Φανταστείτε λοιπόν, ο οδηγός να εμπιστευόταν τα φανάρια του. Του λένε πράσινο, προχωρά αυτός, με εκατόν σαράντα χιλιόμετρα την ώρα, με ένα βέλος που ζυγίζει τόνους, και θέλει εκατοντάδες μέτρα για να σταματήσει.

Μπροστά του, χωρίς να το ξέρει, μία χαλασμένη αμαξοστοιχία.

Την βλέπει. Είναι αργά.

Την τελευταία στιγμή, πασχίζει να φρενάρει. Ξέρει ότι δεν θα προλάβει. Ξέρει ότι θα πεθάνει. Για μερικά δευτερόλεπτα έχει την πολυτέλεια να το συνειδητοποιήσει. Οι επιβάτες του νιώθουν το τράνταγμα και ύστερα σίδερα τσαλακώνουν, η αδράνεια τους οδηγεί με εκατόν σαράντα χιλιόμετρα στον μπροστινό τους, στα αιχμηρά μέταλλα, στον απέναντι τοίχο, έξω από το παράθυρο.

Είναι 6 το απόγευμα, στο Κορινό, την Δευτέρα 25 Νοεμβρίου.

Δεκάδες νεκροί, ακρωτηριασμένοι, σοβαρά τραυματισμένοι, άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά.

Ο χώρος γεμάτος συντρίμμια, σώματα και μέλη απλωμένα παντού, ασθενοφόρα, ελικόπτερα, τα νοσοκομεία παραλαμβάνουν ο,τι και όποιον μπορούν, οι συγγενείς αναζητούν αλαφιασμένοι τους ανθρώπους τους.

Φανταστείτε το.

Κλείστε τα μάτια σας, και νιώστε την απογοήτευση. Νιώστε την οργή, νιώστε την φρίκη.

Νιώστε την θλίψη.

Σαν να έγινε.

Πρέπει δηλαδή να γίνει;

Πρέπει να ξαναγίνει για να αλλάξει επιτέλους κάτι;

Δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να πεθάνουν κι άλλοι άνθρωποι για να καταλάβουμε ότι μετά από τόσα παραλίγο ατυχήματα, αν δεν αλλάξει κάτι, δεν θα είναι πια παραλίγο; Ότι δεν θα είμαστε πάντα τυχεροί; Αλλιώς δεν θα αντιδράσουμε; Αλλιώς δεν θα διορθώσουμε; Αν δεν δούμε και άλλο αίμα, και άλλα συντρίμμια, και άλλους χαροκαμένους γονείς, δεν θα βάλουμε μυαλό;

Δεν το καταλαβαίνω, ειλικρινά.

~

Ένα τρένο σταματάει. Χαλάει. Συμβαίνει. Το σύστημα, οφείλει αυτόματα να κάνει τα φανάρια πίσω του κόκκινα. Προσέξτε: τα πράσινα φανάρια να τα κάνει κόκκινα. Ο οδηγός που έρχεται δεν είναι ότι δεν έχει σήμανση και οφείλει να είναι προσεκτικός, επειδή ακριβώς είναι πράσινα πηγαίνει με εκατόν σαράντα χιλιόμετρα. Η διαδικασία είναι να ανατρέψει μία πορεία που του λέει “έχεις το ελεύθερο, είσαι ασφαλής, προχώρα με ο,τι έχεις”.

Πάμε και όπου βγει δηλαδή. Θυμάστε;

Τα φανάρια δεν είναι όμως κόκκινα. Το σύστημα ασφαλείας δεν δουλεύει. Θα αναζητήσει, λέει, η αρμόδια εταιρία να μάθει γιατί. Ξαναέγινε τον προηγούμενο Δεκέμβρη όμως. Το ήξεραν. Δεν ξέρουμε έναν ολόκληρο χρόνο μετά γιατί έγινε τότε. Έψαξαν; Δεν μάθαμε. Δεν ξέρουμε. Δεν μας είπαν. Και, προφανώς, εκ του αποτελέσματος, τίποτα δεν διορθώθηκε.

Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Αλήθεια σας το λέω, δεν έχω σύμμαχο την λογική εδώ. Η λογική λέει πως δεν θα έπρεπε να βγει τρένο στην γραμμή, αν δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι είναι απόλυτα ασφαλές.

Κόκκινο φανάρι παντού.

Αντ’ αυτού, τα φανάρια είναι κολλημένα στο πράσινο. Τα τρένα κυκλοφορούν. Ο κόσμος (βοηθάει και η ανέχεια, είναι φθηνότερο ως μέσο μεταφοράς από τις εναλλακτικές) το εμπιστεύεται – αναγκαστικά. Βάζει την ζωή του σε κίνδυνο, εν γνώση του. Συμβαίνει κάτι, και η εταιρία δεν το ερευνά – μέχρι να δημοσιοποιηθεί. Δεν την ενδιαφέρει; Δεν…;

Δεν ξέρω. Είμαστε τόσο φθηνοί; Τόσο αναλώσιμοι;

Και καλά αυτοί, εμάς; Δεν μας νοιάζει; Τι έχουμε να χάσουμε; Τι σκατά έχουμε να χάσουμε αν διαμαρτυρηθούμε για αυτόν τον αδιανόητο παραλογισμό; Θα φάμε ξύλο; Θα μας διώξουν από τις δουλειές μας; Από τι κινδυνεύουμε; Γιατί δεν χαλάμε τον κόσμο; Γιατί μένουμε σιωπηλοί;

Για πόσους νεκρούς ακόμα θα μείνουμε σιωπηλοί;

Υπάρχει κάποιο όριο; Θα αρχίσουμε να αντιδρούμε στους εκατό; Στους διακόσιους; Πρέπει να είναι γυναίκες; Παιδιά; Πόσοι είναι αρκετοί; Ποιά είναι η τελευταία γραμμή της ανοχής μας;

Πότε θα κοκκινίσουμε επιτέλους τα φανάρια;

Τα έχουμε αφήσει στον αυτόματο. Θεωρούμε ότι η λογική θα τα σταματήσει. Έχουμε παραδοθεί στην ελπίδα ότι οι άλλοι, οι υπεύθυνοι θα έχουν υποχρέωση, ή, έστω, ελάχιστη ηθική.

Αφού δεν γίνεται αυτόματα, όμως, αφού χρειάζεται η χειροκίνητη παρέμβασή μας, πότε σκοπεύουμε να το κάνουμε;

Γιατί το χαλασμένο τρένο είναι στην γωνία, και εμείς πηγαίνουμε επάνω του με πλήρη ταχύτητα.

Υ.Γ.: Μία κουβέντα επιπλέον για τους μηχανοδηγούς.Για τον άνθρωπο που έχει πράσινο, και όμως ανησυχεί. Για συναδέλφους του που ακούνε ότι το τρένο χάλασε και λένε «ρε λες να μην το ξέρει ο επερχόμενος;» Επειδή δεν ανησυχούμε εμείς, ανησυχεί αυτός. Επειδή επιλέγουμε να κοιμόμαστε εμείς ήσυχοι, δεν κοιμάται αυτός. Στα Τέμπη μπορεί να πέθανε ο φίλος του. Δύο χρόνια πέφτει για ύπνο και ονειρεύεται τσαλακωμένα σίδερα. Στο παραλίγο ατύχημα του Δεκεμβρίου, ο μηχανοδηγός παραιτήθηκε. Παραιτήθηκε! Το διανοείστε;

Δεν θέλω πια να είναι ήρωες αυτοί οι άνθρωποι. Δεν θέλω να δουλεύουν την βάρδια τους με άγχος σε κάθε εκατοστό που διανύουν αν θα είναι το τελευταίο τους. Δεν θέλω να σώζουν και τον εαυτό τους, και τους επιβάτες τους, και την ηθική μας, κάθε φορά την τελευταία στιγμή, κάθε φορά κατά τύχη:

Θέλω να κάνουμε εμείς ως πολίτες την γαμημένη την δουλειά μας επιτέλους.