Συνηθίζω σε τούτο το blog όσο περισσότερο μπορώ να επικεντρώνω τις σκέψεις και την κριτική μου στην κυβέρνηση, καθώς η αντιπολίτευση δεν με κυβερνά, ούτε ορίζει την τύχη μου.

Αυτό, δεν σημαίνει ότι η αντιπολίτευση κάνει σωστά την δουλειά της – συνήθως το αντίθετο, απλώς αν ασχοληθώ μαζί της, στα λίγα ποστ που μπορώ να διαθέσω χρόνο και την ελάχιστη φαιά μου ουσία να γράψω, θα είναι εις βάρος μίας άλλης ανάρτησης, στην οποία μπορώ πιθανόν να φανώ χρησιμότερος σε έναν αναγνώστη, μοιραζόμενος την σκέψη μου για μία ενέργεια της κυβέρνησης (της εκάστοτε κυβέρνησης).

Σήμερα όμως, λέω να παρεκκλίνω λίγο της συνηθισμένης μου τακτικής, καθώς η ανάρτηση του αντιπροέδρου της ΝΔ Γεωργιάδη μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση:

Θυμίζω, ότι πρόκειται για τον αντιπρόεδρο της δεξιάς παράταξης, ενός κόμματος που θέλει να τοποθετείται στην φιλελεύθερη λογική της οικονομίας – άλλωστε και ο Γεωργιάδης αυτοπροσδιορίζεται ως «οικονομικά φιλελεύθερος» (και μόνο, καθώς σε όλους τους άλλους τομείς θα προσδιοριζόταν το λιγότερο ως συντηρητικός, αν όχι χειρότερα).

Τι δουλειά έχει όμως ένας φιλελεύθερος πολιτικός, και δη αντιπρόεδρος ενός κόμματος (που πιστεύω ότι θα φτάσει κοντά, αν όχι θα κερδίσει την εξουσία) να …διαφημίζει εν πολλοίς ένα ιδιωτικό κολέγιο;

Προσωπικά, διακρίνω μερικά προβλήματα:

Ένα εκ των οποίων είναι πως ο Γεωργιάδης είναι πολιτικός. Κάτω από ποιο πρίσμα αναρτά αυτό το κείμενο; Είναι διαφημιστικό; Είναι μία εξυπηρέτηση; Τι είδους εξυπηρέτηση επιλέγει (ακριβώς την ισχυρότερη στιγμή διαφημιστικά) για το κολλέγιο; Και ποια ανταλλάγματα θα δοθούν σε έναν (επιμένω, στο άμεσο μέλλον κυβερνητικό) ισχυρότατο, το δεύτερο τη τάξη στέλεχος;

Ένα δεύτερο έχει να κάνει με το κείμενο αυτό καθ’ εαυτό. Μου προκαλεί εξαιρετική εντύπωση η δήλωση ότι το κολέγιο «εξασφαλίζει εργασία σε κάθε απόφοιτό του». Ακόμα και αν είναι απλώς μία φιλική εξυπηρέτηση, αυτή η δήλωση δεν μπορεί να είναι αληθής – ένα κολέγιο με 100% εργαζόμενους αποφοίτους είναι οπωσδήποτε ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό στοιχείο. Για του λόγου το αληθές όμως, το ίδιο το BCA αναφέρεται σε 80% (κάτι που, αν δεν κάνω λάθος, επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε χρόνο, το 2015, το 2017 σταθερά στο 80%). Διαφημιστικά, τέτοιες υπερβολές μπορεί να λέγονται (αν και ακόμα και σ’ αυτό διαφωνώ έντονα) – αλλά από έναν αντιπρόεδρο (μελλοντικά πιθανόν κυβερνώντος κόμματος), νομίζω ότι είναι μία τουλάχιστον επικίνδυνη, και πάντως σίγουρα πιστεύω ψευδής δήλωση.

Ένα τρίτο, έχει να κάνει με τις παράλληλες εργασίες του αντιπροέδρου – μία εκ των οποίων, η Ελληνική Αγωγή (ένα «σχολείο» εκμάθησης αρχαίων ελληνικών) που, πριν από λίγο καιρό, ευχαρίστησε το BCA College για την εξυπηρέτησή του:

Προφανώς μία επιχείρηση μπορεί να βοηθάει μία άλλη. Και ένας πολιτικός μπορεί να έχει επιχειρήσεις (ή δεν μπορεί, δεν έχω καταλήξει ακόμα, κάθε σκέψη δεκτή). Όταν όμως υπάρχει απ’ ευθείας διαφήμιση πολιτικού σε μία επιχείρηση που βοήθησε την επιχείρησή του τότε αυτές οι «βοήθειες» οφείλουν να τίθενται σε ένα μικροσκόπιο για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχουν ανήθικες συναλλαγές.

Ένα τέταρτο, και ίσως το ενοχλητικό για μένα σ’ αυτήν την ιστορία είναι πως η ελεύθερη αγορά της ιδιωτικής εκπαίδευσης δέχεται πλήγμα όταν ένα συγκεκριμένο, φίλα προσκείμενο κολέγιο αποκτά τέτοια διαφήμιση (ο Γεωργιάδης έχει ισχυρότατο account με 207.000 συνδρομητές αυτήν την στιγμή). Ακόμα δηλαδή και αν δεν υπάρχει ψέμα, ή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων, ακόμα και αν δεν πρόκειται για κάποιας μορφής επί πληρωμή ή και με καλή πρόθεση διαφήμιση, αν αφαιρέσεις κάθε δικαιολογημένη ή μη ενόχληση – μένει το καθαρά φιλελεύθερο του πράγματος: Είναι θεμιτό, μία επιχείρηση – για οποιονδήποτε λόγο – να αποκτά τέτοιο προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών της από έναν τόσο λαοπρόβλητο πολιτικό, αντιπρόεδρο της κύριας αντιπολίτευσης; Δεν είναι ευθεία παρέμβαση ειδικά μία τέτοια στιγμή, μία τέτοια διαφήμιση στην εύρυθμη και πρωτίστως «ελεύθερη» λειτουργία της οικονομίας;

~

Δεν θέλω να μπερδέψω κανέναν: Όσοι έχουν διαβάσει έστω και μία φορά το blog μου αντιλαμβάνονται ότι ο Γεωργιάδης προφανώς δεν υπήρξε, ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει πολιτική μου επιλογή. Ως εκ τούτου, οι σκέψεις μου πέφτουν στο κενό όσο αφορά την πολιτική κριτική του, καθώς δεν άλλαξαν ούτε πρόκειται να αλλάξουν ποτέ την θέση μου απέναντί του – τουναντίον. Οι ψηφοφόροι του είναι αρμόδιοι – όσο είναι αντιπολίτευση.

Ο φιλελευθερισμός από την άλλη, μου φαίνεται μία ενδιαφέρουσα θεωρία. Δεν λέω ότι στο οικονομικό σκέλος προτίθεμαι να την ακολουθήσω πιστά (αντιθέτως, στο κοινωνικό του σκέλος μου φαίνεται άξια προσοχής) – αλλά, τυγχάνει μίας κακής διαφήμισης από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται φιλελεύθεροι (όπως πχ ο Τζήμερος) ενώ κάθε άλλο παρά αυτό είναι (τουλάχιστον, όπως είπα, κοινωνικά). Όταν σταματήσει να δέχεται εσωτερικά πλήγματα από κάκιστες αντίστοιχες αναφορές, θα έχει νόημα να τον συζητήσουμε σοβαρά – και να διαφωνήσουμε όπου χρειαστεί, ή ίσως να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα.

Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα να αυτοπροστατευτεί, κάτι που μοιάζει όλο και περισσότερο απίθανο…

Υ.Γ.: Μερικές μέρες μετά την σύνταξη του άρθρου, διάβασα αυτό το πολύ ενδιαφέρον ποστ για τον φιλελευθερισμό: Εισαγωγή στην Φιλελεύθερη Κοινωνιολογία – Μανιφέστο». Αξίζει, πιστεύω, την ανάγνωση.

«Κοιτάξτε έχουμε παιδιά που κάνουν απόπειρες αυτοκτονίας. Παιδιά 10 ετών που προσπαθούν να αυτοκτονήσουν.»

Κάποτε έλεγα από τούτο εδώ το blog, ότι η απομάκρυνση της δημοσιογραφικής έρευνας από την κυβέρνηση Σύριζα είναι το μεγαλύτερο πλήγμα για τους ανθρώπους που (συνήθως άδικα) κρατούνται φυλακισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το BBC έρχεται να με επιβεβαιώσει με τον χειρότερο δυνατόν τρόπο. Απίστευτες καταγγελίες, απάνθρωπη συμπεριφορά, οι χειρότερες δυνατόν ιστορίες από μία έρευνα που έγινε «στα κλεφτά», όπως-όπως, καθώς οι δημοσιογράφοι δεν έχουν πρόσβαση σ’ αυτά τα κελιά.

Εδώ το ρεπορτάζ του BBC από την Ελληνοφρένεια και απόδοση στα Ελληνικά από τον Χρήστο Αδαμίδη

Στο άρθρο θα βρείτε την ελληνική μετάφραση του ρεπορτάζ.

Όσο με αφορά, ξαναλέω τα ίδια: Γι’ αυτήν την κατάσταση, υπάρχουν υπεύθυνοι. Δεν τίθεται θέμα (πια) παραίτησεώς τους, τίθεται θέμα τιμωρίας, και μάλιστα παραδειγματικής για κάθε καταγγελία που ευσταθεί από αυτές τις λίγες, που διαφεύγουν του δημοσιογραφικά αποκομμένου στρατοπέδου συγνέκτρωσης ανθρώπων. Όσο ψηλά και αν χρειάζεται να φτάσει.

Ενώ ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, απαντάει γελώντας: «Τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό».

~

Υ.Γ. ένα: Ενδιαφέρον που (από ακροδεξιά κυρίως μέσα) γενικά οι διαμαρτυρίες για τις συνθήκες αποδίδονται σε «βάρβαρους λαθρομετανάστες». Φαίνεται πως α) το να τους έχεις κλεισμένους σαν ζώα δεν ρίχνει τον ρατσισμό στην Ελλάδα (γιατί αυτοί οι άνθρωποι εκεί μέσα κάποια στιγμή επαναστατούν και αυτό είναι λίπασμα για τον ρατσισμό), και β) είναι βάρβαρος αυτός που αντιδρά, αλλά όχι εσύ που επιλέγεις να τους κλείνεις μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες. Ενδιαφέρον.

Υ.Γ. δύο: και κάτι ακόμα, που θα έχει σημασία στο μέλλον: Αυτά τα στρατόπεδα έχουν, αν έχω αντιληφθεί σωστά – κατά παράβαση κάθε νομιμότητας (για λόγους …κατεπείγοντος) απ’ ευθείας συμβάσεις για όλα (διατροφή, συνθήκες διαβίωσης, προσωπικό).

Σας μοιάζει να παίρνουν αυτοί οι άνθρωποι (όχι μόνο εκεί, παντού) όσα πληρώνουμε να έχουν;

και αν όχι, ποιοι τα τρώνε με απευθείας συμβάσεις;

Στο μέλλον, αυτή η ερώτηση φοβάμαι ότι θα απαντηθεί με πολύ σκληρό τρόπο….

Υ.Γ. τρία: «We have not money for this. You know the economical condition of Greece». Τι έλεγα μερικά άρθρα πριν; Επιλογές.

…και σίγουρα σαν να μην άλλαξε ποτέ κυβέρνηση.

Διαβάζω από το facebook account της Το Σπίτι των Γυναικών, για την Ενδυνάμωση & τη Χειραφέτηση

ΚΑΤΑΓΓΕΛΊΑ

Η μια καταγγελία έρχεται μετά την άλλη από το κολαστήριο Αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη.

Πριν κάποιες μέρες μια κρατούμενη κοπέλα οδηγήθηκε στην απομόνωση κι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Στο τσακ την πρόλαβαν.

Μια νέα αστυνομικός έδινε ρεσιτάλ κακοποιητικής συμπεριφοράς απέναντι στις κρατούμενες.

Η ζέστη αφόρητη, οι κοριοί στα στρώματα, τα κουνούπια, η βρωμιά και οι κατσαρίδες παντού…

Δεν παρείχαν ούτε τα ημερήσια φάρμακα, που είχαν, για τις ασθενείς, στην ώρα τους.Τις άφηναν να εκλιπαρούν. Χρειάστηκε να γίνει παρέμβαση για το αυτονόητο.

Δευτέρα απόγευμα, 20 Αυγούστου 2018, κρατούμενες μας ενημέρωσαν ότι απ το πρωί ομάδα ένστολων βαρούσε με λύσσα ένα πρόσφυγα απ τη Συρία, που δεν είναι καλά, και δεν είχε κάνει τίποτα, στο γνωστό κελί απομόνωσης κάποιων άρρωστων προσφύγων, απόβλητων για τη φασίζουσα φιλοσοφία των κρατητηρίων.

Οι γυναίκες είχαν συνταχτεί υπέρ του και ακούγονταν να ουρλιάζουν δυνατά να σταματήσει η θηριωδία μα κανείς δεν τις άκουγε.
Δεν άντεχαν τη βία που ασκούνταν, άλλο πια, κι έκαναν έκκληση βοήθειας απ΄ το κίνημα…

Έτσι πανηγυρίζουν την «έξοδο» απ τα μνημόνια, στο κολαστήριο…

Δεν αξίζει να ελεγχθεί όλο αυτό; Ούτε η πρώτη καταγγελία είναι, και, όσο οι υποστηρικτές του Σύριζα κάνουν ότι δεν βλέπουν, προφανώς δεν θα είναι η τελευταία…

Να σας πω πως βγαίνουμε από τα μνημόνια; Να σας πω πως έρχονται τα πλεονάσματα (*), και οι θετικοί δείκτες, και οι επιτυχημένοι ισολογισμοί;

Εκτός όλων των άλλων, βγάλαμε λεφτά πουλώντας βλήματα στους Σαουδάραβες.

Αυτοί, έχουν πολεμικές επιχειρήσεις (δηλαδή, σκοτώνουν κόσμο) στην Υεμένη.

Που γίνεται αυτό:

Δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν σήμερα σε επίθεση εναντίον λεωφορείου που μετέφερε παιδιά στη βόρεια Υεμένη, ανακοίνωσε η αντιπροσωπεία της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) στην εμπόλεμη αυτή χώρα – Για αεροπορική επιδρομή του σαουδαραβικού συνασπισμού, με 39 νεκρούς, κάνει λόγο τηλεοπτικό δίκτυο που πρόσκειται στους αντάρτες Χούτι

ή αυτό:

Ψαράδες που είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνι μικρού χωριού βομβάρδισε η πολεμική αεροπορία της Σαουδικής Αραβίας την Κυριακή. Από τον βομβαρδισμό στις ακτές της περιοχής Hudayadah, τουλάχιστον 13 άτομα έχασαν τη ζωή τους, ενώ άλλα τέσσερα μεταφέρθηκαν με σοβαρά τραύματα στο νοσοκομείο. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, τα αραβικά αεροσκάφη έπληξαν τουλάχιστον δύο πλοία, στα οποία επέβαιναν οι ναύτες και το προσωπικό των αλιευτικών. Εκτός των νεκρών και των τραυματιών, άλλα τέσσερα άτομα αγνοούνται. Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, πάνω από 15.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και δεκάδες χιλιάδες έχουν τραυματιστεί από τους βομμβαρδισμούς της αμερικανοαραβικής συμμαχίας, η οποία ξεκίνησε επιδρομές στην Υεμένη τον Μάρτιο του 2015.

(μεταξύ άλλων)

Η συγκεκριμένη βόμβα που σκότωσε τα παιδιά ανιχνεύτηκε ως αμερικανική. Για ένα δευτερόλεπτο, φανταστείτε να είχε ταυτοποιηθεί ως ελληνική…

Ή μήπως νομίζουμε ότι τα δικά μας τα βλήματα δεν θα σκοτώσουν ανθρώπους;

Ή μήπως νομίζουμε ότι θα σκοτώσουν μόνο …κακούς ανθρώπους και όχι αμάχους;

(άλλωστε οι επιτιθέμενοι έχουν ήδη ξεκαθαρίσει την θέση τους:

Ο συνασπισμός έχει κατηγορηθεί για πολλές επιθέσεις εναντίον αμάχων στην Υεμένη. Έχει αποδεχθεί την ευθύνη του για ορισμένες από αυτές τις επιδρομές αλλά συνήθως κατηγορεί τους αντάρτες Χούθι ότι χρησιμοποιούν τους αμάχους ως ανθρώπινες ασπίδες.

(* Για την πώληση βγάλαμε περίπου 66 εκατομμύρια ευρώ. Κατάτι περισσότερα από την πληρωμή της ΕΡΤ στις επτά ομάδες για να μεταδίδει τους αγώνες του υπέροχου ελληνικού πρωταθλήματος. Και έχουμε και ρέστα, που γίνονται πλεόνασμα. Καλοφάγωτα)

Ταρατατζουμ!

Αύριο η Ελλάδα βγαίνει επισήμως από τα Μνημόνια.

Με ανακοινώσεις, με μία λαμπερή γιορτή, με διαγγέλματα εθνικής ανεξαρτησίας και επαναφοράς στην κανονικότητα.

Κάτσε να σου πω τι σκέπτομαι.

~

Κατ’ αρχάς, έχω μαύρα (οικονομικά) μεσάνυχτα. Το έχω πει εκατό φορές, αλλά οφείλω να το τονίζω σε κάθε άρθρο, μη τυχόν νομίζεις ότι για όσα πιστεύω ότι συμβαίνουν, έχω και απτές, οικονομικές αποδείξεις. Μπορεί να υπάρχουν, να έχω δίκιο – μα κάλλιστα μπορεί να κάνω λάθος, και όλα να ‘ναι αλλιώς, και με την άγνοιά μου να μην τα υπολογίζω σωστά. Δεν σου λέω λοιπόν *τι συμβαίνει*, σου λέω *τι πιστεύω* και ας αποδεχθούμε και οι δυο ότι μπορεί να είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.

Η Ελλάδα είναι μία κατεστραμμένη οικονομικά χώρα.

Με κατεστραμμένους οικονομικά πολίτες.

Η οικονομία είναι διαλυμένη, αφήνουμε να πεθάνουν άνθρωποι σε κέντρα κράτησης χωρίς καν να αναρωτηθούμε γιατί, οι συνταξιούχοι μας δυσκολεύονται πολύ να τα βγάλουν πέρα, τα μαγαζιά είναι κλειστά, οι εταιρίες απ τις οποίες εισάγουμε δεν δίνουν πίστωση καθώς υπάρχει έλλειμμα εμπιστοσύνης, οι άνθρωποι άνεργοι, δουλεύουν εκτός αντικειμένου και με τα ελάχιστα χρήματα, η φορολογία αβάσταχτη, ακόμα και οι μικροεισοδηματίες οφείλουν να πληρώσουν, οι επιχειρηματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν έχει νόημα να δουλεύουν αν είναι σωστοί στα βιβλία τους γιατί ένα τεράστιο ποσοστό πάει στην φορολογία, δεν παράγεται νέο χρήμα εκτός από τις σταθερές μας (τουρισμός κλπ), τα νέα παιδιά μας φεύγουν για να επιβιώσουν κάπως καλύτερα στερώντας μας τις ικανότητές τους, ενώ ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού κράτους έχει χαριστεί για τα επόμενα 100 χρόνια και περιμένει, υπομονετικά, την εκποίησή του.

Δεν λέω ότι την κατέστρεψαν αποκλειστικά τα μνημόνια, υπόψιν. Έχω ξαναπεί ότι τα μνημόνια αυτά καθ’ αυτά, μπορεί να είχαν και σωστά πράγματα, μπορεί και λάθος – η βασική μου αντίρρηση έχει να κάνει με τις εκβιαστικές συνθήκες με τις οποίες επιβλήθηκαν, με τους «πατερούληδες» της οικονομίας που απαίτησαν την υποταγή σ’ αυτά δίνοντας ελάχιστο χρονικό περιθώριο να ελεγχθούν (και να αμφισβητηθούν, αν χρειαστεί) οι αλήθειες τους.

Η δε ζημιά, δεν είναι μόνο οικονομική: Στο οικονομικό σκέλος μπορεί να γίνει μία αποτίμηση από πιο ειδικούς, στο σκέλος όμως της δημοκρατικής λειτουργίας ενός κράτους, έχουμε χάσει άμα τη εφαρμογή τους, πριν δούμε δηλαδή τα αποτελέσματά τους – ακριβώς λόγω των συνθηκών που αυτά εφαρμόστηκαν.

Όλες αυτές οι ζημιές, οι οικονομικές, οι δημοκρατικές, όλες αυτές οι καταστροφές δεν έχουν (για μένα, πάντα) ως δείκτη έναρξης το Καστελόριζο παρεμπιπτόντως. Δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα, ως χώρα, καταστράφηκε από τα μνημόνια.

Η γνώμη μου είναι ότι η καταστροφή της Ελλάδας (οικονομική, δημοκρατική, ουσιαστική) έχει ξεκινήσει πολύ πιο πριν.

Μια Ελλάδα που δανειζόταν χωρίς περιορισμούς, μία Ελλάδα που ξόδευε χωρίς σύνεση, μία Ελλάδα στην οποία το χρήμα και η εξουσία ήταν το άλφα και το ωμέγα κάθε επιχειρήματος, μία Ελλάδα που κατέστρεφε συστηματικά ο,τι μπορούσε να της αποφέρει δουλειές και χρήματα βιοτεχνίες, βιομηχανία – μοιραία θα οδηγούσε σε μία Ελλάδα που θα έχανε την αυτοκυριαρχία της, σε μία εξαρτημένη χώρα, σε μία χώρα υπόδουλη σε όποιον είχε χρήματα και την δυνατότητα να επιβάλλει τις απόψεις του.

Η ζημιά δεν ξεκίνησε στο Καστελόριζο. Και, αν δεν το αντιληφθούμε αυτό, μοιραία, η ζημιά δεν τελειώνει στις 20 Αυγούστου του 2018.

Για να διορθωθεί η ζημιά, απαιτείται δημοκρατία, ισονομία, δικαιοσύνη, απαιτείται ουσιαστική, αξιοπρεπής δημοσιογραφία, απαιτείται κατανόηση των λαθών, προσπάθεια να εντοπιστεί τι τα δημιούργησε, και σαφή συναίνεση ώστε να μην επαναληφθούν.

Απαιτείται όχι μόνο να καταλάβουμε ότι κάναμε λάθος, αλλά και ΠΟΥ κάναμε λάθος.

Και αυτό, καθώς δεν μας το επέβαλε κανένα μνημόνιο, δεν έγινε καμία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί. Και, για να είμαι σωστός, όχι μόνο δεν μας το επέβαλε κανένα μνημόνιο, αλλά τα ίδια τα μνημόνια λειτούργησαν ακριβώς όπως δεν θα έπρεπε να λειτουργήσουν, διαβρώνοντας την συνείδησή μας, βουλιάζοντας την αξιοπρέπειά μας, στερώντας μας από δημοσιογραφία, από άποψη χωρίς φωνές και από ηρεμία για να ανακτήσουμε την λογική μας.

Είμαστε ένας λαός που δεν έχει καταλάβει όχι μόνο το ΤΙ αλλά καλά-καλά ούτε και το ΠΩΣ φτάσαμε ως εδώ.

Για μένα η παιδεία κάθε ζημιάς είναι το πολυτιμότερο αγαθό. Οι άνθρωποι θα κάνουν λάθος, είναι βέβαιο, και θα προχωρήσουν μπροστά μόνο αν το αντιληφθούν, το αντιμετωπίσουν, και το διορθώσουν.

Αλλιώς θα το επαναλάβουν – μέχρι να μάθουν.

Ταρατατζουμ και φαμφάρες λοιπόν, και χαίρομαι με την χαρά σας, αλήθεια, αλλά είμαι βαθιά ανήσυχος για το μέλλον: Τι λέμε με αυτήν την διαφήμιση στους υπόλοιπους λαούς;

Αν δεν τους πούμε, εμείς πρώτοι, ως παράδειγμα, πως χαλάσαμε την δημοσιογραφία μας, πως χαλάσαμε την ισονομία μας, πως σακατέψαμε την δημοκρατία μας – αν τους πούμε «Βγήκε η Ελλάδα! Είδατε; Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο! Μη φοβάστε, μπορείτε!» με μία οικονομία διαλυμένη, αν τους πούμε «Όλα καλά πια!» αντί να τους πούμε ότι τα μαγαζιά είναι κλειστά, ότι όλοι χρωστάνε παντού γιατί τους τελείωσαν τα λεφτά κάτω από το στρώμα, αν δεν τους πούμε ότι οι πολίτες φέτος θα κρυώσουν, περισσότερο από πριν, και θα πεινάσουν, περισσότερο από πριν, και θα κινδυνέψουν, περισσότερο από πριν, ότι οι επιχειρήσεις θα κλείσουν, περισσότερο από πριν – αν δεν τους τα πούμε όλα αυτά, θα τυφλωθούν απ τα βεγγαλικά μας, και θα πουν «λύνεται το πρόβλημα, αρκεί να κάνουμε ο,τι μας λένε» και θα την πατήσουν – όπως και εμείς.

Ο μόνος δείκτης όμως που δείχνει αν μία χώρα θα καταστραφεί ή όχι, είναι ο δείκτης Δημοκρατίας της.

Θα ήταν καλύτερο να τους πούμε «Έχετε σωστούς νόμους και λειτουργούς που τους εφαρμόζουν όπως πρέπει;» «έχετε αξιόπιστη και αξιοπρεπή δημοσιογραφία;» «Ασχολούνται οι πολίτες σας με την ουσία, λαμβάνοντας τα σωστά δεδομένα, δείχνουν ενδιαφέρον για τα κοινά; Ξέρουν να ξεχωρίζουν τις κραυγές από τις θέσεις;» «Είναι οι πολιτικοί σας άξιοι του ρόλου τους;»

Γιατί εμείς δεν τα είχαμε αυτά. Γι αυτο φτάσαμε μέχρι εκεί, και μετά μοιραία μέχρι εδώ.

Ούτε και τώρα, θεωρώ ότι τα έχουμε. Παρότι φεύγουμε -υποτίθεται- από εδώ.

Δεν είναι αυτό το σημείο των πανηγυρισμών μας. Και θα καταλάβω, όταν και αν έρθει ποτέ ότι ήρθε, γιατί σε εκείνο το σημείο θα έχουμε κατανοήσει, πρωτίστως, ότι δεν πανηγυρίζεται.

Η ΕΡΤ αποφάσισε να αγοράσει το ποδοσφαιρικό προϊόν 7 ποδοσφαιρικών ομάδων, για δύο χρόνια, με συνολικό κόστος περίπου 52 εκατομμύρια ευρώ. Για τα δικαιώματα θα πληρώσει περίπου 45 εκατομμύρια, για τo τεχνικό μέρος της μετάδοσης περίπου 4 εκατομμύρια ευρώ, ενώ περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ, χοντρικά, πάνε ως «χορηγία στην Σούπερλιγκ». Για την μετάδοση δηλαδή των συνολικά 105 αγώνων τα επόμενα 2 χρόνια, θα της κοστίσει, κατ’ αναλογία, κάθε αγώνας 210 χιλιάδες περίπου ευρώ.

Ωραία; Όχι, καθόλου ωραία.

Βλέπω συνολικά 3 προβλήματα σ’ αυτό το παράλογο σκηνικό:

Πρώτον, το προϊόν. Τι ακριβώς αγοράζει η ΕΡΤ; Πχ, μία εκ των ομάδων αυτών, ο Παναθηναϊκός, έπρεπε να υποβιβαστεί καθώς είχε οφειλές προς παίκτες κλπ. Με την σύμφωνη γνώμη των ομάδων, την γλύτωσε με αφαίρεση βαθμών και μεταγραφικές περικοπές- κάτι που δεν συνέβη σε άλλες ομάδες τα προηγούμενα χρόνια. Μία άλλη ομάδα, αυτή που, δεν αγόρασε τα μεν δικαιώματά της η ΕΡΤ αλλά ανήκει στο ίδιο πρωτάθλημα στο οποίο επέλεξε να επενδύσει, ο πρόεδρός της κατέβηκε όταν ένιωσε ότι αδικείται οπλοφορώντας στο γήπεδο – και έμεινε επιδεικτικά ατιμώρητος. Στους αγώνες ντέρμπι, το ξύλο έπεφτε βροχή, και βγήκαν και ακόμα και μαχαίρια. Αγώνες δεν ολοκληρώνονται. Οι παίκτες μένουν απλήρωτοι. Η δικαιοσύνη κάνει έλεγχο για επηρεασμούς αποτελεσμάτων, έχοντας βάλει μέχρι και κοριούς σε παίκτες, προέδρους και διαιτητές – χωρίς ακόμα να έχει διαλευκανθεί το όλο σκηνικό.

Ξαναρωτάω λοιπόν, τι ακριβώς αγοράζει η ΕΡΤ;

Η γνώμη μου είναι ότι πετάει 52 εκατομμύρια ευρώ σε έναν βόθρο. Σε έναν ζοφερό, πηχτό, μολυσματικό λάκο με σκατά, μία τρύπα που το μόνο που κάνει είναι είτε να εκτρέφει στρατούς προέδρων, είτε να φροντίζει ώστε με χίλιους δύο τρόπους να εκμεταλλεύεται πηγές εσόδων όπως είναι το στοίχημα, νόμιμο ή παράνομο. Εκεί όπου κάθε νόμος υπάρχει για να καταπατείται, κατά το δοκούν των ισχυροτέρων. Και όχι μόνο αυτό…

Το προϊόν λοιπόν είναι χαλασμένο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Δεύτερον, η ανταπόδοση. Η ΕΡΤ θα ξοδέψει για κάθε παιχνίδι περίπου 210.000 ευρώ. Πολύ αμφιβάλλω αν ακόμα και το ένα δέκατο εξ αυτών θα επιστρέψουν με την μορφή διαφήμισης. Και; Θα με ρωτήσεις. Πρέπει να είναι κερδοφόρα η ΕΡΤ; Όχι, θα συμφωνήσουμε – δεν πρέπει να είναι κερδοφόρα, δεν είναι αυτό το πρωταρχικό της μέλημα. Δεν έχω καμία απαίτηση γι’ αυτό – δέχομαι να μην λειτουργεί με όρους αγοράς, εφόσον μπορεί να μας προσφέρει κάτι που να αξίζει. Μα ας το σκεφτούμε λίγο λογικά: Εκτός από την ποιότητα του προϊόντος που αγόρασε (είπαμε, ζέχνει) το κόστος είναι ασύμμετρο τελείως. Αναρωτιέμαι, πόσα θα έδινε ένα ιδιωτικό κανάλι (ναι, με βάση το κέρδος) για να αποκτήσει 2 χρόνια 7 ομάδων (Παναθηναϊκός, Άρης, Ατρόμητος, Παναιτωλικός, Απόλλωνας Σμύρνης, Ξάνθη και Λαμία) Σούπερλίγκ; ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να έδινε 52 ολόκληρα εκατομμύρια ευρώ. Ικανότεροι από εμένα μπορούν να το κοστολογήσουν όλο αυτό, αλλά αποκλείω να μην είναι τρελή χασούρα. Και τι κερδίζει; Τι κερδίζουμε εμείς από την επένδυσή της;

Στον αθλητισμό δεν επενδύει (είπαμε, βόθρος) – αντιθέτως, διαιωνίζει μία εντελώς τοξική κατάσταση αντί να την αφήσει να πεθάνει (έστω και με ενοχλητικό κρότο) όπως ακριβώς θεωρώ ότι της αξίζει, τρώγοντας τα σωθικά της – μπας και, μπας και, καταλάβει από τα λάθη της και επιτρέψει κάποια στιγμή αυτορρυθμισμένη και αξιοπρεπής.

Η ΕΡΤ όμως, αγοράζοντας δικαιώματα σ’ αυτόν το μολυσματικότατο προϊόν, στερεί τα χρήματα από άλλες τηλεοπτικές παραγωγές, που πιθανότατα θα είχαν σαφώς μεγαλύτερη αξία. Δεν λέω να τα δώσει στην όπερα γιατί ξέρωγω ποιότητα και πολιτισμός (που γιατί όχι δηλαδή, αλλά τέλος πάντων) αλλά οτιδήποτε άλλο θα ήταν καλύτερο. Ας έκανε τηλεοπτικά μαθήματα τεχνών. Ας έκανε μαθήματα για το Σύνταγμα. Ας μάθαινε τον κόσμο Ελληνικά. Ας τον μάθαινε ξένα. Ας τον μάθαινε υδραυλικά. Οτιδήποτε! Κοίτα, και λευκή οθόνη να δείχνει επι 90′ – αφαλώς πιο χρήσιμο και παραγωγικό θα είναι.

Χαλασμένο το προϊόν, και με καμία θρεπτική αξία (αντιθέτως) η κατανάλωσή του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Τρίτον, τα χρήματα. Εδώ, θα πάρουμε μία βαθιά, βαθιά ανάσα.

Πενηνταδύο εκατομμύρια ευρώ, είναι χρήματα που δεν πρέπει να ξοδεύει κανείς σ’ αυτό το προϊόν ούτε όταν ως χώρα της χαρίζουνε όλα τα χρέη, και τις δίνουν και απο πάνω και εκατό δις να χει να πορεύεται.

Πολλώ δε μάλλον τώρα, που οι φόροι στο πετρέλαιο θέρμανσης κάνει τον κόσμο να μην αγοράζει και να κρυώνει (ή να μπαίνει μέσα με ηλεκτρικό, ή να πεθαίνει με μαγγάλια), πολλώ δε μάλλον τώρα που το κατώτατο όριο στο αφορολόγητο έκανε τον κόσμο να πληρώσει σε απίστευτες ποσότητες στις τελευταίες δηλώσεις, έχει-δεν έχει, πολλώ δε μάλλον τώρα που οι επιχειρήσεις καλούνται να προκαταβάλουν φόρους, να πληρώσουν περίπου τα μισά από όσα παίρνουν στο κράτος (ΦΠΑ συν φορολογία) και να τίθεται καθημερινά ο οικονομικός ιστός σε απίστευτες δοκιμασίες, πολλώ δε μάλλον τώρα που οι συνταξιούχοι ζουν με τρομέρες μειώσεις (και την ελπίδα της πάλαι ποτέ 13ης-14ης σύνταξης που κάλυπτε κενά), πολλώ δε μάλλον τώρα που οι (αδίκως) φυλακισμένοι πρόσφυγες και μετανάστες το καλοκαίρι ψήνονται στα κοντέινερ και τον χειμώνα τουρτουρίζουν στα χιόνια (και πεθαίνουν επειδή άναψαν ένα γκαζάκι), και τρέφονται με χαλασμένα φαγητά και ακατάλληλα νερά σε υπερπληθείς φυλακές, πολλώ δε μάλλον τώρα που τα καλύτερα μυαλά μας μεταναστεύουν σε άλλες χώρες, πολλώ δε μάλλον τώρα που οι νέοι άνθρωποι κοιτάνε καθημερινά χωρίς καμία τύχη τις ελάχιστες ανοικτές θέσεις εργασίας, και, και, και.

Πολλώ δε μάλλον τώρα λοιπόν, δεν πετάς πενηνταδύο γαμημένα εκατομμύρια ευρώ σε έναν βούρκο, άσκοπα.

Γιατί αν το κάνεις, δηλώνεις ότι ΕΧΕΙΣ λεφτά. Ως κράτος, ΕΧΕΙΣ λεφτά. Πενηνταδύο; Πενηνταδύο. Όσα χρειάζονται ίσως μερικές ΜΕΘ, ίσως κάποιοι για να ξεκινήσουν μία επιχείρηση, ίσως ένας παππούς ή μία γιαγιά για να μην ζήσει με 300 ευρώ τον μήνα. ΕΧΕΙΣ λεφτά. Απλώς, ΕΠΕΛΕΞΕΣ να τα πετάξεις σε έναν βούρκο. Κανένας δεν σε ανάγκασε, κανένας δεν σου βαλε το μαχαίρι στον λαιμό, κανείς δεν σε πίεσε – απλώς, όρισες μία ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ.

Και εδώ έρχεται η κατακλείδα αυτής της σκέψης:

Όταν κάνεις προτεραιότητά σου να πετάξεις πενήντα δύο εκατομμύρια ευρώ σε έναν βούρκο, κάθε αδικημένος μετράει διπλά. Μία γιατί τον αδίκησες, μία γιατί επέλεξες να τον αδικήσεις για να δείξεις μπάλα.

Σαν τα παιχνίδια εκτός έδρας δηλαδή, σε διπλούς αγώνες.

Το μόνο πρόβλημα, είναι ότι χάνουμε πάντα εμείς, οι θεατές.

11/10/2018: Μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για τις τιμές και την λογική της χορηγίας αυτής, έχει σήμερα το insidestory σε μία από τις ανοικτές του σελίδες…

Πήγαν όλα άνω κάτω τούτες τις μέρες, καθώς η Παπαχρήστου, διάσημη για την αποβολή της από την ΔΟΕ για το περίφημο tweet με τα κουνούπια και τους αφρικανούς, κέρδισε ένα χρυσό στο τριπλούν του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος αγώνων στίβου του Βερολίνου.

Και, εντελώς φυσικά, όλα ανακατεύτηκαν με την υπέροχη ζαλάδα που ήταν ευνόητο ότι θα επακολουθούσε:

Ο κόσμος που δεν γουστάρει τους Χίτες δεν γούσταρε καθόλου την επιτυχία της, ο κόσμος που έτσι και αλλιώς νιώθε την ανάγκη να πανηγυρίζει τις εθνικές επιτυχίες (ακόμα και αν είναι από τον Καχιασβίλι ή τον Δήμα) είτε μπλόκαρε με την όλη φάση, είτε πανηγύρισε, κάποιοι πανηγύρισαν επειδή ακριβώς έχει εκφράσει ένα ακροδεξιό προφίλ, ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός συνεχάρη (και μάλιστα «θερμά») μαζί με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς την κάτοχο του χρυσού, του τα χωσαν γιατί δεν έπρεπε να δώσει συγχαρητήρια στην χρυσαυγίτισσα, μύλος.

Μύλος.

Να χαρείς επειδή το πήρε ελληνίδα; Να μην χαρείς επειδή το πήρε χρυσαυγίτισσα; Να χαρείς και ας είναι χρυσαυγίτισσα; Να μην το προσμετρήσεις; Τι είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα;

~

Όλο αυτό, κατά το ταπεινό μου το μυαλό, που μπορεί κάλλιστα να κάνει και λάθος και στο λέω εξ αρχής για να μην παρεξηγηθούμε, νομίζω ότι έχει να κάνει με μία βασική παραδοχή.

Άκου πως το βλέπω.

Ο φασισμός, ο ναζισμός, ο ρατσισμός – όλα αυτά σε γενικές γραμμές έχουν να κάνουν με το τι θέση νιώθει ότι έχει ο καθένας απέναντι στον διπλανό του. Είναι μία προσπάθεια να σταθεί σε μία κοινωνία – μπορεί να το κάνει αποδεχόμενος τις διαφορές των διπλανών του (άλλο φύλο, άλλη θρησκεία, άλλο χρώμα, άλλη πατρίδα) και ορίζοντας μία ατομική ευθύνη για τις πράξεις του καθενός – ή θεωρώντας ότι οι απολύτως βέβαιες διαφορές αυτές ανάμεσα στους ανθρώπους ορίζουν και την συμπεριφορά ή/και την θέση τους (και συνήθως αυτό του δίνει δικαίωμα δια της βίας να «αμυνθεί» έναντι αυτών).

Τι προσπαθώ να πω μ’ αυτό; Ότι αυτή η συμπεριφορά δεν σε κάνει λιγότερο ικανό.

Μπορεί να τρέξεις περισσότερο από τους άλλους, ή να ζωγραφίσεις υπέροχα, ή να έχεις την πιο γλυκιά φωνή που βγήκε από ανθρώπου λαρύγγι, ή να γίνεις ο νέος Στήβεν Χώκινγκ – και πάλι να είσαι ρατσιστής.

Είναι (σε μένα, και ξαναλέω, μπορεί να κάνω λάθος, δεν ξέρω) απολύτως σαφές ότι ένας άνθρωπος μπορεί να πετύχει στην ζωή του, μπορεί (κρατήσου) να κάνει την διαφορά και στις δικές μας τις ζωές με τις επιτυχίες του, ακόμα και αν έχει στην καρδιά του το μίσος ή φόβο για τον συνάνθρωπό του.

Αν είναι όντως έτσι – τι κάνουμε απέναντι σ’ αυτό; Ως κοινωνία λέω, όχι ο καθένας ατομικά. Ο καθένας, μπορεί να σιχαθεί ο,τι αφορά τον Σφακιανάκη πχ για τις ιδέες του, ή να ακούσει τα τραγούδια του προσπαθώντας να ξεχάσει ποιος είναι και τι λέει, ή να λατρέψει τον ίδιο και την μουσική του ακριβώς γι’ αυτά που λέει – δεν μιλάω γι’ αυτό:

Ο καθένας έχει κριτήριο, αλλά συνολικά, ως κοινωνία, τι κάνουμε;

Γιατί αν μπούμε σ’ αυτό το τριπάκι, πρέπει να αποφασίσουμε αν η κοσμοθεωρία του είναι μέρος της επιτυχίας του. Αν η ταχύτητά του, ή η μουσική του ικανότητα, ή οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, ή το λαμπρό μαθηματικό του μυαλό, συνδέονται με την (προσωπικά, θεωρώ σιχαμένη, αλλά για την κουβέντα ας το δούμε αποστασιοποιημένα για να συνεννοηθούμε) θέση του για τον συνάνθρωπό του.

Αν πούμε πως ναι, θεωρώ πως αν ως κοινωνία όντως εξοβελίζουμε αυτές τις θέσεις, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι: πρώτα να βλέπουμε τις πεποιθήσεις κάποιου, και μετά θα δούμε την όποια επιτυχία του. Αν πούμε πως όχι, τότε θα δούμε και θα κρίνουμε την επιτυχία, και μετά θα κάνουμε το ίδιο (ξαναλέω, ως κοινωνία) στις θέσεις του.

Δεν έχω προφανή απάντηση. Προσωπικά, τείνω στο δεύτερο, καθώς σε ατομικό επίπεδο προσπαθώ να κρίνω τους ανθρώπους με βάση τις πράξεις τους, ήτοι άλλο το μετάλλιο, άλλο οι απόψεις.

Θα μου φαινόταν πολύ δύσκολο, και άδικο ίσως, να πρέπει να κάνω στον καθένα μία αποκρυπτογράφιση των θέσεών του πριν τον συγχαρώ για ένα μετάλλιο. Και καλά, στο μετάλλιο ή στην Παπαχρήστου τα πράγματα είναι εύκολα: αν όμως βρει ένας δηλωμένος ρατσιστής ένα αποτελεσματικό, σωτήριο φάρμακο για τον καρκίνο, θα αρνηθώ να το διανείμω στους ασθενείς μου επειδή ο εμπνευστής του είναι ρατσιστής;

Απο την άλλη, τον άνθρωπο που χειροκροτεί τα ματωμένα χέρια ενός Μιχαλολιάκου ή ενός Κασιδιάρη, ή του στρατού του, ή ανεβάζει πιστόλια με το Μολών Λαβέ – να τον χειροκροτάω κι εγώ (ως κοινωνία) για την επιτυχία του; Γίνεται; Δύσκολο.

~

Αν έχει νόημα να καταλήξουμε κάπου, ας σκεφτούμε αυτό: ο ρατσισμός βρίσκεται σε άνθιση. Χώρες ολόκληρες αφήνονται στα χέρια μισαλλόδοξων, οι άνθρωποι κάνουν όλο και πιο εύκολα δεκτό να μισεί ο καθένας τον διαφορετικό διπλανό τους, η θέση αυτή γίνεται όλο και περισσότερο mainstream και αποδεκτή.

Είναι θεωρώ μοιραίο πως ανάμεσά τους θα βρεθούν και άνθρωποι που έχουμε συνηθίσει ως κοινωνία να προβάλλουμε. Όχι μόνο αθλητές, που εκεί η όποια αντίδραση είναι εύκολη, αλλά και σε άλλους τομείς, ασφαλώς πιο ευαίσθητους.

Αν ως κοινωνία δεν παλέψουμε απέναντι στην βάση του προβλήματος, την μισαλλοδοξία, τότε όσο ασχολούμαστε με τους εκφραστές του, θα μας δίνεται πάντα ένα πεδίο να χάσουμε: Στους «Μωλόν λαβαί αίληνες» όπως αρεσκόμαστε να τους τοποθετούμε εμείς οι απέναντι – θα βρίσκεται πάντα κάποιος φίλα προσκείμενος στο ναζιστικό ιδεώδες καθηγητής πανεπιστημίου να μας χαλάσει το αφήγημα.

Ήτοι, και αυτό μοιάζει το πιο δύσκολο απ’ όλα: Η κοινωνία μας δεν έχει πάρει ακόμα σαφή, ξεκάθαρη θέση στον σεβασμό του διαφορετικού – και του συνάνθρωπού μας εν γένει, ούτε καν στα απλά, πολλώ δε μάλλον στα πολύπλοκα: Ακόμα κερδίζουμε από οικονομικούς σκλάβους σε φτωχές χώρες, ακόμα συναναστρεφόμαστε με απολυταρχικά καθεστώτα που μας δίνουν απλόχερα το πετρέλαιό τους, ακόμα ικανοποιούνται θεοκρατικές αντιλήψεις για το σώμα της γυναίκας ή τους ομοφυλόφιλους με σκοπό την αποδοχή των ψήφων των συντηρητικότερων στρωμάτων.

(Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι πρέπει να περιμένουν τα ανθρώπινα δικαιώματα «να γίνει ο καιρός κατάλληλος» – αλλά αυτή είναι η δική μου γνώμη, αυτήν την βαρύτητα δώστε της)

Το σίγουρο είναι ότι, για τον ένα ή τον άλλον λόγο, όσο δεν ξεκαθαρίζουμε οι ίδιοι, ως κοινωνία, τι είναι σημαντικό, πάντα κάποιος θα φέρνει ένα ναζί μετάλλιο αριστείας και θα μας βραχυκυκλώνει.

Το Δημόσιο που ακόμα και τώρα ΑΡΝΕΙΤΑΙ να καταλάβει.

Αν όντως αυτό το χαρτί ισχύει, και δεν αλλάξει σε 10 λεπτά, είναι τα δικαιολογητικά που χρειάζονται για όποιον είχε σπίτι στα καμμένα, και χρειάζεται το επίδομα για να σταθεί στα πόδια του.

Δέχομαι απολύτως την προσπάθεια να μην «χαριστούν» επιδόματα αδικαιολόγητα όπως (πιθανώς) έγινε στο παρελθόν, και σέβομαι την προσπάθεια τα λεφτά να πάνε εκεί που πρέπει, και μόνο εκεί.

ΟΜΩΣ.

Από τα δέκα δικαιολογητικά, τα 7 τα ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Ήδη. Τα έχει. Δικά του είναι. Τα φυλάει, στα συρτάρια του. Τα πρωτότυπα.

Το μόνο που θα χρειαζόταν θα ήταν μία ομάδα δημοσίων υπαλλήλων να αναλάβει, για κάθε έναν που εμφανίζεται με την ταυτότητά του εκεί (ακόμα και αυτό δεν χρειάζεται, θα μπορούσε να γίνει ΑΥΤΟΜΑΤΑ για όσους έμειναν εκεί, ή έστω αυτόματα για όσους οι ομάδες έρευνας και ελέγχου έχουν πιστοποιήσει την διεύθυνση και την κατάσταση του καμένου σπιτιού) να αναλάβει να συγκεντρώσει τα έγγραφα και τα δικαιολογητικά για λογαριασμό των δικαιούχων.

Μόνο του, το δημόσιο. Αυτόματα.

Το φαντάζεστε;

Να έρθει ένα SMS και να πει:

«Για εσάς που μένατε σ’ αυτήν την διεύθυνση, λυπούμαστε πολυ για την ζημιά σας, έχει κατατεθεί αυτόματα το ποσό του βοηθήματος στον λογαριασμό σας».

Είναι αδύνατο; Όχι, δεν είναι. Πως το ξέρω;

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΤΑ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ!

Το μόνο που ζητείται από τον αιτούντα είναι να πάει ΜΟΝΟΣ του να τα ζητήσει.

Δεν λέω να γίνεται κάθε φορά (ασφαλώς και το λέω, αλλά τέλος πάντων) αλλά ειδικά τώρα, που αυτοί οι άνθρωποι έχουν ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ, μια επείγουσα, πρωτότυπη, ουσιαστική βοήθεια θα ήταν καλοδεχούμενη.

Γιατί μέχρι να πηγαίνεις στο δημόσιο και να τσεκάρουν με δακτυλικά αποτυπώματα ή με τον οφθαλμό σου ότι είσαι όντως εσύ που τα αιτήσε όλα αυτά, όταν ήδη δεν έχεις ταυτότητα, το μόνο που ζητείται είναι να …τρέξεις αυτοπροσώπως από διεύθυνση σε διεύθυνση, από κτήριο σε κτήριο, και από όροφο σε όροφο.

Για καψόνι. Για κανέναν άλλον λόγο.

Μπορούμε, για μία φορά, για αλλαγή, για έκπληξη ρε αδελφέ, μπορούμε να δούμε τα πράγματα ΛΙΓΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ;

(Δεν ξέρω πολλά από δημόσιο, αν κάπου έχω λάθος, τα σχόλια ανοικτά, με διορθώνετε)

Χωρίς να εμπλέξω καθόλου την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, τις όποιες ευθύνες έχει ο καθένας γι’ αυτό, ή την πολιτική που (αναπόφευκτα, είτε το θέλουμε είτε όχι) θα προκύψει από κάτι τέτοιο, τούτες τις ημέρες που τα πράγματα ήταν δύσκολα, δοκιμάστηκε ποικιλοτρόπως και η δημοσιογραφία.

Αν και υπήρχαν πολλά δείγματα ένθεν κακείθεν κακής δημοσιογραφίας, θα ήθελα να εστιάσω σε ένα συγκεκριμένο συμβάν που εκθέτει όλο τον δημοσιογραφικό χώρο, και όχι μόνο τους εμπλεκόμενους.

Άρθρο του iefimerida.gr, σήμερα 01 Αυγούστου του 2018 ανεβασμένο στις 17:51.

Τίτλος:

Φάμελλος: «Η ευθύνη της τραγωδίας ανήκει σε όσους έχτισαν τα αυθαίρετα»

Τα εισαγωγικά στον τίτλο, από το ενημερωτικό site.

Ο τίτλος της ανάρτησης, απολύτως φυσιολογικά, συγκεντρώνει πολύ θυμωμένες αντιδράσεις. Αν μη τι άλλο, ο,τι είναι σε εισαγωγικά, αποδίδεται επί λέξη στον αναπληρωτή υπουργό, και είναι εξαιρετικά ειδεχθές, ειδικά σε τέτοια στιγμή (έχω εκφράσει σε προηγούμενο άρθρο μου την αντίδρασή μου στην θέση αυτή, για συγκεκριμένους λόγους).

Και όταν λέω πολύ θυμωμένες, εννοώ πολύ θυμωμένες. Και στο άρθρο τα σχόλια, και στα social media όπου και αν αυτό αναπαρήχθει.

…δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα.

Μία χρήστης, η @annzabel, κάνει κάτι που (δεν θα έπρεπε να) είναι αυτονόητο: προβληματίζεται με την ανάρτηση. Είναι δυνατόν να είπε τέτοιο εξωφρενικό πράγμα ο αναπληρωτής υπουργός; Διαβάζει το κείμενο (δεν μένει στον τίτλο, δηλαδή) και δεν βλέπει να γίνεται αναφορά σ’ αυτό που περιγράφεται στον τίτλο (πλην του εισαγωγικού σχολίου, και αντιγράφω επί λέξη: «Προκλητικός και αμετανόητος απέναντι στις οικογένειες που θρηνούν νεκρούς από την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, εμφανίστηκε ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Σωκράτης Φάμελλος.»)

«Προκλητικός και αμετανόητος απέναντι στις οικογένειες ο αναπληρωτής υπουργός», αλλά καμία αναφορά επ’ αυτού στο υπόλοιπο κείμενο.

Αναζητά λοιπόν την αρχική τοποθέτηση του Φαμελλου, και την βρίσκει -ευτυχώς- αυτούσια, αναρτημένη από τον ίδιο στο youtube.

Περιγράφει λοιπόν:

Όλη η ομιλία Φάμελλου κρατάει οκτώ λεπτά, και είναι, όπως είπα, αυτούσια. Πουθενά δεν λέει αυτό που λέει ο τίτλος – όχι μόνο στο επι λέξη, αλλά ούτε καν αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο ως αυτό που του προσάπτεται.

Την άκουσα, δύο φορές – άκουσέ την και εσύ, είναι όλη εδώ: https://www.youtube.com/watch?feature=youtu.be&v=HjkWWh9q5_g

Παρένθεση για να μην παρεξηγηθώ: Δεν έχει να κάνει με τον Φάμελλο εδώ, δεν έχει να κάνει με το αν έχει δίκιο, ή άδικο, δεν έχει να κάνει με πολιτική κριτική ή κυβερνητική υπεράσπιση. Το θέμα μου αποκλειστικά είναι η δημοσιογραφία. Και ούτε καν η δημοσιογραφία του iefimerida: Η δημοσιογραφία ευρύτερα.

Ανακεφαλαιώνω, για να φτάσω και σε συμπέρασμα:

Το ειδησεογραφικό site, αποδίδει στον αναπληρωτή υπουργό μία πρόταση, με εισαγωγικά. Στην εισαγωγή δε του κειμένου, τον μέμφεται σκληρά (όπως θα του άξιζε πιθανόν, όντως, αν είχε πει κάτι τέτοιο). Στο κείμενο δεν παρουσιάζεται πουθενά αυτή η αναφορά. Θα μπορούσε να το έχει πει σε δευτερολογία ίσως ο Φάμελλος, την οποία όντως δεν έχω – ή σε βουλευτές μετά, ή να τον άκουσαν στο διάδρομο να το μονολογεί, δεν ξέρω, δεν τον υπερασπίζομαι, λέω ούτε στο άρθρο δεν υπάρχει. Πουθενά.

Η πρόταση που του αποδόθηκε, ξεσηκώνει – απολύτως δίκαιες- αντιδράσεις και οργή. Απολύτως δίκαιες, τα έλεγα και στο προηγούμενο άρθρο μου.

Μία πολίτης, ξαφνιάζεται, την ψάχνει, δεν την βρίσκει στο κείμενο, δεν την βρίσκει ούτε στην ομιλία ούτε ως υπόνοια.

~

Μπορεί να νομίζεις ότι το πρόβλημα μου εδώ είναι το iefimerida – αλλά μόνο αυτό δεν είναι το πρόβλημά μου. Άκου πως το σκέφτομαι:

Το iefimerida κάνει την δουλειά του. Προσωπικά, η αίσθησή μου είναι ότι το iefimerida δεν έχει κάνει κανένα απολύτως λάθος. Είτε έχει όντως ειπωθεί -κάπου αλλού, στην δευτερολογία, σε συναδέλφους, εκτός μικροφώνου, μονολόγησε στους διαδρόμους, δεν ξέρω- είτε το iefimerida είπε ψέματα. Όχι παράφρασε, κατάλαβε λάθος, του ξέφυγε, ήταν αστοχία – είπε ξεκάθαρα ψέματα.

Οπότε δεν μέμφομαι το iefimerida εδώ:

Μέμφομαι την δημοσιογραφία που δεν ερευνά το iefimerida.

Το ρεπορτάζ, δεν το οφείλει να το κάνει η κάθε @annzabel. Την είδησή της, δεν οφείλει να την φιλτράρει η ίδια. Έχει άλλα πράγματα να κάνει, έχει άλλες ανάγκες να γεμίσει τον χρόνο της, έχει άλλες ευθύνες να καλύψει από το να ασκεί ουσιαστική δημοσιογραφική έρευνα …ακούγοντας ένα βίντεο οκτώ λεπτών.

Δεν είναι δουλειά της @annzabel να ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι στην δημοσιογραφία.

Η ίδια η δημοσιογραφία οφείλει να το κάνει αυτό.

Αν δεν αυτοελέγξει τον κλάδο της, αν δεν τονίσει τις αστοχίες, από οπουδήποτε, από τα Νέα, την Εφημερίδα των Συντακτών, την Καθημερινή, το ThePressProject, από το Βήμα και την Δημοκρατία, από το Documento και την Αυγή, από το Left και το iefimerida, από το in.gr και το News247 – κάνει κακό στην δουλειά της.

Αν νομίζει ο καθένας φορέας της δημοσιογραφίας ότι προστατεύεται έτσι, κρύβοντας το κεφάλι στην άμμο σε κάθε στραβή, και κοιτάζοντας αλλού για να μην παρεξηγηθεί με τον συνάδελφο – πλανάται πλάνην οικτράν. Έχω τονίσει προσωπικά όσες περισσότερες φορές μπορώ, και όσο πιο εμφατικά μπορώ, ότι η δημοσιογραφία είναι ο ισχυρότερος πυλώνας της δημοκρατίας μας. Η κριτική στην επικαιρότητα είναι σημαντική, η κριτική στην (κάθε) κυβέρνηση σημαντικότερη – μα η κριτική και ο έλεγχος της δημοσιογραφίας είναι ο πιο σημαντικός ίσως και ο πιο αναγκαίος τρόπος να διατηρήσει το μέσο μία αξιοπιστία (και, κυρίως, μία αξιοπρέπεια).

Χαλάει σχέσεις και φιλίες βέβαια όλο αυτό, αλλά όποιος νομίζει ότι θα καεί μόνο το διπλανό χωράφι και όχι το δικό του με το κάθε «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» – νομίζω ότι εθελοτυφλεί.

Αν όχι για τίποτα άλλο, και μόνο για το προφανές: όποιος ψεύδεται συνειδητά μέσω της δημοσιογραφίας, και δεν αναφέρομαι στο iefimerida αλλά μιλάω γενικά, με την πράξη του αυτή, με κάθε ψέμα, κάθε προπαγάνδα, κάθε αλλοίωση της πραγματικότητας για ίδιον όφελος, πετυχαίνει όχι μόνο να λειτουργήσει ως βραχυπρόθεσμο καρφί στο φέρετρο της αλήθειας, αλλά και ταυτόχρονα ως μακροπρόθεσμο καρφί στο φέρετρο της ίδιας της δημοσιογραφίας.

Και κάθε φορά που η δημοσιογραφία δεν ελέγχει, πρωτίστως τα του οίκου της(*), δεν νοείται κατάλληλη και για να ελέγξει μετά οτιδήποτε άλλο.

Και έχουμε ανάγκη μία αξιοπρεπή δημοσιογραφία. Πάντα είχαμε, αλλά πολύ περισσότερο τώρα.

(*) και υπόψιν, δεν αναφέρομαι μόνο στα άρθρα. Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα, οφείλει εκτός από τα άρθρα που γράφονται να ελέγξει τα πόθεν έσχες, τις διαδικασίες πώλησης αγοράς τίτλων, την βιωσιμότητα εντύπων, τους δημοσιογράφους με θέσεις υπευθύνων τύπου, τους μισθούς συναδέλφων τους, τα δάνεια στα μέσα τους, τις σχέσεις πολιτικών-δημοσιογράφων-τραπεζών, τις διαφημίσεις – και τόσα άλλα.

Ανεξαρτήτως ποιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση, η κυβέρνηση είναι όλων μας. Και αυτών που την ψήφισαν, και αυτών που δεν την ψήφισαν, και αυτών που δεν ψήφισαν καν. Αυτό το λέω χρόνια, γιατί υπάρχει δυστυχώς παραμένει επίκαιρο – αν και θα έπρεπε να είναι σαφές.

Ανεξαρτήτως ομως και ποιος είναι στην κυβέρνηση, η κυβέρνηση σε μία τραγωδία οφείλει να είναι όλων μας, επίσης: Να, πχ, τώρα, οφείλει να είναι και των ιδιοκτητών που κάηκαν τα σπίτια τους, και των συγγενών ή φίλων των νεκρών, και αυτών που γλύτωσαν στο τσακ στις παρακείμενες περιοχές, και όσων είδαν το δράμα από την τηλεόραση.

Επίσης αυτονόητο, επίσης δεν είναι.

Τρεις φορές, από (τουλάχιστον) τρία κορυφαία χείλη άκουσα ότι θα δοθεί προτεραιότητα να γκρεμιστούν τα αυθαίρετα στις πληγείσες (και όχι μόνο, αλλά δεν ήταν σαφές) περιοχές. Τέσσερις ημέρες μετά την τρομερή καταστροφή. Τέσσερις ημέρες μετά.

Κατ’ αρχάς, για να είμαστε ok και να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, δεν έχω αυθαίρετο στο Μάτι. Και να είχα όμως, τα ίδια θα έλεγα.

Ας δούμε λοιπόν τι πετυχαίνει κανείς μ’ αυτήν την δήλωση: Ας πούμε, επειδή υπάρχει όντως θέμα αυθαιρεσίας, κάποιοι θα πουν σ’ αυτούς που κάηκαν τα σπίτια τους «καλά να πάθετε». Και επειδή δεν υπάρχει μέτρο, δεν θα πουν μόνο σ’ αυτούς που έχουν αυθαίρετο, θα πουν σε όλους εκεί «καλά να πάθετε». Είναι χρήσιμο αυτήν την στιγμή; Σε κανέναν. Είναι άχρηστη η πληροφορία. Γιατί; Γιατί τα αυθαίρετα δεν εξάπλωσαν την φωτιά. Το κτίσμα δεν την εξαπλώνει όταν παίρνει την θέση του δάσους (εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις, φιάλες υγραερίων κλπ), ίσως μάλιστα και να την σταματά – αν είναι αντιπυρικά χτισμένο. Το αυθαίρετο ή μη, θυμίζει λίγο μεταναστευτικό – έχει να κάνει με το αν έχεις χαρτιά, ή αν δεν έχεις χαρτιά – αλλιώς είναι ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΤΙΣΜΑ, από ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, και έχει ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ σε μία πυρκαγιά. Η κύρια διαφορά, είναι τα ΛΕΦΤΑ. Τα λεφτά, που, εκατοντάδες χρόνια τώρα, οι κυβερνήσεις παίρνουν, για να ορίσουν ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ από αυθαίρετα, σε νόμιμα. Διαρκές έγκλημα που έκαναν και οι προηγούμενες, αλλά και η παρούσα που κρύβεται πίσω από τα αυθαίρετα.

Επίσης, το να έχει κανείς αυθαίρετο – δεν του στερεί την ζωή. Δεν μπορεί να κάνεις επιλογή «δεν έχεις αυθαίρετο, στην σβήνω την φωτιά» πχ, «έχεις, σβήσε την μόνος σου». Ένας επιπλέον λόγος (πλην της κοινής λογικής) είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ, κανονικά (εξ όσων γνωρίζω, όπως προείπα δεν έχω σπίτι τέτοιο) φόρους – όπως ΕΝΦΙΑ. Γιατί να πληρώνουν ΕΝΦΙΑ για ένα σπίτι που, όταν καεί, του λένε «δεν έπρεπε να το έχεις»; Τι άλλο δηλαδή καλύπτει ο φόρος τους; Το ..δικαίωμα να να τους καεί το σπίτι;

Τέλος, τα αυφαίρετα σπίτια, δεν είναι πρόβλημα που παρέλαβε η κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2018. Αντιθέτως, όπως είδαμε, με αντίτιμο 30 αργύρια, προσπάθησε τα ΙΔΙΑ σπίτια (όπως ήταν, αντιπυρικά, επικίνδυνα, λάθος χτισμένα, με δρόμο, χωρίς, με πεζοδρόμιο, χωρίς, με δέντρα μέσα στις αυλές γιατί δεν επιτρεπόταν το κόψιμο τους – γιατί ήταν δάσος, duh) να τα νομιμοποιήσει. Αν ήταν πραγματικά θυμωμένη η κυβέρνηση με τα αυθαίρετα, θα έπρεπε, 2015 να ξεκινήσει τον έλεγχό τους:

Και όταν λέω έλεγχος, δεν εννοώ ούτε γκρέμισμα, ούτε …νομιμοποίηση μετά ποσού: λέω έ-λεγ-χος ώστε να παραμένουν αντιπυρικά, να έχουν δρόμους (και πεζοδρόμια) αρκετά για δύο, τρεις λωρίδες αυτοκινήτων, ή ο,τι άλλη διαδικασία θα έκανε την παρουσία τους εκεί ασφαλή κατά τους ειδικούς. Εγώ δεν είμαι ειδικός, αυτοί ξέρουν: Οτιδήποτε δεν θα έδινε δικαιολογία σε μία κυβέρνηση να φταίει κάποιος άλλος σε μία καταστροφή.

Και, αν χρειαζόταν γκρέμισμα, γκρέμισμα. Ούτε λόγος.

Πέραν αυτών, που όπως είπαμε είναι η κοινή λογική σε μία εντελώς παράταιρη και άστοχη χρονικά διαδικασία ανόητης απόδοσης ευθυνών υπάρχει και μία σημαντική παράμετρος:

Δεν εμπόδισαν τα αυθαίρετα να μην επικοινωνηθεί η ζημιά.

Βλέπεις, η γνώμη μου είναι ότι καταστροφές συμβαίνουν. Άλλες φορές, μπορούσαμε να τις αποφύγουμε, πχ αν δεν χτίζαμε στα ρέματα. Άλλες φορές δεν μπορούσαμε – ίσως αυτή ήταν μία από αυτές. Πολύ δυνατός άνεμος, λάθος φορά, μία φωτιά κάπου, ελάχιστος χρόνος και αδυναμία πυρόσβεσης.

Όλα αυτά όμως, είτε με αυθαίρετα είτε χωρίς, είτε με αέρα είτε χωρίς, είτε με προβλήματα είτε χωρίς, είτε με μνημόνια είτε χωρίς, δεν θα έπρεπε να εμποδίσουν έναν κρατικό, μηχανισμό να ενεργοποιηθεί και να επικοινωνήσει το πρόβλημα: «Υπάρχει φωτιά εκεί, κατευθύνεται προς τα εκεί, διόδους διαφυγής θα βρείτε εκεί, θα σας περιμένουν αστυνομικοί να σας δείξουν τον δρόμο»

Δεν λέω ότι είναι απλό, ή είναι δύσκολο: λέω ότι είναι ευθύνη, κάθε ελαχίστως οργανωμένης κοινωνίας να παρέχει στους πολίτες της την πληροφορία που χρειάζονται για να σωθούν σε μία επικείμενη καταστροφή: Έναν σεισμό, μία πλημμύρα, μία πυρκαγιά. Με SMS, με μία ντουντούκα, με ραδιόφωνο, με τηλεόραση, με internet – με οτιδήποτε χρειαστεί, ώστε να φτάσει το μήνυμα σε όλους.

Και τούτη η χώρα, και σεισμούς έχει, και πλημμύρες έχει, και φωτιές έχει. Δεν τις λείπουν λόγοι να έχει σχέδιο ενημέρωσης.

Όταν λοιπόν η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται ότι είχε ευθύνη πρωτίστως εκείνη την στιγμή, απέναντι σε ανθρώπους, απέναντι στους τουλάχιστον 87 νεκρούς, στους δεκάδες αγνοούμενους, και στους ασθενείς που ακόμα δίνουν μάχη για την ζωή τους στα νοσοκομεία να τους βοηθήσει σε μία δύσκολη στιγμή που βρέθηκαν – αλλά η πρώτη διόρθωση που προαναγγέλλει είναι απέναντι σε κτήρια, το πρόβλημα δεν θα διορθωθεί ποτέ.

Και το ζητούμενο, από οποιαδήποτε κυβέρνηση, φτιαγμένη από οποιοδήποτε κόμμα εξουσίας, είναι να διορθώσει τα προβλήματα. Είτε τα προκαλεί η ίδια, είτε τα παρέλαβε από το αμαρτωλό παρελθόν η ευθύνη της είναι να τα διορθώσει.

Αλλιώς, είναι επιζήμια. Και αν αυτό δεν το καταλαβαίνει (θα έπρεπε να) αποτελεί πρόβλημα.

Υ.Γ.: Άκουσα για πολιτικές ευθύνες. Πολιτικές ευθύνες χωρίς παραίτηση, δεν νοούνται. Αν πιστεύουν ότι σωστά έπραξαν, ότι ήταν αδύνατο να εμποδίσουν έστω και έναν θάνατο από αυτούς, ιδού πεδίο δόξης λαμπρόν: εκλογές, να αντιπαραθέσουν όλοι τα επιχειρήματά τους, και ας κρίνει ο πολίτης αν έγιναν σωστά. Όλα τα άλλα, είναι καθρεφτάκια. Και δεν χρειαζόμαστε άλλες «ξύπνιες» κυβερνήσεις που να μας βλέπουν ως ιθαγενείς σε μία ζούγκλα. Ας απολαύσουμε, έστω και μία φορά, να μας μιλήσουν με σεβασμό και αξιοπρέπεια.

Υ.Γ.: Με νεκρούς, το έχω ξαναπεί και στο παρελθόν, θα έπρεπε να ασχοληθεί η εισαγγελία. Και αν υπάρχουν ευθύνες, που πιστεύω ότι υπάρχουν, να είναι και ποινικές. Σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, με οποιοδήποτε κόμμα, για οποιοδήποτε πρόσωπο.

Υ.Γ.: Είχα συζήτηση (εκτός δικτύου) με φίλους στους οποίους παρέθεσα τις απόψεις μου. Μου είπαν για κτισμένα και καταπατηθέντα που είναι επικίνδυνα, που κλείνουν διαδρομές εξόδου, διαδρομές προς την θάλασσα ή την παραλία – όχι μόνο για περιπτώσεις κινδύνου, όπως τώρα, αλλά και για όλες τις υπόλοιπες ημέρες, που μιλάμε για την απλή, καθημερινή, ψυχαγωγία του κόσμου. Ξαναδιάβασα μετά το κείμενό μου, και σε περίπτωση που δεν είμαι σαφής στην τοποθέτησή μου, επισημαίνω: «Και, αν χρειαζόταν γκρέμισμα, γκρέμισμα. Ούτε λόγος.» Ελπίζω να παραμένω σαφής.

Μία φορά και έναν καιρό, η οικονομία μας διαλύθηκε. Το ξέρω, είναι πολύ μακρυά όλα αυτά, ένα κακό όνειρο, ένας ανησυχητικός εφιάλτης – μα όλα τελείωσαν, τα μνημόνια παρήλθαν, οι άνεργοι έπιασαν δουλειές – καλές δουλειές, με μισθούς όπως παλιά, με δικαιώματα, οι εταιρίες ξαναάρχισαν να μοιράζουν αγαθά, να πουλάνε, να αγοράζουν, το τοις μετρητής από τις εισαγωγές έγινε επι πιστώσει γιατί πρόσωπο έχουμε πια, φωτεινό, όλα άνθισαν, οι άνθρωποι βρήκαν το χαμόγελό τους, όχι πια επιδόματα και ανάγκη αλληλεγγύης, όχι πια άνθρωποι κατεστραμμένοι να παγώνουν τον χειμώνα και να στερούνται βασικά, δεν γαμοσταυρίζονται πια αν ο ένας ψηφίζει κάποιον που δεν αρέσει στον άλλον και τούμπαλιν.

Ξεχασμένα, περασμένα.

Και περασμένα, και κυρίως, ξεχασμένα.

Και πως το ξέρω; Πως ξέρω ότι ξαναήρθε το χαμόγελο και έφυγαν οι σκοτούρες, και τα σύννεφα διαλύθηκαν;

Το ξέρω, καθώς είδα την πρώτη διαφήμιση διακοποδάνειου.

Ναι, φίλε. Ναι.

Η Τράπεζα Πειραιώς, αναλαμβάνει – όσα χρήματα σκορπίσεις για διακοπές με την ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΣΟΥ ΚΑΡΤΑ (δηλαδή χρήματα που ΔΕΝ έχεις) να μην τα πληρώσεις αμέσως, όοοοοοοχι, να τα πληρώσεις σε έξι μήνες, άτοκα, χαμογελαστά, με την καινούργια σου δουλειά, την καλοπληρωμένη, την άνετη, την χαλαρή.

Αβάδιστα.

Αν είχες να τα πληρώσεις αμέσως, μπορεί να μαζευόσουν λίγο. Να έτρωγες πιο συνετά. Αλλά – κομμένο σε έξι μήνες; Ξέρεις πόσο είναι σε έξι μήνες; Αν φας κανα διχίλιαρο ξέρω γω, (διακοπές είναι, να μην περάσεις και καλά;) είναι τρία κατοστάρικα το μήνα. Σίγα – κάπου θα βρεις τρια κατοστάρικα τον μήνα, δεν θα βρεις; Και θα ναι και άτοκα, χαζός είσαι; Τους κλέβεις!

Και αν δεν έχεις; Τίποτα δεν σε προετοιμάζει αν δεν έχεις. Αν, μετά από δέκα γαμημένα χρόνια γαμησιού, ασάλιωτου, έχεις καταστραφεί, έχεις ξεπουλήσει μέχρι και την χρυσή σου την βέρα στον νόμιμο κλεπταποδόχο της γειτονιάς, αν έφαγες ξύλο διαμαρτυρόμενος για κάθε αδικία, αν βίασαν την λογική και τις ανάγκες σου, αν σε έκαναν επαίτη για όσα δικαιούσαι, αν έχεις νοίκια απλήρωτα, αν χρωστάς σε εφορίες, σε άλλες τράπεζες, αν ο,τι χρήματα βγάλεις περάσουν πρώτα από την ηλεκτρική σκούπα της αυτόματης ανάληψης από τις τράπεζες απ ευθείας, αν-

Μισό λεπτό: αν συμβαίνουν όντως όλα αυτά – άνθρωπος δεν είσαι και εσύ; Κουράστηκες, τόσα χρόνια πίεση, δεν πρέπει να ζήσεις; Τόσα χρόνια κάνεις το σκατό σου παξιμάδι, δεν πρέπει να δεις λίγο ουρανό, λίγο θάλασσα, λίγο ξεγνοιασιά – δεν πρέπει να διασκεδάσεις, να χαμογελάσεις με την οικογένειά σου, ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ;

(Είδες τι ωραία χρώματα έχει αυτή η διαφήμιση; Δεν μοιάζει λίγο με Μάμμα Μία; Πες!)

Στο κάτω κάτω, αν δεν έχεις, δεν τα δίνεις. Ορίστε. Τα τρώει η τράπεζα ζημιά, δουλειά της είναι, κανένα -πρόβλημα – θα εξαφανιστούν σε μία μαύρη τρύπα, τι δηλαδή, πέντε χρωστάει, θα χρωστάει δέκα, δουλειά μας είναι;

Τι μας νοιάζει εμάς;

Έεεεεεεεελα μωρέ τώρα.

Άλλωστε να είμαστε λογικοί, τι δηλαδή, να μην ζήσει η επιχείρηση – έστω και με δανεικά λεφτά; Να μην πάρει ο τουρισμός, Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – τι, μήπως παίρνει και από κάπου αλλού; Σιγά μη περιμένουμε τους ξένους να μας φέρουν λεφτάκια – εδώ ρε, από τον ντόπιο ρε, που τρώει πέντε πατάτες τηγανητές και παραγγέλνει άλλη μία για να μείνει να μην τον πουν και λιγούρη, όχι σαν κάτι όντως λιγούρηδες που έρχονται στην πατρίδα και τρέφονται μία σαλάτα οι τέσσερις. Λιγούρια, κακομοίρηδες….

Και άμα είναι και δανεικά; Κάντα οχτώ τα μπουκάλια μπύρα κυρ Στέφανε. Και μακαρόνι, το χοντρό. Θα το κάψουμε απόψε κυρ Στέφανε. Ναι, θα το κάψουμε…

Άκου ρε φίλε, ζήσε. Ξόδεψε τα λεφτά που δεν έχεις. Ζήσε. Το έχεις ανάγκη – και εμείς είμαστε δίπλα σου. Με ένα τηλέφωνο, καθάρισες. Ευκολίες πληρωμής. Θυμάσαι; Τι περιμένεις; ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ;

~

Τίποτα δεν μάθαμε. Τίποτα. Όχι μόνο δεν είναι περασμένα, αλλά προλάβαμε και τα ξεχάσαμε όλα πριν ακόμα τελειώσουμε.

~

Photo by Lukas from Pexels

«Ουδείς δύναται να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Ελλάδας» διαμηνύει ο Υπουργός Εξωτερικών Κοτζιάς.

Το πιο τρανταχτό παράδειγμα ότι «ουδείς δύναται», το θυμάμαι ελάχιστα χρόνια πιο πριν, από το στόμα πρώην υπουργού.

Υ.Γ.: Γούστο έχει να μας πουν ότι σήμερα δεν ισχύει κάτι τέτοιο, να γίνει ακόμα πιο τραγελαφικό όλο αυτό…

Θα σου πω κάτι, όπως το καταλαβαίνω, αλλά πρόσεξέ με γιατί (καταπωσφαίνεται, εγώ δεν το περίμενα) μοιάζει να γίνεται όλο και πιο δυσνόητο:

Η Δημοκρατία για να λειτουργήσει, χρειάζεται συμμετέχοντες.

Απίστευτο; Και όμως, αυτή είναι η βασική πηγή της. Σε μία χώρα εκατό κατοίκων, πχ, αν αποφασίζουν οι δύο, έχουμε έλλειψη δημοκρατίας, όχι περίσσευμα.

Τώρα, για να μην συμμετέχουν οι υπόλοιποι, δύο βασικοί λόγοι υπάρχουν:

Ένα, δεν συμμετέχουν ενώ έχουν το δικαίωμα να το κάνουν.

Δύο, δεν τους επιτρέπεται η συμμετοχή, παρότι οι ίδιοι το θέλουν.

Για το πρώτο, απαιτούνται ενέργειες από την πολιτεία. Ίσως οι συνθήκες συμμετοχής είναι δύσκολες; Πρέπει να διευκολυνθεί η συμμετοχή. Μήπως οι διαδικασίες είναι δυσνόητες; Πρέπει να απλοποιηθούν. Μήπως ο άλλος βαριέται; Πρέπει να δημιουργηθούν σωστά κίνητρα.

Σε κάθε περίπτωση, είναι δουλειά του κράτους να «σπρώξει» όσους περισσότερους μπορεί να συμμετάσχουν.

Για το δεύτερο, είναι δουλειά των πολιτών να πιέσουν το κράτος να επιτρέψει σε όλους τους πολίτες να συμμετάσχουν στις διαδικασίες. Συνήθως είναι αποτέλεσμα φασιστικών, χουντικών ενεργειών, και απαιτούνται κάτι περισσότερο από ένα dislike στα social media – αλλά, εν πάσει περιπτώσει, ο,τι πρέπει να γίνει.

~

Ξεκαθαρίσαμε λοιπόν την θέση μου: η Δημοκρατία υπάρχει όταν συμμετέχουν όλοι. Όταν δεν συμμετέχουν, αν δυσκολεύονται πρέπει να τους βοηθήσουμε, αν τους απαγορεύεται πρέπει να εμποδίσουμε την απαγόρευση αυτή.

Τα προηγούμενα χρόνια είχα πολλές φορές τονίσει ότι οι κάτοικοι εξωτερικού είναι εκτός ουσιαστικά της διαδικασίας των εκλογών, και αυτό ήταν άδικο για μία σημαντική μερίδα ψηφοφόρων (σημαντική όχι απαραίτητα ως μέγεθος, αλλά κυρίως ως συμβολισμό) – και δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να αλλάξω γνώμη τώρα.

Δεν τους απαγορεύεται να ψηφίσουν – αλλά εμποδίζονται εκ των συνθηκών.

Και αυτό πρέπει να αλλάξει.

Ο αντίλογος (τουλάχιστον αυτός που διάβασα εγώ) βρίθει θέσεων που, και θα το έλεγα κομψά αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται, θα τον έθετα στην βάση της απλής ανόθευτης βλακείας – ή, ακόμα χειρότερα, μίας λογικής «εμείς ή αυτοί» που μόνο τρόμο φέρνει.

Τονίζω τα πιο σημαντικά στοιχεία:

Πρώτον, ζουν σε άλλες χώρες. Είναι δυνατόν να ψηφίζουν για τη δική μας τη ζωή και μάλιστα λόγω του εκλογικού τους βάρους να καθορίζουν κάθε εκλογικό αποτέλεσμα;

Ενδιαφέρουσα σκέψη, ας μην επιτρέπεται ούτε στους εντός Ελλάδος να μετακινούνται. Ο Αθηναίος να βγάλει βουλευτή Αθήνας, αλλά ο κάτοικος Αθήνας να του απαγορεύεται να ταξιδέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του να ψηφίσει τον βουλευτή της εκλογικής του περιφέρειας. Γενικά, στις εκλογές να απαγορεύονται οι μετακινήσεις. Για να δουλέψει δε σωστά αυτή η …ασπίδα προστασίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, να μην επιτρέπονται οι μετακινήσεις γενικώς (έτσι δεν θα ταξιδέψει ο άλλος έξι μήνες πριν τις εκλογές για να μας την φέρει. Χα)

Δεύτερον, είναι κατά μέσο όρο πολύ ευπορότεροι από τους κατοίκους της Ελλάδας και γι’ αυτό δεν είναι αντιπροσωπευτικοί. Είναι σαν να καθορίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα τα βόρεια προάστια της Αθήνας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ταξική σύνθεση του εκλογικού σώματος θα αλλάξει «μονόπαντα».

Ας ψηφίζει τότε ο κόσμος με Ε1 και μέσα στην Ελλάδα. Αν είναι φτωχοί, τότε να μετράει η ψηφος τους. Αν είναι …εύποροι, τότε να μετράει για μισή. Ή, ακόμα καλύτερα καθόλου. Χμ, όμως θα έχουμε και άλλο πρόβλημα: αν ο φτωχός ψηφίζει σαν πλούσιος; Ξέρουμε πως είναι αυτά με την ταξική συνείδηση – αλλάζει, δεν λαμβάνεται πάντα υπόψιν. Πρόβλημα. Ίσως αν αφήναμε μόνο ένα ψηφοδέλτιο χωρίς επιλογές….

Τρίτον, οι απόδημοι Έλληνες έχουν μια περιορισμένη σχέση με την Ελλάδα που εξαντλείται στην αγάπη, την υπερηφάνεια και -σε κάποιες περιπτώσεις- τη νοσταλγία τους για την Πατρίδα. Όχι για μια πραγματική Πατρίδα, αλλά για τη φανταστική Πατρίδα του ένδοξου παρελθόντος, της νεότητας αυτών των ίδιων ή των γονέων τους, του αφηγήματος που τους βοηθά να έχουν (και να πουλάνε) μια σπουδαία συλλογική ταυτότητα και, φυσικά, της Ελλάδας των διακοπών τους. Αυτοί, λοιπόν, θα ψηφίζουν για μια φανταστική Ελλάδα και την εκλογική τους ετυμηγορία θα την υφιστάμεθα εμείς που ζούμε στην πραγματική Ελλάδα. Τα κόμματα θα προσπαθούν να μιλήσουν τη γλώσσα τους (κλίνοντας την πατρίδα σε όλες τις πτώσεις) και η πατριδοκαπηλία θα γίνει η μόνη νικηφόρα εκλογική στρατηγική.

Για το οικονομικό, πες το βρήκαμε, με ένα Ε1 καθαρίσαμε. Τώρα για το πόσο αγαπάει ο άλλος την πατρίδα του, θα είναι κομματάκι πιο δύσκολο. Ίσως με μία υπεύθυνη δήλωση; Και αν την αγαπάει διαφορετικά; Αν ψηφίζει την Ελλάδα που ονειρεύεται, και όχι αυτή που θέλει ο συντάκτης; Πρόβλημα. Ας ορίσουμε σαν κράτος πως πρέπει να αγαπάει ο καθένας την πατρίδα του, ποια πατρίδα πρέπει να φαντάζεται, για να έχουμε έναν μπούσουλα όλοι, και να μην οδηγούμαστε στις κάλπες άσκοπα.

Τέταρτον, δεν θα έχει κανένα νόημα η προεκλογική εκστρατεία ενημέρωσης των πολιτών, αφού τα αποτελέσματα θα καθορίζονται από εν πολλοίς ανενημέρωτους για τις πραγματικές συνθήκες, τα επίδικα και τα πολιτικά προγράμματα πολίτες που απουσιάζουν από την Ελλάδα.

Βέβαια κάποιος κακεντρεχής θα έλεγε ότι αν δεν είναι ενημερωμένοι, να τους ενημερώνουμε καλύτερα – όχι να τους στερήσουμε την ψήφο. Αλλά αυτό θέλει μάλλον πολύ κόπο, ή είναι δύσκολο – τέλος πάντων, ας μην ψηφίζουν να τελειώνουμε. Έχουμε και δουλειες.

Πέμπτον, δεν έχουμε δώσει ψήφο στους μετανάστες που ζουν και εργάζονται πολλά χρόνια στην Ελλάδα και η μοίρα τους κρίνεται από τις πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων. Θα δώσουμε ψήφο σε ανθρώπους που έρχονται εδώ μόνο για τουρισμό; Θα καθορίζουν δηλαδή τις κυβερνητικές πολιτικές οι καταναλωτές τουριστικών υπηρεσιών και όχι οι εργαζόμενοι σε αυτές; Αυτό μοιάζει περισσότερο με αποικιοκρατικό όνειρο παρά με δημοκρατικό.

Α, πες το ντε, τώρα είναι σαφέστερο: ή το ένα θα έχουμε, ή το άλλο! Είναι πλεονεξία να έχουμε και μετανάστες που ζουν και εργάζονται εδώ ψηφοφόρους, και …τουρίστες. Οχι τουρίστες, να το πούμε σωστά: «καταναλωτές τουριστικών υπηρεσιών». Δεν είμαστε και τίποτις αποικιοκράτες…

(«καταναλωτές τουριστικών υπηρεσιών». Τι θράσος…)

Έκτον, τι θα εμποδίσει συν τω χρόνω τη δημιουργία ενός κόμματος των αποδήμων από πλούσιους και φιλόδοξους μεσσίες της διασποράς; Μόνο οι ψήφοι των αποδήμων και όσων πιστεύουν στους μεσσίες εντός των τειχών θα φτάνουν για να εξασφαλίσουν την πρωτιά στις εκλογές. Θα πρόκειται για ένα μείγμα αποικιοκρατίας και μπερλουσκονισμού.

Και άμα αυτοί φτιάξουν και κανα κόμμα; Είναι τόσοι πολλοί, μάλλον περισσότεροι από τα 7-8εκ ψηφοφόρων που έχουμε εδώ, που μπορεί και να κυβερνήσει! Είναι ένας σοβαρός κίνδυνος, και απορώ μ’ αυτούς που ξεκαρδίζονται με την προοπτική αυτοί. Μικρόμυαλοι. Μπερλουσκονίσκοι.

~

Πέραν της πλάκας (παρότι δεν είναι αστείο, το αντίθετο) μία τέτοια γνώμη θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί σθεναρά από την ίδια την κυβέρνηση. Κάτι που, όχι μόνο δεν έγινε, μα τουναντίον υπάρχει μία συγκαταβατική σιωπή που θα έπρεπε όλους να μας ανησυχήσει, και να μας ενεργοποιήσει.

Κλείνει ο συντάκτης το άρθρο του με το εξής:

Στο διά ταύτα: Η Ν.Δ. βλέπει ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πολιτική ηγεμονία σε αυτό τον λαό. Και, όπως θα έλεγε και ο Μπρεχτ, υπάρχει πάντα η δυνατότητα, αντί να αλλάξει η ίδια, να αλλάξει τον λαό. Με λίγη παρωχημένη εθνικοφροσύνη και κλασική πατριδοκαπηλία, με ελιτίστικη αντιμετώπιση του υπαρκτού λαού και την υπαγωγή του στο φαντασιακό Έθνος, θα προσπαθήσει να στριμώξει τον ΣΥΡΙΖΑ και να υπηρετήσει το μικροκομματικό της συμφέρον. Το ζήτημα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ τι θα κάνει: Θα δώσει ιδεολογικό αγώνα ενάντια στα αντιδημοκρατικά όνειρα της Ν.Δ. ή θα μιλήσει για «δίκαιο αίτημα των ομογενών που έχουν προσφέρει τόσα και τόσα στη μητέρα Πατρίδα»;

Λοιπόν, για να γίνει σαφές:

Τέτοιες θέσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται εν την γενέσει τους – και όχι μόνο σε επίπεδο λέξεων, μα κυρίως σε επίπεδο πράξεων, όχι μόνο συμβολικά αλλά και πρακτικά, και όχι μόνο γιατί αυτές οι θέσεις είναι απ’ άκρη σ’ άκρη λάθος, μα κυρίως γιατί είναι ταυτόχρονα και ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ.

Γιατί λάθος; Να το πούμε απλά: οι άνθρωποι που ζουν στο εξωτερικό, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΠΩΛΕΣΕΙ ΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Μπορούν κανονικά να έρθουν να ψηφίσουν, όπως και εμείς, ο,τι και αν ονειρεύονται, ο,τι και αν πιστεύουν, όσο ενημερωμένοι και αν είναι – ή δεν είναι, όσο ενδιαφέρον και να έχουν. Όλοι οι λόγοι που παρουσιάζονται, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΝΟΗΜΑ. Αυτό που ΔΕΝ μπορούν, είναι αν δεν πρόκειται για «εύπορους» ή «τουρίστες» και «καταναλωτές τουριστικών υπηρεσιών», είναι να βρουν τα ΧΡΗΜΑΤΑ και τον ΧΡΟΝΟ να ταξιδέψουν μέχρι εδώ.

Οι άνθρωποι αυτοί, πρέπει να έχουν έναν απλό τρόπο (έχει λυθεί αυτό το πρόβλημα σε άλλες, πιο προηγμένες χώρες, ας δούμε τις πράκτικές τους) ώστε η συμμετοχή να είναι όχι μόνο η ασφαλέστερη, μα και η μεγαλύτερη δυνατόν. Είναι εφικτό, απαιτείται ένα κόστος (μικρό, μεγάλο, πάντως απαραίτητο) και κυρίως η πολιτική βούληση για να γίνει.

Γι’αυτό το απλό συζητάμε…

Εκτός και αν δεν συζητάμε μόνο γι’ αυτό, αλλά για την απαρχή ενός ακόμα χειρότερου αποκλεισμού από τον οικονομικό, οπότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα…

Όπως το καταλαβαίνω με το φτωχό μου το μυαλό, το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι γονείς παλεύουν με όσα μέσα διαθέτουν να γλυτώσουν το παιδί τους από το να μην δεχθεί bullying, αλλά πολύ λίγοι καταλαβαίνουν ότι επίσης σημαντικό είναι το να το μάθουν πως μην το κάνει στους άλλους.

Δύο ανθρώπους πέταξαν στην θάλασσα στην Θεσσαλονίκη, γιατί τους έβλεπαν να πηγαίνουν προς την συγκέντρωση του Thessaloniki Pride, τις προηγούμενες ημέρες.

Αυτό που έχω εισπράξει κυρίως μέχρι τώρα, είναι γέλια, ειρωνεία – ένα γενικό «καλά τους έκαναν».

Εγώ πάλι, το μόνο που θυμάμαι, ήταν αυτό:

Οι νεαροί φωνάζουν και γελούν, ενώ τους φωνάζει ότι πονά και τους λέει να τον αφήσουν. Οι συμφοιτητές του ωστόσο δεν τον ακούν, αντιθέτως ξεσπούν σε γέλια και συνεχίζουν το “παιχνίδι” τους εναντίον του 20χρονου. Ο νεαρός αν και φωνάζει ότι πονάει, προσποιείται κάποια στιγμή ότι γελάει ίσως σε μια προσπάθεια να τους πείσει να τον αφήσουν.

Εμφανίζεται αμήχανος. Λέει πως δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια του. «Αφήστε με. Πονάω», παρακαλάει αλλά εκείνοι γελούν και δεν τον ακούν.

Ένας μυώδης νεαρός τον πιάνει κεφαλοκλείδωμα. Τον σηκώνει από το κρεβάτι και με δύναμη τον ξαπλώνει ξανά κάτω πιέζοντας με βία το κεφάλι του. Ο 20χρονος μοιάζει παραδομένος. Σαν να περιμένει μοιρολατρικά να τελειώσουν το “παιχνίδι” τους και να τον αφήσουν ελεύθερο.

Κάποια στιγμή ένας από τους νεαρούς ακούγεται να λέει «φτάνει. Αφήστε τον τώρα«. Λίγο μετά το μαρτύριο τελειώνει. Οι νεαροί, μαζί και εκείνος που τραβάει το βίντεο βγαίνουν από το δωμάτιο.

Αυτό, και δίκαια, το ονομάσαμε bullying και το καταδικάσαμε. Δεν είχε ούτε πλάκα, ούτε «καλά του έκαναν».

Αυτό, επίσης, μπορεί να μην το καταδικάσαμε όσο έπρεπε (ελάχιστες οι αναφορές, ελάχιστες και οι καταδίκες) αλλά τουλάχιστον μας τρόμαξε, μας ανησύχησε – το λιγότερο, δεν θα έμπαινε κανείς στην προσπάθεια να το ρίξει στην …πλάκα.

Τι αλλάζει;

Δύο άνθρωποι περπατούν στην παραλία Θεσσαλονίκης, και χωρίς κανέναν λόγο, δέχονται επίθεση και τους πετούν στην θάλασσα.

Έπρεπε να μην ξέρει κάποιος κολύμπι, πχ, και να πνιγεί για να γίνει σημαντικό και άξιο καταδίκης;

Αλλιώς είναι πλάκα, ειρωνεία, και ένα ατιμώρητο «καλά τους έκαναν» και καθαρίσαμε;