Τις ώρες που γράφεται αυτό το κείμενο, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Μόλις εχθές το βράδυ, σε μία γεμάτη παλμό αλλά όχι “ακρότητες”, όπως συνηθίζουν να τονίζουν τα κανάλια, πορεία για την άρνηση του κράτους να δώσει στον Μιχαηλίδη το δικαίωμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του εκτός φυλακής, το ξύλο από τους αστυφύλακες (είναι πολύ καλύτερο για μένα το αστυ-φύλακες από το αστυ-νομικούς όταν εμφανώς παρανομουν) έπεσε βροχή. Σε ανθρώπους που είχαν ήδη συλληφθεί, σε ανθρώπους που δεν αποτελούσαν απειλή, σε δημοσιογράφους.

Ο Μιχαηλίδης, μετά από την προχθεσινή ενημέρωση των γιατρών του, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μια ενημέρωση που έγινε πριν μάθουμε πως η απόφαση για την αποφυλάκισή του, δεν έγινε δεκτή – υποθέτω πως η κατάστασή του θα επιδεινώθηκε μετά από αυτό.

Διαβάζω διαρκώς πως η κυβέρνηση θέλει νεκρό τον Μιχαηλίδη. Αυτό, πράγματι, σε πρώτη ανάγνωση θα εξυπηρετούσε κάποια από τα αφηγήματά της – αλλά εγώ υποστηρίζω ότι αυτό είναι, τελικά, λάθος.

Κατ’ αρχάς, αν δεχτούμε πως πράγματι θέλουν να δημιουργήσουν ένταση για να κάνουν άσπρη-μαύρη την διαδικασία των εκλογών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως οι άνθρωποι που θέλουν να προσεγγίσουν, ας τους πούμε συντηριτικούς ψηφοφόρους, χέστηκαν για τον Μιχαηλίδη. Είτε ζήσει, είτε πεθάνει, δεν δίνουν δεκάρα. Δεν θέλω να φτάσω να πω πως προτιμούν να πεθάνει, διότι ως άνθρωπος είμαι μάλλον αισιόδοξος και θεωρώ, υπολογίζω και ελπίζω, να νοιάζονται για μία ανθρώπινη ζωή – έστω και αναρχικού.

Πιστεύω όμως πως, σε γενικές γραμμές, δεν δίνουν δεκάρα.

Χέστηκαν.

Φυσικά, το πνεύμα της κυβέρνησης είναι να κερδίσει από τις αντιδράσεις αυτού ακριβώς του κόσμου. Επειδή όμως οι αντιδράσεις είναι πια γενικευμένες – δεν είναι πια μόνο αναρχικοί που κατεβαίνουν στον δρόμο, δεν είναι καν μόνο αριστεροί αυτοί που αντιδρούν στις κυβερνητικές επιλογές – οι αντιδράσεις μπορεί να έρθουν και από τους ίδιους στους οποίους στοχεύουν για την ψήφο τους. Η “Μακεδονία” δεν είναι πια θέμα πολιτικής αντίστασης, η Τουρκία φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν είναι διόλου “απομονωμένη”, η οικονομική δυστοκία χτυπάει πια όλες τις τάξεις, ειδικά σε πετρέλαιο, ενέργεια, τιμές προϊόντων, οι άνθρωποι χάνουν δικούς τους από τον κορονοϊό – χώρια τα υπόλοιπα. Ε, όλοι αυτοί αν διαμαρτυρηθούν πάνε για ξύλο ασήκωτο, από μία αστυνομία ξεκάθαρα οπλισμένη και με το ελεύθερο να ανοίξει κεφάλια, οπότε ο Μιχαηλίδης είναι γι’ αυτούς το λιγότερο.

Δεν την ενδιαφέρει την κυβέρνηση ο θάνατος του Μιχαηλίδη.

Δεν είναι ο νεκρός που θέλει, που την εξυπηρετεί:

Η κυβέρνηση θέλει νεκρό αστυνομικό.

~

Ήταν σε μένα εμφανές πως, ήδη από τον καιρό της Νέας Σμύρνης, όπου οι αστυφύλακες τσάκισαν έναν αθώο άνθρωπο, έμειναν ατιμώρητοι, ο κόσμος αντέδρασε και τους τσάκισαν κι αυτούς, ο κόσμος κατέβηκε στον δρόμο και τους τσάκισαν και αυτούς στο ξύλο, αλλά και αργότερα, όλη την διαδρομή μέχρι την ευθεία βολή του αστυνομικού με τον εκτοξευτήρα δακρυγόνων πάνω στο πλήθος, πως η κυβέρνηση θέλει, δημιουργεί, προσδοκά και βασίζεται στην ένταση.

Αλλά ο νεκρός που αποζητά για να χτίσει το αφήγημά της, κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν την ενδιαφέρει να είναι πολίτης. Αυτό, είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για την ουσιαστική ερώτηση, την ερώτηση που θα φέρει την ψήφο που είναι το ζητούμενο, το “θέλετε κράτος ή όχι”, δεν τίθεται με έναν τραυματισμένο ή έναν νεκρό πολίτη.

Απαντάται με πολύ περισσότερο ξύλο, πολύ περισσότερη κυβερνητική παρανομία, τόσο πολύ που οι αντιδράσεις θα ενταθούν, θα βγουν οι πέτρες, θα βγουν οι μολότοφ, θα γεμίσουν οι δρόμοι αίμα.

Η ατιμωρησία -από πλευράς μας, από την πλευρά του κράτους και της κυβέρνησής μας- προς τους ανθρώπους που δρουν με την «νομιμοποιημένη, κρατική βία» θα φέρει μαθηματικά, και σχεδόν αναμενόμενα, την ανάλογη αντίδραση.

Για να τεθεί η ερώτηση σωστά λοιπόν, δεν είναι το δικό μας αίμα που πρέπει να γραφτεί. Θα πρέπει να είναι το επόμενο κατά σειρά αίμα. Θα πρέπει να γραφτεί με αίμα αστυνομικού.

Και τότε, ναι. Τότε η κυβέρνηση θα θέσει επιτέλους το ερώτημα. “Την τάξη, ή την παρανομία;” “Εμάς, ή αυτούς;” Και ακόμα και οι τζημεροφαηλομπογδανοι -πόσο μάλλον οι απλοί συντηρητικοί- θα δυσκολευτούν να πουν άλλους, η απάντηση είναι δεδομένη: Την τάξη. Την εξουσία. “Εμάς”.

Πιάνει τόπο όσο να πεις το χρήμα που ξοδεύουμε σε συμβούλους του Μαξίμου.

~

Φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα να το πει στους αστυφύλακες αυτό. Είναι αδύνατο να καταλάβουν για τι ακριβώς πράγμα μιλάμε οι άνθρωποι που χτυπούν με γροθιά πισώπλατα δεμένους ανθρώπους. Είναι ασύλληπτα εθιστική η εξουσία του να παρανομείς και μην είσαι υπόλογος πουθενά γι’ αυτό: δείτε τον άνθρωπο που πυροβόλησε στο ΑΠΘ – διάολε, δείτε τον ΜΑΤατζή που έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι σε διαδήλωση μόλις προχθές, δεν είχε καμία απολύτως συνέπεια. Τι να τους πεις; σας χρησιμοποιούν; Δεν θα καταλάβουν τίποτα απολύτως.

Δεν έχει νόημα να το πει κανείς και στους αναρχικούς. Οι άνθρωποι αυτοί κατηγορούνται ότι είναι παράνομη Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ και παραμένουν στην φυλακή αποκλειστικά γι’ αυτό, ενώ, ταυτόχρονα, κάθε καταγγελία τους ότι αυτοί που τους κατηγορούν (εν προκειμένω εμείς, το κράτος) παρανομούν εξίσου, αν όχι πολύ, πολύ περισσότερο – πέφτουν στο κενό. Σε πλήρη ησυχία. Όλοι μας, όσοι είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό, κοιτάμε αλλού. Είναι να τρελαίνεσαι δηλαδή, να σε βαράνε παράνομα αυτοί που σε κατηγορούν εσένα για παράνομο.

Φυσικά, δεν έχει νόημα να το πει κανείς στην κυβέρνηση αυτό. Μιλάμε για μία κυβέρνηση που, ξεκάθαρα, αρνείται να παραδεχθεί οποιοδήποτε λάθος της, στην ουσία φουσκώνοντας κι άλλο κάθε ζημιά που προκαλείται. Δεν το παραδέχεται στην υγεία, με την έλλειψη ΜΕΘ, γιατρών και νοσηλευτών, στις φωτιές, με την έλλειψη μέσων πυρόσβεσης, στην οικονομία, που πεντ’ έξι τύποι θησαυρίζουν στις πλάτες μας, δεν το παραδέχονται στο μεταναστευτικό, με την μία αποκάλυψη μετά την άλλη, στον έλεγχο του τύπου και της ενημέρωσης, με την μία καταδίκη μετά την άλλη, στις παρακολουθήσεις, στις απευθείας αναθέσεις, σε, σε. Και αυτά είναι ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΘΗ της, εγώ μιλάω εδώ για σχέδιο για πλάνο. Αλήθεια, να της πει τι κανείς αυτής της κυβέρνησης.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολίτες; Ίσως, ίσως και όχι. Προσωπικά δεν έχω πια καμία αμφιβολία πως αυτή είναι η χειρότερη κυβέρνηση που έχει περάσει στην πολιτική ζωή μου ολάκερη από την Ελλάδα, χωρίς καν σοβαρό ανταγωνισμό – μα, ξέρω, ότι ακόμα κάποιοι την υποστηρίζουν και θα την ψηφίσουν. Σ’ αυτούς λοιπόν ειδικά, ο,τι και να πω, δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Στους άλλους, στους υπόλοιπους, τι να πω, ξέρουμε ήδη.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολιτικούς; Θα απαντήσω μόνο μ’ αυτό: ο Νίκος Ανδρουλάκης, κατήγγειλε πως κάποιος του έστειλε μήνυμα για να παρακολουθήσει το κινητό του. Ναι, όπως ακριβώς έγινε στον Θανάση Κουκάκη (ο Μαλιχούδης ήταν άλλη υπόθεση) εδώ και μήνες, πολλούς μήνες πριν. Ε, μετά ο Νίκος Ανδρουλάκης, είπε πως αποσύρει την βουλευτική στήριξη του κόμματός του στο νόμο που επέτρεπε στην κυβέρνηση να μην δημοσιοποιεί κανένα απολύτως στοιχείο για το ποιος παρακολουθείται και γιατί. Α, και αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν μαθαίναμε ότι παρακολουθούσαν τον Τσίπρα ή τον… Μητσοτάκη. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα απολύτως.

~

Νομίζουμε πως, ο θάνατος ανθρώπου από απεργία πείνας θα αλλάξει την Ελλάδα. Διαφωνώ. Διαφωνώ γιατί τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Διαφωνώ γιατί, νιώθω πως οι περισσότεροι από εμάς, ο “απλός λαός” περιμένουμε να πεθάνει για να αναρωτηθούμε μήπως ήταν άδικος ο θάνατός του προσπαθώντας να είμαστε (νομίζουμε) μαζί με όσους ήδη από τώρα ουρλιάζουν για την ανάγκη να μείνει ζωντανός, τρώγοντας (ατιμώρητα) κυβερνητικό ξύλο στις πλατείες και στους δρόμους.

Διαφωνώ γιατί οι μπουνιές των αστυφυλάκων δεν μας σοκάρουν πια, τα τραβηγμένα όπλα δεν μας σοκάρουν πια, οι πυροβολισμοί μέσα στο πλήθος σε ευθεία βολή δεν μας σοκάρει πια, η σιωπή των ΜΜΕ στα αίσχη δεν μας σοκάρει πια. Τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν μας σοκάρει πια.

Οπότε πρέπει να έρθουν καινούργια σοκ.

Δεν θα είναι πάντα έτσι λοιπόν. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Βλέπω τις τελευταίες ημέρες μία κινητικότητα, μία ανασφάλεια και έναν εκνευρισμό, καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας και άλλοι τούρκοι πολιτικοί παράγοντες χρησιμοποιούν το όνομα του Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού της Ελλάδας μαζί με τις διάφορες γνώμες τους και νουθεσίες τους, για το τι γνώμη έχουν σχηματίσει για τον ίδιο, ή τι γνώμη έχουν για τις εκλογικές μας συμπεριφορές και προτιμήσεις.

Γενικά, είναι μία σίγουρα άκομψη, ακόμα και αήθης θα έλεγε κανείς προσπάθεια παρέμβασης στα εσωτερικά άλλης χώρας – αλλά δεν θα μπω σε διάλογο για το αν κι εμείς, όχι απαραίτητα σε τόσο υψηλό επίπεδο βέβαια, δεν έχουμε στον δημόσιο διάλογό μας φερθεί με ανάλογο τρόπο. Ας το αποκαλέσουμε “εξωτερική πολιτική”, ας το καταδικάσουμε, και νομίζω του έχουμε φερθεί τίμια.

Όμως τίθεται ένα ερώτημα, που το βλέπω διαρκώς αυτές τις μέρες, και το θεωρώ και πολιτικά τίμιο:

Τι θα κάνουμε εμείς;

Θέλω να πω, αν ο Ερντογάν πει “διώξτε τον Μητσοτάκη δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του”, θα έπρεπε να μας επηρεάζει; Αν πει “τον προτιμώ από όλους τους άλλους πρωθυπουργούς που μίλησα μαζί του”; Σημαίνει ότι θέλει το καλό της χώρας μας, της χώρας του ή και των δύο; Όταν έλεγε “εθνικιστή” τον Τσίπρα, ήταν θετικό, ή αρνητικό για εμάς ως σχόλιο; Αν πει αύριο “προτιμώ τον τάδε ως συνομιλητή”, σημαίνει πως βλέπει έναν υποχωρητικό, ή έναν συζητήσιμο πρωθυπουργό που μπορεί να καταλήξει σε μία πολιτική με τους γείτονες όπου θα κερδίζουμε και οι δύο;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, το να μιλάνε οι Τούρκοι για τα εσωτερικά μας είναι σαν τις δημοσκοπήσεις: ξέρουμε πως συχνά δεν είναι ιδιαίτερα τίμιες οι προθέσεις τους, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα για να τις αποφύγουμε.

Το θέμα λοιπόν είναι πως αντιδρούμε σ’ αυτό.

Ο καλύτερος τρόπος που έχω βρει εγώ, είναι να τις αγνοώ. Μπορεί να είναι κακός ο Μητσοτάκης για τον Ερντογάν γιατί δεν τον έχει παραμερίσει στις πολιτικές εξελίξεις, ή μπορεί να είναι βολικός και να ξέρει πως με τέτοιες δηλώσεις θα συσπειρώσει το κοινό του. Μπορεί να είναι καλός συνομιλητής ο Τσίπρας, ή μπορεί να ξέρει πως έτσι θα δημιουργήσει μία εσωτερική πολιτική αντιπάθεια στους αναποφάσιστους. Δεν ξέρω, και επειδή δεν ξέρω, προτιμώ να μην κοιτώ πια τι θέλει, ή τι δεν θέλει ο γείτονας από τον εκάστοτε ηγέτη μου:

Κοιτάω τι θέλω εγώ.

Τι θέλω πχ από την υγεία, από την παιδεία, από την κοινωνική πολιτική, κοιτάω τι θέλω από την δικαιοσύνη, από την ελευθερία του τύπου, κοιτάω τι θέλω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι θέλω από την συμπεριφορά του κράτους, τι θέλω από την διαύγειά του και τι απαιτώ από την λειτουργία του.

Στην συνέχεια, κοιτάω τι μου υπόσχονται οι πολιτικοί για όλα αυτά.

Στο τέλος, χρησιμοποιώ την λογική μου, ή το ένστικτό μου, ή την καρδιά μου για το τι πιστεύω ότι μπορεί ο καθένας εξ αυτών να υπηρετήσει όσα υπόσχεται.

Ως πολίτης, οφείλω στον εαυτό μου, στα παιδιά μου και στους συμπολίτες μου να πρέπει να κάνω εγώ την δύσκολη δουλειά, και να μην αφήνω τα τσιτάτα των άλλων να με κατευθύνουν. Όχι μόνο γιατί δεν ξέρω τι σκοπούς και προθέσεις έχουν, αλλά κυρίως γιατί η ψήφος μου έχει την δική μου υπογραφή, και δεν θέλω να επιτρέψω σε κάποιον άλλον να μου την κατευθύνει – άμεσα ή έμμεσα.

Ο κάθε Ερντογάν λοιπόν, ας πει ο,τι θέλει.

Εγώ, σαν πολίτης, ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Ραντεβού, όταν επιτέλους έρθει η άγια εκείνη ώρα, στις κάλπες 🙂

Μόλις διάβασα στο βούλευμα που ολοκληρώνει την έρευνα για την υπόθεση Novartis, πως ο Μανιαδάκης πήγε, όντως, και κατήγγειλε επίσημα στην εισαγγελία του 8ου ορόφου της ΓΑΔΑ, και όχι απλώς μιλώντας εμπιστευτικά στον Κώστα Βαξεβάνη, ότι ο Στουρνάρας μαζί με άλλα δύο πρόσωπα του είπε πως όχι μόνο ήξεραν πως είναι προστατευόμενος μαρτυρας, μα τον απείλησε πως όταν θα έρθουν συγκεκριμένοι άνθρωποι στην εξουσία, θα τσακίσουν μάρτυρες και εισαγγελείς – ξεκαθάρισε κάτι πολύ σημαντικό μέσα μου: Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο. Και είναι τρομερά λάθος να μην τα ξεχωρίζουμε.

Ας δούμε κατ’ αρχάς τι λέει το απόσπασμα:

«[…] με την […] αναφορά των εισαγγελέων προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και […] όμοια αναφορά προς τους Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου περι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2018 ο Ν. Μαναδιάκης κατά την διάρκεια των καταθέσεών του ως ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ στην υπόθεση Novartis εμφανίστηκε στον 8 όροφο του κτιρίου της ΓΑΔΑ όπου βρίσκεται το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων και όπου λαμβάνονταν οι μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον των εισαγγελέων και τους γνωστοποίησε ότι ΤΟΝ ΚΑΛΕΣΕ στο γραφείο του ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ κάποιο μεσημέρι ο κ. Στουρνάρας για φαγητό και εκεί του είπε ότι ΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι αυτός (ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με ΔΥΟ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΥΝΩΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ είχαν αποφασίσει να «τσακίσουν» τόσο ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ, όσο ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ. Επίσης τους είπε ότι ο κ. Στουρνάρας ΤΟΥ ΕΣΤΕΛΝΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική καταγγελία, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή ΘΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΤΑΝ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ του.”

Το απόσπασμα από το πόρισμα που βρήκα εδώ, τα κεφαλαία, ως επισημάνσεις (ή ως κραυγές, αν προτιμάτε, δικά μου).

Θεωρώ πως γεννιούνται, αυτονόητα, δύο σημαντικά ερωτήματα:

Ένα: εκ των υστέρων, οι απειλές που καταγγέλλονται, βγήκαν σωστές; Όταν είχε καταγγελθεί, προφανώς τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί. Τώρα όμως έχει περάσει ο καιρός, μπορούμε να διακρίνουμε αν ήταν λογικό που φοβήθηκε ο καταγγέλων: Απειλήθηκαν πράγματι οι μάρτυρες, οι εισαγγελείς (και οι ερευνητές δημοσιογράφοι) από πολιτικά πρόσωπα όταν, όντως, άλλαξε η κυβέρνηση όπως φέρεται πως απείλησε ο Στουρνάρας;

Δύο: Η καταγγελία Μανιαδάκη για την στάση Στουρνάρα δεν είναι στον δημοσιογράφο Βαξεβάνη, ειπωμένα εμπιστευτικά και δημοσιογραφικά – είναι επίσημα, με αρ. πρωτοκόλλου, στην εισαγγελία που ερευνά τους μάρτυρες, και δεν προχώρησε διότι (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ) ο μάρτυρας θα έχανε το καθεστώς προστασίας του όπως τον ενημέρωσαν στην ΓΑΔΑ (ΞΑΝΑ: ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ). Τώρα λοιπόν, που δεν είναι πια λόγια και μαρτυρίες, δεν περιμένει κανείς να προστατευτεί ο Στουρνάρας από αυτήν την ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, μηνύοντας τον Μανιαδάκη;

(κάπου να κρατήσουμε άλλο ένα ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να ενημερώνουν επίσημα τον προστατευόμενο μάρτυρα ότι δεν μπορούν να τον προστατέψουν απο καταγγελούμενες απειλές για την υπόθεση για την οποία καταθέτει διότι, αν το προχωρήσει… θα χάσει την ανωνυμία του. Αντιλαμβάνεστε από πόσα θα είχαμε γλυτώσει όλοι αν η εισαγγελία τότε έκανε το αυτονόητο;)

Αν όμως δεχθούμε πως ο Μανιαδάκης λέει την αλήθεια (μιλάει και για απειλητικά μηνύματα, αυτή είναι με πολλούς τρόπους καταγεγραμμένη πληροφορία, εύκολα αποδεικνύεται θεωρώ) τότε γίνεται σαφέστερο πως μας διαφεύγει κάτι πολύ, πολύ σημαντικό:

Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο εντελώς διακριτά, ξεχωριστά σκάνδαλα.

Ένα, φαίνεται πως ήταν η δράση της φαρμακευτικής εταιρείας.

Το δεύτερο όμως φαίνεται πως είναι η πολιτική, δικαστική και δημοσιογραφική διαχείρισή του όταν αποκαλύφθηκε.

Ούτε ίδια, ούτε καν εξίσου επικίνδυνα.

Το ξεχνάμε, το θεωρούμε μία συνέχεια, ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, μία αυτονόητη διαδικασία – μα είναι τρομερά διαφορετικό, και αγνοώντας την ξεχωριστή βαρύτητά του, βάζουμε μία σημαντική τρικλοποδιά στον εαυτό μας.

Στο σκάνδαλο που ακολουθεί το σκάνδαλο Novartis εμπλέκονται κι άλλοι άνθρωποι, άλλες διαδικασίες, και κυρίως, τελείως άλλο κίνητρο: Δεν έχουμε ανθρώπους που μοιράζουν χρήματα πια. Η καταγγελία για Στουρνάρα αποδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: αν δεν υπάρχει χρήμα, για να πείσει κάποιους να συνεργαστούν, υπάρχουν ΑΠΕΙΛΕΣ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ και ΦΟΒΟΣ.

Δεν μιλάμε πια για ανθρώπους που συμμετέχουν αυτοβούλως γιατί ήθελαν ένα αμάξι, ή μία βίλα ή μια πισίνα – δεν είναι η απληστία το κίνητρό τους: μιλάμε για ανθρώπους που θέλουν να σώσουν την ζωή τους. Και, όταν βλέπει κανείς να πεθαίνουν δημοσιογράφοι – είτε να δολοφονούνται με σφαίρες, είτε καίγονται στην Αττική Οδό -, να στραγγαλίζονται δημοσιογραφικά μαγαζιά με οικονομικούς και άλλους τρόπους, να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι που, απλώς, γράφουν ενοχλητικά για το Μέγαρο Μαξίμου πράγματα, να αρπάζουν οι κυβερνήσεις υποθέσεις από τους εισαγγελείς που ελέγχουν τα πολιτικά μέλη που την απαρτίζουν (μεταξύ άλλων) και σε υψηλότατες θέσεις, να οδηγούν τους ίδιους τους δημοσιογράφους και τους εισαγγελείς που ερευνούν την υπόθεση στην δικαιοσύνη, όταν βλέπει ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος των ΜΜΕ κατεβάζει την πένα του και δεν ερευνά τίποτα από όλα αυτά – τότε, αυτές οι απειλές, είναι λογικό να τις παίρνουν όλοι πολύ, πολύ σοβαρά.

~

Στο σκάνδαλο Novartis φαίνεται πως μία φαρμακευτική θέλοντας να πολλαπλασιάσει τα κέρδη της, πλήρωσε κάποιους ανθρώπους σε καίριες θέσεις να περάσουν αποφάσεις που την ευνοούσαν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, λεφτά άλλαξαν χέρια, συνειδήσεις κάμφθηκαν, ευθύνες μοιράστηκαν.

Σχεδόν μας έχει διαφύγει ότι το σκάνδαλο Novartis έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και χρόνια.

Αυτό που μας έχει σίγουρα διαφύγει όμως θεωρώ είναι πως ένα νέο σκάνδαλο γεννήθηκε την επόμενη μέρα. Πως, καθώς φαίνεται, κάποιοι από τους εμπλεκόμενους για να σωθούν δεν άλλαξαν απλώς μία παράγραφο σε έναν νόμο, ή μία τιμή σε ένα προϊόν, μα έσπειραν τον φόβο, επηρέασαν την δικαιοσύνη, επηρέασαν την δημοσιογραφία (και ίσως να αποκαλυφθούν και χειρότερα αύριο).

Θα αντισταθώ στον πειρασμό, και θα αφήσω κάποιον άλλον να το ονομάσει. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να το ονοματίσουμε, να το ξεχωρίσουμε, και, κυρίως να το αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα, θάρρος, αυτοκριτική και υπευθυνότητα.

Γιατί αυτό το σκάνδαλο συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.

.

Έχουμε μία εικόνα. Είναι μία καλά εξοπλισμένη διμοιρία των ΜΑΤ, μια ομάδα παιδιών (συγγνώμη, κανείς τραπεζικός αυτήν την φορά) που κρατάνε ένα πανό, κάποιοι δίπλα που φωνάζουν και πολλά παιδιά πίσω τους.

Αυτή είναι η εικόνα.

Είναι κινούμενη εικόνα, ξαφνικά μένουν δέκα, δεκαπέντε παιδιά να σπρώχνουν με το πανό τους, οι αστυνομικοί ανοίγουν τις φυσούνες στο πρόσωπό τους, κάνουν όλοι πίσω, δεν φορούν τίποτα, ούτε μάσκες ούτε καν πανιά, τρομοκρατούνται, κάνουν πίσω, μία λάμψη, κάνουν και άλλο πίσω ένας άνδρας των ΜΑΤ γυρίζει στην ομάδα τους, κάνει νόημα με τα χέρια να σταματήσουν.

Το πλάνο αλλάζει, μα τώρα είναι μια ακίνητο, ένας νεαρός στο πάτωμα, φοράει σκουλαρίκια, έχει ξυρισμένο μαλλί, δεν φαίνεται να μιλάει, μία κινείται οι αστυνομικοί δεν μιλάνε, στέκονται εκεί, απορροφούν την οργή που πάει (κι) αλλού, κάποιοι τους βρίζουν, μένουν ακίνητοι.

Με τις βιβλιοθήκες ή με τις βαριοπούλες;

Ποιες βιβλιοθήκες; και ποιες βαριοπούλες;

Δεν υπάρχουν ούτε βιβλιοθήκες, ούτε βαριοπούλες. Ούτε μία βιβλιοθήκη, ούτε μία βαριοπούλα. Τώρα δεν τα λέγαμε; Ποιες βιβλιοθήκες και ποιες βαριοπούλες; Τι λέμε;

Λοιπόν, λοιπόν – ας κόψουμε τις μαλακίες. Αρχίστε να βγάζετε. Βγάλτε από την εικόνα ο,τι δεν είναι ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΓΚΗ να είναι εκεί. Βγάλτε το. Τώρα.

Βιβλιοθήκες είπαμε δεν έχει, αλλά βγάλτε τις. Ούτε βαριοπούλες, αλλά βγάλτε τις κι αυτές.

Ωραία; Πάμε παρακάτω.

Έχει περαστικούς, ανθρώπους που δεν ήταν στην ομάδα, αυτούς που διαμαρτύρονται. Βγάλτε τους. Βγάλτε αυτούς που βρίσκονται από πίσω, δεν φαίνονται στο κάδρο εκτός από την στιγμή που τρέχουν – βγάλτε τους, βγάλτε τους κι αυτούς από την εικόνα. Μετά, βγάλτε τα παιδιά που κρατάνε το πανό. Ήρθαν να διεκδικήσουν κάτι, αλλά πες έχουν λάθος, πες δεν είναι σωστό, να περιμένουν, τέσσερα χρόνια, όσο πάρει, να ψηφίσουν κύριε, να αλλάξει η κυβέρνηση, να έρθει μία άλλη, που δεν θα χρησιμοποιεί ψεύτικες βιβλιοθήκες για να κάνει την δουλειά της, τι πα να πει, εμείς μαλάκες είμαστε που περιμένουμε; Βγάλτε τους, έξω από την εικόνα. Βγάλτε και το πανό. Τα πανό καμιά φορά λένε συνθήματα που πονάνε, και που όλοι κάνουμε πως δεν είδαμε και κρύβουν πίσω τους παιδιά που τα σηκώνουν, και αυτά που έχουν ανάγκη να μιλήσουν με ένα πανό, δεν το χρειαζόμαστε το πανό, βγάλαμε τα παιδιά που το σηκώνουν, βγάλτε και το πανό πια, δεν μιλάει για κάποιον, βγάλτε το.

Βγάλτε και τα ΜΑΤ. Δεν διαμαρτύρεται πια κανείς. Κανείς απέναντί τους. Τους έχουμε βγάλει όλους, δεν έχει μείνει κανείς, χέστηκε ο ΜΑΤατζής, οκτάωρο είναι, σήμερα βαράει αυτόν, αύριο άλλον, ο,τι του πουν. Επάγγελμα κάνει, ούτε ξέρει ποιον βαράει, ούτε χρειάζεται να ξέρει, εντολές κύριε, εκτελεί εντολές, είναι χρήσιμος όταν μένει κάποιος να φωνάξει, τώρα δεν έχει μείνει κανείς, βγάλτε τους.

Μένει μόνο ένας άνθρωπος.

Ας επικεντρωθούμε σ’ αυτόν.

Βγάλαμε τις βιβλιοθήκες, τις βαριοπούλες, βγάλαμε τους διαμαρτυρόμενους περαστικούς, βγάλαμε τους φοιτητές, βγάλαμε τους συναδέλφους του,

μένει μόνο αυτός.

Που κρατάει ένα όπλο.

Που είναι γεμάτο.

Που είναι γεμάτο με μία οβίδα κρότου λάμψης.

Που το σηκώνει, ευθεία.

Που βλέπει που βαράει.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ.

ΤΙΣ ΒΓΑΛΑΜΕ ΤΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΟΛΑ, ΤΑ ΒΓΑΛΑΜΕ ΟΛΑ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΝΑΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΟΠΛΙΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ. ΕΜΕΙΣ. ΟΛΟΙ. ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ ΕΥΘΕΙΑ.

ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΕ.

ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΠΟΥ ΒΑΡΑΕΙ. ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΤΟΥ.

ΚΑΙ ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ. ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ, ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΛΟΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΞΥΡΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΕΝΑ ΚΟΛΑΡΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ NON PAPER, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΛΛΑ ΕΓΩ, ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ.

ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ.

ΟΛΑ, ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ.

ΜΕΝΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.

…ας μιλήσουμε για αυτό που έκανε. Αν συμφωνούμε με αυτο που έκανε, να το πούμε. Αν διαφωνούμε, να το πούμε. Είναι απλό. Είναι πολύ, πολύ απλό. Δεν έχει μείνει καιρος για ομόνοια, για αγάπες και λουλούδια, για όλοι μαζί είμαστε, ας μην τσακωνόμαστε. Ας πάρουμε θεση. Όσοι θέλουν, όσοι πιστεύουν ότι χρειάζεται μία ευθεία βολή, ας πάνε πίσω του. Πίσω από το όπλο του. Όσοι θέλουν ας πάνε μπροστά. Με γυμνά, άδεια χέρια. Χωρίς τίποτα. Μπροστά από την κάνη του. Εκεί κρινόμαστε. Εκεί μιλάμε για τον νόμο, για την νομιμότητα, για την δικαιοσύνη. Ας μη κοροϊδευόμαστε πια. Ή μπροστά από μία κάνη που θα εκπυρσοκροτήσει, ή πίσω της.

Να μην είστε δειλοί.

Να μην επιτρέψετε να σας κρύβουν και εσάς πίσω από κόμματα, πίσω από αρχηγούς, πίσω από ξεφτιλισμένους δημοσιογράφους και ηδονισμένα κομματόσκυλα, πίσω από βαριοπούλες και βιβλιοθήκες, πίσω από πανό και ματωμένους φοιτητές, να μην είστε δειλοί.

Πετάξτε όλα τα άλλα, κρατήστε μόνο αυτόν τον άνθρωπο, αυτό που ετοιμάζεται να κάνει, και πάρτε θέση. Να πάρουμε όλοι θέση. Να κοιτάξουμε αυτόν τον άνθρωπο και το όπλο του, και την ευθεία του βολή, και να πάρουμε όλοι θέση.

Ε, και αν κερδίσετε εσείς, χαλάλι – μπορείτε να βάψετε μετά κόκκινες τις βιβλιοθήκες με το αίμα μας.

Άλλο ένα σοβαρό πλήγμα στην δημοσιογραφία καταγράφηκε την τελευταία εβδομάδα. Μία ακόμα εξευτελιστική στιγμή, όχι μόνο για την είδηση αυτή καθ’ αυτή, αλλά κυρίως για τον ντροπιαστικό τρόπο που η ίδια η δημοσιογραφία την διαχειρίστηκε καθώς, μόλις σε ελάχιστες ημέρες, έγιναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να εξαφανιστεί, να αλλοιωθεί, να υποβαθμιστεί και στο τέλος να διαψευστεί με τον χειρότερο τρόπο.

Μία γρήγορη βόλτα στα γεγονότα (όχι ιδιαίτερα ήρεμα αυτήν την φορά, και όχι απολύτως αντικειμενικά), και μετά, ως συνήθως, πιάνω την ανάλυση της σκέψης μου:

Την προηγούμενη εβδομάδα, η ΜΚΟ «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» βγάζει την ανάλυσή της για το 2021 στην οποία, μεταξύ άλλων, έχει την κατάταξη των χωρών με βάση την δημοσιογραφική ελευθερία.

Για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και η λίστα Πέτσα, η δικαστική περιπέτεια των Κώστα Βαξεβάνη – Γιάννας Παπαδάκου και η αντιμετώπιση των προστατευόμενων μαρτύρων, η Ελλάδα έπεσε 38 θέσεις, καταλήγοντας στην θέση 108 – στην χαμηλότερη από τότε που ο οργανισμός αυτός κατατάσει χώρες με βάση την ελευθερία που απολαμβάνει η δημοσιογραφία να ασκήσει το έργο της σ’ αυτές.

Το πρώτο δείγμα για το αν αυτή η κατάταξη σ’ αυτήν την λίστα ήταν δικαιολογημένη ή όχι, ήρθε σχετικά νωρίς: Το (όχι απλώς κρατικό αλλά από την πρώτη μέρα στην αποκλειστική διαχείριση του Μαξίμου) ΑΠΕ αναμεταδίδει την είδηση … ξεχνωντας όμως να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην Ελλάδα, και περιορίζεται στις πτώσεις άλλων χωρών. Έτσι, αν δεν υπήρχαν αληθινοί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, το γεγονός ότι κατεβήκαμε 38 θέσεις, δεν θα το μαθαίναμε ποτέ.

Όταν η βολική αβλεψία του ΑΠΕ αποκαλύπτεται, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου φροντίζει να υποβαθμίσει την είδηση, υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Δημοσιογραφικού ως ΜΚΟ και προκατειλημμένου ο οποίος προσβάλλει τον ελληνικό τύπο:

Φτάνει δε στο σημείο να αποστείλει επιστολή όπου, μεταξύ άλλων, ζητά από τον οργανισμό να της αναφέρει αν στην απόφαση της κατάταξης πήρε συνεντεύξεις από διωκόμενους δημοσιογράφους (υπονοώντας τον Βαξεβάνη και την Παπαδάκου) (λες και η ελευθερία του τύπου μίας χώρας πρέπει να ορίζεται μόνο από τους δημοσιογράφους που δεν διώκει η δικαιοσύνη του ίδιου του κράτους που ελέγχεται. Τέλος πάντων).

Η υποβάθμιση του ρόλου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα εξαπλώνεται στον φιλοκυβερνητικό τύπο μέχρι που ο γενικός γραμματέας της βουλής (και στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη) επιχειρεί να αποδομήσει και την έκθεση αυτή καθ’ αυτή: Σε μία σύγκριση με την αναφορά του Συμβουλίου της Ευρώπης ισχυρίζεται πως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα παραπλανούν τον κόσμο, και η Ελλάδα στην πραγματικότητα “βρίσκεται κάπου στην μέση” χρησιμοποιώντας έναν χάρτη ως απόδειξη.

Τον ισχυρισμό αυτόν, για άλλη μία φορά, τον αναπαράγει άκριτα ο φιλοκυβερνητικός τύπος, ( Capital, Παραπολιτικά, TheTOC, Πρώτο Θέμα, ΣΚΑΙ μεταξύ άλλων) με ενδεικτικό το άρθρο από το iefimerida, που παραθέτει περισσότερα στοιχεία από το (αρχικό, μάλλον) tweet του γεν. γραμματέα της Βουλής Γιώργου Μυλωνάκη.

Όμως, για άλλη μία φορά επίσης, σύμφωνα με την ανάλυση του Αντώνη Γαλανόπουλου που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο parallaximag όλα αυτά έχουν ένα ψέμα. Εκτός όλων των άλλων (διαβάστε το άρθρο, είναι αποκαλυπτικότατο) ακόμα και ο χάρτης είναι παραλλαγμένος: έχει αφαιρεθεί ο τίτλος του που διευκρινίζει πως αναφέρεται στις ψηφιακές δεξιότητες των κατοίκων, και επ’ ουδενί στην δημοσιογραφική ελευθερία.

Αντιθέτως, οι χάρτες που μιλούν για δημοσιογραφικές ελευθερίες, μας κατατάσσουν στην χειρότερη θέση.

Στο τελευταίο (αλλά το πιο εντυπωσιακό κατά την γνώμη μου) κεφάλαιο αυτής της γενικά απίστευτα θλιβερής ιστορίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέρχεται με μία ανακοίνωση-έκπληξη, στην οποία κατηγορεί τον Σύριζα ότι λέει ψέματα καθώς … ο χάρτης μιλάει στην πραγματικότητα για ψηφιακές δεξιότητες!

(Για να σας το κάνω λιανά, γιατί ο παραλογισμός συχνά είναι δύσκολο να γίνει απολύτως κατανοητός, είναι σαν να βγαίνει μία έκθεση ότι η θάλασσα είναι γαλάζια, κάποιος να διατείνεται πως είναι κόκκινη, να διαψεύδεται με στοιχεία ότι η θάλασσα φυσικά δεν είναι κόκκινη όπως ισχυρίζεται αυτός ο κάποιος, και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να λέει ψεύτη τον Σύριζα(!) καθως η θάλασσα είναι στην πραγματικότητα ξεκάθαρα… γαλάζια)

Το παραθέτω για να το πιστέψετε – γιατί εγώ δεν το πίστευα:

Αυτόν, δηλαδή, τον ίδιο χάρτη, που έχουν βάλει ΟΛΑ τα συμπολιτευτικά μέσα – ε, αυτός δεν έχει σχέση με την ελευθερία του τύπου. Το λέει ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Και αυτοσυγχαίρεται. Και το αναπαράγουν, άκριτα, ΤΑ ΙΔΙΑ ΜΕΣΑ που φιλοξενούν την είδηση με τον αλλοιωμένο χάρτη. Μόνο και μόνο επειδή το είπε η κυβέρνηση.

Αυτά έγιναν (ως τώρα), και σ’ αυτά βασίζω και το σκεπτικό μου για την δημοσιογραφία στην Ελλάδα.

~

Παιδιά, κουράστηκα. Αλήθεια σας λέω, κουράστηκα πολύ.

Παρότι ασχολούμαι με την δημοσιογραφία στην Ελλάδα όσο περισσότερο μπορώ, από κάποια πράγματα προσπαθώ να απέχω. Πχ, η τελευταία αναφορά μου στους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα ήταν εδώ όπου προσπαθούσα να αναδείξω πως, ενώ αρκετά ΜΜΕ στην Ελλάδα έχουν φάκελο για τις ανακοινώσεις τους, τα περισσότερα από αυτά (πλην των αξιοπρεπών, δηλαδή) αγνόησαν τελείως κάθε διαμαρτυρία για την δικαστική επιθεση που δέχονται δύο καταξιωμένοι έλληνες συνάδελφοί τους.

Αντίστοιχα, μπορεί να έχω αναφέρει τις τρεις πρόσφατες δολοφονίες της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα (την οικονομική, την φυσική, και την επαγγελματική – καθώς και τους λόγους που φοβάμαι πως συμβαίνουν αυτά) αλλά επέλεξα να μην γράψω ειδικό άρθρο στην πτώση της κατάταξης της Ελλάδας (παρ ότι γίνεται για τους ίδιους λόγους) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Η διαχείριση της είδησης αυτής καθ’ αυτής της κατάταξης όμως από την δημοσιογραφία στην Ελλάδα, αποδεικνύει πως η κατάταξη (και σ’ αυτό θα πρέπει να συμφωνήσω μετά λύπης μου με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο) είναι πασιφανώς λανθασμένη:

Δεν αξίζουμε την θέση 108, και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με όσα συμβαίνουν αυτήν την στιγμή.

Πρώτον, το ΑΠΕ αγνοεί την είδηση. Δεν του διαφεύγει, την διαβάζει, αλλά παραπλανεί το κοινό όλων όσων το εμπιστεύονται και δεν αναφέρει την Ελλάδα.

Δεύτερον ο καθ’ ύλην αρμόδιος κυβερνητικός εκπρόσωπος αντί να αντιμετωπίσει σοβαρά την είδηση, διαβάλλει την αξιοπιστία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Τρίτον η ΕΣΗΕΑ, (που, για να μην γελιόμαστε, δεν έχει αλλάξει διοίκηση όσο πέφτουμε στην κατάταξη, η ίδια είναι) δεν παραιτείται. Διάβολε, τι να παραιτηθεί, δεν βγάζει καν μία αξιοπρεπή ανακοίνωση για το κορυφαίο αυτό θέμα.

Τέταρτον, ο φιλοκυβερνητικός τύπος ενστερνίζεται απολύτως την στάση της κυβέρνησης για την αξιοπιστία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Πέμπτον, ο φιλοκυβερνητικός τύπος ΨΕΥΔΕΤΑΙ, προσέξτε, ΨΕΥΔΕΤΑΙ, βγάζοντας έναν ΨΕΥΤΙΚΟ χάρτη, που δεν λέει καθόλου αυτό που ισχυρίζονται οι δημοσιογράφοι ότι λέει. Προσέξτε, ΨΕΥΔΕΤΑΙ.

Έκτον, κανένα ΜΜΕ (μην τα ξαναλέω, πλην των αληθινών δημοσιογράφων) όταν αποκαλύπτεται πως η είδηση βασίζεται σε ΨΕΥΤΙΚΟΥΣ, ΨΕΥΔΕΙΣ χάρτες, δεν το αναφέρει. Κανένα.

Έβδομον, ακόμα και τα site που έγραψαν την είδηση, δεν αφαιρούν το ΨΕΥΔΕΣ περιεχόμενό τους. Ειναι ΨΕΥΔΕΣ, παραπλανητικό, ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΑΦΑΙΡΟΥΝ. Υπάρχει, ακόμα εκεί, αυτούσιο, για να συνεχίσουν να το διαβάζουν όσοι τους πιστεύουν.

Όγδοον, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πουλάει τρέλα, εκθέτοντας στην ουσία αυτούς που τον στηρίζουν με αυτό το κατάφορο ψέμα, επιτιθέμενος στην αντιπολίτευση.

Το ξαναλέω, δεν μας αξίζει η θέση 108. Είμαστε για πολύ, πολύ πιο κάτω.

Προφανώς, όπως και στην πρόσφατη υπόθεση των παρακολουθήσεων, δεν μιλάμε πια για “ανθρώπινο λάθος”. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε οι “δημοσιογράφοι” στην Ελλάδα (αλήθεια, αξίζουν να τους λέμε δημοσιογράφους;) δεν έκαναν “λάθος” στην διαχείριση της είδησης. Διέβαλαν, είπαν ψέματα, και φρόντισαν να αναπαραχθούν τα ψέματα και μόνο αυτά σε μία ιδιότυπη (αλλά απολύτως συνηθισμένη πια) δημοσιογραφική Ομερτά στην Ελλάδα.

Αν δεν υπάρχει λάθος όμως, υπάρχει σχέδιο. Και ο σκοπός αυτού του σχεδίου, δεν μπορεί να είναι άλλος από την παραπλάνηση των πολιτών της χώρας. Και ο μόνος λόγος που θέλει κάποιος οι πολίτες μιας χώρας να τρέφονται με ψεύτικες ειδήσεις και ο μόνος λόγος που θα ήθελε κάποιος να μην δημοσιεύεται κάτι που είναι πιθανό να αποκαλύψει την ίδια την ομερτά τους και να μην ενοχλήσει την συμπαθή τους κυβέρνηση, είναι να ελέγξει το πολίτευμα.

Προσέξτε τι λέω: Δεν υπάρχει λάθος εδώ. Υπάρχει σχέδιο. Μία ολόκληρη πλεκτάνη απο ψέματα και βρώμικες, ανοίκειες συκοφαντίες για να μην αποκαλυφθεί ο δημοσιογραφικός οχετός που κυβερνά την ενημέρωσή μας.

Κουράστηκα. Αλήθεια σας λέω, κουράστηκα πολύ.

Δείτε ποιοι δημοσιογράφοι μιλούν, ποιοι αντιδρούν, δείτε ποιοι δημοσιογράφοι τουλάχιστον ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ λίγο για την κατάστασή μας, και στηρίξτε τους όσο περισσότερο μπορείτε, με όσους περισσότερους τρόπους μπορείτε.

Είμαστε εδώ και καιρό σε πόλεμο.

Και δεν χάνει μόνο η αλήθεια. Χάνει η ίδια η δημοκρατία.

Υ.Γ.: Διαβάστε και αυτήν την αξιόλογη και πληρέστατη ανάλυση – παρότι ομοιάζει πολύ με την δική μου (λογικό γιατί η επικαιρότητα είναι η ίδια, αλλά δεν είχα το άρθρο υπόψη μου πριν γράψω το δικό μου άρθρο) έχει πολύ περισσότερα στοιχεία και είναι τουλάχιστον εξίσου, αν όχι καλύτερα, τεκμηριωμένη από το παρόν άρθρο.

Ένα αδιανόητο κουβάρι ξετυλίγεται αυτές τις ημέρες, εκείνο όπου δημοσιογράφοι καταγγέλουν ότι παρακολουθούνται – και η κυβέρνηση μοιάζει να έχει όχι μόνο γνώση των παρακολουθήσεων αυτών, αλλά, ακόμα χειρότερα, να τις έχει παραγγείλει κιόλας.

Πάμε πρώτα να δούμε το ρεπορτάζ, και αναπτύσσω μετά τον προβληματισμό μου. Είναι μεγάλο, κάντε υπομονή.

Για μένα (μπορεί να υπάρχουν και άλλα γεγονότα, που αγνοώ ή αμελώ αυτήν την στιγμή να αναφέρω) με την ανησυχία (και μετά την επιβεβαίωση) του Σταύρου Μαλιχούδη, ότι αυτός, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στο ρεπορταζ της ΕφΣυν για τις παρακολουθήσεις πολιτών και δημοσιογράφων.

Ο Σταύρος Μαλιχούδης αρθρογραφεί στο Solomon αλλά και στο αντοίστοιχο δημοσιογραφικό site Reporters United όπου καταγγέλει το περιστατικό εξηγώντας ότι η μόνη λογική(;) απάντηση είναι πως παρακολουθείται για τα ρεπορτάζ του στο μεταναστευτικό/προσφυγικό. Λίγο καιρό μετά, το Solomon προχωρά σε μηνυτήρια αναφορά στον Άρειο Πάγο, ζητώντας διευκρινίσεις για τις ενέργειες της κυβέρνησης.

Οι καταγγελίες για τις παρακολουθήσεις, αφορούν το μακρινό 2020 (οι αποκαλύψεις έγιναν στο τέλος του 2021 και η μηνυτήρια αναφορά στις αρχές του 2022). Την ίδια εποχή, το 2020 δηλαδή, ένα άλλο κουβάρι τυλίγεται ταυτόχρονα, που αφορά αυτήν την φορά τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη.

Ο Κουκάκης έχει κάποια προβλήματα στο κινητό του. Δεν ακούει καθαρά, η σύνδεση διακόπτεται, χάνει κλήσεις. Δεδομένου ότι οι κυβερνητικές παρακολουθήσεις γίνονται πλέον σχεδόν εν κρυπτώ, καθώς αρκεί μία αίτηση προς την εισαγγελέα για να ξεκινήσουν, χωρίς αποδείξεις κάποιας έστω ενοχής, προφανώς ανησυχεί: Οι ανησυχίες του όμως γίνονται βεβαιότητα, όταν μαθαίνει από το δημοσιογραφικό του ρεπορτάζ ότι “κυκλοφορούν” απομαγνητοφωνήσεις – σε συζητήσεις με το παιδί του. Στις 12 Αυγούστου του 2020 ο Θανάσης Κουκάκης κάνει μία επίσημη καταγγελία στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) – ζητώντας να μάθει αν, όντως, παρακολουθείται.

Η ημερομηνία είναι σημαντική, προτείνω να την σημειώσετε, θα αποκτήσει νόημα μετά.

Οπως μαθαίνει περίπου έναν χρόνο μετά ο δημοσιογράφος από την ΑΔΑΕ, “στις 10 Μαρτίου 2021, δηλαδή μετά την επιβεβαίωση των υποκλοπών, η ΑΔΑΕ απευθύνεται στην Εισαγγελέα της ΕΥΠ για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ενημέρωση του δημοσιογράφου σχετικά με την άρση του απορρήτου του” – όπως γράφει το Reporters United

Η ΑΔΑΕ απαντά στον Θ. Κουκάκη επισήμως στα τέλη Ιουλίου πως “ «μετά από τεχνικό έλεγχο που διενήργησε η ΑΔΑΕ […] στα δίκτυα των τηλεπικοινωνιών παρόχων που εξυπηρετούν τις συνδέσεις κινητής και σταθερής τηλεφωνίας σας […] δεν διαπιστώθηκε κάποιο γεγονός που να συνιστά παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών»”. Όχι “δεν γίνονται παρακολουθήσεις – απλώς δεν είναι παράνομες.

Είναι δύσκολο να είναι παράνομες: σχεδόν αμέσως μετά το αίτημα της ΑΔΑΕ στην εισαγγελέα η κυβέρνηση της Ελλάδας στις 31 Μαρτίου του 2021 περνάει κατ’ επειγόντως ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο.

Σύμφωνα με αυτό, “απαγορεύεται πλέον στην ΑΔΑΕ να προχωρήσει στην γνωστοποίηση των παρακολουθήσεων στον πολίτη”. Η ρύθμιση έχει αναδρομική ισχύ και άρα καλύπτει τις υποκλοπές Κουκάκη. Ήτοι, η ΑΔΑΕ δεν έχει πια τον έλεγχο της ΕΥΠ. Η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί όποιον νομίζει, και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

…Πιο σωστά, όχι σε κανέναν: δίνει λογαριασμό σε δύο άτομα: στην εισαγγελέα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών που στεγάζεται στο κτίριο της ΕΥΠ στην Κατεχάκη (η οποία δεν απαιτείται να καταθέσει ουσιαστικά στοιχεία για το αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για την παρακολούθηση), και στον πολιτικό της προϊστάμενο, τον ίδιο τον πρωθυπουργό που ανέλαβε, τρεις μόλις μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας του, τον αποκλειστικό έλεγχο της ΕΥΠ.

Το ρεπορτάζ του Reporters United αποκαλύπτει πως η ΕΥΠ όντως ζήτησε την παρακολούθηση του Θανάση Κουκάκη. Χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις την 1η Ιουνίου κατέθεσε αίτημα παρακολουθήσεως του κινητού του στην Cosmote έως την 1η Αυγούστου – ημερομηνία που πήρε παράταση, ως την 1η Οκτώβρη.

Θυμάστε την ημερομηνία που σας ζήτησα να κρατήσετε; Ήταν η 12η Αυγούστου του 2020, όταν ο Θανάσης Κουκάκης καταθέτει επίσημο αίτημα στην ΑΔΑΕ για να μάθει αν παρακολουθείται. Είναι η ίδια ημερομηνία που, εκτάκτως, και μετά την παράταση που ζητήθηκε έναν μήνα πριν, η ΕΥΠ ξαφνικά ζητά την παύση της άρσης του απορρήτου.Θα μιλούσε κανείς για σύμπτωση – αν δεν παρακολουθούσαν το κινητό του, και, όχι μόνο ήξεραν πολύ καλά τις κινήσεις του, αλλά ΦΟΒΗΘΗΚΑΝ κιόλας από αυτές.

Φόβοι που είχαν νόημα – μέχρι που η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός δηλαδή που έχει την ευθύνη για τον έλεγχο της ΕΥΠ, κάλυψε τις ενέργειές της, ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ, με έναν νόμο που έκανε ακόμα και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ να εκφράσει την αντίθεσή του.

Ελπίζω να κάνατε κουράγιο μέχρι εδώ, και να τα εξήγησα απλά. Δυστυχώς, για όλους μας, για την κοινωνία μας, την δημοσιογραφία, τον ίδιο τον Θανάση Κουκάκη, οφείλω να συνεχίσω – δεν σταματά εδώ η υπόθεση.

Βλέπετε, λίγο μετά, το ίδιο καλοκαίρι του 2021 ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης ελέγχει έναν σύνδεσμο που του έστειλε ανώνυμα κάποιος. Αυτός ο σύνδεσμος όμως, δεν είναι αθώος: επισκεπτόμενος τον ψεύτικο δικτυακό τόπο (κατασκευάστηκαν περίπου 310 πλαστές ιστοσελίδες, εξ αυτών οι 42 φαίνεται να στήθηκαν αποκλειστικά για να παραπλανήσουν ενδεχόμενους στόχους εντός Ελλάδας), ο Κουκάκης “κολλάει” ένα πρόγραμμα στο κινητό του που ονομάζεται Predator – ένα πρόγραμμα που επιτρέπει την πλήρη παρακολούθησή του.

Tο Inside Story κάνει εκτενές ρεπορταζ στο πρόγραμμα αυτό (αναζητώ το ξεκλείδωτο αρχείο, αν δεν είστε ήδη συνδρομητές στο Inside Story – update, το Inside Story προσφέρει εδώ το ξεκλείδωτο άρθρο και τους ευχαριστώ) και ο Θανάσης Κουκάκης αναγνωρίζει πρόσωπα που τον είχαν απασχολήσει δημοσιογραφικά και στέλνει το κινητό του για έλεγχο.

Έτσι, μαθαίνει πως μόλις δύο μήνες μετά την παύση της παρακολούθησής του από την ΕΥΠ, ξαναγίνεται στόχος πλήρους παρακολούθησης

Το πιο σημαντικό στοιχείο, το αφήνω για το τέλος: Όπως γράφει το Inside story “σύμφωνα με πληροφορίες του inside story πάντως, η Intellexa, που έχει έδρα στην Ελλάδα, πρέπει να ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση για τα συμβόλαια που συνάπτει για την πώληση λογισμικού υποκλοπών στους πελάτες της, που βρίσκονται σε διάφορες χώρες του κόσμου. Άρα το ελληνικό κράτος γνωρίζει εκείνον που έδωσε την εντολή να παρακολουθείται το τηλέφωνο του Κουκάκη.”

Αυτά έχω αποκομίσει από το ρεπορτάζ. Τίποτα από αυτά δεν είναι δική μου πληροφορία, υπεύθυνες είναι οι πηγές που παραθέτω, όπως ακριβώς κάνω κάθε φορά που προσπαθώ να εξηγήσω μία κατάσταση – και την σκέψη που προκύπτει από αυτήν.

Πάμε τώρα στο δεύτερο κομμάτι: Τι οφείλουμε να σκεφτούμε για όλα αυτά.

~

Έναν χρόνο πριν, ο δημοσιογράφος και εκδότης Κώστας Βαξεβάνης, καταγγέλλει πως γνωρίζει, μέσα από πηγές που τον πλησίασαν, πως αποτελεί στόχο δολοφονίας. Η δικαιοσύνη κινήθηκε μάλλον αργά, χωρίς να συνδέσει τις τελείες που μοιάζουν ξεκάθαρα συνδεδεμένες (όπως η επίθεση σε αστυνομικούς δύο ατόμων που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα κοντά στο σπίτι του δημοσιογράφου).

Αυτή, ήταν μία φυσική δολοφονία – άλλωστε, στην περίπτωση του Καραϊβάζ, για να μην αναφέρω πριν τους Μαυρίκο, που πέθανε γιατί κάηκε το αμάξι του, Χίου που πυροβολήθηκε στο πρόσωπο, και Σωκράτη Γκιόλια που δολοφονήθηκε μπροστά στο σπίτι του, είναι σαφές ότι η δολοφονία ενός δημοσιογράφου δεν είναι πια ανήκουστη ενέργεια.

Όμως, έχουμε και το παράδειγμα των οικονομικών δολοφονιών: Η λίστα Πέτσα, μία εξαιρετικά δύσοσμη διαδικασία δεν ήταν η μόνη που έδειξε ότι το χρήμα κατευθύνεται μόνο σε φίλια μέσα – αφήνοντας κάποιους, εκλεκτικά, να “πεινάσουν”: Μήνες πριν, πάλι ο Βαξεβάνης έκανε επώνυμη καταγγελία ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός επηρεάζει ιδιώτες επιχειρηματίες να μην διαφημιστούν στο Documento, ιδιοκτησίας του, προσπαθώντας να προκαλέσει οικονομική ασφυξία. Μια καταγγελία που δεν έχει καν ερευνηθεί, παρότι κατά την γνώμη μου παραμένει εξαιρετικά σοβαρή.

Φυσικές δολοφονίες δημοσιογράφων, και οικονομικές δολοφονίες δημοσιογράφων.

Η τρίτη κατηγορία αποκαλύπτεται σήμερα: είναι οι επαγγελματικές δολοφονίες δημοσιογράφων.

Βλέπετε, κάθε φορά που η κυβέρνηση παρακολουθεί έναν δημοσιογράφο, δεν παρακολουθεί μόνον αυτόν: παρακολουθεί και όποιον μιλάει μαζί του. Με τον τρόπο αυτόν, ηθελημένα ή μη, διαλύει πλήρως το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο ενός δημοσιογράφου, την εχεμύθεια και την ασφάλεια της πηγής του. Όταν και αν χρειαστεί να το κάνει, οφείλει να αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε λόγους, ότι οι λόγοι αυτοί ήταν βάσιμοι, και ότι η παρακολούθηση αυτή έφερε απτά, παρουσιάσιμα αποτελέσματα. Αλλιώς, η ζημιά που προκαλείται σε έναν (έντιμο) δημοσιογράφο είναι μη αναστρέψιμη, καθώς η δημοσιογραφική του ηθική, είναι, στην ουσία, το βασικότερο εργαλείο της δουλειάς του.

Σημαντικό παράδειγμα, (για άλλη μία φορά) ο Κώστας Βαξεβάνης που προστάτεψε την πηγή του για χρόνια (με εξαιρετικά σημαντικό προσωπικό κόστος) – μέχρι που η ίδια η πηγή του δημιούργησε τις συνθήκες για να οδηγηθεί ο ίδιος κατηγορούμενος, και στην ουσία απέσυρε το δημοσιογραφικο του απόρρητο.

Θυμίζω τις έντονες, εντονότατες προσπάθειες (που δεν έχουν σταματήσει ακόμα) αυτής της κυβέρνησης σε κάθε επίπεδο, ακόμα και κατηγορουμένων(!) κυβερνητικών στελεχών της υπόθεσης Novartis να απειλεί πως θα “βγάλει τις μάσκες από τους προστατευόμενους μάρτυρες” συνθλίβοντας ένα πολυτιμότατο μέσο που έχουμε για να ανακαλύπτουμε την αλήθεια όταν αυτή κρύβεται πίσω από τον φόβο και τον κίνδυνο που προκαλούν οι ένοχοι.

Μετά την οικονομική και την φυσική δολοφονία συναδέλφων τους, ο Θανάσης Κουκάκης και ο Σταύρος Μαλιχούδης δολοφονήθηκαν επαγγελματικά.

Εφόσον το κράτος όχι μόνο δεν μπορεί να τους προστατέψει (όπως οφείλει να κάνει για κάθε πολίτη) το απόρρητο των επικοινωνιών του, αλλά επιπλέον το ίδιο, χωρίς καμία απολύτως λογικοφανή δικαιολογία, το καταστρατηγεί, οι δύο δημοσιογράφοι είναι απολύτως έκθετοι – χωρίς να έχουν καμία ευθύνη γι’ αυτό, χωρίς να έχουν κάνει κανένα λάθος (εκτός από το να αναζητούν την αλήθεια) – απέναντι στις προηγούμενες αλλά και στις μελλοντικές πηγές τους.

Αντιλαμβάνεστε πόσο σκληρό είναι αυτό για την δημοσιογραφία; Αν επιτεθείς σε έναν δημοσιογράφο οικονομικά, το μήνυμα είναι πως “αν πας κόντρα στα σχέδιά μας, αν αποκαλύψεις την αλήθεια, θα σε καταστρέψουμε”. Είναι ένα μήνυμα προς τον ίδιο, να φοβηθεί εκείνος. Αν δεν υποκύψει, και τον σκοτώσεις το μήνυμα είναι στους υπόλοιπους δημοσιογράφους που θα σκεφτούν την ενημέρωση του κοινού τους: “Αν δεν κάνετε πίσω, θα έχετε την τύχη του”. Είναι ένα μήνυμα όχι πια προς τον ίδιο, έχει πεθάνει, μα προς τους συναδέλφους του.

Αν όμως παρακολουθείς έναν δημοσιογράφο, αν λυσσάς να βγάλεις “τις κουκούλες” από προστατευόμενους μάρτυρες, τότε το μήνυμα δεν είναι πια προς τους δημοσιογράφους, αλλά προς όλους εμάς:

“Αν μιλήσεις, ακόμα και στον πιο έντιμο δημοσιογράφο, αν αποκαλύψεις την αλήθεια, εμείς θα το μάθουμε. Θα αλλαξουμε νόμους, για να προστατευτούμε. Θα προστατέψουμε τους φίλους μας. Δεν σε σώζει τίποτα.”

Αυτή η πράξη, σκοτώνει πλέον την δημοσιογραφία, όχι πια μόνο τους δημοσιογράφους. Η επίθεση αυτή τους εξισώνει ως επικίνδυνους, κάνοντας την προσωπική τους ηθική (πλασμένη με ασύλληπτο προσωπικό κόστος, κάθε φορά) απολύτως άνευ σημασίας.

Όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, ο δημοσιογραφικός κλάδος παρακολουθεί κατά γενική ομολογία σιωπηρά τις εξελίξεις. Η ησυχία τους είναι ενοχλητικά εκωφαντική, για όποιον έχει τα αυτιά να ακούσει.

Η παρακολούθηση των δημοσιογράφων, όπως και η επίθεση στους μάρτυρες, δημιουργεί ένα καθεστώς φόβου στους πολίτες πλέον.

Η τρίτη δολοφονία, είναι ένα μήνυμα για εμάς. Ο εχθρός είμαστε εμείς.

Το θύμα της τρίτης μορφής δημοσιογραφικής δολοφονίας, είμαστε εμείς.

Πριν από καιρό, στην Κρήτη αν δεν απατώμαι, στους σεισμούς, τηλεοπτικό κανάλι έπαιρνε συνέντευξη από μία κυρία που εξέφραζε την αγωνία και την αγανάκτησή της γιατί το κράτος δεν είχε φροντίσει να τους περιθάλψει ως όφειλε. «Τι είμαστε εμείς» έλεγε η συνεντευξιαζόμενη, «λαθρομετανάστες είμαστε;»

Ομολογώ ότι μου άφησε ένα σημάδι όλο αυτό. Μία σκέψη, που λίγο-λίγο μεγάλωνε, έπιανε έναν χώρο υπαρκτό, ήταν κάτι ανάμεσα σε μία θλίψη και μία αποκάλυψη, μία σύνδεση που έπρεπε να γίνει, και, κυρίως, έπρεπε να ειπωθεί.

Τι είμαστε εμείς, λαθρομετανάστες είμαστε

Είχα δουλειές, τρεξίματα, έμεινε πίσω όλο αυτό. Γράφω σαφώς σπανιότερα πια, άλλη φορά θα αναλύσουμε γιατί, και έτσι δεν μου τριβέλιζε το μυαλό τόσο, όσο να γραφτεί κείμενο αποκλειστικά γι’ αυτό. Πριν λίγο καιρό όμως όμως, μία άλλη τηλεοπτική παρουσία, ξύπνησε αυτήν την ξεχασμένη διαδικασία και την ταξίδεψε τα τέσσερα-πέντε μέτρα που χρειαζόταν για να γίνει από σκέψη, γραπτό κείμενο:

Η Ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ, πήρε τον λόγο στην κοινή συνέντευξη τύπου για την επίσκεψη του Ολλανδού πρωθυπουργού και ρώτησε (και τους δύο, αλλα κυρίως) τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τα pushbacks, τις επαναπροωθήσεις που κάνει η Ελλάδα των μεταναστών στην Τουρκία. Το ύφος της ήταν δεικτικό, το «γιατί ψεύδεστε» προς τον πρωθυπουργό άναψε τα αίματα, και, ο,τι ακολούθησε μετά από αυτό, είναι καταγεγραμμένο.

Καταγεγραμμένη όμως, είναι και η αντίδραση μετά το συμβάν. Όσοι θεωρούν πως η Ελλάδα συμμετέχει σ’ αυτήν την (εξόχως παράνομη) διαδικασία και το αποκρύπτει, όσοι θεωρούν πως η δημοσιογραφία σκεπάζει με προσοχή κάθε αντίστοιχη αναφορά – βρήκαν την ηρωίδα τους. Όσοι, από την άλλη πλευρά, υπερασπίζονται την κυβέρνηση, θεώρησαν την ενέργεια της δημοσιογράφου από άστοχη έως επιθετική, και εστίασαν εκεί.

Ταυτόχρονα όμως σχεδόν, η ειδησεογραφία ασχολήθηκε και με μία ακόμα είδηση – την πολύ προβληματική, εξόχως επικίνδυνη έλλειψη φροντίδας στα νοσοκομεία, είτε Covid είτε απλών περιστατικών που, παρά την σοβαρή υγειονομικά κατάσταση της χώρας, από ότι φαίνεται, αφήνει τον κόσμο να αναρρώνει(;) σε ράντζα.

Pushbacks, εμείς που δεν είμαστε λαθρομετανάστες, και ράντζα. 

Υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτήν την σύνδεση – μία προτροπή. Πρόθεσή μου δεν είναι να μαλώσω κανέναν (όχι, ούτε την κυρία που διαμαρτύρεται) αλλά περισσότερο να εξηγήσω ένα γεγονός, να φωτίσω κάτι που σε μένα φαίνεται απολύτως λογικό, σχεδόν αδιανόητα ξεκάθαρο:

Το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Είναι, -αναρωτιέμαι φωναχτά τώρα- είναι ποτέ δυνατόν μία κυβέρνηση που κάνει pushbacks, ή που φυλακίζει ανθρώπους για χρόνια που δεν έκαναν τίποτα κακό σε άθλιες, απαράδεκτες συνθήκες, είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να έχει ανθρώπινο πρόσωπο αλλού;

Είναι ποτέ δυνατόν, όταν η δημοσιογραφία και οι πολίτες, είτε αποδέχονται, είτε επιδοκιμάζουν, είτε απλώς αδιαφορούν σε όλα αυτά, είναι ποτέ δυνατόν να περιμένουν όντως διαφορετική αντιμετώπιση στην δική τους ανάγκη;

Αλήθεια;

Όταν φέρεσαι ρατσιστικά ως κυβέρνηση, όταν ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε «αδιάφορο αν θα πεθάνουν» και «πολύ σημαντικούς», το κάνεις κόβοντας ένα νήμα, αυτό που σε συνδέει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με την ανθρωπιά – και το κόβεις δια παντός. Είναι αδύνατον να το ξαναβρείς. Δεν γίνεται. Σαν το κορδόνι του παραμυθιού, αν κοπεί, δεν θα βρεις ποτέ ξανά το σπίτι σου. Οι άνθρωποι μπήκαν στο ζύγι. Όποιο κι αν είναι αυτό το ζύγι, «Ξένοι» versus «Ελλήνων», «Μουσουλμάνοι» versus «Χριστιανών», «Μαύροι» versus «Λευκών», «Παράνομοι» versus «Νόμιμων» – από την στιγμή που βάζεις σε μία ζυγαριά την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, από την στιγμή που την συγκρίνεις, παύει να έχει σταθερή, παγκόσμια αξία, έχει μόνο βάρος.

Και, το κακό με το βάρος, είναι πως είναι μία μονάδα μετρήσιμη. Πάντα, πάντα, ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει κάτι πιο βαρύ. Πάντα. Δεν μετράς πια ανθρώπους, μετράς βάρη. Σήμερα, είσαι τυχερός, είναι οι ξένοι. Αύριο όμως; Όταν τελειώσουν οι ξένοι; Κάποια στιγμή θα έρθει και η δική σου σειρά. Αύριο θα είσαι εσύ.

Και, το ακόμα μεγαλύτερο κακό με αυτήν την διαδικασία, είναι πως επιτρέπεις σε κάποιον να ζυγίζει τι είναι πιο σημαντικό. Του δίνεις εξουσία πάνω στην ζωή και στον θάνατο, στην επιβίωση και την φρίκη, του δίνεις το δικαίωμα να επιλέξει. Και, αυτός που επιλέγει, ως άνθρωπος κι αυτός, για ένα πράγμα μπορείς να είσαι σίγουρος: δεν θα επιλέξει τον εαυτό του.

Ποτέ.

Άκουσες ποτέ σκούρο ρατσιστή να λέει «εμείς οι μαύροι πρέπει να πεθάνουμε»; Όχι, και ούτε θα το ακούσεις ποτέ. Ο ρατσιστής ποτέ δεν θα αντιληφθεί τον εαυτό του ως τον πιο αδύναμο κρίκο. Πάντα, πάντα πάντα θα θεωρεί πως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιον με τον οποίο θα συγκριθεί.

Χμμμναι, αυτό βγάζει νόημα – αν την σύγκριση την κάνεις εσύ. Αν όμως επιτρέψεις σε κάποιον άλλον να κάνει την σύγκριση, μπορεί σήμερα να σε βρει πιο σημαντικό, μα δεν είναι δεδομένο πως θα το κάνει και αύριο. Του έδωσες την εξουσία να ζυγίζει, άρα ο ίδιος θα είναι πάντα πιο σημαντικός από οτιδήποτε. Και από σένα.

«Δεν είμαστε λαθρομετανάστες, για να μας συμπεριφέρονται έτσι». Μία δήλωση από έναν άνθρωπο που ανακάλυψε πως το ζύγι το έχει άλλος, πως δεν είναι πια ο πιο σημαντικός, πως πάντα θα υπάρχει κάποιος πιο βαρύς, πιο σπουδαίος. Το σχοινί κόπηκε, η ελπίδα να ξαναβρεις το σπίτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εξανεμίστηκε, τώρα είσαι ανυπεράσπιστος στο δάσος με λύκους που τους ακόνισες εσύ τα δόντια τους. Και κάπως έτσι, δεν υπάρχουν λεφτά για καταλύματα και παροχή βοήθειας γιατί πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, δεν περισσεύουν για σένα πια ΜΕΘ, αλλά για κάποιον πιο σημαντικό, δεν αγοράζονται πια ΜΕΘ και προσωπικό, αλλά τα χρήματα πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, κάπως έτσι πεθαίνεις σε ένα ράντζο γιατί κάποιος άλλος σε ζυγισε σκάρτο. Κάπως έτσι είσαι ο Ινδαρές και σε βρίζουν και σένα και τα παιδιά σου οταν σε βαρέσουν, κάπως έτσι είσαι ένας περαστικός στην Νέα Σμύρνη και σου φυτεύουν διαθέσεις προθέσεις και δολοφονικές απόπειρες, κάπως έτσι αναρωτιέσαι γιατί ως πυροσβέστης να σε ψεκάζουν με αύρες και να σου κόβουν δάχτυλα.

Και κάπως έτσι θα ακούσεις ότι είσαι «ρεμάλι», «άχρηστος», «επικίνδυνος», «αδιάφορος», «αχάριστος». Όπως ακριβώς περιέγραψαν την δικαιολογία τους σε σένα όταν σκότωναν άλλους, έτσι ακριβώς θα περιγράψουν τον λόγο που θα δολοφονούν την δική σου ελπίδα, στους υπόλοιπους. Και όσο εσύ τους δικαιολόγησες τότε, ή αδιαφορούσες για την αδικία, τόσο θα τρελαίνεσαι που οι άλλοι θα αποδέχονται την αδικία εις βάρος σου με αντίστοιχες, ψευδέστατες δικαιολογίες. Θα ακούγονται όλα αυτά τόσο γνώριμα, πράγματι. Και θα είναι.

Αυτό το παιχνίδι είναι σκληρό – αλλά οι κανόνες του είναι ξεκάθαροι. Αν όταν κοπεί το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας το επιτρέψεις, αν δεν φωνάξεις, αν δεν ουρλιάξεις όταν συμβεί στον πιο ασήμαντο από σένα, το suid game ξεκίνησε. Στο τέλος θα μείνει ένας, και, σου το υπογράφω, δεν θα είσαι εσύ. 

Τι αξία έχει ένας λαθρομετανάστης; Τι αξία έχει ένας ανώνυμος φυλακισμένος; Τι αξία έχει ένας βρώμικος ζητιάνος; Τι αξία έχει ένας εξορισμένος και βασανισμένος κομμουνιστής, ένας χτυπημένος από την αστυνομία αναρχικός, ένας λοιδωρημένος γκέι, ένα παρατημένο στον δρόμο πρεζόνι, ένας ταλαιπωρημένος φτωχός;

Αυτοί είναι το νήμα της αξιοπρέπειας. Αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι, μπορούν να σε οδηγήσουν στο σπίτι της ανθρωπιάς σου.

Ένας να φύγει, σε έναν να επιτρέψεις να αποφασίσει ποιος αξίζει και ποιος όχι, το νήμα κόπηκε

Τουλάχιστον μην ξαφνιαστείς μετά.

Όπως πάντα, κατ’ αρχάς η είδηση:

Στο Ηράκλειο Κρήτης ξαφνικά χτυπά ένα κύμα σεισμών – δεκάδες κάθε μέρα, με μέγιστο έναν σεισμό 5,8 με 20 περίπου χιλιόμετρα εστιακό βάθος. Η ένταση αλλά και το βάθος καταστρέφουν σπίτια που είναι χτισμένα πολλά χρόνια πριν, ερημώνονται χωριά, τραυματίζονται άνθρωποι, ένας άτυχος άνθρωπος καταπλακώνεται και πεθαίνει. Ο αριθμός των μη κατοικήσιμων σπιτιών πλησιάζει σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις τα χιλία.

Ήδη από τα πρώτα βράδια, οργανώνεται μία προσπάθεια να φιλοξενηθούν οι άνθρωποι χωρίς σπίτια σε σκηνές, που φέρνει (αν δεν κάνω λάθος) ο στρατός. Σκηνές χωρίς πάτωμα, πολύ ευάλωτες στον αέρα και στο κρύο (ευτυχώς ο καιρός ήταν αρχικά καλός) και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια (ζητούσαν, λένε οι καταγγελίες από τους άστεγους να φέρουν δικά τους στρώματα και σεντόνια-κουβέρτες) σύντομα γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση, ειδικά αν χαλάσει ο καιρός.

Έτσι, γίνονται ενέργειες να κοιμηθούν οι άνθρωποι σε κλειστούς χώρους, όπως το κλειστό του μπάσκετ της περιοχής.
Όμως, ζούμε σε περίοδο πανδημίας. Έτσι, αποφασίζεται πως δεν μπορούν να μπουν όλοι οι άνθρωποι στον κλειστό αυτόν χώρο: Η πρόσβαση περιορίζεται μόνο στους εμβολιασμένους που θα κάνουν rapid τεστ. 

«Οι οδηγίες που υπάρχουν αναφέρουν ότι σε ένα κοινό χώρο δεν μπορεί να μπει μεικτός πληθυσμός ακόμα και σε αυτές τις ειδικές συνθήκες. Αυτή τη στιγμή αυτό που έχει ειπωθεί είναι πως στο κλειστό θα είναι αρχικά εμβολιασμένοι με rapid test», αναφέρει μιλώντας στο cretapost ο αντιπεριφερειάρχης δημόσιας υγείας και κοινωνικής πολιτικής, Λάμπρος Βαμβακάς.

Ο μόνος τρόπος για να μπει ένας ενήλικας σε κλειστό, προστατευμένο χώρο, θα είναι να κάνει το μονοδοσιακό εμβόλιο. Αλλιώς, θα πρέπει να περιμένει, μέχρι να οργανωθεί η φιλοξενία σε ξενοδοχεία κλπ, όπου δεν θα υπάρχει πια αυτός ο περιορισμός.

Αυτή είναι η είδηση, αν έχω λάθος, το διορθώνω.

Πάμε τώρα και στην σκέψη μου.

~

Η διαχείριση της πανδημίας, κατ’ εμέ (όπως έχω επαναλάβει και στο παρελθόν) ειδικά από ένα σημείο και μετά, έγινε εγκληματική. Θεωρώ πως, λόγω ακριβώς της αδυναμίας να λύσουμε το πρόβλημα που έχει προκύψει, από το κράτος γίνονται διαρκώς κινήσεις που θα τις έλεγε κανείς υποκριτικές, καθώς, όταν οι βάσεις με τις οποίες αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα είναι επί τούτου λάθος λόγω συγκεκριμένων επιλογών, προφανώς και οι λύσεις που θα προταθούν θα έχουν σοβαρά προβλήματα.

Τι έχουμε εδώ;

Μία επείγουσα κατάσταση, στην οποία το πρωταρχικό μέλημά μας είναι να προστατέψουμε τους πολίτες, καταλήγει σε μία ανεκδιήγητη παρωδία:

Οι άνθρωποι θέλουν στέγη, για να προστατευτούν. Οι εμβολιασμένοι εξ αυτών, μπορούν να καλυφθούν από την βροχή. Οι ανεμβολίαστοι, όχι, θα μείνουν σε απαράδεκτες σκηνές χωρίς πάτωμα. Οι ανεμβολίαστοι που θα κάνουν το εμβόλιο, ναι. Βέβαια, το εμβόλιο χρειάζεται λίγο χρόνο μέχρι να δράσει, πιθανόν περισσότερο από την επείγουσα κάλυψη από την βροχή ή το κρύο, αλλά ας το προσπεράσουμε. Και βέβαια, ένας άνθρωπος για να κάνει ένα εμβόλιο είναι φρόνιμο να έχει συνεννοηθεί με τον γιατρό του, ειδικά αν έχει άλλα προβλήματα – όχι να το κάνει εκβιαστικά για να βρει στέγη αλλά – ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως επίσης ας προσπεράσουμε ότι στους εμβολιασμένους γίνεται rapid test, ένα τεστ που δεν προκρίνεται για τους ανεμβολίαστους συνανθρώπους μας, ίσως γιατί δεν είναι απολύτως ακριβές – αλλά ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως, πχ, είναι καλύτερα να προσπεράσουμε ότι για να ταξιδέψει κανείς με ένα λεωφορείο από και προς τα εκεί, κλεισμένος σε ένα κουτί με άλλους ανθρώπους, μπορεί να το κάνει ακόμα και αν είναι ανεμβολίαστος – αρκεί να έχει κάνει το rapid τεστ – εκείνο που δεν ήταν απολύτως ακριβές, ή ακόμα και ένα self test, που αυτό κι αν δεν είναι ακριβές, αλλά μ’ αυτό αρκεί για να στείλουμε παιδιά στο σχολείο μας. 

Βλέπετε τον παραλογισμό; 

Κάπου εδώ, καλό είναι να μην παρεξηγηθώ: προσωπικά είμαι εμβολιασμένος, είμαι υπέρ του εμβολιασμού, πιστεύω στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα, και ακολουθώ όχι μόνο τις επιταγές της, αλλά και την κοινή λογική: παρότι εμβολιασμένος, συνεχίζω να κάνω τεστ, καθώς είναι σαφές ότι μπορώ και να νοσήσω, και να μεταδώσω τον ιό.

Αυτή όμως η διαχείριση, με βοηθά να εντοπίζω και τους παραλογισμούς όπου τους συναντώ. Πχ, τα προληπτικά τεστ που κάνω για να προστατέψω όχι μόνο εμένα, αλλά και τους γύρω μου τα κάνω με δικά μου έξοδα πια αφού το κράτος αρνείται να με προστατέψει δωρεάν. Πχ μπορώ να μπω σε ένα λεωφορείο για να πάω στην δουλειά μου, μαζί με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν όμως δικαίωμα σε δωρεάν τεστ, ειδικά αν είναι ανεμβολίαστοι – οι οποίοι -σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία-  και νοσούν περισσότερο, αλλά, κυρίως, και κουβαλούν μεγαλύτερο ιικό φορτίο!

Τι νόημα έχει να αφαιρέσω ειδικά από αυτούς τους ανθρώπους που είναι ανεμβολίαστοι την δωρεάν προληπτική εξέταση; Είναι παρανοϊκό, ειδικά αυτοί οι άνθρωποι που είμαστε βέβαιοι πως έχουν μεγαλύτερο ιικο φορτίο και ασθενούν πιο βαριά, εφόσον είναι δικαίωμά τους να μην εμβολιαστούν, πρέπει να έχουν περισσότερα διαθέσιμα εύκολα και δωρεάν τεστ!

«ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΟΥΝ;!» …Πριν θυμώσετε μαζί μου για αυτήν την έκφραση, σκεφτείτε το εξής: υπάρχουν αυτήν την στιγμή, ορισμένες ομάδες υποχρεωτικού εμβολιασμού. Είναι οι ομάδες που το κράτος θεωρεί πως είναι υποχρεωμένοι να εμβολιαστούν, για όποιους λόγους, δεν έχει σημασία αυτήν την στιγμή στην ανάλυση της σκέψης μου. 

Οι υπόλοιποι, έχουμε την ελευθερία να εμβολιαστούμε. Παρέχεται δωρεάν από τον κράτος, γίνεται αυστηρή σύσταση, ναι, με επιχειρήματα (συνήθως, όχι μόνο), ναι αλλά (εκτός από αυτές τις ομάδες) κανείς δεν υποχρεούται να εμβολιαστεί

Αυτή η ελευθερία, είναι, ή θα έπρεπε να είναι, δεδομένη. Όταν δεν είναι, δεν είναι ελευθερία.

Και πάμε στο επόμενο παράδειγμα που θα χρησιμοποιήσω, που μοιάζει κατ’ αρχάς άσχετο – αλλά θα αντιληφθείτε τον συλλογισμό μου:

Η Μπρίτνευ Σπίαρς μόλις κέρδισε μία δίκη. Η δίκη αυτή αφαιρεί από τον πατέρα της τον αποκλειστικό έλεγχο που είχε επάνω της – επειδή (και το εκλαϊκεύω, χάρην της συζήτησης, είναι ασφαλώς πιο περίπλοκο) «δεν είχε σώας τας φρένας». 

Το δικαστήριο δεχόταν ότι η τραγουδίστρια μπορούσε να τραγουδήσει, να βγάλει χρήματα από αυτό – αλλά δεν μπορούσε να διαχειριστεί μόνη της τα κέρδη της δουλειάς της, που θα έμενε και τι θα έκανε. Για όλα αυτά, έπρεπε να πάρει την άδεια του πατέρα της.

Όταν κέρδισε την δίκη, και την ελευθερία της (όχι ακριβώς, είναι πιο περίπλοκο είπαμε, το εκλαϊκεύω) από τα πρώτα πράγματα που έκανε, ήταν να εμφανιστεί «γυμνή» στο instagram…

…Και ακολούθησε ένας χαμός: ο κόσμος αντέδρασε, κυρίως λέγοντάς της «αν θέλεις να κερδίσεις και τις επόμενες δίκες, καλό θα ήταν να μην συμπεριφέρεσαι έτσι». 

«Είσαι ελεύθερη», δηλαδή «αλλά όχι να κάνεις ο,τι θέλεις».

Προφανώς, υπάρχουν νόμοι και κανόνες – δεν μιλάω γι’ αυτούς. Δεν είναι ελεύθερη να σκοτώσει πχ έναν άνθρωπο, θα απολογηθεί, και αν δεν ήταν αποδεδειγμένα δικαιολογημένη, πχ εν αμύνη, θα πάει φυλακή – δεν συζητάμε αυτό.

Δεν είναι όμως παράνομο να εμφανιστεί καποιος γυμνός στο instagram. Είναι μία ελευθερία που την έχουμε όλοι – όλοι, εκτός πχ από την Μπρίτνευ, η οποία αν το κάνει, αποδεικνύει έτσι ότι μάλλον δεν ήταν καλό που της δώσαμε την ελευθερία της.

Και τώρα προφανώς, δεν μιλάμε για την Μπρίτνευ και το αν θα δείξει το κορμί της στα social, και αν κάποιοι θα συμφωνήσουν ή θα διαφωνήσουν μ’ αυτό. Τώρα μιλάμε για ανθρώπους που πρέπει να προστατευτούν, στην σημερινή, ή στην αυριανή μεγάλη καταστροφή, για ανθρώπους που βλέπουν να έχουν άλλα δικαιώματα από τον διπλανό τους, και άλλες υποχρεώσεις.

Όπως πχ μιλάμε για ανθρώπους που βρίσκονται στις φυλακές (είτε των δομών, είτε τις δικές μας) και δεν πάει κανείς να τους εμβολιάσει, ή να τους δώσει αρκετό χώρο να έχουν τις αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους.

Όσο δεν είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, κάθε άνθρωπος που είναι στην ευθύνη αυτής της χώρας, είτε φυλακισμένος, είτε ελεύθερος, είτε εμβολιασμένος, είτε όχι, πρέπει να έχει -αφού έχει την ελευθερία να επιλέξει- τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τον διπλανό του. 

Ελευθερία σημαίνει ελευθερία. Είναι παράλογο πχ να επιλέγουμε τους αποδεδειγμένα πιο ευάλωτους από εμάς και να τους τιμωρούμε στερώντας τους με οικονομικά κριτήρια τον έλεγχο της υγείας τους γιατί έκαναν χρήση της ελευθερίας που οι ίδιοι τους δώσαμε. Αν όλοι οι άνθρωποι (και δεν λέω σωστά ή όχι, είναι τελείως άλλη κουβέντα) έχουν δικαίωμα να είναι ανεμβολίαστοι, τότε έχουν δικαίωμα όλοι να προστατευτούν από την βροχή. Αν τους στερούμε αυτό το δικαίωμα, αν πιστεύουμε ότι δικαιωματικά κάποιοι πρέπει να βραχούν, απολύτως εκδικητικά, τότε αποδεικνύουμε ότι οι σκέψεις ήταν λάθος, οι προτεραιότητές μας επίσης, και πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή να σκεφτόμαστε διαφορετικά.

Άποψή μου, και κρίνομαι γι’ αυτήν.

Όλο λέω «να ένα θέμα να γράψω» και όλο το αφήνω γιατί προκύπτει κάποιο άλλο, και ύστερα άλλο, και στο τέλος μαζεύονται πολλά και αυτή η διαρκής, εξαντλητική, ασταμάτητη ορμή θεμάτων κάθε μέρα (κάθε μέρα, ρε φίλε, μία μέρα ησυχίας δεν έχουμε) με καταπλακώνει και ξεχνάω τα μισά.

Έτυχε να έχω χρόνο, και ετυχε να υπάρχει καλό θέμα σχολιασμού, σχεδόν-όχι-γκρίνιας (ναι, καλά) οπότε ας ξεκινήσω να γράφω την σκέψη μου, και αν βγάλει κανένα νόημα όλο αυτό, θα το ανεβάσω κιόλας.

Έχουμε και λέμε:

Προσωπικά, δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανος για τον Αντετοκούνμπο.

Βέβαια, δεν αισθανόμουν και ιδιαίτερα απογοητευμένος με τον Σχορτσιανίτη, κάποτε, οπότε παραμένω σταθερά ασυγκίνητος στα «Έλληνας θεός», «Πήρε την Ελλάδα στα χέρια του και την σήκωσε στους ουρανούς» κ.α.

Χαίρομαι πάρα πολύ βέβαια που χαίρεται ο κόσμος. Χαίρομαι αγνά, γιατί αυτοί που χαίρονται είδαν πίσω από το χρώμα, ή την καταγωγή, και επέλεξαν να χαρούν με κάποιον που δηλώνει ανοιχτά, και κόντρα σε κάθε γραφειοκρατία ή ρατσισμό, «ένας από αυτούς».

Βέβαια, δεν χάρηκαν όλοι, όχι όλος ο κόσμος, διότι, να με συμπαθάτε κιόλας, αλλά όταν πας σε συγκέντρωση «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ-Αλβανέ» (ή όταν τον υπουργοποιείς στην κυβέρνησή σου) δεν είμαι σίγουρος γιατί τώρα στέλνεις συγχαρητήρια – εκτός και αν ήσουν παιδιόθεν οπαδός των Μπακς, οπότε καταλαβαίνω, κέρδισε η ομάδα σου, δεν φέρνω αντίρρηση. Η ο άλλος θυμήθηκε τον Σαμαρά, λέει, που του έδωσε το διαβατήριο να πάει NBA. Τον Σαμαρά. Τον Σαμαρά που ξέρουμε όλοι. Ε, αυτά είναι γελοία πράγματα, κακώς τα αφήνουμε αχαρακτήριστα, αυτό το θράσος μένει και να μου το θυμηθείτε.

Να σας πω τι τρέχει όμως με μένα; Όταν χιονίζει και όλοι λένε «τέλεια, θα ασπρίσει η Αθήνα» – εγώ σκέφτομαι τους άστεγους. Όταν έρχονται Ολυμπιακοί και οι δρόμοι ομορφαίνουν, εγώ σκέφτομαι τους ναρκομανείς που τους βάζουν σε ένα λεωφορείο και τους παρατάνε αλλού να μην φαίνονται (όποιος έχει καλή μνήμη και θυμάται)

Ετσι και όταν κερδίζει ένας μετανάστης (διπλός κιόλας, από Νιγηρία – Ελλάδα και από Ελλάδα – Αμερική) σκέφτομαι τους μετανάστες που έμειναν πίσω.

Βλέπω τα χρυσά δαχτυλίδια και τις σαμπάνιες της νίκης, και σκέφτομαι τον άνθρωπο που πρόσφατα αυτοκτόνησε γιατί ενώ τον είχαν κλειδωμένο σε ένα απαράδεκτο καμπ θα τον έστελναν με το ζόρι πίσω σε μία πατρίδα που τον μισούσε.

Βλέπω να αγκαλιάζει την οικογένειά του, και σκέφτομαι την γυναίκα που κάηκε με το εγγονάκι της στην σκηνή της, επειδή έκανε κρύο.

Δεν κάνω επίκληση σε κανένα συναίσθημα, ούτε πάω να σας γαμήσω την χαρά, περιμένετε. Λέω εγώ. Εγώ τα σκέφτομαι όλα αυτά. Είναι κατάρα, όχι τιμή.

Το πρόβλημα είναι πως καθώς δεν έχω κάνει αρκετά (τώρα πια, ούτε και στο μπλογκ μου δεν γράφω γι’ αυτά) δεν μπορώ να αισθανθώ υπερήφανος. Μπράβο Γιάννη, αλλά δεν βοήθησα πουθενά.

Δεν ήμουν στο σχολείο σου στα Σεπόλια, όταν πούλαγες CD, δεν σε προστάτεψα από όσα άκουσες, δεν σε προστάτεψα όταν σήκωσες την σημαία, όταν κυκλοφορούσες στους δρόμους, όταν ζήτησες διαβατήριο, όταν – δεν ήμουν εκεί.

Κάποιοι ήταν. Κάποιοι ήταν δίπλα σου, κάποιοι σε πίστεψαν, κάποιοι σε στήριξαν, όχι μόνο γιατί ήσουν δύο μέτρα, αλλά κυρίως επειδή ήσουν ένα παιδί, με μία αδικία τροφοδοτούμενη από το χρώμα σου, το επώνυμό σου, την χώρα καταγωγής σου.

Και αυτοί οι κάποιοι, έχουν δικαίωμα να είναι σιωπηλά, μέσα τους, ή φωναχτά, ουρλιάζοντας, περήφανοι. Και η περηφάνια δεν περισσεύει για τους υπόλοιπους από εμάς, είναι ορισμένη, ότι έκανες στο παρελθόν πληρώνεσαι. Εσύ, σήκωσες βάρη, άκουσες τους προπονητές σου, μάτωσες και στερήθηκες. Αυτοί, πήγαν απέναντι σε ένα απόλυτα υπαρκτό τείχος, με εχθρό αντιλήψεις, το κράτος το ίδιο, τους συνανθρώπους τους, τους γείτονές τους. Για κάθε έναν από αυτούς που μπορεί να άκουσε το «νεγρολάτρη» (κατά το nigga lover) η μάχη ήταν εκεί, διαρκής, η ζωή τους όλη – και ένα κομμάτι υπερηφάνειας το δικαιούνται πια.

Μάχη η δική σου που σ’ εφερε μέχρι εκεί, μάχη και η δική τους.

Και έτσι δεν τολμώ να μοιραστώ την περηφάνια και την χαρά τους. Αν την μοιραστώ, νιώθω ότι θα ξεγελάσω τον κόσμο ότι δώσαμε τον ίδιο δύσκολο αγώνα μ’ αυτούς – και όχι, σε καμία περίπτωση δεν δώσαμε τον ίδιο αγώνα.

Αυτοί να είναι περήφανοι για σένα, που δικαίωσες τις προσδοκίες τους παρά τις δηλητηριώδεις αντιλήψεις των άλλων για το χρώμα και την (αρχική) καταγωγή σου, που έγινες τίμιος και σωστός – και γω απλώς θα χαμογελάω με την χαρά τους.

Θα χαρώ ακόμα περισσότερο αν κάνεις όλη αυτή τη χαρά και την συμπάθεια του κόσμου, δύναμη. Ο αθλητισμός έχει μία τάση να προσπερνά φραγμούς, να ανοίγει τον κόσμο στο διαφορετικό, να ραγίζει λίγο τοξικές αντιλήψεις. Αν πάρεις αυτήν την ευκαιρία, και καταφέρεις να τους πείσεις ότι αυτός που είναι φυλακισμένος τόσο καιρό σε απαράδεκτο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι κι αυτός άνθρωπος, όπως είσαι κι εσύ, ότι μπορεί, αν του δοθούν οι ευκαιρίες, αν του δοθούν τα χέρια και η αγάπη, αν κριθεί δίκαια για αυτό που είναι, μπορεί να γίνει ένας αξιόλογος επιστήμονας, ένας γιατρός, ένας αρχιτέκτονας, ένας πυροσβέστης, σκουπιδιάρης, προγραμματιστής, ζωγράφος, δάσκαλος, τραγουδιστής, οτιδήποτε λαχταρά να γίνει, ένας από εμάς, όχι ένα ανώνυμο πτώμα στα κύματα ή ραμμένα χείλη σε ένα κάμπ – αν πείσεις τους συνανθρώπους μου και μεταφέρεις την αγάπη που απλόχερα σου έδωσαν προς αυτούς τους ανθρώπους.

Αυτό, θα κάνει την ζωή πιο εύκολη δεκάδων ανθρώπων που πασχίζουν να κάνουν την ζωή αυτών των άλλων μεταναστών πιο εύκολη. Γιατροί, δημοσιογράφοι, εθελοντές, οι άνθρωποι που πολεμούν καθημερινά, ανώνυμα, αθόρυβα, σαν κι αυτούς που στάλθηκαν δίπλα σου και σου έδωσαν κι εσένα μία ευκαιρία. Θα τους προσφέρεις μία ελπίδα, στην καθημερινή μάχη που δίνουν με τον εγκατεστημένο ρατσισμό στην χώρα μας. Θα τους δώσεις μία ανάσα.

Ε, τότε θα είμαι και γω περήφανος, γιατί έγραψα αυτό το κείμενο, γιατί έκανα μία προσπάθεια, γιατι προσπάθησα να σπείρω μία ιδέα 🙂

Και θα μοιραστώ και γω λίγο τότε, προσεκτικά και με σεβασμό, την περηφάνεια αυτών που σε προστάτεψαν όταν έπρεπε γιατί πίστεψαν σε σένα σαν άνθρωπο, ως αυτός που ήλπισε σε σένα, όταν μπορούσες 🙂

Εν αναμονή της δικής μου χαράς λοιπόν,
ένας συνονόματος θαυμαστής σου.

Προσωπικά, δεν έχω καταλήξει σε ποια μεριά ανήκω όσο αφορά την οπλοκατοχή. Είμαι αρκετά αφελής, στο να πιστεύω στην προσωπική ελευθερία του καθενός αν θέλει να έχει στην κατοχή του ένα όπλο – και τις ευθύνες που απορρέουν από αυτό. Είμαι αρκετά πραγματιστής, για να αντιληφθώ κοιτώντας τους συνανθρώπους μου (ή και εμένα, εδώ που τα λέμε) ότι αυτό, δεν είναι καθόλου καλή ιδέα τελικά.

Όπως το βλέπω εγώ, με το φτωχό μου το μυαλό, τα όπλα είναι για να αποδίδουν μιας μορφής δικαιοσύνης: Έχω ένα όπλο, σημαίνει ότι θα πυροβολήσω και να σκοτώσω καποιον που μπαίνει στο σπίτι μου προσπαθώντας να με ληστέψει πχ. Αυτο, για κάποιους, θεωρείται νόμιμο και ηθικό – ή ένστασή μου είναι ότι υποκαθιστά τους νόμους και την τάξη της κοινωνίας που ζούμε, και μάλιστα με έναν ανεπίστρεπτο τρόπο: η θανατική ποινή, στο ίδιο παράδειγμα, είναι εξ ορισμού σχεδόν αποδεκτή τιμωρία.

Παρότι φοβάμαι πως αυτό ως συλλογισμός είναι τρομερά επικίνδυνος, από την άλλη, έχω στο μυαλό μου έναν κανόνα, που εδώ βραχυκυκλώνει την σκέψη μου: κανένας δεν είναι ένοχος πριν αποδειχθεί ένοχος. Ήτοι, όπως στο φτωχό μου το μυαλό κανένας ρομά δεν είναι ληστής επειδή είναι ρομά, κανένας αποφυλακισμένος δεν είναι σίγουρο ότι θα επαναλάβει το έγκλημά του επειδή το έκανε μία φορά, έτσι και κανένας που φέρει όπλο δεν θα σκοτώσει επειδή φέρει όπλο – ειδικά αν είναι νόμιμο, και καταχωρημένο.

Είπαμε, είμαι μπερδεμένος, το παραδέχομαι. Όχι απλώς μάλλον έχω, αλλά σίγουρα έχω τρύπες και κενά στους συλλογισμους μου, και είμαι βέβαιος ότι και η μία, και η άλλη πλευρά έχει επιχειρήματα, σοβαρά και αξιόλογα.

Η δολοφονία στα Γλυκά Νερά έχει ξαναξεκινήσει την συζήτηση, όπως γίνεται πάντα σε ένα στυγερό έγκλημα, και από ανθρώπους που περίμεναν μία ευκαιρία για να δικαιωθούν για την άποψή τους περί οπλοκατοχής, ή, και σε όχι μικρότερο βαθμό, από ανθρώπους που θυμωμένοι ονειρεύονται να εκδικηθούν για το θύμα. Ο θυμός δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος σε τέτοια πράγματα, αλλά οι νόμοι βγαίνουν από ψηφοφόρους κατ’ αρχάς, και αυτό σημαίνει οπωσδήποτε κάτι.

Από εμένα λοιπόν, που δεν είμαι απολύτως σίγουρος για την ορθότητα της μίας ή της άλλης πλευράς, έχει γεννηθεί εδώ και καιρό ένα όχι και τόσο αυτονόητο κατά πως φαίνεται ερώτημα: Θέλουμε όντως να έχουν όλοι δικαίωμα να οπλοφορούν;

Το λέω διότι δικαίωμα οπλοφορίας θα έχουν όλοι. Και όλοι, σημαίνει όλοι. Βεβαίως, θα περνάνε εξετάσεις, θα καταγράφονται, θα κοστίζει ασφαλώς η απόκτησή του (κάτι που κάνει λίγο ταξική την οπλοφορία, αλλά αυτό λύνεται, με μία γενναία επιδότηση από το κράτος ώστε ΟΛΟΙ να μπορούν να αποκτήσουν όπλο, όπως έγινε πχ με τα τάμπλετ), και η χρήση του θα επιφέρει τις ανάλογες ευθύνες και συνέπειες, ουδείς διαφωνεί μ’ αυτό – αλλά αν αύριο το πρωι είχαν όλοι δικαίωμα να φέρουν όπλο, όλοι-όλοι, αισθάνομαι ότι θα είχαμε μία πραγματικότητα τελείως διαφορετική.

Το όλοι-όλοι έχει μία σημασία: Αν συμφωνούμε ότι είναι μία διαδικασία δικαιοσύνης και ασφάλειας – είναι σημαντικό να έχουν όλοι δικαίωμα σ’ αυτήν, έτσι δεν είναι; Αλλιώς ούτε δικαιοσύνη θα είναι, ούτε ασφάλεια – οπότε δεν συζητάμε το ίδιο πράγμα, και τότε ουδείς θα μπορεί να είναι υπερ της ελεύθερης οπλοκατοχής.

Βλέπετε όμως, ως κοινωνία, θα έλεγε κανείς ότι ζούμε με ξεκάθαρες σχέσεις δυνατών και αδυνάτων. Για παράδειγμα, ΑΝ όντως πεθαίνουν άνθρωποι εκτός ΜΕΘ γιατί είναι όλες γεμάτες – και δεν θέλουμε να διαθέσουμε λεφτά για να εξοπλίσουμε τις υπάρχουσες άδειες με προσωπικό – αυτό, γεννά, πολλούς θυμωμένους συγγενείς. Ανθρώπους που είδαν τον δικό τους άνθρωπο να πεθαίνει αβοήθητος από την μια, και αισθάνονται οργή βλέποντας την κυβέρνηση να επιχαίρει που «είμαστε όμως καλύτερα από άλλες χώρες», για παράδειγμα. Σίγουρα θέλετε να έχουν όπλο όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Εγώ δεν θα σας αδικήσω, αν το θέλετε, μπορώ και να συνταχτώ, αλλά είστε βέβαιοι;

Ή, ένα άλλο παράδειγμα. Κάποιος μένει προφυλακισμένος για πέντε, έξι, επτά μήνες – για κάτι που δεν έκανε τελικά. Η φυλακή είναι πολύ άσχημο μέρος, η ζωή του -ειδικά αν είναι αδύναμος, ένας κοινός θνητός, που δεν τυγχάνει πολιτικής ή άλλης προστασίας- μπορεί να καταστραφεί. Μένει μέσα φυλακισμένος και διαβάζει καθημερινά τον τύπο να του προσάπτει κατηγορίες που δεν ισχύουν, ότι είναι μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης πχ, ή ότι ταξίδεψε σε διάφορες χώρες – κάτι που τον κάνει καταφανώς ένοχο, σε κάποια ασυνάρτητη λογική. Και μετά, ουπς, αθωώνεται. Φαντάζεστε πόσο οργισμένος θα νιώθει; Θέλετε σίγουρα εκείνη την ώρα να κατέχει, νομίμως, ένα όπλο;

Ή ας πούμε κάποιος που περνά φυλακισμένος σε ένα «καμπ» (όπως συνηθίζουμε να ονομάζουμε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στις μέρες μας) για μήνες, ή και χρόνια – ώσπου εξετάζεται η περίπτωσή του, και τελικά, για φαντάσου, ήταν όντως πρόσφυγας και δικαιούτω προστασία. Φαντάζεστε να έχει ζήσει εκει μέσα τόσο καιρό, οι δίπλα του να πεθαίνουν γιατί δεν έχουν ένα γιατρό, να τρώει σαπισμένα φαγητά, να κοιμάται σε διαφανείς σχεδόν σκηνές, σε λάσπες, χιόνια και ανυπόφορη ζέστη, και μετά να του εξηγήσουν ότι «δεν είχαν αρκετούς πόρους να εξετάσουν την περίπτωσή του σε σωστό χρόνο»; Θα βγει έξω λοιπόν, και δικαιούται ένα όπλο. Το φαντάζεστε;

Ένα άλλο παράδειγμα – κάποιον που συμμετέχει σε μία πορεία. Φανταστείτε τώρα ότι -μία στο εκατομμύριο, δεν λέω ότι συμβαίνουν όντως αυτά- ΜΑΤ και ΔΙΑΣ αρχίζουν και επιτίθονται χωρίς καμία απολύτως αφορμή, οδηγώντας τις μηχανές τους πάνω στο αδύναμο να αντιδράσει πλήθος, χτυπώντας αλύπητα όποιον πέσει στα χέρια τους – ακόμα και με πυροσβεστήρες στο κεφάλι, φορτώνοντάς τους πέτρες ή μολότοφ που δεν τους ανήκουν, ή μπαίνοντας στο σπίτι τους χωρίς ένταλμα. Ότι απειλούν με βιασμούς νεαρές γυναίκες, και βασανίζουν αιχμαλώτους τους στο τμήμα. Φαντάζεστε οι διαδηλωτές να είναι νομίμως οπλισμένοι, και να αισθάνονται πως πρέπει να αμυνθούν; Είστε βέβαιοι πως θέλετε να γίνει έτσι;

Ή να ακούει ο γονιός στις ειδήσεις ότι το παιδί σου κάνει κατάληψη γιατί «δεν θέλει τις μάσκες» – ενώ στην πραγματικότητα κάνει κατάληψη επειδη δεν θέλει να είναι με άλλους εικοσιπέντε μαθητές στην ίδια, κλειστή αίθουσα και η μόνη «ασφάλεια» να είναι ένα πανί τετραπλάσιου μεγέθους απο το κανονικό. Πρέπει να αισθάνεται μεγάλη αδικία για όλο αυτό. Φαντάζεστε εκείνη την ώρα να θυμηθεί ότι έχει όπλο;

Μου έρχεται στο μυαλό και η υπόθεση της Μανωλάδας, ή του Αιγυπτίου που τον βασάνισαν στον φούρνο για να μην τον πληρώσουν. Εργάτες να κοιμούνται σε παραπήγματα, και την ώρα της πληρωμής να τους απειλούν με καραμπίνες – και να τους πυροβολούν. Πολιτικοί που κυβερνούν να φτάνουν στο σημείο να δικαιώνουν τους δράστες, προκαταβάλλοντας την δικαιοσύνη. Και οι εργάτες αυτοί να φέρουν όπλο. Θέλετε σίγουρα να συμβεί αυτό;

Εγώ όπως είπα, δεν έχω ακόμα κατασταλάξει. Ο μόνος λόγος που θα δεχόμουν, θα ήταν η ελευθερία του ανθρώπου να φέρει όπλο αναλαμβάνοντας τις συνέπειες και τις ευθύνες αφού το χρησιμοποιήσει. Αυτό, αυτόματα σημαίνει ότι όλοι θα είχαν δικαίωμα να έχουν όπλο – και επειδή σε μία τέτοια συνθήκη δεν επιτρέπεται να υπάρχουν ταξικές διαφοροποιήσεις, ο σκοπός δεν είναι να εξοπλιστούν (κυριολεκτικά) μόνο οι ισχυροί, όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι: εκτος από τον μέσο πολίτη, που το ονειρεύεται, δικαίωμα θα είχαν και οι φτωχοί, οι πρόσφυγες, οι αδικημένοι – οι πάντες.

Να φέρουν όπλο, και μόνο όταν το χρησιμοποιήσουν να κρίνονται γι’ αυτό και για τις συνθήκες που οδήγησαν, τελικά, στην χρήση τους.

Τι λέτε;

Έχω ξανααναφερθεί στον Κώστα Βαξεβάνη κάποιες φορές – και στην κατάσταση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα ακόμα περισσότερες. Η πιο αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση της οικονομικής δολοφονίας του, όπου ως εκδότης καταγγέλλει πως ο πρωθυπουργός έχει επικοινωνήσει με διαφημιζόμενους για να τους αποτρέψει από το να διαφημιστούν στην εφημερίδα του (εκτός από το να φροντίζει η ίδια η κυβέρνηση να τον ξεχωρίζει από το σύνολο σχεδόν των υπολοίπων ΜΜΕ στην κρατική διαφήμιση) – και το ίδιο σχεδόν σύνολο της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, τηλεοπτικός, έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος, αγνοεί επιδεικτικά μία τόσο σοβαρή καταγγελία.

Μια καταγγελία που θα όφειλε να στείλει κάποιον στην φυλακή – είτε τον πρωθυπουργό, αν όντως συμβαίνουν αυτά που καταγγέλλονται, είτε τον ίδιο, αν ψεύδεται ή δεν μπορεί να υποστηρίξει τις καταγγελίες του.

Εδώ όμως, η δημοσιογραφία κατάφερε, γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, να κατέβει ακόμα ένα (και ίσως όχι μόνο ένα) σκαλί πιο κάτω. Γιατί εδώ δεν μιλάμε για την (ένοχη) σιωπή στην οικονομική δολοφονία του – εδώ μιλάμε για την φυσική του εξόντωση. 

Μιλάμε για την δολοφονία του Κώστα Βαξεβάνη.

~

Ο Κώστας Βαξεβάνης, την Παρασκευή 23 Απριλίου μέσω του δικτυακού του τόπου, ενημέρωσε το κοινό του για μία σειρά από γεγονότα, τα οποία θεωρεί ότι συνδέονται άμεσα – και θέτουν σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα. 

– Στις 6/4 εκδότης, μαζί με έναν δημοσιογράφο του, συνάντησαν και μίλησαν επί μία ώρα με κάποιον, που τον ενημέρωσε πως έχει πληροφορίες ότι κάποιος ΜΦ (κατονομάζεται στο άρθρο) είχε ζητήσει από δολοφόνο να προβεί σε τρία χτυπήματα: ένα (ψεύτικο) χτύπημα στο σπίτι του, και δύο δολοφονίες δημοσιογράφων, ο ένας εκ των οποίων δεν κατονομάζεται («δεν θυμάται» ο πληροφοριοδότης) ενώ ο άλλος ήταν ο ίδιος ο Βαξεβανης.

Ο Βαγγέλης Τριάντης, ο δημοσιογράφος που ήταν μαζί με τον Βαξεβάνη, ατύπως ενημερώνει την Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Αθηνών, Σωτηρία Γεωργακοπούλου. Ταυτόχρονα ενημερώνονται οι δικηγόροι του (δεν αναφέρει πόσοι είναι) και άλλοι δύο δημοσιογράφοι. Συνολικά δηλαδή, την πληροφορία γνωρίζουν ήδη την ημέρα της καταγγελίας ο εκδότης, τρεις δημοσιογράφοι, μία εισαγγελέας (που κατονομάζεται), και οι δικηγόροι  – σύνολο τουλάχιστον έξι άτομα. 

– Τρεις ημέρες μετά, στις 9/4 δολοφονείται ο δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ.

– Στις 16/4 οι αστυνομικοί σταματούν για έλεγχο δύο ανθρώπους που διαφεύγουν πυροβολώντας με καλάσνικοφ προς τους αστυνομικούς.

– Την ίδια ημέρα, 16/4 ο Κώστας Βαξεβάνης καταγγέλλει πως άγνωστος προσπάθησε να μπει στα γραφεία της εφημερίδας Documento.

– Μία ημέρα μετά, στις 17/4, άγνωστος «γαζώνει» το σπίτι του ΜΦ με καλάσνικοφ χωρίς να πετύχει τίποτα άλλο εκτός από το κουβούκλιο και τον τοίχο του σπιτιού του.

– Στις 23/4 ο Βαξεβάνης ενημερώνεται από «σοβαρή πηγή» πως οι δύο ένοπλοι που διέφυγαν του ελέγχου με πυροβολισμούς, ήταν οι ίδιοι που είχαν αναλάβει το συμβόλαιο θανάτου, και ο Κώστας Βαξεβάνης δημοσιεύει την υπόθεση.

Ωραία ως εδώ; Είναι η υπόθεση όπως την παρουσίασε ο Κώστας Βαξεβάνης, χωρίς καμία δική μου παρέμβαση. Πάμε τώρα στο πως βλέπω τα πράγματα.

~

Κατ’ αρχάς, αυτή η ιστορία έχει έξι τουλάχιστον μάρτυρες. Έξι άνθρωποι έμαθαν ότι θα συμβούν πράγματα μέχρι και δέκα ημέρες πριν συμβούν. Ένα εκ των οποίων, ήταν μία δολοφονία. Ένα δεύτερο, μία επίθεση σε ένα σπίτι – ψεύτικη, ή αληθινή-. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να καταθέσουν ότι τα γνώριζαν από την κατάθεση του πληροφοριοδότη πριν γίνουν – και μία εξ αυτών δεν ανήκει στον δημοσιογραφικό κύκλο του Βαξεβάνη, ούτε έχει έμμισθη σχέση μαζί του – αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι εκ θέσεως είναι μία από τις πιο αξιόπιστες μάρτυρες.

Κατα δεύτερον, αυτή η υπόθεση έχει μία δολοφονία δημοσιογράφου. Αν και δεν είναι απολύτως σαφές ότι ο Καραϊβάζ είναι το δεύτερο θύμα καθώς δεν κατονομάζεται, εκ των πραγμάτων, επηρεάζει μία υπόθεση που έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών. Ο δημοσιογραφικός κόσμος έχει (σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας) ασχοληθεί και αναζητήσει πληροφορίες για το θέμα. 

Τρίτον, μία μόνο ενέργεια από αυτές που είχαν εξαρχής αναφερθεί, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί: η δολοφονία του δεύτερου δημοσιογράφου.

Αυτά τα τρία, όταν μαζευτούν δίνουν ένα πολύ εκρηκτικό μίγμα: Ένας δημοσιογράφος, με μάρτυρες, ισχυρίζεται ότι, γνώριζε πως αποτελεί στόχο, πως κάποιος ακόμα (άγνωστος τότε) δημοσιογράφος επίσης αποτελεί στόχο δολοφονικής επίθεσης, και πως συνδέονται τουλάχιστον η δική του απόπειρα δολοφονίας του με «ψεύτικο» χτύπημα. 

Και πως αντιδρά το σύνολο σχεδόν της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα; Αγνοεί σε όλα τα επίπεδα την είδηση.

Όσο και αν ακούγεται απίστευτο, η μόνη αναφορά στις καταγγελίες για συμβόλαιο δολοφονίας συναδέλφου τους που κάνουν έντυπος, ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός και ηλεκτρονικός τύπος, είναι όταν η κυβέρνηση δηλώνει ότι αναλαμβάνει την έρευνα. Εν πολλοίς, έχουν μία δήλωση για μία έρευνα που επίκειται, χωρίς να έχουν αναφερθεί στο συμβάν που ερευνάται – ή έχουν την καταδίκη της ΕΣΗΕΑ, ή την μήνυση του ΜΦ στον εκδότη, χωρίς να έχει αναφερθεί πιο πριν το γιατί μηνύεται!

Θυμίζω: μία υπόθεση που έχει, όχι μόνο μία καταγγελία για απόπειρα δολοφονίας, αλλά δύο συμβάντα ακόμα που μπορούν να συνδέονται, το ένα εκ των οποίων είναι μία εκτελεσμένη δολοφονία δημοσιογράφου!

Το τρίτο μέρος αυτού του άρθρου μου είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα, και θα προσπαθήσω να το γράψω όσο πιο ήρεμα μπορώ.

~

Να σας πω τι συμβαίνει όταν ενενήντα εννέα δημοσιογράφοι παίρνουν λεφτά από κάποιον – και ένας δεν παίρνει; Οι ενενηνταεννέα καταγγέλουν αυτόν που ξεχώρισε τον έναν συνάδελφό τους. Ενημερώνουν τους αναγνώστες τους, αναρωτιόνται για ποιον λόγο τον ξεχώρισε, εξετάζουν τις προθέσεις και τις θέσεις των δύο πλευρών, και, αν χρειαστεί, παίρνουν θέση. 

Να σας πω όμως τι συμβαίνει όταν οι ενενηνταεννιά αποκρύπτουν τελείως την πληροφορία από τους αναγνώστες τους; Εκατό στερούν λεφτά από έναν. Περισσότερα λεφτά γι’ αυτούς, και πλήρης κάλυψη στον ευεργέτη τους.

Τώρα, να σας πω τι γίνεται όταν ενενήντα εννέα δημοσιογράφοι αποκρύπτουν ότι ένας συνάδελφός τους καταγγέλει ότι στο όνομά του υπάρχει, με στοιχεία, ένα συμβόλαιο θανάτου;

Ένας δρόμος, όχι μόνο αυτός της δημοσιογραφίας αλλά και της ανθρωπιάς, είναι να ασχοληθούν με τις καταγγελίες του. Να κρίνουν τα λεγόμενά του. Να ερευνήσουν όσα καταγγέλει. Να τον καταγγείλουν με την σειρά τους αν ψεύδεται, να σταθούν δίπλα του αν τα στοιχεία του έχουν βάση. Όχι επειδή τον συμπαθούν, αλλά είτε γιατί δεν θέλουν να βρεθούν στην θέση του, είτε γιατί δεν θέλουν να σωπάσει η δημοσιογραφία με σφαίρες, είτε γιατί ακουν την ψυχή της δημοσιογραφίας, όπου όλα δημοσιεύονται και όλα κρίνονται – κάνουν το καθήκον τους.

Ο άλλος δρόμος, είναι να μην ενημερώσουν κανέναν. Είτε γιατί πιστεύουν ότι αυτοί δεν θα βρεθούν στην θέση του (αλήθεια, πως το ξέρουν αν δεν ξέρουν ποιος είναι ο θύτης;) είτε γιατί κι αυτοί τον θέλουν νεκρό.

Όταν ενενήντα εννιά δημοσιογράφοι αποκρύπτουν απ’ το κοινό ότι ένας συνάδελφός τους κινδυνεύει από κάποιον, τότε εκατό άνθρωποι θέλουν να τον σκοτώσουν.

Ο Κώστας Βαξεβάνης δημοσιοποίησε την ιστορία του για να σωθεί. Η ενημέρωση του κοινού θα λειτουργούσε, και ελπίζω ειλικρινά πως λειτούργησε όντως, ως ασπίδα. Για να σκοτώσεις κάποιον δεν είναι ανάγκη να σηκώσεις το όπλο – μπορείς απλώς, για λίγο, να θολώσεις τα μάτια των περαστικών, να κάνεις τα στραβά μάτια. 

Να κατεβάσεις την πένα.

Στην ταινία Σέρπικο, ο εξοβελισμένος αστυνομικός, ο απόκληρος, που δεν πηγαίνει με την κατεύθυνση των συναδέλφων του, έχει την τύχη του προδότη – χειρότερη από αυτή του εχθρού. Δεν τον σκοτώνουν οι επίορκοι συνάδελφοί του, δεν του χαρίζουν καν αυτήν την τιμή να τον αντιμετωπίσουν ως εχθρό και να απολογηθούν για τις πράξεις τους – απλώς, την κατάλληλη στιγμή, δεν τον προστατεύουν. Κάνουν τα στραβά μάτια. Είναι μόνος του, απέναντι στους χειρότερους εφιάλτες του. Δεν χρειάζεται να κρατήσει πολυ – ένας πυροβολισμός, και όλοι θα σταθούν δίπλα του μετά, στο φέρετρο, όπως αρμόζει σε έναν ήρωα που πέθανε στο καθήκον.

Όταν εσύ ως δημοσιογράφος κατεβάσεις για λίγο την πένα, όταν κάνεις τα στραβά μάτια, η ασπίδα χάνεται. Ο δημοσιογράφος είναι πια μόνος του. Ο δολοφόνος θα κάνει ανενόχλητος την δουλειά του, και, όταν τελειώσει, μπορείς να την ξαναπιάσεις με πυγμή για να δηλώσεις πόσο συγκλονισμένος είσαι, και παρότι ήσασταν ορκισμένοι εχθροί, η δημοσιογραφία είναι πάνω από όλα και σας ενώνει όλους στην οδύνη.

Αν το κάνεις αρκετά νωρίς δε, δεν θα ξοδέψεις και μελάνι – μια χαρά μπορείς να γράψεις τον επικήδειό του με το αίμα του.

Βαρέθηκα.

Βαρέθηκα να ξυπνάω κάθε πρωι, με την αγωνία αν ο Κουφοντίνας άντεξε, ή πέθανε καθώς περίμενα ένα θαύμα.

Βαρέθηκα να κοιτάω στο twitter, τους όλο και περισσότερους να αγωνιούν μαζί μου, και τους όλο και περισσότερους, ακόμα και ανθρώπους που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση, να τον μισούν και να τον βρίζουν.

Βαρέθηκα.

Το λήγω τώρα: Ο Κουφοντίνας είναι νεκρός. Πέθανε, η καρδιά του δεν άντεξε, το σώμα του έφαγε τον εαυτό του, όλα έληξαν, καμμία ελπίδα, καμμία υποψία θαύματος, το κράτος επέμεινε, κέρδισε, θα θαφτεί κάτω από δύο μέτρα γη, τα σκουλίκια δεν θα βρουν καν τι να φάνε, το λήγουμε εδώ, έληξε, πέθανε. Τέλος.

Και γιατί όχι;

Γιατί – σκατά – όχι;

Εγώ προτείνω να τον ξεχάσουμε. Να μην μπουμε καν στον κόπο να τον θάψουμε. Ένας θάνατος σε αργή κίνηση, μία καρδιά που σταματά πενήντατόσες φορές μπροστά μας, τι νόημα έχει ο επικήδειος;

Για ποιον άλλωστε είναι ο επικήδειος;

Ορίστε, πέθανε.

Τι, μας ήρθε να κλάψουμε; Για ποιον, για τον Κουφοντίνα; Θα μας λείψει; Θα νιώσουμε κάποια απώλεια; χάσαμε κάτι;

Εγώ λέω να τον βρίσουμε. Και εμείς, μαζί με τους δήμιούς του. Ένα κάθαρμα, ένας δολοφόνος έντεκα ανθρώπων, ένα τέρας, ένας βιαστής της δημοκρατίας μας. Ενας εκβιαστής που θα οδηγήσει εκατοντάδες μαλακισμένα να εκδικηθούν τον θάνατό του, βιάζοντας κι αυτά την δημοκρατία μας, που δεν εκβιάζεται, που δεν τρομοκρατεί, που δεν δολοφονεί – εκτός από αυτούς που πραγματικά το αξίζουν.

Τρίχες.

Δεν υπάρχει νεκρός εδώ. Δεν χρειάζεται επικήδειος, γιατί δεν πέθανε κανείς που να έχει αξία. Ούτε ο Κουφοντίνας είχε καμιά αξία, ούτε η δημοκρατία μας είχε καμία αξία, ούτε η δικαιοσύνη είχε καμιά αξία, ούτε τίποτα. Κι αυτά, σε αργή κίνηση, χρόνια τώρα, έχουν πεθάνει, έχουν βρωμίσει, όσο και αν φωνάζω ή διαμαρτύρομαι τόσο καιρό.

Πέθαναν όλα. Είμαστε μία κοινωνία από ζόμπι.

Όταν πίστευα πως ήταν ακόμα ζωντανά όλα αυτά, ότι ήμασταν ακόμα ζωντανοί εμείς, φώναζα, για την Γκιουλιώνη, για την γυναίκα που κάηκε στην λαθρομεταναστευτική σκηνή της προσπαθώντας να ζεσταθεί, για τον Βασίλη Μάγγο, για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, για τον Ζακ Κωστόπουλο.

Δεν έχουν πεθάνει όμως αυτοί, εμείς πεθάναμε. Αυτοί δολοφονηθηκαν. Εμεις, απλώς, πεθάναμε.

Σαν το βατράχι στην κατσαρόλα, που σιγά σιγά του αυξάνουν το νερό, και αυτό βράζει, αλλά γίνεται τόσο σιγά που δεν παίρνει χαμπάρι.

Τι, ζούσε η δικαιοσύνη μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Ζούσε όταν δεκάδες πρόσφυγες πέθαιναν, τους βαρούσαν, τους τάιζαν βρώμικο φαι, τους κλείδωναν κατά χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν τα έριχναν ολα σε μία ζαρτινιέρα, όταν έφταιγαν μόνο τα σκουριασμένα σίδερα που κουβαλούσαν τα ναρκωτικά και κανείς όταν εκατομμύρια φαρμακόλεφτα άλλαζαν χέρια, όταν σκότωναν στην φυλακή ατιμώρητα, όταν οι δικαστές που μας ήλεγχαν ξυπνούσαν μία μέρα και δεν είχαν πόστο πια, ή μετακόμιζαν εκτάκτως αθόρυβα – ζούσε η δικαιοσύνη μας;

Τι, ζούσε η δημοκρατία μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Όταν μας έφερναν έτοιμα μνημόνια χιλιάδων σελίδων να ψηφίσουμε σε μία μέρα, όταν οι τραπεζίτες που δάνειζαν τα κόμματα και τα κανάλια τους έπαιρναν αμνηστία, όταν έρχονταν φωτογραφικοί νόμοι για να χτίσει ο επιχειρηματίας νόμιμα αυθαίρετα mall, όταν οι ΚΥΠατζίδες τους διορίζονταν παράνομα χωρίς πτυχίο – και μετά νόμιμα, δεν χρειαζόταν πια, όταν οι φύλακες των συνόρων μας, οι γερμανοί, μας έβριζαν ότι είμαστε αδηφάγα καθάρματα, οι γάλλοι θελαν να πουλήσουν τα ραφάλ και τα σκάφη τους, και οι αμερικάνοι μας δίνουν συγχαρητήρια που δεν υποκύπτουμε στον εκβιασμό ενός τρομοκράτη – ζούσε η δημοκρατία μας;

Τι, ζούσε η κοινωνία μας;

Όταν εραστές των ναζί γίνονταν υπουργοί, όταν τα κανάλια και οι εφημερίδες μας πληρώνονταν για να αγιοποιούν, όταν παίρναμε αστυνομικούς αλλά δεν μας περίσσευαν για γιατρούς, οταν πέρναμε αεροπλάνα αλλά δεν μας περίσσευαν για νοσοκομεία, όταν μας έπειθαν μπροστά στα μούτρα μας ότι περισσότερα παιδιά στα σχολεία είναι καλύτερα από ότι λιγότερα, ή όταν χιλιάδες άνθρωποι μας πέθαιναν ατιμώρητα επειδή ο τουρισμός μας πρέπει να ανθίσει – ζούσε η κοινωνία μας;

Τι, τι θα μας λείψει από όλα αυτά; Τα είχαμε; Τι θα μας λείψει;

Τι νόημα έχει πια;

Σαν μία αρχαία τραγωδία -αχ, πόσο μας αρέσει ο αρχαίος, τραγικός πολιτισμός μας, ε;- ο χειρότερος από μας, ο πιο μισητός, το απόλυτο κακό, αφέθηκε στα χέρια μας, μήπως, μήπως και δούμε στα ματια του να καθρεπτίζεται η αληθινή μας φύση.

Τον άκουσα να μας λέει «…είναι απλό. Με αδικείτε, για κάτι απόλυτα χαζό, για μία αλλαγή φυλακής, για λίγους μήνες ακόμα φυλάκισης. Εγώ όμως ακόμα και για κάτι τόσο χαζό, δεν θα αφήσω να συμβεί αδιαμαρτύρητα. Θα αφήσω την ζωή μου στα χέρια σας. Ο,τι πειτε, θα γίνει. Γράψατε έναν νόμο μόνο για μένα, μα ούτε αυτόν δεν κρατήσατε. Εγώ σας λέω υποκριτές. Ψεύτες, στον νόμο, ψεύτες στην δικαιοσύνη, ψεύτες στην δημοκρατία σας. Ορίστε. Ή θα με σώσετε όλοι μαζί, ή θα με σκοτώσετε όλοι μαζί. Τον χειρότερο απ’ όλους. Τον πιο δύσκολο απ’ όλους. Τον Τρομοκράτη, τον Βαραβά, τον Χίτλερ, τον Σατανά. Το τέρας. Αξίζει δικαιοσύνη το τέρας; Αποφασίστε το. Ιδού, εσείς»

Ιδού, εμείς.

Ε, να εμείς.

Εγώ λέω να μην τον θάψουμε καν. Να τον παρατήσουμε εμεί. Να τον βρίσουμε, «Είσαι δολοφόνος, είχαν χρόνο οι άνθρωποι που σκότωσες με τα χέρια σου να τους λυπηθείς; Εκβίασες την δημοκρατία μας, αυτοκτόνησες, ΨΟΦΟ!». Να βρίσουμε αυτούς που θα προτάξουν την δικαιοσύνη, «τρομοκρατόφιλε! Δολοφόνε της δημοκρατίας! Δολοφόνε της υγείας μας!» Να ψεκάσουμε, να ξυλοκοπήσουμε τα καθάρματα που θα βγουν στους δρόμους έξαλλοι, άλλωστε παρακαλούσαν για τον θάνατό του, αφορμή έψαχναν, ας μην κοροιδευόμαστε μεταξύ μας. Ας έχουν και κανέναν νεκρό, δεν πειράζει – καλύτερα. Ένα ακροαριστερό άπλυτο καθίκι λιγότερο. Και αν σκοτώσουν κανέναν αστυνομικό, να τους σκοτώσουμε και εμείς, όλους, και να φυλακίσουμε οποιον κοιτάξει στραβα, να βαρέσουμε όποιον μιλήσει, να εξαφανίσουμε κάθε ανάρτηση στο διαδίκτυο ως τρομοκρατική, να καταδικάσουμε κάθε οργισμένη δήλωση, να μην απολογηθούμε για τίποτα.

Ποιοι να απολογηθούμε, εμείς;

Απέναντι σε ποιον; Ποιος καθρεφτίστηκε; Ποιον είδαμε;

Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πια.

Τίποτα δεν αξίζει τον επικήδειό μας.

Τίποτα. Τελείωσε. Αρκεί. Φτάνει. Κερδίσατε.

Βαρέθηκα να ξυπνάω ελπίζοντας σε ένα θαύμα, πια.

Η Γκουλιώνη πέθανε άδικα, η Αμαλία, οι ανώνυμοι μετανάστες, ο Αλέξανδρος, ο Ζακ, ο Ίλι Καρέλι, ο Νικος Σακελλίωνας, ο Μάγγος, οι φυλακισμένοι, όλοι πέθαναν απολύτως άδικα. Δεν καταλάβαμε τίποτα, δεν μάθαμε τίποτα, δεν αξίζαμε τίποτα.

Το νερό έβρασε εδώ και ώρα, ο βάτραχος μαγειρεύτηκε καλά, αδιαμαρτύρητα και πολύ-πολύ φρόνιμα, το κρέας του είναι έτοιμο, κόστισε λίγο παραπάνω βέβαια, αλλά είμαι σίγουρος πως θα είναι πολύ τρυφερός και νόστιμος.

Ο μάγειρας, σηκώθηκε περήφανα μπροστά στους αδημονούντες πελάτες, για να εκφωνήσει, απλά και λιτά, τον επικήδειό του:

«Καλή όρεξη»

Ο καιρός του κορονοϊού έχει φέρει μία θεαματική αλλαγή στην κυβερνητική πολιτική, που δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι είναι σαφής από όλους. Μια αλλαγή που συμβαίνει τώρα, που θα συζητείται για χρόνια, και που θα επηρεάσει τις πολιτκές εξελίξεις στο μέλλον όσο τίποτα άλλο (πλην, ίσως, της διάδοσης του Τραμπισμού)

Όσοι από εμάς εμπιστέυονται την δημοκρατία ως πολίτευμα, επιχειρηματολογώντας πως είναι το καλύτερο δυνατό αυτήν την στιγμή, παρά τα προβλήματά του, δεν παραλείπουμε ένα σοβαρότατο μειονέκτημά του:

Μία κυβέρνηση αναλαμβάνει την απόλυτη εξουσία για τέσσερα χρόνια, και, μέσα σ’ αυτά, εκτός από πολύ συγκεκριμένες αποφάσεις που χρειάζονται ευρύτερη πλειοψηφία, το 90% των αποφάσεων αυτών μπορούν να ληφθούν χωρίς να ερωτηθεί κανείς για την γνώμη του. Δίδεται δηλαδή ένα τετραετές πάσο, στο οποίο οι κυβερνώντες (όποιοι και να είναι αυτοί, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς και μας είναι αρεστοί, είτε τους έχουν επιλέξει οι άλλοι και μας είναι δυσάρεστοι, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς αλλά μας είπαν ψέματα και πλέον μας είναι δυσάρεστοι) μπορούν να καθορίσουν το παρόν και το μέλλον μας – και εμείς, ως ψηφοφόροι, η μόνη δυνατότητα εκλογικής αντίδρασης που έχουμε είναι στο τέλος της τετραετίας να κρίνουμε τις αποφάσεις, τις υποσχέσεις και τα αποτελέσματα, και να ψηφίσουμε είτε θετικά, είτε αρνητικά. Τότε όμως. Στο τέλος της τετραετίας. 

Μέχρι τότε, η κυβέρνηση συνήθως κάνει ο,τι θέλει, ανεξέλεγκτα.

Ως τότε, όμως, έχουμε βρει τρόπο να αντιδρούμε ως πολίτες στις αποφάσεις του κράτους, δείχνοντας την αρνητική μας διάθεση σε κάτι που διαφωνούμε. Είτε με πορείες, είτε με παραστάσεις διαμαρτυρίας, είτε με εξωτερικευμένη κοινωνική αντίδραση κυρίως μέσω του τύπου, δεν είναι σπάνιο οι κυβερνώντες να αντιλαμβάνονται ότι μία απόφαση που παίρνουν θα τους κοστίσει είτε όταν οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες, είτε εκείνη την στιγμή από το μέγεθος των αντιδράσεων – και (καλώς ή κακώς) τις παίρνουν πίσω.

Αυτό το δούναι και λαβείν είναι υγιές, ένα θεσμοθετημένο κοινωνικά «άνοιγμα της χύτρας» ώστε να μην μαζευτούν απαράδεκτες αποφάσεις και η έλειψη ανοχής οδηγήσει σε θεσμικές ανωμαλίες. Ο κόσμος δικαιούται να διαφωνεί, να αντιδρά, να οργανώνεται, να εκφράζεται, να διαμαρτύρεται και να επαναστατεί, και το εν ισχύ κράτος όχι απλώς οφείλει, αλλά είναι και προς το συμφέρον του να ακούει την κοινωνία που εκ της θέσεως του έχει οριστεί να υπηρετεί.

Τέσσερα χρόνια είναι πολλά, για να μην υπάρχει κανένας έλεγχος

~

Η πανδημία έχει φέρει όμως τα πάνω-κάτω. Χωρίς να πάρω θέση για τις αποφάσεις της κυβέρνησης, καθώς το θέμα μου εδώ είναι περισσότερο θεωρητικό, υπάρχουν πολίτες που αντιδρούν – αλλά η αντίδραση του κόσμου δεν είναι πια θεσμοθετημένη.

Δεν υπάρχει ειδικός αριθμός στα SMS δικαιολόγησης εξόδου από το σπίτι, για «Αντίδραση/διαφωνία» – όπως υπάρχει για αγορές. 

Μπορεί να μοιάζει γελοίο ως επισήμανση – αλλά κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν, στην επέτειο του Πολυτεχνείου μία γυναίκα έφαγε πρόστιμο γιατί προσήλθε εντελώς ατομικά στο Πολυτεχνείο να εναποθέσει ένα λουλούδι, με SMS άσκησης. Η ιστορία της απέτρεψε και άλλους (μεταξύ των οποίων και τον γράφοντα) να αφήσουν ένα λουλούδι στο ίδιο σημείο, όχι για λόγους προστασίας από τον κορονοϊό, αλλά αποκλειστικά για λόγους νομιμότητας.

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν επιστρατεύθηκαν δεκάδες αστυνομικοί για να σταματήσουν …πέντε βουλευτές του ΜέΡΑ25 να παραγματοποιήσουν διαμαρτυρία στην Αμερικάνικη πρεσβεία, ενώ δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν στους αντίστοιχους διαδηλωτές του ΚΚΕ που κατέβηκαν με SMS για γιατρό, αφού υπάρχει νοσοκομείο κοντά στην πρεσβεία…

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, που απαγορεύτηκαν, με νόμο, οι συγκεντρώσεις άνω των τριών για την ίδια ημέρα – παρότι καμία επιτροπή δεν παραδέχθηκε ποτέ, ότι είχε ζητήσει τέτοια μέτρα.

Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι προσαγωγές, οι επιθέσεις, και η αντίδραση στις εκδηλώσεις για την επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, οι πεταμένες ανθοδέσμες, και οι κρότου λάμψης μέσα στον κλειστό χώρο πολυκατοικίας.

Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι αντιδράσεις των αστυνομικών δυνάμεων που έριξαν χημικά και στοίβαξαν διαδηλωτές για τις αντιδράσεις στον νόμο που αφορά τον Κουφοντίνα.

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν που το υπουργείο προστασίας του πολίτη εξέδωσε ανακοίνωση (που μετά την πήρε πίσω, λέγοντας θρασύτατα ότι φταίμε εμείς που δεν καταλάβαμε -πάλι- σωστά) για την σωστή θέση που πρέπει να βρίσκονται φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι για να μην …χτυπήσουν.

~

Κάθε άλλο παρα γελοία είναι όλα αυτά – κυρίως επειδή είναι τρομαχτικά.

Οι πολίτες δεν έχουν κανέναν τρόπο αντίδρασης πια, και οι αποφάσεις συνεχίζουν να παίρνονται ερήμην τους. Είτε είναι για τα πανεπιστήμια, είτε είναι για τον Κουφοντίνα, είτε είναι για τα μέτρα στήριξης, είτε για την άρση της ασυλίας της πρώτης κατοικίας, είτε είναι για οτιδήποτε άλλο, η κυβέρνηση καταστέλει κάθε μορφή συγκέντρωσης με ένα επιχείρημα που θα φανεί ιδιαιτέρως προβληματικό συν τω χρόνο:

«Για το καλό σας»

Με αυτήν την δικαιολογία την ημέρα του Πολυτεχνείου απαγόρεψε τις συγκεντρώσεις, με αυτήν συλλαμβάνει και εξοντώνει με το σκληρότατο πρόστιμο των 300 ευρώ, με αυτήν πατάσσει κάθε ατομική ή ομαδική αντίδραση. Όταν δε συνεργάζεται με την διαδεδομένη στήριξη των ΜΜΕ, οι φωνές σιωπούνται ποικιλοτρόπως.

Βέβαια, αυτό δεν λειτουργεί αντίστροφα. Η κυβέρνηση συνεχίζει να νομοθετεί ακάθεκτη ακόμα και νομοσχέδια που είναι δεδομένο ότι θα φέρουν αντιδράσεις, ειδικά εν μέσω πανδημίας – όπως αυτό για την …δυνατότητα να χρεωκοπεί ένα φυσικό πρόσωπο, και να χάνει την πρώτη κατοικία του. Περιέργως πως, θα έλεγε κανείς πως η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την πανδημία και την φυσική αδυναμία αντιδράσεων, ακριβώς για να περάσει τέτοια νομοθετήματα: 151+ έχει, μπορεί να το κάνει κάλλιστα.

Νόμιμο, αλλά ελέγχεται ως προς το ηθικό του.

Διότι θα έλεγε κανείς πως θα μπορούσε, εν μέσω πανδημίας, «για το καλό μας» να δοθούν άλλοι τρόποι σχολιασμού και δυνατότητας αντίδρασης, όπως πχ να ζητάται μέσω του κοινοβουλίου, αυξημένη πλειοψηφία για να περάσουν νόμοι που αφορούν έντονα τους πολίτες και δημιουργούν προβλήματα.

Για το καλό μας, για παράδειγμα, συνεχίζονται να έρχονται ακόμα και εμβόλιμα σε νομοσχέδια άσχετα νομοθετήματα, που ανατρέπουν καταστάσεις ετών, ψηφίζονται εν ριπή οφθαλμού, ακόμα και όταν ελέγχονται για την αιτιολόγησή τους, την αποτελεσματικότητά τους, ή ακόμα και την συνταγματική νομιμότητά τους.

Αν όμως, αν, η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται αυτήν την δύσκολη κατάσταση, τότε θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως (και με βάση και τις αρνήσεις των λοιμωξιολόγων για οποιαδήποτε ανάμιξη σε πολιτικού τύπου αποφάσεις, όπως είναι η απαγόρευση κυκλοφορίας ή συγκέντρωσης σε ανοικτό χώρο) να υποθέσει λοιπόν ότι η κυβέρνηση εργαλειοποιεί τον δικαιολογημένο φόβο, για να κάμψει κάθε δημόσια εκφρασμένη αντίδραση για τις αποφάσεις της.

«Για το καλό μας» μεν, αλλά όχι και τόσο – αν με εννοείτε.

Για παράδειγμα, «για το καλό μας» θα μπορούσε να αυστηροποιήσει τις συνθήκες με τις οποίες ένας άνθρωπος δύναται να φέρει νόμιμα όπλο, αντί να καταστείλει τις εκδηλώσεις μνήμης για τον Γρηγορόπουλο – και όχι να προσλαμβάνει ακόμα περισσότερους αστυνομικούς, ένοπλους, με τις λιγότερες δυνατόν ώρες και δυνατότητες εκπαίδευσης.

~

Όμως, το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Γιατί ακόμα και αν κάποιοι νόμοι αλλάζουν στο μέλλον, από άλλες κυβερνήσεις με πιο ευήκοα ώτα στους ανθρώπους που οφείλουν να ακουν και να προστατεύουν – αυτό που πληγώνεται ανεπανόρθωτα, είναι η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση στα θέματα της πανδημίας.

Είναι ήδη αρκετά πληγωμένη αυτή η εμπιστοσύνη, όταν για παράδειγμα η κυβέρνηση εξηγεί γιατί δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία λίγο πριν εσπευσμένα αντιληφθεί το λαθος της (και το αντικαταστήσει με ένα λίγο μικρότερο λάθος στα μεγέθη), ή στην επιμονή ότι δεν κολλάει στις τάξεις γιατί είναι καλύτερα να έχει περισσότερους μαθητες από ότι λιγότερους, και εν πάσει περιπτώσει, ο μέσος όρος δικαιώνει την απόφασή  της.

Αν όμως ο κόσμος αντιληφθεί ότι οι αποφάσεις παίρνονται όχι «για το καλό μας», αλλά για να κυβερνούν ανεξέλεγκτοι, και μάλιστα με προφάσεις δικαιολογημένες «επιστημονικά» ο κόσμος θα χάσει την μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να του σώσει την ζωή, και θα αφεθεί ανεξέλεγκτα πια, σε κάθε ψεκασμένη ή μη υπόθεση που θα κάνει τα πράγματα να μοιάζουν λίγο πιο λογικά από ότι ζει σήμερα.

Και αντίθετα από έναν νόμο που αύριο από τους καταλληλότερους ανθρώπους αλλάζει, ούτε οι νεκροί συνάνθρωποί μας θα ξαναγυρίσουν στην ζωή, ούτε θα φτάσει ο χρόνος για να επαναχτιστεί μία σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στους εκλεγμένους και σ’ αυτούς που τους επιλέγουν.

«Για το καλό μας», λοιπον, ελπίζω να γίνει αντιληπτό σύντομα όλο αυτό και να αλλάξει κατεύθυνση αυτή η εκτροπή. Για να μην ακολουθήσουν άλλα πράγματα, κι αυτά «για το καλό μας»

It’s summer all over again. 

Βάλθηκε η κυβέρνηση να μας πείσει ότι δεν ήξερε ότι θα ερχόντουσαν τουρίστες με τον φονικό ιο, δεν της το ‘χαν πει, ήταν μεταλλαγμένος, έκανε πολύ σχολαστικά τεστ με περίπλοκους κώδικες και αλγόριθμους που τους έχουν ζητήσει από όλο τον κόσμο, τέλος πάντων μην χαλάμε τον κόσμο, δεν την είχαμε ενημερώσει ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά – ασε που καλά καλά δεν είναι σίγουρη καν ότι έφταιγαν τα κάτι εκατομμύρια τουρίστες (η πλειοψηφία αυτών χωρίς να έχουν τεσταριστεί) που από πέντε νεκρούς φτάσαμε σε εκατοντάδες νεκρούς – και θα είχαμε περισσότερους αν δεν κάναμε οδυνηρά για την οικονομία μας lockdown.

Και τώρα ανοίγει το εμπόριο.

Με μέτρα, αποστάσεις, μάσκες, χωρητικότητα ανά τετραγωνικό και είναι όλα καλώς καμωμένα, οργανωμένα και έτοιμα – όπως ακούω με προσοχή στις ειδήσεις.

Και αφού είναι κανονισμένα και έτοιμα και οργανωμένα, αν κάτι πάει στραβά, τι θα φταίει, ο κόσμος θα φταίει.

Όμως είναι summer all over again, και σύντομα θα παίζουμε το παιχνίδι του μουτζούρη, και πάλι θα λέμε δεν μας είπε κανείς, και πάλι φοβάμαι ότι θα μετράμε νεκρούς, καθώς το άνοιγμα γίνεται, as summer all over again, με σχεδόν μηδενική προετοιμασία και προστασία.

~

Για να καταλάβουμε το πρόβλημα, αν θέλουμε πραγματικά να το καταλάβουμε και όχι να κάνουμε ότι δεν υπάρχει μέχρι να χρειαστεί να πούμε «α, δεν μας είπατε», είναι σημαντικό να δούμε ποια μέτρα δεν έχουν ληφθεί ώστε να δημιουργηθεί.

Τα καταστήματα για να λειτουργήσουν υπό την μορφή που διαφημίζεται, χρειάζονται τρία πράγματα: Ένα, προσωπικό. Δύο, πελάτες. Τρία εμπόρευμα – που με την σειρά του χρειάζεται και αυτό προσωπικό (είτε ανθρώπους που θα το φτιάξουν, είτε ανθρώπους που θα το μεταφέρουν). Μια σημαντική μάζα ανθρώπων ενεργοποιείται δηλαδή, ταυτόχρονα.

Οι κανόνες των δύο μέτρων απόσταση, και της χωρητικότητας των καταστημάτων, είναι ενέργειες που πρέπει να κάνει ο πολίτης, ή το κατάστημα. Είναι κανόνες ασφαλείας, που όμως δεν κόστισαν τίποτα στην κυβέρνηση (εκτός ίσως από μειωμένες πωλήσεις και φόρους – και εξηγώ πιο κάτω ότι καταλαβαίνω ότι δεν είναι λίγο. Άκου όμως).

Αντιθέτως όμως, αυτά που θα κόστιζαν στην κυβέρνηση, από τα δελτία ειδήσεων και την επίσημη ενημέρωση, μάλλον διακριτικά παραλείπονται:

– Ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει να πάει στην δουλειά του, και ο πελάτης να κατέβει να ψωνίσει σημαίνει περισσότερος κόσμος στα ΜΜΜ, που όμως δεν έχουν ενισχυθεί όσο θα έπρεπε, ούτε καν κατά την διάρκεια του τελευταίου lockdown.

– Ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί να πάρει δικαιολογημένη άδεια εάν βρεθεί ύποπτος για κρούσμα (από σχέση δηλαδή με άλλο επιβεβαιωμένο κρούσμα), πιθανότατα θα τον αναγκάσει να πηγαίνει στην εργασία του, μέχρι να ελεγχθεί και ο ίδιος αν έχει ασθενήσει.

– Ότι ο εργαζόμενος όχι μόνο δεν στηρίζεται οικονομικά αν ασθενήσει από κορονοϊό, αλλά αντιθέτως αν μείνει σπίτι θα πρέπει να αναπληρώσει μετά το κενό που θα δημιουργήσει στην επιχείρηση με επιπλέον μέρες απλήρωτης εργασίας, όχι μόνο δεν τον αναγκάζει να προστατέψει οικογένεια, συναδέλφους και πελάτες, αλλά σχεδόν τον υποχρεώνει να μην το δηλώσει – εκτός και αν είναι πια πολύ αργά γι’ αυτόν και τους γύρω του.

– Ότι η εταιρία δεν χρειάζεται να ανακοινώσει συμβάν στους πελάτες ή να κλείσει μετά από κρούσμα, δημιουργεί σίγουρες συνθήκες διασποράς για όλους τους εμπλεκόμενους.

– Ότι η εταιρία, αν αποφασίσει να τελικά αυτοβούλως να κλείσει -ενώ δεν έχει υποχρέωση- για να προστατέψει προσωπικό και πελάτες, δεν λαμβάνει ούτε για τους εργαζόμενους ούτε για την ίδια καμία παροχή, ενίσχυση ή βοήθημα, κάνει πολύ πιθανό ότι δεν θα επιλέξει αυτήν την διαχείριση, ειδικά αν έχει ζημιωθεί ανεπανόρθωτα κατά την προηγούμενη περίοδο του lockdown.

Όλα αυτά θα κόστιζαν στο κράτος, είναι βέβαιο: Αν πολλαπλασίαζε τα τεστ ώστε όλοι να ξερουν κατ’ αρχάς αν είναι ασθενείς ή όχι, αν διέθετε περισσότερα μέσα μεταφοράς στους πολίτες, είτε πελάτες είτε εργαζόμενους, αν προνοούσε για εργαζομένους που αυτοπεριορίζονται σε καραντίνα για πιθανό κρούσμα, ή αν φρόντιζε οι ασθενείς με διαπιστωμένο κορονοϊό όχι μόνο να μην  ζημιωθούν οι ίδιοι για την ανάρρωσή τους αλλά τους κάλυπτε και αυτούς και τις εταιρείες τους ανάλογα, αν λόγω διαπιστωμένων κρουσμάτων σε μία επιχειρήση την στήριζε, ώστε όλοι να παραμείνουν χωρίς δικό τους κόστος αλλά με βοήθεια από το κράτος ασφαλείς – όλα αυτά θα είχαν ένα ξεκάθαρο, και αρκετά οδυνηρό, το παραδέχομαι, κόστος για το κράτος. 

Αλλά θα τα γλύτωνες από νεκρούς. Και, οικονομικά μιλώντας, θα τα γλύτωνες από πανάκριβες ΜΕΘ, πανάκριβα ιδιωτικά «επιταγμένα» νοσοκομεία, από μία άνευ προηγουμένου διασπορά και των αρνητών της πανδημίας που θεωρώ βέβαιο ότι θα ξεκινήσει με όλο αυτό (γιατί ο επιχειρηματίας και ο εργαζόμενος θα καλυφθούν ψυχολογικά πίσω από ένα «σιγά μωρέ τώρα, μία γρίπη είναι» για να γλυτώσουν τις επώδυνες οικονομικά συνέπειες) και θα τα γλύτωνες απο το επόμενο ακόμα πιο σκληρό για πολλούς λόγους, και σίγουρα πιο κουραστικό lockdown που θα αναγκαστούμε λόγω κρουσμάτων να μπούμε, αν τα χειρότερα σενάρια επιβεβαιωθούν και αυτές οι ακατανόητες ενέργειες φέρουν την αναμενόμενη αύξηση σε ασθενείς και διασπορά.

Και έχω επίγνωση, μιλώντας γι’ αυτά, για το πόσο κοστίζουν και τα κλειστά μαγαζιά, και η κλειστή οικονομία για μία κυβέρνηση και τους πολίτες της. Αντιλαμβάνομαι πλήρως, και δεν το λέω ειρωνικά, πόσο επικίνδυνο είναι να έχεις μία οικονομία που φυτοζωεί. Ταυτοχρόνως όμως, πρέπει να καταστεί σαφές, πολύ πριν ξανααρχίσουμε τα «δεν ήξερα» και «δεν μου είπατε» και «πίνουν μπύρες στις πλατείες τα κωλόπαιδα» πως η σκληρή πραγματικότητα μας κάνει να επιλέξουμε πιο κόστος επιθυμούμε να διαχειριστούμε και πως – αλλά το κόστος, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι βέβαιο.

Όπως, πχ, ασφαλώς και θα είχαν κόστος τα περισσότερα τεστ σε τουρίστες, όταν ανοίξαμε το καλοκαίρι τα σύνορα.

Αλλά τα ανοίξαμε με το μικρότερο δυνατόν κόστος προετοιμασίας. Και μπήκαν τουρίστες-φορείς του κορονοϊού, και εξαπλώθηκαν τα κρούσματα, και είχαμε χιλιάδες (από εκατοντάδες, μέχρι τότε) νεκρούς, οδηγηθήκαμε σε lockdown, και οδηγήσαμε την οικονομία μας να περνάει εξαιρετικά δύσκολα τώρα.

Αυτό είναι το τίμημα. Είναι, θεωρώ, πολύ απλά τα πράγματα. Οι κανόνες για δύο μέτρα και μάσκες και χωρητικότητα είναι σωστοί, αλλά μοιάζουν πολύ με την λογική «μόνο πέντε άνθρωποι ανα λεωφορείο που θα σας πάει στο αεροδρόμιο να ταξιδέψετε με γεμάτο αεροπλάνο όλοι μαζί»: Μπορούμε να το περιγράφουμε ως ανέκδοτο που λέει στην σκηνή ένας standup comedian, αλλά την ώρα του λογαριασμού εκεί πληρώνεις το ποτό σου, όχι με την ζωή σου, ή την ζωή των συγγενών σου.

Ας μιλήσουμε λοιπόν, για σεβασμό

Κατα κοινή ομολογία τουλάχιστον των Γεωργιάδη, Μητσοτάκη και Κικίλια, το (μοναδικό λένε αυτοί, ίσως μεγαλύτερο λέω εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τουρισμό) λάθος της κυβέρνησης ήταν που άργησε να πάρει τα μέτρα στην Θεσσαλονίκη, και περίμενε να …τελειώσει πρώτα η γιορτή του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου. Η κοσμοσυρροή έφερε, όπως καταλαβαίνει κάθε λογικός άνθρωπος, και την ανάλογη αύξηση σε κρούσματα και νεκρούς.

Ο μόνος που φάνηκε σχετικά ειλικρινής σε όλο αυτό, ήταν ο Γεωργιάδης: 

«Μία από τις πιο σφοδρές κριτικές και ένα από τα λάθη που κάναμε ήταν όταν οι λοιμωξιολόγοι μας είχαν εισηγηθεί μια παρόμοια στρατηγική στη Θεσσαλονίκη πριν την γιορτή του Αγίου Δημητρίου, εμείς από σεβασμό στην παράδοση της πόλης και στην Ορθοδοξία, δεν κλείσαμε τότε τη Θεσσαλονίκη πριν από τον Άγιο Δημήτριο. 

Σήμερα ξέρουμε ότι αυτό που κάναμε ήταν μεγάλο λάθος γιατί καλώς ή κακώς την ημέρα του Αγίου Δημητρίου παρά την καλή πρόθεση της εκκλησίας να συνεργαστεί και να τηρήσει τα μέτρα, ο κόσμος προσήλθε μέσα και έξω από τις εκκλησίες με μαζικό τρόπο με αποτέλεσμα η διάδοση του κορονοϊού να πάρει τις επόμενες εβδομάδες μεγάλες διαστάσεις.

Εγώ έχω μια ελπίδα ότι έως αύριο θα έχουν επικρατήσει ηρεμότερες σκέψεις, διότι αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι. Δεν πιστεύω ότι η Εκκλησία θέλει να πάρει επάνω της μια τόσο μεγάλη ευθύνη»

Το πήρε πίσω βέβαια, σε ένα μόνο κομμάτι όμως: διέψευσε τον εαυτό του (το συνηθίζει ο Γεωργιάδης αυτό, να αυτοδιαψεύδεται με τόσο πάθος που είναι σχεδόν σαν να ζητά να τον παραδεχθεί ο ακροατής στο ότι έχει πάλι δίκιο)  στο ότι το εισηγήθηκαν όντως οι λοιμωξιολόγοι.

Βέβαια, δεν έχουμε τρόπο να το ξέρουμε, καθώς παρά τις αλλεπάλληλες εγκλίσεις από την αντιπολίτευση η κυβέρνηση αρνείται να παραδόσει τα πρακτικά των επιτροπών – αλλά το υποστήριξε και ο κ. Εξαδάκτυλος, ότι η επιτροπή (για κάποιο λόγο που δυσκολεύομαι να κατανοήσω) δεν εισηγήθηκε (κατά πλειοψηφία) το να μην γίνει η εν λόγω μεγάλη λειτουργία.

Το πρόβλημα είναι προφανώς ότι στα υπόλοιπα τα πράγματα παραμένουν όπως τα ξέραμε: Η κυβέρνηση έπρεπε να σταματήσει την λειτουργία – δεν το έκανε. Αυτό (καθώς δεν έχει υπάρξει άλλο γεγονός με τόση κοσμοσυρροή) φαίνεται να ευθύνεται για την μετάδοση του ιού – θυμίζω άλλωστε ότι και ιερείς είναι ανάμεσα στα θύματα του κορονοϊού. 

Πήρε λοιπόν μία απόφαση η κυβέρνηση, το μεγαλύτερο κατ’ αυτήν λάθος της, και επέτρεψε μία λειτουργία της εκκλησίας που σκότωσε, τελικά, κόσμο.

Από «σεβασμό».

Ok.

Και μετά, πήγε να το επαναλάβει: ζήτησε από τις εκκλησίες στις γιορτές, Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, να έχουν μόλις 9 πιστούς μέσα στις εκκλησίες.

…Και η εκκλησία αντέδρασε, και τελικά – από σεβασμό – το κράτος υπαναχώρησε στις εντολές του, οι εννιά έγιναν δεκαπέντε και τριάντα, και, αφού δεν μέτρησε και κανείς, μπορεί να έγιναν πενήντα – αλλά πάντως έγιναν, όσοι ήταν.

Και, ω του θαύματος, ξαναέχουμε πρόβλημα. Όχι μόνο από αυτό, δεν θέλω να είμαι άδικος, ο κόσμος μαζεύτηκε σε σπίτια, έκανε ρεβεγιόν, κάποιοι πήγαν και στο εξωτερικό και κάποιοι ήρθαν εδώ – μόνο και μόνο για να έχουμε και εμείς το νέο στέλεχος του κορονοϊού, μη χάσουμε.

Κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση να απαγορέψει (μεταξύ άλλων) εντελώς την λειτουργία των Φώτων με πιστούς.

…και η Εκκλησία αντέδρασε, και, όπως είπε και ο εκπρόσωπος τύπου της εκκλησίας αυτάρεσκα «έδειξε ανυπακοή», και οι εκκλησίες διαφήμησαν, (ΔΙΑΦΗΜΙΣΑΝ!) ότι θα ανοίξουν για πιστούς, και όντως το έκαναν, και …οι σκηνές είναι αποκαρδιωτικές. Μέσα, και έξω από τους ναούς.

Μέχρι που τα περιπολικά και οι αστυνομικοί που περίμεναν απ’ έξω …μαζεύτηκαν για αγιασμό. Με «σεβασμό».

Αντιλαμβάνεστε ένα pattern εδώ, έτσι;  Από σεβασμό στην εκκλησία,  είτε παρακάμπτουμε τους επιστήμονες, είτε βάζουμε κανόνες και μετά τους αλλάζουμε, είτε βάζουμε κανόνες, και ύστερα παρακολουθούμε ατάραχοι να τους αγνοούν.

~

Θέλω να με προσέξετε λίγο εδώ, γιατί είναι εύκολο να παρεξηγηθώ: 

Δεν λέω ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Πχ, είχα πάρει θέση μαζί με όσους φώναζαν (άλλο που από κανέναν όπως έλεγε η κυβέρνηση δεν άκουσε διαμαρτυρίες) για το άνοιγμα των συνόρων χωρίς επαρκείς ελέγχους. Τελικά, ελέγχθηκαν περίπου το 10-15% των επισκεπτών, και ένα 10% μετέφερε τον ιό – κάτι που σημαίνει πως το ίδιο έκανε και το 10% που δεν ελέγχθηκε.

Και από τους 1-3-5 νεκρούς ημερησίως – φτάσαμε στους 100.

Ή, η κυβέρνηση λέει «εννιά άτομα» χωρίς να έχει απόφαση της επιτροπής.

Ή, η κυβέρνηση λέει «μπορούν να είναι 25 άτομα στις τάξεις» και όταν κάποιος διαμαρτύρεται του λένε «δεν υπάρχει ανησυχία, γιατί ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ(!)»

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες, μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα» – και μετά τις απαιτεί παντού.

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία, είναι υπερβολή» – και μετά τις κάνει υποχρεωτικές, στέλνει ένα λάθος μέγεθος, και κάπου 8-9 μήνες μετά στέλνει (υποτίθεται) και την δεύτερη σωστή.

Δεν λέω λοιπόν ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Κάθε άλλο.

Απλώς θα ήθελα να μείνουμε λίγο στο πως εννοείται ο «σεβασμός».

~

Ο Γεωργιάδης λέει (και μαζί του όλη η κυβέρνηση) πως «αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι».

Ομολογία σε τρία επίπεδα: Ατομικό, κυβερνητικό, επιστημονικό.  Αν συγκεντρωθεί κόσμος στην εκκλησία το ξέρουμε και εμείς, και οι γιατροί, θα θρηνήσουμε νεκρούς. 

Ε, λοιπόν συγκεντρώθηκε.

Δεν υπάρχουν αμφιβολίες εδώ. Δεν λέμε «μπορεί να το είπαν – μπορεί και όχι» οι επιστήμονες, ή «μπορεί να ήταν πολλοί οι εννιά – μπορεί να ήταν και λίγοι, τελικά». Δεν είναι τουρίστες και η ψεύτικη μετάλλαξη το πρόβλημα. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε

Ξέρουμε.

Η πολιτεία έθεσε τους κανόνες, εν πλήρη γνώση του προβλήματος. Η εκκλησία εξήγησε γιατί δεν ανεχόταν μία τέτοια απόφαση, και δημοσιοποίησε το δικό της «μολών λαβέ». Η πολιτεία δεν έκανε πίσω, κράτησε την ισχύ της απόφασης μέχρι τέλους. Η εκκλησία την αγνόησε.

Και η πολιτεία έκανε πίσω, όχι απλώς ανεχόμενη, αλλά σχεδόν υπερασπιζόμενη, με τους αστυνομικούς που το είχαν εύκολο και λογικό να κόβουν πρόστιμα σε έναν άνθρωπο, ή να βαράνε παιδιά που κάθονται σε μία πλατεία, εδώ να συγκεντρώνονται για να αγιαστούν.

Αυτό, η κυβέρνηση το λέει σεβασμό. Εγώ, το λέω το ακριβώς αντίθετό του.

Σεβασμός στον άλλο, δεν είναι να αποδέχεσαι κάθε του καπρίτσιο – το αντίθετο. Όταν βάζεις κανόνες, πρέπει να είναι δύσκολοι, αλλά να είναι κανόνες. Όταν η κυβέρνηση προέτρεψε τους πολίτες να στείλουν (ψεύτικο) μήνυμα άσκησης για να εκκλησιαστούν – ενώ θα μπορούσε, αν ήθελε, να προσθέσει έναν ειδικό αριθμό, όταν αύξησε εν μία νυκτί τους πιστούς, ή αγνόησε (ας μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας) την ξεκάθαρη απειλή για διόγκωση της πανδημίας για μία (μεγάλη, το καταλαβαίνω) γιορτή, έστειλε ένα μήνυμα: 

Δεν σε σέβομαι.

Όχι μόνο στους πολίτες, που οφείλει να υπηρετεί, αλλά και στην εκκλησία. Οι κανόνες μας δεν είναι και τόσο σημαντικοί: Αν θυμώσεις, αλλάζουν. Κάμπτονται. Είναι ευλύγιστοι.

Έχω δίπλα μου ανθρώπους που πιστεύουν, και ξέρω πόσο τους κόστισε κάθε μία από αυτές τις αποφάσεις. Είδα στα μάτια τους την αμφισβήτηση, κάθε φορά που η πολιτεία έλεγε «καλά, δεν πειράζει» όταν πρώτα τους είχε πληγώσει, και τους είχε αναγκάσει σε αντίδραση. 

Και ο καταστηματάρχης πληγώνεται. Και ο έμπορος. Και ο επιχειρηματίας. Και ο υπάλληλος. Και ο νοσοκόμος, ή ο γιατρός πληγώνεται. Όλοι πληγωνόμαστε. Ο ηθοποιός, ή ο τραγουδιστής πληγώνεται. Αυτός που έχει μήνες να δουλέψει και του τελειώνουν τα έτοιμα – αν έχει έτοιμα.

Ο γιατρός, που ζει με τον φόβο, ο νοσοκόμος, που πεθαίνουν άνθρωποι στα χέρια του. Και γω, που ήθελα να αφήσω ένα λουλούδι στο Πολυτεχνείο, ή στο σημείο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, ή να αντιδράσω στον νόμο για την πτώχευση των ανθρώπων – και δεν το έκανα, από φόβο ή από υπακοή.

Όλοι έχουμε πληγωθεί από αυτήν την πανδημία. Οι κοντά τέσσερις χιλιάδες νεκροί είχαν οικογένειες, φίλους, είχαν ανθρώπους που τους νοιάζονται, ανθρώπους που τους αγαπούσαν και θα τους λείψουν. Κάθε ένας από αυτούς είχε ένα ονοματεπώνυμο, μία ιστορία, μία πορεία. 

Όταν η εκκλησία αντιστάθηκε, το κράτος όφειλε να εξηγήσει. Από σεβασμό. Να επιμείνει, δείχνοντας ότι η απόφασή του δεν ήταν στο πόδι. Από σεβασμό. Ότι αυτές οι εντολές έχουν τίμημα – για όλους. Και να σεβαστεί αυτό το τίμημα της κόντρας, όπως και εμείς.

Όταν η κυβέρνηση δείλιασε, έδειξε ότι η ίδια πρώτα φοβάται αυτό το τίμημα. Dura lex, sed lex – δεν είναι μόνο γι’ αυτόν που ελέγχεται για τον νόμο, μα και, και κυρίως, γι’ αυτόν που βάζει τον νόμο: Οι νόμοι είναι για όλους, μα πρωτίστως, κυρίως, θα έπρεπε να είναι γι’ αυτόν που τους θέτει.

Και αυτή η δειλία, έδειξε ασέβεια. Η εκκλησία αισθάνεται δικαιωμένη (αν είναι ποτέ δυνατόν, πόσοι ιεράρχες ακόμα πρέπει να πεθάνουν για να αντιληφθεί ότι εγκληματεί πρωτίστως απέναντι σ’ αυτούς;!), αλλά θεωρώ πως, βαθιά μέσα της, νιώθει την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Οι πολίτες, που χάνουν όχι μόνο τις ατομικές τους ελευθερίες με κίνδυνο υπέρογκα πρόστιμα (πάνω από το μισό του κατώτατου μισθού!), αλλά και φτάνουν σε μία άνευ προηγουμένου φτωχοποίηση, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι υποχώρησαν, και αποδέχθηκαν τους σκληρούς κανόνες, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο καθημερινά, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Μια κυβέρνηση που ζητά από όλους να είναι γενναίοι, και η ίδια δειλιάζει, που παίρνει απόφαση (όχι για πρώτη φορά θυμίζω) ότι θα πεθάνουν οι πολίτες, που το ξέρει, το γνωρίζει, της είναι απολύτως σαφές – μα το κάνει, αρκεί να μην συγκρουστεί, μια κυβέρνηση δειλή, είναι μία ασεβής κυβέρνηση.

Ας κρύψει όσο θέλει την δειλία της ονομάζοντάς την «σεβασμό», ας κρυφτεί όσο θέλει από την πραγματικότητα λέγοντας πως είχαμε «Ανοιχτές εκκλησίες με αυστηρή τήρηση των μέτρων«: Η στάση ζωής όλων μας, είναι αμφίδρομη. Αν με σεβαστείς, αν οι αποφάσεις σου κοστίσουν, θα σε σεβαστώ κι εγώ με την σειρά μου. Και αν δειλιάσεις, αν πεις ψέματα, αν φοβήθηκες τις ίδιες σου τις αποφάσεις, αν έβαλες την ζωή μου, των ανθρώπων που αγαπώ ως ασπίδα μην τυχόν και πληγωθεί η εικόνα σου, έτσι θα σε αντιμετωπίσω κι εγώ: 

Με την ασέβεια που σου αρμόζει.