Πιστεύω πως κανένας άνθρωπος δεν είναι ανώτερος από κάποιον άλλον, κανένας δεν είναι κατώτερος από κάποιον άλλον. Για κανέναν απολύτως λόγο.

Να ένας καλός λόγος να με βαρέσει κανείς. Για να δούμε και άλλους.

– Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια βασικά δικαιώματα. Είτε είσαι φτωχός, είτε πλούσιος, είτε Άρειος, είτε Μπαγκλαντεσιανός, έχεις δικαίωμα στην Παιδεία, Υγεία, Διατροφή, Στέγη, Επικοινωνία με την καλύτερη δυνατόν μορφή της.

– Το μνημόνιο ήταν στα όρια της εθνικής προδοσίας, όχι (μόνο) για τα γραφθέντα του και τις επιταγές του, αλλά γιατί δεν επικυρώθηκε άμεσα και ξεκάθαρα από τον Ελληνικό λαό. Πιστεύω πως, όσοι το ψήφισαν, ήδη από το πρώτο, έδρασαν χωρίς να έχουν λαϊκή βούληση.

– Κανένας δεν δικαιούται να μιλάει για λογαριασμό μου.

– Ο ρατσισμός είναι βλακώδης ως ιδεολογία. Βλακώδης. Δεν αξίζει καν να ασχοληθώ μαζί της.

– Ο άνθρωπος μπορεί να πιστεύει σε όποια θεότητα θέλει, ή σε καμία – στα πλαίσια που αυτή δεν χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να αλλάξει το βασικό μου πιστεύω, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα. Η πίστη του άλλου δεν αντιτίθεται στην δική μου, δεν με προσβάλλει με κανέναν τρόπο. Οφείλω να εκφράσω την δική μου με τρόπο που δεν προσβάλλει τον γείτονά μου.

– Είμαι καραφλός, με μουσάκι, μ’ αρέσουν οι μαύρες μου μπλούζες. Μοιάζω πάρα πολύ σ’ αυτόν (καλά, ψηλό δεν με λες). Δεν προτίθεμαι να αφήσω μαλλί για να διαφέρω. Να αφήσει αυτός 🙂

– Πιστεύω σε όποια οικονομική θεωρία λέει πως και κράτος πρέπει να υπάρχει, για να προστατεύει τους αδύνατους, και ελεύθερη οικονομία πρέπει να υπάρχει, για να δίνει ευκαιρίες στους πιο σκληρά εργαζόμενους, έξυπνους, πετυχημένους. Όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε στο κοινωνικό κράτος, όλοι έχουμε δικαίωμα να πλουτίσουμε μετά από αυτό.

– Ο ανώνυμος κάμεραμαν του σκάι δεν ευθύνεται για τις θέσεις του Μπάμπη Παπαδημητρίου. Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου ευθύνεται για τις θέσεις του Μπάμπη Παπαδημητρίου.

– Υποστηρίζω απόλυτα και ανεπιφύλακτα τους ομοφυλόφιλους. Δεν χρειάζονται την έγκρισή μου για την σεξουαλική τους προτίμηση, και δεν μπορεί να είναι λόγος σε μία πολιτισμένη κοινωνία να έχουν λιγότερα δικαιώματα από τον διπλανό τους.

– Όλοι έχουν δικαίωμα να πουν την σκέψη τους. Όλοι. Και οι μνημονιακοί, και οι αντιμνημονιακοί, όλοι. Και ο φασίστας έχει δικαίωμα να πει την δική του – άλλο που εγώ δεν ενδιαφέρομαι ιδιαιτέρως να την ακούσω. Αλλά έχει. Αρκεί να μην παραβαίνει κανείς τον πρώτο μου κανόνα.

– Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να είναι ειλικρινείς. Αν πουν ψέματα πρέπει να τους αφαιρείται άμεσα η δημοσιογραφική ταυτότητα.

– Αν κάποιος σφάλλει, υπεύθυνα είναι τα δικαστήρια. Ο νόμος. Αν ο νόμος δεν είναι καλός, αλλάζουμε τον νόμο. Είμαι εναντίον της «δικαιολογημένης» αυτοδικίας. (δικαιολογημένης = δεν είμαι αυτοδίκαια αθώος αν σκοτώσω τον βιαστή του παιδιού μου)

– Ελεγχόμενός μου είναι ΠΑΝΤΑ η αστυνομία, όχι όποιος είναι απέναντί της. Περισσότερα εδώ.

– Ψηφίζω. Το ίδιο επιθυμώ και δι’ ημάς υμάς. Καταλαβαίνω αυτούς που δεν ψηφίζουν, άλλο που θεωρώ ότι δεν πετυχαίνουν τον σκοπό τους.

– Θεωρώ απολύτως λάθος να αγοράζω προϊόντα από την vodafone, την siemens, το mall, την Creta Farm. Δεν θέλω να πληρώνω στην ουσία εταιρίες που χρησιμοποιούν τα χρήματά τους με λάθος τρόπο. Ίσως υπάρχουν και χίλια δυο άλλες, αλλά εγώ, αυτές έχω στοχεύσει.

– Είμαι εναντίον στις κρεμάλες και στο να καεί η Βουλή. Είμαι εναντίον της βουλευτικής ασυλίας, είμαι εναντίον της ατιμωρησίας των υπουργών.

~

Ορίστε. Να κάποιοι λόγοι που θα ήθελες να με βαρέσεις.

Αν με δεις στον δρόμο, και με θυμηθείς, δες την λίστα, τι μπορεί να σε ενοχλεί, και δώστου.

Δεν τρέχω σχεδόν καθόλου, είμαι πεντακόσια κιλά αηδία, δεν μπορώ να σηκώσω χέρι επάνω σου, και, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορέσω να αμυνθώ σχεδόν καθόλου,

…αυτό που λέμε «θα κάτσω να τις φάω«.

Είτε είσαι νεοναζί, και οι αριστερίζουσες (ή οι γκαίη φρέντλυ) σκέψεις μου σε ενοχλούν, είτε είσαι αντιφασίστας και το καραφλό μου λουκ σε ιντριγκάρει, (ή σου θυμίσω τον φασίστα της γειτονιάς σου), ιδού πεδίο δόξης λαμπρόν.

Καλή επιτυχία σου εύχομαι.

Δυσκολεύομαι να σου περιγράψω πόσο άβολα νιώθω όταν η πουτάνα είναι πουτάνα, και ο πελάτης είναι, απλώς, πελάτης. Πουτάνες είναι οι αλήτισσες γυναίκες, οι κακές, αυτές που δεν έχουν ψυχή, καρδιά, οι πουτάνες είναι το φτύσιμο της κοινωνίας, οι χειρότερες όλων – έτσι δεν είναι; Ο άλλος είναι, απλώς, πελάτης, ισότιμο μέλος μίας συναλλαγής. Αγοράζει ένα προϊόν. Είναι απόλυτα λογικό, όλοι αγοράζουμε απλώς προϊόντα. Για την καθώς πρέπει κοινωνία μας δεν έχει σημασία που βιάζει έναντι αντιτίμου ένα πρεζόνι, ή ένα θύμα τράφικινγκ, ή μία εθισμένη στα λεφτά – αυτός είναι πελάτης, αμόλυντος, δεν του ξελλαρυγγιάζει ποτέ την χολή του κανένας, είναι πελάτης, κάνει την κοινωνία να κινείται, το χρήμα να ρέει, ως πελάτης αξίζει τον σεβασμό μας, ίσως βέβαια τον αναφέρουμε υποτιμητικά στις ειδήσεις, να βάλουμε λίγο χρώμα στην φωνή μας όταν θα πούμε έναν ανώνυμο αριθμό, «600 πελάτες», αλλά αυτός είναι πελάτης, σήμερα μία πουτάνα, αύριο μια τηλεόραση, ναι, μπύρα, πελάτης είναι, τσιγάρα, εφημερίδα, μπορεί και να ψηφίσει, να τον δεις στον δρόμο, να του πεις έλα ρε Βασίλη, είναι πελάτης, πελάτης σου, βλέπει διαφημίσεις, είναι ενεργό μέρος της κοινωνίας. Κυκλοφορεί μέρα. Κάνει την σκοπιά του, φυλάει την πατρίδα μας, μεταφέρει τα προϊόντα σου, αγοράζει τα αγαθά σου, προσέχει τα παιδιά σου, παντρεύεται την κόρη σου. Είναι άντρας αυτός, αγόρι. Και, πάνω απ’ όλα ψωνίζει, έχει λεφτά, αγοράζει, δεν ψωνίζεται, δεν πουλιέται, δεν είναι λιγότερος από άνθρωπος. Αυτός που αγοράζει είναι σαφώς καλύτερος από αυτόν που αγοράζεται, έτσι δεν είναι; Και έτσι ακριβώς, λογικά σκεφτόμενη η κοινωνία μας, βγάζει την φωτογραφία της πουτάνας, με όνομα και επώνυμο, και ηλικία, και προφίλ και ανφας, μα ο πελάτης είναι αριθμός, είναι 600-700 κλήσεις, είναι 600-700 πελάτες. Γιατί αυτή έχει AIDS, αλλά ο πελάτης που πλήρωσε έξτρα ένα πρεζόνι για να μη βάλει λάστιχο στο καυλί του, δεν έχει κάτι τέτοιο, για όνομα του θεού, είναι αμόλυντος, δεν είπαμε; Δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί κανείς, τίποτα. Ούτε καν για το αν ενώ πλήρωσε παραπάνω για να γαμήσει χωρίς προφυλακτικό την πουτάνα θα είναι το ίδιο προσεκτικός με την γυναίκα του, ή την κοπέλα τους. Η πουτάνα βέβαια το κόλλησε το AIDS από την ψυχή της, προφανώς, όχι από έναν άλλο πελάτη, με λεφτά πελάτη, με ισχύ πελάτη, που της έδωσε 20 ευρώ παραπάνω και την σκότωσε. Άλλωστε, το έχει πει και ο Υπουργός μας, αν έχει AIDS να την στείλουμε από εκεί που ήρθε. Λες και δεν έχει προαγωγό, λες και δεν έχει τσατσά. Ο πελάτης είναι ένας αριθμός που θα ξεχάσουμε την επομένη των εκλογών. Η πουτάνα έχει ονοματεπώνυμο και φωτογραφία, ένα στίγμα και μία ασθένεια που πρέπει να παλέψει πολύ για να κερδίσει κάποια ποιοτικά χρόνια ζωής. Και βγάλαμε την φωτογραφία της για να αισθανθούμε ασφαλείς. Και το πρόσωπό της, λες και την κοίταξε ποτέ κανείς στο πρόσωπο. Και το όνομά της, λες και την φώναξε ποτέ κανείς με το όνομά της. Για να πούμε «εντάξει, την πιάσαμε αυτήν, νάτην, νάτες όλες, καθαρίσαμε, κανένα πρόβλημα, θα φάει και φυλακή γιατί είναι δολοφόνος, και τέρμα». Η φωτογραφία της πουτάνας, ένας αριθμός για τους πελάτες, και μία ασφάλεια για εμάς για να συνεχίσουμε την μέρα μας, ανενόχλητοι.

Κανένα πρόβλημα. Πάει και αυτό.

Δυσκολεύομαι πολύ να τα εξηγήσω όλα αυτά, αλήθεια στο λέω.

Πριν λίγο καιρό, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, έκανε βόλτα με δημοσιογράφο καναλιού στο κέντρο της Αθήνας. Αηδίασε και «προβληματίστηκε» με το θέαμα. Ήταν ένα καλά σχεδιασμένο τρυκ για να ξεκινήσουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αμυγδαλέζα.

Για αρκετό καιρό, στα κανάλια έπαιζαν επιμόνως διαρκώς εκτενή ρεπορτάζ, με θέμα «οικολογική βόμβα στο κέντρο της Αθήνας», «Εικοσιπέντε άνθρωποι σε ένα δωμάτιο», «βρωμιά, δυσωδία και παραβατικότητα στα σοκάκια του ιστορικού κέντρου». Με έμφαση στις λέξεις διαρκώς, εκτενή, επίμονα.

Πριν λίγες ημέρες, βγήκε στο διαδίκτυο προεκλογικό σποτ της Νέας Δημοκρατίας με σαφή σύνδεση μεταναστών με την εγκληματικότητα. Έκανε λόγο για «ανακατάληψη των πόλεών μας από τους λαθρομετανάστες» «Ανακατάληψη των πόλεων από τα γκέτο των μεταναστών» (ούτε καν των παράνομων).[*]

Κάποιος θα πίστευε ότι δεν τα εννοούν αυτά που λένε. Ότι το κάνουν μόνο για να πάρουν την ψήφο από την ανερχόμενη ακροδεξιά.

Έχω διαφορετική ανάγνωση: λένε ακριβώς αυτό που εννοούμε. Απλώς όχι αυτό που νομίζεις.

~

Για την Χρυσή Αυγή, η καθαρότητα της φυλής είναι αυτοσκοπός. Καλώς ή κακώς (κακώς για μένα, αλλά αδιάφορο), αυτή η καθαρότητα εκφράζεται ειλικρινέστατα: δεν μπορεί να κρυφτεί ο νεοναζί. Πιστεύει ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους με κριτήριο την φυλή τους, και δεν έχουν την ίδια αξία.

ΝΔ και Πασοκ (και πιθανότατα και άλλοι, αλλα μένω σ’ αυτούς που ήταν κόμματα εξουσίας και πήραν αποφάσεις) δεν συμμερίζονται την καθαρότητα της φυλής. Μπορεί να μοιάζει έτσι, γιατί το τελικό θύμα είναι το (σχεδόν) το ίδιο, αλλά δεν έχουν τις ίδιες βλέψεις.

Θέλω λίγο να με προσέξεις εδώ, γιατί αυτό που θα σου πω είναι καλά κρυμμένο ως τώρα πίσω από θολές θέσεις, και μπορεί να σου ξεφύγει πολύ εύκολα:

Για τα πρώην κόμματα εξουσίας, αντίθετα με την «καθαρότητα της φυλής» που πρεσβεύει η φιλοναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή, το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες.

Το πρόβλημα είναι οι φτωχοί.

Είτε ο Πακιστανός έχει έρθει ως τουρίστας, με τα ωραία του δολάρια ή ευρώ, είτε είναι ο ανθρωπάκος που σου ζητάει λεφτά στα φανάρια, για την Χρυσή Αυγή (ή κάθε άλλης φίλα προσκείμενης ομάδας, όπως το Λάος, ή οι ακροδεξιοί της Νέας Δημοκρατίας και πάει λέγοντας) είναι ένας εχθρός.

Το απάνθρωπο μίσος τους εκφράζεται τίμια και ειλικρινώς.

Για την επίσημη Νέα Δημοκρατία, και το επίσημο Πασόκ όμως, αν ο μετανάστης δεν είχε αρκετά χρήματα για να φύγει από την χώρα του ως τουρίστας, αλλά έπρεπε να διαφύγει στην χώρα μας (ως τράνζιτ σε άλλες χώρες) για να φάει ένα κομμάτι ψωμί, είναι εχθρός και αντιμετωπίζεται ως τέτοιος.

Νομίζεις ότι αφορά μόνο τους μετανάστες;

Πριν λίγες ώρες έμαθα πως όσοι νοίκιαζαν σπίτια σε περισσότερους από έναν ή δύο ανθρώπους στο κέντρο, έγιναν έρευνες και συλλήψεις.

Νομίζεις ότι μόνο οι μετανάστες δεν έχουν που να μείνουν;

Πιστεύεις ότι διαφέρεις από τον μετανάστη; Εγώ πάντως, όχι. Αν χάσω την δουλειά μου, μπορεί να κοιμηθώ στον δρόμο. Αν χρειαστεί, για να βρω μία στέγη, θα νοικιάσω με άλλους είκοσι. Αν η νόμιμη παρουσία μου στην Ελλάδα κοστίζει χρήματα, προφανώς, προφανέστατα δεν θα έχω για να πληρώσω. Αν δεν έχω λεφτά για φαΐ, θα ψάχνω στα σκουπίδια. Ή, και μετα λόγου γνώσεως το λέω, για να φάει η οικογένειά μου, θα ζητιανέψω. Θα δουλέψω χωρίς ασφάλεια, χωρίς δικαιώματα, χωρίς ελπίδα.

Πόσο διαφέρω από τον μετανάστη; Τα μέσα θα με παρουσιάσουν ως Υγειονομική Βόμβα, η συζήτηση θα γίνει για το αν πρέπει να ζήσω «βρώμικα ελεύθερα, ή σε «χρυσό» κλουβί φυλακισμένος», με έμφαση στο «τουλάχιστον θα έχεις να φας» και «δεν θα βρωμίζεις το ιστορικό κέντρο». Και ας είσαι φυλακισμένος.

Γιατί είσαι φτωχός.

Αναθεωρήστε τις απόψεις σας. Τα δύο κόμματα εξουσίας δεν καπηλεύονται τον ρατσισμό της Χρυσής Αυγής.

Έχουν άλλον, δικό τους.

Και βασίζεται στο χρώμα του χρήματος.

Υ.Γ.: Διαβάστε και το άρθρο «Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη Δούλων» από τον @giopso

Υ.Γ.2: [*] Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, για το video της Νέας Δημοκρατίας. Για πρώτη φορά στην ζωή μου καταψήφησα το video, και το έκανα mark για ρατσιστικό περιεχόμενο. Η Νέα Δημοκρατία «απάντησε» διατηρώντας το video, βγάζοντας την βαθμολογία (που ήταν συντριπτικά εναντίον της) και αφαιρώντας την δυνατότητα σχολιασμού.

Update 14/5/2013: Ξαναδιαβάζοντάς το, είμαι πολύ επιεικής με αυτά που γράφω ως προς την Χρυσή Αυγή. Στα σχόλια ο Αναστο έχει δίκιο: αυτοί οι άνθρωποι το μόνο που θέλουν είναι εξουσία δια της δύναμης – εναντίον οποιουδήποτε είναι απέναντι. Δεν είναι ειλικρινείς ούτε με την σκιά τους, για κανένα απολύτως θέμα.

Είναι ένα βίαιο, και αποτρόπαιο θέαμα για μένα. Και δυσκολεύτηκα να το δω, και δυσκολεύτηκα ακόμα περισσότερο να το ακούσω.

Και δεν είναι το μόνο. Σου θυμίζω και αυτό το βίντεο που δυσκολεύτηκα επίσης να δω.

Σου θυμίζω και αυτό, που δυσκολεύτηκα να δω, παλιότερα.

Σου θυμίζω και αυτήν την περιγραφή, που δυσκολεύτηκα να διαβάσω.

«Με είχαν τυλίξει με μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών που είχε γεμίσει κόπρανα από τον φόβο των βασανιστηρίων. Μου έβαζαν το πιστόλι στο μάτι. Απειλούσαν να με σκοτώσουν και με κτυπούσαν. Αμέσως μετά με έβαζαν να προχωράω… κουτσό, στο ένα πόδι. Κι όταν δεν τα κατάφερνα με κτυπούσαν πάλι»

Εδώ, όλο.

Αν έφτασες μέχρι εδώ, χωρίς να μπεις στις σελίδες, χωρίς να δεις τα βίντεο, χωρίς να ακούσεις τις κραυγές, θέλω λίγο την προσοχή σου: Αυτό το ποστ είναι αποκλειστικά για σένα.

Κλείσε λίγο τα φώτα. Κλείσε τα άλλα παράθυρα στον browser. Γύρνα πίσω στο κείμενο, σταμάτα ότι κάνεις, σταμάτα ότι ακους, και δες αυτά τα βίντεο. Άκουσέ τα.

Όχι ακόμα; Πρόσεξέ με λίγο.

~

Είναι πολύ δύσκολο να τα δεις. Είναι πολύ δύσκολο να τα διαβάσεις, και πολύ, ΠΟΛΥ δύσκολο να τα ακούσεις. Το ξέρω. Είναι πολύ δύσκολο να τα κατανοήσεις. Θέλεις να δεις μπάλα, ή τον τάδε τραγουδιστή, να κοιτάξεις ξέρω γω στο iphone, ή να παίξεις pes, με τα φιλαράκια, ή να βάψεις τα νύχια σου, ή να πας για ψώνια,

οτιδήποτε, οτιδήποτε εκτός από αυτό.

Ξέρω. Το ίδιο και εγώ.

Αλλά άκου: χρωστάμε κάτι. Θα σου πω τι γίνεται: Κάθε μπουνιά, κάθε κλωτσιά, κάθε ροπαλιά, κάθε σακούλα με σκατά και εμετούς, κάθε μία από αυτές τις πράξεις, έγιναν.

Δεν σου λέω να διαμαρτυρηθείς, να βγεις στον δρόμο, να πάρεις τηλέφωνο τον βουλευτή σου, να ουρλιάξεις, να μην κοιμηθείς το βράδυ, να πας να πετάξεις μία πέτρα – σου λέω, μόνο, να τα δεις.

Και άκου γιατί.

Δυστυχώς, υπάρχουν μόνο δύο στρατόπεδα σ’ αυτήν την ιστορία. Αυτός που τις τρώει, το θύμα του βασανισμού – και οι άλλοι.

Εσύ, εγώ, η μητέρα σου, η κόρη μου – μπορούμε να ανήκουμε μόνο σε μία από τις δύο κατηγορίες. Ή θα είμαστε με τα θύματα, ή θα είμαστε με τους θύτες.

Αν αφήσουμε την ψυχή μας απείραχτη, αβίαστη, αμόλυντη με αυτό το θέαμα, αν προστατέψουμε τον εαυτό μας, αν κοιτάξουμε αλλού, δεν είμαστε τα θύματα. Εμείς, μπορούμε να το αποφύγουμε. Είναι ένα κλικ. Δεν το κάνουμε. Είναι λέξεις. Δεν τις διαβάζουμε. Εικόνες. Δεν τις βλέπουμε. Φωνές. Δεν τις ακούμε.

Εμείς μπορούμε να το αποφύγουμε, τα θύματα όμως όχι.

Και αυτό που σου ζητάω, μετά λόγου γνώσεως, είναι να γίνεις θύμα. Να πληγώσεις την ψυχή σου, την λογική σου, για να δεις τι έκανε ο γείτονάς σου ο Νίκος, ο Κώστας, ο Βαγγέλης, ο απέναντι, αυτός που πίνεις μαζί καφέ, αυτός που ακούς στην τηλεόραση, αυτός που φωνάζεις κύριε Υπουργέ, αυτός που ψηφίζεις κάθε τρία-τέσσερα χρόνια, να τραυματίσεις την ψυχή σου, και να μην αποστρέψεις το βλέμμα σου από κανέναν βιασμό της προσωπικότητας ενός θύματος.

Σου ζητάω, βασικά, να πονέσεις.

Να πονέσουν τα μάτια σου, να πονέσει η λογική σου, να πονέσει η αξιοπρέπεια, η ανθρωπιά σου, να πονέσουν τα αυτιά σου, να ματώσεις την ψυχή σου.

Γιατί, φίλε, φίλη, αν δεν το δεις, δεν σημαίνει ότι δεν έγινε.

Το αντίθετο.

Αν κοιτάξουμε αλλού, δεν θα σταματήσει. Αν δεν κάνουμε κλικ δεν θα σταματήσει. Αν δεν ακούσουμε την κραυγή, δεν σημαίνει ότι δεν βγήκε από τον λαιμό κάποιου. Αν δεν δούμε το αίμα, δεν σημαίνει ότι δεν κύλισε.

Γίνε, μαζί μου, θύμα.

Πληγώσου.

Γιατί μόνο αν το δούμε θα πάρουμε πλευρά. Αν δεν το δούμε, θα το ξεχάσουμε.

Ή θα πούμε «δεν ξέραμε».

Θα είμαστε κουκουλωμένοι στην ψευδαίσθηση της ασφάλειάς μας, ψευδαίσθηση, γιατί ο διαδηλωτής είσαι εσύ, και εγώ, ο μετανάστης στον δρόμο, είσαι εσύ, και εγώ, ο περαστικός στην Θεσσαλονίκη είσαι εσύ, και εγώ, και πρέπει να αντιληφθείς, είναι σημαντικό να αντιληφθείς, ότι αυτοί που θα μας διαχωρίσουν, αυτοί που θα πουν «άλλο εσύ, εσύ είσαι Έλληνας», «άλλο εσύ, εσύ δεν είσαι διαδηλωτής να πετάς πέτρες στο σύνταγμα», «άλλο εσύ, εσύ δεν κοπανιόσουν μόνος σου σε μία ζαρντινιέρα», αυτοί που θα μας πουν «άλλο αυτοί» είναι οι ίδιοι που τους βασανίζουν, παρατήρησέ το, είναι οι ίδιοι, οι ίδιοι, είναι οι ίδιοι που τους χτυπάνε, είναι οι ίδιοι δειλοί που στην πραγματικότητα σε φοβούνται, φοβούνται την θλίψη σου, φοβούνται τον θυμό σου.

Φοβούνται μην δεις τις πράξεις τους.

Τρέμουν, τρέμουν μην μαθευτούν. Δεν σε θέλουν θύμα,σε θέλουν αμέτοχο. Να κοιτάξεις αλλού. Να μην το δεις. Συνένοχο.

Δεν με πιστεύεις;

Αυτό είναι το επίσημο ανακοινωθέν για την υπόθεση του Αυγουστίνου Δημητρίου: Η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης έβγαλε ανακοίνωση που υποστήριζε ότι ο φοιτητής τραυματίστηκε γιατί «έπεσε αρχικά σε σταθμευμένο μοτοποδήλατο και στη συνέχεια σε ζαρντινιέρα που υπήρχε στο σημείο, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί»

Αν δεν δεις το βίντεο, θα το πιστέψεις.

Οι πρώτες περιγραφές για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, ήταν ότι πέταγε πέτρες.

Αν δεν το δεις, θα το πιστέψεις.

Ο Μάριος Λώλος χτυπήθηκε για να μην το δεις. O Μοδέστος Σιώτος χτυπήθηκε, για να μην το μάθεις.

Τρέμουν μην το δεις. Νομίζεις ότι χαίρονται και πανηγυρίζουν για το έργο τους, νομίζεις ότι καυχιόνται, αλλά εγώ πιστεύω ότι είναι δειλοί, ότι τρέμουν, ότι τρομοκρατούνται.

Δεν είμαστε εμείς οι θύτες. Και, δυστυχώς, δυστυχώς, για να μην υπάρξουν άλλοι θύτες, πρέπει να μοιραστούμε την θέση του θύματος.

Όπως μπορεί ο καθείς.

Πρέπει να φύγουμε από το άλλο αυτοί, και να γίνουμε εμείς αυτοί. Να γίνουμε όλοι εμείς αυτοί, ώστε να ξεκαθαρίσει ποιοι είναι οι δράστες, και ποιοι τα θύματα.

Αν κατάλαβες τι σου λέω, απλώς ανέβα επάνω, δες τα βίντεο, άκουσέ τα, διάβασε τα κείμενα, βρες άλλα, ενημερώσου, και μην προστατέψεις την ψυχή σου με το αποστρέφεις το βλέμμα ξανά. Και μην μ’ αφήσεις να το κάνω ούτε και γω. Ας την προστατέψουμε με το να μην αφήσουμε να γίνονται τέτοια πράγματα.

Και το πρώτο βήμα είναι να πεις «Ξέρω. Το είδα. Ήμασταν εμείς αυτοί. »

HELP

Μπορεί να είναι δύσκολο να είσαι Ανθρωπος. Ή, μπορεί να είναι εξαιρετικά εύκολο – δεν ξέρω.

Η ιστορία με τους δύο ανθρώπους που έτρεξαν να βοηθήσουν συνανθρώπους τους να απεγκλωβιστούν από το αυτοκίνητο ενώ ερχόταν το τραίνο, με έχει επηρεάσει βαθιά.

Διάβασε το άρθρο/ρεπορτάζ του @NikoAgo, κάτι που έκανα και εγώ.

Μιλάει για ανθρώπους που βοήθησαν ανθρώπους. Σε μία εποχή που το που γεννήθηκε κατατάσσει αυτόματα, αδιάκριτα τον συνάνθρωπό σου σε δολοφόνο, λαθραίο, υγειονομική βόμβα, μολυσμένο με aids, άπλυτο, υπάνθρωπο, – μία απλή, συγκινητική ιστορία, για ανθρώπους που βοηθούν ανθρώπους, χωρίς να τους ρωτούν «με αδίκησες;», «είσαι πακιστανός;», «είσαι έλληνας;», «είσαι χριστιανός;», «είσαι μουσουλμάνος;», «έχεις κάρτα εργασίας;», «τι ψηφίζεις;», «πως μπήκες στα σύνορα;»,

είναι μία ιστορία που αφαιρεί τα περιττά, και μένει στο βασικό.

Μπορεί να είναι δύσκολο να είσαι Ανθρωπος. Ή, μπορεί να είναι εξαιρετικά εύκολο, δεν ξέρω.

Είναι όμως θαυμαστό, και αξίζει τον σεβασμό μας.

(Καμιά φορά, όταν με διαβάζετε, σας δίνεται η εντύπωση ότι τα ξέρω όλα. Μεγάλη η ψευδαίσθηση, και θα την ανατρέψω άλλη μία φορά. Και λυπάμαι, που για άλλη μία φορά δεν πάω με το ρεύμα. Μακάρι ίσως να ήταν αλλιώς, αλλά έτσι είμαι, αυτά σκέφτομαι)

Την Τετάρτη το πρωί, μόλις σηκώνομαι, μαθαίνω για την αυτοκτονία ηλικιωμένου στο Σύνταγμα. Μένω αποσβολωμένος. Βλέπω τα ρεπορτάζ, γίνονται κουβέντες για χρέη, για πρόβλημα υγείας, αναρωτιέμαι αν θα δοθεί βαρύτητα, ηλικιωμένος, 77χρονος, βλέπω τον Μπεγλίτη, στην Τσαπανίδου, live, λέω μεγάλο φάουλ ρε, ακόμα δεν ξέρουμε τι έγινε, και γιατί.

Στον δρόμο για την δουλειά, το σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι πως είναι να ετοιμάζεσαι το πρωί, να κάνεις τέτοιο πράγμα. Είσαι σίγουρος; το έχεις μετανιώσει; το έχεις ξαναδοκιμάσει και άλλες φορές; είναι βαρύ το πιστόλι στην τσέπη; κρύο; το κουβαλάς στο μετρό; κοιτάς τον κόσμο στα μάτια; δεν τον κοιτάς, μη σε καταλάβουν; βαστούν τα πόδια σου; ξέρεις τι πας να κάνεις; έχεις πρόγραμμα; Έχεις προγραμματίσει τι θα πεις πριν; Όταν βγαίνεις; τους κοιτάς ξέροντας αυτό που δεν ξέρουν; ότι θα δουν έναν φόνο; βιάζεσαι να το κάνεις, για να μην μετανιώσεις;

Ανατριχιάζω. Βιαιο πράγμα. Τον φοβάμαι τον θάνατο, πολύ – και στα παπούτσια του αυτόχειρα είναι βαριά η θέση, το βγάζω από το μυαλό μου.

Παρακολουθώ την κουβέντα από το twitter στο γραφείο. Κάποιοι, τον έχουν ήδη αναγάγει σε ήρωα. Μένοντας σε μία κουβέντα που μετέφερε αυτόπτης μάρτυρας ότι δεν θέλει να αφήσει χρέη, μιλούν για έναν απελπισμένο άνθρωπο, θύμα της κοινωνίας. Ο 77χρονος γίνεται βάρκα, για εκφράσει ο καθένας την οργή του. «Γιατί δεν ζώστηκε με χειροβομβίδες, να μπει στην βουλή». «Έστρεψε το όπλο του σε λάθος κεφάλι».

Μένω σιωπηλός. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω.

Γράφω μόνο ένα tweet για το θέμα:

Αυτό.

Λίγη ώρα μετά, διαβάζω το γράμμα που άφησε ο αυτόχειρας. Βρίθει σχολιασμών που δεν με βρίσκουν σύμφωνο – αλλα τους καταλαβαίνω. Βγαίνουν περισσότερα στοιχεία για την αυτοκτονία. Ενας από τους καλύτερους μου φίλος, μου στέλνει ένα μήνυμα:

«ρε φιλε η περιγραφη μοιαζει φοβερα με τον πατερα της!»

Μου κόβονται τα πόδια. Ξέρω την Έμυ χρόνια, αλλά κανέναν άλλο από την οικογένειά της. Μου φαίνεται αδιανόητο. Ρωτάω εναν φίλο που έχει πρόσβαση σε δημοσιογράφο: Το όνομά του αρχίζει από Χριστ; Ναι.

Ταμπλάς.

Επιβεβαιώνεται. Ρωτάω κοινούς γνωστούς. Ναι, αυτός είναι.

Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο. Κλαίω όμως για την κόρη του.

Μετα από λίγο, μου έρχεται email από την οικογένειά του, ότι η επιστολή είναι αληθινή, και ένα σκανάρισμά της, γιατί τα μέσα την έχουν πετσοκόψει μόνο σε ότι τους συμφέρει. Επειδή υπάρχουν αρκετοί που αναρωτιούνται, επιβεβαιώνω δικτυακά την επιστολή, χωρίς να αναφέρω την ανάμιξή μου.

Γιατί; Γιατί δεν έχω ακόμα ιδέα.

Όσο ο καιρός περνάει, μαθαίνω περισσότερα για τον Δημήτρη Χριστούλα. Βαθιά πολιτικοποιημένος, αξιοπρεπέστατος σαν άνθρωπος, μόνιμος κάτοικος Συντάγματος όταν οι νέοι θέλησαν να ονειρευτούν.

Σήμερα, στην πολιτική κηδεία του (το πολιτική αντί θρησκευτικής, όχι πολιτική όπως πολιτικοποιημένης) ακούστηκε το ίδιο πράγμα που ακούγεται μέρες τώρα. Συνθήματα, κλάματα, οργή, ελπίδα.

Αλλοπρόσαλλο μέχρι τώρα το κείμενο, ασύνδετο, χωρίς νόημα, το ξέρω. Στα γράφω για να με καταλάβεις. Να δεις πόσο ζαλισμένος είμαι. Αλλά άκου: Ψάχνω, ακόμα, να βρω την θέση μου. Αυτό είναι το θέμα μου. Ένας άνθρωπος αποφασίζει να φωνάξει τα τελευταία του λόγια σε ένα χαρτί. Είναι ένας άνθρωπος που, αν τον γνώριζες, το πιο πιθανό είναι να του έσφιγγες το χέρι, ακόμα και αν διαφωνούσες μαζί του. Είναι ταυτόχρονα ένας άνθρωπος που γράφει για καλάσνικόφ και κρεμασμένους στην τελευταία επίγεια δήλωσή του. Ενας άνθρωπος που σήμερα έμαθα ότι ενέπνευσε πολλούς να είναι τίμιοι και ουσιαστικοί, να αγωνίζονται γι αυτά που πιστεύουν, είναι ταυτόχρονα ένας άνθρωπος που υπογράφει ένα κείμενο με οργή, και απελπισία και κάλεσμα.

Δεν έχω καμία πρόθεση να σου πω τι να σκεφτείς. Καμία. Άκου; Εγώ δεν ξέρω. Ξέρω για μένα: δεν θέλω καλασνικοφ. Δεν θέλω κρεμασμένους. Δεν θέλω αίμα. Αν υπάρχει, προτιμώ να είναι το δικό μου, παρά του απέναντί μου ή του διπλανού μου. Δεν θέλω σκλαβιά, αυτό είναι σίγουρο. Δεν θέλω την βία τους, αυτό είναι δεδομένο. Δεν θέλω υποταγμένους δίπλα μου, αυτό είναι βέβαιο. Αλλα δεν θέλω την ελευθερία μου να την κερδίσω ούτε με κρεμάλες, ούτε με καλάσνικοφ, ούτε με αίμα. Θέλω να την κερδίσω με το δίκιο μου.

(και είμαι σίγουρος, άκου, για ένα πράγμα είμαι σίγουρος, όσο λάθος και να κάνω, δεν κάνω, ότι και οι δικοί του άνθρωποι, αυτοί που τον λατρεύουν, πιστεύουν το ίδιο πράγμα ακριβώς)

Ταυτόχρονα όμως, σέβομαι τον Δημήτρη Χριστούλα. Όχι γιατί έχω προσωπική ανάμιξη, αλλά γιατί δεν μπορώ να κρίνω κανέναν, δεν είμαι ικανός να κρίνω κάποιον που αποφασίζει για τον εαυτό του. Που γράφει για καλάσνικοφ – αλλα δεν χύνει σταγόνα αίμα άλλου, πλην την δική του. Η απόλυτη αυτοθυσία. Η απόλυτη ειρήνη.

Ταυτόχρονα όμως, και ως πιο βαθύ συμπέρασμα απ’ όλα, θλίβομαι για την απόφασή του να τερματίσει την ζωή του. Αν μη για οτιδήποτε άλλο, ίσως για τους πιο εγωιστικούς λόγους που μπορείς να φανταστείς:

Γιατί ήθελα να τον γνωρίσω.

Ζωντανός, ήταν για τους γύρω του πηγή ειρηνικής έμπνευσης. Ήταν ένας άνθρωπος, από ότι ακούω από όσους τον γνωρίσανε, χωρίς ίχνος από το τετριμμένο «ο νεκρός δε δικαίωτε δεδικαίωται», αλλά με αληθινά, πικρά, ειλικρινή δάκρυα ότι έχασαν έναν πολύτιμο φίλο, έναν πολύτιμο πατέρα.

Ως νεκρός μου στερεί την πρόθεσή μου να διαφωνήσω μαζί του. Να του θέσω τις απόψεις μου. Να επιμείνω. Να τσακωθούμε. Να αλλάξουμε τα δίκια μας.

Θα ήταν ένας θαυμάσιος συνομιλητής, όσο ήταν ζωντανός.

Η πρώτη μου θέση, φαίνεται, είναι πιο σωστή απ’ όλες:

(Πείτε ό,τι νομίζετε στα σχόλια, δεν ξέρω αν θα συμμετέχω. Καταλαβαίνετε ελπίζω.)

Την έχουμε ανάγκη, φαίνεται. Δεν υπάρχει καμία άλλη λογική εξήγηση -ή, και να υπάρχει, δυσκολεύομαι σοβαρά να την κατανοήσω.

Έχουμε αφεθεί σε ψευδαισθήσεις. Έχουμε ψευδαίσθηση δημοκρατίας, με την οποία, προφανώς είμαστε καλυμμένοι, αλλιώς, θα είχαμε αντιδράσει καθημερινά, σοβαρά – θα είχαμε τουλάχιστον διευκρινήσει τι θέλουμε από την επόμενη μέρα δυο χρόνια τώρα. Ψευδαίσθηση ενημέρωσης, όταν τα κανάλια και τα έντυπα αναμασούν τα διατάγματα ορισμένων, και η αναζήτηση της αλήθειας πάει περίπατο. Ψευδαίσθηση ασφάλειας, όταν τα ΜΑΤ κατεβαίνουν για να τσακωθούν με τα φιλαράκια τους, να χτυπήσουν στο κεφάλι άοπλους, να ψεκάσουν αδιάκριτα την μάζα, να οδηγήσουν τις μηχανές τους πάνω στον κόσμο. Ψευδαίσθηση σωτηρίας, όταν, αυτοί που μας χρηματοδοτούν, υποτίθεται για να σωθούμε, δεν έχουν ζητήσει το παραμικρό για την τιμωρία της κακοδιαχείρισης, διαπραγματεύονται με κόμματα που και τα ίδια χρωστάνε ..τις μελλοντικές τους επιτυχίες, που δεν εκδίδουν καν αποδείξεις για τις δωρεές τους. Ψευδαίσθηση πρόνοιας καθώς πλέον όλα, ακόμα και η ζωή σου, μετριέται σε ένα excel με μονάδα το πόσο κοστίζεις και τι αποφέρεις. Ψευδαίσθηση μέλλοντος, καθώς ενώ κάθε μέχρι τώρα κίνηση αφαιρεί χρήμα από τον κόσμο – αλλά δεν προσθέτει στην αγορά, και καταστρέφει με μαθηματική ακρίβεια την επόμενη μέρα, ακολουθείται πιστά από μία ίδιας λογικής επόμενη κίνηση. Ψευδαίσθηση μεγαλείου για τα κόμματα που τώρα θα τα ψηφίσουν το ένα δέκατο από αυτούς που τα εξύψωσαν κουνώντας σημαίες. Ψευδαίσθηση ελπίδας, όταν μαζεύονται όλοι όσοι ασκούν εξουσία αποκλειστικά για να αφαιμάξουν και όχι να δημιουργήσουν. Ψευδαίσθηση σοβαρότητας, όταν τα μεγάλα λόγια για οτιδήποτε αντικαθιστώνται εν ριπή οφθαλμού με ακριβώς αντίθετα μεγάλα λόγια για οτιδήποτε -από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους. Ψευδαίσθηση δικαιοσύνης όταν ακόμα και μετά από αυτήν την κατρακύλα, κανείς δεν έχει κλειστεί πίσω από τα σίδερα, και δεν έχει στερηθεί ούτε σέντς από τα κλεμμένα.

Ψευδαίσθηση λογικής, γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε επιτρέψει όλα αυτά να συνεχίζονται, χωρίς, τουλάχιστον, να χάσουμε το μυαλό μας παρακολουθώντας τα.

Κάθε φορά, τα ίδια. Κάθε φορά, ο ένας παλεύει, μάχεται, ιδρώνει, όχι μόνο για μία στιγμή, της επιτυχίας ή της αποτυχίας, αλλά και πριν, κάθε μέρα, συνέχεια, κόντρα σε όλους, κόντρα στους ίδιους που, όταν πετύχει, θα τον χειροκροτήσουν για πέντε λεπτά, θα τον συστήσουν οι ίδιοι στο κοινό τους, ως μεσάζοντες, ως οι πνευματικοί του πατέρες, και, πολύ σύντομα, όταν αντικατασταθεί από την επόμενη σπουδαία είδηση ελληνισμού και απόδειξης ανωτερότητας του ελληνικού DNA, και απομακρυνθούν οι κάμερες, θα τον ξεχάσουν, και θα συνεχίσει να παλεύει κόντρα στους ίδιους, κόντρα σε όλα, κόντρα σε όλους, κόντρα στην γραφειοκρατία, αν είναι επιχείρηση, κόντρα στην αγορά, κόντρα στις ανύπαρκτες εγκαταστάσεις, αν είναι αθλητής, κόντρα στο νέο χαράτσι ή στην αύξηση του πετρελαίου αν είναι ξέρω γω αυτός που βρήκε ένα πορτοφόλι και το παρέδωσε.

Οι μεσάζοντες του χειροκροτήματος θα βρουν το επόμενο πουλέν που θα τους προσφέρει μία θέση στις ειδήσεις, μία πρόσκληση στο προεδρικό μέγαρο, και, κυρίως, τον λόγο ύπαρξης της θέσης τους. Χώνονται μεταξύ αυτού που υπερβάλλει τα εμπόδια, και του πολίτη που τον χειροκροτά για την επιτυχία και την πράξη του. Θα τους γνωρίσεις από τις ακριβές θέσεις, από τα εκατομμύρια που περνάνε από τα χέρια τους, από τους προετοιμασμένους λόγους με κλισέ όπως «η ψυχή του Έλληνα», το «ελληνικό δαιμόνιο», ή «το ελληνικό αίμα» σε κάθε σκηνοθετημένη παρουσίαση μίας οποιαδήποτε πρωτιάς ή ενέργειας.

Προσπέρασε τους μεσάζοντες. Πες ένα μπράβο, στήριξε την επιχείρηση, τον αθλητή, τον αφακέλωτο γιατρό σου, που υπερέβαλε τα εμπόδια, και, αν θες να βοηθήσεις, πιάσε τους μεσάζοντες, και ρώτα τους τι έκαναν ΑΥΤΟΙ για να κάτσουν ανάμεσα σας.

Τι έκαναν ΑΥΤΟΙ για να βοηθήσουν τον αγωνιστή στην υπέρβασή του.

Και ποιοι από αυτούς έθεσαν ΟΙ ΙΔΙΟΙ τα εμπόδια που έπρεπε να προσπεραστούν.

Θα έχει πολύ ενδιαφέρον η απάντησή τους.

Το κράτος σου σε μισεί.

Μακάρι να ήταν αλλιώς. Μακάρι. Όχι για σένα, ή για μένα – για όλους μας.

Αλλά δεν είναι. Στο μεταφράζω, δεν στο λέω. Στο δείχνω, δεν πάω να σε πείσω: το κράτος σου σε μισεί.

Θέλει τα λεφτά σου, για να ζήσει. Όλη αυτή η λαμογιά των προηγούμενων χρόνων, στην οποία μπορεί να συμμετείχες, δίνοντας το φακελάκι σου για το αυθαίρετο, ή την εγχείρηση – μπορεί και όχι, έχει ανάγκη από λεφτά για να επιβιώσει.

Έχει ανάγκη να τραφεί.

Η αγορά, κάτι που σε αφορά και άμεσα, γιατί έτσι θα πληρωθείς, ή από αυτήν θα καταναλώσεις, ή χάρη σ’ αυτήν θα επιβιώσεις, ψυχορραγεί.

Και έριξε τις μάσκες της. Έχει ανάγκη αίμα, φίλε. Οι καλοί τρόποι, δώσε μας τα λεφτά σου για να σου φτιάξουμε δρόμους, ή να σου δώσουμε καλύτερα νοσοκομεία, ή καλύτερο κράτος – δεν υπάρχουν πια.

Το θηρίο πεινάει, φίλε.

Επειδή αντέδρασες, επειδή διαμαρτυρήθηκες, επειδή κάποια στιγμή φώναξες, επειδή, και μόνο, σκέφτηκες, κατέβασε τα ΜΑΤ. Να σε χτυπήσουν, να σε ψεκάσουν. Επειδή αναρωτήθηκες, επειδή υποψιάστηκες, επειδή, και μόνο, σκέφτηκες, κατέβασαν τους «δημοσιογράφους» τους να σε πείσουν.

Δεν υπάρχουν πια καλοί τρόποι, φίλε, μεταξύ μας, πια. Το κράτος σου σε μισεί. Πασχίζει να μισήσεις τον διπλανό σου, επειδή είναι φορτηγατζής, ή φαρμακοποιός, ή γιατρός, ή επιχειρηματίας, και, επειδή κάποια στιγμή σε έπεισε ότι και ο δημόσιος υπάλληλος είναι καλός λόγος για να μισήσεις, το ίδιο το κράτος, σε μίσησε πιο πολύ.

Σε μισεί. Σου ζήτησε ευγενικά τον μισθό σου, την σύνταξή σου, την λογική σου, την αξιοπρέπειά σου, και, όταν πήγες να αναρωτηθείς «γιατί;» στα άρπαξε, φίλε.

Με βία.

Οπλίστηκε, το κράτος σου οπλίστηκε εναντίον σου. Απέτυχε να σε ζαλίσει με τα κούφια λόγια του, και οπλίστηκε, με εκβιασμούς, με όπλα, με γκλόμπ, με λογαριασμούς της ΔΕΗ, με σιχαμένους δημοσιογράφους, με βαλτούς πρωθυπουργούς, με ακροδεξιούς οργανωτές, με όλο και περισσότερη βία, κατέστρεψε το σύστημα υγείας σου, κατέστρεψε την παιδεία σου, κατέστρεψε την οικονομία σου, κατέστρεψε την δημοκρατία σου, κατέστρεψε αυτό που οι αμερικανοί λένε infrastructure, την βάση, την δομή, τα θεμέλια για οποιαδήποτε ζωή χωρίς αυτό, θέσπισε πολεμικές, δες το, είναι γύρω σου, σου επιτίθεται σε κάθε στενό, νομίζεις κάνει κάτι στην τύχη; πολεμικές τακτικές, είσαι ο εχθρός, κοίτα το στα μάτια τους, είσαι ο νούμερο ένα εχθρός του, κάνουν συναντήσεις για να σε πατάξουν, κάνουν συναντήσεις για να προετοιμάσουν την επόμενη αντίδρασή σου, φύτεψαν προβοκάτορες, ανάμεσά μας, να κάψουν κτίρια, να γίνουμε εμείς ο ίδιος ο εχθρός μας, θα το κάνουν ξανά την 25 Μαρτίου, θα είναι αυτοί ανάμεσά μας, αλλά θα σκοτώσουν, ενώ εμείς δεν θα σκοτώναμε, θα χτυπήσουν, ενώ εμείς δεν θα χτυπούσαμε, να γίνουμε ο εχθρός μας, να μπερδευτούμε, να αποδυναμωθούμε, να υποταχθούμε, ξαναδιαβάζουν τον Γκέμπελς, τον μεταδίδουν στις οκτώ, διαβάζουν το Δόγμα του Σοκ, ως εγχειρίδιο, και όχι ως μάθημα αποφυγής, ανακατασκευάζουν λέξεις, τρομοκρατούν, αποπροσανατολίζουν, επιβιώνουν.

Νόμιζες ότι εχθρός ήταν οι μετανάστες; νόμιζες ότι ο εχθρός του ήταν οι φαρμακοποιοί; οι ταξιτζήδες; νόμιζες ότι ο εχθρός του ήταν ο κομμουνισμός, οι αναρχικοί, οι άποροι, οι πλούσιοι, τα κανάλια, νόμιζες ότι ο εχθρός του ήταν οποιοσδήποτε άλλος εκτός από σένα;

Εσύ είσαι ο εχθρός του. Το τάισες, τώρα σταμάτησες, αναρωτήθηκες γιατί, και σε μίσησε. Το εμποδίζεις να επιβιώσει.

Θα επιβιώσουν με κάθε τρόπο.

Είναι ένα θηρίο, φίλε, και θα επιβιώσει με κάθε τρόπο.

Τώρα, που πλησιάζουν εκλογές, θα γίνεις πάλι κυρίαρχος λαός, το ξέρεις. Τώρα, θα μιλάνε μία ώρα χωρίς να ακουμπάνε τον εκβιασμό της ΔΕΗ, το ανοιγμένο κεφάλι στο Σύνταγμα, τις επιχειρήσεις στο ιατρικό κέντρο της πλατείας, την περαίωση, (την ξέχασες την περαίωση;).

Και αν μιλήσουν για τα κλειστά μαγαζιά που βλέπεις στην γειτονιά σου, αν σου μιλήσουν για τον άπορο που ψάχνει στα σκουπίδια ή κοιμάται στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας σου, θα σου πουν πως θα τα φτιάξουν, όλα, αυτοί, μην κοιτάς που οι ίδιοι τα χάλασαν.

Όμως, εγώ πρέπει να στο δείξω, αυτό που δεν ξαναείδες ποτέ, ποτέ φίλε, όσο χρονών και να είσαι,

το κράτος σου σε μισεί.

Δεν εξαρτάται από σένα. Έγινε μεγαλύτερο από σένα, το έθρεψες με την άγνοιά σου, με την ανοχή σου, με την αδιαφορία σου, το έκανες μεγαλύτερο από τις δυνάμεις σου, το εμπιστεύθηκες να κάνει ότι θέλει, και έτσι έμαθε.

Και ότι στέκεται εμπόδιο, το πατάει.

Και εσύ, ή θα το αλλαξεις με ένα άλλο, που θα σε σέβεται, που θα εξαρτάται από εσένα, ή, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό, θα σε λιώσει με κάθε δυνατό τρόπο, ακόμα και με διαδικασίες που δεν έχεις σκεφτεί καν.

Ονειρέψου ένα καλύτερο, και παρέκαμψε το υπάρχον.

Μεταλλάχθηκε, έγινε ένα θηρίο. Πεινασμένο, και βλοσυρό. Και με μίσος.

Αφού εμείς είμαστε το κράτος, ας φτιάξουμε ένα νέο. Πριν η αυτοκαταστροφή του τελειώσει και εμάς, και αυτό.

Το σκέφτομαι μέρες. Κάθε φορά που βλέπω άδειο το Σύνταγμα. Κάθε φορά που περνάει ένας νέος φόρος, μία μείωση μισθών, ένα νοσοκομείο που κλείνει, μία φυλακή που κοιμούνται στο πάτωμα,

κάθε φορά που πετιούνται κρατικά λεφτά, κάθε φορά που ένας ΜΑΤατζής σηκώνει το χέρι του κραδαίνοντας το γκλομπ του και ανοίγει ένα κεφάλι ατιμώρητος, ενώ ο προϊστάμενός του και άμεσα υπεύθυνος ονειρεύεται τον προεδρικό θώκο,

και όλα αυτά, χωρίς φωνές, χωρίς οργή, χωρίς αντίδραση, χωρίς θυμό,

σκέφτομαι, καμιά φορά, καμιά φορά, ίσως έτσι πρέπει.

Ίσως έτσι μας αξίζει. Αν δεν διεκδικήσω αυτά που μου ανήκουν, ο άλλος δεν μπορεί παρά να τα αρπάξει. Αν το κάνει, και δεν αντιδράσω, θα γελάσει στα μούτρα μου. Αν το κάνει, και δεν αντιδράσω, θα βάλει χέρι στην τσέπη μου. Αν το κάνει, και δεν αντιδράσω, θα μου πει «εσύ φταις».

Αν το κάνει και δεν αντιδράσω, θα έχει δίκιο.

Ίσως έτσι πρέπει.

Ίσως πρέπει να τα χάσουμε όλα. Εγώ έχω δεχθεί μείωση στον μισθό μου, η σύζυγος στον δικό της, έχουμε δύο παιδιά, η τιμή του πετρελαίου μας έχει γονατίσει, είμαστε άρρωστοι, και οι δύο, χολή η Ελεάνα, φάρμακα για το στομάχι εγώ, κάθε μήνα μπαίνουμε μέσα. Κάθε μήνα είμαστε μείον.

Δεν έχω και που να κλαφτώ – όλοι οι φίλοι μου, είτε ψάχνουν για δουλειά, είτε δεν τους φτάσει να ζήσουν όπως ζούσαν.

Ίσως έτσι πρέπει.

Έχουμε χάσει εν μία νυκτί ΟΛΑ τα δικαιώματά μας, και, από πάνω, πληρώνουμε βαρύτερους φόρους, κρατήσεις στους μισθούς, υπογράφονται μειώσεις στον ΙΔΙΩΤΙΚΟ τομέα, έπεσε το αφορολόγητο στα πέντε χιλιάδες ευρώ, ένα γάλα και ένα καρβέλι ψωμί έλεγε η Κανέλη, γέλαγε κανείς τότε; ας γελάσει και τώρα, αν μείνεις άνεργος παίρνεις – αν είσαι τυχερός και μείνεις άνεργος, γιατί μπορεί απλώς η δουλειά σου «να σταματήσει να σε πληρώνει» – 350 ευρώ για να ζήσεις.

Ίσως έτσι πρέπει.

Όπου πετυχαίνουν πολιτικό στον δρόμο τον βαράνε, τον φτύνουν, του φωνάζουν, άλλοι φωνάζουν για την ΑΕΚ, άλλοι για την Γιουροβίζιον, για τον Κωστόπουλο, για το πέναλτι, για την Ευρώπη, για το μπάσκετ, ενώ ο διπλανός τους έχει μείνει χωρίς μέλλον, χωρίς δουλειά, χωρίς ελπίδα.

Ίσως έτσι πρέπει.

Σου λέει, δεν πιάνει εμένα. Εγώ βγαίνω. Θα κόψω, αλλά βγαίνω. Ο διπλανός δεν έχει. Δεν βγαίνει. Έχει παιδιά. Δεν βγαίνει το νοίκι. Το δώρο που θα πάρουν -όσοι πάρουν- θα πάει εξ’ ολοκλήρου για να καλύψει τρύπες, τα μαγαζιά περιμένουν να ζήσουν απ’ αυτό, σόρρυ μάγκες, προηγείται ο γιατρός, η εφορία, η ΔΕΗ, το χαράτσι, τι θα κάνουν; θα κλείσουν, και άλλος κόσμος στον δρόμο, και άλλοι άνεργοι, και άλλα ξενοίκιαστα μαγαζιά, και άλλοι άστεγοι, και άλλοι πεινασμένοι.

Ίσως έτσι πρέπει.

Αν φτάσεις να πεινάσεις για να φωνάξεις, ίσως έτσι πρέπει. Να πεινάσουμε όλοι. Για να φωνάξουμε όλοι. Ίσως, ίσως θα ήταν καλύτερα να το κάνουμε νωρίτερα, όταν πεινάει ο δίπλα, όταν πεινάει ο γείτονας, για να μην φάει εμάς στο κάτω-κάτω της γραφής, αλλά αν χρειάζεται να πεινάσουμε όλοι για να φωνάξουμε, τότε ίσως έτσι πρέπει.

Δεν λέω σε κανέναν τι να κάνει. Να κατέβει, να μην κατέβει, να φωνάξει, να πιάσει τον βουλευτή του ήρεμα, ή να τον βαρέσει, ή να καεί το μπουρδέλο η βουλή, ή να κάνουμε απεργία, ή να τα γράψει όλα, ή να ψηφίσει τους ίδιους, τον Σαμαρά, τον Παπουτσή, τον Βενιζέλο, την Λούκα, να ξεπουληθεί για ένα iphone, για μία βραδιά στο κλαμπάκι, για ένα αμάξι, δεν ξέρω, ο καθένας ότι νομίζει ας κάνει.

Μεγάλα παιδιά είμαστε.

Εγώ θα συνεχίσω να κάνω ότι πρέπει να κάνω, και κάντε και εσείς ότι καταλαβαίνετε.

Και αν αυτό που καταλαβαίνει κάποιος ότι πρέπει να κάνει είναι αποχαύνωση, και κοντή μνήμη, και μπάλα, και Κωστόπουλο, και τηλεόραση, και να τον κλέβουνε, και να είναι αμίλητος, και τον ληστεύουνε, και τον βιάζουνε, να τον λοιδορούν, και να μην αντιδρά,

Ίσως έτσι πρέπει.

Ίσως έτσι είναι το σωστό να γίνει.

Αυτός που δεν θέλει να σωθεί, δεν βλέπω γιατί να σωθεί με το ζόρι.

Το ξανάπαμε. Την πληρώνεις την αξιοπρέπειά σου. Δεν είναι δωρεάν.

Αν την χαρίσεις, και δεν αντιδράσεις,

ίσως έτσι πρέπει να γίνει.

(με μεγάλη δυσκολία μεταφέρω τις σκέψεις μου σ’ αυτό το άρθρο. Ο βασικός λόγος που είμαι διστακτικός, είναι ότι πιάνω ένα θέμα που δεν το γνωρίζω, και είναι πιθανό αυτά που σκέφτομαι να πέφτουν σε κενά άγνοιας. Συνυπολόγισέ το αν έχεις την καλοσύνη όταν θα το διαβάσεις)

Πρώτα, η είδηση:

Δημοσιοποίηση ονομάτων, μετά τις εξηγήσεις
Λίστα όσων έβγαλαν χρήματα το 2011 παραδίδει το υπ.Οικονομικών στη Βουλή

Το υπουργείο Οικονομικών θα παραδώσει εντός της ημέρας στον πρόεδρο της Βουλής και στον πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου Πόθεν Έσχες της Βουλής κατάλογο με τα ονόματα πολιτικών και συγγενών τους που έβγαλαν στο εξωτερικό χρήματα εντός του 2011, προκειμένου σε επόμενο στάδιο να δημοσιοποιηθούν τα ονόματά τους, όπως ανακοίνωσε από το βήμα της Βουλής ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών Ευ.Βενιζέλος.

Όπως είπε ο κ. Βενιζέλος, πριν τα ονόματα δημοσιοποιηθούν, τα πολιτικά αυτά πρόσωπα θα πρέπει να έχουν περάσει από ακρόαση στην Επιτροπή, για να δώσουν εξηγήσεις. Στην περίπτωση που οι εξηγήσεις δεν κριθούν ικανοποιητικές, τα ονόματα των πολιτικών θα ανακοινωθούν.[…]

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επισήμανε ότι υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα και συγγενείς τους που έχουν εμβάσματα προς το εξωτερικό μεγαλύτερα από τα 100.000 ευρώ εντός του 2011 και θα πρέπει να ελεγχθούν, καθώς -όπως είπε- ακόμη κι αν οι διαδικασίες είναι νόμιμες, υπάρχει θέμα δεοντολογίας. […]

Όλο το άρθρο από το in.gr Λίστα όσων έβγαλαν χρήματα το 2011 παραδίδει το υπ.Οικονομικών στη Βουλή

Οι σκέψεις μου:

Κάποιοι πολιτικοί (και οι συγγενείς τους) βγάζουν λεφτά έξω. Ίσως το κάνουν για χρόνια, ίσως ξέρουν πως, αυτό που θα ψηφίσουν πέντε λεπτά μετά θα μειώσει την αξία των δικών τους χρημάτων (εκτός από των ψηφοφόρων τους), δεν ξέρω γιατί, πάντως το κάνουν.

Ύστερα, μαθαίνουμε ότι ένας πολιτικός έχει βγάλει ένα εκατομμύριο ευρώ. Στην Ελλάδα του κατώτατου των 400 (και αν) ευρώ, αυτά είναι πολλά λεφτά. Ο κόσμος εξαγριώνεται.

Η κυβέρνηση, πριν ακόμα μαθευτεί στο κοινό αν ο πολιτικός είναι κυβερνητικός, ή ακόμα και αν έχει ψηφίσει το μνημόνιο, κάνει μία γενική σούμα όλων όσων έβγαλαν πάνω από 100.000 (ακόμα και συγγενείς τους!) και, δεν τα δημοσιοποιεί, αλλά αντιθέτως, τα περνάει από μία Επιτροπή, που θα κρίνει και θα δημοσιοποιήσει μόνο αυτά που βρίσκει με τους δικούς της όρους, «μη-ικανοποιητικές».

Γνωρίζοντας βέβαια ότι α) Δεν ήταν παράνομο να τα βγάλουν, και β) είναι παράνομο (και αν όχι παράνομο δεν ξέρω αν είναι ηθικό) να δημοσιοποιήσουν προσωπικά στοιχεία όχι μόνο των βουλευτών, αλλά και των …συγγενών τους.

Κοίταξε να δεις πως το σκέφτομαι.

Από την μία, υπάρχει το αίσθημα δικαίου. Δεν μπορείς ρε φίλε να νομοθετείς ότι το δικό μου το ευρώ στην τράπεζα θα μείνει μισό, και ταυτόχρονα να βγάζεις το δικό σου για να μείνει ολόκληρο έξω. Δεν μπορείς να φορολογείς το δικό μου, και να στέλνεις το δικό σου στα duty free.

Είσαι καθίκι αν το κάνεις αυτό. Ή, στην λιγότερη, ελέγχεσαι.

Από την άλλη, όμως, η κυβέρνηση (που καλή έξωθεν μαρτυρία ΔΕΝ ΕΧΕΙ, την έχει απολέσει ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΑ) μαζεύει τα ονόματα ΟΛΩΝ πάνω από 100.000, και των συγγενών που μπορεί να έχουν, μπορεί και να μην έχουν σχέση, λίγες ώρες αφότου εμφανίστηκε ότι υπάρχει ένας, (για να τον κρύψει; για να τον σώσει στον σωρό; γιατί είπε «γιατί εμένα και όχι τον δίπλα;»;), θα τα στείλει σε μία Επιτροπή που θα καλύψει όποιον θέλει αυτή, χωρίς έλεγχο, χωρίς δική μας κρίση, με όποια μέλη έχει ορίσει η ίδια, ακόμα και τους φίλους ή πολιτικούς εχθρούς των εγκαλούμενων, σώζοντας μερικούς, με τα δικά της κριτήρια, και ρίχνοντας τους άλλους στην βορά του διψασμένου για αίμα λαού, (ή εκβιάζοντάς τους ότι θα το κάνει, για να έχει πειθήνιους στρατιώτες) παρότι γνωρίζει πως πρόκειται για προσωπικά στοιχεία, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία «λογική» βάση, για να επαναλάβει στο μέλλον παράνομα, αλλά «ηθικές» ενέργειες ΚΑΙ στους υπόλοιπους πολίτες αυτής της χώρας, με την δικαιολογία ότι αφού το κάναμε στους βουλευτές μας, μπορούμε να το κάνουμε οπουδήποτε, οποτεδήποτε, για οτιδήποτε θέλουμε.

Εγώ ως πολίτης, δεν έχω πρόχειρη άλλη εναλλακτική, – αλλά μ’ αυτό το σύστημα δεν νιώθω ούτε δικαιοσύνη, ούτε ασφάλεια ότι αύριο δεν θα το κάνει με το ίδιο θράσος και σε μένα, τον πολίτη.

«Παράνομα», αλλά ηθικά.

Αδικία, και ανασφάλεια.

Και γω δεν νιώθω καθόλου καλά τελευταία.

Υ.Γ.: «Γνωρίζω» πως δεν (ίσως να μην) είναι παράνομο να δημοσιοποιούνται προσωπικά στοιχεία βουλευτών ή πολιτών. Ίσως να μην είναι παράνομο ούτε και η δημοσίευση φωτογραφιών πολιτών χωρίς να έχουν καταδικαστεί για την πράξη μιας παρανομίας, ακόμα και αν μετά αθωωθούν. Γι’ αυτό και ο αρχικός δισταγμός μου στην αρχή του post. Δεν ξέρω αν είναι ηθικό, όμως…

Τόσο κάνει η Δημοκρατία σας. Τόσο αποτιμάται. Τον μισθό σας. Τα ευρώ σας. Έχετε καταλάβει λάθος. Λάθος, εντελώς λαθος. Έχετε μπλέξει με τα eurogroup, και τα δάνεια, και τις απειλές, και τις κατάρες, και τα CDS, και τα ευρώ, και τις εξαγορασμένες φωνές σας, και τα αποτιμάτε όλα σε νομίσματα, όλες τις αξίες σε νομίσματα, όλες τις ευθύνες σε νομίσματα, μάθατε να λέτε πόσο κάνει η δημοκρατία; ένα δάνειο; δύο δάνεια; πόσο κάνει η δικαιοσύνη; πόσο κάνει η ευθύνη; πόσο αποτιμάται η αξιοπρέπεια; η τιμή; πόσο κάνει;

Ο κορυφαίος των ελλήνων δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Δεν του ζήτησε κανείς τον παχυλό μισθό του. Δεν θα φτάσει να να βρουν σπίτι οι άστεγοι, δεν θα φτάσει για να γίνει αξιοπρεπές το επίδομα ανεργίας, δεν θα φτάσει για να επιβιώσει μία οικογένεια με τον βασικό μισθό. Δεν θα φτάσει για όλα αυτά. Δεν θα φτάσει για όλους. Δεν του ζητήθηκε αυτό. Του ζητήθηκε όταν μειωνόταν ο κατώτατος μισθός, όταν μειωνόταν το επίδομα ανεργίας, όταν οι δανειστές μας διόριζαν τους καταλληλότερους πρωθυπουργούς, όταν ψεκάζοντας οι αθώοι συνάνθρωποί του, όταν τους χτυπούσαν αναίτια στο κεφάλι, όταν έβλεπε εκείνη την εικόνα στην τηλεόρασή του, όταν άδικα έμπαιναν φόροι που αφορούσαν παλαιότερα έτη, όταν εκβιαστικά συνδεόταν ένας άδικος φόρος με το υπερπολύτιμο για όλους ηλεκτρικό ρεύμα, όταν άκουγε τα ψέματά τους, όταν έβλεπε την προπαγάνδα τους, όταν έβλεπε τις σκοτεινές μηχανογραφίες τους, το μόνο που του ζητήθηκε, το μόνο, το πιο απλό, το πιο ανθρώπινο, ήταν να αντιδράσει:

Να μιλήσει.

Να μιλήσει για δημοκρατία, για αξιοπρέπεια, για ευθύνη, για δικαιοσύνη.

Να μιλήσει, και να τα κάνει πράξη.

Δεν τα θέλουμε τα ματωμένα, τα ψεκασμένα, τα βρώμικα, τα συννενοημένα τα λεφτά σας. Δεν είναι καν δικά σας για να μας τα δώσετε. Είστε διαχειριστές τους με την λαϊκή εντολή μας, και δεν την έχετε πια, όσα κόλπα και αν κάνετε, όσο ξύλο και αν μας ρίξετε, όσο και αν μας τρομοκρατήσετε, για να τα διαχειρίζεστε.

Τα δώρα σας δεν θα φτάσουν για όλους. Εμείς αυτά που θέλουμε, αυτά που απαιτούμε, τα απαιτούμε για όλους.

Έχετε καταλάβει λάθος. Έχετε αντιληφθεί λάθος. Είστε σε λάθος, εντελώς λάθος δρόμο.

Αν έχουμε δημοκρατία, δικαιοσύνη, αν έχετε αξιοπρέπεια, αίσθημα ευθύνης, τιμή, δεν τα θέλουμε τα λεφτά σας.

Και δεν αγοράζονται αυτά που ζητάμε. Όσα λεφτά και να δώσετε.

Υ.Γ.: Διάβασε και τον Μανώλη, είναι το ίδιο εκνευρισμένος με μένα, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.

Δυσκολεύομαι να το κατανοήσω. Η Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία αποπέμφθηκε από την ΝΔ επειδή ψήφισε ΝΑΙ, ενώ η γραμμή του κόμματος ήταν ΟΧΙ, προσπαθεί να εντάξει στο κόμμα της, το οποίο ψήφισε καθ’ολοκληρίαν ΝΑΙ στο μνημόνιο, τους βουλευτές της ΝΔ που αποπέμφθηκαν επειδή ψήφισαν ΟΧΙ, ενώ η γραμμή του προέδρου τους ήταν ΝΑΙ.

Α, και ενώ θέλει να εντάξει τους ΟΧΙ στο κόμμα της που είναι ΝΑΙ, κατηγορεί τον Σαμαρά για «πολιτική σχιζοφρένεια».

Εδώ η είδηση: Επαφές με διαγραφέντες βουλευτές της ΝΔ αποκαλύπτει η Ντ.Μπακογιάννη

Ναι ρε φίλε. (ή «όχι ρε φίλε», ξέρω γω, μπερδεύτηκα)

16/05/2012: Για να έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον: Και αφού έγιναν όλα αυτά, τώρα η Ντόρα Μπακογιάννη του ΝΑΙ, μαζί την ΝΔ του «πολιτικά σχιζοφρενή» Σαμαρά με κάποιους από τους ΟΧΙ που γύρισαν στην ΝΔ του ΝΑΙ, συζητούν να κατέβουν στις επαναληπτικές εκλογές του ’12 με κοινό ψηφοδέλτιο.

Τι δεν καταλαβαίνεις; Τι-δεν-καταλαβαίνεις;

Δεκαεπτά περίπου εφημερίδες αυτήν την στιγμή είναι οι καθημερινές πανελλαδικής κυκλοφορίας. Μπορείς να δεις τα σημερινά εξώφυλλά τους, εδώ:

http://news247.gr/newspapers/?dtmDate=2012-02-13

Τα είδες; ωραία. Τώρα, για να συνεννοηθούμε, μιλάω σε μία από τις δύο κατηγορίες ανθρώπων. Είναι αυτοί που, για οποιονδήποτε λόγο, σωστό ή όχι, δίκαιο ή μη, δεν κατέβηκαν εχθές στο Σύνταγμα, και, αυτοί που, για οποιονδήποτε λόγο, σωστό ή όχι, δίκαιο ή μη, κατέβηκαν εχθές στο Σύνταγμα.

Αν ανήκεις στην πρώτη κατηγορία, σου έχω νέα:

Ήμασταν χιλιάδες. Πολλές χιλιάδες. Προσωπική εικόνα, και μιλάω απολύτως σοβαρά, σκέψου όλη την Αμαλίας, μέχρι και τον παράπλευρο δρόμο του Ζαππείου, αυτόν που πηγαίνει από πίσω, γεμάτα με κόσμο. Σκέψου, από τις περιγραφές που έχω, ότι το ίδιο έγινε και με την Πανεπιστημίου, την Σταδίου, την Ερμού και τις παράλληλες, κλπ. την Φιλελλήνων, κοκ.

Είναι αδύνατο να μετρηθούμε, γιατί η συγκέντρωση δεν ήταν οργανωμένη, γιατί δεν είχε κοινό παρανομαστή, γιατί δεν κατέβηκαν για τον ίδιο λόγο – ο,τι θες. Πάντως σκέψου, είναι αδύνατο να μετρηθούμε πόσοι.

Μένεις στο χιλιάδες που θα αποτυπωθεί, πιστεύω, σε φωτογραφίες και βίντεο.

Ή, ακόμα καλύτερα, μένεις στο πολλοί.

Επίσης, σου έχω και άλλα νέα:

Ήμασταν όλοι. Ήταν εκεί νέοι, γέροι, εργαζόμενοι, άνεργοι, υπέροχα, υπέροχα πρόσωπα, συνταξιούχοι, αυτός που σε εξυπηρετεί στα γκούντις της γειτονιάς σου, αυτός που σου φέρνει την πιτσα το βράδυ του Champions League, αυτός που οδηγάει το μετρό σου, αυτός που γράφει την είδηση στην ιστοσελίδα σου.

Χιλιάδες από αυτούς.

Επίσης, ήμασταν όλοι σκεπτικοί. Κουρασμένοι, αναζωογονημένοι, φοβισμένοι, ελπιδοφόροι, θυμωμένοι, ήρεμοι, κριτικοί. Δεν είχαμε έναν εχθρό όλοι. Άλλος, είχε τα ΜΑΤ. Άλλος, είχε τους βουλευτές. Άλλος, είχε τους δημοσιογράφους. Άλλος, είχε τους Γερμανούς. Δεν είχε κανείς μας πέτρες. Ούτε μολότοφ. Κανείς μας. ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ.

Χιλιάδες από μας.

Κάποιοι είχαν λέιζερ και σημάδευαν περιπαικτικά τα κανάλια. Πολλοί είχαν νερό μαζί τους, αρκετοί είχαν μααλόξ ή ριοπαν, κάποιοι μάσκες νοσοκομείου, κάποιοι ακόμα καλύτερες μάσκες, ελάχιστοι κράνη για να γλυτώσουν ίσως από τίποτα πέτρες, κάποιοι είχαν μαζί τους ομπρέλες. Μερικοί, κατά πάσα πιθανότητα, είχαν και την σύνταξή τους μαζί.

Στα κανάλια, στις εφημερίδες, θα δεις ζημιές. Σε δεκατέσσερις από τις δεκαεπτά εφημερίδες, θα δεις φωτιές. Στα δελτία ειδήσεων, θα δεις κυρίως καταστροφές. Έγιναν προφανώς. Θα δεις και ΜΑΤ να ψεκάζουν τον κόσμο. Θα δεις και μηχανάκια της ΔΙΑΣ να ορμάνε στον κόσμο. Θα δεις και ανοιγμένα κεφάλια. Ίσως δεις μολότοφ. Σίγουρα πέτρες. Καμένα κτίρια. Πιτσιρικάδες με μίσος. ΜΑΤατζίδες με μίσος. Σε επαναλαμβανόμενες εικόνες, να γεμίσουν το μυαλό σου, με βαρύγδουπους τίτλους που θα αναιρεθούν την επόμενη κιόλας ημέρα, θα τα δεις όλα αυτά.

Θα δεις φόβο, καταστροφή και χάος. Και μίσος.

Και θα τρομάξεις.

Αν ήσουν εκεί, όμως, θα έβλεπες και κάτι ακόμα.

Δεν είναι ότι δεν θα τα έβλεπες όλα αυτά. Και τις κρότου-λάμψης θα έβλεπες και τον καπνό από τα δακρυγόνα, και τα πρόσωπα να κλαίνε, και την σύγχυση των χημικών και του πλήθους.

Θα έβλεπες όμως και αυτά που, ηθελημένα ή μη, η αστυνομία ήθελε να καθυποτάξει.

Θα έβλεπες ελπίδα, δημιουργική ανησυχία, απορία, αυτοκριτική, θα έβλεπες αγνώστους -τελείως αγνώστους- να σου χτυπούν την πλάτη, θα έβλεπες κάποιον να μοιράζεται μαζί σου το ριοπάν του, κάποιον να μοιράζεται το νερό του μαζί σου, κάποιον να ικετεύει «μην φεύγετε ρε παιδιά», χωρίς να σε ξέρει, να σου κάνει χώρο να κάτσεις, να σου δίνει την θέση του στο περίπτερο με τα νερά.

Θα έβλεπες πολλούς να σου χαμογελούν. Αγνώστους, παιδιά, μεγάλους, κοπέλες, αγόρια, παρέες, ηλικιωμένους, μόνους, ξένους, ολότελα ξένους, να σου χαμογελούν.

Να σου έχουν εμπιστοσύνη. Να ξέρουν ότι είσαι μαζί τους και εσύ. Και να ξέρεις ότι όλοι αυτοί είναι μαζί σου. Ότι δεν είσαι, πια, τόσο μόνος σου.

Όχι συμφωνείτε. Όχι ταιριάζετε. Όχι όλοι ίδιοι.

Απλώς, όχι μόνοι.

Είναι μυστήριο πράγμα η τεχνολογία των ΜΜΕ. Μπορεις να μυρίσεις τον φόβο, αλλά δεν σ’ αφήνουν να μυρίσεις την ελπίδα.

Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Τίποτα δεν είναι δωρεάν. Και αν το θεωρήσεις, έστω και για λίγο, θα σε πατήσει κάτω πριν προλάβεις να αντιδράσεις.

Έτσι και η δημοκρατία. Ψήφισα δημοσιογράφους; αθλητές; παρουσιαστές καιρού; ηθοποιούς; παρουσιαστές ειδήσεων; επαγγελματίες πολιτικάντιδες; Άχρηστους ανθρώπους χωρίς πυγμή, χωρίς το θάρρος της γνώμης τους, ανίκανους να ιεραρχήσουν αξίες, πιθανότατα γιατί δεν είχαν και ποτέ, ή δειλούς που ζουν με δανεικό φως από τους ηγέτες τους;

Θα το πληρώσω. Θέσφατο και αξίωμα. Θα το πληρώσω.

Ψήφισα το λαμόγιο που θα βάλει το παιδί μου στην ΔΕΚΟ να τρώει τσάμπα; αυτόν που θα μου λυσει από το πρόβλημα με την εφορία, μέχρι και την κλήση της τροχαίας και την μετάθεση του κανακάρη μου;

Θα το πληρώσω.

Ψήφισα τον πιο προβεβλημένο στην τηλεόραση; τον αγαπημένο των καναλιών; αυτόν που φοράει την καλύτερη γραβάτα, που μιλάει πιο στρωτά, που έχει το καλύτερο φόρεμα ή γκρίζους κροτάφους;

Θα το πληρώσω.

Είπα στα αρχίδια μου; Δεν πάω να ψηφίσω, είναι όλοι λαμόγια/πουλημένοι/άχρηστοι/καρεκλοκένταυροι;

Θα το πληρώσω.

Θα αρχίσουν να αποφασίσουν χωρίς εμένα. Θα μου βάλουν φυτευτό πρωθυπουργό που δεν θα έχω εκλέξει, θα πάρουν δάνεια για να ..γλυτώσουν με τα δανεικά, θα μου πουν κατάφωρα ψέματα μπροστά στα μάτια μου, θα με βιάσουν με χαράτσια που δεν θα έχουν ούτε λογική, ούτε αίσθηση δικαίου, θα απαλλάξουν ΟΛΟΥΣ τους δικούς τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα σώσουν όλες τις δικές τους επιχειρήσεις με επίφοβα δάνεια-αστραπή, θα γλυτώσουν όλα τα κανάλια τους αναβάλλοντας (για να τα εκβιάζουν) κάθε προσπάθεια φορολόγησης, θα μειώσουν την σύνταξη του πατέρα μου, θα μειώσουν τον μισθό μου, θα με γονατίσουν με τις απειλές τους και θα με θυμώσουν με τις αποφάσεις τους.

Και θα πρέπει να βγω στον δρόμο, να φωνάξω, να μιλήσω, να εκτεθώ, να με ψεκάσουν, να με χτυπήσουν, να με λοιδορήσουν, να με πεινάσουν, να με εξευτελίσουν, να με απολύσουν, να με εκκαθαρίσουν.

Μέχρι να αντιληφθώ ότι προτιμώ να ασχολούμαι πιο ενεργά με την δημοκρατία μου, ότι δεν είναι τσάμπα, ότι θέλει θυσίες, θέλει χρόνο, θέλει συμμετοχή, θέλει-έναν-γαμημένο-έλεγχο, θέλει ιδανικά, θέλει ιδέες, θέλει ποιότητα, ανθρωπιά, ειλικρίνεια, θέλει να ακούω, θέλει να έχω κριτήρια, θέλει να ξέρω τι θέλω, θέλει να οραματίζομαι, θέλει να αποκτήσω αξίες και αξιοπρέπεια, και θέλει, κυρίως εμένα.

Αν πρέπει να πληρώσω, προτιμώ να πληρώσω δημιουργώντας, και όχι αυτοκαταστρεφόμενος.

Τίποτα δεν είναι τσάμπα. Και μόλις το θεωρήσεις, σε χτυπά κατακέφαλα η αλήθεια του.

Στα αποκαΐδια της δωρεάν δημοκρατίας που απολαμβάναμε μέχρι τώρα, μόνο αν γεννηθεί μία ακριβή δημοκρατία θα μας αξίζει.

Έτσι νομίζω.

ΥΓ: Η αρχική ιδέα γι’ αυτό το ποστ γεννήθηκε από αυτό το tweet:

ΥΓ: Δεν θα βαρεθώ ποτέ να το γράφω: Μάθε τι θέλεις. Αν το βρεις στα κόμματα, ψήφισέ το. Αν δεν το βρεις, ζήτα το. Αν δεν στο δώσουν, γίνε.