Τις τελευταίες μέρες – και όχι μόνο – γίνεται λόγος για την διευκόλυνση της ψήφου των ψηφοφόρων εκτός ελλάδος – και, όσο πλησιάζουμε σε μία απόφαση, τα επιχειρήματα νιώθω πως γίνονται όλο και πιο έντονα.

Κατέληξα να διαβάζω ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ακροδεξιοί, δεν έχουν καμία σχέση με το σήμερα, ότι είναι ξεκομμένοι από την ελληνική πραγματικότητα. Προσωπικά αισθάνομαι πως έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτό (αν βρω κατι αργότερα θα το συνδέσω στο άρθρο) μα αξίζει νομίζω να γίνω ξεκάθαρος για την θέση μου στο θέμα:

Είναι αδιανόητο να μην διευκολύνεις με όποιον τρόπο μπορείς την ψήφο ενός πολίτη με δικαίωμα ψήφου.

Αυτό είναι όλο. Δεν έχει καμία σημασία τι θέλει να ψηφίσει, πόσο ασχολείται, αν μιλάει ελληνικά ή έμαθε τα αμερικάνικα και ξέχασε όλα τα άλλα – κάθε πολίτης με δικαίωμα ψήφου, θα έπρεπε να διευκολύνεται με κάθε δυνατό τρόπο, να ασκησει αυτό το δικαίωμα.

Στην πραγματικότητα, για να το δούμε καθαρά, ΗΔΗ αυτός ο άνθρωπος, με όσα του σέρνει ο καθείς, ΜΠΟΡΕΙ να ψηφίσει. Πρέπει πιθανόν να πάρει άδεια, να πληρώσει εισιτήριο πήγαινε-έλα, να βρει το εκλογικό του τμήμα – ναι, είναι ταλαιπωρία και κόστος, αλλα σε καθε περίπτωση μπορεί να το κάνει.

Μπορεί, καθώς είναι ήδη εγγεγραμμένος σε κάποιον κατάλογο.

Αυτό που αλλάζει πρακτικά, είναι πως, αν για παράδειγμα πρέπει να έρθει στην Ελλάδα για να ψηφίσει, θα το κάνει ο πιο πλούσιος, ή εκείνος που έχει την δυνατότητα να λείψει από την δουλειά του – μία ορισμένη κατηγορία ανθρώπων. Αν πρέπει να φτάσει στο προξενείο ή στην πρεσβεία του, και μόνο εκεί να μπορέσει να ψηφίσει, ίσως, σε χώρες πχ όπως η Αυστραλία, αυτό να μην είναι εύκολο ή αυτονόητο.

Αυτό είναι όλο. Αυτή είναι αυτήν την στιγμή η μόνη διάκριση: η ευκολία ψήφου.

Θα δεχθώ να συζητήσουμε για το αν, ο τροπος που θα προταθεί για να ψηφίσουν αυτοί οι άνθρωποι είναι, τελικά, λανθασμένος. Πολύ ωραία, ας βρούμε έναν καλύτερο, πιο ασφαλή ή πιο αντιπροσωπευτικό.

Θα δεχθώ να ακούσω κάθε πρόταση για αλλαγή του νόμου, πχ. Κάποιος που δεν φορολογείται στην Ελλάδα να χάνει το δικαίωμα ψήφου – να το συζητήσουμε, με τα θετικά και τα αρνητικά του. Κάποιος που δεν έχει έρθει στην Ελλάδα σε χρονικό διάστημα μίας εικοσαετίας, ή που απέχει ήδη από περισσότερες από Χ ψηφοφορίες, εντός ή εκτός Ελλάδας, να το συζητήσουμε. Αλλά αυτό είναι αλλαγή των κανόνων – όσο ισχύουν οι κανόνες, πρέπει να είναι για όλους όσο το δυνατόν πιο εύκολο να τηρηθούν, και οι υποχρεώσεις, και τα δικαιώματα.

Άλλωστε, μία σκέψη για τον Έλληνα μετανάστη που έχει στερηθεί πρακτικά το όποιο δικαίωμα ψήφου του επειδή ακριβώς έφυγε από την Ελλάδα: Θα ήθελα, πχ, αντίστοιχη ευκολία για να ψηφίσουν και να αλλάξουν τις χώρες τους, να έχουν και οι πρόσφυγες εδώ. Κάθε άνθρωπος που φεύγει από την χώρα του, είτε για καλύτερη διαβίωση, είτε γιατι εκεί χάνει ανθρώπινα δικαιώματά του, είτε γιατί εκεί καταπιέζεται πολιτικά ή κοινωνικά, θα έπρεπε να έχει ίση φωνή με τους άλλους για την κατάσταση που επικρατεί και για τις αλλαγές που χρειάζεται. Για κάθε πρόσφυγα λοιπόν που βλέπω να χάνει την φωνή του, το πρόσωπό του και την ύπαρξή του εδώ, θα ήθελα να του δώσω την ευκαιρία να έχει γνώμη για να αλλάξει την πατρίδα του. 

Την ίδια ευκαιρία, προσωπική μου γνώμη είναι, ότι την δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι που έχουν την δημοκρατική τιμή να βρίσκονται σε έναν εκλογικό κατάλογο. Και δεν θέλω να την στερηθεί κανείς επειδή δεν είναι αρκετά πλούσιος, ή δεν έχει αρκετές δυνατότητες να εκφραστεί εκλογικά.

«Η αισθητική είναι ενιαία» λέει ο Λιάγκας. «Την δείχνουν γιατί είναι πολιτικά ορθό πια», συνηγορεί η Γκαγκάκη.

Γιατί; Γιατί μία ευτραφής κοπέλα, βρίσκεται σε εκπομπή για μοντέλα. «Φταίει κι αυτή που πάει στην εκπομπή», συνηγορεί ο Λιάγκας. «Είμαι υποχρεωμένος να την βλέπω να αλοίφεται με λάδια και να είναι στην παραλία σαν …διαφήμιση της Greenpeace;» αναρωτιέται ο παρουσιαστής.

Τι δηλαδή συμβαίνει;

Προφανώς, η εκπομπή θα τραβήξει νούμερα αν ακροβατήσει ανάμεσα σε απόψεις, και προφανώς, ότι η γυναίκα ειναι «φάλαινα» (μην κρυβόμαστε με την διαφήμιση της Greenpeace μεταξύ μας, να χαρείτε, ξέρουμε τι εννοεί ο παρουσιαστής) και δεν έχει καμία δουλειά με «αληθινά» μοντέλα είναι μία άποψη που την μοιράζονται αρκετοί ανάμεσά μας. Περισσότερο όμως με ανησυχεί, που η υποστήριξη της ενόχλησης αυτής, επαφύεται σε εκφράσεις όπως «ενιαία αισθητική» και «πολιτικά ορθό», που, υποσυνείδητα (ή όχι) παραπέμπουν σε άλλες ιδεολογίες, σαφώς πιο επικίνδυνες. Θα με ρωτήσεις -εύλογα- «μα τι άλλο θα μπορούσε να ειπωθεί, αφού μια ‘χοντρή’ θέλουν να εξευτελίσουν», και θα σου απαντήσω ότι τελικά το πρόβλημά μου είναι ο τηλεθεατής.

Γιατί αυτός που ακούει τις απαράδεκτες αυτές εκφράσεις θα δυσκολευτεί να κατανοήσει ότι «ενιαία αισθητική» ούτε υπάρχει, ούτε πολύ περισσότερο επιβάλλεται, ότι (πολύ σημαντικό!) αυτό που λοιδορείται ως «πολιτικά ορθό», πολύ συχνά είναι αποτέλεσμα μίας μάχης που δόθηκε με πολύ μεγάλες απώλειες, κόντρα σε μία αδικία που επικράτησε ως νόρμα, και κυρίως ότι το «και αυτή φταίει», συνήθως καταληγει με άνεση στο «αυτή φταίει» – προωθώντας, χωρίς να γίνει αντιληπτό, μιας ευθύνης προσωπικής αυτολογοκρισίας απέναντι σ’ αυτό το θολό «ενιαία αισθητική» – όπως το ορίζει ο καθένας τους.

Το να κοροιδεύει κάποιος μία κοπέλα που έχει περισσότερα κιλά είναι άσχημο, το να το κάνει για τα νούμερα είναι χειρότερο, αλλά το να το κάνει με αυτήν την (επικίνδυνη, κατ’ εμέ) ρητορική, είναι τρομακτικό.

Εδώ η κριτική για την παρουσία της:

Ας ξεκινήσουμε ξεκαθαρίζοντας κάτι: Όλοι, από όπου και αν προέρχονται (πλούσιοι, φτωχοί, αγράμματοι, μορφωμένοι, από ιδιωτικά πανεπιστήμια ή κρατικές σχολές) κρίνονται πρωτίστως για το έργο τους, όχι για την διαδρομή τους. Ένας φτωχός δεν θα σκεφτεί απαραίτητα τους φτωχούς, ένας πλούσιος δεν θα προσπαθήσει απαραίτητα να προστατέψει την τάξη του – και πάει λέγοντας. Οι πράξεις τους είναι αυτές που λαμβάνονται υπόψιν, όσο τουλάχιστον αφορά την δική μου, προσωπική μου αξιολόγηση.

Το ληξαμε αυτό; Ας το ελπίσουμε. Πάμε τώρα στο προκείμενο:

Ο Κώστας Καραμανλής, νέος Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΠΟΤΕ ότι είναι «αποβράσματα» όσοι χρησιμοποιούν τις δημόσιες συγκοινωνίες χωρίς να πληρώνουν εισιτήριο. ΠΟΤΕ. Αυτό είναι μία μετάφραση της είδησης που πλησιάζει τα όρια του fake news, και θα σας εξηγήσω μετά την διαφορά: ΠΟΤΕ όμως δεν είπε ότι τους θεωρεί ο ίδιος «αποβράσματα».

Μην δεχθείτε τον λόγο μου γι’ αυτό, ας αρκεστούμε όλοι μαζί στην κουραστική, πλην τίμια απομαγνητοφώνηση:

[…] και μάλιστα, αυτό που σκεφτόμαστε να κάνουμε, είναι κάτι το οποίο έχει συμβεί στην Γαλλία, είναι να υπάρξει μία πολύ μεγάλη διαφημιστική καμπάνια -και στην Αμερική- για τους λεγόμενους τζαμπατζήδες κ. Πορτοσάλτε, δηλαδή το ζήτημα δεν είναι να έρθω εγώ να σε πιάσω, το ζήτημα είναι ότι ο ίδιος ο άνθρωπος που κάνει, ε, αυτήν την πράξη, πρέπει να νιώθει, ως, απόβρασμα της κοινωνίας, δεν είναι δυνατόν, να μπαίνουμε, τζάμπα, στο μετρό.

Όλη η συνέντευξη εδώ, το απόσπασμα στο 15:32″

ΔΕΝ λέει λοιπόν ότι είναι αποβράσματα. Λέει όμως ξεκάθαρα, ότι το κράτος πρέπει να οργανώσει μία διαφημιστική καμπάνια, στην οποία να παρουσιάζονται ως αποβράσματα. Η διαφορά εδώ είναι τεράστια, και επιτρέψτε μου να επιχειρηματολογήσω.

Το αν ο Καραμανλής τους θεωρεί «αποβράσματα» ή όχι, είναι πρωτίστως δική του υπόθεση. Μπορεί να πιστεύει ο,τι θέλει, θα τον κρίνω, θα του την πω αν τελικά διαφωνώ μαζί του, και θα προσέξω (ως πολίτης λέμε τώρα) πολύ καλά να μην περάσει την δική του, προσωπική θέση, ως ενέργεια του κράτους όλων μας – εν πολλοίς να μην τους αντιμετωπίσει ως «αποβράσματα».

Όμως εδώ ο Υπουργός λέει κάτι άλλο, βαθύτερο. Λέει ότι θα κάνει ενέργειες, ως κράτος, ώστε να πείσει τους πολίτες (τους ίδιους που παρανομούν, και όλους εμάς τους υπόλοιπους) να τους δούμε και να τους αντιμετωπίσουμε ως «αποβράσματα».

~

Ακούστε, γενικά θα συμφωνήσω σε κάτι, για να εξηγούμαστε: Είναι παράνομο να μην πληρώνεις εισιτήριο όταν χρησιμοποιείς μία υπηρεσία. Μπορώ να δεχθώ αγγόγυστα και την άλλη πλευρά, που λέει «τα έχουμε χρυσοπληρώσει με τους φόρους μας» κλπ – αλλά η μάχη αν το πιστεύει κανείς αυτό δίνεται πάντα στο «να μην υπάρχει εισιτήριο για κανέναν», κεντρικά και δομικά δηλαδή – όχι να μην υπάρχει μόνο για όσους δεν φοβούνται να επαναστατήσουν σ’ αυτό που θεωρούν δίκαιο (όπως έγινε και με τις μπάρες).

Ανεξαρτήτως αντίδρασης, το κράτος έχει υποχρέωση (κατ’ εμέ, για σας μπορεί να είναι αλλιώς) να προστατεύει τους πολίτες που έχουν ανάγκη να μετακινηθούν, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να το πράξουν. Άνεργοι, άνθρωποι που μπορεί να εργάζονται – αλλά έχουν χαμηλά εισοδηματικά κριτήρια, κλπ είναι για μένα θεμιτό και φρόνιμο, να έχουν πρόσβαση σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτήν που μπορεί να διανύσουν με τα πόδια, πχ. Και πρακτικά (ή τεχνοκρατικά, αν θέλετε) να το σκεφτεί κανείς, κάποιος που δεν μπορεί να πληρώσει εισιτήριο, και είναι νομοταγής, δεν θα το κάνει – και αυτό θα δημιουργήσει δύο στρεβλές καταστάσεις: ο ίδιος δεν θα μπορεί να δουλέψει πχ σε μεγαλύτερες αποστάσεις, ή δεν θα εχει χρόνο να ξεκουραστεί, να περάσει με την οικογένειά του – κάτι αρκετά αντιπαραγωγικό αν θέλετε να το δούμε με αριθμούς, και το μέσο, πχ το τραίνο ή το λεωφορείο, θα ταξιδέψει την ίδια απόσταση έτσι και αλλιώς – αλλά άδειο και εν πολλοίς άχρηστο.

Είμαι σίγουρος ότι σε κάποιες «μοντέρνες, προηγμένες, παραγωγικές χώρες» θα έχουν ήδη αναλάβει τα έξοδα ώστε αυτές οι ομάδες που χρήζουν προστασίας να έχουν και αντίστοιχες ευκολίες στην μετακίνησή τους στις μεγάλες αχανείς πόλεις.

Όμως εδώ δεν συζητάμε το αν πρέπει και ποιοι να προστατεύονται από ένα ας το πούμε δικαίωμα μεταφοράς. Συζητάμε αποκλειστικά τι εικόνα πρέπει να έχει ο κάθε παραβάτης, και αν και πως το κράτος και πολίτες πρέπει να τον αποπέμψουν, ή να τον βοηθήσουν.

~

Προσωπικά θεωρώ ότι η σπίλωση μίας τέτοιας διαδικασίας, χωρίς να ληφθούν υπόψιν τα χαρακτηριστικά που οδηγούν σ’ αυτήν την πράξη, είναι μία εξαιρετικά σοβαρή, και ιδιαιτέρως επικίνδυνη διαδικασία. Όπως (θα έπρεπε να) μας έχει διδάξει πχ η αντίστοιχη που έγινε από το κράτος όταν συνελήφθησαν οι λεγόμενες «οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες» πριν από μερικά χρόνια, όταν το κράτος στοχοποιεί, και μάλιστα σε μία τόσο ευρεία ομάδα, τα πράγματα μπορούν να πάνε μόνο άσχημα.

Ιδίως αφού ο στόχος – όχι μία παράπλευρη απώλεια, αλλά αυτός καθ’ αυτός ο στόχος – είναι η υποβάθμιση πολιτών ως «αποβράσματα», η «εκπαίδευσή» μας να τους βλέπουμε εμείς ως τέτοιους και εκείνοι τον εαυτό τους, κάτι που θα οδηγήσει – ξανά, όχι ως πιθανή εξέλιξη, αλλά ως επι τούτου προσδοκόμενο αποτέλεσμα – να διχαστεί και να οδηγηθεί σε ακραίες σκέψεις (ειδικά με λέξεις όπως «αποβράσματα») μία ολόκληρη κοινωνία.

Μία κοινωνία που ήδη, στο παράδειγμα του 19χρονου Θανάση Καναούτη που σκοτώθηκε προσπαθώντας να γλυτώσει τον έλεγχο εισιτηρίων (ή δολοφονήθηκε από ελεγκτές σύμφωνα με τις καταγγελίες), η κοινωνία μας μάλλον μοιράστηκε (ελπίζω όχι ισόποσα) για το αν είχε ευθύνη – ακόμα και για το αν καλά έπαθε.

Η μαγιά πάνω στην οποία θα δούλευε μία τέτοια διαφημιστική καμπάνια θέλω να πω, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα …επικοδομητική.

Ελπίζω και εύχομαι η αρχική σκέψη του Υπουργού να μην γίνει πράξη. Προσωπικά, αμφιβάλλω αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να μην τεθεί επι χάρτου, αλλά τουλάχιστον ελπίζω οι αντιδράσεις να οδήγησαν (ουσιαστικά, και όχι μόνο στο επίπεδο της συγνώμης) σε δεύτερες σκέψεις. Αλλά εδώ μιλάμε για το πρακτικό κομμάτι, και θα μου επιτρέψετε μία επιπλέον ανησυχία για το θεωρητικό επίπεδο στο οποίο προτίθεται να κινηθεί στο μέλλον η καινούργια κυβέρνηση: Φοβάμαι πως η στοχοποίηση εν γένει δεν θα είναι αποτέλεσμα ατυχών σκέψεων, αλλά προσεκτικού σχεδιασμού.

Και μία κοινωνία που εκπαιδεύεται να ορίζει μερίδα της ως «αποβράσματα» δεν μπορεί να φέρει τίποτα καλό, για κανέναν μας.

Υ.Γ.: Εδώ, η απολογητική δήλωση του Κ.Καραμανλή μετά τις αντιδράσεις για την αρχικη του θέση.

Λίγες μόλις ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, αυτές στις οποίες καταλήγει κάθε προεκλογική περίοδος που ξεκινά την αμέσως επομένη των εκλογών, νιώθω την ανάγκη να περιγράψω τις σκέψεις μου για τούτες τις εκλογές, έτσι ώστε να τα διαβάζω στο μέλλον, να μοιράζομαι λίγο πως ένοιωθα, πως σκεφτόμουν και πως ζούσα τον Ιούλη του 2019.

Κάθε απολογισμός του παρελθόντος, κάθε κατανόηση του παρόντος, κάθε ελπίδα ή στόχος για το μέλλον, ορίζεται κυρίως από το τώρα • από το πως βλέπεις τα πράγματα αυτήν την στιγμή. Αύριο η οπτική αλλάζει, χθες ήταν αλλιώς, ωριμάζουμε εμείς ή αναδιοργανώνεται η ζωή γύρω μας, οι προσλαμβάνουσες αυξάνονται, τα βλέπεις αλλιώς. Μόνο αν ξέρεις πως αισθανόσουν τώρα μπορείς να κατανοήσεις γιατί κάνεις ο,τι κάνεις τελικά, γιατί βλέπεις τα πράγματα έτσι, γιατί ορίζεις αυτές τις προτεραιότητες και όχι άλλες.

Ας δούμε πρώτα το παρελθόν.

Πουλήσαμε βλήματα στην Σαουδική Αραβία, κάναμε δώρο στα κανάλια τον φόρο του 20% που τους αναλογούσε, δεν αλλάξαμε, ως οφείλαμε, την κολπική εξέταση στις κρατούμενες γυναίκες, δεν δικαιώσαμε τις Αμαλίες, αφήσαμε τους ανθρώπους να σκοτώνονται ατιμώρητα για τις ομάδες τους και τους πληρώσαμε γι’ αυτό μέσω της ΕΡΤ, αφήσαμε τα ΕΛΠΕ ατιμώρητα και ξεχάσαμε τον θάνατο τεσσάρων ατόμων (ξανά: Δευτεραίος, Delilaj, Αβράμπος, Μαγγούρας), δεν διαχωρίσαμε το κράτος από την θρησκεία, συνεχίσαμε τις απελάσεις προς την Τουρκία (ακόμα και εκτός νομίμων διαδικασιών), όχι μόνο το Mall συνεχίζει να λειτουργεί, αλλά ο πρωθυπουργός επιχαίρει πως οι δουλειές με τον άνθρωπο που το εμπνεύστηκε και το δημιούργησε έγινε ο,τι είναι δυνατόν για να συνεχιστούν απρόσκοπτα και στο Ελληνικό, κάναμε δωράκι την άρση της προστασίας από τα τυχερά παιχνίδια, το μνημόνιο ψηφίστηκε fast-track, δεν σταμάτησαν (παρότι μειώθηκαν) όπως είχε υποσχεθεί, εκατόν ένας οι νεκροί στην πυρκαγιά στο Μάτι, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τα πολυνομοσχέδια, και οι διατάξεις σε άσχετους νόμους, δεν προχώρησε η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου για να δούμε πως φτάσαμε να χρωστάμε τόσα χρήματα, τα φραουλοχώραφα δεν έχουν βελτιωθεί – οι συνθήκες παραμένουν απαράδεκτες, ακόμα καίγονται άνθρωποι γιατί κρυώνουν, δεν προστατευτήκαμε από τα κάθε luxleaks και τα Paradise Papers που φοροαποφεύγουν ζημιώνοντας την οικονομία μας, τα αυθαίρετα ακόμα εξαγοράζονται με φόρους και πρόστιμα, οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα να δεσμεύουν χρήματα από τον λογαριασμό πολιτών, και για δικές τους υποθέσεις, και για οφειλές προς το κράτος – ούτε καν υποχρεούνται να ενημερώσουν τον καταθέτη, ούτε να έχουν την σύμφωνη γνώμη του, ο ΕΝΦΙΑ παραμένει ως φόρος – ενοίκιο ιδιοκτήτη στο κράτος, τα ΜΑΤ δεν φέρουν ακόμα διακριτικό αριθμό για να εντοπίζονται τυχόν παράνομες πράξεις τους (όπως αυτές στον Μάριο Λώλο και τον Μανώλη Κυπραίο), παραμένει ως φόρος και ο φόρος επί της κινητής τηλεφωνίας, άνθρωποι πεθαίνουν ακόμα στο Κολαστήριο (ατιμώρητα) για ένα χαλασμένο δόντι, φερθήκαμε αισχρά στην Μόρια και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αποδεχθήκαμε τους νεκρούς της, (δεν) γίναμε σοφότεροι στην αναισθησία μας, τους αφήσαμε να παγώσουν απροστάτευτοι, τους εκδικηθήκαμε , «κρατικοποιήσαμε» το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για χρέη που κανείς δεν έχει ελέγξει πως έγιναν, περάσαμε την δημόσια περιουσία για 99 χρόνια σε μία εταιρία εξυπηρέτησης του χρέους και όχι των πολιτών, η Αμυγδαλέζα δεν έκλεισε (και άνθρωποι ακόμα έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας εκεί, εικοσιτέσσερις πνιγμένοι στην Μάνδρα, ακόμη πληρώνουμε για εξοπλισμούς, η Ελληνικός Χρυσός ακόμα σκάβει, χτίζει, κόβει δέντρα, και συνεχίζει το έργο της, οι άνθρωποι διαχωρίζονται ανάλογα με το με ποιο φύλο προτιμούν να ερωτεύονται για το αν θα αναθρέψουν παιδιά, το Μαξίμου παρέμεινε κομματικό όργανο , οι ελεύθεροι επαγγελματίες προπληρώνουν τον φόρο για την επόμενη χρονιά(!), ακόμα η φορολογία στο πετρέλαιο θέρμανσης είναι υψηλή, η υπόθεση Χαϊκάλη παραμένει στο συρτάρι της εισαγγελίας, η Frontex ελέγχει τα σύνορά μας, ο Οδυσσέας, το εθελοντικό σχολείο της Θεσσαλονίκης ακόμα χρωστάει το παράλογο πρόστιμο που του έχει επιβληθεί (και, αν δεν χρωστάει πια, είναι γιατί θα το έχει αποπληρώσει όλο, παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις), τα κανάλια δεν τιμωρήθηκαν ουσιαστικά όταν τα έπιασαν να ορίζουν την πραγματικότητα αντί να την περιγράφουν, ούτε και οι δημοσιογράφοι , ο φράκτης στα βόρεια σύνορά μας παραμένει ακόμα εκεί, οι εφοπλιστές (δεν) πληρώνουν όσα οι ίδιοι κανονίζουν ως… «φόρο», οι διευθύνσεις στα Κολαστήρια και στα ΑΤ που αποδεδειγμένα βασάνιζαν κόσμο παραμένουν ατιμώρητες….

….και τόσα πολλά άλλα, που δεν θυμάμαι καν. Μία τετραετία πλήρης, με οφειλές για το μέλλον, με υποσχέσεις που δεν ολοκληρώθηκαν, με όνειρα που δεν έγιναν πράξη.

~

Ας δούμε όμως και το παρόν.

Ζούμε (για εμένα), στο κατώφλι των χειρότερων εκλογών που έχω βιώσει. Ξέρω καλά ότι τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα όταν ο Παπανδρέου και ο Μητσοτάκης ήταν αντίπαλοι, μα τότε τα ζούσα ως έφηβος, πιο αποστασιοποιημένα, πιο ονειρικά: Τώρα, τίποτα ονειρικό δεν έχει μία μιντιακή υστερία να ψηφιστεί ο εκλεκτός της καρδιάς τους, να βάζουν υποψηφιότητα άνθρωποι που ελέγχονται από την δικαιοσύνη – και στο ευρωκοινοβούλιο να εκλέγονται κιόλας, τίποτα αθώο δεν έχει η απόλυτη συντηρητικοποίηση του πολιτικού και κοινωνικού λόγου, η επιστροφή στο παρελθόν του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», με δόσεις «Μαδούρων», «ακροαριστερών φίλων της τρομοκρατίας» και «έκφυλων».

Μπορεί, δεν ξέρω, όλο αυτό να έχει ξεκινήσει πιο νωρίς – μπορεί. Μα μετά από δέκα χρόνια απόλυτης εξαθλίωσης, δημοκρατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το να υπερασπιζόμαστε ακόμα τον διαχωρισμό της ευθύνης της πράξης απέναντι στην ευθύνη της φυλής, το δικαίωμα στην σεξουαλική αυτοδιάθεση, το να μην θεωρούμε όποιον διαφωνεί μαζί μας «εχθρό της πατρίδας» – είναι μία μάχη που δυσκολεύομαι πολύ να βρω τις αντοχές να την δώσω.

Ο πολιτικός χάρτης, μοιάζει μάλλον ζαλισμένος:

Στα δεξιά, ο συντηρητισμός πλέον υψώνει την φωνή του, με όλα τα νέα στελέχη που τον εφοδιάζει: Είτε πρόκειται για alt-right ανερχόμενες προσωπικότητες, όπως ο Μπογδάνος, είτε πρόκειται για καινούργιους προέδρους κομμάτων όπως ο Βελόπουλος, από την νέα βουλή όχι μόνο δεν θα λείψει η συντηρητική ατζέντα, μα θα έχει κυρίαρχο λόγο. Αν βγει κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, που στα ψηφοδέλτιά της ο συντηρητισμός έχει βροντερή φωνή, τότε να περιμένουμε και αντίστοιχη πολιτική ως κυβέρνηση.

Οι ναζί όχι μόνο -ανεξαρτήτως του εκλογικού ποσοστού που θα πάρουν στις εκλογές που έρχονται- ενσωματώθηκαν πάλι στην καθημερινότητά μας από την κερκόπορτα του Μακεδονικού θέματος αλλά έγιναν και όχημα και για τις δύο πλευρές της υπόθεσης: οι κατά της συμφωνίας χρειάζονταν στρατιώτες, οι υπερ έναν φρικτό εχθρό. Οι πεντακόσιες χιλιάδες ψήφοι που συγκέντρωσε στο παρελθόν, ακόμα και αν δεν πάνε εκεί, θα μοιραστούν στα υπόλοιπα συντηρητικά κόμματα.

Στο λεγόμενο κέντρο, μάχονται ΚΙΝΑΛ και Λεβέντης, αν και η μάχη είναι μάλλον άνιση. Ο Λεβέντης έδειξε ο,τι είχε να δείξει – και φαίνεται πως δεν θα πείσει άλλους ψηφοφόρους. Το ΚΙΝΑΛ (ας το λέμε ΠΑΣΟΚ για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας) έπαιξε καλά το χαρτί «υπάρχουμε» -κυρίως με την αποπομπή Βενιζέλου- το χαρτί «θα μας χρειαστείτε», καθώς προσβλέπει σε μία μη αυτοδύναμη κυβέρνηση στις 8 του Ιούλη όπου η παρουσία του θα είναι αναγκαία, και τραβάει από τους παλιούς χωρίς απαραίτητα να μπορεί να δημιουργήσει καινούργιους ψηφοφόρους.

Οι αριστερές εναλλακτικές από την άλλη μοιάζουν αδύναμες. Η ΛΑΕ και η Πλεύση δεν έχουν αρθρώσει πειστικό λόγο στους πολλούς, λειτουργούν κυρίως με αρχηγικές δομές, έχουν μεν πλάνο, δεν ξέρω όμως κατά πόσο είναι εφικτό ή/και ξεκάθαρο – και χάνουν τους λιγότερο σκληρούς αριστερούς με την στάση τους σε θέματα όπως πχ στο Μακεδονικό. Το ΜέΡΑ25, the new kid on the town, μοιάζει να κερδίζει με ένα πιο ανοικτό πρόγραμμα, αλλά φαίνεται πως τον διακατέχει η ίδια ασθένεια με τους άλλους, καθώς έχει ιδιαιτέρως προσωποκεντρική δομή, προχειρότητα στις επιλογές προσώπων λόγω της πίεσης του χρόνου, και η οικονομική του πολιτική φαίνεται πως δεν κατάφερε να είναι αρκετά απλή ώστε να την κατανοήσουν πλήρως όλοι.

Το ΚΚΕ …παραμένει το ΚΚΕ, ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό. Εξίσου συντηρητικό με το πρόσφατο παρελθόν του -για άλλους καλό αυτό, για άλλους κακό- έχει μία γραμμή, την κρατάει, και μένει να φανεί αν θα το εισπράξει σε επιπλέον ψήφους ή όχι.

Ποτάμι και ΑνΕλ δεν κατεβαίνουν σ’ αυτές τις εκλογές, καθώς η προηγούμενη τετραετία τα πλήγωσε βαθιά δημοσκοπικά, θα έλεγα για τελείως διαφορετικούς λόγους.

Αυτή η πολιτική εικόνα για μένα είναι ιδιαιτέρως απογοητευτική. Υπήρξε μία έντονη μεν, πλήρης δε τετραετία, χρόνος ικανός για να δομηθεί ένας νέος πολιτικός λόγος, μία πολιτική πρόταση που θα μπορούσε να αναλύσει ήρεμα τι έγινε, γιατί έγινε, και να καταθέσει προτάσεις για να μην ξαναγίνει. Να συγκεντρώσει ανθρώπους που έμειναν έξω (κυρίως για πολιτικούς λόγους) από την διαδικασία, να τους πείσει να συμμετάσχουν, να τους δώσει βήμα να μιλήσουν αυτοί που δεν ακούστηκαν ως τώρα – αν υπάρχουν, και όσοι υπάρχουν. Αυτό βέβαια, ως προϋπόθεση, θα είχε και το να μπορούμε και εμείς ως ψηφοφόροι να καταλάβουμε ΤΙ έγινε, ΓΙΑΤΙ έγινε, και κυρίως πως δεν θα ξαναγίνει, και, φυσικά, την ξέρετε την άποψή μου, ήταν άλλη μία χαμένη τετραετία καθώς δεν φαίνεται πως μάθαμε τίποτα.

Η δικαιοσύνη δεν βρίσκεται στις καλύτερες ημέρες της και η δημοκρατία λιώνει από το ίδιο της το οξύ των πολιτικών της.

Και όλα αυτά, κυρίως επειδή ο μεγάλος χαμένος παραμένει η δημοσιογραφία.

Μονοπώλια μιντιακής επικοινωνίας, που συνήθως εξυπηρετούν τους δικούς τους σκοπούς, θάβουν όποια είδηση δεν θέλουν να ακουστεί, αναγάγουν σε πρώτο θέμα όποια είδηση εξυπηρετεί τα πλάνα τους, δημιουργούν ειδήσεις αν χρειαστεί να ενισχύσουν την άποψή τους. Εδώ και πολλά χρόνια, δεν εξυπηρετείται η αλήθεια – και, όσο γίνεται αυτό, ούτε η δικαιοσύνη, ούτε η δημοκρατία έχουν καμία τύχη.

Παρότι αυτό παλιότερα θα έμοιαζε απίθανο, είμαι πεπεισμένος ότι σήμερα η δημοσιογραφία είναι στο χειρότερό της σημείο, και δυστυχώς χωρίς κανένα φανερό σημάδι ανάκαμψης από αυτήν την απογοητευτική θέση. Αντιθέτως.

~

Να δούμε όμως: τι αύριο θέλουμε;

Αντί να μου πουν οι άλλοι τι αύριο μου προτείνουν, οφείλω, μετά από τόσα χρόνια, να το ζητήσω εγώ. Ξέρω τι θέλω, ξέρω και από ποιον μπορώ να το ζητήσω και από ποιον όχι. Ξέρω πως κάπου συμφωνώ με τους άλλους, και κάπου διαφωνώ. Και όπως κάνω σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, το καταθέτω για να είμαι τίμιος και αύριο με όσα ζητάω:

Θέλω όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως κάθε φυσικού ή τεχνητού διαχωρισμού να έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα. Θέλω να έχουν το δικαίωμα να σκέπτονται ελεύθερα, να τιμούν τους θεούς τους και να οργανώνουν πολιτικά τα θέλω τους, να αγαπούν όποιον θέλουν και να μην υφίστανται διαχωρισμούς γι’ αυτό. Θέλω να έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι στον νόμο, όπως θα έχω και εγώ ως κράτος απέναντι στ’ αυτούς. Θέλω η κυβέρνησή μου να τους παρέχει υγεία, παιδεία, στέγη και φαγητό ως οφείλει, ανεξαρτήτως της οικονομικής και νομικής τους κατάστασης και να μην καταστέλλει τις αντιδράσεις τους όταν τους στερούνται αυτά τα βασικά, ανθρώπινα δικαιώματα.

Θέλω μια οικονομία που να προστατεύει τον αδύναμο, συγκεντρώνοντας από τον πιο ισχυρό, αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπει σε όλους να κερδίσουν από τις ιδέες τους. Θέλω να προστατεύει τον εργαζόμενο αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπει στον εργοδότη να λειτουργεί με νόμους προκαθορισμένους, που δεν αλλάζουν κάθε χρόνο. Θέλω ίση επιχειρηματική μεταχείριση σε όλους, χωρίς χάρες σε ημέτερους και φίλους. Θέλω βασικές δομές, όπως η υγεία, η παιδεία, η ενέργεια, το νερό να καλύπτουν κρατικά και αξιοπρεπώς τις βασικές ανάγκες όλων με την οικονομική στήριξη όλων των πολιτών.

Θέλω ο πολίτης να μπορεί να διαμαρτύρεται, χωρίς να φοβάται για την σωματική του ακεραιότητα. Θέλω οι ενστάσεις του όχι απλώς να επιτρέπονται, αλλά να προστατεύονται και να δίνεται η δυνατότητα να εκφράζονται όσο πιο ξεκάθαρα και δυνατά γίνεται.

Θέλω η κρατική βία να ελέγχεται πλήρως, και πιο αυστηρά από κάθε άλλη βία, και οι τιμωρία όσων εκμεταλλεύονται την δυνατότητα για να ασκείται κρατική βία, να είναι παραδειγματική. Θέλω οι κρατικές αρχές να είναι υπεύθυνες και υπόλογες για την ασφάλεια και την ισονομία για κάθε πολίτη που έχει στερηθεί για οποιονδήποτε λόγο τα δικαιώματά του.

Θέλω να διαχωριστεί το κράτος από την θρησκεία. Οι πολίτες (να) έχουν δικαίωμα στον/στους θεούς τους, χωρίς αυτό να αποτελεί κρατική υποχρέωση και/ή δέσμευση.

Θέλω οι τραπεζικές δομές να ελέγχονται πλήρως. Θέλω η πρόσβαση στο χρήμα να είναι εφικτή για όλους με τους ίδιους όρους και τους ίδιους κανόνες. Θέλω ξεκάθαρες και διαφανείς διαδικασίες ελέγχου και λειτουργίας.

Θέλω η πολιτική ζωή του τόπου να ελέγχεται πιο δίκαια. Θέλω να υπάρξουν επιτροπές δικαστών, και όχι πολιτικών φίλων που θα καθορίζουν αν μία παράβαση βουλευτή είναι ή δεν είναι πολιτική δίωξη.

Θέλω κάθε άνθρωπος που γεννήθηκε εδώ, να έχει τα ίδια δικαιώματα με όλους εμάς. Να μπορεί να ψηφίζει, να έχει πατρίδα και τους ίδιους κανόνες και δικαιώματα όπως όλοι οι υπόλοιποι από εμάς. Θέλω κάθε άνθρωπος που φτάνει ως εδώ, να αντιμετωπίζεται με σεβασμό. Να έχει εγγυημένο ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και δικαιωμάτων, να του δίνεται ελευθερία και η ευκαιρία αν θέλει να ταξιδέψει αλλού, ή να διεκδικήσει άσυλο με την ελάχιστη ταλαιπωρία και να το παίρνει όσο πιο εύκολα είναι δυνατόν αν το δικαιούται.

Θέλω κάθε κρατική δαπάνη να είναι διαφανής, δημόσια, δικαιολογημένη και ελεγχόμενη.

Θέλω ο κάθε άνθρωπος να έχει το αυτονόητο δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση. Το κράτος να τον προστατεύει όταν το ζητά, αλλά να μην τον τιμωρεί για πρακτικές και τρόπους ζωής όταν κάνουν κακό μόνο στον ίδιο, και όχι στους ανθρώπους γύρω του.

Θέλω σεβασμό στο κοινοβούλιο. Θέλω να μην έρχονται νομοσχέδια από το παράθυρο, να δίνεται αρκετός χρόνος στους πολίτες να μελετήσουν αν θέλουν τους νόμους και η δυνατότητα να εκφέρουν απόψεις, αντιρρήσεις και προτάσεις.

Θέλω να μπορούν να ψηφίζουν όλοι, όπου και αν βρίσκονται στον κόσμο, εφόσον έχουν τα εκλογικά τους δικαιώματα, με τον πιο εύκολο, ξεκάθαρο και ιδιωτικό τρόπο.

Θέλω να μάθω πως φτάσαμε εδώ. Θέλω να ξέρω τις ευθύνες του κράτους, να αποδοθούν και να τιμωρηθεί κάθε παρανομία και αβλεψία στον βαθμό που πρέπει, και να επισημανθεί για να διορθωθεί κάθε αστοχία.

Θέλω το κράτος μου να αποσυνδέσει το κόμμα από την εξουσία. Θέλω οι κυβερνήσεις μου να αντιμετωπίζουν τον πολίτη ως αφεντικό και εντολοδόχο, και όχι ως ψηφοφόρο. Θέλω ένα κράτος που συμπεριφέρεται χωρίς «εμείς και αυτοί».

Αυτά θέλω εγώ. Ο καθένας μπορεί να θέλει κάτι άλλο – κάπου να συμφωνεί κάπου να διαφωνεί • όπως έχω ξαναπεί, μία ψήφο εγώ, μία ψήφο και ο καθένας από τους αναγνώστες μου. Ας διεκδικήσουμε όσα πιστεύουμε ότι μας αξίζουν, και ας σταθούμε τίμιοι στα θέλω μας, ώστε το κόμμα που θα κερδίσει την εξουσία, να το ελέγξουμε ως κόμμα όλων μας, όλων των πολιτών και όχι ως «δικό μας ή δικό τους».

Καλή ψήφο σε όλους μας.

Τι δεν έχω καταλάβει; Η Μοροπούλου υποψήφια βουλευτής της ΝΔ εισέπραττε σύνταξη χηρείας. Παρότι άλλαξε ο νόμος το 2010, συνέχιζαν να τις καταβάλλουν το ποσό στον λογαριασμό της.

Το 2017, έγιναν (από την ίδια, από ότι καταλαβαίνω, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το σκεπτικό μου) ενέργειες για να μην εισπράττει το ποσό αυτό.

Γιατί όλη αυτή η φασαρία;

Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι έχει η ίδια ευθύνη για την άγνοια της αλλαγής του νόμου – δεν είναι δα ότι ήταν βουλευτής τότε η γυναίκα για να έχει επηρεάσει κάτι, ή να πρέπει να διαβάσει κάτι. Ο νόμος λέει ότι έχει – θαυμάσια, οφείλει να επιστρέψει το ποσό, και η ίδια το αποδέχεται (επιμένω στην θέση μου ότι δεν φταίει αυτή, και δεν θα έπρεπε να τιμωρηθεί με τόκους κλπ – αλλά, άσχετο).

Το κράτος όμως της κατέβαλλε τα χρήματα, δεν πήρε η ίδια ένα πιστόλι να τα κλέψει. Μεγαλύτερη -αν όχι αποκλειστική- ευθύνη έχει εκείνο λοιπόν, οι υπεύθυνοι που έπρεπε να ελέγχουν που πάνε τα χρήματα και γιατί (θυμίζω, 2010-2017, οι στιγμές που το κρατικό χρήμα έλειπε από παντού).

Η Μοροπούλου, γιατί φταίει; Γίνονται ενέργειες να επιστρέψει τα χρήματα, όλα αυτά γίνονται ήδη από το 2017, η ίδια δεν διεκδικεί να τα κρατήσει (ξανά: θα το έβρισκα απολύτως λογικό), γιατί της επιτιθέμεθα;

Ψάχνουμε να μισούμε μου φαίνεται, και, εκλογικά πάντα, καθόλου σε καλό δεν θα μας βγει αυτό…

Στον απόηχο των Ευρωεκλογών/Περιφερειακών/Δημοτικών εκλογών, και μετά την δήλωση του πρωθυπουργού ότι προκηρύσσει, εξ’αιτίας του αρνητικού για την κυβέρνηση αποτελέσματος, εκλογές άμεσα με την λήξη του δεύτερου γύρου, βρέθηκα σε ένα ερώτημα που με βασάνιζε και πριν την ψηφοφορία:

Τι ψηφίζουμε;

Δεν είχε να κάνει με το ποια θα ήταν η επιλογή μου, αλλά με τα βασικά κριτήριά της. Τι θεωρώ σημαντικό και τι όχι, σε τι θα βασιστώ για να ορίσω τις προτεραιότητες που ήθελα να ψηφίσω. Δυστυχώς, ήταν μία διαδικασία στην συζήτηση της οποίας ούτε η Ευρώπη μπήκε σε διαδικασία κριτικής όπως θα έπρεπε, ούτε καν ο Δήμος ή η Περιφέρεια.

Ασφαλώς, δεν ήταν απλό – ούτε και η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι άλλωστε: τι μας διδάσκουν οι ευρωεκλογές πχ ότι θέλει ο ψηφοφόρος;

Στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο, από τους πολιτικούς αρχηγούς τέθηκαν κάποια βασικά ζητήματα, ακόμα και άσχετα συχνά με το διακύβευμα της παρούσας εκλογικής διαμάχης, που παρόλα αυτά ο ψηφοφόρος κλήθηκε να απαντήσει. Αν για παράδειγμα ενοχλείται από την δράση του Ρουβίκωνα, αν πιστεύει ότι η κυβέρνηση λειτούργησε σωστά στην διαχείριση της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι, αν ήταν σωστή η απόφαση για το Μακεδονικό ζήτημα, αν η κυβέρνηση δείχνει υπερβολική ανοχή στον Κουφοντίνα, αν η κυβέρνηση βγήκε, ή όχι από τα μνημόνια, αν επιβάλλει δυσβάσταχτους φόρους ή έχει μοιράσει πιο ακριβοδίκαια την πίτα της φορολογίας, αν η οικονομία βρίσκεται σε χειρότερη κρίση από την ανάληψη της κυβέρνησης το 2015, ή όχι, αν ο πολίτης αισθάνεται ασφαλής εξαιτίας της εγκληματικότητας. Επιπλέον, από τους πολίτες, τέθηκαν και άλλοι προβληματισμοί, σχετικά με το προσφυγικό και την διαχείριση του, τον τομέα της υγείας, πιθανόν ξεχνάω και άλλα.

Οι εκλογές είναι μία θαυμάσια ευκαιρία να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα – και θεωρώ πως αυτό έγινε με τον πιο εμφατικό, μα και με τον πιο παράδοξο τρόπο.

~

Από τότε που σταμάτησα να προσπαθώ, κάπου στο 2016, να πείσω τους αναγνώστες μου για τα εγκλήματα στα κέντρα «φιλοξενίας» πχ -που στην πραγματικότητα είναι στρατόπεδα συγκέντρωσης- ή των φυλακών, κατάλαβα ότι δεν θέλουμε όλοι το ίδιο πράγμα. Κάποιοι από αυτούς που συγκινούνταν με τις αναρτήσεις μου παλαιότερα, προφανώς είχαν έναν εχθρό να διώξουν, τον Σαμαρά πχ, ή τον Βενιζέλο, και όσα έλεγα είχαν τρομερή αξία και δυναμική – αλλά μόνο όσο δεν τα έκανε ο Τσίπρας. Μετά, σιωπή. Το μάθημα τότε ήταν σαφές: Δεν νοιάζουν όλον τον κόσμο οι μετανάστες, τα ΕΛΠΕ ή το Μέγαρο Μουσικής πχ. Το αν βιάζονται παιδιά στα απαράδεκτα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το αν τρώνε μουχλιασμένα φαγητά ή αν κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας γιατί από έναν πόλεμο βρέθηκαν άδικα κλειδωμένοι σε μία φυλακή, δεν είναι προτεραιότητα για όλους, παρά μόνο ευκαιριακά. Κάποιοι, ομολογώ, συνέχισαν να φωνάζουν και μετά. Κάποιοι μάλιστα, φώναζαν και πιο δυνατά. Κάποιοι, ίσως για δικούς τους λόγους, διαμαρτυρήθηκαν για πρώτη φορά τώρα. Και κάποιοι, πολλοί περισσότεροι από όσους θα ήθελα, δεν ξαναακούστηκαν καθόλου.

~

Είναι όμως πολύ εύκολο λάθος να νομίζεις ότι αυτό που φαντάζεσαι εσύ ως σημαντικό, είναι για όλους. Περιμένεις να έρθει το λεωφορείο; Προφανώς, η καθυστέρηση στα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι ένα πανανθρώπινο επείγον πρόβλημα. Βλέπεις ένα σκυλάκι να πεθαίνει από την πείνα; Είναι απόλυτη προτεραιότητα να στειρώνουν τα ζώα και να φροντίζουν τα αδέσποτα. Εγώ έπρεπε να περάσω πάνω από έναν χρόνο πολιτικής αθωότητας για να κατανοήσω γιατί (και αυτό με ιδιαίτερη δυσκολία) όταν ο Μουζάλας έλεγε για τους νεκρούς στα στρατόπεδά του «ναι, αλλά μάθαμε και κάτι», δεν γινόταν χαμός από κάτω. Άλλαξαν οι προτεραιότητες των ψηφοφόρων, προφανώς – σίγουρα δεν ήταν κοινές με τις δικές μου.

Γιατί πάντα, και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις και με την τωρινή, μόνιμή μου επωδός ήταν προς τους ψηφοφόρους που στηρίζουν την κυβέρνηση: «Μόνο εσείς μπορείτε να το αλλάξετε». Η εκάστοτε κυβέρνηση μόνο τους εν δυνάμει ψηφοφόρους της ακούει – είναι θέμα βαθιάς αυτοπροστασίας. Δεν τους πειράζουν οι τους ψηφοφόρους μας οι γάμοι των ομοφυλοφίλων; Θαυμάσια, να ζήσετε. Δεν τους ενοχλούν οι ελληνοποιήσεις μεταναστών δεύτερης γενιάς; Υπέροχα, καλώς ορίσατε. Δεν ενοχλούνται ιδιαιτέρως αν πεθάνει κάποιος από απόστημα δοντιού στις φυλακές; Να ζήσουμε να (μην) τον θυμόμαστε, και πάμε για άλλους.

Ο,τι είναι ανεκτό από τους ψηφοφόρους μας.

Αν ισχύει αυτή η αθώα προσέγγισή μου στα κοινά, τότε η αντίληψή μου για το τι νοιάζει τους ψηφοφόρους, και πως θα επηρεάσει αυτό την πολιτική σκηνή, είναι μάλλον δυσοίωνη. Ο Σύριζα ως κυβέρνηση, κράτησε περίπου ένα 23% των ψηφοφόρων του, περίπου 800-900 χιλιάδες λιγότερους από τον Σεπτέμβριο του 2015, που δεν ενοχλήθηκαν από Μακεδονίες, ομοφυλόφιλους, μνημόνια, φόρους, στρατόπεδα και βοσκοτόπια – ή δεν ενοχλήθηκαν αρκετά για να αντιδράσουν.

Οι υπόλοιποι, προφανώς, ένα εντυπωσιακό νούμερο που αγγίζει περίπου το ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους από τις τελευταίες βουλευτικές, δεν στήριξαν την κυβέρνηση. Και βλέποντας που ακριβώς πήγαν ή που δεν πήγαν, μας δείχνει και με τι δυσαρεστήθηκαν – όσοι από αυτούς πήγαν τελικά να ψηφίσουν.

Για παράδειγμα, δυσαρεστήθηκαν με την αντιμετώπιση των προσφύγων/μεταναστών; Πολύ αμφιβάλλω, καθώς αριστερότερα κόμματα με πιο φιλομεταναστευτικό προφίλ είτε δεν μεγάλωσαν την επιρροή τους, όπως πχ το ΚΚΕ, είτε σχεδόν εξαϋλώθηκαν, όπως η Ανταρσύα. Αντιθέτως, η δυναμική των Βελόπουλου αν συνυπολογιστεί με τους ναζί της ΧΑ μοιάζει σταθερή στα γενικά επίπεδα ενώ ακόμα και η ΝΔ, που δεν φημίζεται για την φιλομεταναστευτική πολιτική της, ούτε στο παλιό της προφίλ μέχρι το 2015, και σίγουρα όχι στο καινούργιο αν σκεφτεί κανείς την μεταγραφή Πλεύρη, πχ, κέρδισε ψηφοφόρους.

Δυσαρεστήθηκαν με την προσθήκη νέων μνημονίων ή την ευρωπαϊκή/αμερικανική οριοθέτηση της Ελλάδας; Καθόλου, τα φιλοαμερικανικοευρωπαϊκά κόμματα, είτε πήγαν θαυμάσια όπως η ΝΔ, είτε παρέμειναν στα ποσοστά τους όπως το ΠΑΣΟΚ – ενώ παραδοσιακά αντιαμερικανικές φωνές, έμειναν σταθερές, ή έχασαν. Η Πλεύση Ελευθερίας πχ, εξαφανίστηκε από τον πολιτικό χάρτη, παρότι παραμένει από τα πιο γνωστά αντιμνημονιακά κόμματα – όπως και η ΛΑΕ. Η ΜέΡΑ25, ήταν η μόνη φωνή που πήρε ψήφους με αυτήν την προοπτική, αλλά ίσως έπαιξε ρόλο εκεί και ο πρωτότυπος συνδυασμός ευρωπαϊκής διαμαρτυρίας με φιλοευρωπαϊκό προφίλ.

Μήπως τους πείραξε το γεγονός ότι συνάνθρωποί μας ακόμα στερούνται δικαιωμάτων που έχουμε όλοι οι υπόλοιποι, όπως είναι οι ομοφυλόφιλοι; Όχι, το ποτάμι που παραδοσιακά στήριζε τέτοιες ενέργειες, ακόμα και στηρίζοντας το ανθρώπινο προφίλ της κυβέρνησης στην βουλή, εξαϋλώθηκαν και το ΠΑΣΟΚ που επίσης στήριξε τέτοιες προσπάθειες, δεν ενισχύθηκε. Όχι, ούτε αυτοί λοιπόν ενοχλήθηκαν. Αντιθέτως, η ΝΔ που καταψήφισε στην βουλή τέτοιες ενέργειες, ενισχύθηκε.

Μήπως θύμωσαν για τις φωτιές στο Μάτι, ή την πλημμύρα στην Μάνδρα; Μήπως ενοχλήθηκαν με τις πρόσφατες «εξαγορές» αδειών των αυθαίρετων πχ; Μπορεί, αλλά δεν στράφηκαν σε πολιτικές λύσεις που θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ήταν εκτός των κομμάτων και των κακών νοοτροπιών που δημιούργησαν το πρόβλημα. Αντιθέτως, έδωσαν 33% στον Πατούλη, επίσημα χρισμένο από την ΝΔ.

Μήπως τους ενόχλησε η αδιάκοπη, και μονίμως (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) ατιμώρητη αστυνομική βία; Καθόλου, παραδοσιακά κόμματα που καταδικάζουν τέτοιες ενέργειες, παρέμειναν – ή έχασαν την δυναμική τους, ενώ η ΝΔ που θα μπορούσε κανείς να πει ότι ακόμα και στην πρόσφατη ιστορία της την θεωρεί αναγκαίο κακό, ενισχύθηκε.

Μήπως θύμωσαν για την στάση απέναντι στα ΜΜΕ πχ, ή στους εφοπλιστές; Ουδόλως, τα ίδια κόμματα που αντιτίθεντο σε τέτοιες λυκοφιλίες δεν ενισχύθηκαν, ενώ η ΝΔ που βρέθηκε να της πληρώνει νοίκι σε Τοπική ο Μαρινάκης και να την στηρίζει με όλο του τον δημοσιογραφικό στόλο, έντυπο, τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό, δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα.

Μήπως καιγόντουσαν για τα στεγαστικά ή άλλα δάνεια, ή ότι θα χάσουν το σπίτι τους; Ακόμα και οι ναζί της ΧΑ που ανέκαθεν έπαιζαν άκοπα ένα «φιλόπτωχο» προφίλ έχασαν από τον χάρτη των μετακινήσεων – για να μην μιλήσουμε για Πλεύση και ΛΑΕ που το είχαν ως κύρια κατεύθυνσή τους. Αντιθέτως, η ελεύθερη οικονομία της ΝΔ, κέρδισε τα ποσοστά της χωρίς πρόβλημα.

Μήπως θύμωσε με την διαχείριση των ευρωβουλευτών του στο θέμα πχ του Άρθρου 13, που στην ουσία απείχαν από την καταψήφισή του, παρότι μέχρι τότε στα χαρτιά την υποστήριζαν; Μπορεί, καθώς η Σακοράφα του ΜέΡΑ25 εισέπραξε μία επιδοκιμασία για την στάση της – αλλά κανένα άλλο κόμμα που στάθηκε κατά του ευρωπαϊκού νόμου δεν ενισχύθηκε όπως θα μπορούσε – παράδειγμα η ΛΑΕ με τον Νίκο Χουντή, τον έτερο που καταψήφισε αλλά δεν εισέπραξε ανάλογη υποστήριξη από τους έλληνες ψηφοφόρους.

Μήπως ενοχλήθηκαν με την συνεχιζόμενη παρουσία της εκκλησίας στα κοινά, ακόμη και αν αυτό είναι χωρίς κόστος, όπως πχ στα σχολεία; Ουδόλως, κόμματα που έχουν εκφραστεί ξεκάθαρα κατά οποιασδήποτε μορφής θρησκευτικού εναγκαλισμού, όπως το Ποτάμι, δεν κέρδισαν δυσαρεστημένους από την τακτική της κυβέρνησης. Αντιθέτως, συντηρητικά (to say the least) κόμματα όπως του Βελόπουλου και της ΝΔ πήραν τα πάνω τους.

~

Δεν θέλουμε τα ίδια πράγματα. Δεν είναι κακό, είναι διαπίστωση. Ο κόσμος προφανώς δεν ενδιαφέρεται να αντιδράσει για το αν πεθαίνει, σήμερα, από μια φωτιά στην σκηνή του ένας πρόσφυγας, αν βιάζεται ένα παιδί σε κάποιο «καμπ», αν η εξουσία των τραπεζών ή των διευθυντών σε φυλακές, αστυνομικά τμήματα και στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι ατιμώρητη.

Νοιάζεται όμως καταπώς φαίνεται για το αν έχασε την Μακεδονία του. Αν ο Κουφοντίνας ή ο Ξηρός παίρνουν άδειες. Αν ο Ρουβίκωνας πετάει τρικάκια και μπογιές και σπάει τζαμαρίες, αν ο Τσίπρας ήταν στο κότερο, ο Πολάκης, ο Βαξεβάνης, ο Καρανίκας, και ότι κάηκε και πνίγηκε η Ελλάδα.

Η ατζέντα δεν επιβλήθηκε – και αυτό είναι ένα λάθος που έκανα και εγώ τον τελευταίο καιρό. Η ατζέντα εκφράστηκε – απλώς δεν ήταν η δική μου. Το ότι δεν αρέσει σε μένα, είναι παγερά αδιάφορο για το υπόλοιπο σύμπαν, η ετυμηγορία βγήκε, αυτά νοιάζουν τον κόσμο, έτσι θα ψηφίσει, ή θα απέχει.

Και εκεί που νόμιζες ότι αυτό το άρθρο δεν μπορεί να πάει χειρότερα, νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε αν αυτό μας φέρνει σε ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα.

Τι θα κάνει ο Σύριζα; Τι έμαθε, ουσιαστικά, από τους πρώην ψηφοφόρους του;

Φοβάμαι ότι υπάρχουν δύο δρόμοι, κανένας εκ των δύο ευχάριστος.

Ο ένας, είναι προσπαθώντας να κερδίσει τους παλιούς του ψηφοφόρους που πήγαν αλλού, θα γίνει περισσότερο αντιπαθής σε μένα. Ήτοι, να φερθεί ακόμα χειρότερα σε μετανάστες, να επιτρέψει σε ακόμα περισσότερους αστυνομικούς να παρανομούν ατιμώρητοι, να στερήσει δικαιώματα από συνανθρώπους μας, όπως το δικαίωμα της υιοθεσίας, να αφήσει ατιμώρητους ακόμα περισσότερους ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας, να πάρει περισσότερα σπίτια για χάρη της βιωσιμότητας των τραπεζών. Αυτά που οι πολλοί ενέκριναν, αλλού, σε άλλες πολιτικές παρατάξεις.

Ο άλλος, είναι πως στην διαδικασία να καταλάβει τα όσα λάθη του (τουλάχιστον με την δική μου οπτική) και να αλλάξει επιτέλους την πολιτική σε κάτι πλησιέστερο σ’ αυτά που υποσχέθηκε, να μην πείσει κανέναν – άλλωστε φοβάμαι ότι αυτό, με αυτό το κοινό που πάει τελικά να ψηφίσει και με αυτές τις απαιτήσεις, ίσως τον γυρίσει πίσω στο 3%, αφήνοντας όλες αυτές τις πρακτικές του που με ενοχλούν, σε άλλους, παραδοσιακά πιο ικανούς σ’ αυτά πολιτικούς.

Άλλωστε αυτοί που δεν ψήφισαν, δεν εκφράστηκαν πουθενά, και η σιγή τους δύσκολα ερμηνεύεται από ανθρώπους που δεν ξέρουν πως, ή δεν θέλουν να ακούσουν.

Αν, αν έχω δίκιο στην ανάλυσή μου, μάλλον οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν θέλουν αυτά που θέλω εγώ. Πιθανότατα όλα όσα πρεσβεύω τόσο καιρό να είναι αποκυήματα μίας αθώας πολιτικής φαντασίας που δεν έχουν κανένα νόημα έξω από τα όρια των ονειρώξεών μου.

Δεν νιώθω προσωπικά άσχημα – δεν ετεροκαθορίζομαι έτσι κι αλλιώς. Καλώς πιστεύει ο,τι πιστεύει ο άλλος, καλώς πιστεύω όσα πιστεύω εγώ. Αλλά υπάρχει μία απογοήτευση πολύ ξεκάθαρη, όταν βλέπεις ότι όσα πιστεύεις ως σημαντικά, στην πραγματικότητα για τον υπόλοιπο πλανήτη μάλλον δεν είναι.

Όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν πρόκειται να λυθούν πότε έτσι.

Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος τι άλλη ελπίδα έχει ο κλειδωμένος για μήνες πρόσφυγας στο κατ ευφημισμόν «Κέντρο Φιλοξενίας» να γλυτώσει τελικά από την τρέλα.

Η δουλειά του ευρωβουλευτή έχει (στην Ελλάδα τουλάχιστον) ένα αρκετά αρνητικό πρόσημο. Κατηγορείται ότι δεν είναι «χρήσιμος» ένας ευρωβουλευτής όπως ένας τοπικός βουλευτής, ότι τρώει κάπου 25.000 ευρώ τον μήνα, ότι ασχολείται με βλακείες για πέντε χρόνια, και μετά, το πολύ-πολύ, κορεσμένος, πάει σπίτι του.

Η αλήθεια είναι ότι μπορεί, όντως, να είναι έτσι τα πράγματα. Οι ευρωβουλευτές είναι συνήθως για μία θητεία, καθώς χρησιμοποιούν επαφές και χρήματα για να χτίσουν ένα σκαλοπάτι για την πιο βατή, ειδικά μέχρι πρότινος, τοπική πολιτική σκηνή, εξαιτίας της ελάχιστης προβολής του έργου τους από τα τοπικά ΜΜΕ είτε εργαστούν σκληρά, είτε όχι, πάλι την ίδια αντιμετώπιση θα έχουν – αλλά επιπλέον η ευρωβουλή για όσους ασχοληθούν σοβαρά μαζί της είναι ένας αρκετά δυσκίνητος και γραφειοκρατικός οργανισμός, και ιδιαίτερα επικίνδυνος καθώς βρίθει lobbying και διαρκών πολιτικών ελιγμών μεταξύ εθνικού, κομματικού και (ευρω)κομματικού ενδιαφέροντος, με αρκετά βαριές ευθύνες και συνέπειες.

Επιπλέον, η επιλογή δημοσίων προσώπων από τον ευρύτερο αθλητικό, επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό χώρο ακόμα και πολιτικό χώρο – δεν κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Ακόμα και για τους ελάχιστους ικανότερους εξ αυτών στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η ομάδα τους που θα τραβήξει το ζόρι, και όχι ίδιος ο ευρωβουλευτής, κάτι όμως που καταφέρνει να γίνει ακόμα χειρότερο όταν σκεφτεί κανείς ότι η επιλογή αυτής της ομάδας γίνεται είτε με κριτήρια «βολέματος», είτε με κριτήρια εμπιστοσύνης (αλλά όχι απαραιτήτως ικανοτήτων) είτε με κριτήρια …αλληλοβοήθειας (για να αποφύγουν την σκόπελο που έθεσε το ευρωκοινοβούλιο στην πρόσληψη συγγενών στις ομάδες των ευρωβουλευτών, οι ευρωβουλευτές επιλέγουν ..ο ένας τους συγγενείς του άλλου, πχ)

Οπότε, εκτός από τους χαραμοφάηδες ή τους άχρηστους που χάρισαν μόνο ψήφους στο κόμμα, αν θέλει κανείς να δουλέψει σοβαρά, θα χρειαστεί όχι μόνο να ιδρώσει μαχόμενος, αλλά δεν θα έχει καμία ουσιαστική αναγνώριση, καθώς οι πιο κοινωνικά προβεβλημένοι από αυτόν πάλι θα απολαύσουν πιο εύκολα τους καρπούς της δημοσιότητας σε μία κοινωνία που, έτσι και αλλιώς, απλώς δεν ασχολείται δημοσιογραφικά με τις Βρυξέλλες.

Αυτήν την εικόνα έχω σχηματίσει εγώ – υποψιάζομαι όμως ότι για τους Έλληνες ψηφοφόρους, είναι τελικά, «βολεμένοι χαραμοφάηδες πενταετούς υποχρέωσης των 25.000 ευρώ» και κάπου πάνω κάτω εκεί τελειώνει η κριτική για το ζήτημα.

Κάπου – κάπου όμως, γίνεται και ένα θαύμα:

Η τοπική πολιτική σκηνή ενδιαφέρεται πραγματικά για ένα ευρω-θέμα, τα φώτα στρέφονται στις πράξεις των ευρωβουλευτών, περιμένοντας αν μη τι άλλο την συνεπή στάση των ευρωβουλευτών του.

Κάτι τέτοιο είχαμε και τώρα – αρκεί να εξαιρέσει κανείς το «ενδιαφέρεται πραγματικά» καθώς μόλις ένα τσούρμο ατόμων στα social media φρόντισε να ενημερώσει τους υπόλοιπους για την ψήφιση ενός νόμου για τα πνευματικά δικαιώματα. Οι επικριτές του (μπορείς να διαβάσεις έναν εδώ) προσπάθησαν να εξηγήσουν σε όλους τους τόνους ότι πρόκειται, στην χειρότερη μορφή του, για μία εν δυνάμει λογοκρισία που επανέρχεται (αποτυχημένα, ως τώρα) ως αίτημα κάθε περίπου 2-3 χρόνια με σκοπό την χειραγώγηση της πληροφορίας του διαδικτύου.

Η εγχώρια δημοσιογραφική σκηνή, απέτυχε (για άλλη μία φορά) είτε ηθελημένα είτε από καθαρή αχρηστία να πάρει θέση και να ενημερώσει για το ζήτημα – έστω και τυπικά (παρότι την αφορούσε δυνητικά άμεσα).

…Ο νόμος αυτός, που λες, αυτήν την φορά πέρασε.

~

Πολλές μέρες πριν, εκείνη η ανομοιογενής ομάδα που χτύπησε τον κώδωνα του κινδύνου προσπάθησε, κυρίως δικτυακά, σε μία προσπάθεια συνέχισης ενός ιδιαίτερα μεγάλου ρεύματος αντίδρασης στην Ευρώπη (για το οποίο, φυσικά, δεν μάθαμε ποτέ ουσιαστικά) να πιέσει Έλληνες ευρωβουλευτές (με σαφή στόχευση κυρίως στους ευρωβουλευτές του Σύριζα/GUE/NGL) να δεσμευτούν για την αρνητική τους στάση στο νομοσχέδιο. Μέχρι πριν τρεις μέρες από την ψήφιση του νομοσχεδίου, μόλις δύο είχαν απαντήσει στο αίτημα της δέσμευσης αυτής: Η Σοφία Σακοράφα (για την οποία εξαιτίας της προσωπικής γνωριμίας μου όπως πάντα θα αποφύγω να κάνω οποιοδήποτε σχόλιο) και ο Νίκος Χουντής. Οι υπόλοιποι, δεν απαντούσαν στις εγκλήσεις.

Στο τέλος, ο λογαριασμός έπεσε κομματάκι βαρύς. Από τους Έλληνες ευρωβουλευτές μόνο οι δύο που είχαν δεσμευτεί εξ’ αρχής ψήφισαν κατά, ενώ Υπέρ ψήφισαν σύσσωμοι οι χρυσαυγίτες βουλευτές, η Μαρία Σπυράκη της ΝΔ, ο ανεξάρτητος Κωστας Χρυσόγονος, οι ευρωβουλευτές του Ποταμιού Μιλτιάδης Κύρκος και Γιώργος Γραμματικάκης, Παρών ψήφισαν ο ευρωβουλευτής της Ελιάς Νίκος Ανδρουλάκης και του ΚΚΕ Κωνσταντίνος Παπαδάκης – και απείχαν όλη η ευρωομάδα του Σύριζα (Παπαδημούλης, Κούνεβα, Κούλογλου), όλη η ομάδα της ΝΔ πλην Σπυράκη (Ζαγοράκης, Κύρτσος, Κεφαλογιάννης, Βόζεμπεργκ) ο ανεξάρτητος Νότης Μαριάς, η Εύα Καϊλή από την Ελιά και ο Ζαριανόπουλος από το ΚΚΕ.

Δύο Κατά, επτά Υπερ, δύο Παρών – και δέκα Απείχαν της ψηφοφορίας.

Για τους κατά, δεν θέλω να σχολιάσω κάτι, έπραξαν όπως είχαν υποσχεθεί να πράξουν. Για το ΚΚΕ η στάση του παρών υποστηρίζεται νοηματικά, ακόμα και αν δεν συμφωνώ, είναι πιστοί στην ευρύτερη θέση τους. Για τους υπερ έχω πολιτική διαφωνία (από τα λίγα που έχω ασχοληθεί), αλλά τίμια η ψήφος τους, κρίνεται πολιτικά, και έχω την αίσθηση ότι υπερασπίζεται την γενική βούληση των ψηφοφόρων (Ποτάμι και ΝΔ) που τους έστειλαν εκεί.

Το προφανές πρόβλημα υπάρχει με την αποχή.

Θυμίζω, το νομοσχέδιο πέρασε. Μέχρι το 2021 θα έχει τεθεί εν ισχύ, με ο,τι αυτό συνεπάγεται.

Που ήταν οι βουλευτές μας;

Και μην βιαστεί κανείς να πει *οι συριζαίοι* βουλευτές μας, γιατί εδώ έχω δύο σχετικά αντικρουόμενες (ή έστω συμπληρωματικές) απόψεις:

Πρώτον, η απουσία δεν έχει θέση. Αντιλαμβάνομαι ότι μία Νεοδημοκρατική θετική ψήφος θα μπορούσε να συνάδει με την βούληση των ψηφοφόρων όπως και μία αριστερής προσέγγισης αρνητική ψήφος αντίστοιχα, μπορώ (με εμφανή δυσκολία, αλλά μπορώ) να κατανοήσω ότι το Παρων του ΚΚΕ είναι κάποιας μορφής θέση σε ένα δίλημμα που δεν έχει σωστό και λάθος με χρωματισμούς άσπρου και μαύρου – αλλά η αποχή δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα, ανεξαρτήτως κόμματος. Είναι μη-θέση. Είναι απουσία.

Αυτή η απουσία δεν ορίζεται σε όρους δεξιάς – αριστεράς. Είτε είσαι δεξιός, είτε είσαι αριστερός, όταν για μία φορά οι πολίτες της χώρας σου σε παρακολουθούν να δουν τι ψηφίζεις, έστω και σε όρους συμβολικής στήριξης του ευρωκοινοβουλευτικού σου έργου – είσαι εκεί. ΠΑΝΤΑ απαιτείται να είσαι εκεί, αλλά ειδικά τότε, είσαι εκεί.

Δεν κάθεσαι σπίτι σου. Δεν σιωπάς.

Γιατί με εσένα, αναγκάζεις σε σιωπή εκατομμύρια ψηφοφόρων που σε ψήφισαν, που σε εμπιστεύτηκαν, που υποσχέθηκες πριν πέντε χρόνια να γίνεις η φωνή τους σε μία απόμερη, ψυχρή, απομακρυσμένη βάση αποφάσεων.

Σιωπώντας, σιώπησες και αυτούς. Όχι μόνο απέφυγες την υποχρέωση να σε κρίνουν για τις θέσεις σου, να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν μαζί σου, να εκτεθείς – αλλά ταυτοχρόνως αρνήθηκες και το δικαίωμα στους πολίτες σου να εκφραστούν μέσω εσού, να υπάρξουν έστω για μία στιγμή σε εκείνη την ψηφοφορία.

Η δεύτερη άποψη όμως, λέει και ότι θα περίμενε κανείς ΕΙΔΙΚΑ από τους αριστερούς βουλευτές μία πιο συνεπή στάση. Και αυτό γιατί η κεντρική γραμμή του Σύριζα είναι «ψηφίστε εμάς αντί για αυτούς» σε μία πολιτική διαμάχη που τον θέτει υπεύθυνο για εξαιρετικά «δεξιές» (κυρίως) οικονομικές αποφάσεις, όπως τα Υπερταμεία, η ψήφιση μνημονίων και οι διάφορες αποκρατικοποιήσεις και ιδιωτικές επενδύσεις σε δημόσιου ενδιαφέροντος έργα.

Όταν θέλεις να διαφέρεις από τον πολιτικό αντίπαλό σου, φροντίζεις να διαφέρεις.

Δεν έχει κανένας θεωρώ αντίρρηση ότι η αποχή ευνόησε κυρίως το lobbying – και μόνο η μία πλευρά, αυτή της θετικής απόφασης φαίνεται πως είχε ενεργό έργο σ’ αυτήν την διαδικασία. Κάθε αποχή, κάθε μη-ψήφος λειτούργησε κυρίως υπέρ της θετικής πλευράς, και αυτό έγινε όχι μόνο για την ψήφιση της τροπολογίας (που δεν πέρασε για μόλις πέντε ψήφους) αλλά και για το συνολικό έργο.

Όταν λοιπόν θέλεις να διαφέρεις από τους πολιτικούς σου αντιπάλους, το δείχνεις. Και αν δεν το δείχνεις, μην περιμένεις ίδια αντιμετώπιση με τους νεοδημοκράτες συνδαιτυμόνες σου που απείχαν εξίσου αθόρυβα: Εκείνοι ποτέ δεν είπαν ότι προτιμούν την ελεύθερη διακίνηση ιδεών στο διαδίκτυο εις βάρος των πνευματικών δικαιωμάτων, ποτέ δεν υποστήριξαν ότι αυτή η νομοθεσία ήταν κακή: εσύ το έκανες.

Δικαίως κρίνεσαι αυστηρότερα, δικαίως ξεχωρίζει η κριτική στο πρόσωπό σου.

~

Υπάρχει όμως και ένα ακόμα, ιδιαιτέρως αρνητικό σκεπτικό σε όλη αυτήν την απαίσια ιστορία. Γιατί νομίζουμε ότι απών είναι κάποιος στην μία ώρα ψηφοφορίας, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς.

Οι βουλευτές μας, όλοι οι βουλευτές μας (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – για τις οποίες είμαι προκατειλημμένος οπότε δεν αναφέρομαι σ’ αυτές), ανεξαρτήτως της ψήφου τους, ή της κομματικής τους προέλευσης ήταν διαρκώς απόντες.

Όπως τόνισα και πριν, το ευρωκοινοβούλιο είναι (τουλάχιστον για τους απομακρυσμένους Έλληνες πολίτες) μία απροσπέλαστη, μακρινή διαδικασία. Κυρίως εξ αυτού, παρίσταται η πολύ σημαντική ανάγκη, οι βουλευτές μας να συνομιλούν καθ’ όλην την διάρκεια της πενταετίας τους με τους πολίτες: όχι μόνο για να εισπράξουν ιδέες, στάσεις και προτάσεις, αλλά και για να οργανώσουν οι ίδιοι θέσεις και ιδέες για την Ευρώπη στην τοπική κοινωνία.

Προφανώς, αν είσαι τουρίστας, τι θέσεις να έχεις, άστο – δεν πειράζει, μεγαλύτερο κακό θα κάνεις.

Αν όμως θεωρείς ως πολιτικός ότι οφείλεις να κάνεις έργο, οφείλεις ταυτόχρονα εκτός και από το να διδαχθείς τις θέσεις που καλείσαι να υπερασπιστείς, να διδάξεις και ποιος είναι ο σκοπός της μάχης.

Ειδικά, αν και όχι μόνο σ’ αυτό το ζήτημα, υπήρξε μόνιμη και σταθερή απουσία.

Γι΄ αυτήν την απουσία ειδικά, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Δεν είναι δεν μπορούσα, ήμουν άρρωστος, είχα δουλειές, ήμουν εκτός. Δεν είναι μία ώρα ψηφοφορίας και ένα κουραστικό ταξίδι με το αεροπλάνο. Είναι μία βασική, δομημένη διαδικασία, μία οργάνωση θέσεων και ιδεών, μία ουσιώδης αντίληψη του έργου και της αποστολής σου για κάθε μέρα από αυτές τις 1.826 ημέρες που έχεις αναλάβει αυτόν τον ρόλο.

Είναι στο τέλος της θητείας σου, στον απολογισμό που θα κάνεις, ταυτόχρονα εσωτερικό και εξωτερικό, να πεις «ήμουν εκεί, δίπλα τους», ή «απέτυχα».

Αλλιώς, θα είσαι και εσύ όχι μόνο ένας «βολεμένος χαραμοφάης πενταετούς υποχρεώσεως των 25.000 ευρώ» – αλλά ταυτόχρονα, και ακόμα χειρότερα, άλλη μία δίκαιη κριτική στο κοινοβουλευτικό έργο εν γένει αλλά και στην ενωμένη Ευρώπη που τόσο υπερασπίζεσαι.

~

Αλλά και ως πολίτης, η ευθύνη δεν σταματά σε πέντε δευτερόλεπτα στο ψηφοδέλτιο. Ξεκινά εκεί. Η πίεση φέρνει αποτελέσματα, η ενημέρωση θα αναγκάσει τους μοχλούς να γυρίσουν, ικανότερους να πάρουν θέση και έργο, και άλλους σαν και εσένα να ασχοληθούν. Είναι εφικτό; Ίσως, ίσως όχι. Αλλά η απουσία σου θα εκληφθεί ως αποδοχή – όπως ακριβώς και των ευρωβουλευτών σου.

Και όλο αυτό, χωρίς να παραγνωρίζω τις ευθύνες των κομμάτων που προτείνουν την ευρωομάδα της κάθε πενταετίας: προβεβλημένοι είναι δημόσια αναγνωρίσιμα πρόσωπα, καλλιτέχνες, αθλητές, πολιτικοί – και μερικοί εξ αυτών ήδη με ποινικές διαδικασίες να τρέχουν στην πλάτη τους. Κάποιοι (ακόμα και δημόσια πρόσωπα, δεν αντιλέγω) θα σταθούν άξιοι της ευθύνης. Πολλοί εξ αυτών, πολύ αμφιβάλλω.

~

Η εικόνα που έρχεται είναι αντιστοίχως μίζερη και θλιβερή με την προηγούμενη.

Θαυμάσια,αν είναι όντως αυτή η Ευρώπη που θέλουμε. Αλλά μην ξαφνιαζόμαστε μετά αν είναι απούσα, αφήνοντας τελικά τους επαγγελματίες lobbyστες και τους έχοντες συμφέροντα να καθορίζουν το μέλλον μας:

Εμείς θα είμαστε μονίμως και οδυνηρά με την θέλησή μας απόντες στα κέντρα αποφάσεων. Και όχι μόνο για μίας ώρας ψηφοφορία.

Υ.Γ.: Διαβάστε την εξαιρετική και πληρέστατη παρουσίαση του ThePressProject, μία από τις ελάχιστες (δεν ξέρω καν αν υπήρχε άλλη αντίστοιχη) ελληνικές δημοσιογραφικές αναφορές στο θέμα. https://thepressproject.gr/article/139635/Mauri-imera-gia-to-eleuthero-diadiktuo—Uperpsifistike-i-Odigia-Copyright-sto-Europako-Koinoboulio

Ο,τι και αν πιστεύει κανείς για την συμφωνία των Πρεσπών, είτε ότι ήταν μία αρνητική, είτε ότι ήταν θετική συμφωνία, είτε πίστευε αυτό που πίστευε βαθιά μέσα του, είτε το χρησιμοποίησε πολιτικά, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Η κυβέρνηση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βρήκε τους 151+ που χρειαζόταν, και επικύρωσε από την Βουλή την συμφωνία μας με τους σκοπιανούς-φυρομίτες-βορειομακεδόνες γείτονές μας.

Την κάναμε την συμφωνία, άλλοι στεναχωρήθηκαν, άλλοι χάρηκαν, και άλλοι δεν έδωσαν δεκάρα και συνέχισαν τις ζωές τους.

Το όνομα όμως, δεν ήταν ούτε το μόνο, ούτε το πιο σημαντικό ζητούμενο αυτές τις ημέρες.

Πίσω από μία αμφιλεγόμενη απόφαση, υπήρξε μία εξαιρετικά επιζήμια διαδικασία, ένα μαχαίρι που μας πλήγωσε βαθιά, όλους μας, και μία μάχη που όχι μόνο χάσαμε, όχι μόνο δεν δώσαμε, αλλά και μόνοι μας, ο καθένας με το δικό του σκεπτικό, με την δική του προσωπική ατζέντα, σχεδόν παραδώσαμε στον εχθρό.

Την μάχη με την ακροδεξιά.

~

Η συμφωνία ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, βούτυρο στο ψωμί της εθνικιστικής ρητορικής. Ήταν πολύ ξεκάθαρο, (όπως έγινε άλλωστε κατά κόρον και στο παρελθόν), ότι θα χρησιμοποιηθεί ώστε να μπολιαστεί ακόμα περισσότερο, ή και σε νέες γενιές που δεν είχαν καμία τριβή μ’ αυτό, μια σκέψη για εδάφη, χαμένες πατρίδες, προδότες που ξεπουλάνε την χώρα μας – στοιχεία δηλαδή που αποτελούν την βάση ενός σημερινού (παγκόσμιου, όχι μόνο ελληνικού) ακροδεξιού σκεπτικού.

Προφανώς, υπήρχε ένα στοίχημα να κερδηθεί από όλους τους εμπλεκόμενους:

Η μεν κυβέρνηση, χρησιμοποίησε ως εύκολο επιχείρημα τον υπαρκτό, πράγματι, απέναντί της ακροδεξιό λόγο για να χαρακτηρίσει σχεδόν κάθε αντίθεση. Η κατάθεση της πλήρους συμφωνίας -μία κίνηση σίγουρα προς την σωστή κατεύθυνση- ήρθε πολύ, πολύ αργά, και είχε, τελικά, αντίκτυπο σε πολύ λιγότερο κόσμο τελικά.

Η δε αντιπολίτευση – κυρίως με την αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας – υπήρξε το λιγότερο καταστροφική, και οδήγησε στην πλήρη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας, επιτιθέμενη κυρίως με συναισθηματικά συνθήματα, και ελάχιστα στην ουσία της συμφωνίας. Το ότι ιστορικά είχε στο παρελθόν αποδεχθεί παρόμοιες, αντίστοιχες λύσεις ως συμβατές με τα ελληνικά συμφέροντα, και τώρα στην ουσία δεν θα είχε πεδίο αντίδρασης, δεν είναι καν αποδεκτή δικαιολογία, καθώς είναι σε όλους σαφές ότι απλώς, για ψηφοθηρικούς λόγους, απευθύνθηκε σε ένα ακραία συντηρητικό ακροατήριο, με σκοπό να διαφοροποιηθεί από τους «εθνομηδενιστές» αριστερούς.

Φυσικά, όπως είχα αναφερθεί και στο παρελθόν, η ακροδεξιά στην Ελλάδα βγήκε μόνο κερδισμένη από όλο αυτό. Από την μία, για άλλη μία φορά ξεκαθάρισε την θέση της απέναντι στους προδότες αριστερούς, από την άλλη στηλίτευσε την υποκρισία των ευκαιριακά μακεδονομάχων δεξιών, δημιουργώντας ένα στιβαρό ακροατήριο που υπάκουσε πειθήνια σε μία βαθιά ακροδεξιά ρητορική.

Όλο αυτό δημιούργησε ένα εξαιρετικά δυσοίωνο σκηνικό.

Οι ναζιστικοί χαιρετισμοί στις διαδηλώσεις δεν ήταν απλώς αποδεκτοί αλλά αναμενόμενοι, οι ξεκάθαρα χρυσαυγίτες πολιτικοί και μέλη της ναζιστικής οργάνωσης που επιτίθονταν με ρόπαλα «μασκαρεύτηκαν» ακόμα και επισήμως ως …ακροαριστεροί(!) και η αντίδραση των ΜΑΤ ως προσπάθεια διάλυσης των συλλαλητηρίων, ενώ κάθε χαρακτηρισμός -ακόμα και απολύτως δικαιολογημένος- για ακροδεξιά στοιχεία αντιμετωπίστηκε a priori ως κακόβουλος.

Η ακροδεξιά κυμάτιζε περήφανη, κάτω από την πλήρη κάλυψη των αρνητών της συμφωνίας, και λειτούργησε ταυτόχρονα ως εξαιρετικό εργαλείο όσων έβρισκαν την συμφωνία θετική για τα ελληνικά συμφέροντα.

~

Και εκεί που θα έλεγες ότι πιο χαμηλά στο πολιτικό σκηνικό μας δεν έχει, τέσσερις πανομοιότυπες αναρτήσεις από πολιτικούς και δημοσιογράφους από χθες, δείχνουν ότι αυτή η υπόθεση δεν έχει τέλος, και βόθρος που λέγεται ακροδεξιά θα χωρέσει ακόμα πολύ κάλυψη – με οποιοδήποτε, ακόμα και τελείως παράλογο επιχείρημα.

Οι αναρτήσεις μέμφονται την ΕΡΤ και την κυβέρνηση για την παρουσίαση του θέματος της αναγραφής συνθημάτων σε σχολείο της Ξάνθης:

Οι αντιδράσεις γίνονται με βάση φωτογραφία που δείχνει την ΕΡΤ να έχει κείμενο «Ρατσιστικά συνθήματα μίσους και τρομοκρατίας στους τοίχους του 3ου ΓΕΛ Ξάνθης» ενώ προβάλλεται το σύνθημα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ».

Οι θετικές αντιδράσεις μετριούνται από μερικές εκατοντάδες, μέχρι χιλιάδες.

Στην πραγματικότητα, το ρεπορτάζ της ΕΡΤ (που μπορείτε να το δείτε ολόκληρο εδώ ξεκινά από το 2:30″) περιελάμβανε όλες τις αναρτήσεις στους τοίχους του Λυκείου. Με μοιρασμένο χρόνο σε κάθε φωτογραφία, προβλήθηκαν και τα συνθήματα «ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΟ ΣΤΕΚΙ ΞΑΝΘΗΣ – ΛΑΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ», «ΘΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΤΡΕΜΕΙ Η ΓΗ – ΑΙΜΑ ΤΙΜΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ….. ΚΑΙ ΛΑΓΟΣ» (είναι θολωμένο το ΠΟΥΣΤΗΣ που έγραφε το σύνθημα), «ΜΠΟΥΝΙΕΣ ΚΑΙ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ», ενώ το σύνθημα έπαιξε και δυο φορές με υπότιτλο από την ΕΡΤ «ΘΥΜΑ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ».

Πουθενά η ΕΡΤ δεν αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ της ούτε στο Μακεδονικό ζήτημα – ούτε ως αιτιολόγηση της αναγραφής των συνθημάτων, ούτε ως αναφορά στις ευρύτερες αντιδράσεις για την συμφωνία των Πρεσπών. Ούτε και ο εκπαιδευτικός αναφέρθηκε ποτέ στο Μακεδονικό ζήτημα ως εξήγηση για τα γκράφιτι.

Πουθενά.

Βέβαια, μία φωτογραφία δεν λέει λόγια, ούτε εξηγεί το ρεπορτάζ που έπαιξε. Όμως ακόμα και η σταθερή εικόνα που παρουσιάζεται στους αντιδρούντες έχει σε περίοπτη θέση έναν κέλτικο σταυρό (όπως και όλες οι υπόλοιπες που γράφτηκαν στους τοίχους – με ξεκάθαρο ναζιστικό υπόβαθρο) φροντίζοντας να μην υπάρχει καμία απολύτως παρερμηνεία για τους συντάκτες των συνθημάτων και την ιδεολογική τους τοποθέτηση.

Αν και σε όλους όσους έφεραν αυτό το θέμα στην δημοσιότητα κάποιοι φρόντισαν (ευγενικά ή μη) να το επισημάνουν, η μοναδική ουσιαστική αντίδραση ήταν αυτή:

Δεν είναι κέλτικος ο σταυρός, καθώς δεν εξέχει. Όλα τα άλλα είναι λίγη σάλτσα παραπάνω.

~

Το γεγονός ότι η ακροδεξιά συμπορεύεται με την «Μία και Μοναδική Ελληνική Μακεδονία» θα μπορούσε να είναι μία εξαιρετική περίπτωση όπου η δεξιά ή έστω φιλελεύθερη σκέψη θα έθετε εαυτόν ξεκάθαρα εκτός άκρων, απλώς και μόνο καταδικάζοντας τέτοια φαινόμενα. Θα ήταν όχι μόνο προς το συμφέρον της, αλλά και προς το συμφέρον όλων μας: Η στάση του (προσωπικά απολύτως αντιπαθούς) Νίκου Δένδια στην Βουλή ο οποίος χειροκροτήθηκε αυθορμήτως από τους Συριζαίους βουλευτές όταν μίλησε στους χρυσαυγίτες για ναζιστικά σύμβολα – όπως επίσης και η στάση των Νεοδημοκρατών πολιτικών που χειροκρότησαν τον Συριζαίο βουλευτή Κοντονή που πήρε αμέσως μετά τον λόγο με αντίστοιχο περιεχόμενο, ήταν μία ξεκάθαρη ένδειξη ότι μπορούμε με ηρεμία να κάνουμε το πρώτο βήμα για να συμφωνήσουμε στα βασικά, και να θέσουμε τις όποιες διαφωνίες ο καθένας έχει, με νηφαλιότητα και σοβαρότητα πάνω σε πραγματικές βάσεις.

Ο στρουθοκαμηλισμός και οι παρωπίδες οδήγησαν σε βαθιά ήττα όχι μόνο ακόμα και των όποιων σοβαρών αντιδράσεων στην συμφωνία που πνίγηκαν στις ακροδεξιές κραυγές, αλλά εν τέλει και όλους εμάς που αύριο θα πρέπει να ζήσουμε με τον αντίλαλο των ακροδεξιών αυτών φωνών, που θα μιλάνε, με δημόσιο βήμα, όλο και πιο έντονα, στην καθημερινότητά μας.

Είχαμε μία ευκαιρία να κάνουμε μία συμφωνία ίσως σημαντικότερη ακόμα και από αυτή για την οποία κληθήκαμε να πάρουμε θέση, μία συμφωνία αρχών, μία συμφωνία για ένα καλύτερο μέλλον χωρίς μισαλλοδοξία, για μία καλύτερη, ποιοτικότερη, ουσιαστικότερη συμβίωση.

Ήταν μία συμφωνία που, όλοι μαζί, άλλος λίγο και άλλος πολύ, αρνηθήκαμε να υπογράψουμε:

Δεν καταφέραμε να αποσύρουμε το «Ακροδεξιά» από το όνομα, την ιστορία, και το ύφος της χώρας μας και των πολιτών μας.

Και όσο βουλιάζουμε σε ένα ευκαιριακό και εύκολο μίσος, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να μην ακολουθήσουμε την πεπατημένη άλλων χωρών γύρω μας και μακρυά μας, που βυθίζονται σε μία βαθύτατη ακροδεξιά ρητορική.

Είναι ακόμα εφικτό θεωρώ. Απλώς, είναι όλο και πιο δύσκολο.

Μετά από αρκετές ημέρες απουσίας (πάνε και τα …μεζεδάκια που ήλπιζα να συνεχίζω) και εν μέσω εσωτερικής διαπραγμάτευσης για την συμφωνία των Πρεσπών και την ψήφο εμπιστοσύνης, κάτι που έχει φύγει πλέον από την επικαιρότητα συνεχίζει να με απασχολεί:

Σε ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – κράτησης, ένας άνθρωπος από το Καμερούν, έχασε την ζωή του. Χιλιάδες άλλοι περονιάζονται από το κρύο, καθώς δεν υπάρχει θέρμανση ειδικά στις σκηνές, και άλλη μία φωτιά ξέσπασε, σαν αυτήν υποθέτω που στοίχισε την ζωή σε μία γιαγιά και το 6χρονο εγγόνι της Κουρδικής καταγωγής το 2016 καθώς προσπαθούσαν να ζεσταθούν με μία σόμπα.

Από αναθυμιάσεις από μαγκάλι πέθανε ένας άνθρωπος, πακιστανικής καταγωγής, δύο άλλοι κινδυνεύουν – φτωχοί άνθρωποι και αμάθητοι κι αυτοί στην χρήση του όπως και η μητέρα με το παιδί της που πέθαναν το 2012.

Ένας κρατούμενος πέθανε τα Χριστούγεννα (στο πειθαρχείο, και αναφέρεται ότι παρακολουθούσε πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ), ένας ακόμη εχθές δολοφονήθηκε με μαχαίρι στον Κορυδαλλό – ήταν κατηγορούμενος για πολύ σημαντικές δίκες, και ένας ακόμη βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του στα κρατητήρια του Αγίου Νικολάου Κρήτης, μόλις σήμερα.

Για όλους αυτούς, φέρουμε ευθύνη. Ως χώρα, ως πολίτες, ως κυβέρνηση. Η πρώτη και αρχική μας, είναι η αντίδρασή μας για τέτοια φαινόμενα, ώστε να μην ξανασυμβούν.

~

Για κανέναν εξ αυτών, δεν υπήρξε αξιοπρεπής αντίδραση: Ουδείς ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για το γιατί άνθρωποι στερούνται θέρμανσης λόγω φτώχειας και χάνουν την ζωή τους, γιατί χιλιάδες στερούνται αξιοπρεπούς διαβίωσης στις σκηνές, γιατί κάποιοι πεθαίνουν στην βάρδια των αστυνομικών τμημάτων.

– Για τους νεκρούς των μαγκαλιών, υπάρχει μία κατάφωρη αδικία: Σε τίποτα, σε τίποτα απολύτως δεν διαφέρει ο θάνατος των πακιστανών (υπήρχε και άλλος ένας στην Καρδίτσα, πχ, το 2017), σε τίποτα απολύτως, με τον θάνατο της 13χρονης Σάρας με την μητέρα της. Φτωχοί άνθρωποι, που αναγκάστηκαν να ζεσταθούν με ο,τι είχαν, ακόμα και αν αυτό ήταν επικίνδυνο και θα τους στερούσε και την ίδια την ζωή – όπως και έγινε.

Τότε, έγινε χαμός. Τώρα;

– Για τους νεκρούς μετανάστες μέχρι το 2015, γινόταν χαμός. Τώρα, ένας (ακόμη) άνθρωπος πεθαίνει, χιλιάδες παγώνουν, οι συνθήκες είναι απαράδεκτες, οι καταγγελίες τρομαχτικές που μιλούν μέχρι και για βιασμούς ΑΝΗΛΙΚΩΝ, και το θέμα είναι ως μη-υπάρχον.

Τότε έγινε χαμός. Τώρα;

– Για τους νεκρούς στις φυλακές, έγιναν τόσα, ειπώθηκαν άλλα τόσα. Η αντίδραση έφερε ΤΟΤΕ, ακόμα και επι ΝΔ, καλύτερες συνθήκες, κρεβάτια για όλους, απεντομώσεις. Αντίδραση από ανθρώπους που δεν ψήφιζαν ΝΔ, σε μία κυβέρνηση ΝΔ. Τώρα, άνθρωποι πεθαίνουν από μόλυνση δοντιών, βρίσκονται κρεμασμένοι, άλλοι βασανισμένοι, άλλοι δολοφονούνται ενώ τους περιμένουν σημαντικές δίκες – και υπάρχει απόλυτη σιωπή για τις συνθήκες και τις ευθύνες.

Τότε, έγινε χαμός. Τώρα;

…τώρα;

Αυτή η σιωπή, βαρύνει πρώτα εμάς. Αρνούμαι εκ πεποιθήσεως το «δεν δικαιούστε να ομιλείτε» – γιατί όλοι δικαιούνται να ομιλούν, όταν αυτό που δείχνουν είναι σωστό. Κάθε κατηγορία από όπου και αν έρχεται, αριστερά, κέντρο, ή δεξιά, αν αναφέρεται στον Κορυδαλλό και τα κρατητήρια, αν αναφέρεται στην κόλαση της Μόριας (και στην Σάμο ισχύουν μαθαίνω ίδια και χειρότερα), αν αναφέρεται σε ανθρώπους που χάνουν την ζωή τους το 2019 γιατί πασχίζουν να ζεσταθούν – κάθε καταγγελία αξίζει να ειπωθεί, και αξίζει να προσεχθεί.

Είτε λέγεται μέχρι το 2015, είτε μετά.

Γιατί κάθε νεκρός, λέει – παραδόξως – και μία ιστορία.

Για όσους μιλήσανε, και, κυρίως, για όσους επέλεξαν να μείνουν σιωπηλοί. Για όσους μπορούσαν ΤΩΡΑ να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά είναι «οι δικοί μας» επάνω, και δεν τόλμησαν. Για όσους μπορούσαν ΤΩΡΑ να πιέσουν καταστάσεις, και κυβερνήσεις – τις δικές τους κυβερνήσεις, αλλά «μην έρθει ο Κούλης γιατί είναι χειρότερος».

Θα σας ακούσω, και θα ενώσω τις φωνές σας, για κάθε αδικία ακόμα και μετά την όποια αλλαγή κυβέρνησης. Θα δικαιούστε να ομιλείτε όπως και πριν, έτσι και μετά – δεν θα χάσετε το δικαίωμα της καταγγελίας σας στα μάτια μου. Αλλά νιώθω, και να το ξέρετε καλά, πολύ μόνος σε όσα λέω.

Γιατί η άκρα του τάφου σιωπή, δεν μιλάει για τον τάφο των νεκρών. Για την σιωπή των ζωντανών μιλάει.

Συνηθίζεται, στην αλλαγή του χρόνου να κάνουμε απολογισμούς και ευχές. Ευχές και όνειρα για το νέο έτος, με την ελπίδα πως, αυτήν την φορά, θα μπούμε επιτέλους στον κόπο να τα πραγματοποιήσουμε.

Τα όνειρα όμως, δεν θα γίνουν μόνα τους. Το χρήμα δεν θα πέσει από τον ουρανό, η υγεία δεν είναι βέβαιη αν δεν κάνουμε και εμείς αυτό που πρέπει με την σειρά μας, η φιλία και η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα αγώνα και αμοιβαίων υποχωρήσεων, όχι απλώς τύχης.

Το 2018, μου έδειξε πόσο γυμνοί είμαστε. Πέρσι σαν τέτοιον καιρό ονειρευτήκαμε ειρήνη, αλλά ο δολοφονηθείς Κατσίφας ηρωποιήθηκε από τα πιο επίσημα δυνατόν χείλη ως σπόρος για άλλους Κατσίφες αργότερα,

Ονειρευτήκαμε ανθρωπιά, αλλά για την Ελένη Τοπαλούδη φυλάξαμε τις χειρότερες κατάρες και κριτικές,

Ονειρευτήκαμε δικαιοσύνη, αλλά αν δεν υπήρχε μία τυχαία κάμερα, ο Κωστόπουλος θα ήταν από τις αστυνομικές πηγές «ναρκομανής κλέφτης που έπεσε επάνω του μία τζαμαρία» και από την κοινωνία μας παρέμεινε «ένας αρρωστημένος πούστης λιγότερος»,

Ονειρευτήκαμε ασφάλεια αλλά μετά τους 100 πλέον νεκρούς από την πυρκαγιά στο Μάτι, οι προσδοκίες για μία ασφαλή ρυμοτομία έγιναν η πολυφορεμένη τόσα χρόνια πολιτική με νομιμοποιήση των υπαρχόντων αυθαιρέτων,

Ονειρευτήκαμε καλύτερη οικονομία, και βρεθήκαμε αυτούς που βρίζαμε λίγα χρόνια πριν να τους θεωρούμε τώρα «σοβαρούς επενδυτές», να ξεχνάμε τα Mall και να κάνουμε τις βόμβες «εξαγώγιμη πολεμική βιομηχανία»,

Ονειρευτήκαμε το τέλος του ρατσισμού, αλλά ο Πετρίτ Ζίφλε δολοφονήθηκε και ο Εμντί Ιμάμ Ουντίλ γλύτωσε το σπασμένο κεφάλι προτάσσοντας το χέρι του για να επιβιώσει του τυφλού μίσους,

Ονειρευτήκαμε μία φιλόξενη, ανθρώπινη γη αλλά δεκάδες πνίγηκαν πάλι στα υδάτινα σύνορά μας, και όσοι γλύτωσαν βιάζονται και κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας ψυχολογικά και σωματικά τραυματισμένοι στα φιλόξενα και γεμάτα σκουπίδια και υπερπληθυσμό στρατόπεδα συγκέντρωσής μας,

Ονειρευτήκαμε μία αξιόπιστη δημοσιογραφία αλλά τα μέσα διανύουν τις χειρότερες στιγμές τους, συγκεντρώνονται σε ελάχιστους ισχυρούς ομίλους, επιβιώνουν με σκοτεινά έσοδα και εξυπηρετούν πρωτίστως όποιον πληρώνει αγνοώντας κάθε είδηση που «δεν αρέσει» στους χρηματοδότες τους,

Ονειρευτήκαμε κράτος δικαίου, και ακόμα και τώρα άνθρωποι αυτοκτονούν και δολοφονούνται στα Κολαστήρια – φυλακές μας χωρίς ουδείς να αναλαμβάνει την ευθύνη τους,

Ονειρευτήκαμε ευημερία και κάποιοι συνάνθρωποί μας ακόμα και απόψε είναι τυχεροί αν ζεσταίνονται με σόμπες – καθώς οι περισσότεροι δεν αντέχουν να αγοράσουν τα υπερφορολογημένα καύσιμα θέρμανσης για να την βγάλουν και αυτόν τον κρύο χειμώνα.

~

Τα όνειρά μας παρέμειναν ευχές. Δεν είναι περίεργο, κάθε άλλο – όταν αναλωνόμαστε σε εσωτερικές κόντρες όπου ο ένας βρίζει τον άλλον είναι δύσκολο να δώσουμε το χέρι ο ένας στον άλλον για να βοηθήσουμε μαζί, όλοι μαζί, τα (κοινά) όνειρά μας να γίνουν κάποια στιγμή πραγματικότητα:

Ποδοσφαιροποιούμε την πολιτική, ανάγουμε τους αρχηγούς σε ηγέτες, τους ηγέτες σε βασιλιάδες, σε σύμβολα που δεν αντέχουμε να τα αγγίξει κανείς, παίρνουμε κάθε μομφή προσωπικά και μαχόμαστε αναλόγως, για κάθε κριτική υπάρχει και ένα βολικό «ναι, αλλά ο δικός σου», και αρκούμαστε ικανοποιημένοι σε μικρές ανούσιες νίκες, όταν ο κάθε Εμντί Ιμάμ Ουντίλ πασχίζει να επιβιώσει σε ένα πάρκινγκ απέναντι σε έναν δολοφόνο με ένα λοστάρι που του σημαδεύει το κεφάλι, ο κάθε ανώνυμος φυλακισμένος στα κολαστήρια αναρωτιέται αν θα καταφέρει να εκτίσει την ποινή του, η κάθε Ελένη να μην θεωρείται δεδομένη από κανέναν, ο κάθε πρόσφυγας ή μετανάστης βαστάει άλλη μία μέρα με το παιδί του με την ελπίδα να γλυτώσει από το κρύο της σκηνής, να προλάβει να του μείνει φαγητό να φάει ή να μην τον βιάσουν αύριο.

Μπορούμε έτσι να ονειρευόμαστε όσο θέλουμε, αλλά το 2019 δεν θα μας φέρει τίποτα καλύτερο.

Ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ εγώ, είναι να διαμαρτυρηθούμε όλοι μαζί σε όσα συμφωνούμε: Όσοι συμφωνούμε ότι η ασφάλεια των φυλακισμένων μας είναι ευθύνη πρωτίστως της κοινωνίας μας, να απαιτήσουμε να τιμωρείται όποιος και να είναι υπεύθυνος όταν διακινδυνεύεται. Όσοι συμφωνούμε ότι τα ρατσιστικά εγκλήματα δεν έχουν στόχο τον άνθρωπο αλλά την φυλή, να τα καταδικάσουμε χωρίς «ναι, μεν αλλά». Όσοι συμφωνούμε ότι το θύμα δεν προκαλεί και δικαιολογεί τον θύτη, να το ξεκαθαρίσουμε ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο δράστης. Όσοι συμφωνούμε ότι η δικαιοσύνη οφείλει πρωτίστως να προστατέψει, να απαιτήσουμε να τιμωρηθεί παραδειγματικά κάθε ένας που παραβαίνει αυτήν την βασική αρχή. Όσοι συμφωνούμε ότι κανείς δεν πρέπει να κρυώνει τον χειμώνα, ότι όλοι πρέπει να έχουν στέγη, φαγητό, και υγεία, να το απαιτήσουμε όποιος και να είναι στην εξουσία.

Όσο τρωγόμαστε μεταξύ μας, όσο μαχόμαστε ο ένας τον άλλον με όπλο τις διαφορές μας και όχι τα κοινά μας ιδανικά, η εκάστοτε εξουσία μένει εκτός κριτικής, και ο κόσμος μας δεν έχει κανέναν-απολύτως-λόγο να παλέψει για να γίνει καλύτερος.

Μπορώ να ευχηθώ σε όλους μας ένα καλύτερο 2019 από το 2018 που πέρασε. Αλλά δεν θα έχει κανένα νόημα η ευχή μου, αν δεν κάνουμε -επιτέλους- κάτι όλοι μαζί γι’ αυτό.

Για το θέμα της ονομασίας της F.Y.R.O.M. έχω υπάρξει ιδιαιτέρως διακριτικός – κυρίως επειδή έχω μαύρα μεσάνυχτα.

Μου είναι αδύνατο να αξιολογήσω αν πράγματι, η παρούσα συμφωνία είναι ευνοϊκή για εμάς, αν είναι ευνοϊκή για τους γείτονες, αν στερεί από εμάς βασικά δικαιώματα, αν στερεί από τους γείτονες την αυτοκυριαρχία τους, ή αν τους δίνει πατήματα ώστε στο τέλος οι ακροδεξιότεροι εξ αυτών να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο με βάση την τωρινή υπογραφή μας.

Σε γενικές γραμμές, αναγκαστικά, πατάω σε μερικούς προσωπικούς κανόνες ηθικής:

1. Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν άλλον για λογαριασμό της πατρίδας μου.

2. Δεν θέλω να αδικήσω την πατρίδα μου για λογαριασμό κάποιου άλλου.

3. Σε κάθε είδους συμφωνία γίνονται εκατέρωθεν υποχωρήσεις, και αυτό είναι και αναμενόμενο και αποδεκτό, αρκεί να μην υπάρχει εξόφθαλμη παραβίαση των δύο πρώτων κανόνων.

Αυτά. Αυτά νομίζω ότι αρκούν, και με βάση αυτά θα πορευτώ για να καταλάβω τι συμβαίνει και αν αυτή η συμφωνία είναι κακή, ή καλή.

Αλλά χρειάζομαι και κάτι ακόμα για να καταλάβω – και αυτό είναι επιχειρήματα.

~

Εδώ, τα πράγματα είναι δύσκολα. Δύσκολα, γιατί υπάρχουν εξαιρετικά ακραίες φωνακλάδικες απόψεις, που εμποδίζουν κάθε άνθρωπο που θέλει να ακούσει και να κατανοήσει τι συμβαίνει.

Να σου δώσω ένα καλό παράδειγμα:

«Η Μακεδονία είναι μία, και Ελληνική».

Κάθε επιχείρημα που ξεκινά με αυτήν την πρόταση, αυτομάτως με δυσκολεύει να την παρακολουθήσω. Και αυτό, γιατί ξεκάθαρα, από όλες τις πλευρές, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, δεν υπάρχει «μία μόνο Μακεδονία».

Και δεν εννοώ το ασύλληπτο(*) «Μακεδονία την λέει όλος ο πλανήτης», γιατί δεν είναι αυτό το θέμα μου:

Για όλους, ακόμα και για όσους εξ ημών θεωρούν πως οι γείτονές μας καταχρώνται ένα όνομα που δεν τους αξίζει, η χώρα ονομάζεται ΣΗΜΕΡΑ, Fyrom. Ήτοι, Former Yugoslav Republic of Macedonia.

Of Macedonia.

Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Το «Μακεδονίας» ΔΕΝ ΤΙΘΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ. Είναι πρώην Γιουγκοσλάβοι, ναι, με μία Δημοκρατία, και μπράβο τους, αλλά «της Μακεδονίας». Είναι ξεκάθαρο, αρκετά χρόνια τώρα, ότι έχει θεμελιωθεί καθώς και εμείς (και όχι μόνο τώρα οι …»εθνομηδενιστές του Σύριζα») ότι αποτελεί την βάση κάθε συζήτησης: «Αν δεν θέλετε άλλη ονομασία, θα συνεχίζουμε να σας λέμε FYROM».

Όταν λοιπόν στο παράδειγμά μας η συζήτηση ξεκινά με το «Η Μακεδονία είναι μία, και Ελληνική», μπορώ να απαντήσω «όχι, έχουμε όλοι (όλοι, και όσοι διαφωνούν με την πρόταση για την αλλαγή της ονομασίας) αποδεχθεί, εδώ και δεκαετίες, συντεταγμένα και νόμιμα, ότι υπάρχει και άλλο κράτος με το επίσημο όνομα Μακεδονία, άρα αυτό μπορούμε να το ξεπεράσουμε» και, αν δημιουργηθεί οποιαδήποτε σύγχυση εκεί, προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει άξια λόγου βάση συζήτησης.

Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα -προφανώς εκ των πιο σημαντικών- για το πως δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω της όποιες ήρεμες φωνές διαφωνίας (που θα καθόμουν ευχάριστα να ακούσω) από τις κραυγές που δεν εξυπηρετούν πουθενά.

~

Υπάρχει όμως και ένα ακόμα θέμα που με απασχολεί.

Ποιος είναι ο εχθρός εδώ για όσους διαφωνούν με την κυβερνητική πρόταση;

Αυτό με απασχόλησε από την πρώτη στιγμή που (ξανά)ετέθη το θέμα της αλλαγής της ονομασίας. Έχω καταφέρει να ξεχωρίσω τα συμφέροντα Ρωσίας, Τουρκίας και Αμερικής στα Βαλκάνια, τους Ευρωπαίους, τον Σόρρος, τους «εθνομηδενιστές» του Σύριζα, τους Βούλγαρους και τους Αλβανούς που αποσκοπούν για δικούς τους λόγους σε μία αναστάτωση που ελπίζουν ότι θα τους βγει σε καλό. Και η λίστα συνεχίζεται.

Ο μόνος εχθρός που δεν έχει αναφερθεί πουθενά, είναι η ακροδεξιά.

Εγώ είμαι απόλυτα ειλικρινής λέγοντας ότι δεν έχω θέση στο θέμα της ονομασίας, και με χαρά θα ακούσω κάθε ήρεμη, λογική διαφωνία. Αν πειστώ ότι είναι λάθος θα το πω, αν πειστώ ότι δεν είναι πάλι θα το πω.

Μπορώ ακόμα και να δεχθώ (χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία) ότι μεγαλύτερες δυνάμεις (θα αρκεστώ σε Αμερικανούς, Ρώσους, Τούρκους κλπ) παίζουν τον ρόλο τους για να γείρει η απόφαση προς το δικό τους συμφέρον. Δεν είναι ούτε πρωτότυπο, ούτε απίθανο – αν και δεν θα με «έσπρωχνε» απαραιτήτως να διαφωνήσω με την πρόταση, καθώς δεν ετεροπροσδιορίζω την γνώμη μου.

Όμως, μαζί με την αντιπολίτευση που αντιδρά στην επερχόμενη συμφωνία, λόγος και χρόνος διαφωνίας έχει δοθεί και στην ακροδεξιά. Το γεγονός ότι συμπορεύονται σ’ αυτό το θέμα δεν με απασχολεί ιδιαιτέρως (όπως είπαμε, δεν ετεροκαθορίζω την γνώμη μου), αλλά το γεγονός ότι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι ο μεγαλύτερος εχθρός εδώ είναι εσωτερικός, με προβληματίζει:

Αυτή η εικόνα όμως, θα έπρεπε να τύχει καθολικής καταδίκης:

Και είναι ιδιαιτέρως εύκολο να καταδικαστεί από την πλευρά που θέλει την συμφωνία, καθώς αποτελεί (δυστυχώς) ένα εξαιρετικό εργαλείο για όσους θέλουν να πείσουν αυτούς που δεν χρειάζεται να στύψουν ιδιαιτέρως το μυαλό τους – αλλά αποδεικνύεται ολοένα και δυσκολότερο να καταδικαστεί απερίφραστα από όσους συμπορεύονται με την γενικότερη αρχή της διαφωνίας για την προτεινόμενη ονομασία.

Ο βασικότερος εχθρός όσων διαφωνούν τίμια και με αξιοπρεπή επιχειρήματα, δεν είναι ο Σόρρος, ο Σύριζα και οι εθνομηδενιστές:

Ο βασικότερος εχθρός είναι οι κραυγές, τα σηκωμένα χέρια, η «μία και μοναδική Ελληνική Μακεδονία», η ακροδεξιά.

Και το βασικότερο πρόβλημα για όσους έχουν τίμια επιχειρήματα κατά της συμφωνίας είναι πως, είτε την χάσουν την μάχη της διαφωνίας, είτε την κερδίσουν, θα είμαστε όλοι χαμένοι.

Μόλις πριν λίγες ημέρες δεν τα λέγαμε με το άρθρο «Ο χρυσός είναι σιωπή» για την ευθύνη του κράτους όχι να καταγγέλλει, αλλά να νομοθετεί και να διορθώνει τα στραβά; Μόλις πριν λίγες ημέρες δεν τα λέγαμε για την κυβέρνηση που μοιάζει να στεναχωριέται λιγότερο που «ξεπουλούσε ο κόσμος την περιουσία του» και περισσότερο που δεν …εισέπραξε τους αναλογούντες φόρους γι’ αυτό;

Διαβάζω από την Αυγή της 7/12/2018:

«Χάρη» για 40 χρόνια παίρνουν τα αυθαίρετα στα δάση και τις δασικές εκτάσεις εφόσον έχουν χτιστεί προ της ισχύος του συντάγματος του 1975, με εξαίρεση από την κατεδάφιση και των αυθαιρέτων που έχουν χτιστεί έως τον Ιούλιο του 2011 (η κόκκινη γραμμή που ισχύει και για την τακτοποίηση των υπόλοιπων αυθαιρέτων) για 25 χρόνια.

Για τη διατήρηση θα καταβληθεί ειδικό πρόστιμο σε 100 δόσεις για τις παραβάσεις της δασικής και της πολεοδομικής νομοθεσίας, το οποίο θα κατευθυνθεί σε ενέργειες για την αποκατάσταση του δασικού οικοσυστήματος αντ’ αυτού που έχει καταστραφεί (δασικό ισοζύγιο).

Βέβαια, για τα καμμένα πχ στο Μάτι, για τους τόσους καμμένους, έφταιγε η άναρχη δόμηση. Για τις πλημμύρες, για τους τόσους πνιγμένους στην Μάνδρα, έφταιγαν τα αυθαίρετα που μπλοκάριζαν την φυσική ροή του ποταμού.

Και η κυβέρνηση, πιστή στο δόγμα των προηγούμενων κυβερνήσεων, αντί κατεδαφίσεων δίνει χάρη για 25 και 40 χρόνια νέων και παλιών αυθαιρέτων, με αντάλλαγμα ειδικού προστίμου – σε εκατό δόσεις μάλιστα, γιατί είναι και …γαλαντόμα.

Έτσι, οι ιδιοκτήτες εξαγοράζουν για ακόμα 40 χρόνια παρανομία, η κυβέρνηση μαζεύει πάλι μερικές ψήφους απ αυτούς που γλυτώνουν το σπίτι τους, το κράτος εισπράττει ζεστό χρηματάκι και φόρους – και αν ξανακαεί κανείς, ή πνιγεί πάλι κανείς, ρίχνουμε πάλι στην βουλή ένα ανάθεμα στα σπίτια τα αυθαίρετα όπως ρίξαμε για τους τοκογλύφους, και καθαρίσαμε.

Μωρέ οι κυβερνήσεις καλά κάνουν την δουλειά τους.

Εμείς δεν την κάνουμε σωστά την δική μας.

Μου φαίνεται κάθε φορά λίγο περίεργο που μιλάμε για «επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου». Όχι γιατί δεν αξίζει μία τέτοια ημέρα, κάθε άλλο, αλλά γιατί νομίζω ότι χάνεται το βασικό νόημά της:

Δεν είναι ημέρα επετείου, θεωρώ: είναι μέρα ευθύνης.

Και αν το ξεχάσουμε, ξεχνάμε και το βασικό μας καθήκον: ο σκοπός μας δεν είναι (μόνο) να θυμόμαστε. Ο σκοπός (θα πρέπει να) είναι να θυμόμαστε πως φτάσαμε εκεί, και πως οφείλουμε να κάνουμε ο,τι μπορούμε για να αλλάξουμε τα πράγματα.

~

Οι ευθύνες του κράτους αναπτύχθηκαν (μέσα από την διαμαρτυρία, τις αντιδράσεις) αρκετά εκείνες τις ημέρες: Ανάμεσα στους ανθρώπους που δικαιούνται να φέρουν όπλο υπήρχαν ανεκπαίδευτοι, ψυχολογικά απροετοίμαστοι, ανίκανοι να διαχειριστούν τέτοια ευθύνη.

Σταμάτησαν να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Σταμάτησαν να οπλοφορούν;

Και πριν από αυτό το γεγονός αλλά και μετά, σε αναρίθμητες υποθέσεις αστυνομικής βίας ειδικά κατά την κορύφωση της μνημονιακής περιόδου, η αστυνομία συνέχισε όχι μόνο να παραβαίνει τους βασικούς κανόνες εμπλοκής κάτω από τους οποίους οφείλει να κινείται, αλλά και (μέσω των πηγών της) να ψεύδεται ασύστολα για τέτοια περιστατικά προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα κλίμα και μία εικόνα που αποκλειστικά και μόνο κάμερες περαστικών και δημοσιογράφων μπορούσαν να διορθώσουν και να επαναφέρουν στην πραγματικότητα.

Χωρίς αυτές τις ανεξάρτητες πηγές ενημέρωσης, ο Αυγουστίνος Δημητρίου «χτύπησε σε μία ζαντρινιέρα», ο Μάριος Ζ είχε «τσάντα με μολότοφ», οι αστυνομικοί φτάνουν «αμέσως μετά» από το χτύπημα στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι «Συνεργείο», οι πιτσιρικάδες στα Εξάρχεια «πέταξαν μολότοφ» στους Κορκονέα Σαραλιώτη και αυτοί «αμύνθηκαν για την ζωή τους», οι αστυνομικοί φτάνουν «αμέσως μετά» το μαχαίρωμα του Παύλου Φύσσα, ο Ζακ Κωστόπουλος «μπήκε να κλέψει υπό την επήρεια ναρκωτικών και έπεσε στην τζαμαρία και σκοτώθηκε».

Ακόμα και με όλα τα στοιχεία από τις κάμερες στην διάθεσή μας, η εικόνα επιδέχεται «αλλαγών» – όπως για παράδειγμα έγινε ακριβώς στην υπόθεση Γρηγορόπουλου όπου ο τηλεοπτικός σταθμός Mega «έντυσε» το βίντεο με ήχους εκρήξεων αρχείου – και το σέρβιρε στο τηλεοπτικό του κοινό ως ενημέρωση.

Παρά την απίστευτης έντασης διαμαρτυρία εκείνης της εποχής, δεν νιώθω ότι έχουμε αλλάξει κάτι από τότε: ακόμα και τώρα, σήμερα, ο Κωστόπουλος περιγράφεται ως βίαιος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η αναίτια, ωμή βία που δέχθηκε αρχικά και που πιστεύω ότι τον ανάγκασε να αμυνθεί, ούτε η βία που ασκήθηκε μετά από αστυνομία και πιθανότατα και από ιατρικές δυνάμεις:

«Αυτή είναι η πρακτική και σε όποιον αρέσει» δήλωνε ο Πρόεδρος των αστυνομικών για τις βάρβαρες ενέργειες των αστυνομικών στον Κωστόπουλο που πιθανότατα του κόστισαν την ζωή του – και παραμένει ακόμα εκπρόσωπος και πρόεδρός τους.

Αντίστοιχα, οι νεκροί της Μόριας και του Κολαστηρίου πχ παραμένουν ανώνυμοι και αδιερεύνητοι, η αστυνομία διώχνει (υποκριτικά, για μένα) τον αστυνομικό που πιάνεται να φωνάζει «κωλόγρια» – αλλά δεν δείχνουν κανένα αποτέλεσμα σε επίσημες καταγγελίες για βιασμούς ακόμα και παιδιών ή για βασανισμούς και επαναπροωθήσεις στα σύνορα.

Το σύστημα, και με προηγούμενες κυβερνήσεις, και με την κυβέρνηση Τσίπρα (που είχε σαν σημαία της το καθολικό αίτημα για αναδιοργάνωση και έλεγχο των αστυνομικών αρχών) συνεχίζει ακάθεκτο την ανήθικη δουλειά του.

~

Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος είναι νεκρός. Αυτό δεν είναι μία ευχάριστη υπενθύμιση – αλλά μία αναγκαία υπενθύμιση. Δεν θυσιάστηκε για να μας κάνει να ενδιαφερθούμε – βρέθηκε ατυχώς στην πορεία μίας σφαίρας ενός δολοφόνου που καταχράστηκε την εξουσία του, και αυτός ο δολοφόνος άσκησε αυτήν την εξουσία γιατί εμείς, ούτε πριν αλλά πολύ περισσότερο ούτε και μετά, δεν απαιτήσαμε αρκετά έντονα να κριθεί πριν την χρησιμοποιήσει, και να τιμωρηθεί δίκαια μετά.

Στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο δεν οφείλουμε τιμές και επετείους.

Οφείλουμε μία δικαιοσύνη, που, από τα στενά των Εξαρχείων και τα κρατητήρια των Αστυνομικών τμημάτων και τα «νοσοκομεία» του Κορυδαλλού μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα νησιά ανεχόμαστε (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) αμίλητοι κάποιοι να καταχρώνται την εξουσία τους.

Οφείλουμε να αλλάξουμε, με επιχειρήματα και πυγμή, αυτήν την απαράδεκτη εικόνα που έχει το κράτος, πιέζοντας καθημερινά, με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας την εκάστοτε κυβέρνηση να ελέγξει και να τιμωρήσει αυτούς που καταχρώνται την εξουσία που τους δίνουμε εμείς.

Οφείλουμε, όχι στο όνομα του κάθε Καλτεζά, της κάθε Γκουλιώνη, του κάθε Γρηγορόπουλου, του κάθε Κωστόπουλου – αλλά στην δική μας αξιοπρέπεια κυρίως να μην χρειαζόμαστε τον επόμενο Μιχάλη, την επόμενη Κατερίνα, τον επόμενο ανώνυμο νεκρό του Κολαστηρίου ή της Μόριας, τον επόμενο Αλέξη ή τον επόμενο Ζακ για να αντιδράσουμε.

Αυτές οι μέρες δεν είναι του Αλέξη.

Αυτές οι μέρες είναι η υπενθύμιση ότι εμείς έχουμε ιστορική ευθύνη που υπάρχει ένας Αλέξης να θυμόμαστε.

Αυτές οι μέρες είναι και η υπενθύμιση της δικής μας, διαχρονικής και αποκλειστικής ευθύνης μας να μην υπάρξει ποτέ πια άλλος Αλέξης.

Update: Εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο από το Vice για τις φορές που η αστυνομία υπερβαίνει, συνήθως ατιμώρητα, τον ρόλο της:

«Αναφέρομαι σε ένα δίκτυο ενεχυροδανειστηρίων σε όλη την Ελλάδα, το γνωστό δίκτυο “Ριχάρδος”, που είχε ξεζουμίσει, τα πρώτα χρόνια της κρίσης κυρίως, δεκάδες χιλιάδες θα έλεγε κανείς συμπολίτες μας που είδανε, εν μία νυκτί, τα εισοδήματά τους να καταρρακώνονται, να μένουν άνεργοι, να βρίσκονται στην ανέχεια, στην απελπισία, και να προσπαθήσουνε, μέσα στην απελπισία τους προσπαθήσανε πολλοί εξ αυτών να βρουν τη δυνατότητα έστω ενός πρόσκαιρου βοηθήματος, όχι εισοδήματος, βοηθήματος, ξεπουλώντας τα τιμαλφή τους σε τιμή ευκαιρίας»

Αυτό δήλωσε ο Τσίπρας για την «υπόθεση Ριχάρδου» μέσα στην Βουλή. Τρία χρόνια κυβέρνηση, το ότι καταγγέλλεται από τον πρωθυπουργό πως οι ενεχυροδανειστές έχουν ξεζουμίσει απελπισμένους πολίτες από τον πρωθυπουργό, στ’ αλήθεια με ξεπερνάει.

Δεν είναι δηλαδή ότι δεν ξέρει ότι είναι λάθος – ξέρει, και το καταγγέλλει και στην βουλή.

Θα έλεγε κανείς (λαϊκιστής, ίσως) πως, ως κυβέρνηση θα μπορούσε να γίνει κάτι γι’ αυτό, πχ να υπάρχει ένας έλεγχος, μία οριοθετημένη λειτουργία ώστε να μην ξεζουμίζονται οι άνθρωποι, πχ. Θα ήταν ασφαλώς καλύτερο από το να χρησιμοποιείται η πράξη τους ως ..καταγγελτικό πολιτικό εργαλείο, ιδιαίτερα από τους ανθρώπους που έχουν την σχεδόν απεριόριστη εξουσία να το διορθώσουν. Γιατί, επί τρία χρόνια τουλάχιστον, αυτά τα ενεχυροδανειστήρια λειτουργούν, είναι νόμιμα, διαφημίζονται – και μάλιστα πασχίζω να βρω τα δημοσιεύματα που μιλούν για ανύπαρκτες συνθήκες κρατικού ελέγχου όταν πρωτοάνθισε η λειτουργία τους, στις αρχές της κρίσης – με ο,τι αυτό συνεπάγεται.

Το αμέσως χειρότερο βέβαια, είναι πως το μόνο παράνομο (ή ανήθικο, η διαδικασία την ώρα που το γράφω είναι εν εξελίξει με πολλές ανατροπές) σ’ αυτήν την ιστορία, είναι αν …πήραμε τους φόρους από το ξεπούλημα ξεζουμισμένων απελπισμένων καταρρακωμένων οικονομικά ανθρώπων.

…και δεν ξέρω τι είναι πολιτικά ευτελέστερο, να καταγγέλλεις ότι κάποιοι κλέβουν τους συνανθρώπους μας ενώ έχεις την εξουσία να το αλλάξεις, ή να βρίσκεις ότι το μόνο παράνομο σ’ αυτήν την διαδικασία είναι ότι δεν επωφελήθηκες τελικά κι εσύ ως κράτος από αυτό…

Διαβάζοντας το («εν θερμώ» όπως λέγεται η αντίστοιχη στήλη του thepressproject) κείμενο του Κωνσταντίνου Πουλή «Και τώρα, αγαπητοί νοικοκυραίοι;» μου γεννιέται μία άλλη διαδρομή σκέψης:

Δυστυχώς, δεν ήταν κλέφτης ο Ζακ. Δυστυχώς δεν ήταν πρεζόνι. Δυστυχώς, είχε φίλους, που ορκίζονται στο όνομά του, δυστυχώς, ήξεραν όλοι την ταυτότητά του, δυστυχώς, ήταν ο Ζακ, μάχιμος οροθετικός και περήφανος ομοφυλόφιλος.

Ήλπιζα τουλάχιστον μέσα μου, να ήταν ναρκομανής. Ειλικρινά μιλάω, εγώ δεν τον ήξερα τον άνθρωπο, ήλπιζα να ήταν πρεζόνι, και ο,τι έκανε να ήταν αποτέλεσμα στέρησης, αφού δεν στάθηκε αρκετή δικαιολογία η υποτιθέμενη απόπειρα κλοπής. Ήταν η τελευταία μου ελπίδα.

Φευ.

«Ο Ζακ είναι ένας από εμάς», γράφει παντού στην Αθήνα.

Τι κρίμα.

Τι κρίμα να πρέπει να είναι ένας από εμάς για να νοιαστούμε. Τι κρίμα να πρέπει να έχει ονοματεπώνυμο, να έχει ταυτότητα, να έχει παρουσία και θετική στάση στους συνανθρώπους του, τι κρίμα να είναι «καθαρός» (πόσο αισχρή λέξη μοιάζει, ε;), να μην είναι κλέφτης, ζήτουλας, πρεζάκι, ζητιάνος, κακομοίρης.

Τι κρίμα που η κοινωνία μας, χρειάζεται πιστοποιητικά «ορθώς φέρεσθαι» για να φτάσει κάποια στιγμή, επιτέλους (και αν), να πει «κρίμα το παιδί».

Δεν θέλω ο νοικοκυραίος να πει τελικά μετά από όλα αυτά, «κρίμα το παιδί».

«Και αν ήταν γνωστός σου; ο αδελφός σου; Αν ήταν το παιδί σου, αν ήταν ο φίλος σου;»

Αδελφός μου, είναι ο κοσμηματοπώλης που του πετάει μία πέτρα. Φίλος μου, είναι ο μεσίτης, που βρίσκει την ευκαιρία να ματώσει τις μπότες του. Παιδί μου, είναι ο αστυνομικός που τον πατάει κάτω, ο νοσοκόμος που τον πάει δέσμιο στον θάνατό του. Γνωστός μου, είναι αυτός που κοιτάει ένα λιντσάρισμα χωρίς να παρεμβαίνει – είτε από ηδονή, είτε από φόβο.

Αυτά είναι τα αδέλφια μου. Αυτοί είναι οι φίλοι μου. Αυτοί είναι τα παιδιά μου. Αυτοί είναι οι γνωστοί μου.

Κοιτάζω γύρω μου – σ’ αυτήν την κοινωνία ζω. Αυτός είναι ο περίγυρός μου.

Και σ’ αυτήν την κοινωνία, δεν θέλω να τον αντιμετωπίσει η αστυνομία διαφορετικά επειδή είναι ο γνωστός Ζακ, οι δημοσιογράφοι διαφορετικά επειδή είναι φίλος πολλών επωνύμων, δεν θέλω να νοιαστούν οι γύρω μου επειδή τελικά δεν ήταν πρεζάκι, κλέφτης – θέλω να θεωρήσουν άδικο τον θάνατο ακόμα και αν ήταν πρεζάκι ή κλέφτης. Ειδικά αν ήταν πρεζάκι και ανώνυμος κλέφτης.

Αυτό, θα είχε πράγματι νόημα. Έτσι, θα είχαμε πράγματι καταφέρει κάτι.

Αν αυτή η κοινωνία μάθει να νοιάζεται μόνο όταν ο άλλος περνάει τα τεστ της «κοινωνικής αποδοχής», αν νοιάζεται μόνο όταν το θύμα της μοιάζει, μπορεί όντως να γίνει λίγο πιο επιφυλακτική στο μέλλον, ναι – αλλά δεν διόρθωσε αληθινά τίποτα.

Στο κάτω, κάτω, αν ψάξει κανείς καλά, θα βρει λόγους να μην είναι ο Ζακ το παιδί του. Θα δημιουργήσει άμυνες για να απέχει από την σύνδεση, για να προστατευτεί και να μην θυμώσει τελικά. Είναι εύκολο, δεν θα εκλείψουν λόγοι να διαφέρει ο καθένας. Αν μπεις σ’ αυτό το παιχνίδι, σε κάθε προσπάθεια να σε συνδέσουν για να νοιαστείς, θα βρεις λόγους να αποσυνδεθείς για να απέχεις.

Ας προσπαθήσουμε έστω και αργά, έστω και αδικώντας τον, συνειδητά, με την ελπίδα να αλλάξουμε κάτι:

Ήταν κλέφτης λοιπόν ο άνθρωπος αυτός.

Κλέφτης, πρεζόνι και ανώνυμος.

Και όχι, δεν του άξιζε να πεθάνει.

Κρίμα το παιδί.

~

Διάβασε επίσης: Σπίτια σας, Κάτω από το γκρι, Οι θύτες