Είμεθα τέντυ μπόιδες

Πήξαμε στις φωτογραφίες. Σε άλλες στέκεσαι στητός, μοιάζεις αδιάφορος. Σε άλλες είναι άλλο ένα γαμίσι, άλλο ένα ξεγύμνωμα, άλλος ένας βιασμός. Σε άλλες σε τραβάνε από τα μαλλιά, για να σηκώσεις κεφάλι.

Κάτι κακό έχεις κάνει, δεν μπορεί. Είναι σαφές και εύπεπτο, και αν δεν είναι, θα στο περάσουμε με λίγο φώτοσοπ, μη σε νοιάζει – έμαθε και ο Μπαλούρδος φώτοσοπ και ζωγράφισε τον κόσμο όλο, μη χέσω. Πάντως μη σε νοιάζει – η νοικοκυρά θα φάει, ο νοικοκυραίος θα αναρωτηθεί αν σε γάμησε τότε που ήτανε πιωμένος στο κωλόμπαρο, φόβος θα πιάσει την ψυχή της μάνας, μη δει το παιδί της έτσι.

Δικαιοσύνη εν τάχει. Για να σε έπιασαν, είσαι σίγουρα ένοχος. Δεν χρειάζεται μελέτη, ποιος είσαι, τι είσαι, βρίζεις κι όλας, καλά κάνανε και σε βαρέσανε, μαλακισμένο, καλά κάνανε και σε βιάσανε μωρή, τα ήθελε ο κώλος σου. Υπάρχει, πλέον, ασφάλεια. Δικαιοσύνη. Όλα βαίνουν καλώς. Και τον καμμένο, απ τις γραμμές νέγρο έπρεπε να βάλουνε, κι αυτόν από κάπου κάποιος τον ξέρει, να μην τηλεφωνήσει; Αφού είναι καταφανώς ένοχος, δεν είχε χαρτιά, δούλευε διαλύοντας τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας, το καθίκι. Έπρεπε να ανοίξουν το κουφάρι του και να του τραβήξουν μία φωτό.

Δεν θα έπαιζε στις οκτώ, θα μου πεις. Υπάρχουν και ευαισθησίες.

Δεκτόν.

Κάθεσαι και κοιτάς. Θα βγει το πουλάκι. Σκέφτονται να σου κολλήσουν και μία ταμπέλα «είμαι τεντυ μπόις», είχε πέραση αυτό, αλλά αντί να σου ξυρίσουν το κεφάλι, θα σου ρίξουν και μία μπουνιά στο μάτι, έτσι, «για να με θυμάσαι». Κοιτάνε τα φασιστοειδή την μουτσούνα σου την επόμενη μέρα γελώντας, αγνοώντας ότι και την δική τους μουτσούνα θα την δει μεθαύριο κάποιος άλλος.

Ληστής τραπέζης. Οροθετική. Βιαστής. Αναρχικός. Φασίστας. Αντιεξουσιαστής. Διαδηλωτής. Δεν αρκεί να είναι ένοχοι, πρέπει να φαίνονται και ένοχοι. Το πρόσωπό τους πρέπει να δηλώνει τρόμο, συμμετοχή, κατάθεση των όπλων. Το μήνυμα να περάσει κυρ εισαγγελέα μου – τι και αν την αφήσουμε αύριο να φύγει; Το μήνυμα.

Το μήνυμα.

Ο, του και της, γεννηθείς. -Ρε μαλάκα, ο Νίκος. Ο Γιώργος ρε, ο Αντώνης. Ρε, Σβετλάνα την λέγανε;

Και μου λεγε ότι την λέγανε Μαρία, το μουνί.

Εδώ που ήρθες, θα σε λένε και Μαρία. Μην ξεχνιέσαι.

Φαστ-φουντ δικαιοσύνη. Τα δικαστήρια αργούν, είναι δύσκολα, τα πρακτικά δεν διαβάζονται, τα γράμματα στις στήλες μικρά, ο χρόνος μετάδοσης ακριβός. Ότι γίνει τώρα, ο πελάτης βιάζεται. Να φάει γρήγορα, να σκεφτεί γρήγορα, να αποφασίσει γρήγορα. Θα έχει ξεχάσει ρε μέχρι την δίκη, θα έχει ξεχαστεί η φωτό σου σε μία ώρα.

Μπορεί βέβαια να θυμάται για λίγο τα μάτια σου, δεν ξεχνιούνται εύκολα τα μάτια μίας φωτογραφίας.

Αλλά θα του περάσει.

Επείγον, σημαντικό ανακοινωθέν: Ο κυρ Εισαγγελέας είπε να δείτε οπωσδήποτε αυτόν τον δημόσιο εξευτελισμό, υπάρχει λόγος. Έχετε δει ξανά τόσο γυμνό αυτόν τον καταφανώς ένοχο άνθρωπο;

Στείλτε ένα μήνυμα. Είναι χωρίς χρέωση. Είναι ανώνυμο.

Ή μάλλον, κοστίζει κάτι. Αλλά μην σκεφτείς τι και γιατί, να, να μαλάκα μου, κοίτα ένα γαμάτο κινητό:

Αυτό θα είναι σίγουρα δωρεάν.

Κλίκ.

Ρε παιδιά, να ονειρευτούμε λίγο;

Μόνο μισό λεπτό, όχι πολύ. Έτσι, για αλλαγή.

Να μιλήσουμε για ένα νέο κράτος. Ένα κράτος που συμπεριφέρεται στους πολίτες σωστά, τίμια. Που τους λέει, πχ, δεν έχω χρήματα να σας δώσω, αλλά αφού σας αδικώ από την πρότερη συμφωνία μας, θα σας ανταμείψω με παροχές, πχ, δωρεάν παιδικούς σταθμούς, ή αφορολόγητα για πέντε χρόνια, σαν αντάλλαγμα. Ένα κράτος που ρωτά τον συλληφθέντα, μετά, -είναι δεν είναι ένοχος- αν του φέρθηκαν ανθρώπινα στις φυλακές, και αν όχι τιμωρεί τους υπεύθυνους. Ένα κράτος που λέει «δεν με νοιάζει τι κάνεις στο κρεβάτι σου, ο πολιτικός γάμος είναι δικαίωμά σου, ακόμα και με άνθρωπο του ιδίου φύλου». Ένα κράτος που λέει «παιδεία, υγεία, πρόνοια, είναι οι προτεραιότητες στις υποχρεώσεις μας». Που τιμωρεί τους επίορκους αυστηρά, αλλά δίκαια. Που δεν σε αναγκάζει να δεχθείς τα θρησκευτικά πιστεύω των διπλανών σου, επειδή είναι περισσότεροι ή/και συμφωνεί μαζί τους. Που δεν χωρίζει ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα τους, την οικονομική τους κατάσταση, τα πιστεύω τους – και τους προστατεύει από την διάθεση άλλων να τους χωρίσουν. Που δέχεται τις αντιδράσεις, τις ακούει, και δεν τις καταστέλλει με χημικά και βία. Ένα κράτος που πείθει, με την ανά πάσα στιγμή τίμια στάση του, τους πολίτες να σταθούν τίμιοι απέναντί τους. Που αντιλαμβάνεται ότι ο όταν πολίτης ζει έναν άτυπο ανταγωνισμό ανάμεσα σ’ αυτούς που κόβουν αποδείξεις, και σ’ αυτούς που δεν κόβουν, είναι ευθύνη του κράτους να φέρει ισονομία, όχι να επαφίεται στην ηθική των χαμένων. Και που ταυτόχρονα πρέπει να δημιουργήσει κίνητρα – καρότα, ώστε οι αποδείξεις να κόβονται χωρίς μαστίγιο. Που δεν ευνοεί τους συμπαθούντες εις βάρος όλων των άλλων, ούτε θεωρεί εχθρούς όσους διαφωνούν μαζί του. Ένα κράτος που δέχεται τα δικαστήρια – ακόμα και όταν αποφασίζουν εναντίον του. Που δεν εκβιάζει την άποψή του στην δημοσίευση των απόψεων, αλλά αντιθέτως απαιτεί να ακουστούν όλες οι πλευρές, για να κρίνει ο πολίτης και να καθορίσει την θέση του.

Λίγο, λίγο θέλω να ονειρευτώ κάτι τέτοιο.

Μην με ξυπνήσεις ρε φίλε, μη σε νοιάζει – θα με ξυπνήσει η πραγματικότητα.

Είναι βράδυ, περασμένη η ώρα. Ο Τσίπρας προσπαθεί να πει τον λόγο του στο Κολούμπια, αλλά τον δουλεύουν για τα άθλια αγγλικά του και την ατυχία να μην έχει μεταφραστές, μόλις πριν λίγες ώρες έχει διαταχθεί επίταξη και επιστράτευση στους εργαζόμενους του μετρό – αλλά ο υπουργός που τους διπλασίασε με διορισμούς πριν τέσσερα χρόνια παραμένει στην θέση του, στην Λάρισα μπουκάρανε σε μαγαζί μεταναστών, στην Κρήτη έχουν ένορκη κατάθεση ότι αστυνομικός κλώτσησε μηχανάκι που κατεδίωκε (με αποτέλεσμα οι δύο επιβάτες να πέσουν από γκρεμό, και να είναι εντατική) αλλά η αστυνομία υπογράφει ότι «έπεσαν».

Ναι, Πάλι.

Μία συνηθισμένη μέρα στην Ελλάδα δηλαδή.

Τα κορίτσια κοιμούνται, η μεγάλη έχει πρησμένες αμυγδαλές και ροχαλίζει. Επέμβαση μας είπε ο γιατρός, θα πάρει όμως τρεις μήνες αναβολή. Τρεις μήνες. Τόσο θα έπαιρνε σειρά και κόρη υπουργού; Μάλλον όχι. Δεν με τρώει το παράπονο, και οι γείτονες μου στο νοσοκομείο, τρεις μήνες θα περιμένουν. Δεν είμαι υπουργός, είμαι μαζί τους.

Τρεις μήνες.

Νομίζω ότι αυτό φταίει. Βλέπω τον κόσμο οργισμένο, ακούνε «3500 μικτά μέσο όρο» στο μετρό, και διαολοστέλνουν. Σταματήσαμε να σκεφτόμαστε, παίρνει χρόνο. Τσάμπα, μου μεταφέρουν ότι, έδειχναν 1200 μικτά οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι. Έφαγαν και βροχή, πολύ, και χαλάζι οι επιβάτες. Τσαντίστηκαν. Δεν ξέρω και ποιος έχει δίκιο, δεν καταλαβαίνω. Να θέλω μία χώρα που γαμιούνται όλοι, ή μερικοί γλυτώνουν; Αν ήταν υπάλληλοι της βουλής, ξέρωγω, θα είχα άλλη στάση;

Δεν ξέρω, είμαι κουρασμένος και είναι αργά.

Δεν μπορώ να θυμώσω όμως με τον απεργό. Με τον Στυλιανίδη, ναι, μπορώ. Αλλά ξέρω ότι οι απεργοί τον ψήφισαν, τον ξαναέβαλαν στην βουλή, τον έκαναν υπουργό. Με την αγορασμένη ψήφο τους υπάρχει αυτή η κυβέρνηση.

Απογοήτευση.

Ενα κοριτσάκι που καθάριζε τα τζάμια των αυτοκινήτων, και μοιραζόταν ένα ποδήλατο με τα άλλα χαμίνια πέθανε προχθές. Τίποτα δεν υπάρχει να θυμώσω μαζί του εκεί. Πονάει, χωρίς εχθρό. Σκέφτομαι τις μικρές μου. Δεν το ξέρουν ακόμα, αλλά χαμογελάω λίγο μέσα μου όταν μου εναντιώνονται. Αγρίμια, ειδικά η μεγάλη, βλέπει η μικρή και τα κάνει και αυτή. «Όχι!» αυτό ξέρει να λέει. Όχι τώρα, μικρή μου, δεν υπάρχει λόγος. Αργότερα, όταν μεγαλώσεις.

Πόνος.

Ο Σιατίστης έδωσε έναν λόγο ποίημα έμαθα σήμερα. Δεν τον έχω δει εξ ολοκλήρου, τον φυλάω στο κινητό μου, να τον διαβάσω όταν θα νιώθω τελείως χάλια, όταν θα είμαι διαλυμένος. Οι μετανάστες είναι άνθρωποι, λέει. Άλλο το πρόβλημα, άλλο η ανθρωπιά, λέει. Το αυτονόητο δεν είναι πια. Όσο οργίζομαι με τον Άνθιμο, τόσο ελαφραίνει η καρδιά μου με τον Σιατίστης. Έχουν τον άμβωνα, ποιος τον χρησιμοποιεί ανθρώπινα είναι το θέμα.

Ελπίδα, η κάθε ομιλία του.

Στο site της ΝΔ σβήνουν, λέει, τους παλαιότερους λόγους τους. Το google τους θυμίζει. Με οργίζει αυτό, με οργίζουν πολλά σ’ αυτήν την κυβέρνηση. Πολλά. Πάρα πολλά. Ο Γερογκρινιάρης γράφει για τους Ηλίθιους, και γω, που δεν είμαι έτσι, θυμώνω που σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να το έχω γράψει και εγώ. Δεν ήμουν έτσι εγώ, γέλαγα κάποτε.

Και ο Γερογκρινιάρης, είμαι σίγουρος, γέλαγε κάποτε. Τώρα, μόνο πικρά γέλια διαβάζω από τις λέξεις του.

Θέλω μία εβδομάδα τώρα, να γράψω για την απόφαση Βενιζέλου να ψηφίσουν όλοι μόνο σε μία κάλπη. Από τότε που έγινε. Γι’ αυτόν που το διέταξε, γι’ αυτούς που υπάκουσαν. Από τότε που το είδα. Σου ορκίζομαι, στην ψυχή της μάνας μου, δεν έχω βρει ακόμα λέξεις. Ακόμα! Ξαφνιάζομαι, και γω. Παραμένω, ακόμα και τώρα, το ίδιο έξαλλος. Με όλους τους. Δεν έχω λέξεις. Το σκέφτομαι και θολώνει το μυαλό μου.

Σχεδόν κανείς δεν ασχολείται με το άρθρο 22. Το ξαναλέω, και το ξαναλέω, και το ξαναλέω. Κανείς. Σε όλους φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό να συντηρείται η αναβολή ενός δύσκολου φόρου που, όσο δεν έχω άλλη ικανοποιητική εξήγηση, θεωρώ ότι έγινε αποκλειστικά για να εκβιάζει τα κανάλια.

Ξεδιάντροπα. Τίποτα λιγότερο από ξεδιάντροπα.

Σχεδόν κανείς. Μόνος μου μιλαω, μόνος μου θυμώνω.

Ενας μετανάστης σήμερα, θα φοβηθεί να βγει έξω. Το σκέφτομαι κάθε βράδυ: Κάπου, μετά την δολοφονία Σαχτζάτ Λουκμάν, ένας άλλος μετανάστης, ακόμα ζωντανός, φοβάται να βγει έξω να πάει για δουλειά. Η οικογένειά του τον μαλώνει, αν είναι αρκετά τολμηρός. Που πας, δεν θα γυρίσεις. Όλα αυτά, μια γειτονιά, μια πόρτα μακρυά μου.

Οι δολοφόνοι, έχουν τίμιο πρόσωπο. Είναι πυροσβέστης, μας το είπαν ξεκάθαρα. Ο άλλος άνεργος, καταλαβαίνεις. Ένας από μας. Ένα στιλέτο βέβαια ο καθένας, στην τσέπη. Φυλλάδια της χρυσής αυγής. Αν τα βάλεις σούμα, δεν σου βγαίνει δολοφόνος όμως, σου βγαίνει πυροσβέστης, σωτήρας, ή άνεργος, ταλαιπωρημένος. Άκου αυτούς που (σ)το λένε. Αθώοι, δεν το θέλανε. Δεν κυνηγούσαν μετανάστες, τους έκλεισε τον δρόμο. Σε όλους μας δεν έχει συμβεί;

Για τ’ όνομα του θεού.

Ο μέσος όρος των μισθών τους, είναι μεγάλος. Ο μέσος όρος ρε φίλε! Πως το είπε ο Σαμαράς να δεις, «Ο Ελληνικός Λαός Έχει Κάνει Θυσίες». Και παίρνει αυτές τις θυσίες, -που δεν έγιναν και οικειοθελώς εδώ που τα λέμε-, και τις βάζει μαχαίρι στον λαιμό του άλλου.

«Να πεινάσεις και εσύ ρε. Μόνο αυτοί θα πεινάνε; Να πεινάσεις και εσύ.»

Το ακούω και στο τουήτερ, πιο συχνά από ότι αντέχω: «Εμεις οι ιδιωτικοί απολυόμαστε, και αυτοί οι δημόσιοι όχι. Να αρχίσουμε να απολύουμε και απο αυτούς!»

Αίμα και δόντια παντού. Αίμα και δόντια.

Το μόνο θετικό που σκέφτομαι, είναι πως χάνει έτσι καμιά διακοσαριά τουλάχιστον αγορασμένους ψήφους από την Αττικό Μετρό η κυβέρνηση. Κάτι είναι και αυτό, όσο να πεις.

Ξημερώνει αύριο.

Έχω σβήσει αυτό το άρθρο πέντ’έξι φορές. Το έχω ξαναπάθει, το παθαίνω κάθε φορά που οι σκέψεις μέσα μου είναι τόσο κόκκινες, και μαύρες, που δεν γίνονται λέξεις.

Αλλά δεν έχει να κάνει με μένα.

Πριν κάτσεις, αν δεν βαριέσαι, να με ακούσεις, διάβασε πρώτα αυτό:

Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο

Το διάβασες; Το διάβασα το πρωί, ενώ το έζησα από εχθές, όταν ο @xasodikis διάβασε την εφημερίδα της Κυβερνήσεως και απόρησε για το περιεχόμενο του άρθρου 22. Ήταν πολύ μπερδεμένο, πολύ τεχνικό. Στους 100 που θα το διαβάσουν, όλοι θα απορήσουν – ένας θα κάτσει να ψάξει. Το έψαξε ο @xasodikis, με την βοήθεια των σχολιαστών του.

Γαμώτο, να το πάλι. Δεν έχω λόγια. Θέλω να βρίσω τα κανάλια και τις διαφημιστικές, που κατάφεραν από το 2010 να αποφύγουν (μία ίσως αδικία, δεν αντιλέγω) που όλοι οι υπόλοιποι υφιστάμεθα, άσκοπα διαμαρτυρόμενοι.

Αλλά δεν έχει να κάνει με αυτούς.

Δεν μου αρκεί αυτό. Αυτά προσπαθούν να επιβιώσουν, ξεπουλάνε την είδηση, το λειτούργημα, για να αντέξουν σε ένα σιχαμένο κατασκεύασμά τους, ένα τέρας που έφτιαξαν οι ίδιοι, οι οποίοι, έστω και αν κάποιοι εξ αυτών το ξεκίνησαν ως λειτούργημα, μετουσιώθηκαν στα ίδια καθίκια που μεταδίδουν ψέματα, προπαγάνδες και δελτία τύπου, ζαλίζοντας τους ανθρώπους που τους εμπιστεύονται, ώστε να μην αντιδρούν.

Δεν έχει να κάνει με αυτούς *μόνο*.

Θέλω να ξεράσω ανόθευτο μίσος για τον κάθε πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών που εμπλέκεται στην υπόθεση, μία υπόθεση συγκάλυψης, αδιαφάνειας, μα πάνω απ’ όλα μία υπόθεση εκβιασμού, ωμού εκβιασμού, έναν νόμο που παίρνει παρατάσεις, που βγαίνει – αλλά από την πρώτη στιγμή δεν βγαίνει, μπαίνει στο συρτάρι, στο τραπέζι κάθε διαπραγμάτευσης, σώζει κατά βούληση εξαιρετικά επειγόντως και απρόβλεπτα, χέζει πάνω σε κάθε έννοια ισονομίας απολύτως νόμιμα, κραυγάζει θρασύτατα ή θα πείτε αυτά που θέλω, ή θα ξεχάσω να τον ακυρώσω αυτόν τον νόμο, σας κρατάω, μαζί με τα δάνεια, τις αναχρηματοδοτήσεις και τις άδειες, θα μιλήσετε για μένα, ότι πω εγώ, εγώ υπάρχω, εγώ σας κρατάω.

Αλλά δεν έχει να κάνει με αυτούς.

Δεν κοπιάζει ο θυμός μου. Δεν ξεσπάω εκεί. Είναι ένα γλοιώδες σύστημα εξουσίας, μία παρέα δειλών και σιχαμένων που ο ένας σώζει τον άλλον, ο ένας εκβιάζει τον άλλον, ο ένας επιβιώνει χάρη στον άλλον.

Προσπαθώ να βρίσω τον πολίτη που πληρώνει αυτά τα κανάλια, που τρώει αμάσητα αυτά που το σερβίρουν, που ακούει αυτούς τους πολιτικούς, που όλη τους η ενέργεια πάει στην αυτοσυντήρησή τους, στο κόλπο, στον κρυφό νόμο, τους ακούει, τους εμπιστεύεται, την ζωή του, την επιβίωσή του, λες και δεν ξέρει, λέμμινγκ ρε πούστη μου, εκεί, στον γκρεμό, με αυτοθυσία, θα την πατήσουν οι άλλοι πρώτα, όχι εγώ, εγώ θα τον πω «κύριο» τον υπουργό – ακόμα και αν για το ξεκάρφωμα με τους φίλους μου τους άνεργους θα πω τα λαμόγια, θα δω το δελτίο ειδήσεων, θα αγοράσω το χάρτινο ψέμα, λένε ψέματα, το ξέρω, με δουλεύουν, αλλά έτσι είναι η ζωή και δεν αλλάζει.

Αλλά δεν έχει να κάνει μ’ αυτούς.

Δεν μου φτάνει.

Να βρίσω εμένα, που δεν κάνω περισσότερα, που δεν φώναξα αρκετά, που δεν έχω πιάσει κανέναν από το λαιμό, να του πω ρε κερατά, ρε κερατά, ρε καθίκι, ρε σιχαμένε βρωμιάρη, πως είσαι τόσο αλήτης ρε, πως μπορείς να συναλλάσσεσαι τόσο αναίσθητα ρε, πως πουλάς την είδηση ρε, την αλήθεια, πως πουλάς την αλήθεια, πως την αγοράζεις, πως βγαίνεις στο γυαλί και λες ανάπτυξη ρε, πως λες ελπίδα ρε, τόσο αναίσθητα, ελπίδα, όταν αμέσως πριν, εξαγοράζεις τον τύπο, την δημοσιογραφία, την αλήθεια που δεν σε βολεύει, πως με κοιτάς στα μάτια ρε γουρούνι, πως με κοιτάς στα μάτια λέγοντάς μου εμπιστεύσου με, όταν λίγο πριν αγόρασες την αλήθεια, την έκανες προϊόν εκμετάλλευσης και εκβιασμού, αγόρασες την δημοκρατία, και έβαλες στην θέση της μία δημοκρατία που σου αρέσει εσένα, έφτιαξες ένα χάρτινο όπλο, δέκα λέξεις, για να ελέγξεις κάθε αντίδραση, κάθε άλλη άποψη, και το έκρυψες ανάμεσα σε αριθμούς, άρθρα και παραγράφους, το έκρυψες, ενοχικά, σε μπερδεμένες λέξεις, να το καταλάβουν μόνο αυτοί που πρέπει, συνθηματικά, και αμέσως μετά, αφού εκβίασες, αφού φίμωσες, με κοίταξες στα μάτια και μου είπες «κάνε θυσίες φίλε μου, όλοι κάνουμε, κάνε και εσύ, οι άλλοι θέλουν το κακό σου, εγώ θέλω το καλό σου, κάνε θυσίες, θυσίασε τις οικονομίες σου, την ασφάλειά σου, το ένα σου παιδί, ύστερα το δεύτερο, τον γάμο σου, την ειρήνη σου, την ζωή σου, για το κοινό καλό, για όλους μας» – όταν πέντε λεπτά πριν, είπες στον καναλάρχη, «μη σε νοιάζει, κάνε εσύ αυτό που πρέπει, και θα σε σώσω εγώ όπως τα έχουμε συμφωνήσει».

Δεν μου φτάνει όμως.

~

Άκου, πέρα από θυμούς.

Έχω πολλές φορές ξεφύγει με αυτό το θέμα, από την πρώτη στιγμή, από το 2010 που πρωτοακυρώθηκε, που πρωτοθαφτηκε, από το πρώτο πισωγύρισμα, από την πρώτη δειλία.

Πυγμή στους φόρους μας, αλλά δειλία στους συνεργάτες μας, στους συνεταίρους μας, στους συμμάχους μας. Πυγμή σ’ αυτούς που δεν μπορούν να αντιδράσουν, ανοχή και δειλία σ’ αυτούς που φοβάμαι.

Δεν είναι δικαιοσύνη αυτό, δεν μπορεί να είναι.

Είναι ένας άδικος φόρος. Δεν είμαι χαζός, το βλέπω. Ένας άδικος, καταστροφικός φόρος. Άδικος, γιατί δεν έχει κανένα νόημα να πληρώσουν και άλλη, επιπλέον φορολογία στην διαφήμιση. Καταστροφικός, γιατί θα γονατίσει και τα κανάλια, που ζουν εκτός ορίων, πια, και τις διαφημιστικές, και θα αφήσει πολύ κόσμο στην ανεργία. Άδικος, όπως το να σου ζητούν να πληρώσεις χαράτσι για το σπίτι που μένεις, και ήδη είναι κριτήριο φορολόγησης. Άδικος, όπως το να σου ζητούν να πληρώσεις περισσότερους φόρους, επειδή τα παιδιά σου είναι τεκμήριο διαβίωσης. Καταστροφικός, όπως το να ζητούν αυξημένα τέλη κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να επιστρέφονται πινακίδες, οι πολίτες να μην έχουν αυτοκίνητα που έχουν ήδη αγοράσει, το κράτος να χάνει φόρους. Καταστροφικός, όπως το να αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου, με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην έχουν να αγοράσουν, να απολύονται άνθρωποι που δούλευαν στα βυτιοφόρα, να κρυώνει ο κόσμος μες τον χειμώνα, να ανάβει δηλητηριώδη τζάκια και σόμπες, το κράτος να μην εισπράττει περισσότερα ως φόρους. Άδικος και καταστροφικός. Δεν κερδίζει κανείς από την εφαρμογή του – χάνουμε όλοι.

Είναι ένα θέατρο παραλόγου η επιμονή στην εφαρμογή του, καταλαβαίνω.

Ακριβώς αυτό δηλαδή που ζούμε όλοι οι υπόλοιποι τόσα χρόνια τώρα, ακριβώς γι’ αυτό που φωνάζουμε, ακριβώς γι’ αυτό που διαμαρτυρόμαστε, που ψεκαζόμαστε, που τρώμε (ατιμώρητο) ξύλο, που μας απολύουν από την δουλειά, που ζούμε με 360 ευρώ για οκτώ μήνες, και μετά; και μετά;! άδικος και καταστροφικός ακριβώς όπως ουρλιάζουμε τόσο καιρό τώρα…

…αλλά οι φωνές μας δεν ακούγονται, η αδικία και η καταστροφή μεγαλώνει εκθετικά, ο πόνος και η απελπισία το ίδιο, και αυτοί που μονολογούν χαρούμενοι για τις επιτυχίες τους απολαμβάνουν τα φώτα της δημοσιότητας την εξουσία, την εύνοιά της, και την ανοχή μας.

Άκου, πέρα από θυμούς και εντάσεις:

Αν κάτι λείπει για να δω έστω και ένα ψήγμα ελπίδας, είναι δικαιοσύνη, δημοσιογραφία, δημοκρατία. Δεν αρκεί πλέον καμία καλή πρόθεση, κανένας ενθαρρυντικός λόγος, ή αίτημα για λίγο ακόμα εμπιστοσύνη. Στην πράξη: Δικαιοσύνη, Δημοσιογραφία, Δημοκρατία.

Το κάθε ένα από αυτά, μόνο του, δεν έχει νόημα. Δεν υπάρχει. Και τα τρία μαζί, ενισχύουν το ένα το άλλο.

Έχουμε σαράντα ημέρες από την δημοσίευση για να πάει αυτό το χαρτί στην Βουλή. Σαράντα ημέρες συγκαλυμμένης ανοχής. Οι πρώτοι σιχαμένοι εκτέθηκαν ήδη με την διάθεσή τους να μπει ως κατεπείγον και όσο πιο συγκαλυμμένα δυνατόν αυτό το αισχρό, τρισάθλιο άρθρο. Αποκαλύφθηκε. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες.

Όσοι βουλευτές απομείνουν έως τότε από την Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, αυτοί που θα αποφασίσουν αν, και πόσο θα στηρίξουν αυτό το άρθρο, αυτό το συγκεκριμένο άρθρο, καλά θα κάνουν να σκεφτούν πολύ καλά το πολιτικό τους μέλλον. Το λιγότερο που έχουν να κάνουν, είναι να απαιτήσουν μία δικαιολογία, μία αιτιολογία, όπως αυτή που έλειψε, που θάφτηκε τόσες πριν έρθει αυτή η στιγμή.

Λίγο πριν την ψήφιση, μπορούν να ξεστομίσουν την λέξη θυσία -σχεδόν- άκοπα. Είναι, άλλωστε, η θυσία των άλλων. Την ημέρα της ψήφισης, το λέω από τώρα, ας ακούσουν τρεις λέξεις: Δικαιοσύνη, Δημοσιογραφία, Δημοκρατία.

Και ας σκεφτούν καλά αν η φωνή τους, όταν ερωτηθούν, η απόφασή τους, σώζει, ή θυσιάζει (και) αυτά τα ιδανικά, (και) το όποιο ψήγμα ελπίδας που μπορεί να έχει ο καθένας μας.

Στο μεταξύ, είναι δική μας δουλειά, αναγκαστικά, δεν το ζήτησε κανείς μας – αλλά πρέπει να γίνει, όπως το ξεκίνησε ο @xasodikis, να αναπληρώσουμε το προφανές και τρομαχτικό κενό της ενημέρωσης για τις επόμενες μέρες. Να κάνουμε αυτό που αλλιώς δεν πρόκειται να γίνει, να ενημερώσουμε τους πάντες, εντός και εκτός δικτύου, να τους εξηγήσουμε τι σημαίνουν τα αλαμπουρνέζικα γράμματα και οι αριθμοί, να καταστεί σαφές τι διακυβεύεται, να το βγάλουμε από το σκοτάδι που ελπίζουν να το χώσουν, ώστε οι δουλειές να συνεχιστούν απρόσκοπτα. Να απαιτήσουμε μία εξήγηση, ένα αιτιολογικό, και στην συνέχεια μία καταδικαστική απόφαση στο άρθρο, ή μία πρακτική αλλαγή στάσης ΣΕ ΟΛΑ τα άδικα άρθρα που μας δυναστεύουν.

Μα, πάνω απ’ όλα, να γίνει γνωστό.

Αν γίνει, όταν γίνει, να γίνει δυνατά, όπως του αρμόζει. Δυνατά, και ευκρινώς:

Ή να επιβιώσει, ή να θυσιαστεί.

Μέχρι τότε λοιπόν, #arthro22

UPDATE 10/4/2012: Για πρώτη φορά μετά την έναρξή του το 2010, υπάρχει αιτιολογική έκθεση για την αναβολή. Την παραθέτω αυτούσια:

Άρθρο 22: Με το άρθρο 22 της από 31.12.2012 Π.Ν.Π. μετατίθεται κατά ένα (1) έτος η έναρξη ισχύος της διάταξης της παραγράφου 12 τους άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 (Α’ 65), ή οποία προβλέπει την επιβολή ειδικού φόρου ύψους 20% στις διαφημίσεις που προβάλλονται από την τηλεόραση. Δηλαδή τίθεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της παραπάνω διάταξης η «1.1.2014» αντί της ισχύουσας «1.1.2013».

Η έναρξη ισχύος της εν λόγω διάταξης μετατέθηκε αρχικώς για την 1-1-2012 με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του ν. 3899/2012 (Α’ 212) και εν συνεχεία για την 1.1.2013 με την παράγραφο 9 του άρθρου 3 της από 31.12.2011 Π.Ν.Π (Α’ 268), όπως κυρώθηκε με τον άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Α’ 31).

Η διαδοχική αυτή χρονική μετάθεση της έναρξης ισχύος της εν λόγω διάταξης οφείλεται στην δυσχερή οικονομική κατάσταση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, και δη τόσο των επιχειρήσεων, που εκμεταλλεύονται τηλεοπτικούς σταθμούς, όσο και των διαφημιστών και των διαφημιζομένων.

Οι λόγοι που επέβαλλαν την μετάθεση της έναρξης ισχύος της εν λόγω διάταξης μέχρι σήμερα δεν έχουν εκλείψει, αντίθετα επιτείνονται διαρκώς, με αποτέλεσμα τυχόν εφαρμογής της από την 1.1.2013 να δύναται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών και των διαφημιστικών εταιριών, με κίνδυνο, σε περίπτωση οικονομικής τους κατάρρευσης, να χαθούν εκατοντάδες θέσεις εργασίας και σημαντικά έσοδα για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Μπορείτε να την βρείτε εδώ: ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ (PDF)

Προσωπικό σχόλιο: Εξηγεί γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί ο φόρος, δεν εξηγεί γιατί δεν καταργείται αλλά μπαίνει σε καθεστώς αναβολής, ούτε (προφανώς) γιατί τέθηκε κατ’ αρχάς πρώτη φορά το 2010, ενώ, από την πρώτη στιγμή, δεν εφαρμόστηκε.

Επίσης, η επεξήγηση γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος, θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα σχεδόν για κάθε έναν από τους φόρους που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από το 2010 και μετά, για το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων που εφαρμόστηκαν. Πόσες έκλεισαν, πόσος κόσμος απολύθηκε, πόσα έσοδα έχασαν τα ασφαλιστικά ταμεία έκτοτε; Δεν ήταν ζημιογόνοι αυτοί οι φόροι;

Δεν εξηγεί τίποτα η επεξήγηση κατ’ εμέ, πέρα από αυτά που καταλαβαίνει κανείς έτσι και αλλιώς. Συνεπώς, αναπάντητα μένουν δύο ερωτήματα: α) Είναι ο μόνος επιζήμιος φόρος, και αν όχι, γιατί δεν εφαρμόστηκε και σ’ αυτούς η ίδια κρατική προστασία; Και β) αφού από την πρώτη στιγμή δεν εφαρμόστηκε ο φόρος, γιατί δεν καταργείται, αλλά παραμένει, αν όχι για να έχει σε καθεστώς ομηρίας και εκβιασμού τους τηλεοπτικούς σταθμούς;

(Σε προετοιμάζω: είναι μεγάλο. Μου πήρε χρόνο να το γράψω, και χρόνο για να γεννηθεί και να το εκφράσω. Αν μπεις στο κόπο, καλό κουράγιο)

Untitled

Υπάρχουν στιγμές στον χρόνο, που η ιστορία αλλάζει. Ένα γεγονός αποκτά άλλη σημασια, μεγαλύτερη από το γεγονός το ίδιο. Γίνεται σύμβολο, γίνεται αφορμή, λόγος για να ειπωθούν πολλά, περισσότερα από όσα μπορούσαν να ξεστομίσουν τα χείλη δευτερόλεπτα πριν.

Βρίθει η ιστορία από τέτοια γεγονότα. Στιγμές που αξίζουν πολύ περισσότερο από το δευτερόλεπτο που τις αναλογούν. Όπως μία φωτογραφία αξίζει χίλιες λέξεις, αυτές οι στιγμές αξίζουν χίλιες στιγμές πριν από αυτήν, χίλιες στιγμές που μόνες τους δεν ήταν αρκετές να ξεχειλίσουν ένα ποτήρι – μα, αυτή η στιγμή, μικρή η μεγάλη, μπορεί.

Αυτές οι στιγμές δεν έχουν μόνο φίλους. Όχι, άσε με να το αναθεωρήσω αυτό, ήδη: Αυτές οι στιγμές δεν έχουν σχεδόν καθόλου φίλους.

Ούτε τα θύματά τους ήθελαν να τις ζήσουν, ούτε οι θεατές τους ήθελαν να τις κραυγάσουν. Κανείς δεν θέλει να τις ζήσει, αυτές τις στιγμές. Κανείς, εκτός από λίγους, πονηρούς, που θέλουν να πάρουν αυτές τις στιγμές, να τις κάνουν να πουν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, να τις μανιπουλάρουν έτσι που να μιλήσουν το δικό τους νόημα.

Θέλω να πιστεύω, αφελέστατα, ότι ο χρόνος εξηγεί την αλήθεια της στιγμής.

Η αρχική εικόνα αλλάζει, από λεπτό σε λεπτό, από μέρα σε μέρα, από χρόνο σε χρόνο. Ηρεμούν τα συναισθήματα, μένουν τα γεγονότα, ξεκαθαρίζουν οι συνθήκες. Άλλοτε θυμόμαστε περισσότερα, άλλοτε ξεχνάμε βασικά στοιχεία.

Η ιστορία αλλάζει. Και αυτό, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι στα χέρια μόνο του χρόνου, αλλά και διαφόρων επιτήδειων.

~

Όλοι έχουν δικαίωμα να διαφωνούν. Δεν είναι δικαίωμα που τους το δίνω εγώ, είναι δικαίωμα που αποκτούν από την πολυφωνία στην οποία κινούμαστε όλοι μας. Έτσι, και ερχόμαστε στο θέμα μας, δεν είναι ανάγκη να αντιλαμβάνονται όλοι τι ήταν η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Οι φωνές πληθαίνουν – εξαιρετικά κοντά μάλιστα χρονικά στις φωνές που γκρινιάζουν για την επέτειο του Πολυτεχνείου.

Αφού καταδικαστικαν οι δολοφόνοι του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τι θέλετε τώρα; Για ποιο πράγμα διαμαρτύρεστε;

Για του λόγου το αληθές:

~

Όπως κάθε αντίθετη γνώμη, και αυτή έχει μία βάση. Πράγματι, ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου δεν αθωώθηκε. Πράγματι, υπήρξε κάποιας(*) μορφής δικαιοσύνη.

(*) Κάποιας μορφής, γιατί και στην δολοφονία Καλτεζά, ο θύτης αστυνομικός Μελίστας καταδικάστηκε, τιμωρήθηκε, φυλακίστηκε(;) – μόνο που ελάχιστο καιρό αργότερα κρίθηκε αθώος. *Δεν* συνδέω τα δύο γεγονότα, αναφέρομαι απλώς στο γεγονός ότι η τιμωρία θέλει βάθος χρόνου για να φανεί.

Γιατί λοιπόν να διαμαρτυρηθούμε; Γιατί να κατέβουμε σε πορεία;

Η νουθεσία, προφανώς, δεν δίνεται σ’ αυτούς που θα τα κάψουν μετά – αυτοί, δεν θα διαβάσουν ούτε τον Πάσχο Μανδραβέλη, ούτε τον Άδωνη Γεωργιάδη. Και αν μπουν στον κόπο να διαβάζουν, μπορούμε να θεωρήσουμε σχεδόν σίγουρο ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ακούσουν την …στοργική προτροπή.

Άρα, δεν μιλάει σ’ αυτούς. Ποιοι μένουν; Κυρίως εγώ και εσύ, εγώ πες που θα τουητάρω την ημέρα της επετείου της δολοφονίας, εσύ που θα κατέβεις και στον δρόμο. Εμείς, που θυμώσαμε. Μην κατέβεις, λένε όσοι διαφωνούν. Μην διαμαρτυρηθείς, μην φωνάξεις. Γιατί να κατέβεις; Ο κακός είναι φυλακή. Δεν υπάρχει πια λόγος.

Ο Αλέξανδρος είναι στο χώμα, από μία ανοησία, ο ανόητος μπήκε φυλακή. Case closed. Ποιο το νόημα;

Το πρόβλημα είναι ότι, για να καταλάβεις «ποιο το νόημα», πρέπει να έχεις κάτσει στην λάθος πλευρά. Για να καταλάβεις «ποιο το νόημα», πρέπει να έχεις αδικηθεί, να έχεις διαμαρτυρηθεί, να έχεις αγνοηθεί, να έχεις φωνάξει, να έχεις λοιδωρηθεί, να έχεις ουρλιάξει και να σε έχουν χτυπήσει γι’ αυτό αυτοί που κατ’ ευφημισμόν σε προστατεύουν.

Ή πρέπει να είσαι παιδί χωρίς μέλλον, που το παρασέρνουν σαν πιόνι ανάλογα με τις ανάγκες τους, αυτοί που κόπτονται, τάχα, για το δικό του συμφέρον. Να έχεις δει τον πατέρα σου άνεργο, με ένα χαρτί τράπεζας στο χέρι, να κλαίει, ή να ξεπουλιέται και να φιλάει κατουρημένες ποδιές για να πληρώσει το νοίκι του σπιτιού πασχίζοντας να επιβιώσετε, νόμιμα, κόντρα σε διαρκείς παρανομίες.

Είναι αδύνατο, πρακτικά, να αντιληφθείς τι ήταν ο Δεκέμβρης του 2008, αν όλα σου πάνε κατ’ ευχήν. Το καταλαβαίνω, δεν θυμώνω μ’ αυτούς που δεν το βλέπουν. Κάποιος που παρακολουθεί τις ειδήσεις χωρίς να σκέφτεται, είναι αδύνατον να αντιληφθεί τι δουλειά έχει ένα παιδί στα «Εξάρχεια». Τι ήθελε στα Εξάρχεια; Κάποιος που δεν πιστεύει τίποτα άλλο εκτός από την πιστή αντιγραφή του αστυνομικού δελτίου, όπως αυτή παπαγαλίζεται από τους δημοσιογράφους, είναι αδύνατο να σκεφτεί τι άλλο μπορεί να κάνει ο αστυνομικός – εκτός από το να πυροβολήσει αφού, προφανώς, κινδυνεύει η ζωή του. Κάποιος που δεν υποψιάζεται ούτε κατ ελάχιστο ότι θα βρεθεί στην θέση του Αυγουστίνου, δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει κρατική βία, ή ανελέητο, ατιμώρητο ξύλο. Κάποιος που βλέπει παντού «Συριζαίους» ή που κινείται, σκέφτεται και ομιλεί μόνο μέσω κομματικών γραμμών δεν μπορεί με τίποτα να καταλάβει αυτούς που σκέφτονται μόνοι τους, που θυμώνουν μόνοι τους, που διαμαρτύρονται μόνοι τους, χωρίς κομματικές παραινέσεις ή προτροπές.

Είναι δύσκολο, και το καταλαβαίνω. Αυτοί πχ που μισούν μέσα από την καρδιά τους το Πολυτεχνείο, που κατέστρεψε ο,τι πιο «αγνό» είχαν ονειρευτεί ή ζήσει, και τόσο καιρό τους είναι αφόρητο να βλέπουν πανελλήνια να τιμάται σχεδόν ως ιερό, είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα πουν «κοίτα που μας οδήγησε η γενιά του Πολυτεχνείου», ή «δεν υπήρχαν νεκροί (μέσα) στο Πολυτεχνείο». Δεν μάχονται το ίδιο το Πολυτεχνείο, μάχονται όσα σημαίνει το Πολυτεχνείο:

Μία παρέα νέων παιδιών, που κόντρα στο ξύλο, τις δολοφονίες, τους βασανισμούς και τις εξορίες, κόντρα στον φόβο, αποφασίζουν να μιλήσουν δυνατά γι’ αυτά που τους καταπιέζουν.

Κόντρα στον φόβο. Όχι που δεν φοβούνται: κόντρα στον φόβο τους.

Αυτό το κόντρα στο φόβο που τρομοκρατεί μερικούς, έχω την αίσθηση ότι είναι το κόντρα στον φόβο που τρομοκρατεί και τους σημερινούς διαφωνούντες.

Η δολοφονία του Αλέξη, πράγματι, ήταν, απλώς, άλλη μία δολοφονία.

Και πράγματι, ο κακός μπήκε, προς το παρόν έστω, φυλακή.

Μα σου έχω νέα: η στιγμή δεν ήταν η δολοφονία του. Η στιγμή, ήταν το μετά.

Η στιγμή ήταν όταν χιλιάδες κόσμου είπε «φτάνει πια», αρνήθηκε την κατ’ εξακολούθηση ψεύτικη επίσημη γραμμή, αντέδρασε στην κρατική βία, αντέδρασε στην κρατική ανομία, αντέδρασε στην ατιμωρησία. Αντέδρασε στο «είσαι το νούμερο ένα, και αυτός είναι το νούμερο δύο», αντέδρασε στην ζαρτινιέρα, αντέδρασε σε όσα τον καταπίεζαν τόσο καιρό πριν.

Κόντρα στον φόβο.

Προσωπικά, ποτέ δεν είδα τον Αλέξανδρο σαν ήρωα. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν για μένα ένας μάρτυρας, δεν είχε σκοπό, δεν θυσίασε τον εαυτό του. Ποτέ δεν τόλμησα να τον δω έτσι. Πάντα ήταν ένα άτυχο παιδί, που βρέθηκε άθελά του απέναντι στο εγώ ενός μαλάκα με πιστόλι, και με προαιώνια πεποίθηση για αθώωση για τα εγκλήματά του. Ένα αθώο παιδί, που πλήρωσε την υπεροψία ενός συστήματος που είχε, πια, συνηθίσει να συμπεριφέρεται στους πολίτες όπως γουστάρει. Ένας απρόσμενος παραστάτης μίας σκηνής που ζητούσε άλλο ένα ξεκάβλωμά της.

Δεν είναι αυτός το Πολυτεχνείο.

Το Πολυτεχνείο του οκτώ, για μένα, είναι τα χιλιάδες κόσμου που βρέθηκαν στον δρόμο. Που φοβήθηκαν αυτό το σύστημα, με τα χημικά, τα κράνη, τις ασπίδες, τα γκλομπ και την υπεροψία του, που φοβήθηκαν τα ασύστολα ψέματά του, που φοβήθηκαν τις άδικες συλλήψεις, το ξύλο στην ασφάλεια, το άδικο φόρτωμα κακουργηματικών πράξεων – αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε.

Που ο φόβος, δεν ήταν αρκετός.

Και, κοίτα, δεν μιλώ για τα επεισόδια. Τα επεισόδια δεν με εκφράζουν – αν και προσωπικά θεωρώ, ότι τουλάχιστον τις πρώτες, ανοργάνωτες μέρες, δεν είχαν ούτε κατεύθυνση, ούτε σκοπό. Αναφέρομαι στα παιδιά που κατέβηκαν για πρώτη φορά σε πορείες, που αντέδρασαν διαμαρτυρόμενα, που είπαν, ορθά – κοφτά, «όχι στο όνομά μου».

Αναφέρομαι σ’ αυτούς ακριβώς που προσπαθεί να πείσει η λογική «Ας σταματήσουμε πια. Ποιο το νόημα;»

Είναι αδύνατο να το αντιληφθούν αυτό οι διαφωνούντες. Δεν τους αδικώ. Όντας μέρη του συστήματος, γρανάζια του και όχι θύματά του, είναι αδύνατο να καταλάβουν τι έγινε τον Δεκέμβρη του οκτώ. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί, άνθρωποι και ρόλοι συχνά αναίσθητοι στην αδικία που οι ίδιοι προκαλούν με την εξουσία τους, μόνο και μόνο γιατί δεν τους αφορά, άνθρωποι και ρόλοι που έχουν όση δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο, όση και για να τον αφήσουν να συνεχίσει να πορεύεται έτσι, αδιαμαρτύρητα, όσο και αν οδεύει προς την αδικία, θα συνεχίσουν, εσαεί, να ρωτούν «και τι έγινε ρε παιδιά; αφού τιμωρήθηκε».

Έχουν δίκιο; Άλλαξε κάτι;

Όχι. Όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον.

Οι αστυνομικοί ψεκάζουν με τα χημικά τους αυτοσχέδια νοσοκομεία στο Σύνταγμα, κάνουν απόπειρα δολοφονίας ψεκάζοντας και μέσα σε σταθμούς του μετρό, χτυπούν ατιμώρητα εμφανώς άοπλους πολίτες που δεν τους απειλούν, βασανίζουν στην ΓΑΔΑ όποιον γουστάρουν, βάζουν συλληφθέντες ως ανθρώπινες ασπίδες στις επιθέσεις που δέχονται, συνεχίζουν να ξεχωρίζουν ανθρώπους και συμπεριφορές με βάση τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Άλλαξε κάτι από το οκτώ;

Όχι. Όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον.

Τίποτα καλύτερο δεν έγινε. Η Αστυνομία είναι συνεπέστατα ατιμώρητη, παίζει τον ρόλο ασπίδας και γκλομπ ενός κράτους που αδικεί και παραπαίει στην ίδια την αδυναμία του, φέρνει τους πολίτες συστηματικά και αδιάκοπα εναντίον του, αυτοπροστατεύεται με κάθε κόστος.

Και θα έρχομαι εγώ, όσο πιο προσεκτικά μπορώ, απέναντί τους να λέω: Δεν καταλάβατε τίποτα. Δεν έχει να κάνει με τον Αλέξανδρο.

Αυτές οι μέρες δεν είναι του Αλέξη.

Αυτές οι μέρες είναι το μετά.

Αυτές οι μέρες είναι όσων αμφισβήτησαν τον φόβο τους.

Προσωπική μου άποψη, και κρίνομαι γι’ αυτό.

Υ.Γ.: Το γράφω τούτο αποκλειστικά με την ελπίδα ότι δεν κατάλαβαν, και όχι ότι κατάλαβαν πολύ καλά.

dromos

Υπάρχει ένα σχολείο στην Σπύρου Μερκούρη, στο Παγκράτι, που πρόσφατα ο εξωτερικός του τοίχος βάφτηκε, από ζωγράφους.

Τα έξοδα, ή την προσπάθεια, την συντόνισε η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, δεν έχω καταλάβει καλά, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως δεν πρόκειται για ένα απλό βάψιμο τοίχου: Είναι ένα έργο τέχνης, μία ζωγραφιά, ένα, αν το θες, politicaly correct graffiti.

Στην Ελεάνα δεν άρεσε, από την πρώτη στιγμή. Εγώ της έλεγα «περίμενε πρώτα να τελειώσει, να καταλάβουμε τι σκέφτονται να φτιάξουν, και το σχολιάζουμε μετά»

Όπως σχεδόν πάντα, είχε περισσότερο δίκιο από μένα.

Όταν τελείωσε, το κοιτάξαμε από απέναντι. Κάτω, στο ισόγειο, το θέμα είναι μία σειρά από οθόνες, μαύρες, μουντές, σκοτεινές – μα, μέχρι τον τρίτο όροφο, η φαντασία οδηγεί σε ένα πολύχρωμο πουλί, ένα σπίτι σε ένα δέντρο, χρώματα γεμάτα αισιοδοξία.

Το πνεύμα του ζωγράφου σαφές. Μα η εσφαλμένη του αντίληψη της πραγματικότητας αδικεί τραγικά τελικά και την προσπάθειά του, και το έργο του.

Γιατί; Θα σας εξηγήσω.

~

Μα πάμε πρώτα στο μνημόνιο.

Μία χώρα που ξοδεύει περισσότερα από όσα παράγει, οικονομολόγος δεν είμαι, μα θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, κάποια στιγμή. Είτε γιατί κάποιος θα πει «δεν δίνω άλλα, μη τα χάσω», είτε γιατί κάποιος θα πει «τώρα σε κρατάω από εκεί που πονάει θα κάνεις ο,τι θέλω εγώ» – από όποια πλευρά και αν το δεις, είναι μία χώρα που έχει χάσει την αυτοδυναμία της.

Όσο και αν είναι παράλογο μία χώρα να χάνει την αυτοδυναμία της, αυτό συμβαίνει τώρα. Οι αποφάσεις παίρνονται σε γραφεία των Βρυξελλών, και επηρεάζουν τον μισθό μου, ή την σύνταξή σου, σχεδόν ανεξάρτητα από την όποια ψήφο μου. Ακόμα και αν πιστεύεις ότι όλα αυτά γίνονται για καλό, ότι εξορθολογικεύονται τα έξοδα, ότι κάποια στιγμή αυτή η ταλαιπωρία είναι ένα λογικό σκαλοπάτι για την ευημερία που μας αξίζει αύριο σε όρους εσόδων-εξόδων – εγώ δεν θα σου πάω κόντρα.

Δεν ξέρω. Αλλά, ακόμα και αν έχεις δίκιο, η εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας αδικεί και την προσπάθειά σου, και το έργο σου.

Γιατί; Θα εξηγήσω.

~

Πίσω στο κτίριό μας. Όλος ο πρώτος όροφος γεμάτος τηλεοράσεις και μουντάδα, δεύτερος-τρίτος χρώματα και ελπίδα. Μπορείς να το δεις, από απέναντι.

Μα όχι όταν περνάς δίπλα του.

Κάθε φορά που περνάει κάποιος δίπλα του, στον ίδιο δρόμο, το μάτι του βλέπει μόνο την μουντάδα. Στο ύψος του περαστικού, δεν έχει τίποτα άλλο – δεν θα έχει τίποτα άλλο ΠΟΤΕ. Μόνο μουντάδα. Μόνο οθόνες, μόνο μαυρίλα.

Μου ήρθε σαν σοκ όταν το συνειδητοποίησα. Ο ζωγράφος έφτιαξε κάτι, που στο χαρτί ήταν ολοκληρωμένο, και σαν ιδέα φανταστικό – και μετά, η πραγματικότητα χλεύασε το έργο του, και απέδωσε στην κοινωνία ένα έργο που καταστρέφει περισσότερα από όσα πάει να χτίσει.

Η χρήση του αποδεικνύεται αυστηρός καθηγητής. Ένα σκληρό μάθημα για το μέλλον.

~
Το ίδιο, θεωρώ συμβαίνει και στο μνημόνιο. Ακόμα και αν αυτοί που το σχεδίασαν ήθελαν το καλό της Ελλάδας(*), ήθελαν να παράξουν ελπίδα και ένα υγιές κράτος, η πραγματικότητα τους χλευάζει οικτρά.

Ο κόσμος εξαθλιώνεται, το κράτος αδικεί κατά κόρον και επισήμως, οι θεσμοί διαλύονται, ο φασισμός γεμίζει τα κενά της απόγνωσης.

Στο χαρτί μπορεί να έμοιαζε πλήρες, και ίσως όμορφο, και ίσως-ίσως ακόμα, λογικό – μα στην χρήση απέτυχε όσο δεν έχει αποτύχει τίποτα άλλο μέχρι τώρα. Και η ζημιά του θα αφήσει μόνιμα σημάδια στις ζωές των εμπλεκομένων. Ακόμα και αν οι πάνω έχουν, κάποια στιγμή, χρώμα, ή ελπίδα, οι κάτω θα μείνουν για πάντα σκοτεινοί, μουντοί και ανέλπιδοι. Για πάντα.

Πρέπει κάποιος να αλλάξει. Αυτός ο τοίχος πρέπει να γεμίσει άμεσα με χρώματα. Είναι επιτακτική ανάγκη να συμβεί αυτό. Κάθε μέρα που περνάει, είναι ένα σκαλοπάτι πιο κάτω – μέχρι που δεν θα έχει πιο κάτω. Ακόμα και αν έγινε με καλή πρόθεση, η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος σφαγιάζεται ψυχολογικά, και δοκιμάζεται σωματικά στον βωμό μίας πολιτικής, ή μίας ιδέας που δεν αποφέρει τα προσδοκώμενα.

Αυτός ο τοίχος, πρέπει να ξαναβαφτεί. Άμεσα.

(*) Αν ήθελαν εξ αρχής το κακό μας, αυτό το άρθρο δεν έχει κανένα νόημα.

Είναι προφανές ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα η εμφάνιση της κρίσης, ή των συμπτωμάτων της αν προτιμάς, συνέπεσε με την άνοδο της νεοφασιστικής/νεοναζιστικής έκφρασης.

Φυσικά, αυτή η ιδεολογία ποτίστηκε κατ’ αρχάς από τους φόβους και την ανασφάλεια – δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Γνώμη μου όμως είναι, πως ταυτόχρονα, κάποιοι άνθρωποι, κυρίως συνειδητά, έκαναν ο,τι μπορούσαν για να αναδειχθεί αυτή η μισητή σκέψη, με σκοπό να προσθέσουν άλλο ένα μέτωπο απέναντι σε όσους διαφωνούσαν με την οικονομική διαχείριση της κρίσης, και κυρίως αυτήν την διαχείριση που προτιμήθηκε.

Αντί δηλαδή ο αριστερά σκεπτόμενος να έχει μόνο τα μνημόνια να αντιπαραταχθεί, προστέθηκε, εν μέρει τεχνητά και η -σε εντελώς παράλληλες γραμμές ενίοτε- ναζιστική απειλή, για να τον εξαντλήσει περισσότερο.

Υπόψιν, δεν σημαδεύω το μνημόνιο για τον ρατσισμό εδώ: Το μνημόνιο ήταν μία λύση, σωστή ή λάθος, και όσοι το στηρίζουν δεν είναι υποχρεωτικά ναζιστές. Δέχομαι απολύτως ότι υπάρχουν άνθρωποι, σε όλα τα επίπεδα, που στηρίζουν το μνημόνιο γιατί το θεωρούν την καλύτερη επιλογή – χωρίς να ξεπουλάνε τον ανθρωπισμό τους. Μπορεί να διαφωνώ με την επιλογή τους, ή και να πιστεύω πως η επιλογή της «λύσης» τελικά έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα, αλλά θεωρώ πως αυτό είναι δυσάρεστο τόσο για μένα, όσο και γι’ αυτούς – χωρίς εκπτώσεις.

Θεωρώ όμως, πως αυτοί που κερδίζουν από την έξωθεν οικονομική διαχείριση της χώρας, σε όποιο επίπεδο και να είναι αυτό, θεσμικό, οικονομικό, πολιτικό, είτε απλώς καλοδέχθηκαν, είτε επιπλέον στήριξαν όσο μπορούσαν την νεοφασιστική κουλτούρα για να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη από αυτό.

Και δεν το συζητώ καν πως οι τελικοί εκφραστές του νεοναζισμού είναι, κατά βάση και κατά θέση απολύτως δεκτικοί σ’ αυτήν την συνεργασία, καθώς τους ενισχύει σε πολλαπλά επίπεδα – τουλάχιστον μέχρι να γίνει η δουλειά τους, γιατί τον δοσίλογο ούτε ο Γερμανός δεν τον εμπιστευόταν.

(Ακόμα και αν διαφωνείς γι’ αυτήν μου την θέση, σχετικά με αυτούς που κερδίζουν από το μνημόνιο και την φασιστική ανοχή ή και στήριξή τους για να αποπροσανατολίσουν τον όποιο αντίπαλο των σχεδίων τους, μείνε μαζί μου, γιατί δεν έχει μεγάλη σημασία αν αυτό που πιστεύω συμβαίνει όντως, ή όχι.)

Το σίγουρο είναι ότι αν είσαι αριστερός, έχεις τουλάχιστον δύο εχθρούς να πολεμήσεις, και ο δεύτερος πολύ σύντομα, πολύ απότομα, πολύ επιθετικά έγινε αρκετά ισχυρός.

Και έτσι, αντί να πολεμά αυτό που (κατά την γνώμη του) είναι η ασθένεια που τον τρέφει, την οικονομική εξαθλίωση και τους λόγους που την προκαλούν, αναλώνεται πολεμώντας κάθε νεοναζιστική ή φασιστική έκφανση, με την στρατηγική ανοησία να εξαντλείται σε δύο, ταυτόχρονα μέτωπα.

Σαν ταύροι, που ακόμα και αν οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στο σπαθί του ταυρομάχου, δεν μπορούν να αντισταθούν στο κόκκινο πανί που ανεμίζει μπροστά τους.

Στο μυαλό μου τριγύριζε εδώ και καιρό η σκέψη ότι κάνουμε λάθος.

Σήμερα όμως, ξύπνησα με μία καινούργια αίσθηση.

Ακόμα και αν είναι στρατηγικό σφάλμα, ακόμα και αν τελικά πολεμάμε δύο εχθρούς, ακόμα και αν έτσι ίσως δεν καταφέρουμε να κερδίσουμε κανέναν, είναι το πιο υπέροχο λάθος που έχω δει ποτέ.

~

Κάθε άνθρωπος -και σκόπιμα πλέον δεν βάζω το αριστερός εδώ-, κάθε ένας από εμάς, που επιλέγει να πολεμήσει τον ρατσισμό ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος εξαθλιώνεται οικονομικά, είναι μία σπουδαία παρακαταθήκη για το μέλλον μας.

Κάθε ένας από εμάς, που ενώ άδικα, ακόμα και όσοι το θεσμοθετούν το παραδέχονται, βλέπει την ζωή του, όχι μόνο άκοπα τις ζωές των διπλανών του, αλλά και επώδυνα, την δική του ζωή, την ζωή των γονιών του, των παιδιών του, να διαλύεται, να σημαδεύεται ανεπανόρθωτα, να χάνει κάθε αίσθηση ασφάλειας και ελπίδας – και αντί να πει, ποιοι ξένοι τώρα, ποιοι ομοφυλόφιλοι, ποιοι σαλεμένοι σκηνοθέτες, εδώ διαλύεται το σύμπαν μου, τρέχει, αναλώνεται, διασκορπίζεται να υπερασπιστεί και την δική τους δικαιοσύνη, είναι η μεγαλύτερη ελπίδα που μπορώ να φανταστώ για το αύριο.

Αν είναι λάθος, θα το πληρώσουμε όλοι. Αν είναι λάθος το να μην απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο, επίσης, με ξύλο στους φασίστες, και αυτό θα το πληρώσουμε όλοι.

Και πιθανόν ακριβά.

Αλλά, για μένα, είναι ένα ελπιδοφόρο λάθος. Κάθε άνθρωπος που επιλέγει να μην στερήσει τίποτα από τις ιδέες του, την ανθρωπιά του, την άποψή του για το κοινό καλό και την δικαιοσύνη για όλους – απλώς για ένα έχει ένα πολύτιμο πιάτο φαΐ στο τραπέζι του, είναι ένας ειλικρινής άνθρωπος.

Και έχει τον απεριόριστο σεβασμό μου.

Γιατί αυτή η στάση, είναι οδηγός. Χτίζει ένα καλύτερο μέλλον. Χτίζει ένα μέλλον στο οποίο αξίζει να ζήσουν τα παιδιά μου, ένα μέλλον που αξίζει να ελπίζω, ένα ουσιαστικό, δομικό, καλύτερο αύριο.

Κάθε ένας σήμερα, που ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, ενώ ο ίδιος πολεμιέται χωρίς αιδώ από το αφεντικό του στην δουλειά, κάθε ένας που υποστηρίζει το δικαίωμα των ανθρώπων να επιλέγουν τον σύντροφό τους ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να βρει φάρμακα για την ασθένειά του, κάθε ένας που αντιτίθεται σε κάθε φασιστική ιδεολογία, ενώ ο ίδιος έχει χάσει την δουλειά του και παλεύει για το προς το ζην, είναι, από καρδιάς, φίλος μου.

Μπορεί να κάνει λάθος. Μπορεί να πολεμάει το σύμπτωμα και όχι την ασθένεια. Μπορεί, ακούγοντας την καρδιά του, να ξεχνά να χρησιμοποιήσει το μυαλό του και να επιλέξει τους εχθρούς του.

Μπορεί, δεν αντιλέγω.

Μα και αν είναι έτσι, κάνει το πιο υπέροχο, το πιο ανθρώπινο, το πιο ελπιδοφόρο λάθος που έχω δει ποτέ.

Ανατροπή 12/10/2012. Δέκα το βράδυ. Ανοίγω την τηλεόραση, στο 66:25″

update: Είχα βάλει το video εδώ, αλλά έσκαγε η σελίδα μου. Δες το από το site τους.

Πρετεντέρης: Πάμε λοιπόν στον κύριο Χρυσόγονο, που ακούω.. που τον έχουμε, συγνώμη που σας διέκοψα προηγουμένως, περιμένω να μου πείτε ποιος θα κρίνει την αντισυνταγματικότητα αυτών των μέτρων, γιατί, ξέρετε, προφανώς όλοι οι καθηγητές μπορείτε να, ε, αρθρογραφείτε με την μιά όψη, ή την άλλη, αλλά πρέπει κάποιος τελικά να πει, είναι συνταγματικό αυτό, ή δεν είναι – ποιος θα το πει αυτό;

Χρυσόγονος: Για τα θέματα συντάξεων, το αρμόδιο είναι το ελεγκτικό συνέδριο – το οποίο, ήδη, έχει γνωμοδοτήσει…

Πρετεντέρης: Ναι, α, γνωμοδότ… μάλιστα.

Χρυσόγονος: …σύμφωνα με το άρθρο 79 του Συντάγματος, ήταν υποχρεωτική η γνωμοδότηση αυτή, δεν ελήφθη, βέβαια, καθόλου υπόψη…

Πρετεντέρης: Μάλιστα.

Χρυσόγονος: …από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εεεε, για θέματα Ιδιωτικού Δικαίου, (ο)που υπάρχουν και αυτά, θα είναι αρμόδιος ο Άρειος Πάγος, και για θέματα Δημοσίου Δικαίου θα είναι αρμόδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο στην απόφασή του 668 του 2012 στην οποία δέχθηκε την συνταγματικότητα, των μέτρων που είχαν ληφθεί στο Πρώτο Μνημόνιο, είχε θέσει, με σαφή τρόπο κόκκινες γραμμές, για το μέλλον, οι οποίες, παραβιάζονται τώρα, επίσης κατά τρόπο προφανή.

Πρετεντέρης: Συνεπώς πιστεύετε ότι, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενδέχεται να κρίνουν ορισμένα από τα μέτρα αυτά, αντισυνταγματικά;

Χρυσόγονος: Εάν το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρήσουν σταθερή την γραμμή την οποία έχουν χαράξει, με την γνωμοδότηση το ένα, και με την απόφαση το άλλο, ασφαλώς, θα κρίνουν πολύ μεγάλο μέρος των μέτρων ως αντισυνταγματικά, και αντίθετα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου…

Πρετεντέρης: Πρέπει να προσφύγουν οι πολίτες για να αποφασιστεί αυτό;

Χρυσόγονος: Ναι, πρέπει να προσφύγει ο κάθε ενδιαφερόμενος, δεν υπάρχει επεκτατικό αποτέλεσμα στα ένδικα

Πρετεντέρης: Μάλιστα.

Χρυσόγονος: ..μέσα που θα ασκηθούν, όποιος δεν αμφισβητήσει την νομιμότητα και την συνταγματικότητα δεν μπορεί να (βγει) από…

Πρετεντέρης: Κύριε Δένδια μπορεί να μπλέξει όλη η ιστορία, σε δικαστήρια και σε… γιατί βλέπω όντως, αυτό που επισημαίνει ο κύριος Χρυσόγονος είναι αλήθεια, ότι και το Ελεγκτικό Συνέδριο, και ο Άρειος Πάγος, και ο…. ο Επιστημονικός Σύμβουλος…

Δένδιας: Μιλάμε κατ’ αρχήν για γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου…

Πρετεντέρης: Όλα είναι γνωμοδοτήσεις αυτά, έχετε δίκιο..

Δένδιας: …και νομίζω, εε…

Πρετεντέρης: Αλλα, ανοίγει μία ιστορία εεε… δικαστηρίων..

Δένδιας: Μα, [χαμογελώντας] ξέρετε, στην Ελλαδα είμαστε, όλα ανοίγουν μία ιστορία δικαστηρίων! Αλλά, θα μου επιτρέψετε να σας πω, ότι δεν πρόκειται να οδηγηθούμε σε μία συνταγματοποίηση της πολιτικής ζωής και της ανάγκης επιβίωσης της χώρας. Εάν κάποιος θίγεται, μπορεί να προσφύγει στην Ελληνική δικαιοσύνη, έχει κάθε δικαίωμα, εν ευθέτω χρόνο, και, επιτρέψτε μου να σας προβλέψω ότι, ως συνήθως, αυτός ο χρόνος θα είναι μακρότατος, για πέντε, για έξι, για επτά, για οκτώ χρόνια μιλάμε…

Χρυσόγονος: Επιχαίρετε γι’ αυτό κύριε Υπουργέ;

Δένδιας: …είναι να κριθεί, εάν και κατά πόσον, κύριε, θα μου επιτρέψετε κύριε καθηγητά να μην σας διακόπτω, δίνετε και κακό παράδειγμα στους φοιτητές σας έτσι, λοιπόν, απο εκεί και πέρα λοιπόν,

Πάγκαλος: Αν ήταν το μόνο…

Δένδιας: …σε ευθέτω χρόνο, σε αυτό το χρόνο νομίζω, θα μπορεί να αποφανθεί η Ελληνική δικαιοσύνη, για το εάν, και κατά πόσον, υπάρχει ή δεν υπάρχει…

Πρετεντέρης: Άρα, δεν, δεν βλέπετε να υπάρχει μία επιπλοκή…

Δένδιας: ..δεν νομίζω όμως ότι θα υπάρχει…

Πρετεντέρης: Κύριε Παπαδημούλη…

Δένδιας: …κάτι άμεσο.

Συμμετέχουν:
Γιάννης Πρετεντέρης, Δημοσιογράφος και αρθρογράφος
Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
Νίκος Δένδιας, Υπουργός Δημοσίας Τάξεως και βουλευτής Κέρκυρας
Θεόδωρος Πάγκαλος, Πρώην βουλευτής Α’ Περιφέρειας Αθηνών

Αν σχολιάσω, αν βάλω τίτλο, θα πάω φυλακή. Και δεν μπορώ να πάω φυλακή, γιατί έχω δύο παιδιά, και μία γυναίκα, και μια όποια ελευθερία, και μόνο αυτό σκέφτομαι, μόνο αυτό με κρατάει από το να σχολιάσω -τίποτα άλλο. Όλες οι άμυνές μου έχουν πέσει, μόνο αυτό με κρατάει: Δύο παιδιά, και μία γυναίκα, και ένα σπίτι, που γυρίζω κάθε βράδυ, μια οικογένεια, και μία αξιοπρέπεια, να μην γίνω σαν τα μούτρα τους.

Μόνο μία παρατήρηση που έκανα εχθές:

Όχι, αυτό δεν μας αξίζει.

Σήμερα η Φρίντα ήταν γκρινιάρα. Δεν ήθελε να σηκωθεί, γιατί κοιμήθηκε αργά, γιατί προτιμούσε να παίζει και να τραγουδάει στο κρεβάτι της αντί να πάρει αγκαλιά τον καγκού, τον κούκλο της, να κλείσει τα ματάκια της, και να κοιμηθεί ήσυχα-ήσυχα (δηλαδή να ροχαλίσει σα τραίνο, γιατί είναι κομματάκι αρρωστούλα)

Δεν ήθελε λοιπόν να σηκωθεί.

Και όταν το κατάφερα, ήταν μέσα στην γκρίνια.

Βέβαια, έπρεπε να σηκωθεί, γιατί ο παιδικός την δέχεται μέχρι κάποια ώρα, μετά οι πόρτες κλείνουν, σφραγίζουν, αμπαρώνουν, διπλοκλειδώνουν, και θα μας μείνει αμανάτι το παιδί, να ψάχνουμε ποιος θα το φορτωθεί το πλασματάκι μου για κανα οχτάωρο, να κάνουμε καμια δουλειά.

Άρα, έπρεπε να σηκωθεί. Εγώ το ξέρω, γιατί ξέρω τις συνέπειες, αυτή είναι μωρό, δεν τις καταλαβαίνει.

Όταν την ξέντυνα από το φορμάκι της, η πιπίλα που πια έχει μόνο βραδινό ρόλο πια, πιάστηκε στα μαλλιά της. Θα μπορούσα να την βγάλω πριν κάνω την κίνηση, αλλά δεν την έβγαλα. Το ξέχασα, και, πιασμένη στο μπλουζάκι της, μπερδεύτηκε λιγάκι στα μαλλιά της.

ΑΟΥ! ΕΛΑ ΒΡΕ ΜΠΑΜΠΑ!

…κάνει το γλυκούλι μου.

Τώρα, επειδή το έχω ξαναδεί το έργο, αν θυμώσει μαζί μου, συγνώμες δεν πιάνουνε. Αν θυμώσει, δεν θα κάτσει να της βγάλω και το παντελονάκι, θα γκρινιάξει, θα στυλώσει, θα έχουμε κόντρες, θα αργήσουμε, και πάπαλα ο σταθμός.

Οπότε, τελείως αυθόρμητα, της λέω

«…Δεν φταίω εγώ, καρδιά μου. Δεν σε πόνεσα εγώ – η πιπίλα σε πόνεσε»

Αυτό, την κόμπλαρε λιγάκι. Βραχυκύκλωσε. Το έπιασα ότι η κατάσταση μπορούσε να γυρίσει ξάφνου υπέρ μου, και το συνέχισα:

«Θα σε πονούσα εγώ; Όχι-βέβαια! Η πιπίλα πιάστηκε στα μαλλιά σου, αυτή φταίει. Εγώ σε βοήθησα.»

Και το αθώο πλασματάκι μου, με πίστεψε, κοίταξε θυμωμένη την πιπίλα της, με ευγνωμοσύνη εμένα, και αδιαμαρτύρητα ετοιμάστηκε για να πάμε στον σταθμό.

Και σκέφτομαι: Τον «Κυνόδοντα«, έχω καιρό να τον δω. Άρα, φταίει η μεγάλη δόση μου από πολιτικούς, σε κανάλια και Βουλή – δεν έχω άλλη εξήγηση.

Πιο αληθινή ιστορία δεν πρέπει να έχω ξαναπεί στο blog μου.

Κάνω πολιτική στο παιδί μου. Έχω ξεπέσει τελείως.

Μυστήριο πράγμα η ευθύνη. Προσωπικά, στην ζωή μου, προσπαθώ να δω πάντα που έφταιξα, και όταν φταίω, (θεωρώ ότι) το παραδέχομαι. Αλλά από ότι φαίνεται, είναι δύσκολο για όλους να το κάνουν αυτό.

Όλη μέρα προσπαθώ να το εξηγήσω σήμερα αυτό. Με τους 140 χαρακτήρες του twitter δεν γίνεται, οπότε, πάμε σε άρθρο.

~

Η κυβέρνηση, έχει την ευθύνη να παράξει έργο. Αν έχουμε φτάσει εδώ που έχουμε φτάσει, είναι αποκλειστική ευθύνη της. Ακόμα και αν το υπόλοιπο 49% πχ ήθελε να γίνουν όλα κρατικά, αν είναι κρατικά, είναι ευθύνη της. Γι’ αυτό έχει το 51%, γι’ αυτό έχει την εξουσία, γι’ αυτό έχει την ευθύνη.

Αν δεν παράγεται πειστικός λόγος της αντιπολίτευσης, είναι ευθύνη της. Αν δεν πείθει, ώστε να γίνει κυβέρνηση είναι ευθύνη της. Μειωμένη ίσως, αν τα περισσότερα μέσα που επικοινωνούν την εικόνα της είναι εναντίον της – αλλά, επειδή το λογικό τελικά μεταφέρεται, παρά τα εμπόδια, συνεχίζει να έχει την απόλυτη ευθύνη.

Αν ο ψηφοφόρος ψηφίζει για πλάκα, ή αρνείται να συμμετάσχει, ή ψηφίζει τον πιο προβεβλημένο της τηλεόρασης επειδή ο υποψήφιος ήταν δημοσιογράφος πχ, έχει ευθύνη. Του δόθηκε ένα όπλο, γεμάτο και επικίνδυνο. Έχει κάθε μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί από την κακή χρήση του.

Η ευθύνη είναι κοινή. Το μερίδιό της, όμως, είναι άλλη διαδικασία. Αυτό προσπαθώ, εδώ και καιρό, να εξηγήσω:

Οι ευθύνες δεν αλληλοαναιρούνται.

~

Αν ο ψηφοφόρος ψηφίζει ανόητα, δεν φταίει η Βουλή. Αν ψηφίζει χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο, χωρίς θέση, χωρίς αντίληψη, δεν μπορεί μετά να δικαιολογηθεί «μα οι πολιτικοί τα παίρνουν».

Ψήφισε αυτούς που δεν τα παίρνουν φίλε. Βρες τον σωστό, ανέδειξέ τον, πίεσέ τον να γίνει καλύτερος, άκου, μίλα – κάνε εσύ σωστά την δουλειά σου.

Αλλιώς, μην γκρινιάζεις όταν σε κρίνω. Και, κυρίως, μην μου δείχνεις τις ευθύνες των άλλων για να αποφύγεις τις δικές σου.

.

Αν η αντιπολίτευση δεν έχει πρόταση, δεν ευθύνεται ο ψηφοφόρος. Το ότι ψηφίζει σωστά, ή στραβά, ή ανάποδα, ή για πλάκα, δεν σημαίνει ότι η αντιπολίτευση μπορεί να κάτσει στα αυγά της, να γκρινιάζει μόνο, να μην έχει θέση – και αν το κάνει, δεν μπορεί μετά να δικαιολογηθεί «μα ο ψηφοφόρος έτσι και αλλιώς ψηφίζει βλαμμένα».

Κατέβασε μία σωστή πρόταση, πλήρη, απάντησε στους επικριτές σου με επιχειρήματα, δώσε τους το δικαίωμα να σε αμφισβητήσουν χωρίς να κρίνεις ούτε το ποιοι είναι, ούτε το αν «ανήκουν» κάπου.

Φτιάξε ένα άλλο πλάνο φίλε. Ένα πραγματικό, ουσιαστικό πλάνο.

Αλλιώς, μη γκρινιάζεις όταν σε κρίνω. Και, κυρίως, μην μου δείχνεις τις ευθύνες των άλλων για να αποφύγεις τις δικές σου.

.

Αν η κυβέρνηση αδικεί τους πολίτες της, δεν ευθύνεται η αντιπολίτευση. Το ότι η πρότασή της είναι ανεφάρμοστη, ή αστεία, ή, έστω, διαφορετική από την δική σου, δεν σημαίνει ότι δικαιούσαι να πληγώνεις τους πολίτες σου, να μην καθαρίζεις τα λερωμένα, δικά σου ή των προηγουμένων, να μην παράγεις κάθε φορά ιδέες, καινούργιες προτάσεις, να μην αμφισβητείς, διαρκώς τον εαυτό σου. Να μην γίνεσαι διαρκώς καλύτερη.

Κάνε την δουλειά σου σωστά, φίλε. Άκου τα λάθη σου, διόρθωσέ τα, έχεις πολλαπλάσια ευθύνη γιατί έχεις και την εξουσία, μην είσαι πιο σκληρός με αυτούς που διαφωνούν μαζί σου, επειδή και μόνο επειδή μπορείς.

Αλλιώς, μη γκρινιάζεις όταν σε κρίνω. Και, κυρίως, μην μου δείχνεις τις ευθύνες των άλλων για να αποφύγεις τις δικές σου.

~

Ο καθείς έχει την ευθύνη του, ανεξάρτητα από τις ευθύνες των άλλων που μπορεί να κάνουν λάθος, ή να μην τις χειρίζονται σωστά.

Και ένδειξη ωριμότητας, και κυρίως ένδειξη ότι σωστά έχει αυτήν την ευθύνη, είναι να αντιλαμβάνεται αυτόν τον απλό, μικρό κανόνα.

Αυτή είναι η σκέψη μου, και κρίνομαι γι’ αυτήν.

Ψήφισα; Ψήφισα.

Έβαλα σταυρό; Φυσικά και έβαλα σταυρό. Έμαθα τους υποψηφίους νωρίτερα από τις εκλογές, έψαξα για τον καθένα ξεχωριστά στο διαδίκτυο, ρώτησα γνωστούς, και αν είχα χρόνο θα τους συναντούσα από κοντά.

Έβγαλα δύο-τρεις που δεν με ικανοποιούσαν, επέλεξα τρεις που κάλυπταν τα κριτήριά μου. Διάβασα κείμενά τους, έλεγξα την όποια κοινοβουλευτική τους πορεία (δεν είχαν πρότερη εκλογή) και όλα αυτά μαζί, καθόρισαν την ψήφο μου.

(Ουδείς εξ αυτών βγήκε βουλευτής. Ήταν άγνωστοι όλοι, και, από ότι φαίνεται, ελάχιστοι προσπάθησαν να τους μάθουν.)

Απλό δεν είναι; Σίγουρα πάντως είναι πολύ ενδιαφέρον, σε διαβεβαιώ.

~

Ψήφισες; Ψήφισες.

Έβαλες σταυρό; Θα υποθέσουμε, χάρη της κουβέντας, ότι έβαλες σταυρό.

Βγήκε κάποιος; Θα υποθέσουμε, χάρη της κουβέντας, ότι βγήκε, έστω και ένας.

Με την δική σου ψήφο, με την δική σου συμμετοχή, με την δική σου απόφαση.

~

Είσαι ικανοποιημένος από τον βουλευτή σου;

Θα πάει να ψηφίσει στην Βουλή. Θα τον ρωτήσουν: θέλετε αυτά τα μέτρα; Δεν θα τον αφορούν ιδιαιτέρως, (καλώς ή κακώς, δεν έχει πρόβλημα επιβίωσης, ούτε θα χάσει τον 13ο-14ο μισθό του, ούτε την σύνταξή του θα μειωθεί δραματικά) αλλά θα αφορά, ΣΙΓΟΥΡΑ, εσένα.

Θα τον ρωτήσουν, και θα απαντήσει για λογαριασμό σου.

Σκέψου το λίγο.

~

Αν συμφωνείς με το Μνημόνιο, και αρνηθεί τα μέτρα, σκέψου καλά τι σου είπε πριν τον ψηφίσεις. Αν σου είπε «Εγώ συμφωνώ με το μνημόνιο», ή «δεν συμφωνώ – αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση», για παράδειγμα, καταστρατηγεί την εντολή που του έδωσες.

Είναι υπόλογος.

Το ίδιο και αν διαφωνείς με το Μνημόνιο, και το δεχθεί, ενώ σου είπε «Δεν πρέπει να κοπούν μισθοί και συντάξεις», «πρέπει να ενισχυθεί η οικονομία», «για τα εργασιακά, τραβάω κόκκινες γραμμές».

Σου είπε ψέματα.

Σκέψου το λίγο.

~

Κανείς, κανείς από αυτούς που ψήφισαν, ούτε εσύ, ούτε η γιαγιά απέναντι, ούτε ο ταξιτζής, ούτε ο εφοπλιστής – κανείς δεν έμεινε άφωνος.

Ψήφισαν ανθρώπους που μίλησαν για λογαριασμό τους.

Έδωσαν την εντολή, με βάση υποσχέσεις και θέσεις, και οι άνθρωποι που εκλέχθηκαν τους αντιπροσωπεύουν.

Κάθε «όχι, σε όλα» και κάθε «ναι, σε όλα» δεν λέγεται από έναν άνθρωπο. Λέγεται από όλους τους ψηφοφόρους του. Αν αυτοί οι ψηφοφόροι δεν του ζητήσουν τον λόγο, αν δεν πάρουν, ακόμα και για πρώτη φορά, τηλέφωνο στο γραφείο του, να διαμαρτυρηθούν αν θεωρούν ότι παραπλανήθηκαν, ότι τους είπε ψέματα, ότι υφάρπαξε την ψήφο τους, τότε θα αισθάνεται δικαιωμένος.

Σκέψου το.

~

Αν αυτός στην βουλή, μπήκε με δική σου ψήφο, εκλέχθηκε για λογαριασμό σου, αλλά δεν λέει αυτά που θέλεις να πεις, αντέδρασε.

Τηλεφώνησέ του, βρες τον από κοντά, εξήγησέ του ότι δεν είναι αυτό που θέλεις, δεν είναι η εντολή που του έδωσες, δεν κάνει αυτό που τον διόρισες να κάνει. Ρώτησέ τον ‘γιατί’, ‘τι άλλαξε’, μίλα μαζί του, άκου, μα πιο σημαντικό μίλα, ξεκαθάρισε την θέση σου.

Επικοινώνησε με όσους ξέρεις πως τον ψήφισαν και δες αν, μόνο εσύ δεν κατάλαβες καλά, ή ξεγελαστήκατε όλοι. Αν αυτός καλά τα είπε, ή σας κορόιδεψε. Αν εσείς ονειρευόσασταν άλλα, ή αυτός, θρασύτατα, σας έκλεψε την ψήφο και την έκανε εργαλείο για την προσωπική του ευμάρεια.

Η δημοκρατία μας επιτρέπει την αντίδραση στους δρόμους, αλλά επιβάλλει την προσωπική μας ενασχόληση. Δεν σταματά σε 4″ κάθε 4 χρόνια. Διαρκώς πρέπει να σιγουρευόμαστε ότι, η λαϊκή εντολή που δίνουμε, είναι μία λαϊκή εντολή που μας εκφράζει.

Μία πορεία είναι δυναμική, μα ανώνυμη. Μία άμεση διαμαρτυρία όμως στον εκπρόσωπό μας, αν αυτός δεν κάνει καλά την δουλειά του, είναι ΑΠΕΙΡΩΣ ισχυρότερη.

Σκέψου το.

Όρια

Flickr εικόνα (μεγάλο μέγεθος)

Οι εργαζόμενοι της ΕΤ3 βγάζουν μία ανακοίνωση. Λέει (θα την διαβάσετε όλη εδώ) πως είναι πασιφανές ότι σημαντικά στοιχεία της δημοσιότητας σχετικά με το δάσος στις Σκουριές αποκρύφτηκαν ηθελημένα από την κρατική συχνότητα της ΕΤ3, σε τρία, τουλάχιστον, δελτία ειδήσεων.

Δημοσιογράφος της ΕΤ3 καταγγέλλεται (διάβασε εδώ) ότι απομακρύνθηκε, επειδή μίλησε για ισχυρή αστυνομική παρουσία στην Θεσσαλονίκη. Τίποτα άλλο, κανένα άλλο σχόλιο, απλώς «ισχυρή αστυνομική παρουσία».

Ο Κώστας Βαξεβάνης δημοσιοποιεί την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, που κανείς δεν ξέρει ούτε που βρίσκεται, ούτε ποιος την έχει. Αμέσως μετά, εισαγγελέας, αυτεπάγγελτα, ζητά την αυτόφωρη δίωξή του για δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων. Δικαίως, ή αδίκως. (Η θέση μου είναι ότι ιστορικά κακώς δημοσιοποιήθηκαν – αλλά α) δεν ξέρω πόσο ευαίσθητα δεδομένα είναι β) το απίστευτο κυβερνητικό μπάχαλο που έκανε μία απλή διαδικασία που στις υπόλοιπες χώρες τακτοποιήθηκε ενδοκυβερνητικά (ΣΔΟΕ, κλπ) σε πανηγύρι που έγειρε βάσιμες υποψίες). Φυσικά, στον ίδιο εισαγγελέα διέφυγε το αυτεπάγγελτο ενδιαφέρον στην αντίστοιχη δημοσίευση των Νέων (που είχε και ποσά, προφανώς πιο στοχοποιημένα θύματα, και ανακρίβειες)

Τέλος(;), η εκπομπή «Πρωινή Ενημέρωση» της κρατικής ΝΕΤ παύει να μεταδίδεται, καθώς οι Αρβανίτης – Κατσίμη έκαναν σχόλια για την ιατροδικαστική έκθεση που φέρνει σε δύσκολη θέση τον υπουργό δημοσίας τάξης, Δένδια. (είχα ασχοληθεί και εγώ, διάβασε εδώ).

Κάντα μία σούμα στο μυαλό σου. Δεν είναι προφανώς όλα, πολλά άλλα θα έχουν συμβεί στο παρασκήνιο, ούτε είναι όλες οι υποθέσεις ίδιες, αν και έχουν κοινές παραμέτρους, αλλά κάντα μία σούμα να μου πεις τι σκέφτεσαι.

Να σου πω και γω.

~

Έχω διαμαρτυρηθεί για την δημοσιογραφία στην Ελλάδα και στο παρελθόν. Κανένα από τα τέσσερα περιστατικά δεν είναι καν δημοσιογραφικά, κατ’ εμέ: Οι σχολιαστές των ειδήσεων έκαναν καλά, ή άσχημα την δουλειά τους, οι παρουσιαστές της πρωινής εκπομπής έκαναν απλώς ένα σχόλιο, ο Κώστας Βαξεβάνης, κατά την ταπεινή μου άποψη, μετέφερε μία λίστα με κάποιες περικοπές, όπως πάντως του την έδωσαν, με ελάχιστο (αν έγινε) ρεπορτάζ.

Άρα, δεν υπερασπίζομαι σώνει και ντε *αυτούς* τους δημοσιογράφους.

Αλλά όλα ξεκινάνε από κάπου, σωστά; Η αντίδρασή μας για τις Σκουριές θα ξεκινήσει όταν μάθουμε τι σκατά γίνεται εκεί κάτω, έτσι δεν είναι; Η αντίδρασή μας για την παρέλαση της Θεσσαλονίκης θα ξεκινήσει όταν μάθουμε τι σκατά γίνεται στην Θεσσαλονίκη, σωστά; Η αντίδρασή μας για τις πρακτικές της αστυνομίας, και την κυβερνητική αδιαφορία θα ξεκινήσει όταν μάθουμε τι σκατά γίνεται μέσα στα κρατητήρια των κελιών, δεν είναι έτσι; Και η αντίδρασή μας για τις λίστες που βρομίζουν την ζωή μας, θα ξεκινήσει όταν κάποιος πάρει, επιτέλους, έστω αυτό το υλικό, και αρχίσει να ψάχνει ουσιαστικά, ναι;

Ναι;

Οι εντολείς της απόλυσης ή σύλληψης όλων αυτών, δεν στοχεύουν τους ίδιους. Δεν τους νοιάζει η δημοσιογράφος της ΕΤ3, ή αν έκαναν καλά την παρουσίαση του αστυνομικού δελτίου τύπου οι παρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων, ή αν ο Βαξεβάνης δημοσίευσε μία λίστα που, στο κάτω κάτω ηρεμεί κατά πολύ το επίμονο σφυροκόπημα της αντιπολίτευσης για τα «τι», και «που» και κυρίως «σε ποιόν» της, ούτε νοιάζεται ιδιαιτέρως για τον Αρβανίτη και τα σχόλιά του.

Αλλού στοχεύουν.

Ο στόχος είναι η μηδενική αντίδραση. Εμείς να μην μάθουμε. Εμείς να μην ξέρουμε. Οι άλλοι δημοσιογράφοι να φοβηθούν. Για κάθε έναν δημοσιογράφο που απολύουν, δέκα άλλοι πιάνουν το νόημα και λουφάζουν. Για κάθε έναν που συλλαμβάνουν, ένας άλλος φοβάται να δημοσιεύσει.

Ξαναλέω, δεν λειτουργώ συμψηφιστικά. Ήταν λάθος η δημοσίευση, αλλά δεν το χρεώνεται ο Βαξεβάνης – ή, αν πρέπει να το χρεωθεί, και άλλοι πρέπει να το χρεωθούν πριν από αυτόν μαζί του. Δεν είδα τα ρεπορτάζ της ΕΤ3, ούτε για τις Σκουριές, ούτε για την Θεσσαλονίκη (αν και, πραγματικά, αντιλαμβανόμαστε πόσο αμερόληπτη είναι η κρατική τηλεόραση) και την «ισχυρή αστυνομική δύναμη». Και όσο για το σχόλιο για τον Δένδια… εκεί σηκώνω τα χέρια ψηλά.

(Δεν συμβαίνουν τώρα, αυτά βέβαια. Η ΝΕΤ, το βράδυ της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μετέδωσε πως «έγινε ανταλλαγή αντικειμένων και μολότοφ μεταξύ αναρχικών και αστυνομικών» – κάτι που, ούτε ένας περίοικος δεν αποδέχθηκε ποτέ, πλην της αστυνομίας που επέμενε σ’ αυτό για αρκετές ώρες.)

Κάποτε έγραφα, αν είσαι δημοσιογράφος και βλέπεις ότι ο διπλανός σου λέει ψέματα, κάνε το σωστό – κατάγγειλέ το. Οι δημοσιογράφοι δεν θα έπρεπε να έχουν ούτε έναν φίλο – όλοι, παντού, ακόμα και διπλανοί, πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή κρίση για την αλήθεια τους. Όποιοι και να είναι.

Το πογκρόμ απολύσεων, διώξεων, εκφοβισμού όμως στην δημοσιογραφική οικογένεια θα έπρεπε να την ενώσει.

Και, αν νομίζεις πως απευθύνομαι σε αριστερούς, κάνεις μεγάλο λάθος.

Ας ξεχάσουμε, προς στιγμήν αν υπάρχει ή όχι κοινός εχθρός για να αντιταχθούμε, τηλεθεατές, αναγνώστες και δημοσιογράφοι – όπως πχ μνημόνιο, αριστερά, φασισμός, ή «σοβιετικό μοντέλο». Ας δεχθούμε πως, οτιδήποτε και αν υπερασπίζεται κανείς, αριστερός ή δεξιός, σοσιαλιστής ή φιλελεύθερος, κυβερνητικός ή αντιπολιτευτικός, μνημονιακός ή αντιμνημονιακός, οπαδός της παγκοσμιοποίησης ή οπαδός του αυστηρού έθνους, όποιος και να είναι ο προσανατολισμός μας, πιστεύουμε ότι έχουμε δίκιο.

Αυτό το δίκιο λέγεται Αλήθεια.

Αυτή η αλήθεια δέχεται σήμερα ξεκάθαρα, ξεδιάντροπα, κυβερνητικά χτυπήματα.

Άρα δεν υπερασπίζομαι αποκλειστικά τους «αριστερούς» πολίτες που θίγονται.

Αν χαίρεσαι σήμερα γιατί είσαι από την ..»καλή» πλευρά, πρόσεξε, γιατί η δική σου αλήθεια θα δεχθεί χτυπήματα αύριο αν οι εξουσίες αλλάξουν πλευρές – αν δεν βοηθήσεις, όπου και αν ανήκεις, να παλεύουν κάποιοι για την αλήθεια, όποια και αν είναι αυτή.

Ας την ακούσουμε βρε παιδί μου δημοσιογραφικά την αλήθεια, και βλέπουμε μετά τι κάνουμε μ’ αυτήν.

Αν μας αφήσουν.

Η Λιάνα Κανέλλη δέχεται ένα πείραγμα/σάτιρα/αστείο στην εκπομπή της Πόπης Τσαπανίδου από την χιουμοριστική εκπομπή «Συντέλεια» του ίδιου καναλιού.

Κατ’ αρχάς, η αντίδρασή της:

Ανεξαρτήτως αν εγώ νομίζω ότι είναι ότι πιο αντιφασιστικό [προσθήκη: «τηλεοπτικά»] έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, από την άνοδο της Χρυσής Αυγής και μετά, περισσότερο από τα βίντεο που δείχνουν ξυλοδαρμούς, περισσότερο από ναζιστικούς χαιρετισμούς, περισσότερο από τα χτυπήματα, ζωντανά, στην Κανέλλη (που, προφανώς, το πιστεύω), μπορώ να δεχθώ κάθε αντίληψη για το γεγονός.

Σχεδόν.

Γιατί δυσκολεύομαι να δεχθώ αντιλήψεις όπως «ήταν αντιαισθητική η εικόνα» ή «ήταν υπερβολική η αντίδραση». Όχι γιατί διαφωνώ, είναι πραγματικά αδιάφορο αν διαφωνώ, η αισθητική του καθενός, ή η υπερβολή του καθενός δεν μπαίνουν σε ζύγι, και αν δεν μ΄ αρέσει εμένα τα πετάμε.

Γιατί, πέρα από τα κλάματα, ή τις υπερβολές μίας Κανέλλης, ή τέλος πάντων τα δάκρυα, και τις μύτες που τρέχουν, ή οτιδήποτε μπορεί να σου αποσπά την προσοχή – αυτό που λέγεται, είναι, νομίζω, σπουδαίο. Αν βγάλεις τα δάκρυα, οι λέξεις που ακούγονται, είναι σημαντικές. Αν απομονώσεις την ένταση μίας γυναίκας που είναι (ή δεν είναι, για κάποιους) σοκαρισμένη, μίας γυναίκας που δέχθηκε σωματική βία (έστω και πριν τέσσερις μήνες, για κάποιους), το νόημα αυτών που λέγονται είναι πολύ σημαντικό.

Μπήκα λοιπόν σε έναν κόπο.

Έβγαλα τα δάκρυα.

Αφού τα δάκρυα ενοχλούν, και αποσπούν την προσοχή, ας δοκιμάσουμε να διαβάσουμε, χωρίς συγκινήσεις και την ένταση της στιγμής, ας αποροφήσουμε τις λέξεις στεγνές, ας κάνουμε το κλάμα βουβό, μήπως, μήπως καταφέρουμε να μείνουμε στην ουσία.

Αυτά ελέχθησαν:

Πόπη Τσαπανίδου: Είμαστε στο στούντιο με την Λιάνα Κανέλλη, από την οποία θα ζητήσω και από κοντά πια, συγνώμη που ήρθε σε τόσο δύσκολη θέση – και επειδή δε βλέπω ότι είσαι αναστατωμένη ειλικρινά σου μιλάω, μέσα από την ψυχή μου συγνώμη-

Λιάνα Κανέλλη: ..αποφάσισα να βγω στον αέρα, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μου δίνετε αυτά τα τρία λεπτά, παρότι η ψυχική μου κατάσταση είναι εξαιρετικά βεβαρημένη αυτήν την στιγμή, για να εξηγήσω εγώ, διότι έγινα θύμα μέσα σε λιγότερο από τριάντα δευτερόλεπτα μίας σπέκουλας από συναδέλφους, από μπλόγκς, από χίλια δυο, τα οποία παίρνουν και ρωτάνε τι συνέβη. Και επειδή σε τέτοια ζητήματα, που παίρνουν αυτήν την μορφή, δεν έχω καμία διάθεση να βγάλω ανακοινώσεις, όπως είθισται να κάνουν άλλοι βουλευτές ή άλλα κόμματα – το δικό μου δεν κάνει τέτοια πράγματα- επί προσωπικού, θέλω να εξηγήσω *εγώ*, σ’ αυτόν τον αέρα τι ακριβώς συνέβη – να εξηγήσω και γιατί είμαι έτσι, και γιατί είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω σε ερωτήσεις που δεν μου τέθηκαν.

ΠΤ: Έχεις όσο χρόνο θέλεις.

ΛΚ: Βγαίνοντας στο διάλειμμα το διαφημιστικό από την εκπομπή σου, σε έναν πολύ μικρό και στενό χώρο που είναι έξω, γιατί το διάλειμμα θα ήταν περίπου έξι ως επτά λεπτά, μαζί με τον συνάδελφο που καθόνταν εδώ, σε έναν πάρα πολύ στενό χώρο, ανοίγοντας την πόρτα που σπρώχνεται έτσι (δείχνει) βρέθηκα, μπροστά σε.. [παύση] …και ας καταλάβει ο κόσμος τι εννοώ: ένα ζευγάρι μαύρα γάντια του μποξ, σε απόσταση πέντε πόντων από το πρόσωπό μου, από έναν, ε, σωματώδη κύριο που κάνει τα αστεία στην Συντέλεια, ο οποίος έχει περασμένη και ριγμένη την Ελληνική σημαία στους ώμους του, και έναν νεαρό, να τραβάει από την κάμερα, την έκπληξη ενός ανθρώπου. Το μόνο πράγμα που ζητάω είναι «σας παρακαλώ πάρα πολύ, δεν θέλω κάτι τέτοιο» -γιατί έπαθα σοκ- και λέω σας παρακαλώ πάρα πολύ, να μου πει κάποιος, όταν έχει υποστεί κτηνωδία δημόσια, εάν μπορεί να αντιμετωπίσει, ένα ζευγάρι γάντια βγαίνοντας από την εκπομπή, για τρία δεύτερα, σε ένα σαλόνι. Βρέθηκα με δύο γάντια, μπουνιάς, εδώ [δείχνει τα μάτια της] της πυγμαχίας. Αυτό υποτίθεται ότι θα ήταν ένα αυθόρμητο αστείο για την εκπομπή Συντέλεια. Σε ‘μένα συνετέλεσε στην ηθική, και ψυχολογική καταρράκωση να θεωρείται αστεία η διαπόμπευση και η βία. Εαν αυτό είναι αστείο -γι’ αυτό βγαίνω στον αέρα- δεν είναι αστείο! Μπορώ να φυλαχθώ από οποιονδήποτε χρυσαυγίτη, μπορώ να το αντιμετωπίσω πολιτικά, το αστείο αυτού του επιπέδου, αυτή την βία, και τον φασισμό του δήθεν αυθόρμητου, του δήθεν χιουμοριστικού, του δήθεν αστείου, χωρίς να ρωτήσουμε τον άλλον, σε τι κατάσταση βρίσκεται, αν μπορεί μετά από ένα τέτοιο αστείο σε ένα διάλειμμα να γυρίσει να συνεχίσει την πολιτική συζήτηση, και με σάτυρα, πάνω σε μία βίαιη πράξη, που ηθικά όφειλε να είναι είναι καταδικαστέα *από όλους*, ακόμα και από τους ανθρώπους που, θέλουν να ψηφίσουνε Χρυσή Αυγή – δεν είναι αστείο. Κατέρρευσα από την αντίληψη ότι συνάδελφοί μου, νέα παιδιά, πολλά από αυτά τα έχω διδάξει, μπορεί να θεώρησαν αστείο *κάτι τέτοιο*. Βγαίνω και το λέω *εγώ*, εγώ είμαι υπόλογη απέναντι στο κοινό όπως είναι οι δημοσιογράφοι. Είμαι υπόλογη απέναντι στους ψηφοφόρους και στον λαό και στους πολίτες, είμαι δημόσιο πρόσωπο που δεν έχει δύο χαρακτήρες -έναν πίσω από τις κάμερες, και έναν μπροστά από τις κάμερες. Η στοιχειώδης ευπρέπεια, επαγγελματισμός και γενναιότης μου, με υποχρεώνουν να απαντάω εγώ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, χωρίς μεηκ-απ, χωρίς ωραιοποίηση, και χωρίς την αντίληψη, ότι επειδή είμαι στα μίντια, είμαι θεός. Δεν είμαι θεός! και δεν επιτρέπω σε κανένανε, μα σε κανένανε να αστειευτεί για την βία. Δεν επιτρέπω σε κανένανε να του κάνουνε πλάκα επειδή του βαρέσανε την μάνα, ή επειδή του βιάσανε την μάνα. Για οποιονδήποτε λόγο, ο εξωραϊσμός αυτών των πράξεων, είναι η αιτία της παγκόσμιας ανόδου του φασισμού…

ΠΤ: Θα συμφωνήσω Λιάνα απόλυτα μαζί σου…

ΛΚ: …ευχαριστώ πάρα πολύ…

ΠΤ: …απόλυτα μαζί σου…

ΛΚ: …για την δημοκρατία να μου δώσετε αυτόν τον μικρό χώρο να το πω,

ΠΤ: …αυτο είναι το ελάχιστο…

ΛΚ: ..να μην παίξουνε, δημοσιογραφικά, να σου πω, να μην παίξουνε τα μπλογκς, να μην παίξουνε τις γνώμες τους, να μην φαντάζονται τι έγινε. Είκοσι δεύτερα έχουνε, αν θελήσουνε ας το δώσουνε, είμαι ένας άνθρωπος που *αρνήθηκε να κάνει σάτιρα την βία σε βάρος του*!

ΠΤ: Λιάνα, καλά κάνεις και τονίζεις…

ΛΚ: Και επιμένω και τώρα να σας λέω *δεν είναι προσωπικό* – αν αρχίσετε να αστειεύεστε για το δράμα δίπλα σας θα εξοικειωθείτε με το τέρας. Μην μ’ ακούσετε εμένα, εγώ μπορεί να είμαι ένα τίποτα, ακούστε έναν Μάνο Χατζηδάκη (σ: αναφέρεται σ’ αυτό) ακούστε ανθρώπους πολύ σοβαρότερους, πολύ μεγαλύτερους από ‘μένανε – που πρόσφεραν πράγματα σ’ αυτόν τον τόπο, μην-εξοικειώνεστε-με το τέρας γελώντας με τα καμώματά του, είναι ο καλύτερος τρόπος να του μοιάσετε. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω, δεν…

ΠΤ: …

ΛΚ: …δεν είναι μανιφέστο, δεν είναι πολιτική θέση – δεν είναι κρίση υστερίας…

ΠΤ: …θέλω σε παρακαλώ…

ΛΚ: …και δεν είναι παρά, συγκίνηση, εσωτερική, για να κρατηθώ όρθια και με αξιοπρέπεια, τίποτε παραπάνω – και για να μην κρύψω από το κοινό, γιατί έφυγα από την εκπομπή..

ΠΤ: …θέλω τρία δευτερόλεπτα…

ΛΚ: …και δεν κατάφερα να μην αισθάνομαι *βαθύτατα* πληγωμένη, βαθύτατα προσβεβλημένη, και κυρίως βαθύτατα απορριμένη. Όταν ο φασισμός γίνει ανέκδοτο αγάπη μου, γίνεται μετά και εκπομπή, και μετά γίνεται και άποψη πολιτική και κυρίαρχη

ΠΤ: Θέλω τρία δευτερόλεπτα μόνο από την δικιά μου την πλευρά – κατ’ αρχάς να, ε, να σου ζητήσω συγνώμη ξανά…

ΛΚ: … μα δεν ήξερες τίποτα….

ΠΤ: …κατά την διάρκεια της δικιάς μου εκπομπής έγινε αυτό…

ΛΚ: …εγώ συγνώμη που μπορεί να έφυγα από την εκπομπή…

ΠΤ: …όχι, καθόλου

ΛΚ: …χωρίς να πρέπει.

ΠΤ: Δεύτερον, θέλω να σου πω ότι είμαι *εκατό τοις εκατό* σίγουρη ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια πρόθεση, ούτε στην άκρη του μυαλού κάποιου, αυτή η σκέψη, η ανέχεια ή, ή, ότι περιγράφεις ως επικίνδυνο – και συμφωνώ μαζί σου ότι είναι ο μεγάλος κίνδυνος…

ΛΚ: ..επιτρεψέ μου, η ανοχή, όχι η ανέχεια….

ΠΤ: …μπορώ να σου πω…

ΛΚ: ..η ανοχή, όχι η ανέχεια….

ΠΤ: …έχεις απόλυτο δίκιο. Μπορώ να σου πω όμως κάτι; Α.. ήταν άντρες, θα τους συγχωρέσεις το γεγονός ότι ήταν άντρες – με ποια έννοια στο λέω, το χαστούκι σε γυναίκα…

ΛΚ: Όχι, δεν θα το πάρω σεξιστικά…

ΠΤ: …το χαστούκι σε γυναίκα….

ΛΚ: …δεν θα το πάρω σεξιστικά…

ΠΤ: …Περίμενε!

ΛΚ: ..σου ζητώ συγνώμη-

ΠΤ: δεν το κάνω σεξιστικό!

ΛΚ: …για μία γυναίκα που δέρνει μία γυναίκα…

ΠΤ: …άσε με να ολοκληρώσω…

ΛΚ: …έγινε αστείο

ΠΤ: …άσε με λίγο να ολοκληρώσω…

ΛΚ: …δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο…

ΠΤ: …το χαστούκι σε μία γυναίκα είναι βία, είναι κακοποίηση, είναι κακοποίηση και οι γυναίκες έχουμε ίσως μία μεγαλύτερη ευαισθησία….

ΛΚ: ….συγνώμη που θα στο πω….

ΠΤ: ….να βάλουμε όρια στην σάτιρα…

ΛΚ: Κάνεις ένα λάθος,

ΠΤ: ….να βάλουμε όρια στην σάτιρα.

ΛΚ: …αν εγώ χαστούκιζα τον Κασιδιάρη, διαρκούσης μίας προεκλογικής πολιτικής εκπομπής, θα ήμουνα, το ίδιο κτήνος, το ίδιο χυδαία, άλλου φύλου, τίποτε πέραν αυτού…

ΠΤ: …προσπαθώ να σου πω ότι δεν είχανε καμία πρόθεση…

ΛΚ: ..να με συγχωρεί η χάρη σου…

ΠΤ: …στο ελάχιστο. Και αισθάνονται τα παιδιά ακόμη χειρότερα από ότι εσύ τώρα, στο λέω…

ΛΚ: …κορίτσι μου, δεν υπάρχει κλοπή καλή, των πέντε δραχμών, και κλοπή κακή, των πέντε εκατομμυρίων, χάσαμε-κλίμακα-αξιών. Μην της βάζετε…

ΠΤ: …Λυπάμαι ειλικρινά, λυπάμαι ειλικρινά που σε φέραμε σε δύσκολη θέση….

ΛΚ: …μην της βάζετε φύλο, η, η κλοπή, είναι κλοπή όταν γίνεται, είτε είναι μία δραχμή, είτε είναι εκατό εκατομμύρια. Τα κίνητρα της κλοπής δεν καθαγιάζουν την πράξη. Ο πεινασμένος που θα κλέψει ένα-καρβέλι-ψωμί, στον Γιάννη Αγιάννη, είναι μυθιστόρημα, που εξηγεί την εποχή των αθλίων, ποιοι έκλεβαν το ψωμί, μην μπερδεύουμε τα πράγματα, σας παρακαλώ πάρα πολύ, δεν είναι ζήτημα ενός άνδρα και μίας γυναίκας,

ΠΤ: …δεν είναι, δεν το βάζω έτσι βρε αγάπη μου….

ΛΚ: …πολιτισμένων ανθρώπων….

ΠΤ: μην το τοποθετείς, μην το τοποθετείς σε λάθος βάση τώρα εσύ…

ΛΚ: …άνθρωποι…

ΠΤ: …μην το τοποθετείς σε λάθος βάση εσύ….

ΛΚ: …Εγώ απαντώ, αυτό που μου είπες δεν θέλω να κάνω συζήτηση,…

ΠΤ: …κατ’ αρχάς…

ΛΚ: …δεν θέλω να κάνω συνέντευξη επί του εαυτού μου αυτήν την στιγμή,

ΠΤ:… όχι, όχι καθόλου…

ΛΚ: …και επι του γεγονότος….

ΠΤ: …μπορώ αν σου πω όμως κάτι; δεν ξέρανε καν….

ΛΚ: Ζήτησα πέντε λεπτά για να βγω

ΠΤ: …δεν ξέρανε καν οτι είσαι εδώ! Δεν ξέρανε, δεν υπάρχει προγραμματισμός, δεν υπάρχει, άνοιξαν την τηλεόραση, είδαν ότι είσαι εδώ και σκέφτηκαν αυτό! Λάθος τους, κακή προσέγγιση, λάθος τους, επιπόλαιος χειρισμός, λάθος τους, είναι, εεεε, τις στιγμής απόφαση, χωρίς…

ΛΚ: …Ελπίζω και εύχομαι

ΠΤ: …χωρίς πρόθεση…

ΛΚ: …Ελπίζω και εύχομαι. Να μην τους απολύσετε…

ΠΤ: …χωρίς καμία πρόθεση…

ΛΚ: …και έχω πλήρη συναίσθηση ότι τους έκανα και περισσότερο διάσημους από ότι είναι. Σας ευχαριστώ

ΠΤ: Ελα μωρε Λιάνα, αυτό είναι τώρα…

ΛΚ: Σας ευχαριστώ.

ΠΤ: Λυπάμαι πολύ που, σε φέραμε…

ΛΚ: Σας ευχαριστώ πολύ.

ΠΤ: …σε δύσκολη θέση, πραγματικά λυπάμαι πολύ..

ΛΚ: Ευχαριστώ πάρα πολύ.

ΠΤ: Δεν θα θελα καθόλου να είμαι στην θέση σου, ειλικρινά.

Αυτές είναι οι λέξεις, πίσω από τα αισθήματα. Χωρίς δικές μου παρεμβάσεις, για το τι είναι σημαντικό, και τι όχι.

~

Αν δεν μπόρεσαν λοιπόν να φτάσουν στο μυαλό σου, επειδή πέρασαν από την καρδιά σου πρώτα, σου προσφέρω και την άλλη εκδοχή. Την στεγνή από δάκρυα.

Να φτάσει κατ’ ευθείαν στο μυαλό σου, και να μου πεις που, που υπάρχει λάθος σ’ αυτό το σκεπτικό. Να κρίνουμε τα λόγια, όχι τα αισθήματα.

Και αν πρέπει, κυρίως, και εμάς, να μας διδάξει κάτι όλο αυτό.

~

Να δούμε αν το βουβό κλάμα, έχει κάποιο νόημα πίσω του.

Υ.Γ: Έκανα ότι μπορούσα να έχω πιστή απομαγνητοφώνηση, ελπίζω να μην μου ξέφυγε κάτι, δεν είμαι επαγγελματίας, δημοσιογραφία των πολιτών ασκώ 🙂