Με τον φόβο (ή «φόβο») να μην γίνει ποτέ το δημοψήφισμα, να προλάβει να πέσει η κυβέρνηση, ή το κράτος, ή να εκπληρωθεί η προφητεία των Μάγια ξερωγω, ας δούμε τι είναι αυτή η παπαριά, και γιατί είμαι αναφανδόν υπέρ της.

Τι σημαίνει ένα δημοψήφισμα:

Για την δημοκρατία. Η κυβέρνηση, πλην ορισμένων διαδικασιών, δεν έχει την λαϊκή εντολή παρά μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Τέσσερα-χρόνια. Αυτά είναι πολλά, σε κάθε περίπτωση, και, σήμερα μιλώντας, πολλές είναι και τέσσερις ώρες. Την ψηφίζουμε τώρα, και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, λειτουργεί όπως νομίζει.

Συμφωνείς; διαφωνείς; μπορείς πχ να διαδηλώσεις, να κάψεις τράπεζες ή να μπεις στο μπουρδέλο την βουλή, να μιλήσεις στους βουλευτές σου ή να τους πετάξεις γιαούρτια, αλλά δημοκρατικά υποχρεωμένοι να σε ακούσουν είναι μετά από τέσσερα χρόνια.

Πολύ. Υπερβολικά πολύ. Γι’ αυτόν τον λόγο, η διενέργεια δημοψηφίσματος είναι μία θαυμάσια ευκαιρία για να μιλήσει, δημοκρατικά και -κυρίως- θεσμικά, ο λαός. Η δημοκρατία έχει μόνο να κερδίσει από αυτήν την διαδικασία της.

Γι’ αυτό είμαι υπέρ του δημοψηφίσματος.

Για τον πολίτη. Κάθε δυνατότητα που έχει ο πολίτης να συμμετέχει στα κοινά είναι μία δυνατότητα αξιοπρεπής παρουσίας. Ο Α ή ο Β μπορεί να τον θέλει στον δρόμο – δεν θα διαφωνήσουμε. Μπορεί να τον θέλει στο Σύνταγμα, δεν θα διαφωνήσουμε. Στον αγώνα, ούτε εκεί θα διαφωνήσουμε. Αλλά το σημαντικό, κατ’ εμέ, είναι να τον θέλει ενεργό. Κάθε φορά που καλείται να απαντήσει ο πολίτης σε ένα ερώτημα, καλείται να συμμετάσχει στην λύση του. Μέχρι τώρα, η συμμετοχή του ήταν να επιλέξει την Καϊλή γιατί έγραφε ωραία στο γυαλί, τον Ρομπόπουλο γιατί είχε ωραιο λόγο, ή τον Τσοχατζόπουλο για το παράστημά του. Μπορούσε – αλλά εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια αντιλαμβάνεται πόσο πονάει αυτή η ελαφρότητα της επιλογής, πόσο επηρεάζει την καθημερινότητά του. Ή, εν πάσει περιπτώσει, θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί.

Γι΄αυτόν τον λόγο, η η διενέργεια δημοψηφίσματος είναι μία θαυμάσια ευκαιρία να συμμετάσχει(*), να έχει το βάρος της απόφασής του, να αξιοποιήσει την δύναμή του.

Γι’ αυτό είμαι υπέρ του δημοψηφίσματος.

Για το κράτος. Εδώ και χρόνια γράφω, με απόλυτη συνέπεια ελπίζω, πως η εικόνα μου είναι ότι οι τελευταίες κυβερνήσεις ΔΕΝ αξιοποιούν την εξουσία του λαού με λύσεις, αλλά με πρόγραμμα. Ότι τους είναι απείρως πιο εύκολο να πουν «ας φορολογήσουμε αυτό», από το να πουν «ας δημιουργήσουμε εκείνο». Πιο εύκολο, πιο βατό, πιο ασφαλές. Ε, προφανώς, δεν είναι. Ειδικά η τελευταία κυβέρνηση έχει βαλθεί να πείσει ότι αυτό που κάνει είναι σωστό, καταναλώνοντας απείρως περισσότερες δυνάμεις για να το τεκμηριώσει, από ότι για να εξετάσει την πιθανότητα να υπάρχουν και άλλες λύσεις, άλλες επιλογές, άλλες προτάσεις. Δεν ξέρω αν δεν την νοιάζει, που είναι το βλακώδες, είτε δεν είναι μέρος της ατζέντας της, που είναι το προδοτικό, δεν έχει δείξει ούτε ένα λεπτό μάχης για την λύση, παρά δύο χρόνια μάχης για την λύση έτσι.

Αυτή η κυβέρνηση μπορεί να τα αλλάξει όλα. Με ένα δημοψήφισμα να βγει ένα ερώτημα που περιέχει δύο λύσεις. Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι δεν θα γίνει, αλλά αφήστε με να είμαι ρομαντικός: έχει την ευκαιρία να δείξει ότι, έχει την σκέψη δύο λύσεων, την δυνατότητα διαχείρισής τους, μέχρι τώρα ακολουθούσε το ένα, είναι ικανή για το δεύτερο.

Γι’ αυτό, είναι μία θαυμάσια ευκαιρία, να δούμε ποιος είναι τι, ποιος αξίζει τι, και ποιος μπορεί τι.

Και γι’ αυτό, είμαι υπέρ του δημοψηφίσματος.

Υ.Γ.: (*) στο twitter διάβασα πως, η μη συμμετοχή ποσοστού μεγαλύτερου από το 50,1% την καθιστά άκυρη. Δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω, αλλά, αν ισχύει, σημαίνει ότι έχουμε περισσότερες επιλογές από τις δύο, ειδικά σε ένα ερώτημα που δεν μας καλύπτει. Update (11/1/2012): το κείμενο στο twitter, αν και αναφερόταν στο δημοψήφισμα, ίσως εμπνεύστηκε από ένα email που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή για τις κανονικές εκλογές, το οποίο δεν ισχύει.

Άλλες θέσεις για το δημοψήφισμα: «Εκβιασμός» αλλά και «ευκαιρία» το δημοψήφισμα για την αριστερά (Το ποντίκι)

Signature

Flickr εικόνα (μεγάλο μέγεθος)

Είναι απλό: οι πολιτικοί του σήμερα έχουν την αποκλειστικότητα στην ανάγνωση και την μετάφραση του έργου των αγωνιστών του ’40. Γι’ αυτό κάθονται στην εξέδρα των επισήμων – έτσι νιώθουν. Σαν παπάδες της ιστορίας, κάθε ένας πολίτης που προσβάλλει την εξουσία αυτή, κάθε ένας που κατακρίνει το έργο τους, δεν χτυπά τους αντιπροσώπους των ηρώων, τους ερμηνευτές τους, χτυπά τους αγωνιστές του ’40: Στρέφεται κατά του ιστορικού παρελθόντος.

Οι πολιτικοί μας νιώθουν ως τα θύματα – αλλά αντέχουν, στωικά, την επίθεση: Αυτό που δεν αντέχουν είναι το πλήγμα στο αληθινό θύμα κάθε διαμαρτυρίας, και κάθε μορφής της, που είναι ο φαντάρος στα χιόνια, ο πολίτης της πείνας του έπους. Ως εκπρόσωποί τους, οι πολιτικοί μας, οι αιρετοί επίσημοι, μπορούν να αντέξουν τα πάντα – αλλά ντρέπονται, βαθύτατα, για έναν λαό που χτυπά, μέσω αυτών, το βαθύτερο νόημα του «όχι» και της επανάστασης, καθώς εμείς, οι πολίτες, εκλέξαμε τους συγκεκριμένους πολιτικούς για να έχουν την αποκλειστικότητα στην διδαχή του.

Αυτό είναι το νόημα όσων θα ακούσεις σήμερα:

Δεν μπορεί ο καθένας να ερμηνεύσει κατά το δοκούν το ‘όχι’ του ’40: Υπάρχει μία συντεταγμένη πολιτεία που έχει αναλάβει, με προσωπικές θυσίες, την διαδικασία της διδαχής του.

Τι θα γίνει δηλαδή, θα τα ισοπεδώσουμε όλα τέλος πάντων;

Έχουν πέσει όλοι επάνω μου και με βαράνε.

Με βαράνε τα ΜΑΤ. Με βαράνε οι μπαχαλάκιδες, με βαράνε οι ασφαλήτες, με βαράνε οι αναρχικοί, με βαράει το ΠΑΜΕ, με βαράει ο συνδικαλισμένος, με βαράει ο καναπεδάκιας, με βαράει αυτός που με εκμεταλεύεται, με βαράει το τάδε μπλοκ, με βαράει ο καταστηματάρχης που του έκαψαν το μαγαζί, με βαράνε στην ασφάλεια, με βαράνε και οι δικοί μου μετά.

Με βαράει το κράτος. Με βαράει η εφορία, με βαράει το χαράτσι της ΔΕΗ, με βαράνε τα διόδια, με βαράνε οι εξοπλισμοί, με βαράει η Siemens, με βαράει ο Παπανδρέου, με βαράει ο Ρομπόπουλος, με βαράει ο Βενιζέλος, με βαράει ο Πάγκαλος, με βαράει ο Παπουτσής, με βαράει ο Χρυσοχοϊδης, με βαράει ο Λοβέρδος, με βαράει ο Κακλαμάνης, με βαράνε και οι υπόλοιποι, με βαράει ο Τσουκάτος, με βαράει ο Μαντέλης, με βαράει ο Τσοχατζόπουλος, με βαράνε οι απειλές, με βαράνε οι εκβιασμοί, με βαράει το αν δεν κάνεις ότι σου πούμε.

Με βαράνε στην βουλή. με βαράει ο Βορίδης, με βαράει ο Καρατζαφέρης, με βαράει ο Πλεύρης, με βαράει ο Γεωργιάδης, με βαράει ο Σαμαράς, με βαράει ο Καραμανλής, με βαράει ο Βουλγαράκης, με βαράει ο Σιούφας, με βαράει ο Καμμένος, με βαράει ο Λιάπης, με βαράνε και οι υπόλοιποι, με βαράει ο Μιχαλολιάκος, με βαράει ο Μητσοτάκης, ώρες-ώρες με βαράει και το ΚΚΕ, σπανίως αλλά με έχει βαρέσει και ο Σύριζα, με βαράει η Μπακογιάννη. Με βαράει ακόμα και ο υπάλληλος που φέρνει νερό.

Με βαράει ο αστυνόμος, που μου ζητάει στοιχεία με το ρε. Με βαράει ο σκουπιδιάρης που ανακατεύει σκουπίδια με την ανακύκλωση, με βαράει ο υπάλληλος στο ΙΚΑ που βαριέται και μου μιλάει και άσχημα, με βαράει ο γιατρός που περιμένει φακελάκι, με βαράει ο δάσκαλος που σταρχίδια του το παιδί μου, με βαράει ο βιομήχανος που μου δίνει νερό για γάλα, με βαράει ο εστιάτορας που μου πλασάρει σάπια, με βαράει ο σουβλατζής που είναι μες τις κατσαρίδες, με βαράνε οι της κινητής που χρεώνουν όλοι τα ίδια, με βαράνε οι της λαχαναγοράς που πουλάνε όλοι τα ίδια, με βαράει η κλίκα που πουλάει τα γιαούρτια όλα μία τιμή, με βαράει ο συνεργειάκιας.

Με βαράει ο Ψωμιάδης ο Νομάρχης, με βαράει ο Ψωμιάδης με το πούρο του, με βαράει ο Κουρής της Αυριανής, με βαράει ο Κούγιας, με βαράει ο Τριανταφυλλόπουλος, με βαράνε όλοι οι μπράβοι των προέδρων, με βαράει ο Τσουκαλάς, με βαράει ο αντίπαλος, με βαράει ο διαιτητής που τα παίρνει, με βαράει ο δημοσιογράφος που τα γράφει γιατί τα παίρνει.

Με βαράνε οι τράπεζες. Με βαράνε τα δάνεια, με βαράει η Μέρκελ, με βαράει ο Σόιμπλε, με βαράνε οι χρηματιστές, με βαράνε οι αγορές, με βαράνε οι Γερμανοί, με βαράνε οι Αμερικάνοι, με βαράνε οι Ρώσοι, με βαράνε από το Ισραήλ, με βαράνε και από την Τουρκία, με βαράνε οι Κινέζοι, με βαράνε οι Σαουδάραβες, με βαράνε οι ειδήσεις, με βαράνε οι παραθυράκιδες, με βαράνε οι αρθρογράφοι των εφημερίδων, με βαράνε τα ενημερωτικά blog, με βαράνε οι ακροδεξιοί στα φόρουμ, με βαράνε και στον δρόμο, με βαράνε οι ακροαριστεροί στα φόρουμ, με βαράνε και στον δρόμο. Με βαράνε οι μετανάστες που βαρέθηκαν να τους βαράνε, με βαράει και ο τύπος που ψάχνει στα σκουπίδια, χωρίς να το θέλει ο άνθρωπος, αλλά εγώ πονάω, με βαράει το αφεντικό μου, με βαράει ο προϊστάμενός μου, με βαράει στο εργοστάσιο που δουλεύω, με βαράει στο ντελιβεράδικο που δουλεύω, με βαράει όταν με εκχωρεί σε άλλη εταιρία που παίρνουν 700 και γω παίρνω 300, με βαράει αυτός που του μοιράζω φυλλάδια, με βαράει αυτός που δεν μου απαντά την καλημέρα μου, με βαράει αυτός που παρκάρει στην διάβαση, με βαράει ο καλλιτέχνης που βγάζει δέκα χιλιάδες, με βαράει που μιλάει για την κρίση, με βαράει το κάθε ξέκωλο που κάνει καριέρα με το βυζί του, με βαράει που το παιδί μου θέλει να του μοιάσει, με βαράει ο πλούσιος με την πισίνα και την δική του εκπομπή, με βαράει που το παιδί μου θέλει να του μοιάσω.

Με βαράνε όλοι αυτοί, και πονάει. Κάθε μέρα με βαράνε.

Μόνιμο αγκάθι μου οι κρεμάλες.

Αν κάτι με στοιχειώνει, κάθε φορά, είναι οι κρεμάλες, τα ντου στην βουλή, το σύνθημα «να καεί το μπουρδέλο η βουλή».

Με τρομάζει αυτό το σύνθημα, βαθιά, με τρομοκρατεί.

«Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή».

Προσπαθώ, κάθε φορά, να εξηγήσω γιατί. Φυσικά, όπως σε όλα, η βάση της διαφωνίας μου είναι κυρίως το «όχι στο όνομά μου», μία θεωρία ύπαρξης που με καλύπτει, σχεδόν πάντα, απόλυτα.

Όχι στο όνομά μου.

Όσο δεν θέλω να λέει ο πρωθυπουργός πως οι θυσίες που κάνει ο Ελληνικός λαός τον αναγκάζουν να πλήξει τον τάδε, ή τον τάδε κλάδο (όχι στο όνομά μου, μάγκα μου) άλλο τόσο δεν θέλω ένα κομμάτι όχλου, είτε για χαβαλέ, είτε, πολύ περισσότερο, για τον βασανισμένο λαό (όχι στο όνομά μου, φίλε) να ορμήξει και να κάνει ντου στην Βουλή.

Όχι στο όνομά μου.

Αλλά αυτός είναι ο εύκολος λόγος. Ο άλλος χέστηκε – θα μου πει, «στα παπάρια μου, δεν το κάνω στο όνομά σου, στο δικό μου το κάνω. Εσύ κάτσε στον καναπέ σου να διαμαρτύρεσαι».

Σωστός, βέβαια. Όμως.

Ο δεύτερος λόγος ήταν πάντα το «και μετά;»

Η αμεσοδημοκρατία, που είναι ένα ευγενές, τολμώ να πω, όνειρο πολλών, δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμο. Θα μπορούσαμε να γίνουμε εκείνο το χωριό που αυτοδιοικείται – αλλά δεν πρόκειται, όχι διότι ο γείτονας μου που κατεβάζει τα σκουπίδια του ενώ έχει απεργία, ή που δεν κόβει απόδειξη ενώ κατηγορεί αυτούς που φοροδιαφεύγουν, ή που βρίζει τον μετανάστη που «του έχει φάει τις δουλειές», ή, ή, ή – (καταλαβαινόμαστε, αυτός) όχι λοιπόν γιατί αυτός δεν πρόκειται ποτέ, δεν έχει ούτε την παιδεία, ούτε την διάθεση να εφαρμόσει αμεσοδημοκρατία.

Όχι γι’ αυτό.

Αλλά γιατί τα κενά εξουσίας, ειδικά τα τόσο μεγάλα κενά εξουσίας, θα καλυφθούν, άμεσα, από τους ισχυρούς. Και, πιο ισχυρός από τους εκατό, διακόσιους, χίλιους που θα μπουν με λοστάρια μέσα στην βουλή και θα ανοίξουν όποιο κεφάλι βρουν, είναι ο τύπος που έχει όπλο, πιο ισχυρός από αυτόν είναι ο τύπος που έχει πολυβόλο, πιο ισχυρός από αυτόν ο τύπος που έχει τανκς, πιο ισχυρός ακόμα ο τύπος που έχει ξερωγω πενήντα αστέρια ή ένα σφυροδρέπανο στην σημαία του.

Αν με εννοείς.

Το «και μετά;» λοιπόν, μοιάζει ένας αξιοπρεπής λόγος να φοβάμαι.

Αλλά, παραδόξως, δεν είναι ούτε αυτό.

(αντέχεις; τελειώνω)

Ο λόγος που φοβάμαι, λοιπόν, παραδόξως, είναι η εμπιστοσύνη.

Καμιά δεκαριά νοματαίοι αποφάσισαν πως δεν είμαστε αρκετά ικανοί να αντέξουμε την αλήθεια. Στην αρχή, έταζαν θέσεις στο δημόσιο πχ με λεφτά που δεν είχαν, και τα δανειζόντουσαν. Μικρό το επιτόκιο, μπορούσαν. Κρατούσαν επιχειρήσεις ανοιχτές με λεφτά που δεν είχαν, και τα δανειζόντουσαν. Μικρό το επιτόκιο, μπορούσαν. Δεν σου έλεγαν όμως «ψιτ, που ‘σαι, δεν παράγουμε. Αν συνεχιστεί αυτό, θα βουλιάξουμε». Αντιθέτως, έταζαν περισσότερες θέσεις, περισσότερο δημόσιο, περισσότερα επιδόματα. Το βασικό πρόβλημα ήταν πως δεν είχαν εμπιστοσύνη στον κόσμο. Του έλεγαν ψέματα. Ήξεραν, πίστευαν πως αν του έλεγαν την αλήθεια, θα λειτουργούσε λάθος. Και συνέχισαν να μην τον εμπιστεύονται. Σήμερα, καμιά δεκαριά νοματαίοι αποφάσισαν να μας ρίξουν στο ΔΝΤ. Χωρις να ρωτήσουν κανέναν. Μαζεύτηκαν σε ένα δωμάτιο, είπαν «μαλάκα βουλιάζουμε» (το καλό σενάριο σου λέω τώρα) και φτιάξανε πλάνο σωτηρίας. Χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Το πλάνο ήταν μαλακία – πήγαν να το φτιάξουν με ένα που αποδείχθηκε χειρότερο. Δεν ρώτησαν κανέναν. Γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη σε κανέναν.

Δεν είχαν εμπιστοσύνη σε μένα, σε σένα.

Ο κόσμος επαναστάτησε, πήρε κατ’ αρχάς τα πλακάτ, μετά μαζεύτηκαν πολλοί, μετά πέσανε τα δακρυγόνα και οι φόροι. Θόλωσε πες. Βρέθηκε, στους καπνούς, μία λύση.

«Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή».

Γιατί να είναι αυτή η λύση; Γιατί να μην «καθαρίσει, καθαρίσει το μπουρδέλο η βουλή»; Ή να «πλυθεί, να πλυθεί, το μπουρδέλο η βουλή»;

Γιατί φοβούνται ότι, αν πέσει η κυβέρνηση, το μπουρδέλο θα αλλάξει πουτάνες – μπουρδέλο όμως, θα παραμείνει.

Γιατί δεν έχουν καμία, απολύτως εμπιστοσύνη. Σε σένα, σε μένα.

Δεν λέω ότι την αξίζουμε, ούτε εσύ, ούτε και γω. Μπορεί να μην είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης. Μπορεί, πράγματι, να βάλουμε άλλες πουτάνες στο μπουρδέλο, όχι καλύτερες από αυτές που είναι τώρα εκεί. Δεν λέω.

Λέω όμως δύο πράγματα: ότι δεν θέλω κανένας με λοστάρι να αποφασίσει, εν μέσω χημικών και αστυνομικής βίας, στο όνομά μου, πως ήρθε η ώρα να καθαρίσει έτσι η βουλή,

και πως ο μόνος, ο μόνος τρόπος να γίνουμε άξιοι εμπιστοσύνης, είναι κάποιος να αρχίσει να μας εμπιστεύεται.

Και όσες φορές και να τα κάνουμε σκατά, ποτέ να μην πει «αφού τα κάνεις σκατά, σου αφαιρώ τον λόγο, παίρνω την κρεμάλα μου, και καίω την βουλή». Να διδάσκει, να επιμένει, να δείχνει, κάθε φορά, τα ίδια και τα ίδια λάθη, να νουθετεί, να προτείνει, να ελπίζει.

Αλλιώς, είτε οι μεν, είτε οι δε, θα δουλεύουν για το καλό μας. Και να θυμάσαι: είναι αποκλειστικά και μόνο γιατί δεν μας εμπιστεύονται.

Υ.Γ.: Μια σκέψη είναι, την δουλεύω ακόμα, συμπεριφερθείτε αναλόγως στα σχόλιά σας.

Ο @NChatzinikolaou ζητά ερωτήσεις για τον Θ. Πάγκαλο απόψε, για την εκπομπή του.

Σκέφτομαι, είναι ευκαιρία να περάσει η γνώμη μου. Σκέφτομαι, μπορώ να εξηγήσω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, αν θέλει να ακούσει, (πάντα με έλεγαν υπερβολικά αισιόδοξο και καλοπροαίρετο με τους ανθρώπους) πόσο κακό παθαίνει η ελληνική κοινωνία ως αποτέλεσμα των πράξεών του. Να τον καταστήσω υπεύθυνο, να του πω «ξέρεις, η τιμή του πετρελαίου», ή «ποιοι είναι οι φοροφυγάδες που χρωστάνε» και τέτοια.

Δεν μου έρχεται στο μυαλό τίποτα.

Τίποτα άλλο μετά από αυτήν την εικόνα:

Το πρόβλημά μου είναι σαφές: Δεν μπορώ να μιλήσω σοβαρά, με κανέναν αν δεν λυθεί αυτό.
Οποιαδήποτε κουβέντα κάνω, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, υπό οποιαδήποτε διαδικασία, κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς –

– όσο αυτός ο άνθρωπος φωνάζει «έξω από την πλατεία» και ο ΜΑΤατζής τον πλησιάζει –

– και ο άνθρωπος αμύνεται-παρακαλά-τονίζει-σημειώνει-φοβάται-δεν το πιστεύει-

«μην με βαρέσεις»

– άνθρωπος χωρίς μάσκα, χωρίς πέτρες στα χέρια, χωρίς απειλή, χωρίς άλλη απειλή από την φωνή του, χωρίς άλλα όπλα από τις λέξεις του, χωρίς άλλη ευθύνη από την ύπαρξή του, εκεί, μόνος του –

«μην με βαρέσεις»

– και ακούγεται ο χτύπος, ο πόνος, και σωριάζεται, και ο ΜΑΤατζής αποχωρεί, ανώνυμος, λειτουργός ενός κράτους που δεν νιώθει, που δεν έχει ούτε οίκτο ούτε αιδώ ούτε νόημα ούτε λογική ούτε συναίσθημα –

– και σωριάζεται μόνος του κάτω, κρατώντας το κεφάλι του, που τρέχει αίμα, που στάζει στο Σύνταγμα, μπροστά από την βουλή, ανάμεσα από δακρυγόνα, κρότου λάμψης, πνιγμένους στο σύνταγμα –

– Δεν υπάρχει κάποιος για να μιλήσω μαζί του.

Αν μιλήσω μαζί του, αν του πω «οι συντάξεις», «η Τρόικα», «το άρθρο στο ΒΗΜΑ», «οι δικοί σας συνδικαλιστές», είναι σαν να του λέω «καλά αυτός, εντάξει, αλλα και οι συντάξεις, το βήμα, οι συνδικαλιστές, η τρόικα».

Δεν θέλω να το κάνω αυτό.

Τραβάω γραμμή. Η αξιοπρέπειά μου το απαιτεί. Τραβάω γραμμή. Η συνείδησή μου το προστάζει. Όχι «καλά αυτός αλλά…»

Αυτός.

Μετά όλα τα άλλα. Μετά οι πολιτικές αποφάσεις, μετά οι συνομιλίες με την τρόικα ή τους διαπραγματευτές ή τους συνδικαλιστές, ή τους δημοσιογράφους, ή τον κυρίαρχο λαό, ή τα τιμημένα γηρατειά, ή τον ψηφοφόρο στην εξουσία.

Πρώτα αυτός.

Η αντοχή μου, και κατά συνέπεια η αναγνώριση του κράτους που εκπροσωπεί ο συνομιλητής μου εξαρτάται απόλυτα από το κατέβασμα ενός γκλόμπ στο κεφάλι ενός αθώου.

Είναι η γραμμή της αξιοπρέπειάς μου, και δεν προτίθεμαι να την περάσω.

~

Διάβασε επίσης: «Εγώ, το αφεντικό«, «Να πούμε ότι άργησαν να κερδίσουν, μόνο αυτό«, «#GreekPmLive, απαντήστε κύριε Πρωθυπουργέ«, «Τι ήταν πραγματικά το #askND«

Those Days

Flickr εικόνα (μεγάλο μέγεθος)

(μόλις το έγραψα, το ξαναδιάβασα αυτό το ποστ. μια συμβουλή: μην το διαβάσεις.)

Sad clown

Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ. Κοιτάω που φτάσαμε, κοιτάω πως να διαφύγουμε, αλλά, πραγματικά, είμαι πολύ, πολυ απογοητευμένος.

Όλα είναι σκατά.

Η κυβέρνηση έχει χάσει κάθε πιθανή λαϊκή εντολή. Το κράτος υπολειτουργεί, σε όλους τους τομείς. Χρήματα λείπουν από παντού, οι πολίτες έχουν σταματήσει να το εμπιστεύονται, βγαίνουν νόμοι αναδρομικοί, σκαρφίζονται κάθε τρόπο, νόμιμο ή ακόμα και παράνομο, με τους πιο γελοίους όρους, για να κλέψουν, στην ουσία, χρήματα από τον πολίτη. Ζητούν να ξανακάνεις περαίωση, ακόμα και αν έχεις ήδη κάνει στο παρελθόν, ακόμα και αν έκανες κάθε-προηγούμενη-χρονιά, ακόμα και αν δεν έχεις τίποτα να κρύψεις. Κρύβουν χαράτσια στους λογαριασμούς της ΔΕΗ για να τα δώσεις, ακόμα και εκβιαστικά. Ταυτόχρονα, κάθε αγορά είδους πολυτελείας γίνεται χωρίς ποθεν έσχες, αποκλειστικά για να ξαναέρθει το χρήμα που την κοπάνησε στο εξωτερικό.

Ταυτόχρονα, κάθε ποσό άνω των πέντε χιλιάδων ευρώ φορολογείται, κάτι που σημαίνει ότι όποιος παίρνει περισσότερα από 380+ ευρώ τον μήνα, καλείται να πληρώσει στο τέλος του χρόνου. Όποιος το σχολιάζει γίνεται λαϊκιστής και λοιδορείται. Οι πολίτες αρνούνται να πληρώσουν. Γκρεμίζοντας κάθε αίσθηση νομιμότητας ή δικαιοσύνης, αρνούνται τις επιταγές του κράτους. Δεν πληρώνω, από δικαίους και αδίκους, ξεσφραγίζουν κουτιά της ΔΕΗ, όποιος θέλει, όπου θέλει, όπως θέλει αρνείται να πληρώσει, αρνείται να υπακούσει. Βγαίνει νόμος για το κάπνισμα στα μαγαζιά, κάποιοι βαράνε πέντε-δέκα ελεγκτές, αρνούνται να ελέγξουν, ο νόμος ισχύει, αλλά δια της ράβδου δεν εφαρμόζεται. Ο κόσμος στέλνει ο,τι να ναι στις εφορίες που δεν έχουν ελεγκτές να δουν τι από αυτά ισχύει και τι όχι. Από την άλλη, το κράτος αλλάζει κάθε-γαμημένη-μέρα τους κανόνες, σήμερα αποδείξεις, αύριο κάρτες, μεθάυριο πάλι αποδείξεις γιατί δεν υπάρχουν μηχανήματα παντού, παραμεθαύριο πάλι κάρτες. Μαζέψτε, μην μαζεύετε, μαζέψτε πάλι. Παράνοια.

Οι μαθητές χωρίς βιβλία ξεκινάνε τις τάξεις, άλλοι κάνουν κατάληψη, άλλοι σπάνε τα σχολεία, καταστρέφουν τα πάντα. Οι εργαζόμενοι στον δήμο απεργούν, δεν απεργούν, κάνουν κατάληψη στις χωματερές, δεν μπορούν να απεργήσουν, παίρνουν λιγότερα πια, είναι πιο ακριβή η απεργία, δεν αντέχουν οικονομικά να διεκδικήσουν, οδηγούνται σε παρανομίες. Παράνοια. Τα σκουπίδια μαζεύονται στους δρόμους, παιδιά σε σχολεία λιποθυμούν από ασιτία, ναι ρε φίλε, από ασιτία, (διαψεύστηκε) γίνονται καταγγελίες, δεν οδηγούν πουθενά. Γονείς χωρίς δουλειά, άνθρωποι χωρίς μέλλον. Κρατήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους για την ενίσχυση των ανέργων, μειώνονται διαρκώς οι μισθοί, ανακοινώνεται αύξηση μισθών με το ενιαίο μισθολόγιο, ισχύει – αλλά έχουν ήδη κοπεί όλα τα επιδόματα, δίκαια και άδικα, τελικά είναι μειωμένος ο μισθός.

Οι πολίτες βγάζουν κρεμάλες στους δρόμους, κρε-μά-λες, οι πολιτικοί είναι αδύνατο να περπατήσουν. Γίνονται δηλώσεις ανυπακοής ως επανάσταση από βουλευτές, πνίγονται μετά στην αίθουσα ψηφοφορίας πίσω, όχι μόνο από μισόλογα, αλλά και από ξεκάθαρες δηλώσεις εκβιασμού. Ουδείς ασχολείται. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις έχουν πάρει μία ιδιότυπη ασυλία, ακόμα και αν υπάρχει ξεκάθαρη ευθύνη, καλύπτεται από παραγραφή. Άνθρωποι που από κατηγορητήρια, με στοιχεία, έχουν φάει ότι τρώγεται, που εμπλέξανε γυναίκες, παιδιά, off shore, εκκλησίες, τον θεό τον ίδιο, είτε δεν αγγίζονται, είτε τα ονόματά τους γίνονται γνωστά μόνο κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ των εμπλεκομένων κομμάτων. Επιχειρηματίες πηδάνε από το παράθυρο, αυτοπυρπολούνται, δεν μαθαίνει κανείς τίποτα.

Τα δελτία ειδήσεων και οι στήλες των εφημερίδων έχουν γεμίζει από αυτόκλητους σωτήρες, κουστουμάτους των δεκάδων χιλιάδων ευρώ που μιλάνε με άνεση για τον κατώτατο μισθό, στρατευμένους δημοσιογράφους που λειτουργούν με εκβιασμούς, απειλές και σκορπίζουν κατηγορίες, και αυθεντικούς γνώστες (και «γνώστες») που αυτοδιαψεύδονται προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν ένα σύστημα χωρίς καμία απολύτως σταθερά. Δημοσιογράφοι και «δημοσιογράφοι» που κάνουν τα δελτία τύπου είδηση, και τα ευχολόγια σίγουρο μέλλον. Και ποιοι παρακολουθούν; Επιχειρηματίες που καταρρέουν, μαγαζιά που κλείνουν διαρκώς, άνθρωποι που χάνουν την δουλειά τους, και δεν βρίσκουν ούτε έναν-χρόνο-μετά, μετά από άπειρες αποστολές βιογραφικών, παρακάλια, βύσματα και μέσα.

Άνθρωποι χωρίς μέλλον, που φωνάζουν «να καεί το μπουρδέλο η βουλή», και η φωνή τους ενώνεται με ακροδεξιούς που νομιμοποιούνται σε βουλή και δήμους, που κυκλοφορούν άνετα πλέον με μαχαίρια και λοστάρια, που η φωνή τους ενώνεται με ανθρώπους που δεν έχουν πατήσει στο δημόσιο ούτε μία μέρα, ή στην μονάδα τους ούτε μία μέρα, και όλοι αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με την πιο ανερχόμενη εργασία αυτήν την στιγμή, τις δυνάμεις ασφαλείας, τα ΜΑΤ, που χτυπούν ακαριαία, δεν λογοδοτούν πουθενά, δημοσιογράφους, πολίτες, παιδιά, χωρίς οίκτο, χωρίς αιδώ. Και έτσι, έχεις άλλον έναν λόγο να μην κατέβεις σε πορείες έτσι και αλλιώς χωριστές, άλλοι εδώ, άλλοι εκεί, και αν είσαι με τους από εκεί να μην μπορείς να τραγουδήσεις τα συνθήματα των από εδώ, συνθήματα έτσι και αλλιώς παρωχημένα, φτιαγμένα από ξύλινους ανθρώπους, αχυρανθρώπους, συνδικαλιστές που δεν μπορούν να απολυθούν, που δεν δούλεψαν ποτέ, που δεν νοιάζονται, μερικοί εκ των οποίων θα γίνουν γενικοί γραμματείς και υπουργοί αύριο, μίας Ελλάδας διαλυμένης.

Μιας Ελλάδας που το μέλλον της εγκλωβισμένο σε σχολές και παρατάξεις, σε μαφία των τάξεων και των εξωθεσμικών, πασχίζει να βρει μία ακτίνα φωτός έξω, έξω όπου και να είναι αυτό. Σκλαβοπάζαρα στην Αυστραλία ή μία τυχερή θέση στην Αγγλία. Μα και έξω να πεινάνε, να μαθαίνουμε τα κόλπα τους, να βαπτίζουμε την απόλυση εφεδρεία, μισούς μισθούς για μισή δουλειά, απλήρωτοι για μήνες, να δουλεύεις και να μην πληρώνεσαι. Να μην πληρώνεσαι αλλα να μην είσαι απολυμένος να πάρεις τουλάχιστον επίδομα. Παράνοια.

Τα κανάλια να παίζουν τις ίδιες αηδίες κάθε μέρα, τα εξώφυλλα των εφημερίδων να εκβιάζουν, πότε για δικό τους όφελος, πότε για μία πατρίδα που έχουν να της εξοφλήσουν το ΙΚΑ πέντε χρόνια τώρα. Ο διπλανός μου να μην κόβει αποδείξεις, ο άλλος να ακριβαίνει ως καρτέλ το ήδη ακριβότερο πετρέλαιο, το γάλα, την τιμή της μονάδας στο κινητό, όλοι μαζί συννενοημένοι να σε χρεώνουν στα 45» πλέον, όχι στα 30», συννενοημένοι, στα μουγγά, και εσύ να μην έχεις ούτε αυτά να δώσεις.

Εταιρίες να μπλέκονται σε σκάνδαλα, εκατομμύρια ανασφάλιστα αυτοκίνητα, να παρακαλάς να μη σε βαρέσει κανένα, κλοπές, πρεζόνια, ημεδαποί και μη με στιλέτα στην τσέπη τα βράδια, ο κάθε Ψωμιάδης να κατουρά σε ένα σάπιο δικαστικό σύστημα, και να βγαίνει γελώντας ενώ μόλις τον πιάσανε γιατί τον κυνηγούσε ιντερπολ και ως φυγά, δίπλα ο άλλος να παθαίνει καρδιακό γιατί χρώσταγε τρία χιλιάρικα. Παράνοια. Σε κάθε προσπάθεια σωτηρίας θα χωθεί και κάποιος τραμπούκος, θα κάνει την ελπίδα στρατευμένη, τελικά θα φύγεις αηδιασμένος, το όνειρο να γίνεται σαπίλα.

Και στις ειδήσεις, να σε απειλούν με όρους ακαταλαβίστικους, σπρεντ, κούρεμα, αγορές, να μην καταλαβαίνεις, να θες πέντε μάστερ να δεις ειδήσεις, ο Πάγκαλος να σου λέει μαζί τα φάγαμε, ο Χρυσοχοϊδης να μιλά για επενδύσεις δισεκατομμυρίων, ο Παπουτσής να δικαιολογεί τον ματατζή που κοπανάει τον άνθρωπο που λέει μη με βαρέσεις, και εμείς να κοιτάμε όταν ατιμώρητα χημικά με σκοπό να δολοφονήσουν ρίχνονται στους αποπνικτικούς χώρους του μετρό, χτυπώνται γιατροί που παρέχουν πρώτες βοήθειες, απλοί άνθρωποι με παιδιά.

Κόμματα υπερχρεωμένα σε τράπεζες, αληθινά χρεωμένα, με δάνεια, πολιτικές χρεωμένες σε επιχειρηματίες που τις κράτησαν ζωντανές, σε Ευρωπαίους, σε Αμερικανούς, σε ισραηλινούς, σε Κύπριους και Τούρκους, σε μπίζνεσμαν, από την Σαουδική Αραβία, στο κεφάλαιο, τους Κινέζους, που μοιράζονται ορυχεία χρυσού, άφαντες μελλοντικές πετρελαιοπηγές, αοζ, που στέλνουν καράβια με γιατρούς στο έλεος των οποίων θέλουν να τα βυθίσουν, απόπειρες δολοφονίας Ελλήνων πρωθυπουργών, φυσικά αέρια, ψυχρός πόλεμος στα πόδια μας, κοιτάμε, χαζεύουμε αμίλητοι.

Και σε όλα αυτά, κανένα μέλλον, καμία διέξοδος, μπροστά μας χρεωκοπία, οι ίδιοι πολιτικοί, οι ίδιες ιδέες, καμία ελπίδα, τίποτα ορατό.

Χρεωκοπία ρε φίλε. Χρεωκοπία.

Υ.Γ.: Video που κοινοποίησε η @Cyberela

Πολλές φορές, προσπαθώ να θυμάμαι ότι δεν είμαι καλύτερος από κανέναν, και κανείς καλύτερός μου.

Μπορώ να κάνω τα ίδια λάθη με όλους. Με τον γιατρό, που ξεχνάει ένα σφουγγάρι στην εγχείρηση, με τον επιστήμονα, που δίνει σε στρατιωτικό την φόρμουλα για τον πυρηνικό όλεθρο, με το πρεζόνι στην γωνία, που του έδωσαν και δοκίμασε, με τον τσαντάκια, που θα τα φάει στις γκόμενες, με τον μπάτσο, που θυμωμένος, χτυπάει ένα άοπλο παιδί.

Τα ίδια λάθη με όλους.

Όταν σκέφτομαι έτσι, όταν δεν νιώθω θεός, αλάνθαστος, μπορώ και να καταλάβω τους άλλους. Όχι να τους δικαιολογήσω, ή να τους αποδεσμεύσω από τις ευθύνες τους, αλλά, τουλάχιστον να τους καταλάβω, να μην πω «αυτοί – και εμείς», αλλά εμείς, σκέτο.

~

Γιατί ο πρόλογος; Γιατί προσπάθησα, με τα ίδια κριτήρια, χωρίς καμία σταθερή, μόνο με υποψίες, να καταλάβω και την πρωθυπουργική ομάδα που προσπαθεί να μας «σώσει».

Σκέφτομαι, δηλαδή, για μία στιγμή, ότι πιστεύουν αυτό που κάνουν. Οτι ρε παιδί μου δεν είναι προδότες, δεν είναι δοσίλογοι, δεν θέλουν το κακό μας, δεν θέλουν να πεινάσουμε, ότι έχουν ένα ιδεώδες, ότι έχουν μία δουλειά να κάνουν, όχι να μας εξοντώσουν, ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, οτι θέλουν να μας βοηθήσουν – ότι θέλουν στ’ αλήθεια να μας βοηθήσουν.

(είναι δύσκολο, το ξέρω, αλλά μείνε μαζί μου λίγο εδώ)

Αν ισχύει, δεν λέω ισχύει, λέω αν, αν ισχύει, τότε το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο νομίζαμε.

Αν πράγματι πιστεύουν ότι κάνουν το σωστό, είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα από όσο είχαμε υπολογίσει με την λογική ότι κάνουν λάθος – και το ξέρουν. Γιατί αν νομίζουν ότι πραγματικά προσπαθούν να μας σώσουν, τότε υπάρχει βασικότερο λάθος, πιο τρομαχτικό από μία απλή χρεωκοπία.

Ο πρωθυπουργός έφερε την αποδοχή του Μνημονίου στην βουλή, ζητώντας μόνο 151+ ψήφους, πράγμα που το καθιστά αυτόματα αντισυνταγματικό (εδώ η αντίθετη άποψη του ΣτΕ με βάση αυτήν την εισήγηση).

Για το καλό μας.

Προσέξτε το λίγο αυτό: Για το καλό μας. Δεν ερωτηθήκαμε, δεν μας δόθηκε η δυνατότητα να διαφωνήσουμε, δεν μας δόθηκαν όλα τα στοιχεία, δεν είχαμε λόγο στα κέντρα αποφάσεων.

Πέντε-δέκα τύποι αποφάσισαν ότι η Ελλάδα πρέπει να σωθεί, και θα σωθεί, αδιαφορώντας τι θα πουν οι κάτοικοί της.

Ότι το τίμημα ήταν αδιαπραγμάτευτο, πρέπει να σωθεί, ανεξαρτήτως τι επίπτωση θα έχει αυτό ατομικά στους πολίτες.

Αν θέλεις, πιο νωρίς είχε ξεκινήσει το κακό: Η υπόθεση που κάνω, είναι πως ο τωρινός πρωθυπουργός ήξερε πολύ πριν την ανάληψη της εξουσίας ότι τα δημοσιονομικά μας ήταν σε άθλια κατάσταση, η υπόθεση που κάνω είναι ότι ο προηγούμενος πρωθυπουργός παρέδωσε στην ουσία την εξουσία σ΄αυτόν που ήταν διατεθημένος να αναλάβει το πολιτικό κόστος να σώσει την χώρα (βάλτε εισαγωγικά αν θέλετε, ή βάλτε να ξεπουλήσει την χώρα, ή να κερδοσκοπήσει από την κατάσταση, ότι θέλετε εσείς, το νόημα θέλω να πιάσετε) με αντάλαγμα την πλήρη αμνηστία που αυτό συνεπάγεται. Το λιγότερο όμως που δεν χρειάζεται υπόθεση, είναι πως, σύμφωνα με τον Στρος Καν, η εξωτερική «βοήθεια» ήταν γνωστή στην πρωθυπουργική ομάδα (και πιθανότατα στους κερδοσκόπους) πολύ πριν γίνει γνωστή σε εμάς.

Ξαναλέω: αυθαίρετα συμπεράσματα, ελάχιστα γνωστά στοιχεία. Υποθέσεις κάνω.

Το πρόβλημα λοιπόν σύμφωνα με αυτές τις υποθέσεις, είναι πως δεν μας έδωσε, με κανέναν τρόπο την δυνατότητα να αποφασίσουμε εμείς τι θέλουμε.

Και, το πρόβλημα που προκύπτει, είναι πως η εξουσία βρίσκεται στα χέρια κάποιου που την ασκεί χωρίς, ούτε την λαϊκή, ούτε καν την βουλευτική εντολή.

Για το καλό μας.

Αν δεχθούμε ότι αυτό το παράλογο, αστήρικτο σενάριο υφίσταται, πρέπει, θεωρώ, να αναρωτηθούμε γιατί.

Γιατί δεν μας δόθηκαν επιλογές;

Γιατί δεν μας δόθηκαν πλήρη στοιχεία;

Γιατί δεν ήμασταν συμμέτοχοι (και συνένοχοι αν θέλεις) στις αποφάσεις;

Η τρομακτική απάντηση λοιπόν που μπορώ εγώ να δώσω, είναι ότι ξέρουν.

Ξέρουν.

Ξέρουν ποιος τους ψήφισε. Ξέρουν γιατί τους ψήφισε. Ξέρουν πως τους ψήφισε.

Έχουν μία ξεκάθαρη εικόνα για εμάς, και έχουν μία ξεκάθαρη εικόνα γι’ αυτούς.

Δεν μπορούν να μας εμπιστευτούν, γιατί ψηφίσαμε σαν πρόβατα. Δεν μπορούν να μας εμπιστευτουν γιατί, σαν τους ιθαγενείς μαγευόμασταν με καθρεπτάκια και χάντρες.

Σοβαρά τώρα: Θα αφήνατε το μέλλον μιας χώρας σε κάποιον που θαμπώνεται από χάντρες;

Ξέρουν λοιπόν ποιος τους ψήφισε.

Ξέρουν ότι οι έλληνες βουλευτές βγήκαν, εν πολλοίς, είτε γιατί ήταν όμορφοι, έγραφαν ωραία στο γυαλί, είχαν λυρικό (όχι απαραίτητα πολιτικό) λόγο, γιατί ήταν παροχείς θέσεων, γιατί ήταν γνωστοί σε ένα χαρτί με τριάντα ονόματα. Ανίκανοι να κάνουν ζάφτι ακόμα και το σπίτι τους, παπάρες, φαμφάρες άσχετοι και με την πολιτική, και με την εξουσία, βγήκαν με άλλα κριτήρια, που τους καθιστούσε επικίνδυνους.

Ξέρουν λοιπόν γιατί τους ψήφισε.

Ξέρουν πως, η εξουσία τους είναι αποτέλεσμα συναλλαγών, κάθε άλλο παρά νόμιμων ή ηθικών, υποχωρήσεων που τώρα πληρώνουμε, ενός παράλογου υπερφίαλου κράτους που μεταφράστηκε σε γραφειοκρατεία που τώρα πληρώνουμε, παραθυράκια σε νόμους που τώρα πληρώνουμε.

Ξέρουν λοιπόν πως τους ψήφισε.

Ξέρουν.

Δεν λέω ότι ξέρουν την αλήθεια. Μπορεί ξεράδια να ξέρουν. Αλλά, τουλάχιστον, κάτι έχουν καταλάβει.

Και, με την αίσθηση ανωτερότητας που τους χαρίσαμε, είτε από τις άστοχες και επικίνδυνες επιλογές μας, είτε γιατί αδιαφορήσαμε για την διαδικασία, μας κοίταξαν σαν πρόβατα.

Και πήραν αποφάσεις για λογαριασμό μας.

Μας αγνόησαν, ως ηλίθιους ιθαγενείς, μας είπαν αδιαφορούμε για την γνώμη σας, έχουμε πολύ σπουδαιότερα πράγματα να λύσουμε, πιο μεγάλα από εσάς, έφεραν τα ΜΑΤ να μας βαρέσουν και να μας ψεκάσουν όταν, ξαφνικά, λίγοι από εμάς σήκωσαν κεφάλι, μας κοίταξαν ως κακομαθημένα όταν, ελάχιστοι από εμάς, τους πέταξαν γιαούρτια αγανάκτησης.

Για το καλό μας.

Μας;

Αφού δεν έχουμε λόγο, δεν έχουμε γνώση, δεν έχουμε γνώμη, δεν έχουμε εξουσία, δεν μπορεί να γίνεται για το καλό μας. Το σενάριο «τα κάνουμε όλα αυτά για το καλό σας, δεν σας ρωτάμε για το καλό σας, δεν σας λαμβάνουμε υπόψιν για το καλό σας, δεν θα σωθείτε όλοι για το καλό σας, κάποιοι θα πεινάσουν για το καλό σας, κάποιοι θα πεθάνουν για το καλό σας, θα καταστραφούν για το καλό σας, θα σας τρομοκρατήσουμε για το καλό σας, θα σας φέρουμε σε απόγνωση για το καλό σας», μου φαίνεται πιο τρομακτικό, πιο απεχθές, από οποιοδήποτε άλλο.

Με τρομάζει πολύ αυτό το καλό μας.

Υ.Γ.: Δεν διεκδικώ το αλάνθαστο στις σκέψεις μου. Τις μοιράζομαι περισσότερο από συναίσθημα, λιγότερο με λογική σκέψη. Οπότε σας ζητώ να διαφωνήστε με αντίστοιχο τρόπο με τις προθέσεις μου.

Ζούμε ένα μάτριξ. Μία παράλληλη πραγματικότητα. Όπως στον Κυνόδοντα, που το μουνί βαφτίζεται μεγάλη λάμπα, έτσι και εδώ, οι νονοί της πραγματικότητάς μας, αλλαζουν λέξεις, νοήματα, για κάτι που το νιώθουμε πως είναι κάτι άλλο, αλλά μουδιασμένοι το ακούμε, ξανά και ξανά, μέχρι να το εμπεδώσουμε, ξανά, ξανά, έτσι που οι απολύσεις βαπτίζονται «πρόοδος», ο δανεισμός «σωτηρία», το ξύλο της ασφάλειας (που τώρα τον ρόλο της έχουν αναλάβει τα ΜΑΤ) «εθνική ασφάλεια», τα κυβερνητικά ανακοινωθέν βαπτίζονται «Δελτία Ειδήσεων», η αποδοχή των όρων «φρόνιμη στάση», η μη-αποδοχή «προδοσία», ο νόμιμος, πειθήνιος πολίτης βαπτίζεται «πατριώτης», ο μόνιμος φόρος «έκτακτος», το χαράτσι βαπτίζεται «ενίσχυση», η κλοπή βαπτίζεται «εισφορά», ο παπάς βουτάει τις λέξεις στο νερό, βγαίνουν άλλες, πιο ωραίες, πιο αποδεκτές, ο συνταξιούχος χάνει μέρος της σύνταξής του, είναι πια «λαός με κατανόηση», όχι υποσιτισμένος, όχι «φτωχός», προς θεού όχι «κάτω από το όριο της φτώχιας», όχι, είναι αυτός που καταλαβαίνει, πεινάει, βέβαια, το κατανοούμε, συμπάσχουμε, όχι αδιαφορούμε, το βαφτίσαμε αλλιώς και αυτο, έγινε «συμπάσχουμε», δεν προσέχεις, αχ, γιατί δεν προσέχεις, αυτός που χτυπάμε στο Σύνταγμα, που παρακαλάει να μην τον χτυπήσουμε, αυτός, είναι «αναρχικός», φοβού, μην του μπαντάρεις το κεφάλι, καίει ανθρώπους, είναι φονιάς, ο γιατρός στο μετρό που περιθάλπει ανοιγμένα κεφάλια είναι τραμπούκος ρε, μακρυά, μακρυά, ο διπλανός σου είναι δημόσιο, κακός, κακός, σε ταλαιπωρούν, μη τους μιλάς, θέλουν την θέση σου, την ευημερία σου, ο ταξιτζής, ο γιατρός, ο γιατρός είναι «φοροφυγάς», τι θα πει ποιος, όλοι, όλοι, ο νέος που χάνει την δουλειά του, όχι εσύ, όχι εσύ, ο άλλος, μη σε νοιάζει, η χώρα θα αναθαρρήσει, είσαι ο λόγος που βγαίνουμε από το τούνελ, την στενωπό, δεν υπάρχουν διλήμματα στην δημοκρατία, το λένε οι νονοί μας, η εθνική μας προδοσία έγινε «θυσία», «αδιαφορία για το πολιτικό κόστος», η πείνα βαπτίζεται «σπρέντς», και οι οχτροί βαπτίζονται «αγορές», όχι τοκογλύφοι, όχι!, άμα σου έλεγαν ότι τα δίνεις στους τοκογλύφους θα τα έδινες ρε; για σένα βρε τα κάνουμε όλα αυτά, αχ, αχ, λίγο να καταλάβαινες, να πρόσεχες τα λόγια μας, λιγάκι ρε γαμώτο, θα ήταν τόσο σαφές πια.

Αχάριστε. Δεν προσέχεις πια τις νέες λέξεις, τα νέα νοήματα. Δεν προσέχεις, πρόσεξε λίγο, θα καταλάβεις. Θα καταλάβεις.

Το λένε οι νονοί μας ρε.

Αυτοί που από άνθρωπο σε βάπτισαν αριθμό.

Κανένας σεβασμός πια, κανένας.

Προσθήκη 12 Νοεμβρίου 2011: Να μην ξεχάσουμε αυτούς που βάπτισαν την ακροδεξιά, το μίσος, τον φασιμό «εκλεγμένη κυβέρνηση». Προς θεού, να μην το ξεχάσουμε ποτέ αυτό.

photo by boellstiftung, on Flickr

Η Ελεάνα επιμένει να βλέπει δελτία ειδήσεων από κανάλια που δεν θέλω να βλέπω. Δεν είναι απαραιτήτως κακό, το είχα γράψει παλιά, φταίει η «Νάνυ Φάιν» έγραφα τότε, που δεν βλέπουμε τα δελτία να κατέβουμε στους δρόμους να τους αλλάξουμε τον αδόξαστο.

Τεσπα, εγώ είμαι στην φάση που δεν θέλω, η σύζυγος στην φάση που θέλει, όποιος πιάσει το κοντρόλ πιο γρήγορα, χάνω, βλέπω ειδήσεις.

Σ’ ότι έχω ιερό, φρίκαρα. «Η τρόικα διαμήνυσε ότι είναι πολύ δυσαρεστημένη με την πρόοδο των δικών για φορολογικά θέματα». «Η τρόικα έθεσε ως όρο την απόλυση πάνω από 30.000 του δημοσίου τομέα». «Οι τροικανοί» (έτσι ακριβώς, οι «τροϊκανοί») «έχουν φρίξει με το πόσο αργεί το τάδε», ή το «δείνα».

Όχι ονόματα, θέσεις, έγγραφα, ουσία: Αντιθέτως, «οι τροϊκανοί«. Ομιχλώδες, σαν τα φαντάσματα, απρόσωπο, ο μπαμπούλας που δεν λέει μπράβο, παρά μόνο «θα έπρεπε να» και αυξάνει τους εφιάλτες σου.

Ο Μπαμπούλας.

Και καλά ρε φίλε, πες ότι μπαμπούλας υπάρχει, πες ότι πράγματι, πράγματι, κάποιοι τύποι, παίρνουν τηλέφωνο βραδιάτικα το υπουργείο και λένε «γειά σας, είμαστε οι Τροϊκανοί, και πρέπει να σας πούμε ότι έχουμε φρίξει με την καθυστέρηση των δικών για φορολογικά θέματα. Έχουμε φρίξει, φρίξει σας λέω.» Και πες ότι αμέσως μετά, ο Μήτσος που σήκωσε το τηλέφωνο, σημειώνει το μήνυμα των τροϊκανών, σαν άλλη 17 Νοέμβρη αφημένο, και, αφού πάρει ξέρωγω τον Βενιζέλο, τον Πάγκαλο ή το αρμόδιο υπουργείο, παίρνει μετά το κανάλι και του λέει, «άστα μαλάκα μου, μας έβρισαν πάλι οι τροϊκανοι, που να στα λέω». Ή, οτι ο Βενιζέλος ο ίδιος πέφτει το βράδυ στο κρεβάτι, τα λέει απηυδισμένος στην σύζυγο, που τα ξεφουρνίζει την επομένη στην κομμώτρια, «άστα Σούλα μου, σκαζμένος ο Βαγγέλης εχθές», και, λόγο στον λόγο, φτάνουν στον δημοσιογράφο που λέει στον αρχισυντάκτη, κυρ Τάκη έχω θέμα, πήραν οι τροϊκάνοι εχθές και εσύγχυσαν τον Βαγγέλη.

Και βγαίνει ο τύπος στο γυαλί και ξεφουρνίζει το παραμύθι.

Η «τρόικα».

Ε, πες όλα αυτά.

Εγώ όμως, σου έχω άλλη ιστορία.

~

Σου λέω εγώ ότι ο Βαγγέλης μαζί με την παρέα του, κάνουν μία κουβέντα και λένε «μαλάκα μου πως θα απολύσουμε 30.000 νοματαίους και να βγούμε την αύριον στο γυαλί; θα πέσουν φάπες.» Και λέει ο εξαπένταντι πονηρός, «πες ότι στο είπε η τρόϊκα». «Πως ρε να πω ότι μου το είπε η τρόικα, ποιος; θα ζητήσουν ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο και νούμερο κυλότας» – «μη πεις ονόματα ρε, κουτό, πες -απλώς-η-τρόικα»

Η τρόικα.

Και παίρνει (λέω εγώ τώρα, δεν ξέρω, από το μυαλό μου τα βγάζω, ναι;) ο υφιστάμενος του εκάστοτε υπουργού και λέει στον εκάστοτε ανταποκριτή του μετώπου μαξίμου «η τρόικα θέλει απολύσεις». Και άμα ρωτήσει ο δημοσιογράφος «ποια τρόικα ρε παιδιά; πείτε μου ένα όνομα, επώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο και, αριθμό κυλότας άμα δεν έχετε, δεν πειράζει», έχουν μία θαυμάσια θέση στα κοσμικά να κουτσομπολεύει το μέγαρο και τους καλεσμένους του.

Και βγαίνει ο τύπος στο γυαλί και ξεφουρνίζει το παραμύθι.

Η «τρόικα».

Λέω εγώ τώρα.

Εσύ λες τα δικά σου, και εγώ τα δικά μου.

Ποιος λες να έχει δίκιο;

Μάζεψα τα tweets της Παρασκευής. Δεν είχα σκοπό να τα πω, αλλά, τα μαζεύω, τα μαζεύω – κάποια στιγμή. Επειδή με εκφράζουν όμως, και επειδή το twitter ξεχνάει πολύ εύκολα, τα μάζεψα εδώ:

Η Σούλα Μερεντίτη απηύδησε εχθές. Ένιωθε βαθύτατα αριστερή, και πετάχτηκε μία με κάτι γάλατα και κάτι ψωμιά και την έκανε να νιώσει δεξιά. [tweet]

Κατανοώ την αγανάκτησή της. Έχει δείξει άλλωστε η κυρία Σούλα Μερεντίτη στο κοινοβούλιο τις αριστερές της πεποιθήσεις, τόσες ψηφοφορίες πια. [tweet]

Το πρόβλημά μου με την Μερεντίτη δεν είναι αν παρεξηγείται που δεν είναι (πια) αριστερή. Το πρόβλημά μου είναι αν δεν το έχει καταλάβει. [tweet]

Και η Μερεντίτη, και οι υπόλοιποι θα έπρεπε από νωρίς να καταλάβουν ότι τους κοροϊδεψαν(;) &το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πια(;) αριστερό. [tweet]

Την αδυναμία τους όμως να κατανοήσουν, την εισπράττουμε εμείς ως σκληρό κράτος. Δεν θα πονάει για πολύ ΜΟΝΟ εμάς όλο αυτό, νομίζω. [tweet]

Τεσπα,αυτοί νιώθουνε αριστεροί,εμείς νιώθουμε βιασμένοι, ο πρωθυπουργός νιώθει πιεσμένος,το κεφάλαιο νιώθει πεινασμένο.. Όλοι κάπως νιώθουν. [tweet]

Δεν γαμιέται. Ο καθείς ότι σπέρνει θα θερίσει. Εμείς ψηφίζαμε λαμόγια, και θερίζουμε τώρα. Αυτοί ψηφίζουν πείνα, και θα θεριστούν αύριο. [tweet]

Φοβάμαι μόνο μην έχουν την έκπληξη της Μερεντίτης αύριο. Μη πουν «μα γιατί; εγώ είμαι αριστερός! είμαι με τον λαό!». Από την άλλη, μπορεί να θέλουν να μαυριστούν ως ηλίθιοι, όχι ως προδότες. Μπορεί να ετοιμάζουν από τώρα την απολογία τους. [tweet][tweet]

Αυτήν την έκπληξη δεν θα την αντέξω. Όχι τίποτα άλλο, θα σημαίνει ότι δεν φωνάξαμε «ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ, ΕΙΣΤΕ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ» αρκετά δυνατά σήμερα. [tweet]

Στο κάτω κάτω της γραφής, μπορεί να είναι καλύτερη μία Ελλάδα που πεινάει,αλλά που ψηφίζει με αξιοπρέπεια τους καλύτερούς της. Ίσως, χαλάλι. [tweet]

Απλώς θέλω να θυμάμαι την έκφραση οργής της κυρίας Σούλας της βουλευτού. Που ο «λαϊκισμός» της Κανέλλη της έπεσε βαρύς. [tweet]

Γιατί, αυτό θέλω να πω από το πρωί, δεν έχω θυμώσει με την Κανέλλη. Γιατί η Κανέλλη είπε στο κοινοβούλιο (όπως και ο Τσίπρας παλαιότερα) αυτά που θέλω να πω ΕΓΩ. Ότι, ένα καρβέλι ψωμί και ένα μπουκάλι γάλα, είναι ήδη το ένα πέμπτο των εξόδων του έτους μιας οικογένειας που θα φτάσει το αφορολόγητο όριο. Το ένα πέμπτο. Ένα γάλα και ένα ψωμί. Ότι τα πέντε χιλιάδες αφορολόγητα, είναι για μηνιαίο μισθό 384 ευρώ. Οπότε, δεν μιλάει η Κανέλλη με τα smart και τις πισίνες στο κοινοβούλιο – μιλάω εγώ. Εγώ. Και λέω ότι ένας πολίτης με 384 μισθό τον μήνα δεν μπορείς να τον φορολογείς επιπλέον. ΔΕΝ – ΜΠΟΡΕΙΣ. Δεν μπορεις να του πάρεις ΚΑΙ ΑΛΛΑ. Δεν βγαίνει ούτε με αυτά. Δεν μπορείς. [tweet] [tweet] [tweet] [tweet] [tweet]

Στ’ αρχίδια μου λοιπόν αν το λέει η Κανέλλη, αν το λέει η Σακοράφα, ή αν το λέει ο Φούφουτος. Το λέω ΕΓΩ. Εμένα εκπροσωπεί η Κανέλλη. Την δική μου φωνή μιλάει. Ας το πει η Μερεντίτη – δεν με νοιάζει. Αρκεί ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙ να το ψηφίσει μετά. Διότι, δεν φτάνει να το λες, πρέπει να έχεις τα αρχίδια να μην το ψηφίσεις μετά. Είτε άκοπα, όπως η Κανέλλη, ή ο Τσίπρας, είτε με κόπο όπως η Σακοράφα και ο Κουρουπλής [tweet] [tweet] [tweet] [tweet]

Αυτοί λοιπόν, μιλάνε για μένα, ψηφίζουν για μένα, και με εκπροσωπούν τίμια. Δεν πρόκειται περι λαϊκισμού, και αν είναι έτσι, είναι ο καλύτερος, ο πιο τίμιος λαϊκισμός που είδε αυτή η γαμιόλα η βουλή εδώ και χρόνια. [tweet] [tweet]

Είτε από την Κανέλλη με τις πισίνες, είτε από την «Πασόκα» την Σακοράφα, είτε από τον «προδότη» Τσίπρα, είτε από τον Κουρουπλή. [tweet]

Οπότε, όσοι κκ βουλευτές ενοχλούνται από τον λαϊκισμό του κάθε τύπου εκει μέσα που με εκπροσωπεί, ευχαρίστως να τους εξηγήσω εγώ που δεν έχω ούτε πισίνες, ούτε σμαρτ, ούτε πασοκικό παρελθόν, ούτε τίποτα. Ας ρωτήσουν την πηγή του κειμένου. Ευχαρίστως να τους εξηγήσω. [tweet] [tweet]

Για να μην έχουν αυτήν την βλακώδη έκφραση μετά, όταν θεριστεί ότι έχουν σπείρει. [tweet]

Υ.Γ.: Τα link δεν είναι για να τα ακολουθήσετε εσείς. Είναι για να θυμάμαι εγώ, ότι όντως, αυτά ήθελα να πω, και αυτά είπα.

Police brutality

Υπάρχουν στιγμές που με έχεις διαβάσει, και με βλέπεις να είμαι λίγο (ή, καλύτερα, πολύ) ευαίσθητος με την αστυνομική βία.

Όταν συμβαίνει, να φωνάζω, να αντιδρώ, να διαμαρτύρομαι.

Συνήθως, αν όχι πάντα, τριγύρω από την αστυνομική βία, υπάρχει η δικαιολογία μίας παρανομίας. Με, ή χωρίς εισαγωγικά. Πχ, ένας μετανάστης έκλεψε μία τσάντα – συνελήφθη και βρέθηκε αργότερα νεκρός στο τμήμα. Ταραχοποιοί προκάλεσαν επεισόδια – οι αστυνομικές δυνάμεις καταστολής άσκησαν βία με τα γκλομπ ή χρησιμοποιώντας χημικά. Ενας νεαρός πέταξε πλαστικό μπουκάλι (ή απλώς έβρισε) αστυνομικούς σε περιπολία – ένας εκ των αστυνομικών τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.

Υπάρχει, συνήθως (όχι πάντα) μία παρανομία, και συνήθως (όχι πάντα) ακολουθεί παρά πόδας μία αστυνομική ασυδοσία.

Σε κάποιες από τις διαμαρτυρίες μου για την αστυνομική βία (διαμαρτύρομαι α-πο-κλει-στι-κα για την αστυνομική βία, ποτέ για τις παρανομίες που την προκαλούν/δικαιολογούν/ή απλώς συνυπάρχουν μαζί της, (όλο και πιο συχνά, δυστυχώς) ακούω από άλλους σχολιαστές:

«Ναι, αλλά αυτό (την παράνομη πράξη) θα το αφήσεις ασχολίαστο; Δεν πρέπει να ασχοληθούμε μ’ αυτό; δεν πρέπει να το κατακρίνουμε;»

Ας δούμε μία και καλή τον τρόπο σκέψης μου, για να μην εξηγώ, κάθε φορά, τα ίδια πράγματα.

Όχι, δεν θα ασχοληθώ με την παρανομία.

Δεν θα ασχοληθώ με τους σιχαμερούς τύπους που έκαψαν τους τρεις στην τράπεζα, δεν θα ασχοληθώ με τους μετανάστες που έσφαξαν τον οικογενειάρχη για μία βιντεοκάμερα, δεν θα ασχοληθώ με τους υπάνθρωπους που πέταξαν μία μολότοφ σε αστυνομικό που έπεσε από την μηχανή στο Σύνταγμα, δεν θα ασχοληθώ με αυτούς που κλέβουν στις πορείες, δεν θα ασχοληθώ με τους δολοφόνους των αστυνομικών στις μηχανές.

Μου ζητάς να ασχοληθώ μαζί τους. Να τους κατακρίνω.

Δεν προτίθεμαι να το κάνω.

Θα ασχοληθώ με αυτούς που βάρεσαν τον κύπριο Αυγουστίνο, με αυτούς που συνέλαβαν τον τύπο με τα πράσινα παπούτσια, με αυτούς που άφησαν να πεθάνει η Γκουλιώνη, με αυτούς που συνέλαβαν τον Μάριο Ζ, θα ασχοληθώ με αυτούς που έριξαν τα χημικά στο Σύνταγμα, με αυτούς που στάθηκαν δίπλα-δίπλα με ακροδεξιούς στην Κρήτη, θα ασχοληθώ με αυτούς που έλεγαν «εσύ είσαι το νούμερο ένα -και εσύ το νούμερο δύο» στο ΑΤ Ακρόπολης, με αυτούς που έδειραν τον Μώδεστο όταν διαμαρτυρήθηκε, η λίστα είναι ΤΕΡΑΣΤΙΑ. Με αυτούς θα ασχοληθώ.

Αποκλειστικά.

Γι΄αυτούς θα φωνάξω. Γι’ αυτούς θα διαμαρτυρηθώ.

Αποκλειστικά.

Αντέχεις την συνέχεια; γιατί προτίθεμαι να σου εξηγήσω γιατί.

~

Είμαι πολίτης αυτής της χώρας. Είτε ψήφισα αυτήν την κυβέρνηση, είτε άλλο κόμμα βουλής, είτε τρίτο άγνωστο κόμμα, είτε έριξα λευκό, είτε δεν ψήφισα καθόλου (εφόσον μου το επιτρέπει ο εκλογικός νόμος) είμαι ενεργό μέρος αυτής της κοινωνίας.

Στην εξίσωση, για ο,τι έχει συμβεί στο παρελθόν, και για ο,τι πρόκειται, δυστυχώς, να συμβεί και στο μέλλον, υπάρχουν δύο πολύ συγκεκριμένα στοιχεία:

Υπάρχουν (συνήθως) οι «παράνομοι».

Υπάρχει (πάντα) η εκτελεστική εξουσία (συνήθως με την μορφή της αστυνομίας).

Ας δούμε τον ρόλο μου, τις ευθύνες μου, απέναντι σ’ αυτά τα δύο στοιχεία.

~

Πρώτον, οι «παράνομοι».

Αυτός που κρατάει μολότοφ, αυτός που κρατάει πέτρα, αυτός που κρατάει πιστόλι, αυτός που σπάει μαγαζιά, αυτός που καταστρέφει, που σκοτώνει, αυτός που παρανομεί – όλοι δεχόμαστε ότι αυτός είναι ο παράνομος.

Ε, λοιπόν, αυτός ο παράνομος δεν κάνει απολύτως τίποτα για λογαριασμό μου.

Δεν τον διάλεξα, δεν τον επέλεξα, δεν τον ψήφισα, δεν τον ανέχθηκα, δεν τον έβαλα εκεί, δεν του ζήτησα να πάει, δεν έχω μιλήσει μαζί του, δεν ξέρω ποιος είναι, δεν ξέρω ΚΑΝ αν είναι ένοχος.

Αυτός ο παράνομος δεν είμαι εγώ.

Δεν έχω εξουσία επάνω του, δεν μπορώ να τον σταματήσω, δεν μπορώ να τον καθοδηγήσω, δεν με ακούει, κατά πάσα πιθανότητα με μισεί εξίσου με εσένα, δεν είναι δικός μου –

– δεν με εκπροσωπεί.

Δεν ξέρω τι σκέφτεται, δεν ξέρω γιατί το κάνει, δεν ξέρω αν είναι τραμπούκος, αν είναι τίμιος επαναστάτης, αν είναι εγκάθετος, αν είναι μαφιόζος, αν είναι πρεζόνι, αν είναι πεινασμένος, αν έχει παιδιά, ή αν εκδίδει την γυναίκα του.

Αυτός είναι παράνομος. Εγώ, πάλι, όχι.

Θα μπορούσα, θα μου πεις, με κάποιους από αυτούς, να είμαι μαζί τους: να κλέβω, ή να αντιστέκομαι στην Κερατέα. Να δολοφονώ, ή να αντιστέκομαι στο Σύνταγμα.

Θα μπορούσα να είμαι –

– δεν είμαι όμως. Είτε είμαι πολύ ηθικός, είτε είμαι πολύ δειλός, αυτός είναι εκεί, εγώ είμαι εδώ.

Πιστεύεις ότι τρέφεται με την σιωπή μου, και σου λέω ότι, είτε το θέλω, είτε όχι, έχω πάρει την θέση μου, πολύ καθαρά: Αυτός είναι εκεί, και εγώ είμαι εδώ.

Και στο ξαναλέω, και πρόσεξέ το αυτό: και μόνο που αυτός είναι εκεί, και εγώ είμαι εδώ, μας κάνει εχθρούς, όχι φίλους.

Εγώ μπορεί να μην ασχολούμαι μαζί του – αυτός όμως, κατά πάσα πιθανότητα, αν με είχε μπροστά του, έτσι όπως κάθομαι στον καναπέ μου, και κρύβομαι πίσω από το πληκτρολόγιό μου, θα μου άνοιγε το κεφάλι.

Σε κάποιες περιπτώσεις, δεν τον αδικώ κιόλας.

Δεύτερον, οι νόμιμοι.

Εδώ, έχουμε θέμα.

Διότι, ως πολίτης αυτής της χώρας, ως ενεργό (είπαμε, με οποιονδήποτε τρόπο) μέλος αυτής της κοινωνίας, το αστυνομικό όργανο υπάρχει για να προστατεύει εμένα.

Εγώ επέλεξα τα αφεντικά του, εγώ τα εξέλεξα, εγώ τον όπλισα, εγώ τον κατέβασα στους δρόμους, εγώ του είπα (μέσω της νομοθετικής εξουσίας) τι να κάνει, εγώ τον ανέχθηκα, εγώ του ζήτησα να πάει, εγώ ψήφισα τα άμεσα αφεντικά του.

Ο αστυνομικός που κυκλοφορεί στους δρόμους, έχει όπλο μαζί του. Του το επέτρεψα εγώ. Τις σφαίρες του τις πληρώνω εγώ. Τον κατέβασα στους δρόμους. Εγώ. Του έδωσα εξουσία να σκοτώνει. Εγώ. Του έδωσα νόμους για να ακολουθεί. Εγώ. Του έδωσα εντολή να πάει στα χειρότερα μέρη, να βάλει τον εαυτό του σε κίνδυνο, για να σώσει εμένα.

Το αφεντικό του κάθε αστυνομικού είμαι εγώ. Και την ευθύνη των πράξεών του;

Εγώ την έχω. Εξ’ ολοκλήρου.

~

Θα μου πεις «εσύ έστειλες τους ΜΑΤατζήδες να πετάξουν χημικά ΜΕΣΑ στο μετρό στο Σύνταγμα»; όχι, παρέκουσαν τις εντολές μου. «Εσύ τους έστειλες να πετάξουν κρότου λάμψης με αποτέλεσμα να κουφαθεί ο κύπριος δημοσιογράφος;» Όχι, παρέκουσαν τις εντολές μου. «Εσύ έβαλες τους αστυνομικούς να φυτέψουν μολότοφ στην τσάντα του παιδιού με τις πυζάμες; Εσύ τους έβαλες να σακατέψουν τον διαδηλωτή στο σύνταγμα που τους λέει »μην με χτυπήσεις»; Εσύ τους έβαλες να χτυπήσουν με τους πυροσβεστήρες; εσύ τους είπες να χτυπήσουν οδηγώντας την μηχανή πάνω στον κόσμο; εσύ τους έβαλες να κλωτσήσουν την περαστική σπάζοντάς της το πόδι; εσύ τους έβαλες να ρίξουν χημικά στα σουβλατζίδικα στο μοναστηράκι; εσύ τους είπες να χτυπήσουν δημοσιογράφους στην Ακρόπολη»;

Όχι, παρέκουσαν τις εντολές μου.

Τις εντολές ΜΟΥ.

Γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, με βάση το σύνταγμα και τους νόμους, είναι υπό τις εντολές μου. Και αν όχι αυτοί, τότε οι διοικητικοί προϊστάμενοί τους. Και αν όχι αυτοί, οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους.

Αυτοί, με βάση το σύνταγμα και τους νόμους, όλα αυτά τα κάνουν (δήθεν, ή μη) για να προστατέψουν εμένα. Από τους παράνομους. Εμένα. Αν δεν θέλω να λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, έχω την πολιτική, κοινωνική, ηθική υποχρέωση να αντισταθώ.

Δεν έχω καμία υποχρέωση να αντισταθώ στους «παρανόμους»: το έκανα ήδη, φτιάχνοντας νόμους, στήνοντας ένα δικαστικό σύστημα, και ενεργοποιώντας μία αστυνομία – ίσως ένα από το πιο σκληρό, το πιο άκαρδο, το πιο άσπλαχνο, το πιο βάναυσο, το πιο αποτρόπαιο αστυνομικό κράτος που έχουμε δει μετά την χούντα.

Έχω κάνει ήδη το ..καθήκον μου απέναντι στους παρανόμους. Και αυτό το καθήκον, ειδικά το αστυνομικό, με κάνει να ντρέπομαι, κάθε φορά που παρακούει τις εντολές μου.

Μην μου ζητάς λοιπόν να καταδικάσω τις παρανομίες των παρανόμων.

Αρνούμαι να το κάνω, γιατί δεν τους εκπροσωπώ – ούτε και αυτοί θέλουν την εκπροσώπησή μου.

Αντίθετα, ζήτα μου, όσο πιο επιθετικά μπορείς, όσο πιο επίμονα, όσο πιο απαιτητικά μπορείς να μαζέψω, με όποιον τρόπο μπορώ, την αστυνομική βία. Να την κατακρίνω, όσο πιο σκληρά μπορώ, όσο πιο πολύ μπορώ, όσο πιο έντονα μπορώ.

Όποια μορφή και αν έχει, όποια δικαιολογία και αν βρει, όποιο σιχαμένο καθήκον και αν υπηρετεί.

Γιατί οι παράνομοι δεν με φωνάζουν «αφεντικό». Οι νόμιμοι με φωνάζουν.