Κανούργιο σπίτι. Καινούργια ζωή. Ξυπνάω το πρωϊ και αισθάνομαι άλλος άνθρωπος.
Στον καναπέ κοιμάμαι βέβαια. Το κρεβάτι το βρήκαμε μόνο κατά τύχη.
Διότι, φίλε/η αναγνώστη/τρια, αν νομίζεις ότι το αντικείμενο του πόθου σου, όποιο και να είναι αυτό, που σου γυάλυσε στο ΙΚΕΑ, θα το βρεις οταν πας, είσαι βαθιά νυχτωμένος.
Πάμε που λες (να σου μιλάω στον ενικό, ε; δεν σε πειράζει;) στο ΙΚΕΑ. Ααααα τι ωραία πράγματα εδώ, αααααα άλλα ωραία απο εκεί, να το σπίτι μας εδώ, να μια καλή ιδέα εκεί.
Και του πουλιού το γάλα. 🙂
Και απο τιμές; προσιτές, το οποίον οι άλλοι έχουν κάτι τρελά νούμερα, δύο φορές πάνω, και κοιτάς αυτές που θα δουλεύεις μόνο έναν μήνα να τα βγάλεις, και λές ‘πάλι καλά’. Είχαμε και την διαφήμιση, τι ωραία που κρατάνε όλον τον χρόνο τις ίδιες τιμές, σα να λέμε ‘τιμές με έναν χρόνο εγγύηση’, ωραία πράματα.
Το λοιπόν, αφού πήγαμε στο ΙΚΕΑ, χαρήκαμε που οι άνθρωποι κρατάνε χαμηλές τις τιμές (και πως το κάνουν αυτό, να χαρείς; δεν προσλαμβάνουν ανθρώπους λέει, για να κρατάνε τα έξοδα χαμηλά, λέει) τεσπα, δουλεύει αυτό, και έχουν και μερικούς σουηδούς εκειδα και κάνουνε ντεζάην με φθηνά -προσιτά- υλικά, και δεν θα χαλάσει και το ξέρεις γιατι έχουν ένα δονητή και βαράει μία καρέκλα διαρκώς μέρα βράδυ θεε μου σχώραμε.
Κοιτάμε και τον κατάλογο, είδαμε και τον σκύλο που το πόδι του μοιάζει με -θεε μου σχώραμε πάλι- δεν σου λέω και μεγάλος χαμός έγινε έκει όξω, γι αυτό ερχόσαντε οι σουηδές το εβδομήντα «στάσου, μύγδαλα» εδω χάμου να δουν χαρές γιατι με το τυπωμένο το πέος στον κατάλογο του ΙΚΕΑ που να βρούνε χαρα, κοκκινήσανε ούλες και το πανηγύρισαν το πράμα.
Με το πουλί του σκύλου λοιπόν, είδαμε και τα έπιπλα. Και ωραία, και φθηνά – αλλά για να πάρεις ένα κρεβάτι πρεπεί να πληρώνεις τις τάβλες μία-μία, μυστήρια πράγματα, πως δεν χρεώνουνε και τις βίδες.
Και παίρνουμε τηλέφωνο. «ωραίο το κρεβάτι σας μανδάμ, το ‘χετε;» γιατί είμασταν και υποψιασμένοι, μην χέσω. «ποιο κρεβάτι» μας κάνει η κυρία, «στην σελίδα τάδε» εμείς.
«Αααααα οοοοοοοοχι μας» λέει το υπάλληλο. «Πρέπει να μας δώσετε κωδικό».
Ε;
Να ταξιδέψω μισή αθήνα, πήγαινε-έλα διόδια, λες και πάω αλεξανδρούπολη, για να έχω τον κωδικό, για να το δεί η κυρία που δουλεύει εκεί;
«Σίγουρα μανδάμ;» «Μα τι λέτε, την δουλειά μας δεν ξέρουμε;»
Αμ εσείς την ξέρετε, εμείς δεν την ξέρουμε.
Το οποίον παίρνουμε το όχημα, ντραηβάρουμε, φτάνουμε μέχρι εκεί, τσεκάρουμε όλους τους κωδικούς για όλα τα προϊόντα.
Το οποίον, το κρεβάτι έχει γίνει κρεβατοκάμαρα, ίσαμε πέντε – έξι κομμάτια ζωή να’χουνε. Βάλε και το τραπεζάκι του σαλονιού, που δεν γίνεται δουλειά δίχως δαύτο, το κλείσαμε το κόλπο.
Παίρνουμε που λές τους κωδικούς, κατεβαίνουμε μετά και πλακωνόμαστε στα hot-dog (της φωτογραφίας) που κάνουνε και 60 λεπτά το ένα, τρώμε και παγωτό άλλα τόσα, πίνουμε και κοκακόλα με ρηφίλ – που πα να πει δίνεις ότι δίνεις για το ποτήρι, και βάνεις μετά απεριόριστα ότι γουστάρεις, τον Μόρνο αμα θες σε κοκακόλα πιέστονα, να πάθεις διάτρηση να μάθεις να είσαι λιγούρης.
Το οποίον χωρταίνουμε, τα σκάμε πάλι στα διόδια, και επιστρέφουμε στο άδειο μας σπίτι.
Την επόμενη φορά που το πρόγραμμα έχει ξεκούραση και αραλίκι, το σκάμε το τηλέφωνο.
«πολύ μας άρεσε το κρεβάτι», ξεκινάμε, «ποιό κρεβάτι» η υπάλληλος, «αυτό της φωτογραφίας» λέμε εμείς, «α, αμα δεν ξέρετε τον κωδικό -» χα, την πάτησε η χαμούρα(*) μανδάμ, το ξέρουμε μωρή(*) μανδάμ, και της αραδιάζουμε νούμερα.
Ούτε οι εβραίοι τόσα νούμερα γραμμένα.
Κάθε προϊόν 8 νούμερα, επί επτά πράματα η αναζήτηση, ίσα με 50 νούμερα, ούτε λογιστής νά ‘μουνα, ετοιμάζομαι: «Το χετε αυτό;» «Τσου. Μας τελείωσε.» Α. «Εκείνο» «λυπάμαι πολύ είναι σε έλλειψη.» Α, το κακόμοιρο. «Το άλλο;» «Όχι, πάρτε μας σε μία βδομάδα.»
Πάνε τα τρία, το οποίον κρεβάτι, συρταριέρα έξι συρταριών, και κάτι ακόμα που μου διαφεύγει, πάμε για τα άλλα.
«Λοιπόν…»
«θα μου πείτε και άλλα;» ξαφνιάστηκε η υπάλληλος.
Ναι ρε, λέω να σηκώσω το μαγαζί γιατι έχω κέφια.
«μάλιστα, άλλα τρία»
«ΆΑΑαα όοοοοχι, μέχρι τρία μπορώ να σας εξυπηρετήσω»
Ε;
Και τι να κανω εγώ τώρα;
«ΘΑ ξανακαλέσετε, για να σας πούμε για τα υπόλοιπα»
«Το ίδιο νούμερο;»
«Μάλιστα»
«Και θα μιλήσω μαζί σας;»
«Είναι πιθανόν.»
Και τότε γιατί κυρά μου να ξανακαλέσω και να μπω σε όλη αυτή την διαδικασία;
Apparently, που θα λέγανε και οι τουρίστες που θα έρθουν εδώ για τον ρουφιάνο τον τελικό του champions league, και αντί να φοβόμαστε εμείς αυτούς, θα φοβούνται αυτοί εμάς, θέλουν τις γραμμές να μην είναι κατειλλειμένες, άρα ο πελάτης να ξανακαλεί άμα έχει πάνω απο τρία προϊόντα. Ευρωπαϊκά πράματα παιδάκι μου, ανώτερα καμωμένα, με σκοπό την εξυπηρέτηση του πελάτη.
Και τις φθηνές τιμές.
Μια και δυο, ξανακαλώ, λέω τα άλλα τρία, υπάρχουν. Έλα όμως που τα άλλα είναι τα κομοδίνα του κρεβατιού, το τραπεζάκι σαλονιού, και η συρταριέρα με τρία συρτάρια. Αλλά δεν υπάρχει κρεββάτι.
Τι να το κάνω το κομοδίνο χωρίς κρεβάτι;
Που να ξέρει η κοπέλα, την δουλειά της κάνει, την επόμενη μέρα, πάμε στο ΙΚΕΑ για το τραπεζάκι σαλονιού.
Ντραηβάρουμε μέχρι κει δα, γίνεται πανικός στον δρόμο απο βροχή και αγέρα, δεν ξέρουμε αν θα φτάσουμε, φτάνουμε, έχουμε σκάσει και τα κερατιάτικα στα διόδια – για 5 χιλιόμετρα που κάνουμε πληρώνουμε όλη την αττική οδό, την εγνατία, και πέντε έξι ομόλογα δημοσίου.
Πάμε να το πάρουμε – ά, λυπάμαι, δεν υπάρχει πια. Τέσσερα ήτανε, και πάνε.
Α;
Όχι ρε παιδιά, δεν μπορεί, τόσα χιλιόμετρα, τόσος δρόμος, τόσο πανηγύρι, τόσος κόπος – και τέλος;
«Λυπάμαι, τέλος.»
Μπορούμε να το παραγγείλουμε τηλεφωνικά;
Τσου, πρέπει να έρθετε απο δώθε.
Γυρίζουμε αποκαμωμένοι, αλλά τους σημαδεύουμε τους αλητόβιους. Την επόμενη φορά, με το που θα πουν το χουμε, φύγαμε να το πάρουμε.
Έτσι γίνεται. Λένε το έχουμε, ρωτάω «πόσα κομμάτια», μου λέει «ελάχιστα».
«Τι ειναι ρε παλικάρι το ελάχιστα; πόσα κομμάτια;»
«δεν μου βγάζει το σύστημα»
«τι σου βγάζει το σύστημα;»
«Περιορισμένη ποσόστητα.»
«Σε πόσα κομμάτια είναι το ‘περιορισμένη ποσότητα’;»
«Σε λιγοτερα απο πέντε»
Είδες; είδες που ξέρεις πόσα κομάτια είναι; λιγότερα απο πέντε είναι ένας αριθμός, όχι μία αφηρημένη έννοια. Εϊδες που ήξερες ατιμούλικο;
Το συζητάμε με την καλή μου. Να πάμε για λιγότερα απο πέντε; Γινεται ψηφοφορία, βγαίνει ‘να πάμε’
Μία και δύο, πάμε.
Τρέχοντας σαν τον κεντέρη ορμάμε, βρίσκουμε που σκατά τα αποθηκεύουνε, Γ13 λέει το χαρτί, πάω εγώ, βρίσκω δύο.
Μάλιστα, δύο.
Καταπνίγω την παρόρμηση να τα αποκτήσω και τα δύο, παίρνω το ένα, 50 κιλά μαλακία. Ασήκωτο.
Πάμε να το πληρώσουμε, έχουμε πάρει και καιμιά τριανταριά ευρώ παπαρίτσες (ξέρετε, απο τις μικρές, που χωράνε σε κάθε πορτοφόλι) πάμε να πληρώσουμε….
…και να το κρεβάτι μας, στα είδη σε προσφορά.
Μισή τιμή σε άλλο χρώμα.
Να το πάρουμε; Να πάλι ψηφοφορίες, να εκλογικά αποτελέσματα, έλαβον ‘να το πάρουμε’ μιάμιση ψήφο. Δημοκρατία έχουμε, το παίρνουμε. Πρέπει να πάρουμε και τις τάβλες, και τις ράβδους, μόνο τις βίδες δίνουνε μαζί (και αν, έχω αμφιβολίες).
Αφού έχουν έτσι τα πράγματα, παίρνουμε και την τριάρα συρταριέρα (για την εξάρα και τα κομοδίνα ούτε λόγος)
Τριακόσια εβδομήντα κάτι ο λογαριασμός, τα πλερώνουμε, τα φορτώνουμε (αφού φάγαμε hot-dog και παγωτό και κοκακόλα χύμα) πάμε σπίτι, τα ξεφορτώνουμε, μας βγαίνει ο πάτος.
Το τραπεζάκι το φτιάξαμε, το κρεβάτι δεν χωράει ακόμα. Ωραίο το τραπεζάκι γυναίκα, ωραίο.
Αλλά πολύ βαβούρα ρε παιδάκι μου, πολύ βαβούρα… 🙂
(*) Απρεπές από μέρους μου, και ζητάω συγνώμη 🙁 .