ένα δώρο επειδή κάποιοι έκαναν λάθος και σου στέρησαν την τιμή να κρατήσεις την ελληνική σημαία. Σήμερα θα σου τη δώσω εγώ, γιατί σου αξίζει. Να την κρατάς πάντοτε ψηλά και να θυμάσαι ότι στην Ελλάδα όλα τα παιδιά απολαμβάνουν παιδεία και ασφάλεια, εγγυημένη από την αγάπη και την αλληλεγγύη του λαού μας»

Πηγή από το skai.gr

Άλλοι ενοχλούνται, άλλοι επιδοκιμάζουν – όλα προχωρούν όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό.

Λίγα μέτρα πιο κάτω όμως, στην πλατεία Συντάγματος, κάποιοι άνθρωποι κάνουν απεργία πείνας για να συνενωθούν οι οικογένειές τους με τους ανθρώπους τους:

Έντεκα πρόσφυγες, πέντε γυναίκες και έξι άντρες ξεκίνησαν σήμερα απεργία πείνας διεκδικώντας το δικαίωμα επανένωσης με τις οικογένειές τους στη Γερμανία. Χιλιάδες πρόσφυγες παραμένουν μακριά από τις οικογένειές τους, εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα, δέσμιοι της αντιπροσφυγικής πολιτικής της ΕΕ και θύματα πολιτικών συμφωνιών κάτω από το τραπέζι της ελληνικής και της γερμανικής κυβέρνησης για την επιβολή πλαφόν στις οικογενειακές επανενώσεις και για “ελεγχόμενες εισροές”.

[…]

Η ελληνική κυβέρνηση σε σύμπνοια με τη γερμανική τιμωρεί τους πρόσφυγες εφαρμόζοντας περιορισμούς στα ελάχιστα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται, επινοεί διοικητικές μεθοδεύσεις και εφαρμόζει πολιτικές αποθάρρυνσης και αποτροπής σε κάθε επίπεδο: από τον πολύμηνο εγκλεισμό στα άθλια hotspot των νησιών μέχρι τις κατασταλτικές διοικητικές πρακτικές της Υπηρεσίας Ασύλου.

Από το άρθρο του omniatv.com για τους απεργούς πείνας.

Λίγα ακόμα χιλιόμετρα πιο μακρυά, οι εγκλωβισμένοι μετανάστες (μεταξύ των οποίων και παιδιά) ετοιμάζονται να ζήσουν απροετοίμαστοι για άλλη μία χρονιά, τον δολοφονικό (όχι εξαιτίας της σφοδρότητάς του, αλλά εξαιτίας της εγκληματικής προχειρότητας της κυβέρνησης που τους «φιλοξενεί» φυλακισμένους σε σκηνές και παραπήγματα χειμώνα:

«Οι συνθήκες είναι τραγικές. Στη Μυτιλήνη αυτή τη στιγμή οι συνθήκες απάδουν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αγγίζουν τα όρια παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ανέφερε την Πέμπτη ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας συζητώντας με τους δημάρχους πέντε νησιών στη Βουλή για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν

αναφέρει ο ίδιος ο Μουζάλας ενώ,

Αν γυρίσουμε το χρόνο πίσω, θα δούμε ότι χρειάστηκε μια σειρά από θανάτους στη Μόρια, στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, για να μεταφερθούν οι κάτοικοι του καταυλισμού από τις θαμμένες στο χιόνι σκηνές όπου διέμεναν σε αξιοπρεπείς συνθήκες. Προφανώς, το γεγονός ότι περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι υπέφεραν επί μήνες στο κρύο πριν από αυτούς τους θανάτους, δεν αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.

Και τώρα συμβαίνει ξανά το ίδιο. Οι συνθήκες για τους πρόσφυγες στα νησιά επιδεινώνονται διαρκώς τους τελευταίους μήνες. Καθώς βασικές ανθρώπινες ανάγκες δεν καλύπτονται ακόμα, παρατηρούμε τη δυστυχία των ανθρώπων αυτών να γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Ένα τεράστιο κύμα αβεβαιότητας και φόβου έχει κατακλύσει τα νησιά, βυθίζοντας ανθρώπους στην απελπισία.

..αναφέρει σε έκκλησή του ο πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα αλλά και άλλες 19 ανθρωπιστικές οργανώσεις:

Η ανησυχία, πάντως, είναι διάχυτη εν όψει του χειμώνα. Ερευνήτριες του Παρατηρητηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχαν τονίσει, πριν από έναν περίπου μήνα, ότι έχουν ήδη καταγραφεί πολλές απόπειρες αυτοκτονίας λόγω της κατάστασης σε συνδυασμό με την αγωνία για το μέλλον λόγω των κλειστών συνόρων.

«Είναι ότι χειρότερο έχω δει κι έχω περάσει πόλεμο» είχε δηλώσει μάλιστα η Εμίνα Τσερίμοβιτς, ερευνήτρια του Παρατηρητηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις απελπιστικές συνθήκες που επικρατούν στη Μόρια.

Από το HRW, μάλιστα, είχε γίνει λόγος για ακατάλληλες σκηνές που «με την πρώτη βροχή μπάζουν νερό, ελλιπή θέρμανση που περιορίζεται σε κουβέρτες, έλλειψη νερού και μάχες που δίνονται από μικρά παιδιά για ένα μπουκάλι, καθώς και ντους με ανυπόφορες συνθήκες λόγω της δυσωδίας από ούρα και κόπρανα».

διαβάζουμε στο in.gr

Μετά την απονομή της σημαίας, ο Νίκος Παππάς, Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, δήλωσε στο twitter:

Θαυμάσια – και εγώ δεν αντιλέγω καθόλου. Μα λίγα μέτρα πιο κάτω, δεν οφείλουμε δικαιοσύνη; Και, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στους ίδιους ανθρώπους, και για τους ίδιους λόγους, δεν οφείλουμε, επιτέλους, ανθρωπιά;

Τόσοι χειμώνες έχουν περάσει, τόσοι νεκροί, τόσοι αδικημένοι, δεν το οφείλουμε πλέον;

Υ.Γ.: Όπως έχω ξαναπεί, πολλές φορές, και θα ξαναπώ άλλες τόσες, είναι εγκληματικό που για αυτές τις συνθήκες διαβίωσης στην Μόρια δεν έχει παρέμβει ακόμα αυτεπαγγέλτως η δικαιοσύνη. Είναι εγκληματικό που δεν έχουν αναζητηθεί, ακόμα, οι όποιες, εξόφθαλμες θεωρώ -ακόμα και ποινικές- ευθύνες για την παραβίαση τόσων ουσιαστικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απέναντι σε φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, είτε του διοικητικού προσωπικού, είτε των πολιτικών διοικητών τους, είτε λέγονται Μουζάλας, είτε λέγονται Τσίπρας.

Δεν έχουν να κάνουν με έναν αθώο δεκαπεντάχρονο τα γεγονότα του σαββατοκύριακου. Ηταν η αφορμή, όχι η αιτία.

Οτι θα ξεχάσουμε είναι η αιτία.

Αυτά έλεγα τότε, τις ίδιες ημέρες, το 2008. Προσπαθώντας να δω αν άλλαξε κάτι, απογοητεύομαι περισσότερο.

Όχι μόνο ξεχάσαμε, αλλά αποδείξαμε με τις πράξεις μας ότι προσθέτουμε βάρος στην ταφόπλακα κάθε ελπίδας για καλύτερες ημέρες.

Έκτοτε, από το 2008, ζήσαμε πολλά:

Ζήσαμε μνημόνια, και εντολές ξένων για το πως θα νομοθετήσουμε, και ποιος θα κυβερνήσει την χώρα μας (ακόμα και μη εκλεγμένοι),

Ζήσαμε υπεύθυνους για την κρίση, να μας κάνουν συνυπεύθυνους με τα «όλοι μαζί τα φάγαμε»,

Ζήσαμε άφθονη, ατιμώρητη αστυνομική και κρατική βία – όχι μόνο προς διαδηλωτές, αλλά και προς κάθε ταλαιπωρημένο που βρέθηκε στον δρόμο τους,

Είδαμε αθώους συμπολίτες μας να φτωχαίνουν, να ζουν με τα ελάχιστα, να ζουν με τα σκουπίδια – ή να καίγονται όπως το κοριτσάκι στην Θεσσαλονίκη, ή φέτος το παιδάκι με το κερί στην Λάρισα,

Είδαμε ένα κράτος να αναγάγει την φορολογία σε κύριο επάγγελμά του, ως «λύση» για όλα τα οικονομικά δεινά που μας βρήκαν,

Είδαμε κόμματα που υπόσχονταν αξιοπρέπεια – και έβγαιναν χάρη σ’ αυτήν την υπόσχεση – να πιάνονται χέρι-χέρι με Καμμένους και Νικολόπουλους, να λένε «αυτά τα λέγαμε πριν», να λυγίζουν μπροστά στην αδυναμία να τηρήσουν την υπόσχεσή τους,

Είδαμε το τρίγωνο τράπεζες – μέσα μαζικής ενημέρωσης – κόμματα να συνεχίζουν το έργο της αλληλοκάλυψης με κάθε τρόπο, κυρίως με σημαία το «too big to fail»,

Είδαμε από την μία τα κόμματα, να βγαίνουν με ψέματα, με Ζάπεια και Θεσσαλονίκες, με υποσχέσεις για τα δημοψηφίσματα, και να αυτοαναιρούνται αμέσως μετά, ή ακόμα και κόμματα υπερχρεωμένα και διαπλεκόμενα, να επιμένουν να «ξεκαθαρίσουν» την δική μας οικονομία,

Είδαμε επιχειρήσεις που στο παρελθόν εκμεταλλεύτηκαν φωτογραφικούς νόμους και τα στραβά μάτια του κράτους, όχι μόνο να παραμένουν αλώβητες, αλλά να συνεχίζουν να συναγελάζονται με το δημόσιο και τις κυβερνήσεις, σαν να μην έγινε τίποτα,

Είδαμε τις τράπεζες να καταρρέουν, και ουδείς, ούτε οι άρχοντές τους, ούτε οι εποπτικές αρχές, να οδηγούνται σε μία διαδικασία απόδοσης ευθυνών,

Είδαμε τις δήθεν ελπίδες μίας πιστωτικής ζωής να συντρίβονται, την δανεική καλοπέραση των πιο διαπλεκομένων εξ ημών να διαλύεται, και ο λογαριασμός όλων μας να έχει μόνο τιμή – μα όχι λογιστικό έλεγχο,

Είδαμε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εφημερίδες και κανάλια, να λένε ψέματα, να λασπολογούν, να πασχίζουν να αλλάξουν την πραγματικότητά μας καταπώς τους βολεύει, βουτηγμένα και αυτά στα χρέη να νουθετούν για τον καλύτερο πολιτικό σωτήρα της επιλογής τους,

Είδαμε ανθρώπους να ζουν σε βρώμικες σκηνές ή να πνίγονται σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, να φυλακίζονται στην χώρα μας χωρίς κανέναν λόγο – μόνο και μόνο γιατί πάλεψαν να ξεφύγουν από έναν πόλεμο, και εμείς να μην τους παρέχουμε καν τα αυτονόητα, να τους δίνουμε «αμφίβολη ποιότητα-ποσότητα νερού και φαγητού», να τους αφήνουμε να κρυώνουν ή να πεθαίνουν σε μία πλαστική σκηνή, στο χιόνι ή σε μολυσμένες αποθήκες που βαφτίσαμε «καμπ»,

Να αφήνουμε μικρά παιδιά να κινδυνεύουν από σεξουαλική κακοποίηση, αδιάφοροι,

Είδαμε πολιτικούς να μην ευθύνονται για ένα τεράστιο χρέος των διακυβερνήσεων τους,

Είδαμε απίστευτη υποκρισία, σε όλους τους πολιτικούς χώρους, όπου αυτό που κατηγορούσαν εχθές γίνεται απαραίτητο σήμερα, και αυτό που ήταν απαραίτητο εχθές, σήμερα να είναι απεχθές,

Είδαμε την Ευρώπη όχι μόνο να αδιαφορεί, αλλά να επιμένει σε ακόμα μεγαλύτερη λιτότητα, για να σώσει μεταξύ άλλων και το δικό της τομάρι,

Είδαμε μία Ευρώπη που κλείνει, σε κάθε ευκαιρία, τις πόρτες της σε όσους έχουν ανάγκη, και συνδιαλέγεται με γείτονες – δικτάτορες – εκβιαστές αρκεί να μην αντιμετωπίσει το ζήτημα της μετανάστευσης,

Είδαμε, εκτός από την Ευρώπη, και εδώ στην Ελλάδα οι γνήσιοι λάτρεις του ναζισμού και των κρεματορίων να αναλαμβάνουν «πολιτικό ρόλο», να αποδέχονται «πολιτική ευθύνη» για δολοφονίες και επιθέσεις με μολότοφ σε οικογένειες για να αποκομίσουν την ψήφο του κάθε εν δυνάμει ακροδεξιού φασίστα που εκτονώθηκε.

~

Είδαμε τόσα, τόσα πολλά πράγματα.

Φτάνουν τα λίγα καλά;

Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η αλληλεγγύη, των απλών ανθρώπων, του ανώνυμου γείτονά μας, -κόντρα σε κάθε στυγνή λογική, κόντρα σε κάθε φασιστική διαταγή- με όποιον τρόπο μπορούσε, σ’ αυτόν που είχε ανάγκη.

Αρκεί αυτό;

~

Η πεποίθησή μου ήταν, και είναι ακόμα, ότι είχαμε μία οφειλή να ξεπληρώσουμε τον Δεκέμβρη του 2008. Ως οι πολίτες που καθόρισαν, με την ανοχή και την εντολή μας, μία απίστευτα μεγάλη φούσκα ψεύτικων ονείρων, ψεύτικων θεών, ψεύτικης ελπίδας και προτεραιοτήτων, μας δόθηκε μία μοναδική ευκαιρία να προβούμε σε μία κρίση αυτογνωσίας, να γίνει ανάγκη η ειλικρίνεια, να δούμε που κάναμε λάθος, και πως, αληθινά, μπορούμε να το διορθώσουμε.

Να εξηγήσουμε, σ’ αυτήν την νέα γενιά που δολοφονήσαμε σε ένα πεζόδρομο στα Εξάρχεια, ότι έχουμε καταλάβει που έχουμε ευθύνη, και είμαστε πρόθυμοι να διορθώσουμε.

Αντ’ αυτού, από το 2008 και μέχρι σήμερα, κεράσαμε και κεραστήκαμε ψέμα, δολοπλοκίες, υποκρισία και εξαπάτηση. Μόνο εκ των συνθηκών στερηθήκαμε και άλλες πιστωτικές ζωές – αν και, σε μεγαλύτερο επίπεδο, δεν το χάσαμε ούτε καν αυτό το ψέμα.

Συνεχίζω να πιστεύω ότι ο θυμός, δεν είναι απέναντι σε έναν αστυνομικό που πυροβόλησε, ένα βράδυ, επειδή πίστευε ότι μπορούσε να το κάνει ατιμώρητος. Συνεχίζω να πιστεύω ότι ο θυμός είναι απέναντι σε εμάς, που δεν μας ένοιαζε καθόλου, πραγματικά, η συνέπεια των πράξεών μας.

Ελπίζω, ειλικρινά, όσοι διαμαρτυρηθούν δια της βίας, τότε, τώρα, και για πάντα για αυτήν την στάση μας, να κάνουν λάθος. Ελπίζω, ειλικρινά, να μην είναι αυτή η διαδικασία που αλλάζουν τα πράγματα.

– γιατί τα πράγματα θα αλλάξουν.

Ελπίζω μόνο, να επικρατήσει η λογική στους αποδέκτες του θυμού, σε εμάς, και να δούμε, ο καθένας μας και όλοι μαζί, τα δικά μας λάθη, να επαναπροδιορίσουμε τις αξίες μας, να ξαναδούμε τις προτεραιότητές μας, να αποδεχθούμε τα λάθη μας.

Δεν έχουν να κάνουν με έναν αθώο δεκαπεντάχρονο τα γεγονότα του 2008, ή τα σημερινά. Ήταν η αφορμή, όχι η αιτία.

Ότι θα ξεχάσουμε είναι η αιτία.

Τις τελευταίες ημέρες, οι Σύλλογοι Γονέων του 1ου και 5ου Δημοτικού σχολείου Ωραιοκαστρου, έχουν εκδώσει ανακοινώσεις, διαμαρτυρόμενοι για την απόφαση προσφυγόπουλα να μαθητεύσουν στα αντίστοιχα σχολεία και αρνούνται να τα δεχτούν υπ’ απειλή κατάληψης – προτάσσοντας πρωτίστως (αόριστα, θα έλεγα) υγειονομικούς λόγους.

Πριν ακόμα καταστεί σαφές ότι δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ποτέ κανένας λόγος ανησυχίας για την υγεία των παιδιών που θα πάνε ειδικά σ’ αυτά τα σχολεία, η αντίδραση σ’ αυτήν την θέση, υπήρξε σχεδόν πλήρης και καθολική, σε όλα τα επίπεδα. Τα αντανακλαστικά λειτούργησαν, ο κόσμος πήρε θέση, άλλα σχολεία, φορείς, σύλλογοι και πολίτες απάντησαν στην ανακοίνωση των Συλλόγων Ωραιοκάστρου.

Τα αντανακλαστικά λειτούργησαν.

Αλλά για το Ωραιόκαστρο.

Πριν λίγο καιρό, ανέφερα στο blog την έκθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ. Στην έκθεση αυτή γινόταν αναφορά στις συνθήκες που διαβιώνουν οι πρόσφυγες στην χώρα μας, κλεισμένοι άλλοι σε παροπλισμένα, μολυσμένα εργοστάσια, άλλοι σε απαράδεκτους χώρους κράτησης, με «ανεπάρκεια στην χορήγηση πόσιμου νερού και κυμαινόμενη ποιότητα και ποσότητα τροφίμων» (αν είναι ποτέ δυνατόν δηλαδή), «συγχρωτισμός εκατοντάδων ανθρώπων σε ενιαίους χώρους, χωρίς επαρκή εξαερισμό, με συσσώρευση απορριμάτων και αποβλήτων, κακές συνθήκες υγιεινής». Σ’ αυτούς τους χώρους διαβιώνουν σήμερα ενήλικες, μα και παιδιά.

Έκλεινα το άρθρο με την παραίνεση «Αντιδράστε! Είναι η μόνη αξιοπρεπής στάση που μας έχει απομείνει.»

…δεν έγινε τίποτα σπουδαίο έκτοτε.

Όχι από την δική μου ανάρτηση – δεν έγινε τίποτα σπουδαίο γενικά. Να βοηθήσω; Δεν υπήρξε καν δημόσια απάντηση από το κράτος.

Πριν λίγες ημέρες, η Human Rights Watch, συνέταξε την δική της έκθεση και την έθεσε στην δημοσιότητα. Εκεί, με τίτλο «Γιατί Με Κρατάτε Εδώ;» κάνει αναφορά κυρίως στα ασυνόδευτα παιδιά, ηλικίας μέχρι 14 ετών και πάνω, που βρίσκονται στην Ελλάδα.

Οι περιγραφές είναι τρομακτικές.

Θυμίζω ότι πρόκειται για ασυνόδευτα παιδιά, που, είτε είδαν τις οικογένειές τους να πεθαίνουν στην πορεία μέχρι να φτάσουν εδώ, είτε να πνίγονται στο Αιγαίο, είτε να ταξίδεψαν τελείως μόνα τους, με την ελπίδα να συναντήσουν τις οικογένειές τους ανα την Ευρώπη.

Τα παιδιά αυτά λοιπόν, σύμφωνα με την έκθεση, ζουν σε απαράδεκτες συνθήκες. Είναι είτε φυλακισμένα για πολύ καιρό για την προστασία τους σε ακατάλληλα κέντρα κράτησης, είτε με τον γενικό πληθυσμό – απλώς, και μόνο, επειδή η κυβέρνηση δεν έχει φτιάξει, ακόμα, κατάλληλα κέντρα φιλοξενίας για αυτά τα παιδιά. Δεν υπάρχει πρόσβαση σε κατάλληλη ψυχολογική βοήθεια, στερούνται βασικών δικαιωμάτων τους στην ενημέρωση ή την εκπροσώπησή τους, ενώ δεν έχουν πρόσβαση σε ντους ή στρώματα(!). Τα πράγματα γενικά είναι χειρότερα στα αστυνομικά τμήματα, από τα κέντρα κράτησης (και είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς γιατί τα αστυνομικά τμήματα δεν είναι ικανά για πολύμηνες κρατήσεις).

Στις συνεντεύξεις που έδωσαν τα παιδιά από τα αστυνομικά τμήματα, γίνεται ξεκάθαρα λόγος και για κακοποίηση από κάποιους από τους φύλακές τους.

Τελος, όπως αναφέρεται στον Guardian,

In a visit to Greece two weeks ago, the UN High Commisioner for Refugees, Filippo Grandi, spoke openly of the risk migrant children now faced.

“Unaccompanied minors are extremely exposed to exploitation of many kinds and in particular sexual exploitation,” he said in Athens. “There is a lot of survival sex that is happening, there is sexual harassment and sexual abuse. I think that this is something we cannot tolerate, in particular in the European Union.”

Σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλική κακοποίηση. Σε παιδιά.

Αυτά, γίνονται σήμερα, τώρα, τώρα που διαβάζεις αυτό το άρθρο.

Όταν διάβασα την είδηση, την μετέφρασα σε tweets των 140 χαρακτήρων, για να μην χαθεί ούτε ένα κόμμα από το κείμενο. Ύστερα, εξέφρασα την γνώμη μου για όσα άκουσα – την παραθέτω συνολικά εδώ:

Δεν υπάρχει ΚΑΜΙΑ δικαιολογία από την κυβέρνηση, ούτε ο όγκος του (προσφυγικού) κύματος, ούτε για την αδυναμία. Έστω και αν δεν είχε ούτε μία δομή παραλάβει από τους προηγούμενους, είχε ήδη κοντά δύο χρόνια να φροντίσει για τις συνθήκες όχι μόνο των παιδιών, αλλά και των μεγάλων που, όπως είχαμε δει και από την επίσημη αναφορά του ΚΕΕΛΠΝΟ, αφήνει τις περισσότερες φορές σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης κ διατροφής.

Ακόμα και αν δεν μπορεί, πρακτικά, να το διαχειριστεί,η αποβολή των δημοσιογράφων από τα κέντρα, και η ησυχία από την ίδια για τις συνθήκες που επικρατούν, λειτουργούν ως ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ και ΣΥΝΕΝΟΧΗ. Εδώ και κοντά δύο χρόνια, ένας άνθρωπος από ντροπή – δεν έχει παραιτηθεί.

Η ευθύνη για την κατάσταση βαραίνει αποκλειστικά πλέον τον @atsipras και την #proti_fora_aristera του, γιατί επέτρεψε ατιμώρητα να ζουν οι άνθρωποι, ενήλικες και (ιδίως) παιδιά σε τέτοιες συνθήκες, ανεξαρτήτως της στάσης των υπολοίπων χωρών της ΕΕ.

Τα λέω και στο προηγούμενο άρθρο: «Αντιδράστε! Είναι η μόνη αξιοπρεπής στάση που μας έχει απομείνει.»

~

Και φτάνουμε σε αυτό που με μπερδεύει. Όταν στο Ωραιόκαστρο οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων ασχημονούν, με τις δηλώσεις και την στάση τους, υπάρχει αντίδραση και είναι δυναμική. Όταν ο δήμαρχος εκεί επικροτεί να ανοίξουν μερικά κεφάλια, ο υπόλοιπος κόσμος δείχνει την απέχθειά του.

Και αυτό είναι ωραίο, και υγιές, λογικό και χρήσιμο.

Όταν κάποιος μας λέει, ότι η κυβέρνησή μας, (το έχω ξαναπεί, ανεξαρτήτως τι ψήφισε ο καθένας, αν γουστάρει ή όχι, είναι κυβέρνηση και ευθύνη όλων μας) αφήνει αυτά τα παιδιά, τα δεκατετράχρονα παιδιά να βασανίζονται έτσι, σωματικά και ψυχολογικά, που είναι η αντίδρασή μας; Πως προσπερνάμε αυτήν την είδηση; Βουλευτές έχουμε, κόμματα έχουμε, Υπουργούς έχουμε – γιατί μένουμε σιωπηλοί;

Γιατί μένουμε σιωπηλοί όταν παιδιά (και ενήλικες!) κρατούνται σε απαράδεκτες φυλακές, σε απαράδεκτες συνθήκες, κατά εκατοντάδες, στερούμενοι τα απαραίτητα; Που είναι τα αντανακλαστικά που έχουμε αποδείξει ότι διαθέτουμε;

~

Δεν είναι το ίδιο το Ωραιόκαστρο με τις ρατσιστικές του θέσεις, και η κατάσταση που η κυβέρνηση έχει αναγκάσει να ζουν οι πρόσφυγες, μεγάλοι και παιδιά, σ’ αυτές τις συνθήκες – το καταλαβαίνω. Αλλά δείτε τι θέλω να πω:

Αν στην επιστολή του συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων στο Ωραιόκαστρο είχαν βάλει την υπογραφή μας από κάτω χωρίς να το έχουμε επιτρέψει, θα γινόμασταν έξαλλοι. Δεν θα μας εκπροσωπούσε ούτε μία γραμμή από αυτό το κείμενο.

Αναρωτιέμαι αν αντιλαμβανόμαστε ότι οι εκθέσεις αυτές που ξεγυμνώνουν ένα αίσχος, έχουν, με την σιωπή και την ανοχή μας, την δική μας υπογραφή από κάτω. Ως εντολοδόχοι.

Παρακολουθώντας κανείς τις τελευταίες εξελίξεις στην χώρα και με το θέμα (μα όχι αποκλειστικά) της συγκέντρωσης με τον διακριτικό τίτλο #παραιτηθειτε , είναι εύκολο να διακρίνει ένα πρόβλημα που χρονίζει, προφανώς, μα δεν λύθηκε ιδιαιτέρως με την «πρώτη φορά αριστερά»:

Οι κυβερνήσεις-κόμματα.

Η επιμονή των κομμάτων να «κουβαλάνε» το ιδεολογικό τους πρόσημο και όταν γίνονται κυβέρνηση, κάτι συνηθισμένο, αντιλαμβάνομαι, μα όχι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό.

Τούτη η κυβέρνηση, ειδικά στο θέμα του #παραιτηθειτε έχει ξεφύγει τελείως. Από τις δηλώσεις «αντίστοιχοι διαδηλωτές κάποτε φορούσαν γούνα», από το «η διαμαρτυρία είναι στα όρια της συνταγματικής ανοχής» μέχρι το «στρέφονται κατά της χώρας» της κυβερνητικής εκπροσώπου, σπεύδει να επικυρώσει, σε κάθε τόνο, ότι η κυβέρνηση φέρεται ως να είναι κυβέρνηση αποκλειστικά Συριζαίων.

Αυτό που ξεχνούν όμως με τέτοιες δηλώσεις, είναι ότι οφείλουν να είναι κυβέρνηση όλων. Και των ψηφοφόρων τους, και των ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων. Και όσων συμφωνούν μαζί τους, και, πολύ περισσότερο ίσως, όσων διαφωνούν με την πολιτική τους και θα ήθελαν σε πρώτη ευκαιρία μία άλλη. Και όσων λένε «μείνετε», και όσων λένε «φύγετε».

Προσωπικά, μπορεί να πιστεύω ότι αυτή είναι μία κυβέρνηση που είπε ψέματα στους πολίτες που την εμπιστεύτηκαν – είτε γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, είτε γιατί δεν ήθελε να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος μίας διαφορετικής επιλογής της. Κρίθηκε, πράγματι γι’ αυτό, με την εκλογή του Σεπτεμβρίου – όπως περίπου κρίθηκε και το 2012 η τότε συγκυβέρνηση και συνέχισε το έργο της. Μα ακόμα και αν πήρε την δεύτερη ευκαιρία που ζητούσε, (έστω και αν της την έδωσε ένα μικρό ποσοστό του απογοητευμένου εκλογικού σώματος, μόλις το 57%), δεν παύει, ούτε στιγμή, να είναι κυβέρνηση ΟΛΩΝ των πολιτών αυτής της χώρας.

Θα έλεγε για την κομματική της πελατεία ποτέ «αυτοί μοιάζουν με αυτούς που φοράγανε κάποτε γούνα»; Θα τολμούσε να κρίνει μία επιλογή τους ως «εχθρική για την χώρα»; Όχι; Ε, τότε με τον ίδιο σεβασμό και προσοχή οφείλει να αντιμετωπίσει και αυτούς με τους οποίους διαφωνεί και δε θα την ψηφίσουν ποτέ.

Αυτό, όπως το βλέπω εγώ, είναι πολιτικός πολιτισμός. (Για να σας προλάβω, το «οι κόσμος από κάτω είναι παραπλανημένος, τους εκμεταλλεύονται οι διοργανωτές» όχι, δεν είναι ίδιον πολιτικού πολιτισμού όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ).

Κομματική κριτική μπορεί όντως ελεύθερα να κάνει ένα στέλεχος του Σύριζα ή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, ναι, θα προτιμούσα να μην – αλλά αυτό αφορά κυρίως τους ψηφοφόρους τους. Κυβερνητική κριτική όμως, οφείλει να γίνεται πάντα με γνώμονα την θέση ότι η κυβέρνηση μιλάει εξ ονόματι των πολιτών, όλων των πολιτών, και όχι των κομμάτων που την έφεραν εκεί.

Και αυτό, όπως και πολλά άλλα εξόφθαλμα λάθη που συνεχίζουν και με αυτήν την κυβέρνηση (όπως και με τις προηγούμενες) να γίνονται, μπορεί να λυθεί μόνο με πίεση των ψηφοφόρων τους.

Είναι σε θέση οι ψηφοφόροι του Σύριζα να πιέσουν ώστε να αντιμετωπιστεί με σεβασμό (ανεξαρτήτως διαφορών) ο κάθε πολιτικός τους αντίπαλος;

Αμφιβάλλω, μα δεν θα σταματήσω ποτέ να ελπίζω και να το ζητάω.

Μετά την (επιτέλους) ψήφιση της επέκτασης του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, ακούω, διαρκώς μία συγκεκριμένη κριτική:

«Καλά, ούτε η Κανέλλη δεν το ψήφισε; Αυτό έλειπε να μην το ψηφίσει και ο Κακλαμάνης!»

Δεν μου κάθεται καλά όλο αυτό, και θέλω να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη και να μοιραστώ μαζί σας την ενόχλησή μου:

Νομίζω ότι είναι λάθος αυτή η συλλογιστική. Αντιλαμβάνομαι το υπονοούμενο, και ας το συζητήσουμε: Η απόφαση αν κάποιοι άνθρωποι πρέπει ή όχι να έχουν πρόσβαση στα ίδια δικαιώματα που έχουν όλοι οι υπόλοιποι, δεν πρέπει να είναι συνισταμένη του όποιου τρόπου ζωής μας, είτε μας λένε Κανέλλη, είτε Κακλαμάνη, είτε Γεωργιάδη, είτε Πλεύρη.

Μου φαίνεται τελείως λάθος, πχ, να το συνδέουμε έτσι – είναι σαν να λέμε αυτός που έχει παιδιά, *πρέπει* να ψηφίσει έναν νόμο που δίνει επίδομα στις οικογένειες με παιδιά – όχι, δεν *πρέπει* τίποτα: Μπορεί πιθανόν να καταλάβει καλύτερα τα αιτήματα των γονιών – ναι, μα ένας νόμος είναι σωστός, ή είναι λάθος, ανεξαρτήτως αν ο βουλευτής με κάποιον τρόπο κερδίζει, ή χάνει προσωπικά από αυτόν.

Κανένας Ολυμπιακός βουλευτής δεν θα *έπρεπε* να ψηφίζει σαν Ολυμπιακός, κανένας Κυκλαδίτης για τις Κυκλάδες, και πάει λέγοντας.

Προσωπικά, έχω ακριβώς την ίδια απαίτηση να ψηφίσει τον νόμο και ο (κάθε) Κακλαμάνης, και η (κάθε) Κανέλλη, και ο (κάθε) Γεωργιάδης ή ο (κάθε) Μεϊμαράκης, και ο κάθε ετεροφιλόφυλος και ο κάθε ομοφυλόφιλος βουλευτής – γιατί θεωρώ ότι είναι ένας σωστός νόμος και, εφόσον αδιαφορήσω για τα προσωπικά του καθενός ως κοινωνία, τόσο δεν θα έπρεπε να με ενδιαφέρει καν ως συνισταμένη απόφασης.

Μα δεν είναι μόνο αυτό:

Συν τοις άλλοις, μου φαίνεται πως αυτή η συλλογιστική (και παίρνω απλώς αφορμή από εδώ, καθώς τις τελευταίες ώρες το ακούω συνέχεια) λειτουργεί ως μία «get out of the closed» απαίτηση – με την οποία είμαι, προσωπικά, κάθετα και απόλυτα αντίθετος: Αφού κανείς δεν πρέπει να ντρέπεται για τις ερωτικές (και όχι απλώς σεξουαλικές) προτιμήσεις του, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί θα έπρεπε να νιώθει (με το ζόρι) «υπερήφανος». Αν νιώθει; Ας το πει, δεν έχω πρόβλημα. Μα αν θέλει να το κρατήσει για τον εαυτό του; Κανένα πρόβλημα. Αδιαφορώ ποιον ερωτεύεται ο καθένας, αν θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους – θαυμάσια, αν δεν θέλει, επίσης θαυμάσια.

Δεν – μου – πέφτει – λόγος. Ούτε έτσι, ούτε αλλιώς.

Καταλαβαίνω απόλυτα την οργή όσων δέχονται επικρίσεις, διακρίσεις και πόλεμο επειδή δημοσιοποίησαν την σχέση τους σε μία κοινωνία που μιλά για τους «λίγους ανώμαλους», καταλαβαίνω ότι νιώθουν μόνοι τους σε μία μάχη που δεν τους αφορά αποκλειστικά: Μα το λάθος είναι οι επικρίσεις, όχι το να κρατήσεις την ιδιωτική σου ζωή ιδιωτική. Είναι μία θυσία που δεν απαιτώ από κανέναν να υποστεί, για χάρη καμίας μάχης. Αν είναι σωστό να μην δέχεσαι διακρίσεις, είναι σωστό να μην τις δέχεσαι για κανέναν λόγο, και είτε το δημοσιοποιείς, είτε όχι.

Αυτή η γνώμη μου, τυχόν σκέψεις σας στα σχόλια, ή στα social.

Ταυτόχρονα, τις τελευταίες ημέρες, παίζουν δύο-τρεις ειδήσεις.

Ένα: οι δημόσιοι και οι συνταξιούχοι να πληρώνονται με υποχρεωτική χρήση πλαστικού χρήματος. Θα παίρνουν 120-150 ευρώ, λέει το δημοσίευμα, την εβδομάδα, και τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα χρησιμοποιούν μόνο με κάρτες: «Mε πιστωτικές κάρτες οι μισοί μισθοί και συντάξεις» Παραθέτω το απόσπασμα:

Συγκεκριμένα το ΥΠΟΙΚ επεξεργάζεται σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα προβλέπεται η υποχρεωτική χρήση καρτών στις συναλλαγές των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων.

Αυτό θα επιτυγχάνεται, σύμφωνα με το δημοσίευμα, με έλεγχο στα μετρητά που σηκώνουν από μισθούς και συντάξεις και συγκεκριμένα περιορίζοντας την εβδομαδιαία ανάληψη μετρητών από τις τράπεζες στα 150 ευρώ από τα 420 που είναι σήμερα. Τα χρήματα που απομένουν στους λογαριασμούς των δικαιούχων, συνταξιούχων και δημοσίων υπαλλήλων, θα μπορούν να ξοδεύονται μόνο μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών.

Δύο, η υποχρέωση πληρωμής των γιατρών με πλαστικό χρήμα. Οι γιατροί, αφού υπήρξαν κάποιες προϋποθέσεις έκαναν δεκτό, κατ’ αρχάς, το μέτρο: «Ναι» με γκρίνια από τους γιατρούς στη χρήση πλαστικού χρήματος

Τρία, όλες οι καινούργιες επιχειρήσεις από 1/1/2016 θα πληρώνονται με πλαστικό χρήμα. Αυτό θα επεκταθεί και στις επιχειρήσεις που έχουν ξεκινήσει παλαιότερα, υποχρεωτικα, και σύντομα σε όλες: Πλαστικό χρήμα στις νέες επιχειρήσεις. Παραθέτω απόσπασμα:

Ολες οι νέες επιχειρήσεις που θα συσταθούν το 2016 θα υποχρεούνται για όλες τις συναλλαγές τους να χρησιμοποιούν χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες. Αυτό σημαίνει ότι θα εγκαταστήσουν μηχάνημα POS το οποίο θα επιδοτείται από τα πρόγραμμα του ΕΣΠΑ. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο αναπλ. υπουργός Οικονομικών Τρ. Αλεξιάδης, εφόσον οι επιχειρηματίες χρησιμοποιούν έναν λογαριασμό και μία κάρτα για τα έσοδα και τα έξοδά τους, θα απαλλάσσονται από την υποβολή της δήλωσης φόρου εισοδήματος και την περιοδική δήλωση ΦΠΑ, δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία θα είναι γνωστά στο υπουργείο. Σταδιακά το μέτρο της μη υποβολής δήλωσης θα επεκταθεί και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις.

Τέσσερα, αλλά αυτό ήταν στα ψιλά: Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες, μετά από απλό αίτημα μίας δημόσιας επιχείρησης (Δήμοι, ΔΕΚΟ, εφορίες, κλπ) να παρακρατούν από λογαριασμούς πολιτών τυχόν χρέη τους. Επίσης, το όριο του προστατευόμενου ποσού κατέβηκε από τα 1.500 ευρώ, στα 1.000: Άρχισαν κατασχέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς για οφειλές σε Δήμους, ΔΕΚΟ, ασφαλιστικά ταμεία, εφορίες. Παραθέτω απόσπασμα:

Έστω ότι έχετε απλήρωτη μία κλήση από δημοτική αστυνομία, ή οφείλετε Χ ποσό από νερό στον δήμο που διαμένετε, ή έχετε οφειλή από ΔΕΗ, τότε είναι πολύ πιθανό αν έχετε τραπεζική κατάθεση, να δείτε το ποσό οφειλής να αφαιρείται από τον τραπεζικό σας λογαριασμό.

Συγκεκριμένα από το καλοκαίρι (μως η μεγάλη έξαρση σημειώθηκε το Σεπτέμβριο), οι τράπεζες παραλαμβάνουν ομαδικά κατασχετήρια -από εφορίες, τελωνεία, δήμους, ΔΕΚΟ, ασφαλιστικά ταμεία-, για δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών.

Τα αιτήματα είναι πολλά, μα πάρα πολλά. Υπολογίζεται ότι καθημερινά φτάνουν στις τράπεζες κατασχετήρια που αφορούν 500 και πάνω ονόματα.

Με τα κατασχετήρια ζητείται η δέσμευση καταθέσεων και μάλιστα για ποσά που συνήθως δεν ξεπερνούν τα 150 ευρώ.

Πρόκειται για οφειλές, από λογαριασμούς νερού, ρεύματος, ακόμα και από κλήσεις της δημοτικής αστυνομίας.

Ο καταθέτης δεν έχει κανένα τρόπο αντίδρασης, και άμυνας, αφού ο νόμος προβλέπει σαφώς την κατάσχεση οφειλής, από τραπεζικό λογαριασμό.

Όμως, εδώ οφείλω να παραθέσω και δύο προσωπικές περιπτώσεις τουλάχιστον, γιατί θα υπάρχουν και άλλες, με κατασχέσεις για ποσά κάτω από το προστατευόμενο όριο(*) – στην 2η τουλάχιστον περίπτωση μάλιστα, η κατάσχεση έγινε γιατί ήταν ..εγγυήτρια.

Μόνο δύο, ξαναλέω. Θα υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιες περιπτώσεις.

(*) Προστατευόμενο όριο υπάρχει μόνο σε έναν λογαριασμό κατά άτομο, ποσού όχι μεγαλύτερου από €1.000

Ok με την ενημέρωση; Πάμε στις σκέψεις τώρα.

~

Είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρω σε λέξεις αυτό που αισθάνομαι: Το να επιτρέψω να παραδοθεί το χρήμα στις τράπεζες, εγω να έχω έναν αριθμό μόνο που να πιστοποιεί ότι μου ανήκει, να είμαι διαρκώς ελεγχόμενος για το τι αγοράζω, με τα χρήματα που κέρδισα ο ίδιος, να μπορεί ο καθένας να ξέρει την οικονομική μου κατάσταση και να μην μπορώ να αντιδράσω ακόμα και αν αδικούμαι, είναι συνθήκες που με εγκλωβίζουν αφόρητα.

Κανονικά, θα έπρεπε να πω «οι άνθρωποι» – αλλά θα πω «εγώ» για να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση για το «χειρότερο σενάριο» που υπερασπίζομαι:

Αν για μένα έχει μεγαλύτερη σημασία να πληρωθεί το φαγητό του παιδιού μου, από το να πληρωθεί ένα χρέος στην τράπεζα, για τα χρήματα που έχω κερδίσει – αυτή η απόφαση θα έπρεπε να είναι ιερή. Αυτή η προτεραιότητα είναι δική μου ευθύνη. Τα χρήματα που κερδίζω είναι δικά μου, και η διαχείρισή τους βαρύνει αποκλειστικά εμένα.

Αν καμία συναλλαγή δεν θα επιτρέπεται, σύντομα, χωρίς πλαστικό χρήμα:

μου φαίνεται πολυ ενοχλητικό ότι η τράπεζα, και τόσοι άλλοι πίσω από αυτήν, θα έχουν την απόλυτη καταγραφή όλων των οικονομικών συνηθειών μου, των οικονομικών σχέσεών μου, της οικονομικής μου ταυτότητας.

μου φαίνεται απολύτως αδιανόητο για την προσωπική μου ελευθερία, ότι τα χρήματά μου θα είναι ιδιοκτησία άλλου. Να μου τα δίνει, όποτε και όπως νομίζει, να τα διαχειρίζεται όπως νομίζει, να μου τα παρακρατά, όποτε νομίζει.

μου φαίνεται πολύ ανησυχητικό το σενάριο αύριο το πρωί πχ, το κράτος να αποφασίσει μία έκτακτη εισφορά σε όλους της τάξης πχ του 5%-10% των χρημάτων στην τράπεζα, και αυτά, απλώς, να μεταφερθούν από τον έναν λογαριασμό σε έναν άλλο, χωρίς καμία δυνατότητα άμυνάς μας.

μου φαίνεται εξαιρετικά τρομαχτικό να αποφασίσει πχ η Ελλάδα να γυρίσει σε άλλο νόμισμα, και για μας να αλλάξει απλώς το εικονίδιο πίσω από την ηλεκτρονική πληρωμή μας εν μία νυκτί, χωρίς να έχω τον έλεγχο να αντιδράσω.

Τα χρήματά μας δεν θα είναι (ήταν μία αυταπάτη, το ξέρω, δεν ήταν ποτέ) πια, δικά μας. Θα ανήκουν στο κράτος και στις τράπεζες, και θα τα διαχειριζόμαστε μόνο με την διακριτική τους ευχέρεια – αν και όπως αυτοί το επιτρέπουν. Όπως λέω πάντα, προσοχή στο «αν δεν έχεις σκοπό να παρανομήσεις δεν έχεις τίποτα να χάσεις», είναι το μότο που παρέδωσε τις σημαντικότερες ελευθερίες μας σε κάποιον άλλον.

Αυτό που (για την παρούσα κυβέρνηση, όταν ήταν αντιπολίτευση) ήταν ο «οικονομικός στραγγαλισμός μίας ολόκληρης χώρας» από τους δανειστές της με τον οικονομικό έλεγχο, επιχειρείται, από την ίδια κυβέρνηση, να γίνει σε ατομικό επίπεδο σ’ αυτήν την ίδια χώρα: ο ατομικός πλούτος, αποκλειστικά στα χέρια του κράτους και της εξουσίας.

Επιπλέον, οι too big to fail τράπεζες, δεν θα έχουν μόνο πια τον έλεγχο μίας οικονομίας, αλλά και τον απόλυτο έλεγχο του χρήματος κάθε πολίτη ξεχωριστά. Κάνουμε ένα μεγάλο, επικίνδυνο θηρίο, απλώς μεγαλύτερο -και αφάνταστα πιο επικίνδυνο.

Έχοντας βάλει, ξεκάθαρα, εδώ και χρόνια, την οικονομία ως ισότιμο συνομιλητή των ηθικών μας αξιών, η μετατροπή της όποιας οικονομικής μας ελευθερίας σε πλαστική, με ανησυχεί βαθιά, και προϊδεάζει ένα εξαιρετικά μαύρο μέλλον κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Δεν υπάρχει λίγο Βαγγέλης Γιακουμάκης. Δεν υπάρχει λίγο Ουαλίντ Ταλέμπ. Δεν μπορείς να είσαι λίγο ο ανώνυμος νεκρός του Κολαστηρίου.

Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν είναι παιχνίδι στο οποίο μπορείς να παίξεις τον μικρό ρόλο σου και μετά να προχωρήσεις. Δεν είναι θέατρο, για μία παράσταση μόνο. Είναι παράσταση ζωής, πρέπει να καταλάβεις ΓΙΑΤΙ επέλεξες να παίξεις τον ρόλο, και να το τιμήσεις μέχρι τέλους – μέχρι την δικαίωσή του.

Είναι επικίνδυνη η απόφαση της συμμετοχής σου. Δεν μπορεί να είναι επιδερμική – όχι γιατί το λέω εγώ, αλλά γιατί το λένε τα θύματα:

Στο Παγκράτι, λίγοι τραμπούκοι έσπασαν το πόδι ενός, και έλουσαν με χλωρίνη τον άλλον απο ένα ζευγάρι ανθρώπων που, απλώς, καθόταν στο πάρκο.

Αυτό, έγινε λίγους μήνες πριν. Αυτό, ήταν πριν τον Βαγγέλη.

Αν δεν ξεχνούμε (όλοι μας, ή έστω όσοι ξεχάσαμε-μαζί κι εγώ) τότε, αν επιλέγαμε η θέση μας να είναι ουσιαστική, βαθιά, αν η επιμονή μας δεν σταματούσε μέχρι να έρθει ένα θετικό αποτέλεσμα, όποιο και αν ήταν αυτό, αν επιμέναμε να βρεθούν οι ένοχοι, να τιμωρηθούν, αν δεν ανεχόμασταν τον υπουργό μας να λέει «στην θητεία μου ΔΕΝ θα αποκτήσουν ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους δύο άνθρωποι που δεν εγκρίνω την σχέση τους – ο,τι και να γίνει» – ίσως, ίσως τώρα τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.

Ίσως να ήταν διαφορετικά και για τον Βαγγέλη.

Στην Μανωλάδα, δύο χρόνια κοντά πριν, οι εργαζόμενοι πυροβολήθηκαν γιατί ζήτησαν την αποζημίωσή τους, για δουλειά που έκαναν στα χωράφια. Αυτό, έγινε πριν το πτηνοτροφείο – και σχεδόν δυο χρόνια μετά από τον Ουαλίντ.

Αν εκτός από την πρόσκαιρη έκφραση της ενόχλησής μας, είχαμε αντιδράσει πιο δυναμικά, αν είχαμε πιέσει τους βουλευτές μας, αν επιμέναμε η δημοσιογραφία να ικανοποιήσει τις απορίες μας, αν είχαμε καταστήσει σαφές ότι δεν θα γίνει ανεκτή τέτοια συνθήκη εργασίας ξανά – τότε ίσως, ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα, και για τους εργαζόμενους στην Μανωλάδα έναν χρόνο μετά, και για το πτηνοτροφείο που ξεχάσαμε -ήδη- το όνομά του στην Χαλανδρίτσα.

Αρκετό καιρό πριν, μάθαμε για τις απαράδεκτες συνθήκες στο @kolastirio, μάθαμε για τους νεκρούς, μάθαμε γι’ αυτούς που κρεμάστηκαν αποδρώντας, έτσι, από την φρίκη με τον μόνο τρόπο που ήξεραν.

Αν επιμέναμε να βρεθεί η ευθύνη, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, να αλλάξουν οι συνθήκες στο νοσοκομείο και στις φυλακές ευρύτερα, τότε ίσως, ίσως αυτός ο άνθρωπος να μην έχανε την ζωή του τόσο άδικα.

~

Αντιθέτως από ότι μοιάζει να διαποτίζει αυτό το άρθρο, δεν μιλάω για τύψεις. Αλλά ο Βαγγέλης για κάποιον λόγο εγκατέλειψε. Τα αφεντικά του Ουαλίντ, για κάποιον λόγο πίστεψαν πως μπορούν να τον βιάσουν με ένα σκουπόξυλο και να τον βασανίσουν επί 18 ώρες. Και τον ανώνυμο νεκρό του κολαστηρίου, για κάποιον λόγο επέλεξαν να αγνοήσουν τις εκκλήσεις του για βοήθεια.

Γιατί λείπαμε εμείς, οι υπόλοιποι, από εκεί.

Το ξέρω ότι νοιαζόμαστε. Το βλέπω, και αντίθετα από την απαισιόδοξη οπτική του «άχρηστου like» εγώ πιστεύω ότι ένα like, ένα tweet, ένα RT, ένα post, μία αναφορά στην παρέα ή στην οικογένεια, παίζει ρόλο – και μάλιστα πολύ σημαντικό.

Μα χρειάζεται και κάτι παραπάνω. Χρειάζεται επιμονή και μνήμη. Να ξέρουμε γιατί.

Ο Βαγγέλης πέθανε, αλλά υπάρχουν και άλλοι Βαγγέληδες. Ο Ουαλίντ, δεν μπορεί να πάρει πίσω τα φρικτά βασανιστήρια, αλλά έχει ελπίδα για την δικαίωσή του, για να μην υπάρχουν άλλοι Ουαλίντ. Ο ανώνυμος νεκρός του Κολαστηρίου χάθηκε, αλλά αν δεν είναι πια ανώνυμος, αν ενδιαφερθούμε, υπάρχουν και άλλοι ασθενείς που δεν χρειάστηκε ακόμα να κλάψουμε γι’ αυτούς.

Το «είμαστε πλέον εμείς μαζί σου» πρέπει να είναι ειλικρινές, όσο ειλικρινής ήταν και ο πόνος των θυμάτων.

Η μοίρα όλων αυτών των ανθρώπων δεν αλλάζει – μα η μοίρα των ανθρώπων αλλάζει.

Τα -ειλικρινή, το πιστεύω- δάκρυά μας γι’ αυτούς τους ανθρώπους, πρέπει να γίνουν πράξεις για τους επόμενους που είναι, ακόμα, ιστορίες που δεν έγιναν.

Χρειάζομαι την βοήθειά σας να τους θυμάμαι. Γιατί υπάρχουν πολλοί που χρειάζονται την βοήθειά μας για να μην τους ξεχάσουμε.

~

Ο Ουαλίντ Ταλέμπ συνεχίζει την μάχη του στα δικαστήρια στις 31 Μαρτίου 2015.

Στην «νέα Μανωλάδα» ξεκινά σήμερα η έρευνα. Στην παλιά, οι ιδιοκτήτες έχουν αφεθεί ελεύθεροι.

Ο νεκρός του νοσοκομείου φυλακών Κορυδαλλού, είναι ακόμη ανώνυμος. Η ιστορία του δεν έχει ειπωθεί.

Υποκριτές.

«Τους έβαλε ο Σύριζα να κοιμούνται στο κρύο για να κερδίσουν μερικές ψήφους». Και; Τους σώσαμε; Ζήτησαν να φύγουν από την Ελλάδα – τους ακούσαμε; Ζήτησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους αλλού – τους το επιτρέψαμε; «Δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο». Το διεκδικήσαμε μαζί τους; Οι μισοί από σας βρε υποκριτές, λέτε «δεν χωράμε άλλους ξένους» – και όταν θέλουν να φύγουν και να πάνε αλλού, παίρνετε το μέρος της Ευρώπης, και της υπάρχουσας νομοθεσίας της για να τους κρατήσουμε εδώ; Και μετά; Δεν θα πείτε, βρε παλιοϋποκριτές, δέκα λεπτά μετά, δεν θα πείτε «σίγα μην τους ταΐζουμε κιόλας»; Τι θέλατε; τι θέλατε από αυτούς τους ανθρώπους; Που θέλετε να τους στείλετε – γιατί θέλετε να τους κάνετε κακό; Μόνο κακό; Ακόμα και όταν δεν εξαρτάται από εμάς η τύχη τους να τους πατήσουμε; Θέλουν να φύγουν και τους κρατάμε με το ζόρι εδώ; Να κάνουν ΤΙ εδώ; Να δουλέψουν; Να επιβιώσουν; Τι να κάνουν, τι διεκδικήσαμε για την ζωή τους;

Υποκριτές.

Σας ένοιαξε μόνο η απειθαρχία. Μόνο αυτό. ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ. Η απειθαρχία κάποιων που είπαν «πιστεύουμε ότι έχουμε δίκιο, και θέλουμε να το διεκδικήσουμε». Ούτε σας έκλεψαν, ούτε σας σκότωσαν, ούτε καν ασχολήθηκαν μαζί σας. Και ας μην ταίριαξαν στο «τρομοκράτες, ληστές, δολοφόνοι» – ταίριαξαν στα «βρώμικα κουρέλια που θέλουν καθάρισμα με την μάνικα». «Δεν μας ενδιαφέρει η Ελλάδα», είπαν, «θέλουμε να ζήσουμε ΑΛΛΟΥ». Όχι. Εδώ. Με το στανιό. Γιατί απειθάρχησαν, γιατί κέρδισαν την συμπόνια και την φιλία κάποιων, γιατί ήταν αξιοπρεπείς ακόμα και όταν ανόητοι παρεισέφρησαν στις κουβέρτες τους.

Υποκριτές.

Τάχα μου νοιαστήκατε αν μικρά παιδιά κρυώνανε το βράδυ. Και τους χαρίσατε, απλόχερα, αδιάφορα, ένα αβέβαιο μέλλον, σε μία αβέβαιη χώρα, φιμωμένα, με ΜΑΤ στις τρεις το πρωί Κυριακή βράδυ, με μπουνιές και κλωτσιές, να αποχωρίζονται βιαίως τα λιγοστά υπάρχοντά τους, λεφτά, διαβατήρια, οικογενειακές φωτογραφίες – που πετάχθηκαν σαν σκουπίδια.

Και κάθε ένας που είπε έστω και μία κουβέντα συμπαράστασης, όχι να έδωσε μία κουβέρτα, ένα γάλα, μία κουβέντα μόνο, έγινε το κομματικό στέλεχος που εκμεταλλεύτηκε αυτές τις αθώες ψυχές. Εμείς οι κακοί, εσείς οι καλοί. Όσοι είπαν «να τους ακούσουμε» με την παρανομία, όσοι είπαν «δεν γίνεται, δεν θα έχουν ποτέ, ποτέ, ΠΟΤΕ καλύτερο μέλλον», με την νομιμότητα.

Υποκρισία, πήχτρα στην υποκρισία. Για να δούμε, θα κρυφτεί πίσω από τα φωτάκια του δέντρου της καθαρής πλατείας;

…τρία, δύο, ένα – καλή χρονιά.

Δεν κάνουμε με τον ίδιο τρόπο την ευχή, δήμαρχε.

  • Διάβασε επίσης: Αυτό που δεν είναι πάντα βία
  • Διάβασε επίσης: Ο αρκούδος, το Συριζαίικο τέρας της προπαγάνδας
  • Πρέπει να είναι ωραία να είσαι ψηλά. Πρέπει να είναι όμορφο, ασφαλές και αναζωογονητικό να είσαι πχ ο Τσαουσόπουλος, ή ο Ψαριανός, αυτές τις ημέρες, να είσαι εκεί, ψηλά στον παγκόσμιο αξιακό κώδικα, και κάπου χαμηλά, όταν σκύβεις το κεφάλι σου στους πληβείους, στο πρόσωπο των Σύρων μεταναστών να βλέπεις κουρέλια, ή στο τραυματισμένο πρόσωπο της Κούνεβα, και το χαρακωμένο από τις εμπειρίες πρόσωπο του Γλέζου να βλέπεις την οικογένεια Άνταμς (εδώ, επειδή το πρωτότυπο έγινε «μόνο για φίλους» – και γω δεν είμαι τέτοιος, προφανώς).

    Άλλωστε τι είναι οι Σύροι; Κουρέλια είναι. Με την μάνικα θέλουν καθάρισμα, όπως οι βρωμιές. Τι είναι η Κούνεβα και ο Γλέζος; Φρικιά είναι, απομεινάρια μίας πραγματικότητας και ενός σουρεαλισμού που δεν υπάρχει στην καθαρότητα του πολιτικού λόγου που πρεσβεύεις.

    Δεν χρειάζεται να καταλάβεις.

    Ούτε τους μεν, ούτε τους δε. Ούτε να σκεφτείς τι λες, ούτε τι αναπαραγάγεις.

    Σε έναν μικρόκοσμο που σε αποθεώνει, σε μία παντελή έλλειψη σύνδεσης με την πραγματικότητα, σε έναν κόσμο που οι αγωνίστριες δεν υπάρχουν, για να δεχθούν βιτριόλι, οι αγωνιστές δεν υπάρχουν, για να διεκδικήσουν μία άλλη ζωή, σε έναν κόσμο που το επιθυμητό είναι λαμπάκια σε ένα δέντρο, αγορές σε ένα μαγαζί, τσεκιν σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο, υποταγή σε έναν πρόεδρο που δεν ξέρεις καν ακόμα το όνομά του, σε έναν μικρόκοσμο που σαν δεύτερη φωνή, άβουλη, θα πάψει όταν θα αρχίσεις τα «Εεεεεεεελα τώρα σε παρακαλώ» της διάνοιας και της μίας μοναδικής αρχής, σαν ένα μικρόφωνο που κρατάς μόνο εσύ, και φοβάσαι μην μιλήσουν άλλοι, με πιο αληθινά δράματα από ένα ..χαμένο ραντεβού, και σου κλέψουν την δόξα.

    Και ξεπέφτω και γω, και σε λέω γελοίο, σιχαμένο μαλάκα, εκεί που έχω κρατήσει ένα επίπεδο σε όλα, σε χειρότερα, πολύ χειρότερα από σένα, πέφτω και γω στην «ανωτερώτητά» σου, γελοίε σιχαμένε μαλάκα, και γίνομαι ένα σαν και σένα, να λέω σε άνθρωπο τέτοια πράγματα, κόντρα σε όλα όσα πιστεύω και πρεσβεύω.

    Αλλά πόση αντοχή να έχει ο άνθρωπος που σ’ ακούει;

    Το ορφανό παιδάκι από την Συρία, ή το καμμένο πρόσωπο της Κούνεβα, δεν επέλεξε να είναι έτσι. Δεν είναι μία μάχη που επέλεξε να δώσει, ένας αγώνας που μπορεί να έχει και τίμημα και το ότι θα μοιραστεί την σκέψη του κάποιος σαν και σένα από τα βάθη του βόθρου σου που αποκαλείς, δήθεν, μυαλό. Όχι: Ήταν κολλημένος στον τοίχο, με μία ανύπαρκτη ζωή, ή μία μάχη με ένα αφεντικό για τις συναδέλφους της. Δεν ήθελε να γίνει ήρωας, να εκπροσωπήσει κάτι, μέσα από ένα κολλημένο από την πείνα στομάχι, ή ένα τραυματισμένο πρόσωπο – έπρεπε να επιβιώσει έναν βιασμό, της ανάγκης για ζωή και της ελευθερίας της.

    Και γω, τίποτα πες να μην μπορώ να κάνω για να πάρουν οι άλλοι μιά ευκαιρία να ζήσουν άφοβα αλλού, ή να μην εκβιάζονται με βιτριόλι, ή να μην ζήσουν ξανα ναζισμό και φασισμό – τουλάχιστον, γελοίε, σιχαμένε μαλάκα, να εκτεθώ λίγο και γω, και όταν κάποιος τους σκοπεύει από ψηλά με την θρασύτητα του καλοβολεμένου, για έναν γέλωτα ηλιθίων ακολούθων του, να πετάγομαι, γελοίε, σιχαμένε μαλάκα, και να λέω:

    «Τι λες βρε γελοίε, σιχαμένε μαλάκα;»

    Να μην σε ανέχομαι. Να μην περάσει έτσι. Καταλαβαίνεις.

    Update: Ο Τσαουσόπουλος απαντά για τις επιθέσεις που του έγιναν με αφορμή την δήλωσή του. Μεταξύ άλλων, ζητά και συγνώμη. Την παραθέτω αυτούσια:

    Αγαπητοί φίλοι,

    Θα ήθελα να καταθέσω την προσωπική μου άποψη για το θέμα που δημιουργήθηκε.

    Ξεκαθαρίζω λοιπόν από την αρχή ότι δεν είμαι ρατσιστής.

    Πιστεύω ακράδαντα στο δικαίωμα όλων των ανθρώπων να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες ζωής, ακόμα κι αν, για να το πετύχουν αυτό, είναι αναγκασμένοι να φύγουν από τις πατρίδες τους και να αναζητήσουν κάπου αλλού, καλύτερη ζωή και τύχη.

    Αυτό αφορά φυσικά και στους συνανθρώπους μας από τη Συρία.

    Λυπάμαι και μελαγχολώ, που το κράτος μας δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το φλέγον πρόβλημα των μεταναστών. Και λυπάμαι, ακόμα που η Ελλάδα παλεύει ουσιαστικά μόνη σε αυτό, με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης να «κοιτάζουν» από μακριά τις χαμένες ανθρώπινες ψυχές, που καταλήγουν στην πατρίδα μας.

    Ας μιλήσουμε όμως για το συμβάν.

    Η εκπομπή είναι Νο1 σε ακροαματικότητα στα βασικά κοινά επί σειρά ετών, με κυρίαρχα συστατικά τη μουσική, τους αστείους διαλόγους και τη χιουμοριστική υπερβολή στο σχολιασμό της καθημερινότητας.

    Κι όταν λέμε χιουμοριστική υπερβολή, εννοούμε και τα αστεία και ανέκδοτα που ο καθένας μας λέει ή δέχεται να ακούει, στην παρέα του, στο καφενείο, την ταβέρνα ή αλλού. Αστεία. Χοντροκομμένα ίσως, αλλά αστεία…

    Όταν κάναμε το «αστείο» με τους πρόσφυγες από τη Συρία, κανείς από τους χιλιάδες ακροατές μας δεν έστειλε κάποιο μήνυμα, ούτε έγινε κάποιο τηλεφώνημα δυσαρέσκειας, ούτε αναρτήθηκε κάποιο σχόλιο στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Διότι όλοι όσοι έχουν επιλέξει να μας ακούν ξέρουν ότι δεν έχουμε κακή πρόθεση.

    Αλλά ας δούμε τι είπα…

    Το σχόλιο ξεκίνησε με το ότι εμείς φέτος στολίσαμε …Σύριους κ.λπ. Αμέσως μετά και ακριβώς στο κέντρο του σχολιασμού, αλλάζοντας τόνο φωνής, μίλησα για λίγα δευτερόλεπτα σοβαρά και επί της ουσίας. Και είπα:

    «Κύριε Καμίνη, αν δεν είναι δικό σας το θέμα, πρέπει να βγείτε και να πιέσετε την κεντρική εξουσία να δώσει λύση. Πρέπει η κυβέρνηση να λύσει το όποιο νομικό πρόβλημα αυτών των ανθρώπων, και να τους μεταφέρει κάπου, ώστε να μπορεί να τους περιθάλψει σωστά».

    Είπα κάτι κακό; Έχει κάποιος αντίρρηση σε αυτό;

    Αμέσως μετά είπα ότι δεν είμαι ρατσιστής, ούτε Χρυσή Αυγή και… Χρυσά Αυγά – για να ξεκαθαρίσω έτσι την κατάσταση και τα πιστεύω μου.

    Συνεχίζοντας επίσης είπα ότι δημιουργείται πρόβλημα στους επαγγελματίες των καταστημάτων γύρω από την περιοχή, κι ότι δεν είναι καλό θέαμα για τους τουρίστες, που θα πλημμυρίσουν τα ξενοδοχεία μέσα στα Χριστούγεννα.

    Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί, ότι είναι κι αυτό ένα πρόβλημα, που για να λυθεί θα πρέπει το κράτος να δώσει επιτέλους λύση.

    Τελειώνοντας το σχόλιό μου απευθύνθηκα πάλι χιουμοριστικά -αλλά πιστεύω ουσιαστικά- στον πρωθυπουργό, λέγοντάς του «Αντουάν, κάνε κάτι, βάλε κάποιον να λήξει το θέμα».

    Όποιος καλοπροαίρετος ακούσει το σχόλιο, δε μπορεί παρά να συμφωνήσει μαζί μου, στο σοβαρό κομμάτι αυτού του σχολίου. Όσον αφορά στο χιουμοριστικό, αποδέχομαι την αστοχία και ζητώ συγγνώμη γι’ αυτήν.

    Με λίγα λόγια, όσοι βρήκαν την ευκαιρία να μου επιτεθούν, το έκαναν ξεχνώντας ή απονευρώνοντας την καρδιά του σχολίου μου.

    Κάπου εδώ άρχισε η …χλαπαταγή.

    Από τη μια, ακροδεξιά στοιχεία με θεώρησαν δικό τους και με έκαναν σημαία.

    Από την άλλη, ανώνυμοι bloggers και δημοσιογράφοι μέσα από τα sites πέταξαν λάσπη, επιτιθέμενοι προσωπικά σε μένα με χυδαίες ύβρεις και χαρακτηρισμούς, που δεν αφορούν σε πολιτικές θέσεις.

    Την εκπομπή μου κάθε πρωί την ακούν άνθρωποι, που ξυπνούν νωρίς και δίνουν καθημερινά τον αγώνα του μεροκάματου. Άνθρωποι που πηγαίνουν σε γραφεία, εργοστάσια, βιοτεχνίες, ή βρίσκονται πάνω στο τιμόνι. Μέσα σε αυτούς, είναι και πολλοί αλλοδαποί, που επικοινωνούν μαζί μου με μηνύματα.

    Όλοι αυτοί έχουν επιλέξει να με τιμούν, γιατί με τον τρόπο αυτό φτάνουν στη δουλειά τους με κάποιο έστω αμυδρό χαμόγελο και κάπως καλή διάθεση, από αυτά που η ομάδα μου κι εγώ τους λέμε στον αέρα.

    Οι όποιοι προνομιούχοι και οι «χαϊστες» δε μας ακούν. Τέτοια ώρα κοιμούνται ακόμα…

    Παρ’ όλη τη λάσπη που έπεσε, μπορώ να κατανοήσω τις επιθέσεις.

    Η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά ηλεκτρισμένη. Υπάρχει αγωνία για το μέλλον της χώρας. Αλλά και αγωνία για το μέλλον του καθενός από εμάς.

    Οι πολιτικοί και τα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει λάθη. Άλλοι περισσότερα, άλλοι λιγότερα. Δεν τα έχουν καταφέρει. Για το καλό όλων μας, μακάρι οι επόμενοι –όποιοι κι αν είναι αυτοί- να τα καταφέρουν.

    Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω μια προσωπική αλήθεια. Τα τελευταία δέκα χρόνια ξυπνάω κάθε μέρα, κάθε πρωί στις 5 και μισή, και από τις 7 το πρωί ακούγομαι ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ευχάριστος, ευδιάθετος και χαμογελαστός.

    Για να το πετύχει αυτό κάποιος, δε φτάνει μόνο να έχει στο μυαλό του μόνο το βιοπορισμό. Πρέπει να αγαπά τους ανθρώπους, να αγαπά το διπλανό του. Αλλιώς ΔΕ ΒΓΑΙΝΕΙ. Δέκα χρόνια, κάθε μέρα, ΔΕ ΒΓΑΙΝΕΙ.

    Ευχαριστώ
    Μιχάλης Τσαουσόπουλος