Εχθές το βράδυ, είπα να κοιμηθώ νωρίς.

Νωρίς – νωρίς. Δηλαδή πριν τις δύο το πρωϊ, όπως γίνεται συνήθως.

Πάω λοιπόν στο κρεβατάκι μου, απλώνομαι, αράζω…

..και τσακώνονται οι αποκάτω.

Πικρή ιστορία – οικογένεια που τουλάχιστον ο πατέρας πρέπει να έχει …ζάχαρο, γιατί όταν αρχίζει, δεν σταματάει. Και τα παιδιά του, στο άνθος της εφηβείας και της αντίδρασης απαντούν αναλόγως. Κοινώς, μπάχαλο.

Περνάει κανα μισάωρο. Ησυχάζουν αυτοί, αρχίζουν οι άλλοι.

Διαμέρισμα πιο κάτω απο μένα, μαζεύτηκαν φίλοι, τα λένε.

Θορυβούν – αλλά κανείς δεν νοιάζεται ιδιαιτέρως. Αν σηκωθώ, και τους ζητήσω (ευγενικά, με ξέρετε) να κάνουν ποιο σιγά, πάει ο ύπνος μου.

Βάζω τηλεόραση. Να κλείσει σε 30 λεπτά. Σε όλα τα κανάλια φωνάζουν (ο σκοπός είναι να με παρεκλίνει απο τους κάτω, αλλά τα κάνει χειρότερα).

Το βάζω (αν δεν κάνω λάθος) στην ΕΤ3. Κάτι μουρμουρίζουν, διαφημίσεις δεν ξέρω τι είναι αλλά χρρρρ…

…χρ! Εκει στην ΕΤ3 φωνάζουν. Πρωτάθλημα μοτοσυκλετών. Τι φόρμουλα ένα και αηδίες, που λέει ο παρουσιαστής. Πράγματι. Στην φόρμουλα ένα, έχουν κανόνες και προσπερνάνε μια φορά κάθε μήνα. Εδώ γίνεται χαμός και προσπερνιούνται σε κάθε σβούρα δέκα φορές. Κάθε φορά που περνάει ένας Ρόσσι γίνεται χαμός. Το κωλόπαιδο. Κάθε φορά που χάνει θέση, πάλι χαμός γίνεται.

Παλιο-κάναλο, και σας πληρώνω κιόλα. Χάθηκε μια όπερα; Ενας πουτσίνι; (σημείωση στον εαυτό μου: την επόμενη φορά βάλε Βουλή)

Βάζω dvd. Τι βάζω δηλαδή, πατάω ένα κουμπί, στο σκοτάδι, ότι έχει μέσα ας παίξει.

DVD Κόσμου του Επενδυτή, επιλογή ανάμεσα σε Ηρακλή Πουαρό ή Σκύλο Ρεξ.

Δεν υπάρχει καν δίλλημα. Σκύλος ίσον θα αρχίζει να γαυγίζει, μπράβο ρεξ, όρμα ρεξ, δεν θα μ’ αφήνει ο κοπρίτης να δω ύπνο γλυκό .

Ηρακλής και πάλι Ηρακλής.

Ξαναπρογραμματίζω να κλείσει η τηλεόραση στο μισάωρο, καθώς δεν ξέρεις τι γίνεται, μπορεί να τα καταφέρω και να κλείσω μάτι.

Έλα όμως που η ιστορία είναι ωραία. Ακούω, οι άλλοι φωνάζουν, γυρίζω, αντε να δω λίγο, κοιτάω, ενδιαφέρον χρρρ…..

χρ! Κάπου τρεις το πρωϊ. Η τηλεόραση κλειστή. Η παρέα έχει βγάλει τον σκασμό και έχει πάει σπίτι της (που να τους χαλάσει η βρύση και να στάζει το κινέζικο βασανιστήριο όλη νύχτα).

Γυρίζω πλευρο.

…Είναι λοιπόν, μετά από όλα αυτά, μετά απο τέτοιον πολυτάραχο ύπνο, να απορείς που βλέπω τέτοια όνειρα σαν αυτό που σου είπα το πρωϊ;

(ποιό όνειρο; δεν θυμάμαι. Αν μου θυμίσουν, θα σας το πω και σε μας)

(Για σενα, που είπες ένα γεια.)

Ας λάβεις υπόψιν σου οτι όλοι είμαστε (ή ήμασταν κάποια στιγμή) μόνοι, φοβισμένοι, και νιώθαμε κάτι να μας πνίγει…

…όλοι, νομίζω. Πάντως σίγουρα και εγώ.

Υπήρχαν περίοδοι στην ζωή μου που η καλύτερη δυνατόν παρέα μου, ήμουν εγώ.

Ακόμα και εγώ ήμουν πολύ μουρτζούφλης για να μου αρέσω 🙂

Ακόμα και απο μένα, κρυβόμουν.

(Ω, πόσο κρυβόμουν απο μένα)

Αλλά παρότι έχω απωθήσει αυτην την περίοδο, ως χειμώνα, τώρα, τον κοιτάω με λίγο νοσταλγία (αλήθεια!) όχι γιατι με έλκει να τον ξαναζήσω, αλλά κυρίως γιατί έχει παίξει τον πρώτο λόγο στο να είμαι αυτό που είμαι σήμερα, και να νιώθω καλά με όσα έχω καταφέρει.

Αν ισχύει και για οποιονδήποτε άλλο αυτό, του θυμίζω οτι ακόμα και ο χειμώνας, είναι υπέροχη εποχή.

Δεν υπάρχει κακός χειμώνας.

Απο αυτον τον χειμώνα εγώ έμαθα να σκέφτομαι. Βρήκα τα όριά μου. Σε καιρούς που ζητούσα να αγαπηθώ, βρήκα κάποιον να με αγαπήσει και να με καταλάβει: εμένα. (Οι άνθρωποι που ήταν μαζί μου μετά απο αυτό, σας πληροφορώ, έκτίμησαν ιδιαίτερα το γεγονός οτι ήξερα τι είμαι, τι θέλω, και τι μπορώ να δώσω. Εκτίμησαν ακόμα και το γεγονός οτι όταν δεν ήξερα, τολμούσα να το πω).

Προσπερνάω τα «Αν δεν αγαπήσεις τον εαυτό σου, δεν θα σε αγαπήσει κανείς» όχι γιατί είναι λάθος, αλλά γιατί είναι δύσκολο να τα ακολουθήσεις. Οταν είσαι πεσμένος, δεν ενθουσιάζεσαι ιδιαίτερα με τα προτερήματά σου. Δεν τα βλέπεις καν. Ισως καλή συμβουλή θα ήταν: ψάξε να τα βρεις: Πήγαινε ένα θέατρο, ένα σινεμά, άρχισε ένα σπορ, γράψε ένα blog. Γράψε, μάθε, τραγούδα, χόρεψε, διάβασε, παίξε, μαγείρεψε, διακόσμησε, διασκέδασε. Εγώ θα πρότεινα να τα κάνεις (όποτε μπορείς) μόνος σου, όταν η ζωή σου δίνει μοναξιά (όπως και αν την πακετάρει: ως μία απώλεια, μία μετακόμιση, μία έλλειψη φίλων ή δεσμών), σου δίνει και μία θαυμάσια ευκαιρία να κάνεις παρέα μαζί σου – να φας λίγο χρόνο για να καταλάβεις ποιός είσαι. Κερδίζοντας την αυτόπεποίθησή σου, κερδίζεις και ότι άλλο ποθείς απο την ζωή.

Θα ανακαλύψεις ότι σ’ αρέσει το θέατρο, οτι σ’ αρέσει μία διαφορετική μουσική, οτι σ’ αρέσει ένας χορός.

Και σιγά σιγά, θα ανακαλύψεις οτι σ’ αρέσεις εσύ.

Και θα καταλάβεις γιατί ο χειμώνας είναι δώρο – αλλά το βλέπεις μόνο την άνοιξη.

Είναι ενδιαφέρον πως μία κουβέντα ξεκινάει μία σκέψη.

O Just στο προηγούμενο ποστ αναρωτιέται: «Μα, δυο τρεις να κάνουν κουμάντο σε όλη την blogόσφαιρα; Έλεος!» και ο PsyxiatroZ «τσιμπάει» και τον βαζει σε σκέψεις: «Τέλος, δεν γνωρίζω αν ο JustAnothaGoneOff ήθελε να σχολιάσει σε άλλο ποστ, το σίγουρο είναι ότι τα λόγια του με προβλημάτισαν κάπως, και όπως ανέφερα και πιο πάνω, περιμένω να διαβάσω την δικιά σου άποψη.»

Δεν αμφιβάλλω οτι ο Just είχε σκοπό να ακούσει την άποψή μου σχετικά με αυτό που έγραψα για την περι blogger διαβόητη υπόθεση video1. Δεν είχα κάνει σχετικό post, συνεπως μου χτύπησε την πόρτα στο πρώτο διαθέσιμο post – και καλά έκανε.

Κύριοι, αποφεύγω να πάρω θέση.

Αν είχα άποψη, θα την έλεγα – αλλά δεν είμαι τόσο έξυπνος, ώστε να τεκμηριώσω μία απο τις δύο θέσεις. Επίσης, έχω αποφύγει συνειδητά να κατακρίνω άλλους blogger – όχι για να τα έχω καλά με όλους, αλλά γιατί, μέχρι τώρα, με πάνω απο δύο χρόνια σχεδόν καθημερινό bloggάρισμα, δεν αλλάζω ρούπι απο την γραμμή που πιστά τηρώ:

Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει.

Αυτό είναι το blog για μένα. Έχουν γράψει άλλοι οτι λέω μαλακίες, οτι είμαι ανόητος, με έχουν πει δειλό, με έχουν αγνοήσει – και πολύ καλά έκαναν, είτε το πίστευαν, είτε απλώς μάζευαν αναγνώσεις τον καιρό που είμασταν λίγοι2.

Που ξέρω εγώ ποιος έχει δίκιο; Αν έχω άποψη την λέω, αν δεν έχω σκάω – και αν με ενδιαφέρει το ψάχνω, αλλιώς, και να με συμπαθάτε, στ’ αρχίδια μου.

Σε ξένον αχυρώνα, άχυρα δεν χωρίζω.

Στο blog του e-lawyer έγραψα μία μικρή απορία – καθώς σκέφτηκα οτι μπορεί εκεί να βρίσκεται η λύση. Έγραψα δηλαδή οτι το πρόβλημα μπορεί να μην είναι η δημοσιοποίηση αλλά η καταγραφή.

Μέχρι και την τελευταία φορά που κοίταξα, ουσιαστικά δεν συμφώνησε κανείς. Άρα, το ερώτημα ήταν άστοχο, και ως τέτοιο κακώς κατανάλωσε τα pixel που του αναλογούσαν.

Πάμε για άλλα.

~

Ιστορικό, παρόλα αυτά, μένει το ερώτημα «Μα, δυο τρεις να κάνουν κουμάντο σε όλη την blogόσφαιρα; Έλεος!»

Άποψή μου; δεν κάνει κανείς κουμάντο στην blogoσφαιρα. Ούτε οι ακριβοί μας bloggers, ούτε οι συγγραφείς μας, ούτε οι ερωτευμένες νεανίδες, ούτε τα μαλακισμένα (σαν και μένα) ούτε τα πουρά, ούτε οι παλιοί, ούτε οι καινούργιοι, ούτε οι «οργανωμένοι», ούτε οι αυτόνομοι, ούτε οι εμνευσμένοι, ούτε οι άσχετοι, ούτε οι καλοί, ούτε οι κακοί.

Έχω την αίσθηση οτι υπάρχουν συμπάθειες – αλλά ουδέποτε μπήκα στην λογική του μονοπωλίου. Αν ο Δήμου, για παράδειγμα, με τόσους επισκέπτες, πρότεινε κάποιον που δεν του άξίζει να προταθεί, θα τον διαβάζανε μία, δύο, μετά θα τον ξεχνάγανε.

Η δημοκρατία του bloggin έχει κύριως μία βάση: ο χρόνος του αναγνώστη είναι πολύτιμος.

Ο χρόνος να σε διαβάσει, να σε καταλάβει, να σε θυμηθεί, να σε προτιμήσει, να σε προτείνει, να σε υπερασπιστεί, να σου απαντήσει.

Αδιαφορώ αν μ’αρέσουν εμένα ή όχι τα γραπτά του κάθε blogger. Δεν θα αναφέρω ποτέ αν η άποψη της lilli’s δεν μου κάνει, γιατι πολύ απλά, δεν-την-ενδιαφέρει. Αν την ενδιαφέρει, θα με ρωτήσει.

Ούτε και τους επισκέπτες μου, που -και δεν γλύφω κώλους τώρα, με ξέρετε- τους πάω.

Ακόμα και όταν ένα ανάλαφρο post (όπως είναι για την Τουμασάτου) παίρνει πολλαπλάσια κόμμεντς, απο το «Χριστός Βασκριές«, ένα πόστ που έγραψα έζησα σχεδόν συγκινημένος.

Εγώ, δεν γράφω για σας, γράφω για μένα – και θα το ματαξανάγραφα, ακόμα και αν έπαιρνα μηδέν κόμμεντ.

Γιατί; Γιατί τούτο το ημερολόγιο, ασχολείται με μένα, και όχι με οτιδήποτε άλλο. Αν η λίλλη πιστεύει οτι έχει δίκιο, κανει θαυμάσια που το λέει. Αν οι nylon λένε έμεις έχουμε δίκιο, καλά κάνουν και το λένε.

Και Αν είχα και εγώ άποψη, καλά θα έκανα αν θα την έλεγα.

Αλλά κανείς (κα-νεις) δεν έχει επηρεάσει ποτέ τον χώρο μου. Άρα, κανείς δεν κάνει κουμάντο. Θα μπορούσε, αν ήμουν για παράδειγμα στον blogger, και ο τύπος που το έχει δεν γούσταρε τα γραπτά μου. Και με έκλεινε.

Πληρώνω domain και χώρο ακριβώς για να μην μπορεί κανείς να με κλείσει. Συνεπώς, ουδείς μπορεί να κάνει κουμάντο. Μπορεί να λέει την άποψή του – ίδια (σε ειδικό βάρος) βαρύτητα έχει η γνώμη της Lilli’s της DiS, του αραχτού, του βαρόμετρου, του Δήμου, των nylon, του Vrypan, του Just και του PsyxiatroZ.

Τα ίδια Pixel κοστίζουμε όλοι.

Αν κάποιοι μοιάζουν «ποιο μεγάλοι» είναι γιατί εσείς (οι εν δυνάμει αναγνώστες) τους δίνετε την ψευδαίσθηση οτι είναι τέτοιοι.

Αλλά, για μένα, πρόκειται για ψευδαίσθηση, γιατί δεν έχω σχέση εξάρτησης απο τους αναγνώστες μου – συνεπώς δεν με ανεβάζουν ή κατεβάζουν.

Εγώ, για πάρτη μου γράφω, και μετά για σένα, που διαβάζεις. 🙂

Υ.Γ. Psyxiatre, για το δεύτερο θέμα που αναφέρεις: όλα τα post είναι παιδιά μου. Μακάρι να είχα το υλικό (το ζουμί, την έμπνευση) να γράφω πάντα έτσι – αλλά και η πλάκα, μέρος του χαρακτήρα μου. Αφού δεν μπορώ να είμαι πάντα βαθύς, απολαμβάνω να είμαι συχνά και ρηχός 🙂

  1. Για τους μη-μυημένους: Στο bloggoπάρτυ η ομάδα του nylon τράβηξε βίντεο απο τους παρεβρισκόμενους. Το ανέβασε στο blog. η Λίλλη ζήτησε να κατέβει το κομμάτι που έχει το πρόσωπό της. Οι naylon κατέβασαν όλο το βίντεο – αλλά μετά το ξανασκέφτηκαν και το ξαναανέβασαν. Εκτοτε, μία τεράστια κουβέντα περί προσωπικών δεδομένων έχει ξεκινήσει. []
  2. Τον παλιό καλό καιρό… []

(για πάρτη σου, ξέρεις εσύ)

Για να μην βαριέμαι στο τραίνο, ξεκίνησα να παίζω τέτρις στο κινητό.

Το παιχνίδι ξεκινάει με δύο επιλογές – είτε παίζεις με την εύκολη διαδρομή, είτε παίζεις στο δύσκολο. Το point είναι να αντέξεις όσο περισσότερο μπορείς.

Απο ένα σημείο και μετά, το παιχνίδι δεν παίζεται. Γίνεται πάρα πολύ γρήγορο, ότι και να έχω προσπαθήσει, είναι αδύνατο να τα προλάβεις τα γαμημένα τα μπλοκάκια. Είναι πολύ γρήγορα, πέφτουν σχεδόν σαν να σε μισούν, δεν μπορείς να σκεφτείς, έρχεται το ένα, μετά το άλλο. Δεν ταιριάζουν, κάνω μια μαλακία, πέφτει ένα πολύ άστοχα, απογοητεύομαι, αλλά αυτά δεν με λυπούνται, δεν σταματούν. Θα πέσει και το επόμενο – και δεν θα ταιριάζει πουθενά.

Πάντα παραδίδομαι – σηκώνω τα χέρια, και παρακαλάω να τελειώσει. Χάνω απογοητευμένος.

Πόσο κοντά είναι αυτό στην ζωή;

Πόσο κοντά μοιάζει αυτή η διαδικασία με την εποχή που έχεις προβλήματα; Που σου έρχεται το ένα μετά το άλλο, και εκεί που λες να! ήρθε αυτό που ταιριάζει και θα βοηθήσει, και θα ξελασκάρω λίγο – κάνεις μαλακία γιατί ήρθε πολύ γρήγορα και δεν ήσουν προετοιμασμένος και τα έκανε χειρότερα, αντί να λύσει σε έφερε ποιο κοντά στην ήττα και απογοητεύεσαι λίγο περισσότερο…

Η δική μου οπτική είναι οτι όσο και να μοιάζει με την ζωή (εκείνη την στιγμή μόνο αυτό σκέφτεσαι, μόνο αυτό υπάρχει, το παιχνίδι) ΔΕΝ είναι η ζωή.

Μετά, κλείνεις το κινητό, ή σε παίρνει κάποιος τηλέφωνο, ή μιλάς με τον σκύλο σου, εν πάσει περιπτώσει ζεις.

Τα προβλήματα, λυπάμαι που το λέω δεν είναι η ζωή – είναι αντίστοιχα με το τέτρις που μοιάζει για λίγο να είναι αποκλειστικά, αλλά δεν υπάρχει μόνο αυτό, υπάρχουν και όλα τα άλλα που έχουν σημασία, που έχουν νόημα – αλλά δεν τα βλέπεις, γιατί εκείνη την στιγμή είσαι αφοσιωμένος στο τέτρις.

Όμως δεν είναι τίποτα άλλο, ένα τέτρις είναι, άμα το κλείσεις δεν υπάρχει.

Τα downsite της ζωής μας, τα έχουμε ξεπεράσει γελώντας.

Ξέρετε πόσες αναποδίες είχα εγώ; Πόσες φορές είπα πάει! τελείωσε – δεν βλέπω συνέχεια;

Και τώρα λέω είμαι ευτυχής.

Ρε πούστη μου, η ζωή είναι πολύ περίεργη, σαν να την περπατάς στο κέντρο της Αθήνας. Ένα τετράγωνο μετά δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Μπορεί να δεις τον Γεωργούλη, έναν άστεγο, να σε βρέξει ο παπάρας που περνάει με το αμάξι του και στα αρχίδια του η λακούβα γεμάτη νερά. Μπορεί να δείς μία τιμή σε ένα προϊόν και να πεις ωραίο! θα το αγοράσω (μία μέρα) ή να δεις έναν τίτλο στις εφημερίδες, και να αναρωτηθείς πότε επιτέλους θα πάρει ο Παναθηναϊκός πρωτάθλημα. Μπορεί να μισήσεις την Κοντολίσα (την αρχίδω) ή να ανακαλύψεις ένα χρώμα καινούργιο, ή ένα σπίτι που η αρχιτεκτονική του θα σε ξαφνιάσει.

Να κοιτάξεις πάνω απο μία ταμπέλα μαγαζιού (πάντα έχει σπίτια πάνω απο τις ταμπέλες μαγαζιού) ή έναν σούπερ γκόμενο, ή να γελάσεις που ανακάλυψες οτι έφυγες απο το σπίτι με το τηλεκοντρόλ αντί για το κινητό.

Να δοκιμάσεις ένα φαγητό που δεν δοκίμασες ποτέ, ένα κρασί που δεν τόλμησες να πιείς, ένα άρωμα που δεν είχες σκεφτεί να βάλεις. Να κάνεις τα μαλιά σου αλλιώς, να αλλάξεις χρώμα στον τοίχο, να φυτέψεις μία μπιγκόνια, να δίνεις κάθε μέρα ένα χάμπουργέρ σε έναν άστεγο.

Η ζωή έχει πάντα μία έκπληξη κάπου. Στην φυλάει. Εν’ ανάκη, θύμωσε και κλείσε το γαμημένο το τέτρις σου.

Και πήγαινε ένα τετράγωνο πιο πέρα.

Κάνε υπομονή – δεν είναι κοντά το τετράγωνο, και η έκπλήξη (καλή ή και καμιά φορά κακή) είναι εκεί και σε περιμένει. Και μετά δες: το φόρεμα, το χρώμα, τον Γεωργούλη, την αφίσα, τον άστεγο, τον τοίχο, την πινακίδα, την αφίσα, την μυρωδιά, την γεύση, το αύριο.

Ο φαγάνας αρκουδάκος!Πριν απο έναν χρόνο, πήγα να την βγάλω καθαρή και να μη πω τίποτα, αλλά με πήρανε χαμπάρι – φέτος λέω να το πω μόνος μου, για να μη με δουλεύουνε κιόλα οτι το κρύβω 🙂 :

Αρκουδογενέθλια σήμερα.

Τριαντατρία χρόνια με χαρές, μπόλικες λύπες, κανα-δυό μαλακίες αξιομνημόνευτες, δυο-τρεις αδικίες, γεμάτο το καλάθι μας.

Γεμάτη ζωή – καλή ζωή.

~

Τα όνειρά μου; Πέρσυ το θυμάμαι σαν τώρα, ευχήθηκα να αγαπώ και να μ΄αγαπάνε. Κάποιος ακούει, και οι ευχές πιάνουν. Αργούν καμιά φορά, αλλά πιάνουν.

Ποιο παλιά; Η μόνιμή μου ευχή ήταν «να αγαπώ ότι έχω, και να έχω ότι αγαπώ». Με κανα-δυό εξαιρέσεις, έπιασε και αυτή.

Σήμερα, με το νερό να τρέχει επάνω στο δασύστριχο στιβαρό κορμί μου, αναρωτήθηκα τι ευχή να κάνω. Τι επιθυμείς όταν νιώθεις πλήρης;

Την έκανα, αλλά δεν θα σας την πω: την ακούσαμε το νερό, οι τοίχοι, και εγώ. Ισως του χρόνου.

~

Μπορεί να γελάσετε με αυτό που θα σας πω, αλλά αισθάνομαι δύο ετών. Η αλήθεια είναι ότι πριν περίπου δύο χρόνια, έκανα αλλαγές, πήρα αποφάσεις (όχι τόσο γενναίες όσο ακούγονται), πήρα τα ηνία.

Ξε-φοβήθηκα μπορεί κανεις να πει.

Αν είμαι ευτυχισμένος σήμερα, είναι γιατί απλώς απολαμβάνω τους καρπούς των αλλαγών μου.

.

Και, ώ, ναι. Είμαι ευτυχισμένος σήμερα.

Έχω πάει σε συναυλία του Μίκη Θοδωράκη δύο φορές.

Η πρώτη, πριν κανα-δυο χρόνια, η δεύτερη την Παρασκευή.

Για όσους δεν έχουν πάει, το σενάριο λέει οτι προβάλλονται ταινίες για τις οποίες έχει γράψει μουσική ο Μίκης, και μετά παίζονται, ζωντανά ή ιστορικές σκηνές όπως η χούντα, η ιρλανδία και η παλαιστίνη, και ακούγονται τραγούδια του Μίκη εναρμονισμένα με το θέμα.

Και τις δύο φορές, δάκρυσα σε μία σκηνή.

Είναι, αν δεν κάνω λάθος απο την ταινία «ο θανάσης στην χωρα της σφαλιάρας» (ή της καρπαζιάς, ή κάτι τέτοιο), όπου ο Θανάσης Βέγγος κρατάει στα χέρια του ένα νεκρό παιδί, και κλαίει βουβά, μπροστά απο μία εκκλησία.

Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στην σκηνή. Ο Θανάσης, το παιδί, η εκκλησία, και το βουβό κλάμα.

Δεν ξέρω αν καν ακούγεται τραγούδι εκει.

Δεν έχει και τόση σημασία άλλωστε.

Update: Κάποιος καλός άνθρωπος ανέβασε το video. Το βρήκα την ημέρα της είδησης του θανάτου του Θανάση Βέγγου. Στο 0:42» η σκηνή.

Το έγραψα στο blog του thas, σαν comment. Αλλά αυτός ο άνθρωπος έχει μία ανεξήγητη δύναμη να βγάζει τα καλύτερά μου – πράγμα εξόχως ενοχλητικό, ειδικά όταν προσπαθείς να τα καταχωνιάσεις.

Τέλος πάντων, σε τούτο το σχόλιο, βρήκα όλα αυτά που θα ήθελα να πω, για μετακομίσεις blog και διευθύνσεων, για τους παλιούς, για τα ουσιαστικά ποστ.

Μπλογκ, ποστ, κόμμεντς, βιζιτορς, βρυπάνες, γουορντπρές, μπλόγκερ, μούντς, μπλογκρολς, πίνγκς. Κάπως τούτο δω, απο μηδέν και ένα έγινε πολύ και ουσιαστικό.

Και ουσιώδες.

Σας παραθέτω το σχόλιο, και σας στέλνω και στο υπέροχο κείμενο που οδήγησε τούτη την κουβέντα.

Μα, έχεις δίκιο σύντροφε. Καθόλου δεν βρεθήκαμε. Χαθήκαμε, κάπου εκεί στα εγώ WordPress εσύ blogger – με ίδιο και απαράλλαχτο τεμπλέητ, συγκινούμαι.

Έτσι σε έμαθα, δεν άλλαξες. Σαν τα καφενεία της γειτονιάς, πάντα εκλυστικά στην συνέχειά τους, την χρονική.

Εγώ, του χρώματος δεν είμαι. Λευκός, σαν την αθωότητα που ποτέ δεν είχα, σαν να την φωνάζω πίσω πάλι. Αδίκως. Γελιέμαι.

Έβαλα και φατσούλες, τρομάρα μου, «όταν το έγραφα ήμουν…» γέλασες, δεν γέλασες; Καμία απορία στον αναγνώστη, μασημένη τροφή. Ουδέν μυστικό. Αμερικανιές.

Αλλά πάλι, έτσι είμαι εγώ φαίνεται. Μοντέρνος. Μέχρι και το τσιτάτο του kuk (το θυμάσαι; «Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν, τόσο νέος και να γράφει έτσι») άφησα στην μετακόμιση. Άφησα τα ουσιαστικά και έβαλα τα «μοντέρνα».

Μακάρι να ‘ναι για καλό.

Αλλά πάντως, στο λέω. Σέβομαι (και ας έκανα πλάκα πριν). Σε βάζω σ’ αυτούς που δεν πουλήθηκαν σε βρυπανες και τζούρναλς, ατόφιος, ίδιος.

Σε σένα η ξ πρέπει να δώσει την τιμή, όχι σε μένα. Αλλωστε, σ’ αγαπάει πιο πολύ, στο λέω.

Ματς στα μούτρα σου, με ανάμνησες μεσημεριάτικα.

(Ο Νικόλας είναι παλιότερος. Τον είδα και είπα «αχ – να ‘γραφα και εγώ έτσι. Μετά έγραψα (όχι έτσι) και με διάβασε, ο χαζός, και του άρεσα. Ακόμα περιμένω να (ξανα)διαβάσω κείνα τα αρώματα – αλλά τι να πεις, sripta δεν manem. Ουδεν αστειέστερο του προσωρινού της οθόνης)

Αν δεν καταλάβατε (οι καινούργιοι συνήθως) τι είναι αυτά τα ξ και Νικόλας και kuk και τέτοια, μην αγχώνεστε. Και ο δικός σας ο κόσμος, τέτοια έχει, απλώς εμείς γεράσαμε κοντά δυο χρόνια τώρα, και κάπου τα αρώματα μας ζαλίζουν…

Υστερόγραφο. Αν έρθεις και συ στο τσανάκι μου, ρε φίλε, πες μου πως καταφέρνεις να με κάνεις έτσι. Τέτοιον.

Περίεργο πράγμα, αλήθεια.

Δεν με αναγνωρίζω.

Το εξώφυλλο του δίσκουΗ πρώτη κασσέτα που αγόρασα ποτέ (δυο -τρεις ήταν στο σύνολο, όχι περισσότερες, γι’ αυτό και αξίζει ένα blog) ήταν «Η ενδεκάτη εντολή» της Νανάς Μούσχουρη.

Είχα ακούσει τον «Πυρρίχιο», το πέμπτο τραγούδι της συλλογής, και πήγα και το αγόρασα.

Με τα περάσματα σε δίσκους (ε-λά-χι-στους, σχεδόν προσπέρασα) CD και mp3 η κασσέτα εξαφανίστηκε. Μαζί της, και τραγούδια που ήταν αδύνατο να τα ζητήσω απο φίλους.

Αντε να πεις στον άλλο με τον Σιδηρόπουλο ή τους Active Members μήπως έχει τραγούδια της Μούσχουρη.

Πριν λίγες μέρες, σε συλλογή απο mp3, βρήκα όλο το δίσκο.

Απο την πρώτη στιγμή που τον άκουσα, ξαναήρθε η γαλήνη και η ηρεμία της φωνής της, αλλά και η δύναμη του πυρρίχιου.

«Το τραγούδι μου το είπα / χτύπα την καμπάνα χτύπα»..

Για την ιστορία, η δεύτερη κασσέτα ήταν «Τα Πέτρινα Χρόνια» του Σπανουδάκη, που φυσικά έχω να τα ακούσω απο τότε….

Μια φορά και έναν καιρό, είχα έναν σκληρό δίσκο στο μηχάνημά μου. Ε, πριν κανα δυό μήνες αυτός, πάπαλα, καταστράφηκε ολοσχερώς.

Το ίδιο έχει συμβεί (κατά πάσα πιθανότητα επειδή ούτε defrag, ούτε format κάνω ποτέ), άλλες δύο φορές, στο σπίτι.

Η εσωτερική μου αναζήτηση ξεκινάει με την απορία «δεν με ενοχλεί που χάνω τόσα πράγματα;»

Ε, λοιπόν, δεν με ενοχλεί ιδιαιτέρως.

Flashback.

Είμαι άνθρωπος που -κυριολεκτικά- δεν πετάει τίποτα. Χθες που καθάριζα το σπίτι, καταχωρούσα αποδείξεις της ΔΕΗ απο το 2003. Απο το 2003! Γιατί; Δεν γνωρίζω, δεν απαντώ.

Πήρα απο την μάνα μου. Αυτή, με την μανία της να μην πετάει τίποτα, έκανε το χόμπι της επάγγελμα, και έφτιαξε το «Μοναστηράκι» της Πάρου. Ήταν ένα μαγαζί που την κράτησε οικονομικά στο νησί για αρκετά χρόνια. Το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει στο Μοναστηράκι (των Αθηνών) στην αρχή της σαιζόν, να διαλέγει διάφορα πράγματα (μεταξύ των οποίων γραμματόσημα και βιβλία) και να τα πουλάει στους τουρίστες.

Το σπίτι μου στο νησί, ήταν ένα κανονικό βιβλιοπωλείο. Άπειροι τόμοι απο βιβλία BELL και Κόμικς – ένας τοίχος γεμάτος Spiderman και Μπλεκ (όταν ήταν μαζεμένα. Αλλιώς, ήταν στο πάτωμα).

Όλα αυτά χαθήκανε. Η πλάκα είναι οτι αν μου το λεγες τότε, θα πάθαινα σοκ και θα χτυπιόμουν στο πάτωμα – τώρα δεν με πειράζει (πολύ).

Τι άλλαξε; Δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, απο ένα σημείο και μετά, χάνεται ο δίσκος μου, που περιέχει άφθονα και πολύτιμα προσωπικά αρχεία, και μου προκαλεί σχεδόν αδιαφορία.

Αλλάζω κινητό (ο λόγος για τον οποίο γράφω τούτο το ποστ), φυλάω το παλιό μήπως και μου χρειαστούν όλα αυτά που έχω μέσα… και σχεδόν τα ξεχνάω.

Μήπως αλλάζει η αντιμετώπισή μου προς τα υλικά πράγματα; Μήπως το κέντρο συγκίνησής μου μετακινήθηκε;

Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό. Πάντως, σας βεβαιώ, τούτη η αδιαφορία προς το υλικό παρελθόν μου, με έχει βάλει σε σκέψεις…

i Love U

Για τους μαζί:

Ετσι αποκτά την πλάκα του το blog. Όταν μπορείς να γυρίσεις έναν χρόνο πίσω, στο ίδιο γεγονός, και να δεις τι έγραφες τότε.

Ενα χρόνο πριν, το διασκέδαζα μονάχος. Φέτος, έχω και παρέα.

~

Δεν έχω πρόβλημα με το να αλλάξω γνώμη. Σήμερα πιστεύω έτσι, αύριο αλλάζουν τα πράγματα, προσαρμόζομαι, πιστεύω αλλιώς. Γι’ αυτό και δεν είμαι ποτέ απόλυτος στις απόψεις μου, γιατί δεν ξέρεις τί σου ξημερώνει αύριο.

Αλλά μ’ αρέσει πολυ να συμφωνώ με το παρελθόν μου. Όπως τότε που έλεγα «καλώς υπάρχει» όταν ήμουν μόνος μου, και λέω τώρα «καλώς υπάρχει» όταν είμαι με την καλή μου.

Και, βέβαια, τα έφερε η μοίρα η γιορτή του Βαλεντίνου να είναι στην περίπτωσή μου διήμερο. Ένας λόγος παραπάνω να έχει έξτρα νόημα αυτή η γιορτή: όταν όλοι οι άλλοι προετοιμάζονται, εμείς ήδη ήμαστε στα πανηγύρια :).


Για τους μόνους:

Απο έναν καμένο πάντως, που πέρασε (όχι λίγες) Βαλεντινοκαταστάσεις μόνος του, αξίζει πιστεύω μία κουβέντα για αυτούς που είναι μόνοι τους:

Ξέρω οτι περιμένετε. Και εγώ περίμενα, γι’ αυτό το ξέρω. Περίμενα κάτι να αξίζει. Όχι οτι τα άλλα δεν αξίζουν, αλλά να ρε γαμώτο, δεν ήθελα ούτε να κοροϊδεύω, ούτε να κοροϊδεύομαι.

Για αυτούς που περιμένουν κάτι να αξίζει, αξίζει να περιμένουν.

Αν υπάρχει κάτι που σε ενδιαφέρει, κυνήγησέ το. Αν όχι, περίμενε.

Δεν σου λέω τι να κάνεις, γιατί εσύ ξέρεις καλύτερα απο μένα. Αλλά σου λέω οτι αν είσαι τέτοιος άνθρωπος που νιώθεις την ανάγκη να δωθείς, είσαι τέτοιος άνθρωπος. Ούτε καλός ούτε κακός, ούτε εντός ούτε εκτός μόδας, ούτε άχρηστος ούτε Θεός. Αν περιμένεις να αξίζει, αξίζει να περιμένεις.

Εχω μάθει το εξής: ολοι έχουν κάποιον. Έχω α-θλι-ό-τα-τους φίλους που έχουν κάποιον. Άνθρωποι που δεν φαίνεται να το αξίζουν έχουν κάποιον. Και όσοι δεν έχουν, βρίσκουν.

Το ποιο πιθανό είναι και εσύ να βρεις. Οχι «κάποιον» αλλά εκείνον τον άνθρωπο που θα του τα δώσεις όλα. Που θα αξίζει να τα δώσεις όλα. Που ακόμα και αν κάποια στιγμή δεν μοιάζει να αξίζει, πάλι σου έκανε ένα δώρο: σε έπεισε οτι Ξέρεις (Μπορείς, Θέλεις, Γουστάρεις) να τα δώσεις όλα.

Περίμενε. Θα δεις. Εχεις ήδη το ποιο σημαντικό συστατικό (και μην αφήσεις κανέναν να σου πει το αντίθετο): Την ποιότητα στην επιλογή σου.

Αυτή η γιορτή είναι πιο δούναι παρά λαβείν.

Το Σάββατο έκανα μία βόλτα στην παλιά μου γειτονιά.

Μέχρι τον σεισμό του ’99, έμενα στις εργατικές πολυκατοικίες της Κηφισιάς. Ο κόσμος συνήθως άκουγε μόνο το ‘Κηφισιά’ και έχανε το εργατικές πολυκατοικίες, που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για κανέναν που δεν έχει μείνει εκεί.

Έτσι, κάθε φορά που το έλεγα, έπρεπε να το τονίζω: Εργατικές Πολυκατοικίες.

Πέρασα εκεί αρκετά απο τα εφηβικά μου χρόνια – της Αθήνας τουλάχιστον.

Υπάρχει ακόμα εκεί ένα γήπεδο μπάσκετ, που με έκανε πολύ περήφανο για τα τρίποντα που βάραγα, ο «Κυριάκος» ένα mini market που με έκανε να αντιληφθώ τον ανταγωνισμό των «μικρών» με τους «μεγάλους» – και συγκεκριμένα με τον Βερόπουλο που έχει εκεί κοντά, τον παραλογισμό να βλέπεις δίπλα-δίπλα ένα ντάτσουν και μία μερσεντές, και, πάνω απο όλα, την αξία να έχεις ησυχία και λίγα αυτοκίνητα κάτω απο τον δρόμο σου.

Και το κόστος που έχει αυτό.

Το νοίκι ήταν καλό, αλλά η υγρασία εμφανιζόταν κάθε βράδυ, έκανε τα αυτοκίνητα να ποτίζουν και τα κόκκαλα να τρίζουν. Κεντρική θέρμανση δεν υπήρχε, χρησιμοποιούσαμε σόμπα πετρελαίου, που δεν την χώνευα πολύ, λόγω της μυρωδιάς – αλλά ζέσταινε καλά η ρουφιάνα.

Τα σπίτια ήταν τετραόροφα, οπότε δεν υπήρχε θέμα ασανσέρ.

Η απόσταση απο τον σταθμό της Κηφισιάς είναι περίπου 20 λεπτά με τα πόδια, σε μικρά, στενά πεζοδρόμια, και απο εκεί χρειαζόμουν μισή ώρα με το τραίνο (τριαντα πέντε λεπτά απο την ώρα που ξεκίναγε) για να φτάσω Ομόνοια.

Μετρημένα πράματα.

Πήγαμε λοιπόν εκεί, και κάναμε βόλτα σε -ακόμα χιονισμένα- δρομάκια. Δεν θυμόμουν τίποτα.

Μετά τον σεισμό, είχαν αλλάξει πολλά. Στο πίσω μέρος του σπιτιού είχε μία τεράστια αλάνα, χωράφια σκέτα – μετά τον σεισμό, ασφαλτωθήκανε ωστε να μπουν τα κοντέινερ των σεισμοπαθών.

Ένας μεροκαματιάρης πρωην γειτονας μου (δεν τον ηξερα καν) μου είπε οτι εκείνα τα χρόνια μετά τον σεισμό, ήταν πολύ δύσκολα…

Αρκετοι δικαιούχοι πάντως έχουν φύγει, και τα νοικιάζουν.

~

Τώρα μένω σε μία πολύ καλύτερη γειτονιά, στα Πατήσια. Πιο ζεστά, πιο κοντά, πιο εύκολα. Το σπίτι το νοίκιασα μόνος μου, και το επίπλωσα μόνος μου.

~

Παρόλα αυτά, οι αναμνήσεις κάνουν αυτό το μέρος πολύ ρομαντικό, και απο αναμνήσεις, άλλο τίποτα…

~

Το point? μία μέρα, θα φύγω απο τα Πατήσια. Θα πάω κάπου αλλού, θα τα ξεχάσω (όπως έχω ξεχάσει την Κίου, εκεί που έμενα πιτσιρικάς) και θα μ’ αρέσει πολύ περισσότερο εκεί.

Ας φροντίσω τώρα να θυμάμαι τα πάντα απο εδώ, να γελάω με τα πάντα απο εδώ και να χαίρομαι τα πάντα απο εδώ. Γιατί κάποτε θα τα νοσταλγώ.

~

Δεν είχα σκοπό να μου βγεί έτσι αυτό το post αλλά το αφιερώνω απο καρδιάς στα παιδιά που (νομίζουν οτι) κακοπερνάνε στην Ινδία 🙂 Πάρτε τα καλύτερα παιδιά, μία μέρα (σας εγγυώμαι ότι) θα νοσταλγείτε τις στιγμές που περάσατε εκεί…

Μια μέρα, έπεσε στα χέρια μου ένα πεντακοσάευρω. Μισο – τυπωμένο.

Στην πραγματικότητα, κάποιος, κάποτε, είχε κάνει δοκιμή έναν εκτυπωτή, και τυπώσανε ένα πεντακοσάευρω – μόνο απο την μία πλευρά όμως. Της αμαρτίας. Απο την άλλη, λευκό, σαν την ηθική.

Μου έμεινε, το κόλλησα στον τοίχο, γελάγαμε – αλλά δεν του έδινε κανένας σημασία. Υστερα μετακομίσαμε, που χώρος για κολλήματα σε τοίχους… Αδικία, όλες οι καλές γελοιογραφίες μου μουχλιάσανε στο συρτάρι.

Το πεντακοσάευρω όμως γλύτωσε την λήθη. Θες για πλάκα, θες για χαβαλέ – βγήκε απο το συρτάρι και έκοβε βόλτες στο γραφείο.

Κυριολεκτώ:

Κάθε πρωϊ που ερχόμουνα στο γραφείο, είχε αλλάξει θέση. Βρε εδώ το άφηνα, εκεί το έβρισκα – σαν τα σαλιγκάρια, δεν είχε πάει μακρυά, αλλά είχε μετακινηθεί. Εφτασα μέχρι και να το τσεκάρω πριν φύγω (πως κάνει ο κόσμος με το αμάξι του;) – το πάρκαρα ε-δώ, είμαι σίγουρος.

Ε, την επομένη, το έβρισκα ε-κεί.

Αναρωτιόμουνα γιατί, μέχρι που ανακάλυψα ότι ο κόσμος έβλεπε το πεντακοσάευρω, ερχόταν μέχρι το γραφείο μου, και το έπιανε για να δει αν είναι αληθινό.

Γι’ αυτό και άλλαζε συνέχεια θέσεις.

Εμένα όμως, δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Έμαθα να το βλέπω. Δεν με προκαλεί, δεν με συγκινεί.

~

Καμία φορά, σκέφτομαι μήπως το πεντακοσαευράκι μου είναι σαν τα ελλατώματα και τις αρετές μου:

Εγώ, που τα βλέπω συνέχεια, δεν συγκινούμαι. Οταν οι άλλοι τα βρούν πάνω μου, ξαφνιάζονται, και με κουνάνε, να δουν αν είμαι αληθινός.

Προσοχή όμως: το κάνουν μόνο αυτοί που νοιάζονται να με αποκτήσουν. Οι πεινασμένοι. Αυτοί που έχουν φάει, αδιαφορούν εντελώς…

Δεν περιαυτολογώ (ασφαλώς και περιαυτολογώ, στο blog μου είσαστε, σοβαρευτείτε) αλλά μερικές φορές ξαφνιάζομαι με τα όριά μου.

Υπήρξαν πολλές φορές (καλές και κακές, δεν έχει σημασία) στην ζωή μου που κοιτώντας πίσω (προσέξτε, πίσω, όχι μπροστά, όχι προβλέποντας) βρέθηκα να ξαφνιάζομαι με αυτά που έχω προσπαθήσει. Έχω δώσει μάχες που, κρίνοντας με αντικειμενικά, θα περίμενα να χάσω. Όχι, όχι να χάσω: να μην δώσω καν.

Βρίσκομαι σε μία τέτοια, αγαπητοί αναγνώστες. Δεν σας το κρύβω, ότι είναι η πιο πολύτιμη μάχη μου. Η επιτυχία της δεν θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα – κάθε άλλο. Θα εξαρτηθεί απο την συμπεριφορά μου σ’ αυτό το διάστημα.

Εχω μάθει να παλεύω στην ζωή μου για αυτά που πιστεύω. Για αυτά που (για μένα) έχουν νόημα. Η μάχη για το πιστεύω μου είναι η ίδια μου η επιτυχία. Όταν στην ζωή δεν παίρνω αυτά που μου προσφέρονται – τα εύκολα. Όταν μάχομαι και κερδίζω ό,τι μου αναλογεί. Οταν σ’ αυτή την μάχη (σε οποιαδήποτε μάχη) είμαι ηθικός, όταν δεν προδίδω τις αρχές μου στον βωμό της επιτυχίας του σκοπού μου, είμαι δύο φορές κερδισμένος.

Ο άνθρωπος για τον οποίο παλεύω, μπορεί να διαβάζει αυτό το κείμενο αυτή την στιγμή. Του χαρίζω αυτό που με έκανε. Αξιζει κάθε γραμμάριο από τον καινούργιο και βελτιωμένο Γιάννη. Αυτός ο arkoudos έγινε καλύτερος τις τελευταίες μέρες. Γιατί είναι περήφανος για τα θέλω του. Γιατι είναι περήφανος για τις επιθυμίες του. Γιατί πιστεύει σ’αυτές. Γιατί ΠΙΣΤΕΥΕΙ ακράδαντα σ’ αυτές. Τώρα.


Ένα δώρο. Γιατί είσαι εδώ, ακόμα. Γιατι εγώ ΞΕΡΩ.

Κοιτάω τα post μου πίσω και σκέφτομαι οτι τα προσωπικά γράφονται (κατά κύριο λόγο) την νύχτα, στο σπίτι, ενώ τα …κοινωνικά στο γραφείο. Ε, λοιπόν, αν στο σπίτι γράφω τα προσωπικά blog, ίσως να αλλάζω και σαν χαρακτήρας, κάτι σαν Τζέκυλ και Χάιντ.

Αυτή η φωτογραφία είναι τραβηγμένη νύχτα (πολύ νύχτα, αν δεν κάνω λάθος) και μ’ αρέσουν κατά κύριο λόγο τα χρώματα και η στιγμή της…

Και είπα, γιατί να την έχω μόνο εγώ; Γι’αυτό είναι το blog για να μοιράζομαι..

Όλα αυτά, γιατί σήμερα τράβηξα μία από τις καλύτερες φωτογραφίες της ζωής μου. Και ψάχνοντας το αρχείο μου, βρήκα και αυτή την δική μου.

Αυτή που τράβηξα σήμερα; Δεν σας την δείχνω ακόμη, θέλω να είναι για λίγο καιρό εντελώς δική μου. Θα την χαζέψω, θα την τυπώσω να την βλέπω, ίσως να πάρω και μία κορνίζα να την κορνιζάρω. Και όταν έρθει η ώρα, θα την μοιραστώ μαζί σας.

Πολύ μ’αρεσει αυτή η φωτογραφία μου λοιπόν (και ας μην την τράβηξε η Μέρσυ 🙂 ).

Αντισταθείτε σε όσα σας εκνευρίζουν, σας προσβάλουν, σας καταπιέζουν, σας υποδουλώνουν.

Μιλήστε, διαμαρτυρηθείτε, οργανώστε, γκρινιάξτε.

Στους βουλευτές σας, στους αστυνομικούς, στον πωλητή, στο κράτος, στον υπάλληλο.

Μην υποκείψετε, αλλά οδηγήστε σε διάλογο. Μην ξεχάσετε, αλλά μην αφήνετε να ξεχάσουν. Με επίπεδο, αλλά και με υπομονή.

Η αξιοπρέπειά σας, είναι διεκδικήσιμη: αν νιώθετε οτι την χάνετε, ανακτήστε την.


Ο κύριος στην φωτογραφία θεωθεί οτι αδικείται από την Aplha Bank. Πριν γελάσετε, αν σας βγει αυθόρμητα, σκεφθείτε πόσο αδικημένος πρέπει να νιώθει, για να αντιδρά με αυτόν τον τρόπο. Σκεφθείτε αν αδικηθήκατε και εσείς τόσο πολύ κάποια στιγμή. Προσωπικά, θαυμάζω την σιωπηλή αντίδρασή του και δημοσιεύω την φωτό με την άδειά του.