Λίγοι. Λίγοι ως αρχηγοί, λίγοι ως άνθρωποι. Τρεις ψευτο-δον-κιχώτες, ρετάλια, σέρνει ο καθένας το δικό του άρμα, προσεκτικά διαλυμένο, η μαριονέτα που έχουν οι ίδιοι τοποθετήσει να μοιάζει πιο σοβαρή, κάθε τους εμφάνιση χειρότερη από την προηγούμενη.

«Είμαστε δυνατοί»

Λίγοι. Λίγοι ως άνθρωποι, λίγοι ως ηγέτες. Αδύναμοι, με τα μυστικά τους, ανίκανοι να αντέξουν το βάρος της ίδιας τους της συνείδησης. Μαγεμένοι από τα ίδια τους τα λόγια, τα λόγια που ονειρεύονται οι ίδιοι και τους τα γράφουν άλλοι, ή, ακόμα χειρότερα, τα ονειρεύονται οι ίδιοι και τα απαγγέλουν οι ίδιοι, λόγια που έχουν αξία μόνο για τα πέντε λεπτά που θα ειπωθούν, μόνο για τις στιγμές που θα αποτυπωθούν, σε μία μπέτα, σε ένα dvd, και θα μεταδοθούν σε πανεθνικό δίκτυο, στα αυτιά χιλιάδων, στα έκπληκτα μάτια χιλιάδων, και θα χαθούν μετά, ανύπαρκτα, ανούσια από την γέννηση μέχρι τον θάνατό τους.

«Θα τα καταφέρουμε»

Και τόσο λίγοι, τόσο φτωχοί. Καρυδότσουφλα, σε έναν ωκεανό από γεγονότα, με μόνο όπλο τους πέντε λέξεις χωρίς αντίκρισμα, μία ψευτο-συμμαχία, μία απειλή στα τσιράκια τους, που τα έχουν τόσο ανάγκη όσο και εκείνα αυτούς – ίσως καθόλου τώρα που τους γκρέμισαν κάθε ψευδαίσθηση εξουσίας, άλλος με τσιτάτα αρχαίων και τραγούδια, άλλος με απειλές, άλλος με επίκληση σε ένα φιλότιμο που, έτσι και αλλιώς, κανείς από τους τρεις δεν έχει πια.

«Οι Έλληνες δεν λυγίζουν»

Λίγοι άνθρωποι. Με την πίεση των τραπεζιτών,με την πίεση των ψηφοφόρων, την πίεση των βουλευτών, καταλήγουν σε έναν χυλό, προσπαθούν να τους ηρεμήσουν όλους μαζί, ξεχνάνε ποιοι είναι οι ίδιοι, αν ήξεραν ποτέ, χωρίς ρότα, γιατί πέρασαν όλη τους την ζωή αντί να οδηγούν να οδηγούνται με τον πιο αποτελεσματικό και ανώδυνο τρόπο στην εξουσία, σε μία ψευδαίσθηση εξουσίας, σε ένα μανδύα δύναμης και ευθύνης, σπρωγμένοι από άλλους, σκιερούς χαρακτήρες που δεν εκτίθονται, μόνο απολαμβάνουν πια το πουλέν τους να κάνει αυτά που πρέπει.

«Εμπιστευθείτε μας»

Σίγουρα όχι ηγέτες. Δεν είσαι ηγέτης έτσι. Μπορεί να μας αξίζουν, και εμείς φαύλοι, παιδιά του Nitro ή του Ciao Antenna, ή του Big Brother και του «με αυτό το τεύχος η ταινία δώρο», με τους «σας ευχαριστούμε που μας εμπιστευτήκατε για την ενημέρωσή σας», ηγέτες γεννημένοι και πλασμένοι από χέρια δήθεν δημοσιογράφων, οριστών της κοινής γνώμης, μανιπουλαριστών και γκεμπελιστών, να ορίσαμε ως ηγέτη κάποιον που δεν θα μπορούσε να είναι ούτε κατ’ ελάχιστο, ελάχιστο άνθρωπος, χωρίς βάση, αξίες ιδανικά, μπορεί να μην είχαμε ούτε και εμείς, εικόνα μας, ομοιωσή μας, τους κοιτάμε σαν σε καθρέπτη και ξαφνιαζόμαστε, χάθηκε η πάχνη των βεγγαλικών, κόπασε η ιαχή των προκαθορισμένων συνθημάτων, καθάρισε η εικόνα από τις μηχανικά κινούμενες σημαίες των κομμάτων, δεν κάνει πλέον ζουμ-ιν η εικόνα στην τιβι, και εμείς μείναμε να κοιτάμε τον άνθρωπο, και αυτός εμάς, και είμαστε απόλυτα τρομαγμένοι για το που έχουμε αφήσει την τύχη μας, και αυτός το ίδιο.

«Όλοι μαζί στην μάχη»

Λίγοι ως ηγέτες. Αν έχεις σκαρφαλώσει έτσι, αν έχεις αναλωθεί να καταστρέφεις το καλύτερό σου, αντί να μάθεις από αυτό, αν πέρασες όλη σου την ζωή να νομίζεις ότι μπορείς ενώ ήσουν μαριονέτα, κοιτάς τώρα, χωρίς καμία αίσθηση αυτοπεποίθησης, και ψελλίζεις λίγα λόγια αξιοσύνης, όπως έμαθες ότι έκαναν παλιά μεγάλοι ηγέτες, αληθινοί και ως άνθρωποι, ψελλίζεις..

…ψελλίζεις λόγια ισχυρά για να ξεχάσει ο ακροατής τους ότι μία ώρα πριν, μόλις μία ώρα πριν, τον ξεπούλαγες, και δεν λες «το έκανα γιατί το πιστεύω» πια, ούτε αυτό δεν μπορείς, λες «μην κοιτάτε τι έκανα, άλλα πιστεύω, είμαστε δυνατοί, θα τα καταφέρουμε» όταν μία ώρα πριν, μία ώρα πριν, έσκυβες το κεφάλι και έλεγες «παιδιά: δεν θα τα καταφέρουμε, ας δούμε τι μπορούμε να σώσουμε» – αλλά δεν μίλαγες για την χώρα, δεν μίλαγες για τον άνθρωπο, μίλαγες για ένα κόμμα, μία εξουσία, ένα σύμβολο, μία σημαία, ένα βεγγαλικό, ένα χειροκρότημα, να νιώσεις λίγο ηγέτης.

«Είμαστε μαζί»

Και κάτω τους άνθρωποι τρομαγμένοι, χωρίς εναλλακτικές, με τον μισθό τους ανύπαρκτο, με την ψυχή στο στόμα, όσοι έχουν δουλειά να φοβούνται ότι θα την χάσουν, όσοι δεν έχουν να φοβούνται ότι δεν θα βρουν, ένα κράτος να τους μισεί, οι ξένοι άνθρωποι να τους μισούν, οι δημοσιογράφοι να τους κάνουν να μισεί ο ένας τον άλλον, αυτές οι τρεις φιγούρες να τους κάνουν να μισούν τον διπλανό τους – και κάτω τους άνθρωποι που την μόνη ελπίδα, πια, μπορούν να την βρουν ο ένας από τον άλλο, να πιάσουν το χέρι του διπλανού, να πουν αν έχω φαΐ έχουμε όλοι από λίγο, αν έχω ζεστασιά έχουμε όλοι από λίγο, αν έχω γνώσεις έχουμε όλοι, αν έχω ελπίδα έχουμε όλοι, να ανακαλύπτουν με ανακούφιση ότι δεν χρειάζονται ούτε φιγούρες, ούτε μαριονέτες, ούτε καρυδότσουφλα.

Και αυτοί οι τρεις άνθρωποι, υποχείρια της ίδιας τους της μεγαλομανίας, να ονειρεύονται ακόμα ότι θα δικαιωθούν, για το ίδιο τίποτα που ήταν ήδη τόσα χρόνια, να μη δίνουν μάχες παρά να σκύβουν, αυλοκόλακες μιας αυλής που δεν υπάρχει πια, προσπαθώντας να γεννήσουν από τα εν πλήρη συνείδησει ψεύτικα λόγια τους έναν μανδύα μιας ανθρωπιάς που δεν υπάρχει πια, μίας αξίας που δεν υπάρχει πια, αν, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ, για να μην νιώθουν τόσο, μα τόσο γυμνοί.

Τρεις άνθρωποι, τρεις λίγοι ηγέτες, τρεις λίγοι άνθρωποι, τρεις θλιβερές, θλιβερές φιγούρες.

Φίλε βουλευτή.

Άκου. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι, δεν ξέρω πως το βλέπεις, πως το έχεις υπολογίσει. Αλλα αν έχεις σκοπό, αν το σκέφτεσαι καν, μήπως θα έπρεπε να ψηφίσεις ναι σ’ αυτό που έρχεται, καλό είναι να το ξανασκεφτείς.

Σε φωνάξανε κλέφτη. Αν έκλεψες, καλώς, σου ταιριάζει αυτή η κατηγορία. Το ξέρεις, και ας γκρινιάζεις στα φωναχτά, ότι δεν σε παίρνει, έτσι είναι, άρπαξες, πήρες δωράκια, διόρισες, μπορεί να νιώθεις αδικημένος, εσύ λιγότερα, οι άλλοι περισσότερα, καταλαβαίνω, ή μάλλον δεν καταλαβαίνω, αλλά δεν είναι της παρούσης.

Κάτι αλλάζει.

Αν πριν σε φώναζαν κλέφτη, ή οτιδήποτε άλλο, αυτό ήταν πριν. Ήσουν, δεν ήσουν, θα κριθεί, μπορεί και να τσουβαλοποιήθηκες, να μην υπάρχουν στοιχεία, να ήταν όλοι οι άλλοι και όχι εσύ.

Μπορεί.

Όμως, τώρα θα σηκώσεις το χέρι σου.

Θα σου πουν η Ελλαδα αν δεν το κάνεις θα καταστραφεί, ή αν δεν το κάνεις το κόμμα δεν θα σε ξαναδεχθεί ΠΟΤΕ πίσω, ή θα σε πετάξουν στο χαντάκι.

Εγώ, δεν σου λέω τι να κάνεις. Ή μάλλον, σου λέω:

Σκέψου.

Σκέψου πολύ καλά τι πας να ψηφίσεις. Σκέψου πολύ καλά τι πας να δεχθείς. Άκου. Άκου όσους μιλάνε γι’ αυτό – όχι μόνο στα δελτία του Mega ή του Skai, αλλά άκου τον κόσμο, άκου αυτούς που έκλεισαν τα καταστήματά τους γιατί δεν έχουν πλέον πελάτες, άκου αυτούς που περιμένουν στην ουρά της ανεργίας, άκου αυτούς που πηγαίνουν ακόμα για δουλειά, άκου μία οικογένεια με παιδιά, άκου τους εφοριακούς να σου πουν πως βγαίνουν πλέον τα έσοδα, άκου τους αντιμνημονιακούς, όσους υποστηρίζουν ότι αυτή η ψήφος είναι ταφόπλακα, όσους υποστηρίζουν ότι ήδη αυτός ο δρόμος μας κατέστρεψε, όσους υποστηρίζουν ότι το μέλλον θα είναι ζοφερό ακόμα – και κυρίως περισσότερο- μετά την ψήφιση αυτής της συμφωνίας.

Σκέψου πολύ καλά.

Διάβασε καλά το κείμενο που υπογράφεις. Κλείσε τα τηλέφωνα, τις επιρροές, τους φίλους ή τους «φίλους» τους συνεργάτες που θα βολευτούν καλύτερα αν σε πείσουν, κλείσου σε ένα γραφείο, και φαντάσου την Ελλάδα μετά από αυτήν την υπογραφή.

Θα σου πουν να φανταστείς την Ελλάδα ΧΩΡΙΣ αυτήν την υπογραφή, και θα σου πω «έπιασαν αυτά που υπολόγιζαν οι ίδιοι άνθρωποι το 2010;»

Αυτή η ψηφοφορία δεν μοιάζει με καμία άλλη. Δεν υπάρχει πλέον καμία δικαιολογία. Αν το 2010, και μετά από αυτό, ψήφιζες με μία φρούδα ελπίδα ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν, έχεις ζήσει, και συ μαζί με όλους μας, ότι αυτή η ελπίδα δεν υπάρχει πια.

Δεν πιάσανε τόπο οι κόποι σου, οι ευχές τους, οι ελπίδες μας.

Θυμήσου το. Θυμήσου καλά πριν σηκώσεις το χέρι σου και πεις «Ναι». Δεν σου λέω μην το κάνεις. Σου λέω σκέψου που θα χρειαστεί να ζήσεις την επόμενη μέρα. Η άγνοια ΔΕΝ είναι πια δικαιολογία. Τα ευχολόγια ΔΕΝ είναι πια δικαιολογία. Αυτοί που σε πείσανε την πρώτη φορά, έχουν, οι ίδιοι, για να σωθούν, αποτάξει ΑΥΤΗΝ ΑΚΡΙΒΩΣ την διαδικασία που σε καλούν, πάλι να ψηφίσεις.

Πριν το μνημόνιο σε εβρίζαν. Μπορεί δίκαια, μπορεί άδικα.

Μετά το μνημόνιο σε έβριζαν. Μπορεί να είχες πιεστεί πολύ, ή να ήλπιζες, ή να κατάλαβες λάθος τις προθέσεις του κόσμου, ή να πείστηκες.

Αυτό το μνημόνιο δεν έχει πια δικαιολογίες.

Και αυτή η ψήφος συνοδεύεται από ένα πολύ σκληρό, πολύ απάνθρωπο γνήσιο της υπογραφής.

Καλό θα είναι, ως άνθρωπος, ως πολίτης, ως νοήμον πλάσμα, να αντιληφθείς ότι έχεις ακαριαία την ευθύνη της υπογραφής σου.

Δεν υπάρχουν άλλες δικαιολογίες.

Πρώτα, ο πρόλογος. Μακρύς, αλλά θα καταλάβεις περισσότερα για το θέμα.

Πριν μερικά χρόνια, εις μνήμη της μητέρας μου που πέθανε από καρκίνο, και των αντιδράσεων στην είδηση του γεγονότος, έγραψα ένα post.

Ο τίτλος του ήταν «Πες το δυνατά ρε, Καρκίνος«.

Δεν ήξερα τι θα ακολουθούσε.

Δεν περίμενα τίποτα, και αυτό που έγινε, ακόμα δεν το έχω συλλάβει.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ~3.100 σχόλια έχουν μπει, ~187.000 φορές έχει διαβαστεί, και έχει αλλάξει τις ζωές πολλών. Όσων σχολίασαν, όσων συμμετείχαν, όσων παρακολούθησαν, όσων ήξεραν ακόμα και ότι απλώς, είναι εκεί αν το χρειαστούν.

Πρώτα απ’ όλους, φυσικά, την δική μου.

Επέλεξα έναν ρόλο. Αναγκαστικά, αποστασιοποιήθηκα για να είμαι τίμιος και ειλικρινής με όλους. Δεν μπορώ να είμαι δίπλα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν ξέρω πως – μπορώ μόνο να τους δώσω χώρο να κάνουν αυτό που μια ζωή προσπαθώ να μοιράσω στους διπλανούς μου:

Να εκφραστούν.

Η μάχη με τον καρκίνο μπορεί να είναι σιωπηλή, μπορεί όμως και να είναι το ακριβώς αντίθετο.

Κάθε σιωπηρή, την σέβομαι. Κάθε φωναχτή, την στηρίζω.

Πάμε και στο θέμα μας.

~

Εκτός από τον χώρο που δίνω εγώ, το διαδίκτυο δίνει απλόχερα και χώρο, και μέσα. Ένας από αυτούς που τον εκμεταλλεύονται στο έπακρο, είναι ο Απόστολος. Τις σκέψεις του διαβάζεις στο blog του και τους ψιθύρους του στο twitter του

Ο Αποστόλης πολεμάει τον καρκίνο.

Δεν τον λέει «εξ-απο-δω» ή «αρρώστια», δεν κλείνει τις σκέψεις του στο κεφάλι του, δεν έχει λιγότερα, ή περισσότερα προβλήματα από έναν διπλανό του καρκινοπαθή. Άλλοτε γονατίζει, άλλοτε σηκώνεται. Δεν χρωστάει να είναι δυνατός για κανέναν περισσότερο από τον εαυτό του. Απέκτησε μία τεράστια παρέα από δικτυακούς φίλους, σε ένα μέσο που ελέγχει ο ίδιος τι θα μπει, σε ποιους θα απαντήσει, ποια προσωπικά στοιχεία θα δώσει, και πότε, αν χρειαστεί, θα σωπάσει. Οι φίλοι του τον ακολουθούν διαβάζοντας τα νέα του, ενημερώνονται, στηρίζουν, στηρίζονται πολλές φορές από τον ίδιο, δεν τον αποφεύγουν, του δείχνουν ότι δεν είναι απόκληρος, δεν τον λυπούνται, τον σέβονται.

Και αυτόν, και την ασθένεια που έχει και αυτός, όπως και χιλιάδες άλλοι συνάνθρωποί μας.

Διαβάζοντας (κυρίως) το twitter του θα διαβάσεις έναν άνθρωπο που επέλεξε με αξιοπρέπεια να τον αντιμετωπίσει σαν αυτό που είναι:

Ο καρκίνος είναι μία αρρώστια. Ούτε μια κατάρα, ούτε μία ποινή, ούτε ένα σημάδι, ούτε μία ντροπή, ούτε ένα βδέλυγμα, ούτε ένα στίγμα.

Ο καρκίνος είναι μία αρρώστια, που πιάνει όλους, εσένα, εμένα, την μητέρα μου, την μητέρα του, τον γείτονα, αυτόν που τρώει junkfood (περισσότερο) αυτόν που τρώει σαλάτες (λιγότερο) αυτόν που καπνίζει (σχεδόν βέβαια) αυτόν που δεν (καμιά φορά).

Με τον Αποστόλη δεν έχω πολλά-πολλά 🙂 Δεν έτυχε, δεν μπόρεσα, δεν μπόρεσε, δεν έκατσε. Τον θεωρώ όμως (με την άδειά του) φίλο, τον έχω συχνά στο μυαλό μου, διαβάζει το βιβλίο μου και χαίρομαι, μας λέει τι έφαγε το μεσημέρι και πεινάω 🙂

~

Ακούστε να δείτε τι προσπαθώ να πω.

Όσοι επιλέξετε να πολεμήσετε τον καρκίνο σιωπηρά, σας καταλαβαίνω απόλυτα. Όσοι επιλέξετε να τον πολεμήσετε νιώθοντας ντροπή, σας καταλαβαίνω απόλυτα (αν και θα προσπαθήσω, όπως μπορώ, να σας δείξω και την άλλη εικόνα). Όσοι επιλέξετε να τον πολεμήσετε μόνο με τους δικούς ανθρώπους, το καταλαβαίνω απόλυτα. Όσοι επιλέξετε να πείτε «γιατί σε μένα» σας καταλαβαίνω απόλυτα.

Ο καθείς δίνει την μάχη του όπως μπορεί, όπως αντέχει.

Δεν έχει καμία σημασία για σας αν είστε ήρωες για μένα, αλλά είστε, όσο πολεμάτε, ακόμα και αν μετά, κουρασμένοι γονατίσετε καμιά φορά, ή απογοητευτείτε. Νομίζετε πως δεν είστε τόσο δυνατοί όσο νομίζουμε, και σφάλλουν όσοι σας θαυμάζουν και περιμένουν να σταθείτε δυνατοί, αλώβητοι νικητές ή ήρωες.

Εγώ όμως σας έχω διαβάσει, κάτι από εσάς, σιωπηρά, σχεδόν όλους. Έχω στεναχωρηθεί όταν στεναχωριέστε, έχω γελάσει όταν γελάτε.

Και, αν με βρει αυτή η αρρώστια, αν ή όταν με συναντήσει, ελπίζω να είμαι αρκετά δυνατός, για να την ζήσω και να την αντιμετωπίσω όπως κάνουν τόσοι από εσάς που συμμετέχετε σ’ αυτό το blog, όπως κάνει και ο Αποστόλης.

Δυνατά, φωναχτά, και τίμια.

Και αυτό είναι το δικό μου ‘ευχαριστώ ρε φίλε’ στον Αποστόλη, και στον κάθε φίλο που με προσκαλεί στην ζωή του, στην μάχη του, όποια και να είναι αυτή.

Γιατί την δύναμη δεν την παίρνεις (απαραιτήτως) από τους μαχητές. Την παίρνεις από αυτούς που σε κάνουν φίλο τους.

*Κείμενο γραμμένο για το διαδικτυακό αφιέρωμα με θέμα «ζωή στη γη» και
έμπνευση τον @moloch82. Ένα μικρό ευχαριστώ στην @findsoph και στην @nefosis για την παρότρυνση.

Διαβάζω τον @Gerogriniaris σε ένα ποστ που θα έπρεπε να διαβάσουν όλοι για να αντιληφθούν ότι φτάσαμε ως εδώ (από το 2009 και μετά) με δημοκρατία των ΜΑΤ και κάνω κάποιες σκέψεις.

Πρώτα, αποσπάσματα από το άρθρο:

[…] Αν ρίξεις μια ματιά στην επίσημη ιστοσελίδα του ΥΠΕΣ για τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές θα δεις πως οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι ήταν 9.929.065 αλλά ψηφίσανε 7.044.606 δηλαδή ποσοστό 70,95%.

Με άλλα λόγια η αποχή ήταν 29,05%.

Από αυτούς 186.185 «έριξαν» άκυρη ή λευκή ψήφο, ή σύμφωνα με το ΥΠΕΣ 2,03% άκυρα και 0,61% λευκά.

Το δε ΠΑΣΟΚ πήρε 3.012.542 δηλαδή 43,92%.

Εδώ αρχίζει το «περίεργο»… με μια απλή διαίρεση πράγματι το ποσοστό της συμμετοχής στις εκλογές είναι όπως λέει το ΥΠΕΣ 70,95%, όμως με την ίδια απλή διαίρεση το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ βγαίνει… 30,34%.

Περίεργο ε;

Στην πραγματικότητα λοιπόν, το ΥΠΕΣ ενώ διαιρεί σωστά το σύνολο των ψήφων με το σύνολο του εκλογικού σώματος για να βρει το πραγματικό ποσοστό συμμετοχής, μετά αναλαμβάνει όχι η στατιστική, αλλά ο εκλογικός νόμος…

Τα άκυρα και τα λευκά υπολογίζονται ως ποσοστό όχι του συνόλου των ψηφοφόρων αλλά αυτών που πήγαν να ψηφίσουν, δηλαδή 7.044.606 πολιτών.

Θυμήσου πως οι εγγεγραμμένοι, δηλαδή το εκλογικό σώμα είναι 9.929.065, σχεδόν δέκα εκατομμύρια δηλαδή.

Επομένως το ποσοστό των άκυρων-λευκών διογκώνεται στο συνολικό 2,64% ενώ στο σύνολο των ψηφοφόρων είναι μόλις 1,88%.

Όμως το «σύστημα» χρειάζεται, μας έχουν πει, ισχυρή κυβέρνηση, οπότε πως θα διογκώσουμε ακόμα περισσότερο τα ποσοστά των κομμάτων που εισέρχονται στη βουλή;

Μέχρι τώρα είδαμε πως η αποχή μετριέται απ το ΥΠΕΣ ως ποσοστό του συνόλου των ψηφοφόρων δηλαδή κοντά στα δέκα εκατομμύρια πολιτών.

Το λευκό-άκυρο διογκώνεται ως ποσοστό εκείνων που προσήλθαν για να ψηφίσουν, δηλαδή κοντά στα 7 εκατομμύρια πολιτών, και μόλις εξαφανίσαμε ως αποτέλεσμα περίπου τρία εκατομμύρια πολίτες…

Για να φουσκώσουμε λίγο περισσότερο το ποσοστό των κομμάτων λοιπόν μένει, τι άλλο, να το υπολογίσουμε ως ποσοστό των «έγκυρων ψήφων».

Με άλλα λόγια αγνοούμε αυτούς που δεν προσήλθαν να ψηφίσουν, αφαιρούμε και εκείνους που έριξαν άκυρο ή λευκό και μένουμε με 6.858.421 πολίτες που ψήφισαν τελικά κάποιο κόμμα.

Να σημειώσουμε εδώ πως με απόφαση του ανώτατου ειδικού δικαστηρίου (12/2005) οι λευκές ψήφοι δεν θα έπρεπε να εξαιρούνται από τις έγκυρες γιατί η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη και αποτελεί ενάσκηση του εκλογικού δικαιώματος, γι’ αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν.

Παράλυτα οι σοφοί νομοθέτες μας με ερμηνευτικό νόμο προχώρησαν σε ρύθμιση που ακυρώνει την απόφαση αυτή του δικαστηρίου

Αποτέλεσμα είναι πως από τα περίπου δέκα εκατομμύρια ψηφοφόρους πέσαμε κάτω από τα επτά για να υπολογίσουμε το ποσοστό που λαμβάνουν τα κόμματα.

Έτσι το ΠΑΣΟΚ παίρνει ένα σοβαρότατο 43,92% και η Νέα Δημοκρατία το αξιοπρεπέστατο 33,47%.[…]

[…]Με τα κουτσομαθηματικά που έμαθα στο σχολείο λοιπόν τα πραγματικά ποσοστά που έλαβαν τα κόμματα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη βουλή επί του συνόλου των ψηφοφόρων είναι: ΠΑΣΟΚ 30,34%, ΝΔ 23,12%, ΚΚΕ 5,20%, ΛΑΟΣ 3,87%, και ΣΥΡΙΖΑ 3,16%.

Με άλλα λόγια, το πρώτο κόμμα είναι… δεύτερο, πίσω από την αποδοκιμασία του πολίτη που εκφράζεται είτε με την αποχή, είτε με τη λευκή ψήφο, πίσω από τον «κανένα».[…]

Οι επισημάνσεις δικές μου.

Το άρθρο που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και για τα σχολιά του, μπορείς να το διαβάσεις ολόκληρο εδώ. Στο συστήνω (έχει και ένα κατατοπιστικότατο γράφημα) για να καταλάβεις και την συνέχεια της σκέψης μου. Σχόλια και παρατηρήσεις για το άρθρο, καλό θα ήταν να γίνουν εκεί, όχι εδώ.

Πάμε τώρα στις σκέψεις μου.

Αν καταλαβαίνω καλά, μας κυβερνά το 30% περίπου του εκλογικού σώματος. Δεν είναι ακριβώς έτσι, γιατί με αυτήν την υπόθεση αναλαμβάνουμε να καπελώσουμε αυτούς που δεν ψήφισαν (δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις προθέσεις τους) αλλά για να είμαστε σύμφωνοι, δεν μας κυβερνά η πλειοψηφία (ανεξαρτήτως ποσοστού, ακόμα και αν βγαίνει τελικά το 30% σε 49%).

Καλώς;

Καλώς.

Αρα, η κυβέρνηση (και ένα μεγάλο μέρος από τους βουλευτές συνολικά) δεν εκπροσωπούν τον λαό.

Ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται από την βουλή. Άρα, ούτε και αυτός είναι εκλεγμένος από τον λαό.

Ο «πρωθυπουργός» εντελώς ασυνήθιστα, βγήκε από την βουλή, και όχι από τον λαό. Άρα, ούτε και αυτός τον εκπροσωπεί.

Οι αποφάσεις, σε μεγάλο βαθμό, δεν βγαίνουν από την κυβέρνηση, αλλά από τις επιταγές των δανειστών μας. Ίσως όχι πάντα άμεσα, αλλά σίγουρα έμμεσα. Ούτε και αυτοί έχουν ψηφιστεί από εμάς, πολλοί δε εξ αυτών δεν έχουν ψηφιστεί καν στις χώρες τις οποίες εκπροσωπούν. Άρα, ούτε και αυτοί εκπροσωπούν τον λαό.

Τα ΜΜΕ έχουν α) δικά τους συστήματα μέτρησης, διάτρητα (πχ AGB), β) κρατικές επιχορηγήσεις (και μέσω διαφημίσεων), γ) νόμους που δεν εφαρμόζονται αλλά παίρνουν διαρκώς.. αναβολή και δ) δάνεια από τράπεζες που πρέπει να ρωτήσουν τον πρωθυπουργό, αλλιώς δεν τα δίνουν. Άρα, αν έπρεπε να επιβιώσουν αποκλειστικά από την «ψήφο» μας (την αγορά ή τηλεθέασή τους) δεν θα τα κατάφερναν γιατί ελάχιστοι τους αγοράζουν ή τους βλέπουν. Άρα, ούτε και αυτά «εκπροσωπούν» τον λαό.

Οι τράπεζες, που διακινούν το χρήμα, δεν θέλει και μεγάλη σκέψη, είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ούτε λόγος για να εκπροσωπούν τον λαό.

Αυτό το σύστημα όμως, (ανατροφοδοτούμενο όπως έχω πει και στο παρελθόν στο «Δανειακή Δημοκρατία«) μιλάει εξ’ονόματί μας.

Σ’ αφήνω στις σκέψεις σου.

Ήθελα να κάνω ένα μάζεμα όσων έχουν γίνει τον τελευταίο χρόνο, ως κλείσιμο. Ίσως το κάνω, αλλά τούτο το ποστ το έχω μεγαλύτερη ανάγκη:

Κάτι αλλάζει.

Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να το δεις, αλλά κάτι αλλάζει. Αν γίνεται καλύτερο, ή χειρότερο θα το δούμε αργότερα, αν αξίζει ή αν θα χαλάσει θα το δούμε μεθαύριο – αλλά κάτι αλλάζει, και εμένα μου αρκεί αυτή η ελπίδα του.

Γινόμαστε «μαζί».

Να σου πω τι έγινε το 2011; Έγιναν διαδηλώσεις, έγιναν οι φόροι, έγινε το ξύλο, έγινε η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, έγινε η μείωση του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ (384 σου θυμίζω, μηνιαίως) έγινε το ρίξιμο των συντάξεων, έγινε το ανέβασμα της ακροδεξιάς σε θέσεις εξουσίας, έγινε η μείωση μισθών, έγινε η υπαγωγή εταιριών στο 99, το κλείσιμο καταστημάτων, επιχειρήσεων, οι απολύσεις, η άκρατη και αδιανόητη φορολογική επίθεση, το απίστευτο ρίξιμο χημικών, ξύλου, συλλήψεων σε κάθε αντίδραση.

Να σου πω τι έγινε για μένα το 2011; Έγινε το Σύνταγμα (σε όλη την Ελλάδα). Έγινε το Debtocracy. Αποφασίστηκε το Catastroika. Έγινε το Unfollow. Έγινε το Tarentola. Έγινε η αντίδραση για την Systemgraph. Έγινε η αντίδραση για τον Μόδεστο. Έγινε το Occuppy Wall Street. Οι atenistas. Η οικονομία αλληλεγγύης σε τόσες πολλές μορφές. Το κοινωνικό ωδείο. Το tutorpool. Το Μπορούμε. Και άλλα. Έγιναν τόσα πολλά. Τόσα υπέροχα πράγματα.

Το Σύνταγμα, το debtocracy, οι atenistas, το Unfollow και τα υπόλοιπα, δεν τα αντιμετωπίζω σαν να πρέπει να συμφωνώ ή πολύ περισσότερο να συμφωνείς εσύ μαζί τους. Είναι εντελώς διαφορετικές ενέργειες μεταξύ τους, που γίνονται από πολλούς, διαφορετικούς ανθρώπους μεταξύ τους, με διαφορετικούς προορισμούς, με διαφορετικές ελπίδες.

Έχουν ένα κοινό μεταξύ τους: Το «μαζί».

Όχι «με κάποιους από εμάς ανώτερους από κάποιους από εσάς»:

Μαζί.

Αυτό αλλάζει.

Φίλε, μαζί.

Αυτό το μαζί μου δίνει όλη την ελπίδα που χρειάζομαι για το 2012. Δεν θα θυμώσω λιγότερο με την αδικία, το υπόσχομαι. Αλλά θα κοιτάξω δίπλα μου, και θα βρω κάποιον μαζί μου. Κάποιον που, μέχρι πέρσι έλεγε «εγώ, και οι άλλοι να πα να γαμηθούνε», σήμερα τον βλέπω μαζί μου.

Μαζί χτίσαμε το Debtocracy. Κάποιοι διαφωνούν: θαυμάσια. Μαζί θα χτίσουν την διαφωνία τους. Μαζί χτίσαμε το Σύνταγμα. Μαζί χτίσαμε το Unfollow. Μαζί φτιάξαμε τα κοινωνικά σχολεία, μαζί φτιάξαμε τα κοινωνικά ωδεία, μαζί φτιάξαμε το Catastroika, μαζί κάναμε τα νοσοκομεία των γιατρών χωρίς σύνορα, μαζί τους atenistas, μαζί το Μπορούμε.

Όχι «μαζί» όπως εγώ και οι άλλοι, αλλά μαζί όπως «Εμείς Που Θέλαμε Να». Οι όποιοι εμείς.

Κάποιοι διαφωνούν; θαυμάσια. Μαζί, και αυτοί, θα χτίσουν την διαφωνία τους.

Αν καταφέρουμε να συνυπάρξουμε – και μέχρι τώρα το καταφέραμε!, παρά τις ελπίδες των καταστροφέων κάθε «μαζί»!, αν μπορέσουμε να ανεχθούμε αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε (το debtocracy, τους atenistas, το unfollow, το Σύνταγμα) – όχι, όχι απλώς ανεχθούμε, τους ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ να επικοινωνήσουν ΕΙΔΙΚΑ αν διαφωνούμε μαζί τους, αν οι χριστιανοί πιάσουμε τα χέρια για να προστατέψουμε τους μουσουλμάνους να προσευχηθούν (δες το site Το Κουτί της Πανδώρας), αν είμαστε μαζί, διαφωνώντας, αλλά όχι ακυρώνοντας, με κάθε ανάγκη του άλλου να εκφράσει αυτό το μαζί, αρκεί να είμαστε όλοι ίσοι, όλοι μαζί, θα έχουμε μία θαυμάσια χρονιά.

Θα έχουμε την επιτυχία όλοι μαζί, αλλιώς, ακόμα και αν αποτύχουμε, θα έχουμε προσπαθήσει όλοι μαζί. Θα έχουμε εκφραστεί όλοι μαζί, θα έχουμε πει δυνατά τι πιστεύουμε, όλοι μαζί. Δεν θα φοβόμαστε, γιατί δεν θα είμαστε μόνοι μας.

Θα είμαστε όλοι μαζί.

Χωρίς αφεντικά, ανώτερους, ισχυρότερους, καλύτερους, σπουδαιότερους, αξιότερους. Αλλά όλοι αφεντικά, όλοι ανώτεροι, όλοι καλύτεροι, όλοι σπουδαίοι, όλοι ικανοί, όλοι ισχυροί, γιατί όλοι μαζί.

Μαζί.

Πιάσε μου το χέρι, αν συμφωνείς, αν πάλι όχι, βρες κάποιον να συμφωνήσεις μαζί του, να δημιουργήσετε κάτι, να φτιάξετε κάτι, να κάνετε μία εταιρία, μία επιχείρηση, μία φιλανθρωπία, ένα μέλλον, μία ιδέα, να βοηθήσετε κάποιον, να γίνετε χρήσιμοι, να φτιάξετε κάτι, μαζί.

Ένα βιβλίο, ένα συσσίτιο, μία πορεία διαμαρτυρίας, ένα περιοδικό, ένα μαγαζί, έναν πολιτικό χώρο, έναν όμιλο, μια δουλειά, μαζί, ίσοι, με εμπιστοσύνη και δύναμη, με ειλικρίνεια και με πάθος γι’ αυτό που πιστεύετε, με βοήθεια προς τα άλλα μαζί, των άλλων, που είναι ίσοι με εσάς και έχουν τα ίδια όνειρα με εσάς, την ίδια ελπίδα με εσάς, την ίδια αξία με εσάς.

Όλοι μαζί.

Θα έχουμε την καλύτερη χρονιά που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό. Το βλέπω να έρχεται, και είμαι πολύ συγκινημένος με κάθε μικρό βήμα που το φέρνει πιο κοντά.

Δεν είναι πια όνειρο. Σιγά σιγά χτίζετεαι, γίνεται πράξη, μας περιβάλλει.

Μαζί φίλε. Μαζί.

Καλή χρονιά.

…να πα να γαμηθείτε. Είστε οι χειρότεροι γονείς του κόσμου».

Δεν πίστευα ότι είναι αληθινό αυτό το μάζεμα αντιδράσεων για τα δώρα που παιδιά παίρνουν από τους γονείς τους, και τους βρίζουν γιατί δεν είναι της αρεσκείας τους, αλλά ο jon hendren φρόντισε να τα μαζέψει, και εγώ να μπω στον κόπο να τα επιβεβαιώσω.

Δυστυχώς.

Continue reading ««Αγαπητοί γονείς, δεν μου πήρατε το δώρο που ήθελα, ε;»

Money

Ξεχάστε υποβρύχια, φορτηγά, εξοπλισμούς, την Siemens, και όλα τα άλλα που έχετε ακούσει κατά καιρούς.

Για ένα λεπτό, μόνο, ξεχάστε τα.

Γιατί υπάρχει ένα σκάνδαλο που κατ’ εμέ τα υπερβαίνει, και το ζούμε τούτες τις ημέρες.

Αντιγράφω από την Καθημερινή:

Τον φάκελο της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από το τραπεζικό σύστημα ανοίγει η εισαγγελική έρευνα που έχει διαταχθεί από τον οικονομικό εισαγγελέα κ. Γρ. Πεπόνη. Εμφαση δίνεται στους όρους που έχουν χορηγηθεί τα δάνεια σε ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. (σ.σ. με εγγύηση τις μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις) ώς το 2015. Ο οικονομικός εισαγγελέας ζήτησε να διερευνηθεί αν πληρούν τις προϋποθέσεις του τραπεζικού δανεισμού.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», έχει ήδη αποστείλει έγγραφo προς τις τράπεζες Αττικής (που πρόσφατα έδωσε δάνειο στη Ν.Δ.) Αγροτική, Πειραιώς και Marfin, που κατά καιρούς έχουν δανειοδοτήσει τα κόμματα, και ζητεί να του αποστείλουν όλα τα στοιχεία, καθώς και όλες τις δεσμεύσεις που τις εξασφαλίζουν. Συνολικά, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, τα δύο μεγάλα κόμματα χρωστούν στις τράπεζες 253 εκατ. ευρώ που τα έχουν πάρει δίνοντας ως εγγύηση τις μελλοντικές κρατικές τους επιχορηγήσεις, που κατά την εισαγγελική αρχή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της δανειοδότησης.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Πεπόνης, ήδη εξέτασε ως μάρτυρες εκείνους που δημόσια έθεσαν το θέμα, με πρώτο τον πανεπιστημιακό κ. Ν. Αλιβιζάτο. Ο τελευταίος υποστήριξε, σύμφωνα με πληροφορίες, πως οι μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις δεν μπορεί να πληρούν τους όρους του τραπεζικού δανεισμού, καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποια θα είναι η κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων για τα επόμενα χρόνια για να μπορεί κανείς να θεωρήσει ασφαλές στοιχείο εγγύησης ενός δανείου τη μελλοντική του επιχορήγηση. […]

[…] Σύμφωνα με όσα κατέθεσε, ΠAΣOK και Ν.Δ., οφείλουν περί τα 235 εκατ. σε τράπεζες, (115 εκατ. ευρώ το ΠΑΣΟΚ και 120 η Ν.Δ.), ενώ η κρατική επιχορήγηση που έλαβαν για το 2010 ανήλθε σε 19,8 και 15 εκατ. αντιστοίχως. Η επιχορήγηση των πολιτικών κομμάτων για τη φετινή χρονιά, όπως υποστήριξε ο κ. Αλιβιζάτος, θα δοθεί σε τέσσερις δόσεις και θα είναι κατά 10% αυξημένη παρά τη σκληρή δημοσιονομική συγκυρία.

Το πλήρες άρθρο εδώ.

Ας τα δούμε ένα ένα, γιατί έχει σκάσει το κεφάλι μου από τις πληροφορίες, και δεν το χωράει ο νους μου.

Τι έχει συμβεί;

Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα, το σενάριο είναι το εξής:

Τα κόμματα χρειάζονται ρευστό για να λειτουργήσουν και να επικοινωνήσουν τις θέσεις τους. Σύμφωνα με τον νόμο, με βάση το ποσοστό τους στις εκλογές (να υποθέσω όχι το πραγματικό, αλλά το συνολικό, δηλαδή όχι με βάση πόσους ψήφισαν, αλλά βάσει του ποσοστού, μετά την αφαίρεση όσων δεν ψήφισαν, έριξαν λευκό κλπ) τα κόμματα δικαιούνται μίας κρατικής επιχορήγησης.

Επειδή όμως αυτή δίνεται σταδιακά, και σε δόσεις, για να καλυφθεί η ανάγκη ρευστότητας, τα κόμματα έκαναν μία συμφωνία με τις τράπεζες, για να πάρουν δάνεια. Για κεφάλαιο που λειτουργεί όμως ως ενέχυρο για την αποπληρωμή του δανείου, ώστε οι τράπεζες να συμφωνήσουν να το καταβάλλουν, επειδή τα κόμματα δεν έχουν και σπουδαίο πραγματικό υλικό να χρησιμοποιήσουν (κτίρια, κλπ), το πήραν από τις μελλοντικές επιχορηγήσεις, με βάση τις προβλέψεις για το ποσοστό που ΘΑ αποκτήσουν.

Αυτά διαβάζω στο ρεπορτάζ. Αν προστεθούν άλλα, ή αν υπάρχουν άλλες διευκρινήσεις, θα ενημερώσω το κομμάτι.

Πάμε να δούμε το πρόβλημα;

Γιατί είναι σκάνδαλο;

Μπορώ να σκεφτώ τρεις τουλάχιστον λόγους για τους οποίους αυτή η διαδικασία είναι η κορυφαία στις λίστες των σκανδάλων των τελευταίων χρόνων.

Ένα, ο παραλογισμός. Κάπως έγινε, και οι τράπεζες δέχθηκαν να δώσουν πολλά εκατομμύρια ευρώ στα κόμματα, με μοναδικό ενέχυρο, το επιχορηγούμενο μέλλον τους. Προσέξτε: οι τράπεζες δέχθηκαν ότι τα εν λόγω κόμματα, όχι μόνο θα συνεχίσουν να υφίστανται, αλλά και θα έχουν ποσοστά (και άρα αντίστοιχες επιχορηγήσεις) για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Κάθε λογικός άνθρωπος θα αντιληφθεί πως τόσο αίολο ενέχυρο, μόνο ενέχυρο δεν είναι.

Θα δίνατε εσείς ακόμα και εκατό ευρώ δάνειο σε έναν βουλευτή που θα σας έλεγε «θα με ψηφίσουν αύριο, και θα ξαναβγώ βουλευτής – και μάλιστα με τέτοιο ποσοστό»; Είναι τόσο βλακώδες που δεν θέλει απάντηση.

Ε, πόσο πιο βλακώδες γίνεται όταν μιλάμε όχι για εκατό, αλλά για εκατομμύρια ευρώ;

Οι τράπεζες δεν είναι βλάκες όμως. Γνωρίζουν τα ρίσκα περισσότερο από κάθε άλλον, αυτή είναι η δουλειά τους. Άρα, η επένδυσή τους δεν έχει ρίσκο.

Δύο, η ασφάλεια. Οι τράπεζες είναι καλυμμένες. Είτε γνωρίζουν (όχι υποθέτουν, αλλά ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ) ότι τα κόμματα θα βγουν, με συγκεκριμένα ποσοστά ώστε να εκπληρώσουν την δανειακή τους υποχρέωση το έπακρο, είτε δεν έχουν κανένα ρίσκο. Γιατί; Γιατί δεν βάζουν δικά τους λεφτά.

Και εδώ έρχεται το δεύτερο σκάνδαλο.

Αν ο υπογράφων από την πλευρά του δανειστή είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή αν η τράπεζα είναι κρατική, τότε η χασούρα δεν πάει σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον μεγαλοεπενδυτή. Δηλαδή το κράτος. Δηλαδή, εμάς. Αδιάφορο λοιπόν αν θα λείψουν μερικά εκατομμύρια αύριο, κυρίως επειδή α) ο επενδυτής είναι (υπο συνθήκες) ο ίδιος ο δανειζόμενος, β) επειδή δεν έχει υπάρξει λογοδοσία στο παρελθόν για καμία απολύτως περίπτωση.

Αν ο υπογράφων είναι όμως μία ιδιωτική επιχείρηση, τότε αυτή η χασούρα υπάρχει, και είναι πραγματική. Πλην όμως, ο δανειζόμενος είναι ταυτόχρονα και δανειστής, καθώς, η παρούσα οικονομική κρίση, «επιβάλλει» την στήριξη των τραπεζών με διάφορους τρόπους, με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ.

Όπερ, υπάρχει σαφέστατη εμπλοκή καθώς η τράπεζα, χρηματοδοτεί το κόμμα, με στόχο (κερδοφορίας) να γίνει κυβέρνηση, ώστε, με πολλούς τρόπους (οικονομική στήριξη, κανόνες αγοράς) να επηρεάσει το μέλλον της. Αν πάλι είναι δημόσια, το χρηματοδοτεί για να αποκτήσει την ισχύ να προστατέψει τυχόν παρανομίες στην διαδικασία.

Και δεν τελειώνει εδώ. Προσέξτε, γιατί το πράγμα χοντραίνει επικίνδυνα.

Είδαμε για τον δανειστή. Ας δούμε και τον δανειζόμενο.

Έχω μία τρομερή απορία: τι γίνονται τόσα λεφτά;

Τρία, ο πελάτης. Συμφωνήσαμε ότι το εκάστοτε κόμμα χρειάζεται ρευστότητα για να καλύψει τις ανάγκες του. Συμφωνήσαμε ότι γι’ αυτόν τον λόγο παίρνει επιχορήγηση (κάποια εκατομμύρια ευρώ την περίοδο) και, αν δεν τα παίρνει, πηγαίνει στην τράπεζα και δανείζεται.

Δεν είναι θεωρίες αυτά, συμβαίνουν, είναι ξεκάθαρα.

Ξεκάθαρο επίσης, είναι και ότι τα κόμματα χρωστάνε στις τράπεζες, και μάλιστα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.

Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο όμως, είναι γιατί.

Τι τα κάνουν τόσα λεφτά;

Τα κόμματα (εξουσίας, και όχι μόνο) έχουν ανάγκη κυρίως να επικοινωνούν τις θέσεις τους. Νόμιμα, αυτό μπορεί να γίνει με διαφημίσεις. Παράνομα όμως, μπορεί να γίνει με ένα εκατομμύριο τρόπους. Μπορεί να πληρώσουν έναν δημοσιογράφο για να λέει καθημερινά ότι έχουν δίκιο. Μπορεί να πληρώσει ένα κανάλι για να φωνάζει καθημερινά τους βουλευτές του για να προβάλλονται. Μπορεί να πληρώσουν έναν δικαστή για να μην κριθεί παράνομη μία ενέργειά τους, ή να κριθεί παράνομη μία ενέργεια ανταγωνιστή τους. Δεν λέω αν συμβαίνει ή όχι, λέω ότι ένα κόμμα με χρήματα είτε θα επηρεάσει νόμιμα τους ψηφοφόρους του, είτε θα το κάνει παράνομα, με υπόγειες οδούς.

Αν δεν υπήρχε έλλειμμα, αν δηλαδή τα κόμματα όσα χρήματα έπαιρναν από τον κρατικό προϋπολογισμό τα είχαν δώσει για την λειτουργία τους και για την αποπληρωμή των δανείων τους, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Τώρα όμως, τα κόμματα βρίσκονται να μην πληρώνουν τους δανειστές τους, και να χρωστάνε πολλά (ΠΟΛΛΑ) χρήματα.

Που πάνε αυτά;

Σαν να μην φτάνει αυτό, αυτοί που επικοινωνούν τα γεγονότα, τα ΜΜΕ, βρίσκονται, είτε να στηρίζονται και αυτοί με δάνεια, από τις ίδιες τράπεζες, να στηρίζονται και από τα κόμματα, μέσω αναθέσεων έργων αλλά και κρατικής διαφήμισης, ή να μην στηρίζονται, με αποτέλεσμα να καταρρέουν (όπως είδαμε πρόσφατα από την Ελευθεροτυπία).

Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, όταν τα κόμματα γίνονται κυβερνήσεις, στηρίζονται (ως κράτος πια) από τα δάνεια τρίτων, και τα χρησιμοποιούν για να παραμείνουν ως φιλόπτωχες κυβερνήσεις, ενώ αυτοί οι δανειστές, όποτε θέλουν τα καθιστούν «επικίνδυνα», καταστρέφοντας κράτη και διαλύοντας κάθε έννοια κοινωνικού ιστού.

~

Δεν έχω άλλες σκέψεις, πλην τούτη: ο πολίτης, διαβάζοντας τα γεγονότα, πως οι τράπεζες (οι διαχειριστές του χρήματος) και τα κόμματα (εξουσίας, γιατί αυτά ορίζουν τους νόμους και πλειοψηφικά τους στηρίζουν), καθώς και τα Μέσα (η οπτική αυτών που ψηφίζουν τα κόμματα) που χρωστάνε και πληρώνονται και από τους δύο άλλους φορείς, βρίσκονται σε ένα γαϊτανάκι που έχει ως ζητούμενο την επιβίωση όλων (των μέσων, των τραπεζών και των κομμάτων) καθώς, αν πέσει ο ένας, καταρρέουν αυτόματα όλοι οι άλλοι, θα σκεφτεί πολύ άσχημα πράγματα για την Δημοκρατία μας.

Και η γυναίκα του Καίσαρα δεν έχει πρόσωπο πια για να τον πείσει πως η «Δανειακή Δημοκρατία» που ζούμε παραμένει Δημοκρατία.

park inn

Ταινία είχε προχθές, δεν θυμάμαι το κανάλι. Το θέμα της ήταν μία υπάλληλος που βασανίζεται από έναν σεκιουριτά στην εταιρία που δουλεύει.

Ο σεκιουριτάς είναι υπεύθυνος για το υπόγειο πάργκινγ. Κυνηγά την κοπέλα ανάμεσα σε πολυτελέστατα αυτοκίνητα, καλά προφυλαγμένα από το κρύο, που κάποια από αυτά θυσιάζονται για να σωθεί η ηρωίδα υπάλληλος. Σε μία σκηνή, αστυνομικοί πλησιάζουν υποψιασμένοι, ο δολοφόνος σεκιουριτάς τους ανοίγει την πόρτα του πάρκινγ, την κλείνει πίσω του λέγοντας:

«Πρέπει να κλείσω, καταλαβαίνετε. Κάνει κρύο απόψε, έχει πολλούς άστεγους«.

Και κάπου εκεί, μία χολιγουντιανή ταινία αλλάζει, μεταμορφώνεται στο κεφάλι μου, γίνεται κάτι άλλο.

Μια μπουνιά.

~

Κάθε μέρα, για να φτάσω στο γραφείο μου περνάω από δύο πάρκινγκ – καμιά φορά, από τρία. Όχι υπόγεια, μιλάω για πολυκατοικίες που χτίστηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: να φιλοξενούν δεκάδες, εκατοντάδες αυτοκίνητα, ασφαλή, σε έναν κόσμο που δεν τα χωράει, που δεν έχει που να τα βάλει, γιατί έχουμε όλοι, γιατί είμαστε πολλοί, με δύο αυτοκίνητα ο καθένας, και δεν φτάνουν τα πεζοδρόμια, ή κοστίζουν πολλά για να μείνουν απροστάτευτα.

Και έτσι, χτίσαμε χώρο για να στεγάσουμε τα αυτοκίνητά μας, να κοιμηθούν ήσυχα το βράδυ, ζεστά και προστατευμένα, από κάθε κακό, να είμαστε ήρεμοι, να είμαστε ήσυχοι.

Ασφαλείς.

Κάπως έτσι σκεπτόμενος έγραψα αυτό το tweet:

Υπάρχει στο διαδίκτυο μία έκφραση, που μου ταιριάζει: «Αυτό που ο επισκέπτης δεν μπορεί να ξε-δει».

Κάθε parking αυτοκινήτων πια, είναι ένα κτίριο που οι εμείς οι άνθρωποι κοστολογήσαμε περισσότερο το αυτοκίνητό μας, από τον άστεγο που τριγυρνά στο κρύο.

Μία συσκευή ζητά το ίδιο πράγμα με έναν άνθρωπο, και εμείς κάνουμε την επιλογή μας.

Είναι από εκείνα τα πράγματα που δεν μπορείς να ξε-δεις.

Πέρασε στα ψιλά, αλλά προσωπικά μου φαίνεται η είδηση της δεκαετίας:

Προσφυγή στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο για τα μηνύματα των εργαζομένων

Καταγγελία Digea για την «εκπομπή» του Alter

Επιτάχυνση των εξελίξεων στην τηλεοπτική αγορά, δεδομένης της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα, διαγράφεται στον ορίζοντα, αφού χθες η Digea, ο ψηφιακός πάροχος, του οποίου μέτοχοι είναι τα κανάλια εθνικής εμβέλειας, προσέφυγε στο ΕΣΡ με καταγγελία, ζητώντας από την ανεξάρτητη αρχή να διευκρινίσει αν η «εκπομπή» του Alter -το οποίο μεταδίδει μηνύματα των εργαζομένων που έχουν προχωρήσει σε επίσχεση εργασίας- είναι νόμιμη.

Όπως ενημέρωσε ο πρόεδρος της ανεξάρτητης αρχής, Ιωάννης Λασκαρίδης, στην καταγγελία της η Digea παίρνει αφορμή από το ότι οι εργαζόμενοι του σταθμού μεταδίδουν κυλιόμενο μήνυμα, όχι μόνο για τα θέματα που αφορούν το κανάλι, αλλά και για άλλους εργαζομένους άσχετους με την εταιρεία, πράγμα που ενδέχεται να είναι παράνομο.

Παρά ταύτα και όπως τόνισε ο κ. Λασκαρίδης, στο έγγραφο που εστάλη στην ανεξάρτητη αρχή, επισημαίνεται ότι ο τηλεοπτικός σταθμός, ο οποίος είναι και μέτοχος της Digea, δεν έχει καταβάλει επί σειρά μηνών την εισφορά του στον ψηφιακό πάροχο και ως εκ τούτου, η εταιρεία, έχοντας νόμιμο συμφέρον, ρωτά να πληροφορηθεί αν η εκπομπή του σταθμού, είναι νόμιμη.

Ο κ. Λασκαρίδης διευκρίνισε ότι το ΕΣΡ δεν έχει καμία αρμοδιότητα στα εργατικά ζητήματα και δεν ασχολείται με αυτά, παρά ταύτα έχει λόγο όσον αφορά το περιεχόμενο.

Στο πλαίσιο αυτό, ανατέθηκε σε νομικό του ΕΣΡ, είπε ο πρόεδρος του ΕΣΡ, «να συντάξει έκθεση προκειμένου να διερευνηθεί αν η εκπομπή αυτή των εργαζομένων είναι νόμιμη, ενώ παράλληλα θα διερευνηθεί και το τι τελικά θα γίνει με το κανάλι, υπό το πρίσμα των εξελίξεων και δεδομένης της πρόσφατης υπαγωγής του στο άρθρο 99».

Όλο το άρθρο εδώ, οι επισημάνσεις δικές μου.

Διαβάζω επίσης από το blog των εργαζομένων στο ALTER:

Στη συνέχεια των δημοσιευμάτων διαβάζουμε ότι ο κος Λασκαρίδης φέρεται να δήλωσε ότι: «και αυτά που εκπέμπουν δεν είναι μόνον η δική τους διεκδίκηση. Αυτό που εκπέμπουν δεν ανάγεται μόνον στα δικά τους δικαιώματα, αλλά αναφέρονται και σε δικαιώματα ανθρώπων που δεν εργάζονται στον Σταθμό. Αναφέρονται δηλαδή στον Ρ/Σ Ξένιο, αναφέρονται σε άλλους εργαζομένους για να μην δεχτούν μικρότερες αποδοχές. Δεν περιορίζονται στο να αναφέρουν τα δικά τους βάσανα, τα δικά τους προβλήματα, αλλά επεκτείνονται. Αυτό είναι ένα πρόβλημα»

[…]

Στο διαδίκτυο διαβάζουμε ότι σε σχετική ερώτηση συντάκτριας «γιατί θεωρείτε πρόβλημα το ότι εκπέμπουν μηνύματα συμπαράστασης και προς άλλους εργαζομένους» ο κος Λασκαρίδης απάντησε: «Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πρόβλημα, αλλά το εξετάζουμε, το διερευνούμε αν υπάρχει θέμα νομιμότητας. Θα το δούμε. Αν ήμασταν βέβαιοι, θα βγάζαμε και απόφαση. Ο συλλογισμός μας είναι ο εξής: Επίσχεση εργασίας, δικαίωμα μου, εμένα δεν με πληρώνουν, σταυρώνω τα χέρια και δεν εργάζομαι. Δεν μπορεί να πει κανείς τίποτα. Είναι άσκηση ενός δικαιώματος. Εκείνοι όμως δεν έκαναν αυτό. Έκαναν κατάληψη ενός χώρου εργασίας και δεν αφήνουν να εισέλθει κανείς. Είναι κατάληψη μίας περιουσίας ενός άλλου. Εμείς λέμε ότι εκ πρώτης όψεως μπορεί να μην έχουμε καμία δουλειά σε αυτό. Αυτό είναι ενδεχομένως μία παράνομη κατάληψη, μία αυθαίρετη πράξη και η δικαιοσύνη έχει την αρμοδιότητα να το κρίνει. Ωραία. Να δούμε τώρα τι εκπέμπει. Τον κατέλαβαν. Τι εκπέμπει. Εκπέμπουν πρόγραμμα; Όχι. Τι έχουν; Έχουν τη διαμαρτυρία. Ωραία. Έχουν τη διαμαρτυρία για τα δικά τους. Κανείς θα έλεγε ότι εντάξει, μπορούν να πούνε για τα δικά τους, ότι κανείς δεν μας πληρώνει και αυτό το κρατάμε. Αυτό όμως επεκτάθηκε και προς τα άλλα, σε άλλα. Να δούμε αυτό είναι νόμιμο; Είναι παράνομο; Πρέπει να λάβουμε κάποια μέτρα;»

Οι σταθερές που θα βοηθήσουν την σκέψη μου:

α) όλα τα κανάλια είναι υποχρεωμένα να εκπέμπουν ψηφιακά. Κάποια επέλεξαν να το κάνουν συντάσσοντας εταιρίες που με την σειρά τους εκπέμπουν μπουκέτα καναλιών, όπως είναι η digea, κάποια άλλα, όπως η ΕΡΤ, που έχει την οικονομική άνεση, το κάνει αυτόνομα.

β) Η Digea (προσέξτε το αυτό, η εν λόγω εταιρία που συνετάχθη από τις διάφορες εταιρίες-κανάλια) προσέφυγε Η ΙΔΙΑ (σύμφωνα με το δημοσίευμα, δεν έχω άλλες πηγές, ενημέρωστε με αν ξέρετε περισσότερα) στο ΕΣΡ.

γ) η προσφυγή της Digea στο ΕΣΡ έγινε για δύο λόγους: ένα, για να κριθεί το παράνομο του περιεχομένου του σταθμού, δύο, για να κριθεί ο σταθμός παράνομος επειδή ..δεν πληρώνει την εισφορά του για διάστημα μηνών.

Ωραία όλα αυτά; Ωραία. Μέχρι στιγμής μιλάμε για δημοσιεύματα είτε του τύπου, είτε αναφορές του blog.

Πάμε να δούμε πως μεταφράζεται όλο αυτό.

Κατ’ αρχάς, το ΕΣΡ, δια στόματος Λαζαρίδη, καλείται να κρίνει αν, η αναφορές του σταθμού σε τρίτους εργαζόμενους είναι …νόμιμες ή όχι. Προσέξτε το αυτό: Το ΕΣΡ, (χωρίς να μπούμε στην διαδικασία απόφασης, αν ο ..νομικός σύμβουλος θα αποφανθεί τελικά θετικά ή αρνητικά), θα κληθεί να αποφανθεί, αν το περιεχόμενο ενός σταθμού, είναι νόμιμο ή παράνομο, όχι για την βάση του (ομολογεί ότι δεν έχει πρόβλημα να μιλάει για εργασιακά), αλλά για την ουσία του (δικαιούται, λέει ο πρόεδρος, να μιλάει ΜΟΝΟ για τα δικά του. Αν μιλήσει για άλλων, πρέπει να κριθεί το νόμιμο)! Σημειώστε το ως το πρώτο απίστευτο της υπόθεσης.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η Digea επεμβαίνει κατ’ αρχάς προσφεύγοντας στο ΕΣΡ. Σημειώστε το ως το δεύτερο απίστευτο της υπόθεσης. Γιατί; Κατ’ αρχάς, γιατί τα μέλη της… ήδη δεν είναι νόμιμα. Δεν υπάρχει νομικό καθεστώς για κανένα από τα επτά κανάλια που συμμετέχουν στην Digea. Δεύτερον, γιατί, με την ΠΛΗΡΗ ανοχή του ΕΣΡ (επαναλαμβάνω, με την ΠΛΗΡΗ ανοχή του ΕΣΡ) έχουν καταστρατηγήσει μπόλικους κανόνες που έχουν θεσπιστεί: διαφημίσεις σε δελτία ειδήσεων, διαφημίσεις σε παιδικά προγράμματα, διαφημίσεις και διοργανώσεις κληρώσεων με μηδέν ενενήντα, η λίστα είναι τεράστια. Που είναι η ανοχή; Για μία παράβαση που αποφέρει δεκάδες χιλιάδων ευρώ σε έσοδα, καθημερινά και επί όσες ημέρες επαναλαμβάνεται, η ..»τιμωρία» είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό. Δηλαδή: τα κανάλια παρανομούν, επειδή γνωρίζουν ότι θα πληρώσουν πολύ λιγότερα από όσα θα κερδίσουν. Επιπλέον, το ΕΣΡ έχει παρέμβει ελάχιστα για προγράμματα που θίγουν κατάφωρα την αξιοπρέπεια των συμμετεχόντων (πχ τις εκπομπές της Ανίτας Πάνια), και, όταν αποφασίζει να το κάνει, το κάνει συνήθως ΑΦΟΥ η εκπομπή έχει κλείσει, και πιθανώς επανέλθει με …άλλο όνομα, αλλά ίδιο consept.

Ε, σ’ αυτό το ΕΣΡ, η Digea θέτει θέμα.. νομιμοποίησης περιεχομένου εκπομπής.

Υπόψιν: Εγώ είμαι αναφανδόν εναντίον του ΕΣΡ. Δεν πιστεύω σε καμία λογοκρισία, ούτε ανδρικών ασπασμών, ούτε της Πάνια. Δεν θέλω θεσμοφύλακα το ΕΣΡ, προτιμώ, όταν κρίνεται πως υπερβαίνονται συγκεκριμένοι νόμοι, να κινείται αυτεπάγγελτα νομικές διαδικασίες.

Στο προκείμενο όμως, παρατηρώ ότι η Digea, ζητά από το ΕΣΡ, να νομιμοποιήσει την διακοπή μίας εκπομπής, και αυτό το συζητά, επειδή μιλάει όχι για τα δικά της δικαιώματα, αλλα για τα δικαιώματα των άλλων εργαζομένων!

Και επειδή η Digea δεν υπάρχει, δεν είναι αυτόνομη επιχείρηση, τα υπόλοιπα κανάλια που την απαρτίζουν, φοβούνται και αντιδρούν, ψάχνοντας τρόπους να το κάνουν, να φιμώσουν ένα κανάλι -όχι επειδή μιλάει για τα δικά του προβλήματα, αλλά επειδή «απειλεί» να δώσει λόγο σε άλλους εργαζόμενους, όπως πχ της Χαλυβουργίας!

Κάτι που προφανώς τους προκαλεί ανατριχίλα.

Φυσικά, αν ήταν κανονική εκπομπή, όπως πχ του Τσίμα, του Βαξεβάνη κλπ, αν από εκεί μιλούσαν οι υπάλληλοι για τα προβλήματά τους, δεν θα ετίθετο θέμα νομιμότητας από το ΕΣΡ. Σωστά;

Προς το παρόν τουλάχιστον.

Η οικογένεια Κλικλίκου λοιπόν, ίσως κρύβει ένα δικτατοράκι μέσα της.

Και καλό είναι που το μαθαίνουμε νωρίς.


Υ.Γ.1: Όπως είδατε δεν αναφέρομαι ούτε στο αν έχουν δικαίωμα να «καταλάβουν» τον σταθμό οι υπάλληλοι (γιατί ούτε η Digea δεν το θέτει). Η Digea αναφέρεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο, ανεξαρτήτως πως βγαίνει. Αυτό κάνω και εγώ.

Υ.Γ.2: Ούτε η Digea, ούτε το ΕΣΡ έχουν κοινοποιήσει τις ανακοινώσεις τους στους δικτυακούς τους τόπους. Το μόνο δημοσίευμα που βρήκα είναι της Ναυτεμπορικής (και το άρθρο των εργαζομένων, που ενώ παρουσιάζουν αυτολεξεί τα κείμενα σε εισαγωγικά, δεν αναφέρουν πηγές). Όποιος έχει επιπλέον πληροφορίες που θα ξεκαθαρίσουν την κατάσταση (και πιθανώς μου αλλάξουν την γνώμη μου), ενημερώνει.

Υ.Γ.3: Σήμερα η Digea εκπέμπει ΜΟΝΟ το σήμα του Alter σε κακή ποιότητα. Δεν ξέρω αν είναι τεχνικά εφικτό να οφείλεται σε λάθος, και όχι σε ηθελημένη παραποίηση του σήματος. Ενημερώστε αν γνωρίζετε.

Υ.Γ.4: Αν πληρώσουν οι υπάλληλοι την συμμετοχή του σταθμού, η Digea θα αφήσει το κανάλι να εκπέμψει ελεύθερα; Πόσο κοστολογείται η συμμετοχή, ξέρει κανείς;

Διαβάζω για τους 117 βουλευτές που ζητούν τα αναδρομικά τους. Έχει πλάκα, γιατί σχεδόν ταυτόχρονα μου ήρθε ένα email που μου ζητά να υπογράψω ένα εξώδικο που προσβάλλει την διαδικασία είσπραξης εισφορών από τον λογαριασμό της ΔΕΗ.

Μου αρέσουν και οι δυο κινήσεις, εκατέρωθεν. Και των βουλευτών, και των πολιτών.

Μου φαίνεται εξαιρετικά πολιτισμένο(*):

Οι άνθρωποι κάνουν προσφυγή στα δικαστήρια. Θεωρούν ότι έχουν νόμιμο δικαίωμα, το αίτημά τους είναι δίκαιο, και αυτό έχει καταπατηθεί.

Αν δεν μας αρέσουν οι νόμοι, να τους αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσουν οι διαδικασίες, να τις αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσουν οι βουλευτές, να τους αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσει να μας παίρνουν χαράτσι από την ΔΕΗ, να το αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσουν οι νομοθέτες, ή οι δικαστικοί, ας τους αλλάξουμε.

Ως τότε, το μόνο που μπορούν να κάνουν, οι μεν και οι δε, είναι να διεκδικήσουν το δίκαιό τους. Και, όσο με ενοχλεί το «μα θέλουν και σύνταξη οι συνταξιούχοι» ή «θέλουν και δουλειά οι δημόσιοι υπάλληλοι» μαζί με το «στις μέρες που ζούμε» θα με ενοχλεί όσο και το «μα θέλουν και τα αναδρομικά οι βουλευτές».

Η δικαιοσύνη (θα έπρεπε να) έχει ένα περίεργο κουσούρι: Δεν λέει «στις μέρες που ζούμε» θα έχεις λιγότερη δικαιοσύνη. Οφείλει να την παρέχει, ανεξαρτήτως ημερών.

Είτε βουλευτής είσαι, είτε συνταξιούχος, είτε χαρατσωμένος από την ΔΕΗ.

Αν ισχύσει για όλους όσους διεκδικούν τα δικαιώματά τους, εγώ είμαι ok (**).

(* Μια χαρά το ξέρω ότι οι καιροί δεν είναι ιδιαιτέρως πολιτισμένοι.)

(** Update: αν όχι όμως;

Without money

Λέω να γράψω κάτι στον εαυτό μου. Αν σε αφορά και σένα, ρίξε του μία ματιά.

Μαλάκα μου, δεν ήθελα να στο πω εγώ.

Αλήθεια.

Ήθελα να στο πει κάποιος άλλος, να το ακούσεις από αλλού, να μην με συνδέσεις μ’ αυτήν την αλήθεια, να μη χρειαστεί να σου απαντήσω σε καμία ερώτηση.

Αλλά δεν ακούω να το λέει κανείς.

Οπότε, μάλλον, θα στο πω εγώ.

Δεν – είσαι – πλούσιος.

Μαλάκα μου, κρατήσου. Κάτσε σε μία καρέκλα, πάρε βαθιές ανάσες, προσπάθησε να χαλαρώσεις. Είχες καταλάβει λάθος, ok, ανθρώπινο ήταν, να μην το βλέπεις μπροστά σου, να μην θέλεις να το δεις βρε αδελφέ, επιλεκτική αντίληψη, υπάρχουν και ιατρικοί όροι γι’ αυτά τα πράγματα.

Δεν είσαι πλούσιος.

Υπάρχουν οι πλούσιοι, και υπάρχεις και εσύ. Κάπου ανάμεσα, υπήρξε μία ομίχλη, μία βαβούρα, και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, βρέθηκες να ζεις σαν πλούσιος. Εκεί που οι πλούσιοι είχαν αμάξι, είχες και εσύ. Εκεί που είχαν στέγη, είχες και εσύ. Σούπερμαρκετ αυτοί; και εσύ. Σαλέ και παραλίες; και εσύ. iphone αυτοί;, και εσύ. Nike και Dolce Cabana; Και εσύ.

Αυτοί, βέβαια, τα αγόραζαν. Εσύ, τα νοίκιαζες. Νοίκιαζες το αμάξι σου από την τράπεζα, και όταν πάλιωνε, στο έδινε. Νοίκιαζες το σπίτι που έμενες, και όσο και να πάλιωνε, δεν στο έδινε ποτέ. Έπαιρνες δάνεια για το ταξίδι με την παρέα στο hype μέρος, με επιδότηση το iphone, στην κάρτα το σουπερμάρκετ με την σαμπάνια, στην κάρτα και η Cabana.

Σ’ αυτό το θολό τοπίο, αφεντικά και δούλοι, πλούσιοι γινίκαμε ούλοι.

Τώρα, για μας, είχε πλάκα όλο αυτό. Χαβαλέ. Με πενηντάρικο είσοδο έμπαινες στο κλαμπ που ο άλλος έμπαινε τσάμπα επειδή ήταν διάσημος, μπορεί να του έτρωγες ξέρω γω την γκόμενα, ή το αγόρι, να μην ξεχώριζες από τον δίπλα αν ήταν λεφτάς, έμαθες τα παιδιά σου να ονειρεύονται λούσα. Πλήρωνες για να σου ανοίξουνε δρόμο, για να χτίσεις στο δάσος, για να πας στο καλύτερο ιδιωτικό νοσοκομείο, για να κερδίσεις στην δίκη.

Ξεχώριζες όμως από το χαμίνι.

Α, μάλακα μου, το χαμίνι ήταν χαμίνι. Ο πατέρας σου που ήταν οικοδόμος ξέρωγω, ή συνταξιούχος, ή η μάνα σου, ή ο άγνωστος, στον δρόμο, που ‘μπαινε ολόκληρος στον κάδο, ο μετανάστης, ο άστεγος, αυτοί ήταν οι φτωχοί.

Άλλη κάστα.

Εσύ, ήσουν ο νεόπλουτος.

Άλλη κάστα.

Μάλιστα.

Ε, λοιπόν, λυπάμαι που θα στα γαμήσω όλα αυτά, αλλά ήσουν τόσο πλούσιος, όσο σου επέτρεπαν άλλοι να είσαι.

Γιατί, κάποια στιγμή, ο βεριτάμπλ πλούσιος, τα πήρε. Λέει, ρε φίλε, εγώ αφεντικό, εσύ γραφιάς, και ‘χουμε και οι δύο αμάξι; Έχουμε και οι δύο Cartie; Έχουμε και οι δύο iphone; Γαμάμε τις ίδιες γκόμενες; Φοράμε το ίδιο κόσμημα;

Και που θα ξέρει ο δίπλα ρε καραγκιόζη ότι εγώ αφεντικό και εσύ γραφιάς;

Πως θα ξεχωρίζουμε;

Στο μεταξύ όμως, εσύ ξέχασες.

Ξέχασες ότι το σούπερμαρκετ είναι δανεικό. Ότι το iphone είναι δανεικό. Ότι το ρολόι είναι δανεικό, ότι το κουστούμι είναι δανεικό, το αμάξι δανεικό, το ταξίδι δανεικό, το laptop δανεικό, το σπίτι δανεικό.

Ξέχασες ότι το σπίτι είναι δανεικό, και νόμιζες πως είναι δικό σου. Ξέχασες πως η δουλειά είναι δανεική, και το αμάξι δανεικό, και η χώρα δανεική, και όλα δανεικά, και τα νόμιζες δικά σου.

Άρχισες να λες για το ελληνικό ιδεώδες, και άφησες να γαμάνε τους μετανάστες στα χωράφια, λες και δεν ήσουν ποτέ μετανάστης. Ξέχασες. Έλεγες πόσο άδικο είναι να καίνε την Πόρσε του άλλου, νομίζοντας ότι έκαιγαν την δική σου, λες και δεν το έκαιγαν άνθρωποι σαν και σένα. Ξέχασες. Πόσο άδικο είναι να σταματάνε την παρέλαση και να αμαυρώνουν την ιστορία, λες και δεν την αμαυρώνουν ότι υπάρχουν άστεγοι στους δρόμους. Ξέχασες. Πόσο σε ενοχλούν οι πορείες που κλείνουν τους δρόμους, λες και δεν είσαι εργαζόμενος. Ξέχασες. Πόσο ενοχλεί η εικόνα του πεινασμένου, λες και θα έχεις φαΐ για πάντα. Ξέχασες. Πόσο ενοχλεί η εικόνα του άστεγου στο (ιστορικό) κέντρο της Αθήνας, λες και έχεις δικό σου σπίτι. Ξέχασες.

Ξεχάστηκες. Νόμιζες πως είσαι αφεντικό.

Και ξέχασες που ανήκεις.

Ντάξει, ρε φίλε, κάλλιο αργά.

Δεν ήθελα να στο πω εγώ, καταλαβαίνεις.

begging

Σε πλησιάζω. Δεν υπάρχουν υγρά σοκάκια και μαλακίες, αυτά είναι στα έργα, εδώ ο δρόμος είναι φωτεινός, τα πλακάκια καθαρά, κάπου ένα κόκκινο χαλί, κάμερες, μάρμαρο στους τοίχους, ξύλο αληθινό για την καρέκλα σου. Σε ρωτάω: Πόσο πάει; Θέλω να αγοράσω ευημερία. Θέλω να πληρώνω με ευρώ. Μου λες, ο παππούς, της γειτονιάς. Δεν θα του φτάνει η σύνταξη, για το νοίκι. Αν μένει σε δικό του, θα του έρθει με την ΔΕΗ. Θα δώσει άλλο νόημα στην λέξη χαράτσι. Σκοτάδι. Δεν έχει άλλους πόρους, μπορεί να ζει και τα παιδιά του. Δούλευε τόσα χρόνια, και έτσι και αλλιως, δεν μπορεί να αντιδράσει πια. Χρειάζεται τα φάρμακα, πλησιάζει στον θάνατο. Με φοβάται. Θα τον λιώσω. Ντάξει, αλλά θέλω ευρώ. Να είμαι στις αγορές. Πόσο πάει; Για να έχω, πρέπει ο προμηθευτής μου να είναι χαρούμενος, μου λες. Θα σου μεταφέρω τις εντολές του. Εκλογές, όποτε θέλει αυτός. Δημοψηφίσματα, αν θέλει αυτός. Πρωθυπουργούς, όποιος θέλει αυτός. Αντιπολίτευση, όπως και όποιον θέλει αυτός. Δημοσιογράφους, όποιους θέλει αυτός, να λένε ότι θέλει αυτός. Βάζει τα λεφτά, καταλαβαίνεις. Θέλει να αισθάνεται ασφαλής. Πόσο πάει; Να, οι φίλοι σου δεν θα πληρώνονται. Η εταιρία θα κρατά τους μισθούς τους από τον Αύγουστο, για να πληρώσει τους ξένους προμηθευτές της, για να φέρει εμπόρευμα. Δεν παίρνουν πια επιταγές, καταλαβαίνεις. Πόσο πάει; Ξέρεις, θα χρειαστεί να σου βάλω και φασίστες. Στην κυβέρνηση. Κανα-δύο γελοίους, για να γελάμε, και καναδύο σοβαρούς. Θα έχουν υμνήσει ο,τι χειρότερο έχεις σκεφτεί, και εγώ θα τους τιμήσω με τρόπους που δεν φαντάζεσαι. Δεν τους χρειάζομαι, αλλά για αύριο, μου λες. Μη δουν χαρά στα σκέλια τους, καταλαβαίνεις. Πολιτική. Πόσο πάει; Θα νομιμοποιήσω τα λεφτά στο εξωτερικό. Βγήκαν με όποιον τρόπο μπορείς να φανταστείς, δουλεμπόριο με μετανάστες, τράφικινγκ, ναρκωτικά, μίζες, θα μπορούν να αγοράσουν ότι θέλεις εδώ στην Ελλαδα – δεν θα ρωτήσω που τα βρήκαν. Πόσο πάει; Θα σε βρίζουν οι ξένοι. Μάγκα μου, θα σε ξεφτιλίσουν, και εγώ από πάνω θα σου φωνάζω μαζί τα φάγαμε, σκάσε. Και θα σκας.Πόσο πάει; Άκου, θα βάλω τραπεζίτη πρωθυπουργό. Δεν έχεις πρόβλημα, ε; Δεν είναι ανάγκη να τον ψηφίζεις. Φροντίζω εγώ. Είσαι πειραματόζωο. Θέλω να δω πως αντιδράς για να το κάνω και στους γείτονές σου. Πόσο πάει; Δεν θα δεις πολιτικό στην φυλακή. Αμνηστία, γενική. Καταλαβαίνεις, τα μυρίζονται τις έχθρες οι αγορές, αγριεύουν. Πόσο πάει; Θα χρειαστεί να σου πω ότι είμαι ήρωας. Κάνεις θυσίες – αλλά και εγώ θυσιάζω καρέκλες. Μην το ξεχάσεις: ήρωας. Για το καλό της πατρίδας. Πόσο πάει; Θα αλλάξω και τις λέξεις. Θα κλείνουν τα μαγαζιά και γω θα σου λέω ευημερία. Θα σου κατεβάζω την ΔΕΗ και θα το λέω θυσία. Θα γίνω λίγο νονός. Τα ξανάπαμε. Πόσο πάει; Θα σου πω κατάφωρα ψέματα. Όσο πιο στα μούτρα σου μπορώ, και, αμέσως μετά, θα σου ξαναπώ. Το αντέχεις; Πόσο πάει; Θα πληρώσω τα κανάλια – όχι για την σιωπή τους, αλλά για την συνενοχή τους. Οι δημοσιογράφοι θα με υμνούν, εμένα, και τις χειρότερές μου αποφάσεις ως απολύτως αναγκαίες. Θα τους βάλω να σου λένε κάθε μέρα πως θα πεθάνεις, και εσύ, και θα παιδιά, και η γυναίκα σου, εκτός και αν υποταχθείς. Πόσο πάει; Θα σου λέω καθημερινά ότι φταις. Ό,τι και να είσαι, φταις. Θα σου λέω «κάναμε λάθη, και εμείς» αλλά μετά θα λέω στους συμπολίτες σου ότι φταις, μέχρι να σε μισήσουν με όποιον τρόπο μπορούν, και μετά θα σε στρέψω εναντίον τους, γιατί θα σου πω ότι φταίει κάποιος από αυτούς. Πόσο πάει; Αν μου αντιδράσεις, θα σε βαρέσω. Έχεις – δεν έχεις κάνει κάτι θα σε ψεκάσω. Θα προσπαθήσω να σε σκοτώσω. Σοβαρά στο λέω, κοίτα να είσαι σίγουρος. Χρειάζομαι τα ευρώ. Την ασφάλεια. Πόσο πάει; Θα πεινάσει κόσμος. Πόσο πάει; Το πετρέλαιο – Πόσο πάει; Τα νοσοκο – Πόσο πάει; Η παιδει- Πόσο πάει;

Τι πόσο πάει ρε φίλε; Όσα είσαι διατεθειμένος να δώσεις. Τόσα θέλω.

Η οθόνη, και ένα πληκτρολόγιο.

Όλοι στο σπίτι, κοιμούνται. Εγώ, γράφω. Ξημερώνει Σάββατο, 12 Νοεμβρίου του 2011, μία μέρα μετά. Όχι, δεν ξημερώνει τίποτα. Θα αργήσει να ξημερώσει.

Μέχρι τώρα, η τηλεόραση έπαιζε. Κοιμήθηκα λίγο, όσο χρειαζόταν για να ξυπνήσω να ταΐσουμε την μικρή. Άλλες φορές τρώει εύκολα, άλλες δύσκολα. Βγάζει και γουλίτσες, παίρνει και σιρόπι, σαν την μεγάλη της αδελφή.

Φοβάσαι μην χάσεις όσα αγαπάς μόνο όταν γίνει κάτι που σου στερεί την ασφάλεια ότι θα τα έχεις για πάντα. Όπως την ανθρωπιά σου, ξερώ γω. Ή την τιμή σου.

Δάκρυσα σήμερα.

Ήμουν στο γραφείο, και, κάποιοι άνθρωποι χαμογελούσαν. Νικητές. Όχι γύρω μου: στο γυαλί, στις δηλώσεις. Με νίκησαν. Μου είπαν «κοίτα, η απόλαυση να χτυπήσεις έναν άνθρωπο, η απόλαυση να τον πονέσεις, να τον διώξεις, να τον ξεριζώσεις, να τον κοιτάξεις σαν κατώτερο ον, σήμερα, μόλις τώρα, σε εξουσιάζει. Θα αναφέρεσαι σε αυτήν ως Κύριε Υπουργέ μου. Θα την πληρώνεις, θα την τιμάς, θα την σέβεσαι.»

Αλλιώς; Αλλιώς θα χάσω κάτι από μένα.

Την αξιοπρέπειά μου, την ελευθερία μου, τα παιδιά μου το φαγητό τους, η γυναίκα μου τον άντρα της, ο πατέρας μου τον γιο του.

Νίκησαν.

Πονάει λίγο το συκώτι μου. Δεν είναι η πρώτη φορά, με πονάει μέρες τώρα, μάλλον, μήνες τώρα. Πρέπει να πάω να το κοιτάξω, το αμελώ. Να το σημειώσω στο κινητό μου, απέκτησε ημερολόγιο, καλεντάρι. Όμορφο. Τίποτα πια όμως δεν είναι τόσο αθώα όμορφο.

Πονάει το χαμόγελό τους.

Γιατί μου είπαν, κοίτα, μικρέ μου. Δεν χρειαζόμαστε τανκς. Διάολε, δεν χρειάζεται ΚΑΝ να είμαστε ψεύτες! Μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ακροδεξιοί, ότι μισούμε όποιον δεν είναι έλληνας, ότι θεωρούμε έναν συνάνθρωπό μας κατώτερο – και πάλι να μπούμε στην κυβέρνηση! Τα κανάλια που μας φώναζαν τόσο καιρό σε όλα τα παράθυρά τους δικαιώνονται, και δεν θα τα ξεχάσουμε. Σήμερα, η ανάγκη της πατρίδας απαιτεί να μας πουν ήρωες – και εσύ, μικρέ μου, μπορείς μόνο να κοιτάς.

Αλλιώς θα γίνεις σαν και μας. Θα λύνεις τις διαφορές σου με γροθιές.

Κάνει λίγο κρύο. Τα κοινόχρηστα ήταν πολύ ακριβά ήδη, φέτος θα μας γονατίσουν. Χοντρότερα ρούχα, και κάλτσες. Θα μπορούσαμε να μετακομίσουμε, και ίσως χρειαστεί να το κάνουμε – αλλά το σπίτι μας αρέσει, έχει χώρο για τα παιδιά, τώρα που είναι μικρά. Ίσως μετά.

Ότι τους έβαλε το ΠΑΣΟΚ, με γονατίζει. Δεν ξαφνιάζομαι για την σύμφωνη γνώμη της Νέας Δημοκρατίας, ξέρω τι θα πεις, αυτοί είναι οι βασικοί εχθροί τους – ποτέ δεν το χώνεψα πλήρως αυτό, αλλά το ΠΑΣΟΚ με γονάτισε. Δεν ήμουν ποτέ ΠΑΣΟΚ, δεν το ψήφισα ποτέ, δεν ήμουν ποτέ κανένα κόμμα άλλωστε, είχα πάντα πολιτική ιδεολογία που δεν καλουπώνεται σε κόμματα, δεν χωράει σε στεγανά. Το είπε το κόμμα και παπαριές – στα αρχίδια μου. Αλλά βλέπεις τους ανθρώπους. Σου πουλάνε έναν σοσιαλισμό. Δεν τους εμπιστεύεσαι αρκετά για να τους ψηφίσεις – αλλά τους εμπιστεύεσαι αρκετά για να τους ακούσεις. Να ψάξεις, ανάμεσά τους, έναν καλό, ίσως τίμιο. Που πάει να αλλάξει κάτι. Εκατον πενήντα τρεις από αυτούς λοιπόν, όσοι παρέμειναν σταθεροί στο «ψηφίζω για τελευταία φορά», δικαίωσαν το σίχαμα της ακροδεξιάς, του παρέδωσαν, ανίκανοι, ανήμποροι να κάνουν αλλιώς, την εξουσία, όσο μικρή και να είναι, ή όσο μεγάλη, την τιμή, την αξιοπρέπειά τους. Εκατόν πενήντα τρεις μικροί άνθρωποι, που θέλουν να λέγονται αριστεροί.

Πες ότι θέλεις, έχε ότι γνώμη θέλεις. Τίποτα αξιοπρεπέστερο για μένα στην βουλή, τίποτα πιο ελπιδοφόρο, από την απόλυτη άρνηση της αριστεράς να συμμετέχει σ’ αυτήν την κυβέρνηση. Τίποτα πιο ελπιδοφόρο.

Δάκρυσα σήμερα.

Μία φίλη, ας την πούμε Δανάη, μου είπε μία ιστορία. Η γιαγιά της, αυτόν τον μήνα, παρέλαβε δύο φακέλους. Στην μία επιστολή, γράφει την σύνταξή της: Τετρακόσια ευρώ. Στην άλλη, έχει την ΔΕΗ. Τριακόσια ενενήντα. «Τι να της πω;» μου λέει.

Τι να της πει;

Στο twitter, πασχίζω να γράψω.

Συνήθως όταν θυμώνω, ξεκινάω και ξεχνάω να σταματήσω. Δέκα, είκοσι, τριάντα tweets συνεχόμενα. Λέω, λέω λέω – μέχρι να νιώσω ότι είπα αυτό που ήθελα, όπως ήθελα να ακουστεί.

Σήμερα, πασχίζω να γράψω. Πασχίζω να ψελλίσω. Πασχίζω να εξωτερικεύσω.

Σε ένα από αυτά, γράφω: «Ευτυχώς μαλάκα μου να λες που το παιδί μου δεν καταλαβαίνει. Ευτυχώς μαλάκα μου να λες που δεν έχω να γυρίσω σπίτι να του εξηγήσω.» Μια κοπέλα μου απαντά: «Εγώ τι εξήγηση και τι διαβεβαίωση για το μέλλον να δώσω στο παιδί μου, που είναι και παιδί μεταναστών;»

Της απαντώ «δύναμη και κουράγιο. Δεν είναι η εικόνα μας αυτή. Συγνώμη.»

Μετά, αφαιρώ ότι δεν είναι απαραίτητο, μένω στην ουσία. Απαντώ: «Συγνώμη.»

Αυτό λέω στην φίλη μου την Δανάη να πει στην γιαγιά της. Συγνώμη.

Έχουμε δακρύσει και οι δύο, και εγώ και η Δανάη – από απόγνωση. Αυτό να της πεις, της λέω. Συγνώμη.

Αυτή η συγνώμη, έχει πατέρα. Έναν φίλο, που ξέρω ότι ψήφισε ΠΑΣΟΚ, που ξέρω ότι είναι τίμιος, που ξέρω ότι τα όχι που έχει πει έκτοτε του έχουν κοστίσει πάρα πολλά, που στις 16:06 μου έστειλε ένα μήνυμα στο κινητό.

«Τι να πω… Συγνώμη»

Σκέφτομαι τον Γλέζο, συχνά. Έχω μεγάλη εκτίμηση, μπορεί να μην συμφωνώ πάντα μαζί του, αλλά είναι άνθρωπος αξιοπρεπής, σπάνια εικόνα. Δίπλα δε στους άλλους, ακτινοβολεί.

Θυμάμαι ότι τον ψέκασαν, ανθρωπάκια, σε μία πορεία που εγώ δεν ήμουν εκεί, και ήταν εκείνος.

Θυμάμαι πόσες ιστορίες έχω ακούσει για όλα εκείνα που εκείνος θυσίασε, και εγώ όχι.

Θα δει τον Βορίδη υπουργό. Αυτός ο άνθρωπος, που του χρωστάω πολλά για την ελπίδα, θα δει τον Βορίδη υπουργό.

Πως να τον κοιτάξω στα μάτια;

Με τι μούτρα να του ζητήσω συγνώμη;

Τηλεοπτικό παράθυρο. Ο Αθανάσιος Πλεύρης γειτονιάζει τον Σπηλιωτόπουλο. Στην μέση, η Στάη. μοιάζει θυμωμένος – δεν πήρε, φαίνεται τίποτα. Αδικήθηκε. Δεν ακούω τι λέει, είμαι πολύ θυμωμένος. Μοιάζει με παιδάκι, σκέφτομαι τον πατέρα του, σκέφτομαι τον Γλέζο.

Είμαι πολύ θυμωμένος, ναι. Αλλά είμαι απόλυτα απογοητευμένος.

Ο βουλευτής, ο πράσινος, ο μπλε, στις 19 Φεβρουαρίου, αν έχουμε Ελλάδα μέχρι τότε, αν έχουμε Ευρώπη, αν έχουμε Σύνταγμα, αν έχουμε βουλή, αν έχουμε δουλειά, αν έχουμε ευρώ ή αν έχουμε δραχμή, στις 19 Φεβρουαρίου ο βουλευτής θα απλώσει το υπέροχο προσωπάκι του, φωτοσοπιασμένος, τριάντα χρόνια νεότερος, με άψογο σακάκι και χτένισμα, και θα γράψει από κάτω κάτι σαν «για να ξαναβρούμε την ελπίδα», ή «για την Ελλάδα», και θα εμφανιστεί, χάρτινος, μονοδιάστατος, στο γυαλί, στην αφίσα,

…και γω θα θυμάμαι την έκφραση του Βέγγου, όταν βλέπει ότι το παιδί του είναι ναζί.

Την πλήρη, απόλυτη, αδιαπραγμάτευτη απογοήτευσή του.

Θα αργήσει να ξημερώσει.

Συμπάθα με, όχι σχόλια σήμερα.

DayOfShame

Flickr εικόνα (μεγάλο μέγεθος)