pov-top.jpg

Είπα να κάνω κάτι καινούργιο για τον χρόνο που έρχεται.

Εδώ και πολλά χρόνια φλερτάρω, και λόγω επαγγέλματος, με το «εικαστικό σχόλιο».

Με banner, διαφημιστικά, φωτογραφίες, ο,τι δηλαδή καλύπτει ως εικόνα τις 1.000 γραπτές λέξεις.

Σαν κανόνα έχω πάντα να δημιουργώ εν τάχει, αλλά να μην πιέζω ούτε καταστάσεις, ούτε να πιέζομαι ο ίδιος.

Όταν έχει την διάθεση/δυνατότητα/λόγο, θα έρθει μόνο του.

Κάτι λοιπόν που προετοιμαζόταν για περισσότερο απο τρία χρόνια, ολοκληρώθηκε σε μόλις ένα απόγευμα:

Είναι ένα εξώφυλλο φανταστικού περιοδικού.

Για να γίνω πιο κατανοητός, δύο -όχι και τόσο- ανεξάρτητες ιστορίες:

~

Αρκετά χρόνια τώρα, θεωρώ οτι πολλές απο τις εφημερίδες και περιοδικά που εκδίδονται έχουν μόνο έναν λόγο ύπαρξης: το εξώφυλλό τους.

Συνυπάρχουν με τον ανταγωνισμό τους χωρίς να αντέχουν οικονομικά, αλλά υποστηρίζονται για να κρεμιούνται στα περίπτερα μαζί με τις «σοβαρές» απόψεις και να διαβάζει ο διαβάτης το εξώφυλλό τους εν τάχει, και να περνάει το μήνυμά τους.

Αυτό θα μπορούσε να είναι κατά βάση κακό, καθώς είναι επικοινωνιακό τρυκ – αλλά και είναι άποψη, που βασίζεται στην γρήγορη και εύκολη επικοινωνία, που, ακόμα και όταν είναι επιδερμική (και δεν στηρίζεται απαραιτήτως σε άρθρα και αναλύσεις) περνάει το κυρίως θέμα και την θέση του εντύπου.

Σκεφθείτε: τα περιοδικά Time, Rolling Stone, που το εξώφυλλό τους έγινε πιο αξιομνημόνευτο απο τα άρθρα τους (*).

(*) Δεν υπονοώ οτι τα συγκεκριμένα περιοδικά αδίκως συνυπάρχουν με τα ανταγωνιστικά τους – αλλά οτι η δυναμική του εξωφύλλου τους ξεπερνάει πολλές φορές και τις δικές τους προσδοκίες

~

Είμαι απολύτως βέβαιος – και έχω βάλει σαν σκοπό να το αποδείξω, οτι η εποχή που ζούμε είναι η καλύτερη στιγμή για να αναθεωρήσουμε την γνώμη μας για την δύναμη των μέσων.

Οποιοσδήποτε απο εμάς μπορεί, ακόμη και με ελάχιστη γνώση τεχνολογίας, να υποκαταστήσει την δύναμη του εντύπου (blogs, pdf magazines), του ραδιοφώνου (podcast), της τηλεόρασης (youtube), ακόμα και εξώφυλλα φανταστικών εφημερίδων.

(όλα αυτά στάθηκαν πηγή έμπνευσης, και ευχαριστώ τους δημιουργούς τους)

Ετσι, το μέσο χάνει την αρχική του υπεροπτική εικόνα, δίνοντας το βάρος εκεί που θα έπρεπε να είναι εξαρχής: στην ποιότητα της παρεχόμενης πληροφορίας.

Εν ολίγοις, αν παρέχεις τα ίδια πράγματα με το έντυπο ΒΗΜΑ ή την τηλεόραση του Αντέννα, στο τέλος δεν θα κριθείς απο την δυναμική σου -αφού την μοιράζεσαι με τους παραδοσιακούς κολοσσούς- αλλά για αυτό που λες.

~

Κρατάω λοιπόν: την ουσία (σωστή ή λανθασμένη) του εξωφύλλου, και την δυνατότητα όλοι μας να έχουμε (κατ’ αναλογία, προφανώς) την πίττα στον τρόπο που διανέμεται το μέσο (όχι οικονομικά, αλλά θεωρητικά).

Με αυτά στο μυαλό, φτιάχθηκε το «Point Of View».

Ένα γραφικό, με την μορφή εξωφύλλου, για οτιδήποτε (μπορεί να) επηρεάζει την σκέψη μου ή την καθημερινότητά μου. Κάτω απο το κάθε εξώφυλλο, που θα στέκεται χωρίς κείμενο -και κατά πάσα πιθανότητα χωρίς δυνατότητα σχολιασμού- θα υπάρχει και σύνδεσμος σε περίπτωση που θέλετε να το αναρτήσετε στα blog σας, ή οπουδήποτε αλλού.

Επειδή, όπως προείπα, είναι μια διαδικασία πολλών μηνών, τώρα που ολοκληρώθηκε η μορφή του, γυρίζω πίσω τον χρόνο στο blog και επισυνάπτω στις ημέρες που το αφορά τα αντίστοιχα post.

Θα μπορείτε όμως να τα βρείτε σύντομα όλα κάτω απο την ετικέττα «Point Of View Cover«.

Ξεκινάω προς τα πίσω, ελπίζοντας οτι θα έχω την διάθεση να το συνεχίσω προς τα εμπρός. Δεν θέλω να περάσω το μήνυμα οτι πρόκειται για κάτι εντυπωσιακό η τρομερά καινοτόμο- την πλάκα μου κάνω, και είναι απολαυστικότατη η διαδικασία.

Ελπίζω να σας αρέσει και εσάς :).

UPDATE: αρκετοί τίτλοι έγιναν με τις δωρεάν γραμματοσειρές aka-acid της Cyberella

pov-top.jpg

Παρέα σε γιορτή Κατερίνας. Περνάμε καλά, είμαστε όλοι λίγο-πολύ γνωστοί μεταξύ μας.

Κάποια στιγμή, ο Παντελής βλέποντας την Μυρτώ (γνωστή και ως Cyberella) με ζακέτα γούνινη, της λέει περιπεκτικα:

«Αν είναι αληθινή, θα σε καρφώσω στον arkoudo!»

Ξαφνιάζομαι. Δεν μπορεί να ξέρει οτι γράφω ως αρκούδος, σωστά;

Ποιος είναι ο αρκούδος; ρωτάω – σχεδόν σίγουρος για την απάντηση..

«Ενας blogger στο δίκτυο, πολύ γνωστός (sic)»

To point of internest εδώ δεν είναι το «πολύ γνωστός», δεν είναι οτι η Cyberella φοράει γούνινα (δεν είναι αληθινό, αγαπάει τα ζώα), δεν είναι οτι ο Παντελής είναι καρφί (εμ, είσαι) ούτε είναι οτι ξέρω μια Κατερίνα και πηγαίνω στην γιορτή της.

Το κόλπο εδώ είναι οτι είμαστε όλοι bloggers.

Αφού έχουμε όλοι την δυνατότητα να ανοίξουμε ένα blog, και οι περισσότεροι έχουν την δυνατότητα να το συντηρήσουν, εν δυνάμει, είμαστε όλοι bloggers. Και όχι μόνο αυτό: είμαστε bloggers με δημόσιο λόγο.

Ας το δούμε λιγο πιο απλά αυτό. Ας υποθέσουμε ότι εμένα με διαβάζουν (να είσαστε καλά) 10 άνθρωποι. Αυτοί οι 10 με ξέρουν απο τον λόγο μου (τον γραπτό) και όχι απο την φυσική μου παρουσία.

Δεν ξέρουν την φυσική μου παρουσία. Δεν με ξέρουν ως άνθρωπο.

Είναι σαν να αρθρογραφώ ανώνυμα (παρότι όλοι όσοι έχουν επικοινωνήσει μαζί μου ξέρουν οτι χρησιμοποιώ το επώνυμό μου κανονικά) να χάνομαι στο πλήθος, αλλά να επηρεάζω (λίγο ή πολύ, καλά ή άσχημα) 10 ανθρώπους (*)

(*) με την προϋπόθεση οτι με παίρνουν σοβαρά, πράγμα που στην θέση σας δεν θα θεωρούσα δεδομένο

Έχοντας διαβάσει το blog μου (είναι μεγάλο, και ελπίζω απο καιρό σε καιρό άξιο λόγου) μπορείτε να σχηματήσετε μία γνώμη για μένα.

Για εσάς είναι δεδομένη. Για εμένα όμως, είναι διαφορετικά.

Καμαρώνω όταν σας αρέσει το blog (ειδικά όταν δεν με ξέρετε) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα όταν το βρίσκετε χρήσιμο, γουστάρω όταν σας προκαλεί να αντιδράσετε. Όσοι είσαστε ήδη bloggers ξέρετε καλά οτι δεν κάνω τίποτα σπουδαίο – γράφω, όπως και εσείς, καλά ή άσχημα, όπως και εσείς, θυμώνω ή αστειεύομαι – όπως και εσείς. Όσοι δεν είσαστε, το θεωρείτε μεγάλο πράγμα (όπως εγώ αυτούς που κάνουν τηλεόραση ή ραδιόφωνο, που λέω «πω-πω, δύσκολο φαίνεται» ενώ για αυτούς είναι δουλειά – ή έστω, χόμπυ). Μέχρι βέβαια αυτοί που δεν γράφουν να αρχίσουν να γράφουν, οπότε λένε «τελικά εύκολο είναι», και με ξεχνάνε ως «σπουδαίο πρόσωπο».

Και καλά κάνουν, μεταξύ μας 🙂

Γιατί αν με ρώταγε κανείς, δεν θέλω περισσότερους αναγνώστες. Περισσότερους blogger θέλω…

Είναι πάντως, σας βεβαιώ, ένα υπέροχο ταξίδι μαζί σας.

Διότι έχω φωνή, εκθέτω τις απόψεις μου, συμφωνώ και διαφωνώ με άλλους, συναναστρέφομαι με ανθρώπους που σέβομαι και εκτιμώ (όπως το καλτσόβρακο, τον Νάσσο, τον Κουκουζέλη και τον Θας, τον Ολντμπόυ) ως ίσος.

Και τόσους άλλους.

Φαντάσου να σέβεσαι και να εκτιμάς, και να συναναστρέφεσαι ως ίσος.

Και αυτήν την δύναμη ισότητας, την αντλώ αξιοποιώντας την σκέψη μου, τον γραπτό μου λόγο.

Νομίζοντας οτι μιλάω σε εσάς, στην πραγματικότητα μιλώ σε μένα. Κρίνω τον λόγο μου, ζυγίζω την σημασία του. Αυτό το δώρο που ξεκίνησε για πλάκα, το blog, και που είναι ανοιχτό για όλους, για όποιον θέλει να εκφραστεί, μου έδωσε κοντά τέσσερα χρόνια ένα μικρό σκαλοπάτι αυτοεκτίμησης να ανέβω.

Ας ελπίσουμε όλοι (περισσότερο απο εσάς, εγώ) να φανώ άξιος και στο μέλλον να σας κάνω παρέα.

Υ.Γ.: Σύντομα θα ανεβάσω και μία φωτό μου στο blog. Στο παλιό είχα, (ρε σεις, μου έλειψε το παλιό) αλλά στην μεταφορά δεν χώρεσε (άλλαξα και εγώ απο τότε, ε; :)). Είχα βάλει γιατι θεωρούσα οτι πρέπει να «βλέπεις» ποιος σου μιλάει, οτι έχει σημασία, αλλά δεν το κυνήγησα μετά να ξαναβάλω.

Προς το παρόν, ίσως ανασύρω εκείνο το ξεχασμένο μικρό movie-εικονίδιο που είχε τόση πλάκα στην κατασκευή του… 🙂

Γράφω λίγες ώρες πριν ανακοινωθούν οι εκλογές.

Εδώ και τρεις μέρες πονάω στο νεφρό, και έχω αιματουρία (έντονη, είναι φανερή ακόμα και απο μένα). Τις δύο προηγούμενες ημέρες πηγαίνω στο Ιατρικό Κέντρο Πάρου, την πρώτη για να ανακοινώσω το γεγονός, σε περίπτωση που κάνω κολικό και χρειαστεί ένεση, την δεύτερη για να τονίσω την αιματουρία.

Την δεύτερη η γιατρός (παθολόγος) με «μαλώνει» γιατί δεν έρχομαι πρωϊνές ώρες για εξετάσεις. Αιματολογικές και Ουρολογικές.

«Είναι δυνατόν να το αφήνετε έτσι;»

Καλώς, σήμερα πάω.

Όταν μπαίνω εξυπηρετείται ο αριθμός 23. Παίρνω το 72. Μετά απο μία ώρα περίπου, έρχεται η σειρά μου.

Εξηγώ την κατάσταση. Ο παθολόγος απορεί γιατί είμαι εκεί.

Του εξηγώ τι μου είπε η συναδελφός του, αλλά μου διευκρινίζει:

– Δεν υπάρχει υπερηχος. Και να υπάρχει (που απο ότι φαίνεται υπάρχει στο καρδιολογικό) δεν υπάρχει κανείς να εκτιμήσει τα αποτελέσματα. Δεν υπάρχει ουρολόγος.

Υπάρχει όμως λύση: να πάω Αθήνα.

Εεεεε, όχι ακριβώς. Του εξηγώ οτι θέσεις στα καράβια δεν υπάρχουν.

Μπορώ τότε, να την κάνω στο ιδιωτικό ιατρείο, που βρίσκεται ένα τετράγωνο δίπλα. Μπορεί να μου κάνει παραπεμπτικό, για Επείγον.

Α, τι καλά.

Πάω στο Ιδιωτικό Κέντρο, θέλουν €75 για την εξέταση.

Συμπέρασμα: Ή πληρώνεις €75 στο ιδιωτικό, ή παίρνεις καράβι και πας Αθήνα.

Κατα εκτιμήσεις η Πάρος φιλοξενεί αυτές τις ημέρες 150.000 με 200.000 άτομα.

Και σε δύο ώρες θα ανακοινώσουν εκλογές.

Σε τρεις, θα ζητήσουν την ψήφο μου.

Δεν τον ήξερα σχεδόν καθόλου. Αλλά εσένα, που ήταν αδελφός σου, σε ξέρω.

Σε ξέρω φιλαράκι.

Ξέρω οτι πάλι θα γίνεις και πατέρας, και μάνα, και αδελφός. Ξέρω οτι θα νοιαστείς, θα σκεφτείς, θα προγραμματίσεις.

Ξέρω οτι ο τελευταίος που θα ασχοληθείς μαζί του, είσαι εσύ.

Του τρίτου, ήταν κολλητός. Και κλαίει και σπαράζει. Όσο και εσύ, αλλά εσύ δεν δείχνεις. Το καταπίνεις, βάζεις άλλες προταιρεότητες.

Και πατέρας, και μάνα και αδελφός.

Κάπου εκεί, κάποια στιγμή, σου μαγκώνει την καρδιά το «τον θέλω πίσω, τώρα».

Σου σφίγγει τον λαιμό, σου κόβει την ανάσα.

Αλλά δεν δακρύζεις, γιατί κάποιος άλλος ζητά την προσοχή σου, την ασφάλειά σου, σε κάποιον πρέπει να φανείς δυνατός.

Και πατέρας, και μάνα και αδελφός.

Όπως πάντα.

~

Να σου πω οτι δεν είσαι τόσο δυνατός;

Να σου πω οτι δεν ορίζεις τις ζωές των άλλων; οτι δεν είσαι θεός; Οτι θα την κάνει την μαλακία του ο άλλος, οτι θα αφήσει την ζωή του να ξεφύγει, θα αδιαφορήσει, θα την αρνηθεί; Κι αν δεν άκουσε, κι αν δεν σκέφτηκε, και αν δεν ήθελε πια, ή δεν κατάλαβε, δεν φταίς εσύ φιλαράκι.

Να στο πω;

Θα κάνει καμία διαφορά;

Θα το θυμηθείς δέκα λεπτά μετά;

~

Φρόντισέ τους όλους, φιλαράκι. Χαιρέτα τον κόσμο, πες ευχαριστώ που ήρθατε, φρόντισε τα απαραίτητα, φρόντισε τους δικούς σου, βάλτους να κοιμηθούν, διώξε τα άσχημα όνειρά τους, χάιδεψε το προσκέφαλό τους.

Σαν πατέρας, σαν μάνα, σαν αδελφός.

Και μετά, όταν θα ‘σαι μόνος, και όλοι θα είναι ήσυχοι και ασφαλείς, κάνε μου και μένα μία χάρη ρε φιλαράκι.

Θυμήσου να κλάψεις και ‘συ.

Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι

«ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ»

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»

(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας…»

(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ’ αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»

(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου – μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:

«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων

(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι «για την Αμαλία»).

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

wedding.jpg

Ω, ναι.

Ναι, ναι, ναι.

Με χάσατε, τις τελευταίες μέρες, έτσι δεν είναι;

Σας έλειψα; Πειτε βρε την αλήθεια, μην ντρέπεστε, λιγάκι σας έλειψα.

Σας έγραφα οτι κάνω ετοιμασίες. Γάμου ετοιμασίες.

Ω, ναι λοιπόν. Εφτασε η ώρα. Ήρθε.

Δύο χρόνια μετά την γνωριμία μας, κάνουμε με την Ελεάνα μου, το επόμενο βήμα.

Τα-ρα-ταμ ταμ.

Την αποκλειστική φωτογραφία μας την είδατε επάνω.

Την Κυριακή θα είμαι έτσι ντυμένος, θα περιμένω στην εκκλησία να έρθει η αρκουδίτσα μου.

Εμένα θα με ξαναδείτε άμα τη επιστροφή μου απο την Πράγα (ω, ναι)

Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία, και θα την μοιραστώ μαζί σας.

Μόλις (αμέσως μόλις) την ξεπεράσω 🙂

Στο μεταξύ, αφήστε μία καλή ευχή στο commentoευχολόγιο που ακολουθεί, μέσα απο την καρδιά σας, και να ευχηθείτε να μην λιώσω απο την ζέστη μεσημεριάτικα περιμένοντας 🙂

Μια νέα ζωή ξεκινάει, ευχηθείτε μας να βρίσκουμε πάντα λόγους να την αντέχουμε 🙂

Φιλάκια,

Γιάννης & Ελεάνα

Ρεκόρ. Τέσσερις φορές να σβήσω κείμενο, δεν το συνηθίζω. Δεν ξέρω πως να γράψω οτι έχω γενέθλια: πανηγυρικά, το σβήνω, διότι – και τι έγινε; γενέθλια έχω, δεν πήρα και νόμπελ. Σιγά το κατόρθωμα! 🙂 Συναισθηματικά του τύπου «εγώ έχω γενέθλια, για δώρο κάντε ένα καλό σε έναν άγνωστο» θα με περάσετε για μουρλό, και δεν πρόκειται να το κάνετε, έτσι και αλλιώς. Θριαμβευτικά, με στυλ «τα έχω όλα, να δούμε τι θα μου ευχηθήτε και φέτος» είναι πολύ υπεροπτικά, και θα σκάσει στα μούτρα μου. Νοσταλγικά «χρρρόοοοοοονια που περνούυυυυνν, και δεν θα ξαναρθθούυυυυυυν»(μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά) είναι τις στιγμής, και μετά θα ευχόμουν να έχω γράψει κάτι απο τα άλλα.

Δεν είναι πάντως καιρός για αποτιμήσεις, αυτό είναι σίγουρο. Προς το παρόν, λέω να την ζήσω – θα την αποτιμήσω αργότερα. Πάντως, μέχρι στιγμής, έχω να το λέω: για όποιον πιστεύει στην μετενσάρκωση, αυτή είναι η καλύτερη ζωή που έχω ζήσει! 🙂

Ctrl + A. Delete. Πάμε πάλι:

Να ζήσεις Γιαννάκη, και χρόνια πολλά….

Υ.Γ.: Είμαι μακρυά απο υπολογιστές και internetια, οπότε τυχόν απαντήσεις, θα αργήσουν λιγουλάκι… 🙂

Παίξαμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, με παρέα, το Σάββατο. Ο τίτλος είναι (αν δεν απατώμαι) LifeStyle(*), και παίζεται ως εξής:

Ο κάθε παίκτης επιλέγει απο μία ερώτηση (μπορεί να φτιάξει και δική του). Επιλέγει απο μία σειρά γενικών φωτογραφιών τέσσερις και τις τοποθετεί σε τέσσερις προκαθορισμένες θέσεις στο ταμπλω.

Ας υποθέσουμε οτι η ερώτηση είναι «Που θα ονειρευόσουν να πας διακοπές με την γυναίκα σου»

Εξηγεί για κάθε μία απο τις φωτογραφίες τι τον αντιπροσωπεύει. Στο παράδειγμά μας, έστω οτι έχει διαλέξει μία φωτογραφία που απεικονίζει ένα βουνό, μιά άλλη με θάλασσα, μια με μία μεγάλη παρέα και μία με ένα ζευγάρι μόνο του στην παραλία.

Οι υπόλοιποι παίκτες καλούνται να μαντέψουν με ποιά σειρά τις τοποθετεί στην προτίμησή του.

Αφού όλοι οι παίκτες βάλουν τις επιλογές τους, επιλέγουν και ποιά απάντηση αντιπροσωπεύει περισσότερο εκείνους.

~

Ας παίξουμε μαζί λοιπόν ένα παιχνίδι.

Η ερώτηση που βάζω για μένα είναι:

Αν μπορούσα να αλλάξω τον κόσμο, αύριο το πρωϊ, τις σκέψεις του και τις προταιρεοτητές προτεραιοτητές του τι θα επέλεγα;

Οι φωτογραφίες είναι εδώ σε τυχαία σειρά (click για μεγαλύτερες):

Κλικ για μεγαλύτερη

α. Να ανέχεται τον εαυτό του, όσο και αν οι άλλοι τον προτρέπουν για το αντίθετο. Να νιώθει καλά με αυτό που είναι.

β. Να προσφέρει στους άλλους. Να διαθέσει τον εαυτό του στο γενικότερο καλό.

γ. Να ανέχεται την διαφορετικότητα των άλλων. Να μην τους φοβάται, να τους σέβεται και να μην τους επιτίθεται όταν νοιώθει ανώτερος.

δ. Να παλεύει για τους στόχους του, ανεξαρτήτως πόσο εφικτοί μοιάζουν. Να τους διαλέγει προσεκτικά, και να τους κυνηγά όσο μπορεί.

Τι πιστεύετε οτι έχω σε προτεραιότητα;

(προσέξτε, δεν ζητώ να ταυτοποιήσετε φωτογραφία με απάντηση – αυτό έχει ήδη γίνει. Σας ζητώ να διαβάσετε τις απαντήσεις, να δείτε και την φωτογραφία για κάθε μία απάντηση, και να σημειώσετε τι θεωρώ πιο σημαντικό απο αυτές)

Παράδειγμα απάντησης: Β Γ Α Δ.

Εξηγήστε γιατί.

Ύστερα, αφού προσπαθήσετε να μαντέψετε το δικό μου, βάλτε και την δική σας προτεραιότητα.

(*) Το είδα μόνο στα …γερμανικά. Όποιος ξέρει περισσότερα για το παιχνίδι, θα ήθελα να ενημερωθώ.

Πέντε πράγματα για τον εαυτό μου, ε, Flareman/νυστέρι;

Για να δούμε….

1. Χόμπι: Μου αρέσει η δουλειά μου. Πολύ. Σε τέτοιον βαθμό που ακόμα και όταν δεν δουλεύω για άλλον, πάντα έχω μία ιδέα να φτιάξω μόνος μου. Εγώ λέω οτι το χόμπι μου, βρέθηκε κάποιος να μου το πληρώνει, and i’m ok with that. Happy Web Designer, αυτό είμαι 🙂


2. Σκέψη: Ο εγωϊσμός. Οτι κάνω, το κάνω γιατι το γουστάρω πρώτα εγώ – πράγμα που οι άλλοι, όταν το αντιληφθούν, το σέβονται. Αυτή η γνώση και η προσπάθειά μου να είμαι πάντα ειλικρινής, με βοηθούν να κοιμάμαι ήσυχος το βράδυ. Δεν μπορώ να χρεώσω τίποτα σε κάποιον άλλο, όσο γνωρίζω οτι για πάρτη μου έκανα ό,τι έκανα.


3. Διάθεση: Για περπάτημα. μ΄αρέσει να παίρνω τους δρόμους – έπεισα και την Ελεάνα να το κάνει, που ήταν πιο δύσκολο απο ότι ακούγεται 🙂 . Είναι απόλυτα χαλαρωτικό να περπατάω, ειδικά με την παρέα κάποιου (ή του ραδιοφώνου, όταν είμαι μόνος μου). Είναι απο τα πράγματα που μπορώ να κάνω και μόνος μου, όπως το να δω μία ταινία στον κινηματογράφο ή να δω έναν αγώνα ποδοσφαιρικό (στο γήπεδο ή στο σπίτι).


4. Ελπίδες. Δεν κάνω ποτέ όνειρα για το μέλλον. Ή κάνω, αλλά δεν το παραδέχομαι. Ή το παραδέχομαι, αλλά δεν τα λέω. Μάλλον η απογοήτευση με πληγώνει τόσο, ώστε να με αποτρέπει απο το να ονειρεύομαι κάτι για το μέλλον. Ζω για την μέρα – άντε την εβδομάδα.


5. Πείσμα. Δεν κάνω ποτέ κακό σε άλλον. Αρνούμαι να πληγώσω, να πω ψέμματα, να κακολογήσω, να ενοχλήσω. Ακόμα και αν είμαι θυμωμένος, όταν θα ξαναέχω καθαρό μυαλό, κατά πάσα πιθανότητα θα μετανιώσω για κάτι που έχω πει ή κάνει. Αλλά είμαι μαλάκας, και όταν μου κάνεις κακό, σε διαγράφω. Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, ούτε εξιλέωση.


Ταγκάρισμα; Στην πιο αταίριαστη ομάδα ανθρώπων:

Araxtos (τα γράφει χωρίς να το ζητήσω)

Γιώργος (ο άνθρωπός μας)

Μιχάλης (πολιτικός αναλυτής)

Old Boy (long time favorite)

Sikia (απλώς γιατί υπάρχει)

(*) Το παιχνίδι, για όσους δεν γνωρίζουν είναι πως γράφεις 5 πράγματα για τον εαυτό σου (ψωνάρα) και ζητάς απο άλλους πέντε να κάνουν το ίδιο…

Ξημερώνει Κυριακή. Επιστρέφω σπίτι. Ξαφνικά, κάτι πατάω. Σχεδόν γλυστράει, σαν πετραδάκια.

Σπόροι, απλωμένοι στο πιο ανοιχτό σημείο της γειτονιάς μου. Δεκάδες, χιλιάδες. Απλωμένοι με μεράκι, περιμένουν τα πουλιά.

Flashback.

Έναν – δύο μήνες πριν, η Ελεάνα φεύγει απο το σπίτι – εγώ δεν έχω φύγει ακόμα. Όταν με παίρνει τηλέφωνο, μετά απο ώρες, ακούγεται στεναχωρημένη. Φεύγοντας, συνάντησε δεκάδες πτώματα δηλητηριασμένων πουλιών. Πεθαμένα, απλωμένα, νεκρά απο τον αγωνιώδη θάνατο της φόλας και τσακισμένα απο αυτοκίνητα που πέρασαν πάνω απο τα ετοιμοθάνατα κουφάρια τους. Εγώ δεν θα τα δω – οι δρόμοι είναι καθαροί όταν βγαίνω απο το σπίτι.

Επιστροφή.

Κάποιος ξαναέσπειρε θάνατο. Εκείνη την ώρα μιλάω με την Ελεάνα, αντιλαμβάνομαι τι ετοιμάζεται να γίνει. Είναι λίγο πριν τις δύο, απόλυτο σκοτάδι, κανείς στον δρόμο. Αυριο το πρωϊ, θα ξυπνήσουν τα πουλιά. Θα βρουν έτοιμη τροφή. Θα φάνε, και θα πεθάνουν. Όσα έχουν απομείνει.

Μου κολλάει μία ιδέα στο μυαλό.

Επιστρέφω σπίτι. Βλέπω τηλεόραση, τσεκάρω το δίκτυο, βάζω DVD του Μπόρατ. Ξεκαρδίζομαι, με τα χοντροκομμένα αστεία του. Έχω ξεχάσει τα πουλιά. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον.

Τέσσερις.

Σταματάω τον Μπόρατ στην μέση, κλείνω τα φώτα, προσπαθώ να κοιμηθώ.

Είναι αδύνατον. Αρνούνται όλα να συνεργαστούν. Το αδιανόητο, το απόλυτα παράλογο, το τρελό και εντελώς βλακώδες έχει κολλήσει στο μυαλό μου.

Να σκουπίσω όλη την γέφυρα.

Έχω μία καλή ευκαιρία, να φανώ φυσιολογικός, να το ξεχάσω. Να κλείσω τα μάτια μου και να κοιμηθώ. Να αργήσω αν σηκωθώ το πρωϊ, ωστε να μην δώ τα νεκρά πουλιά. Είναι δυνατόν; Θα σηκωθώ τέσσερις το πρωϊ, μέσα στο κρύο, ενώ έχω ήδη ξαπλώσει, να ντυθώ και να σκουπίσω την γέφυρα; Είναι δυνατόν; Τι, θα γλυτώσουν; Δεν θα έρθει ξανά αύριο; μεθαύριο; όταν θα λείπω; τι θα κάνω, θα φυλάω σκοπιά; Αφου δεν θα αλλάξει τίποτα. Άσε που θα με περάσουν όλοι για παράξενο. Απο αυτούς που βλέπεις και γελάς. Θα με πάρουν στο ψιλό. Τρελέ.

Κλείνω τα μάτια μου, και βλέπω αθώα πουλιά, να κείτονται νεκρά.

Ούτε αυτό με σηκώνει. Για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, αυτό που με σηκώνει είναι που θα έρθει το πρωϊ, και κανείς δεν θα τον έχει σταματήσει. Θα απολάυσει το έργο του. Θα νομίζει ότι όλοι συμφωνούν μαζί του. Θα πιστεύει οτι το να έχει το αμάξι του ή την αυλή του καθαρή, είναι πραγματικά σημαντικό πράγμα – σημαντικότερο απο δέκα – είκοσι μαλακισμένα περιστέρια. Οτι όλοι θα τον χειροκροτήσουν, αυτόν τον γενναίο, που πήρε την απόφαση που κανένας άλλος δεν τολμάει – αλλά όλοι ενδόμυχα (νομίζει ότι) σκέφτονται. Θέλω κάποιος να του (ή της) πει οτι διαφωνεί. Θέλω κάποιος να κάνει κάτι για αυτό. Και επίσης, είναι προσωπικό. Ας με περάσουν για παράξενο μαλάκα. Χέστηκα. Be your self. Ξέρετε εσείς.

Σηκώνομαι, ντύνομαι.

Κατεβαίνω να δω αν ο θάνατος είναι ακόμα εκεί.

Εκεί είναι. Απλωμένος σε όλη την γέφυρα. Υπολογίζω μισή ώρα με τρία τέταρτα σκούπισμα.

Επιστρέφω. Γράφω δύο χαρτιά με μαύρο μαρκαδόρο. Θα τα κρεμάσω όταν τελειώσω.

Παίρνω σκούπα, φαράσι, και μία σακούλα μέτριου μεγέθους.

Ξεκινώ, τέσσερις το πρωϊ, να σκουπίσω μία γέφυρα. Όταν φτάνω, ανατριχιάζω. Απο τα διπλανά δέντρα, ακούγονται κελαηδίσματα. Αρκετά.

Θα φροντίσω να ζήσετε και αύριο το πρωϊ.

Ξεκινάω. Σκουπίζω, δεν είναι εύκολο, η μέση μου με σκοτώνει, κάνει κρύο, μερικές πλάκες είναι σπασμένες και συγκρατούν σπόρους. Με συντροφεύουν τα τραγούδια των πουλιών, περαστικοί που επιστρέφουν κουρασμένοι απο πάρτι, αυτοκίνητα που δεν ξέρουν που ακριβώς πάνε. Τα σπόρια είναι βαριά, κάνω μικρά βουναλάκια.

Σας σκέφτομαι, εσάς που διαβάζετε το blog. Υπόσχομαι να σας το περιγράψω, τραβάω δύο-τρεις φωτογραφίες.

Τα σκουπίζω, τα μαζεύω στην σακούλα. Ισα-ίσα που τα χωράει. Όλη η γέφυρα καθαρή.

Κρεμάω τις δύο αφίσες, μία σε κάθε μεριά. Λένε με κεφαλαία γράμματα:

«Ψάχνεις για τα νεκρά πουλιά; Δεν υπάρχουν, γιατί ήρθα το βράδυ και σκούπισα τον θάνατο που έσπειρες. Αυτό που κάνεις είναι ανώμαλο και βλακεία. Σταμάτα.»

Κλείνω τα μάτια μου – ακούω τα πουλιά να κελαηδάνε. Σας ορκίζομαι, δεν είναι της φαντασίας μου: Δυνατά, ίσως δυνατότερα απο πριν.

Χαμογελώ, έχει προ πολλού ξημερώσει του αη γιαννιού.

Χρόνια μου πολλά. Επιστρέφω σπίτι.

Ποιός φταίει; το κακό το ριζικό μας; το σχολείο; τα κινητά; οι γονείς; Η τηλεόραση; Τα λανθασμένα πρότυπα; Η απουσία ηθικών αξιών; Η ανεργία; Η ανασφάλεια; Οι μετανάστες; Οι αλβανοί; Η ανεξιθρησκεία; Ο κομμουνισμός; Η (υπερβολική) δημοκρατία; Το internet; Οι κοπέλες που ντύνονται σαν τσούλες απο τα δώδεκά τους; Οι άνδρες που δεν είναι άνδρες αν δεν γαμουν και δέρνουν; Οι γυναίκες, γενικότερα; Οι άνδρες, ειδικότερα; Οι σιωπή; Οι φωνές; Η υπερβολική σκέψη; Η απερισκεψία; Η κακή χρήση της τεχνολογίας; Η τεχνολογία ειδικά; Μήπως πρέπει να γυρίσουμε είκοσι χρόνια πίσω; Μήπως πρέπει να προσαρμοστούμε είκοσι χρόνια μπροστά;

Έχω μία ιδέα:

Μήν με βρίσετε όμως;

Μήπως φταίμε εμείς; Εσύ και εγώ; Μήπως ένα ατυχές γεγονός το αναγάγαμε σε τηλεοπτικό σορολόπ; Μήπως η ανάγκη μας για αίμα, δάκρυα και σέξ μας έκανε να ξεχάσουμε οτι πίσω απο αυτή την ιστορία βρίσκονται καμιά δεκαριά ζωές;

«Μα είναι τόσο ενδιαφέρον». Γιατί; Γιατί είναι άξιο παρακολούθησης ένας βιασμός; Γιατί, αφού τα δικαστήρια επιληφθηκαν της υπόθεσης; Γιατί μας άρεσε να κοιτάμε την μάνα που λέει τι καλό είναι το παιδί της και τους πατέρες που λένε οτι τα σημερινά κορίτσια γουστάρουν να γαμιούνται απο τα δεκαπέντε; Πότε αναισθητοποιηθήκαμε έτσι; Και γιατί δεν το πήραμε χαμπάρι;

Παραδεχθήτε το – γουστάρουμε.

Καυλώνουμε με την εικόνα. Είναι μακρυά απο εμάς, αλλά δεν έχει το ψευτοχάρτινο του κινηματογράφου – έχει τον ωμό ρεαλισμό του αληθινού.

Το γευόμαστε το αίμα, το μυρίζουμε. Και ως ζώα ξεχνάμε οτι προέρχεται απο αληθινούς ανθρώπους.

~

Εχθές, κοιτώ σούπερ ντίλ, στον αντέννα. Το παιχνίδι παίζεται ως εξής (για όσους είναι ακόμα παρθένοι): Παίκτης διαλέγει απο καμιά τριανταριά βαλίτσες μία και μόνο για μείνει κρυφή και να ανοιχθεί στο τέλος. Στην συνέχεια, ανοίγει τις υπόλοιπες. Μία, μία. Έχουν ποσά, από ένα λεπτό μέχρι μισο εκατομμύριο ευρώ. Η οικογένεια (αποτελούμενη σχεδόν πάντα απο τρία μέλη, για να μην υπάρχει εύκολη ομοψυχία, παρακολουθεί και παρεμβαίνει. Κάθε δύο-τρείς βαλίτσες, ένας συνεργάτης της εκπομπής, αποτελούμενος ως «τραπεζίτης» παρεμβαίνει, προσφέροντας ένα ποσό στον παίκτη, για να του «αγοράσει» την βαλίτσα. Αν το αποφασίσει, το παιχνίδι σταματά και παίρνει το προσφερόμενο ποσόν. Αν αρνηθεί, διακινδυνεύει η βαλίτσα να περιέχει αδιάφορο μικροποσόν, και να χάσει την σιγουριά της προσφοράς.

Εχθές λοιπόν βλέπω έναν άλλο, απίστευτο βιασμό.

Οικογενειάρχης παίζει, και πάει σχετικά καλά. Στο πλάι του ο γιός του, η γυναίκα του, και μία ακόμα γυναίκα.

Μέχρι την μέση, είναι όλοι μαζί του.

Ξαφνικά, τα ποσά αυξάνουν – έχουν μείνει μόνο βαλίτσες με μικροποσά, και το μισό εκατομμύριο. Θυμηθείτε – έχει μία βαλίτσα που θα μείνει κρυφή μέχρι το τέλος – μπορεί να έχει δέκα λεπτά, μπορεί και ένα ευρώ.

Βλέπω μπροστά στα μάτια μου τους ανθρώπους να αλλάζουν. Απληστία, χρήμα, παιχνίδι, τζόγος. Σας ορκίζομαι, το βλέπεις στα μάτια τους, αλλάζουν. Είναι τρομακτικό.

Και ιδιαιτέρως ερεθιστικό για τους τηλεθεατές.

Το παιχνίδι ανάβει, η αγωνία μεγαλώνει. Η προσφορά του τραπεζίτη φτάνει τα 75.000 ευρώ.

Η οικογένεια αλλαλάζει (με μόνο, προς τιμή του τον υιό, που δεν παίρνει θέση). Είναι φρικτό. «Πάρε τα λεφτά» – «συνέχισε».

Ο παίκτης κάνει δεκτή την προσφορά, μένει στα 75.000. Η γυναίκα του είναι σε απερίγραπτη κατάσταση.

Οι υπόλοιπες βαλίτσες ανοίγουν – «για να δούμε τι χάσατε».

Ανοίγει και αυτή που είχε επιλέξει, και έχασε με την προσφορά: Μισό εκατομμύριο ευρώ.

Οι οικογένεια διαλύεται. Εμείς, ως ηλίθιοι τηλεθεατές χαζεύουμε και γελάμε, και λέμε «βρε τον μαλάκα» ή «καλά έκανε μωρε, που να το ξέρει», και εγώ σταματάω απότομα –

– το μυαλό μου παγώνει.

Μόλις είδα, ζωντανά, έναν βιασμό.

Η οικογένεια – το βλέπω στα μάτια μου, στα μάτια τους- διαλύθηκε.

Η γυναίκα κατηγορεί τον άνδρα, ο άνδρας είναι απαρηγόρητος. Πιστεύει οτι έκανε καλά, αλλά απο την άλλη είχε μισο εκατομμύριο στα χέρια του και το άφησε.

Είναι φρικτό.

Σκέφτομαι οτι θα μπουν διαφημίσεις, θα ακολουθήσει άλλη ταινία, θα αλλάξουμε κανάλι, θα το ξεχάσουμε – αλλά αυτός θα γυρίσει σπίτι του, κουβαλώντας αυτό το γεγονός σαν κατάρα για την υπόλοιπη ζωή του.

Θα σκέφτεται τι έχασε, θα κλαίει τα βράδυα, θα τον χωρίσει η γυναίκα του, θα τον πουν άχρηστο και ανίκανο, δειλό και αδελφή.

Και εγώ, στο μεταξύ, θα έχω αλλάξει κανάλι και θα ασχολούμαι με κάτι άλλο.

Ξεκαύλωσα και συνεχίζω, αλλά αυτός θα συνεχίσει να ζει τον βιασμό όλη του την ζωή. Κέρδισε 75.000€ αλλά για να τα πάρει, πούλησε την ψυχή του στον διάολο.

~

Φήαρ Φάκτορ, Τσίτερς, Βιασμοί και πορνό στα σχολεία, Μπιγκ Μπράδερ, Εύκολα τηλεπαιχνίδια, Τζακ-ας, Ειδήσεις, Πόλεμοι, Αίμα.

Όσο εμείς διψάμε για αίμα, τόσο θα υπάρχουν κάποιοι που θα βιάζουν τους βιασθέντες. Βρώμικοι αλλά και άσπιλοι, γιατί «αυτό θέλει το κοινό».

Και το κοινό είμαστε εμείς. Που ανώνυμα (και αδιάφορα) παρακολουθούμε με λαγνεία.

Εσύ, και εγώ.

Που θα βιάζουμε τους βιασθέντες, για ένα καλό ξεκαύλωμα.

Ανακοινώνοντας στο γραφείο τον επικείμενο αρραβώνα μου, άκουσα κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει στο παρελθόν:

«Γιατι; μια χαρά ελεύθερο παιδί δεν είσαι; Γιατί να κλειστείς στο …κλουβί;»

Ελέχθει ως αστείο, αλλά, όπως όλα τα αστεία, είχε μία δόση αλήθειας μέσα του. Ή εν πάσει περιπτώσει, μια αίσθηση οτι είναι σωστό.

Ίσως ποιο παλιά να συμφωνούσα. Οταν όμως τώρα κάναμε την κουβέντα, ήταν αδύνατο να πείσω τους συναδέλφους (περισσότεροι εκ των οποίων είναι αδέσμευτοι – αλλά όχι όλοι, και έχει αυτό την σημασία του) οτι δεν μιλάμε για φυλακή.

Δεν είναι χειροπέδα η βέρα.

Δεν ξέρω πως το βλέπουν οι άλλοι, αλλά απο την δική μου την ζωή, την δική μου την οπτική, η ανακάλυψη μίας τέτοιας συντρόφου, που καλύπτει τις περισσότερες ανάγκες σου (αν όχι όλες) δεν είναι αιχμαλωσία – είναι ελευθερία.

Είναι όμως δύσκολο να το περάσω στους άλλους. Είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να εξηγήσω πόσο επηρέασε το να έχω μία σύντροφο την ζωή μου, την καθημερινότητά μου.

Προσέξτε, δεν μιλάω για αγάπη μόνο: μιλάω για κάλυψη αναγκών.

~

Υπήρξα μόνος μου πολύ καιρό. Περισσότερο απο όσο θα έπρεπε, ίσως. Έγινε ηθελημένα, ή τουλάχιστον ακόμα και τώρα έτσι πιστεύω. Το επεδίωξα.

Η αναζήτηση της μίας είναι πολύ μοναχική υπόθεση. Και δύσκολη.

Εκτός όμως απο την πρόθεσή μου να «ζυμωθώ», να απομονωθώ και να σκεφτώ, να μην υποκείψω σε τίποτα λιγότερο απο το τέλειο, υπήρχε πάντα η ανάγκη της μοιρασιάς.

Όσο ανάγκη έχεις για να μείνεις μόνος σου, άλλο τόσο έχεις ανάγκη να μοιραστείς την ζωή σου.

Αυτό όμως οδηγεί σε μία εκ φύσεως διαδικασία: κοιτάς γύρω σου.

Ψάχνεις την πιο όμορφη γυναίκα, αυτήν που μπορείς να πλησιάσεις, που χαμογελάς με το αστείο της, που ερωτεύεσαι το κορμί της.

Ψάχνεις το βλέμμα της, τα χέρια της, τα μαλλιά της, το ρούχο ή το άρωμά της.

Και ειδικά εγώ, που υπήρξα δύσκολος και απαιτητικός, αυτή η αναζήτηση ήταν σχεδόν απογοητευτική.

Η ανάγκη να ολοκληρωθώ μόνο με μία σύντροφο που να μου ταιριάζει, οδήγησε σε άπειρες απογοητεύσεις, ατυχίες, στεναχώριες. Μια περιπέτεια που χωρίς άλλο γουστάρω – αλλά είναι βαθιά καυστική.

Τώρα, έχοντας δίπλα μου μία κοπέλα που με καλύπτει απόλυτα, την οποία εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια, που με εμπνέει να την λατρέψω, αυτή η διαδικασία αναζήτησης συντρόφου σταμάτησε να ταλαιπωρεί το εγώ μου.

Νιώθω στο πετσί μου την ολοκλήρωση. Ο στόχος μου δεν είναι να ικανοποιήσω το «γενικό αίσθημα» αλλά έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιράζομαι τα πάντα, που με αντιλαμβάνεται και τον αντιλαμβάνομαι, και τον επέλεξα με πληρότητα ψυχής.

Και κανείς δεν μπορεί να με πείσει οτι πριν ήμουν ελεύθερος και τώρα είμαι δεσμευμένος και φυλακισμένος.

Να με συμπαθάτε, αλλά εγώ, τώρα νιώθω ελεύθερος.

Απο το παρόν blog, ανακοινώνεται ο αρραβώνας μεταξύ του Αρκούδου -παύλα- Ιωάννη, και της Ελεάνας.

Και στα δικά σας (όσοι/ες γουστάρετε).

Επισημάνσεις:

– Το ζεύγος είναι πολύ ερωτευμένο,

– οι βέρες είναι μισές-μισές (λευκόχρυσο/χρυσό) και ματ (αν δεν το δείχνει επαρκώς η φωτογραφία)

– η ημερονηνία του γάμου μένει να ανακοινωθεί (όπως και το αν θα ψήσω την Ελεάνα για να σας την πω και εσάς, και να κάνουμε μπούγιο)

– το ζεύγος είναι πολύ ερωτευμένο,

– ο αρραβώνας έγινε σε κλειστό οικογενειακό κύκλο, την Κυριακή,

– και ο γράφων θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που γνώρισε αυτήν την κοπέλα.

Εις αύριον τα σπουδαία.

Φίλε αναγνώστη, κάνε μου μια χάρη:

Πριν διαβάσεις αυτό το post, παίξε αυτό το κομμάτι.

~

Το κύμα παφλάζει αδιάφορα.

Μεγάλωσα στην Πάρο. Δηλαδή, δεν μεγάλωσα μόνο ηλικιακά, αλλά και ωρίμασα, αισθάνθηκα, έζησα.
Όλοι έχουν μιά πατρίδα στο μυαλό τους. Ένα μέρος που νιώθουν σπίτι. Εμένα είναι η Πάρος.

Εδώ έζησα την μάνα μου, τόσα χρόνια πριν. Ζήσαμε και αλλού, αλλά εδώ έζησα την μάνα μου. Δεν μου καθησαν ποτέ περισσότερες εικόνες, μυρωδίες, στιγμές απο εκείνη, απο όσες ζήσαμε μαζί, εδώ.

Μην ξεγελιέσαι αναγνώστη, τούτο το ποστ δεν είναι ούτε για την Πάρο, ούτε για την μάνα μου.

Τούτο το ποστ είναι για μένα.

~

Τέτοια λοιπόν έλεγα εχθές το βράδυ στην Ελεάνα. Νύσταζε, χασμουριόταν η καημένη – είδε και εξ’ αιτίας μου όλο το champions league, τον Ολυμπιακό για μένα, τις άλλες ομάδες για κάτι κάφρους διπλανούς.

Γυρίζαμε και της έλεγα για την μάνα μου, θεός σχωρέστη, και στιγμές με ένα υφασμάτινο σκάκι που είχε και παίζαμε.

Δεν καταλάβαινε πολλά, μούγκριζε «ναι» και «όχι» και «σ’απαπάω» – δικό μας αυτό. Περπατάγαμε ακρη του λιμανιού, γυρίζοντας απο τα Λιβάδια, αυτή κρύωνε, εγω ιδρωμένος απο την ζέστη των ονείρων μου. «Μόλις φτάσουμε» να μου λέει, «εγώ θα κοιμηθώ». «Αμ δε» την κοροϊδεύω εγώ «που θα κοιμηθείς» – το μυαλό της πάει στο πονηρό και γελάει. Εγώ όμως, το εννοώ.

Φτάνουμε κοντά στο σπίτι, έχει απο ώρα μπει στις δεκατρείς του μηνός, δεκατρείς γνωριστήκαμε, μηνιαία επέτειος.

Δεκαέξι μήνες μαζί.

Μιά ζωή, και μην το γελάς.

Κάθε μήνα, ένα μικρό δώρο. Απο κάρτα και λουλούδια, μέχρι σύνδεση για τον υπολογιστή με το κινητό.

~

Τούτο το ξημέρωμα του δέκατου έκτου λοιπόν, φτάνουμε στο σπίτι που μας φιλοξενεί.

Ένα σπίτι μακρυά απο αυτό που μεγάλωσα, και απέναντί μας η Αγία Άννα.

Της λέω σου έχω δώρο, για την επέτειο. Ξυπνά. «Είναι άδικο, εγώ δεν σου πήρα κάτι» μου λέει ναζιάρικα. «Δεν πειράζει», της λέω, «θα εμπνευστείς». Γελάει.

«Το θέλεις σήμερα;» της λέω. «Οχι» μου λέει. Μετά την τρώει: «Ναι». Το ξανασκέφτεται, νυστάζει: «‘Οχι»

«Ελα μωρέ» της λέω «καλύτερα να το δεις τώρα, να κοιμηθείς με αυτό αγκαλιά το βράδυ»

Με τα πολλά, πειθεται.

«Πρέπει όμως να το δούμε στην Αγία Άννα»

Έντάξει, πάμε έξω, το παίρνω μαζί, καθόμαστε.

Της λέω πόσο έντονα νιώθω εδώ. Της λέω πόσο μου λειπει η μάνα μου. Που δεν με είδε άντρα, παρά μόνο παιδί. Που δεν με ειδε να χαίρομαι και άλλο, να λυπάμαι και άλλο, να κλαίω, να γελάω.

Που δεν με είδε να την αγαπάω τόσο.

Που δεν με είδε να…

…και ανοίγω το δώρο…

…της κάνω πρόταση γάμου.

Θα με παντρευτείς καρδιά μου;

~

Δεν θα μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού. Το ‘χα ταμένο.

Ξημέρωνε δεκατρείς Σεπτεμβρίου.

Ξημέρωνε άλλη μία μέρα.

Η πρώτη της κοινής μας ζωής.

~

Η Ελεάνα δάκρυζε. Εγώ φοβόμουν ευχάριστα. Ο ήλιος όπου να ‘ναι έβγαινε.

Το κύμα εξακολουθεί να παφλάζει – ποιο αδιάφορα, και ποιο γλυκά απο ποτέ.

.

Τι υπέροχη μελαγχολία η σημερινή… Μοιάζει η μέρα με φθινόπωρο, δροσιά σχεδόν κρύα, συννεφιά και αέρας..

Μπορεί να φταίει που εχθές μελαγχόλησα λιγάκι με τα παιχνίδια, και θυμήθηκα Πάρο, παιδί..

…αλλά πάλι, μπορεί να είναι μόνο ο καιρός.

Αυτές οι μέρες μ’ αρέσουνε. Νιώθω μόνος μου. Μην με παρεξηγείτε, δεν θέλω να είμαι μόνος μου, αλλά είναι εικόνα Πάρου, πιτσιρικάς.

Εκεί, το φθινόπωρο φεύγαν όλοι. Έμενα μόνος μου θαρρείς στο νησί, εγώ, το κύμα και οι γλάροι.

Για να δεις τους γλάρους, πρέπει να δεις τον ουρανό.

Σκοτεινός, όχι τόσο απειλητικός, θαρρείς θυμωμένος ή παρεξηγημένος, μου έκρυβε το ήλιο που τόσο λαχταρούσα.

Δεν το ήξερε ο ουρανός, αλλά τον λαχταρούσα και αυτόν. Το νησί είχε εικόνα μαγική, γιατί είχε όλο ουρανό. Ζώντας αρκετά χρόνια στην Αθήνα, στο κέντρο, η μόνη διαδρομή που μου έδινε ουρανό ήταν η Βαλτετσίου (αν δεν κάνω λάθος). Αυτον τον δρόμο ανέβαινα, κάθε πρωϊ, για να πάω σχολείο. Οταν έφυγα απο την Αθήνα κατάλαβα οτι ήταν και ο μόνος ουρανός της ημέρας.

Και στην Πάρο – όλο ουρανός. Συχνά, σήκωνα το κεφάλι μου για να τον αγναντέψω, το ίδιο απρόσιτος και μακρυνός όσο η θάλασσα, με τον το γκρίζο, φουρτουνιασμένο της θυμό, που δεν με ξεγελούσε.

Δεν είσαι θυμωμένη – ούτε και εσύ ουρανέ.

Δεν θυμώνανε μαζί μου – ήταν φίλοι, και ξεγελούσαν τους άλλους. Αυτούς που τρομάζανε με τον -δήθεν- θυμό τους, και τους αποφεύγανε, και με αφήνανε μόνο μου στο νησί.

Χα, τρομαγμένα πουλιά. Εγώ ήξερα θαρρείς να κοιτάω πιο πέρα απο τον θυμό τους, να κοροιδεύω τα κύμματά τους – το κάνω ακόμα, στον Παρασπόρο, που κάνω βουτιές στα μποφόρια, και μιλάω στα κύμματα, ακόμα, τριαντατόσο χρονώ άνθρωπος.

«μόνο αυτό έχεις;» φώναζα στα κύμματα, που καλοκαιριάτικα φτάνανε τα ενάμιση-δύο μέτρα ύψος.

Μα το φθινόπωρο ήταν αλλιώς. Το κύμα δεν ήταν δυνατό, ήταν σκούρο και απειλητικό, και ταρακουνούσε όποιον τολμούσε να πατήσει το πόδι του στο νησί.

Και εγώ ήξερα οτι έτσι το έκανε, του έβγαινε η πίκρα για όλους αυτούς που το τσαλαβουτούσαν στις καλές του, λίγες μέρες πριν, στο ηλιόλουστο πύρινο καλοκαίρι, και αμφισβητούσαν την οργή του. Ήξερα οτι έτσι το έκανε, και δεν θα θύμωνε για πολύ, ούτε θα πικραινότανε πολύ – καταλαβαινόμαστε καλά με το κύμα και τον ουρανό.

Το κοιτούσα και με κοιτούσε και αυτό.

Απο ψηλά, μοναχό σε ενα τεράστιο νησί, όλο κρυψώνες και φωλιές, σπηλιές και σκιές δέντρων, ένα παιδί το κοιτούσε με θάρρος και κατανόηση.

Καταλαβαινόμασταν καλά τότε.

Που και που, σαν σήμερα, κάνει πάλι την εμφάνισή του αυτός ο ουρανός, (και είμαι σίγουρος, κάπου μακρυά και αυτό το κύμα) και μου χαρίζει το βλέμμα του.

Σταματώ. Παρατάω την δουλειά και πάω μιά βόλτα.

Θαυμάσια, μελαγχολική ημέρα.