Μου φαίνεται κάθε φορά λίγο περίεργο που μιλάμε για «επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου». Όχι γιατί δεν αξίζει μία τέτοια ημέρα, κάθε άλλο, αλλά γιατί νομίζω ότι χάνεται το βασικό νόημά της:

Δεν είναι ημέρα επετείου, θεωρώ: είναι μέρα ευθύνης.

Και αν το ξεχάσουμε, ξεχνάμε και το βασικό μας καθήκον: ο σκοπός μας δεν είναι (μόνο) να θυμόμαστε. Ο σκοπός (θα πρέπει να) είναι να θυμόμαστε πως φτάσαμε εκεί, και πως οφείλουμε να κάνουμε ο,τι μπορούμε για να αλλάξουμε τα πράγματα.

~

Οι ευθύνες του κράτους αναπτύχθηκαν (μέσα από την διαμαρτυρία, τις αντιδράσεις) αρκετά εκείνες τις ημέρες: Ανάμεσα στους ανθρώπους που δικαιούνται να φέρουν όπλο υπήρχαν ανεκπαίδευτοι, ψυχολογικά απροετοίμαστοι, ανίκανοι να διαχειριστούν τέτοια ευθύνη.

Σταμάτησαν να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Σταμάτησαν να οπλοφορούν;

Και πριν από αυτό το γεγονός αλλά και μετά, σε αναρίθμητες υποθέσεις αστυνομικής βίας ειδικά κατά την κορύφωση της μνημονιακής περιόδου, η αστυνομία συνέχισε όχι μόνο να παραβαίνει τους βασικούς κανόνες εμπλοκής κάτω από τους οποίους οφείλει να κινείται, αλλά και (μέσω των πηγών της) να ψεύδεται ασύστολα για τέτοια περιστατικά προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα κλίμα και μία εικόνα που αποκλειστικά και μόνο κάμερες περαστικών και δημοσιογράφων μπορούσαν να διορθώσουν και να επαναφέρουν στην πραγματικότητα.

Χωρίς αυτές τις ανεξάρτητες πηγές ενημέρωσης, ο Αυγουστίνος Δημητρίου «χτύπησε σε μία ζαντρινιέρα», ο Μάριος Ζ είχε «τσάντα με μολότοφ», οι αστυνομικοί φτάνουν «αμέσως μετά» από το χτύπημα στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι «Συνεργείο», οι πιτσιρικάδες στα Εξάρχεια «πέταξαν μολότοφ» στους Κορκονέα Σαραλιώτη και αυτοί «αμύνθηκαν για την ζωή τους», οι αστυνομικοί φτάνουν «αμέσως μετά» το μαχαίρωμα του Παύλου Φύσσα, ο Ζακ Κωστόπουλος «μπήκε να κλέψει υπό την επήρεια ναρκωτικών και έπεσε στην τζαμαρία και σκοτώθηκε».

Ακόμα και με όλα τα στοιχεία από τις κάμερες στην διάθεσή μας, η εικόνα επιδέχεται «αλλαγών» – όπως για παράδειγμα έγινε ακριβώς στην υπόθεση Γρηγορόπουλου όπου ο τηλεοπτικός σταθμός Mega «έντυσε» το βίντεο με ήχους εκρήξεων αρχείου – και το σέρβιρε στο τηλεοπτικό του κοινό ως ενημέρωση.

Παρά την απίστευτης έντασης διαμαρτυρία εκείνης της εποχής, δεν νιώθω ότι έχουμε αλλάξει κάτι από τότε: ακόμα και τώρα, σήμερα, ο Κωστόπουλος περιγράφεται ως βίαιος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η αναίτια, ωμή βία που δέχθηκε αρχικά και που πιστεύω ότι τον ανάγκασε να αμυνθεί, ούτε η βία που ασκήθηκε μετά από αστυνομία και πιθανότατα και από ιατρικές δυνάμεις:

«Αυτή είναι η πρακτική και σε όποιον αρέσει» δήλωνε ο Πρόεδρος των αστυνομικών για τις βάρβαρες ενέργειες των αστυνομικών στον Κωστόπουλο που πιθανότατα του κόστισαν την ζωή του – και παραμένει ακόμα εκπρόσωπος και πρόεδρός τους.

Αντίστοιχα, οι νεκροί της Μόριας και του Κολαστηρίου πχ παραμένουν ανώνυμοι και αδιερεύνητοι, η αστυνομία διώχνει (υποκριτικά, για μένα) τον αστυνομικό που πιάνεται να φωνάζει «κωλόγρια» – αλλά δεν δείχνουν κανένα αποτέλεσμα σε επίσημες καταγγελίες για βιασμούς ακόμα και παιδιών ή για βασανισμούς και επαναπροωθήσεις στα σύνορα.

Το σύστημα, και με προηγούμενες κυβερνήσεις, και με την κυβέρνηση Τσίπρα (που είχε σαν σημαία της το καθολικό αίτημα για αναδιοργάνωση και έλεγχο των αστυνομικών αρχών) συνεχίζει ακάθεκτο την ανήθικη δουλειά του.

~

Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος είναι νεκρός. Αυτό δεν είναι μία ευχάριστη υπενθύμιση – αλλά μία αναγκαία υπενθύμιση. Δεν θυσιάστηκε για να μας κάνει να ενδιαφερθούμε – βρέθηκε ατυχώς στην πορεία μίας σφαίρας ενός δολοφόνου που καταχράστηκε την εξουσία του, και αυτός ο δολοφόνος άσκησε αυτήν την εξουσία γιατί εμείς, ούτε πριν αλλά πολύ περισσότερο ούτε και μετά, δεν απαιτήσαμε αρκετά έντονα να κριθεί πριν την χρησιμοποιήσει, και να τιμωρηθεί δίκαια μετά.

Στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο δεν οφείλουμε τιμές και επετείους.

Οφείλουμε μία δικαιοσύνη, που, από τα στενά των Εξαρχείων και τα κρατητήρια των Αστυνομικών τμημάτων και τα «νοσοκομεία» του Κορυδαλλού μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα νησιά ανεχόμαστε (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) αμίλητοι κάποιοι να καταχρώνται την εξουσία τους.

Οφείλουμε να αλλάξουμε, με επιχειρήματα και πυγμή, αυτήν την απαράδεκτη εικόνα που έχει το κράτος, πιέζοντας καθημερινά, με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας την εκάστοτε κυβέρνηση να ελέγξει και να τιμωρήσει αυτούς που καταχρώνται την εξουσία που τους δίνουμε εμείς.

Οφείλουμε, όχι στο όνομα του κάθε Καλτεζά, της κάθε Γκουλιώνη, του κάθε Γρηγορόπουλου, του κάθε Κωστόπουλου – αλλά στην δική μας αξιοπρέπεια κυρίως να μην χρειαζόμαστε τον επόμενο Μιχάλη, την επόμενη Κατερίνα, τον επόμενο ανώνυμο νεκρό του Κολαστηρίου ή της Μόριας, τον επόμενο Αλέξη ή τον επόμενο Ζακ για να αντιδράσουμε.

Αυτές οι μέρες δεν είναι του Αλέξη.

Αυτές οι μέρες είναι η υπενθύμιση ότι εμείς έχουμε ιστορική ευθύνη που υπάρχει ένας Αλέξης να θυμόμαστε.

Αυτές οι μέρες είναι και η υπενθύμιση της δικής μας, διαχρονικής και αποκλειστικής ευθύνης μας να μην υπάρξει ποτέ πια άλλος Αλέξης.

Update: Εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο από το Vice για τις φορές που η αστυνομία υπερβαίνει, συνήθως ατιμώρητα, τον ρόλο της:

«Αναφέρομαι σε ένα δίκτυο ενεχυροδανειστηρίων σε όλη την Ελλάδα, το γνωστό δίκτυο “Ριχάρδος”, που είχε ξεζουμίσει, τα πρώτα χρόνια της κρίσης κυρίως, δεκάδες χιλιάδες θα έλεγε κανείς συμπολίτες μας που είδανε, εν μία νυκτί, τα εισοδήματά τους να καταρρακώνονται, να μένουν άνεργοι, να βρίσκονται στην ανέχεια, στην απελπισία, και να προσπαθήσουνε, μέσα στην απελπισία τους προσπαθήσανε πολλοί εξ αυτών να βρουν τη δυνατότητα έστω ενός πρόσκαιρου βοηθήματος, όχι εισοδήματος, βοηθήματος, ξεπουλώντας τα τιμαλφή τους σε τιμή ευκαιρίας»

Αυτό δήλωσε ο Τσίπρας για την «υπόθεση Ριχάρδου» μέσα στην Βουλή. Τρία χρόνια κυβέρνηση, το ότι καταγγέλλεται από τον πρωθυπουργό πως οι ενεχυροδανειστές έχουν ξεζουμίσει απελπισμένους πολίτες από τον πρωθυπουργό, στ’ αλήθεια με ξεπερνάει.

Δεν είναι δηλαδή ότι δεν ξέρει ότι είναι λάθος – ξέρει, και το καταγγέλλει και στην βουλή.

Θα έλεγε κανείς (λαϊκιστής, ίσως) πως, ως κυβέρνηση θα μπορούσε να γίνει κάτι γι’ αυτό, πχ να υπάρχει ένας έλεγχος, μία οριοθετημένη λειτουργία ώστε να μην ξεζουμίζονται οι άνθρωποι, πχ. Θα ήταν ασφαλώς καλύτερο από το να χρησιμοποιείται η πράξη τους ως ..καταγγελτικό πολιτικό εργαλείο, ιδιαίτερα από τους ανθρώπους που έχουν την σχεδόν απεριόριστη εξουσία να το διορθώσουν. Γιατί, επί τρία χρόνια τουλάχιστον, αυτά τα ενεχυροδανειστήρια λειτουργούν, είναι νόμιμα, διαφημίζονται – και μάλιστα πασχίζω να βρω τα δημοσιεύματα που μιλούν για ανύπαρκτες συνθήκες κρατικού ελέγχου όταν πρωτοάνθισε η λειτουργία τους, στις αρχές της κρίσης – με ο,τι αυτό συνεπάγεται.

Το αμέσως χειρότερο βέβαια, είναι πως το μόνο παράνομο (ή ανήθικο, η διαδικασία την ώρα που το γράφω είναι εν εξελίξει με πολλές ανατροπές) σ’ αυτήν την ιστορία, είναι αν …πήραμε τους φόρους από το ξεπούλημα ξεζουμισμένων απελπισμένων καταρρακωμένων οικονομικά ανθρώπων.

…και δεν ξέρω τι είναι πολιτικά ευτελέστερο, να καταγγέλλεις ότι κάποιοι κλέβουν τους συνανθρώπους μας ενώ έχεις την εξουσία να το αλλάξεις, ή να βρίσκεις ότι το μόνο παράνομο σ’ αυτήν την διαδικασία είναι ότι δεν επωφελήθηκες τελικά κι εσύ ως κράτος από αυτό…

Διαβάζοντας το («εν θερμώ» όπως λέγεται η αντίστοιχη στήλη του thepressproject) κείμενο του Κωνσταντίνου Πουλή «Και τώρα, αγαπητοί νοικοκυραίοι;» μου γεννιέται μία άλλη διαδρομή σκέψης:

Δυστυχώς, δεν ήταν κλέφτης ο Ζακ. Δυστυχώς δεν ήταν πρεζόνι. Δυστυχώς, είχε φίλους, που ορκίζονται στο όνομά του, δυστυχώς, ήξεραν όλοι την ταυτότητά του, δυστυχώς, ήταν ο Ζακ, μάχιμος οροθετικός και περήφανος ομοφυλόφιλος.

Ήλπιζα τουλάχιστον μέσα μου, να ήταν ναρκομανής. Ειλικρινά μιλάω, εγώ δεν τον ήξερα τον άνθρωπο, ήλπιζα να ήταν πρεζόνι, και ο,τι έκανε να ήταν αποτέλεσμα στέρησης, αφού δεν στάθηκε αρκετή δικαιολογία η υποτιθέμενη απόπειρα κλοπής. Ήταν η τελευταία μου ελπίδα.

Φευ.

«Ο Ζακ είναι ένας από εμάς», γράφει παντού στην Αθήνα.

Τι κρίμα.

Τι κρίμα να πρέπει να είναι ένας από εμάς για να νοιαστούμε. Τι κρίμα να πρέπει να έχει ονοματεπώνυμο, να έχει ταυτότητα, να έχει παρουσία και θετική στάση στους συνανθρώπους του, τι κρίμα να είναι «καθαρός» (πόσο αισχρή λέξη μοιάζει, ε;), να μην είναι κλέφτης, ζήτουλας, πρεζάκι, ζητιάνος, κακομοίρης.

Τι κρίμα που η κοινωνία μας, χρειάζεται πιστοποιητικά «ορθώς φέρεσθαι» για να φτάσει κάποια στιγμή, επιτέλους (και αν), να πει «κρίμα το παιδί».

Δεν θέλω ο νοικοκυραίος να πει τελικά μετά από όλα αυτά, «κρίμα το παιδί».

«Και αν ήταν γνωστός σου; ο αδελφός σου; Αν ήταν το παιδί σου, αν ήταν ο φίλος σου;»

Αδελφός μου, είναι ο κοσμηματοπώλης που του πετάει μία πέτρα. Φίλος μου, είναι ο μεσίτης, που βρίσκει την ευκαιρία να ματώσει τις μπότες του. Παιδί μου, είναι ο αστυνομικός που τον πατάει κάτω, ο νοσοκόμος που τον πάει δέσμιο στον θάνατό του. Γνωστός μου, είναι αυτός που κοιτάει ένα λιντσάρισμα χωρίς να παρεμβαίνει – είτε από ηδονή, είτε από φόβο.

Αυτά είναι τα αδέλφια μου. Αυτοί είναι οι φίλοι μου. Αυτοί είναι τα παιδιά μου. Αυτοί είναι οι γνωστοί μου.

Κοιτάζω γύρω μου – σ’ αυτήν την κοινωνία ζω. Αυτός είναι ο περίγυρός μου.

Και σ’ αυτήν την κοινωνία, δεν θέλω να τον αντιμετωπίσει η αστυνομία διαφορετικά επειδή είναι ο γνωστός Ζακ, οι δημοσιογράφοι διαφορετικά επειδή είναι φίλος πολλών επωνύμων, δεν θέλω να νοιαστούν οι γύρω μου επειδή τελικά δεν ήταν πρεζάκι, κλέφτης – θέλω να θεωρήσουν άδικο τον θάνατο ακόμα και αν ήταν πρεζάκι ή κλέφτης. Ειδικά αν ήταν πρεζάκι και ανώνυμος κλέφτης.

Αυτό, θα είχε πράγματι νόημα. Έτσι, θα είχαμε πράγματι καταφέρει κάτι.

Αν αυτή η κοινωνία μάθει να νοιάζεται μόνο όταν ο άλλος περνάει τα τεστ της «κοινωνικής αποδοχής», αν νοιάζεται μόνο όταν το θύμα της μοιάζει, μπορεί όντως να γίνει λίγο πιο επιφυλακτική στο μέλλον, ναι – αλλά δεν διόρθωσε αληθινά τίποτα.

Στο κάτω, κάτω, αν ψάξει κανείς καλά, θα βρει λόγους να μην είναι ο Ζακ το παιδί του. Θα δημιουργήσει άμυνες για να απέχει από την σύνδεση, για να προστατευτεί και να μην θυμώσει τελικά. Είναι εύκολο, δεν θα εκλείψουν λόγοι να διαφέρει ο καθένας. Αν μπεις σ’ αυτό το παιχνίδι, σε κάθε προσπάθεια να σε συνδέσουν για να νοιαστείς, θα βρεις λόγους να αποσυνδεθείς για να απέχεις.

Ας προσπαθήσουμε έστω και αργά, έστω και αδικώντας τον, συνειδητά, με την ελπίδα να αλλάξουμε κάτι:

Ήταν κλέφτης λοιπόν ο άνθρωπος αυτός.

Κλέφτης, πρεζόνι και ανώνυμος.

Και όχι, δεν του άξιζε να πεθάνει.

Κρίμα το παιδί.

~

Διάβασε επίσης: Σπίτια σας, Κάτω από το γκρι, Οι θύτες

Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερη βάση αποκτά το αφήγημα της άρνησης των νεκρών του Πολυτεχνείου. «Δεν υπάρχουν», πρωτάκουσα εκεί γύρω στο ενενήντα να λένε, και η αλήθεια είναι πως ξαφνιάστηκα, γιατί όσο ήμουν πιτσιρικάς νόμιζα ότι οι νεκροί ήταν μέσα στο πολυτεχνείο (χωρίς κανείς να μου έχει πει ξεκάθαρα κάτι τέτοιο) και έτσι νόμιζα ότι υπήρχε πράγματι ένα ψέμα άξιο έρευνας.

Μετά βέβαια μεγάλωσα λιγουλάκι (θέλω να πιστεύω) και έτσι δεν ετίθετο πια θέμα. Μέσα ή έξω, οι νεκροί του πολυτεχνείου υπάρχουν, είναι καταγεγραμμένοι, και ιστορικά θεμελιωμένοι.

Όσο περνούσε ο καιρός όμως, τόσο και μεγαλώνει το κίνημα της αμφισβήτησης. Και, όσο με αφορά, το ερώτημα ήταν συνεχές: γιατί κάποιος να αρνείται το προφανές; Τι νόημα έχει, πχ, να λες «το Άουσβιτς ήταν ένα ψέμα» ή «το πολυτεχνείο δεν είχε νεκρούς»; Τι κερδίζει κανείς;

Η γνώμη μου είναι πως η ιστορία πεθαίνει.

Οι άνθρωποι που βασανίστηκαν, αυτοί που έχασαν τα παιδιά τους, εκείνοι που σημαδεύτηκαν από την αγριότητα της Χούντας, σιγά-σιγά πεθαίνουν. Η φωνή τους δεν έχει πια θέση στην αφήγηση. Οτιδήποτε και αν ειπωθεί τώρα για τον πατέρα του Κομνηνού, για την μητέρα του Μυρογιάννη, τον ταγματάρχη Μουστακλή – οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν, δεν έχουν αντίλογο. Όσο περνάει ο καιρός, αυτές οι φωνές μας δοκιμάζουν – και βλέπουν τι απαντούν όσοι, ακόμα, μπορούν. Προετοιμάζουν τις άμυνές τους, και όταν και αυτοί πλέον πεθάνουν, δεν θα μείνει κανείς να τους απαντήσει πια.

Αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να λειτουργήσει εναντίον της έρευνας. Ο χρόνος εκτός από το να μας κάνει να ξεχνάμε, μας βοηθά να αποστασιοποιούμαστε. Πράγματα που τα βλέπαμε τότε με ένα συναισθηματικό πρίσμα, στην όποια αποτίμηση της κατάστασης μπορούμε τώρα να τα δούμε πιο καθαρά, με ευρύτερο πεδίο. Όσο δεν χρησιμοποιείται η έρευνα ως βάση άρνησης της βασικής δομής, είναι προφανώς χρήσιμη και καλοδεχούμενη.

Όμως, οι αρνητές δεν λένε αυτό. Το «δεν υπήρχαν νεκροί στο πολυτεχνείο» δεν έχει να κάνει με την γεωγραφική απόσταση των νεκρών από το κέντρο των εξελίξεων της υπόθεσης πολυτεχνείο, αλλά με την άρνησης μίας συγκεκριμένης αποτρόπαιης διαδικασίας: «Η χούντα είχε καλύτερη οικονομία από ότι τώρα, έφτιαξε δρόμους, κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοικτά, δεν βασανίστηκε κανείς». Μικρές επιθέσεις στο συνολικό αφήγημα της ιστορίας, για να καταλήξουμε σε μία μεγάλη που οι ακροδεξιοί την λένε ανοικτά, οι υπόλοιποι την εξάγουν ως συμπέρασμα:

«Α, ρε, Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται»

Φυσικά, όπως είναι απολύτως λογικό, οι «μια χούντα χρειαζόμαστε» δεν μιλούν για μία χούντα αριστερή πχ. Αυτή είναι αποτρόπαιη, εκτός κάθε λογικής. Η «Χούντα που χρειαζόμαστε» πρέπει να είναι η δική μας Χούντα, αυτή που πιστεύει αυτά που θέλουμε εμείς, αυτή που δεν θα πειράξει εμάς, εκείνη που θα κάνει εμάς να νιώθουμε πιο ισχυροί:

Δεν είναι περίεργο που κατ’ εμέ οι άνθρωποι που την επιθυμούν, είναι και οι άνθρωποι που εκδηλώνουν αντίστοιχες τάσεις ρατσισμού, φυλετισμού, διαχωρισμού: «Εμείς οι καλοί, οι άλλοι οι κακοί, και πρέπει εμείς να είμαστε πιο ισχυροί από τους άλλους, αλλιώς θα μας φάνε». Όσοι είναι διαφορετικής φυλής, θρησκείας, πατρίδας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ακόμα και οικονομικών δυνατοτήτων ή κομματικών πεποιθήσεων – είναι «οι άλλοι», οι κακοί. «Εμείς» είμαστε συνήθως οι καλοί. Όσο πιο δικαιολογημένη είναι η εξόντωσή τους – ακόμα και η φυσική – τόσο πιο ακραία νοείται αυτή η θέση.

~

Όλα αυτά είναι προφανή, δεν παραθέτω μία πρωτάκουστη αλήθεια. Περισσότερο θέλω να τονίσω την ανάγκη να μην ξεχνάμε, και κυρίως να μην θεωρούμε καθόλου δεδομένη την καθολική αποδοχή ως ιστορική αλήθεια τέτοιων γεγονότων. Αφορμή εν μέρει γι’ αυτό το σκεπτικό, στάθηκε το φαινομενικά άσχετο άρθρο του Ιάκωβου-Αντώνιου Αρμάου για το news247.gr την ελληνική έκδοση της Huffington Post.

Σ’ αυτό, ο αρθρογράφος καταδικάζει μεν απερίφραστα την επίθεση στον Θανάση Αντετοκούνμπο από τον Τσουκαλά, αλλά, ο επιφανής Γιάννης θα έπρεπε να μην αντιδράσει καθώς η ζημιά είναι δυσανάλογη της βαρύτητας της πράξης του ή ακόμα και της βαρύτητας της θέσης του ίδιου του παρουσιαστή.

Θα έπρεπε να είναι πιο ώριμος ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, να αντιληφθεί το κακό που προκαλείται στην χώρα όταν ένας τόσο προβεβλημένος νέος στοχεύει στα χειρότερα αντανακλαστικά μας.

Το πρόβλημα σ’ αυτήν την δήλωση (πέραν του προφανούς) είναι πως ο αρθρογράφος θεωρεί ότι ο Τσουκαλάς είναι μειοψηφία. Θεωρώ πως το αντίθετο συμβαίνει. Το ζήτημα (που μπορώ εν μέρει να αποδεχθώ τον προβληματισμό του) είναι αν όντως η στόχευση στον παρουσιαστή θα προκαλέσει μεγαλύτερη τελικά ή μικρότερη ζημιά. Φοβάμαι πως δεν έχω εύκολη απάντηση, αλλά το σίγουρο είναι πως δεν μπορεί να είναι αποδεκτή απάντηση το «μην μιλάς».

Η πιο προφανής απάντηση για μένα θα ήταν πως, αν είχαμε μιλήσει ΕΜΕΙΣ, εσωτερικά, δεν θα χρειαζόταν ο Γιάννης να υπερασπιστεί δημόσια τον αδελφό του. Όχι «μην μιλάς» λοιπόν, αλλά «θα το φροντίσουμε εμείς»:

Αν δεν υπήρχαν μερικοί εμπνευσμένοι δημοσιογράφοι σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές, η συνέντευξη του πατέρα του Κομνηνού και της μητέρας του Μυρογιάννη που είδα εχθές το βράδυ στην αξιοπρεπέστατη ΕΡΤ, δεν θα υπήρχαν. Η ζωές τους δεν θα είχαν καταγραφεί καν. Ο πόνος τους, τα ψέματα ή οι αθλιότητες που τους εκστόμισαν, δεν θα είχαν θέση σε μία ιστορική πραγματικότητα. Θα πέθαιναν σιωπηλοί, και έτσι η απάντηση του αστυνομικού «αχ, αυτά τα παιδιά, δεν ακούνε» στον πατέρα του Κομνηνού που μόλις έχει δει το νεκρό παιδί του, δεν θα είχε αποτυπωθεί στην μνήμη κανενός.

~

Αυτό, είναι όπως είπα, το προφανές. Υπάρχει, βέβαια, και το λογικό:

Προσωπικά δυσκολεύομαι να κατανοήσω πως κάποιος μπορεί να υποστηρίζει ότι είναι καλύτερο να έχεις τουλάχιστον 24 νεκρούς έξω και όχι μέσα στο Πολυτεχνείο.

Από την πρώτη στιγμή που είχα ωριμάσει αρκετά για να αντιμετωπίσω λογικά αυτήν την δήλωση, θεωρούσα ότι -ειδικά όταν έμαθα ότι ο (τότε ένθερμος χουντικός) οδηγός του τανκ δήλωσε ότι σταμάτησε λίγο πριν την πύλη για να δώσει χρόνο σ’ αυτούς που ήταν πίσω να φύγουν και να μην τους πατήσει- θα ήταν σαφώς πιο πιθανό να είχε νεκρούς μέσα, κατά την διάρκεια της επίθεσης, παρά να τους σκοτώνουν έξω – που σημαίνει εκτός από πρόδηλη εκδικητικότητα και μεγαλύτερες πιθανότητες να σκοτώσουν απλούς περαστικούς.

Στα δικά μου αυτιά πάντα η δήλωση «Δεν είχε νεκρούς ΣΤΟ πολυτεχνείο» αντίθετα από την αποτίμηση που επεδίωκε καταδίκαζε τελικά ακόμα περισσότερο την Χούντα, παρά την αθώωνε.

Τόσο καιρό νόμιζα ότι είναι λογικό, και ότι αυτό καταλάβαιναν όλοι. Αλλά, σκεφτόμενος πως το ότι πιστεύουμε ότι όλοι αντιλαμβάνονται το ίδιο τα πράγματα είναι μάλλον μία αφελής σκέψη, σκέφτηκα να γράψω ολόκληρο άρθρο, για να μοιραστώ τελικά αυτό το για μένα λογικό μαζί σας…

Οι συντάξεις που κόβονται ή δεν κόβονται ανάλογα με το ποια μέρα είναι, μοιάζουν τελικά να μην κόβονται καθώς ακόμα και από το …αντιπολιτευτικό στρατόπεδο του ΣΚΑΙ μεταδόθηκε ως είδηση ότι οι θεσμοί μας επέτρεψαν να τις κρατήσουμε. Φυσικά, ουδείς πια αναρωτιέται σε ποια χώρα το να δώσεις ή όχι συντάξεις και πόσο είναι λογικό να περνά από έγκριση τρίτων, καθώς και το αν αυτές οι συντάξεις είναι αξιοπρεπείς, και αν με τις μικρότερες εξ αυτών μπορεί να επιβιώσει ένας άνθρωπος. Μία-μία τις μάχες υποθέτω, έτσι αδέλφια; :Ρ

~

Το θέατρο του παραλόγου με την υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου συνεχίζεται, καθώς δεν υπάρχουν ακόμα πληροφορίες για διώξεις σε όποιους συμμετείχαν στον θάνατό του – πλην των δύο, που ξέρουμε. Ούτε οι αστυνομικοί που («έτσι είναι και αν σας αρέσει») τον συνέλαβαν όπως τον συνέλαβαν, ούτε κατέστη ξεκάθαρο γιατί ένας άνθρωπος σ’ αυτήν την κατάσταση μεταφέρθηκε δεμένος στο νοσοκομείο.

~

Και μια και μιλάμε για θέατρα του παραλόγου, ενώ η βουλή αρνήθηκε το αίτημα της Χρυσής Αυγής να κρατήσει ένα λεπτό σιγής για τον θάνατο του Κατσίφα, στην συνέχεια, σχεδόν εν κρυπτώ, ο Νικήτας Κακλαμάνης της ΝΔ φρόντισε μόνος του, χωρίς να έχουν αποφασίσει εν κοινώ οι πρόεδροι της βουλής, να το κρατήσει με τους ελάχιστους παρευρισκόμενους, μεταξύ των οποίων και μέλη της κυβέρνησης. Κάπως έτσι, κράτησε η βουλή ένα λεπτό σιγής για τον Κατσίφα – μία από τις πιο μαύρες στιγμές του κοινοβουλίου των τελευταίων χρόνων. Φυσικά, όταν ετέθη θέμα αποβολής του Κακλαμάνη, η απόφαση ήταν ομοφώνως αρνητική. Πολύ θλιβερό όλο αυτό ως εξέλιξη, και δεν θα σταματήσει εδώ. Στο χθεσινό παιχνίδι της Εθνικής Ελλάδος πάντως, έκαναν την εμφάνισή τους οι σημαίες της ΜΑΒΗ….

~

Θέατρο του παραλόγου; Χμ…. Δεν είμαι βέβαιος αν το παρακολουθούμε ή αν τελικά συμμετέχουμε. Συνέδριο για τα #FakeNews διεξήχθη προ ημερών.

Ένας εκ των ομιλητών, σε πρόσφατη φωτό:

Φυσικά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ουδείς συνάδελφός τους δημοσιογράφος είχε σχόλιο για όλη αυτήν την μασκαράτα. Κακόμοιρη δημοσιογραφία…

Update: Ελάχιστες μέρες μετά, έγινε η καταγγελία ότι, στην εν λόγω παρουσίαση για τις fake ειδήσεις, είχαμε μία …fake είδηση. Γράφω μία, αν και το άρθρο εμφανίζει ΔΥΟ ταυτόχρονα fake ειδήσεις. I rest my case.

~

Έτυχε να παραβρεθώ στην εκδήλωση της υπουργού εργασίας Έφης Αχτσιόγλου στο Παγκράτι – που, όπως ήταν προφανές ότι θα γίνει, είχε και την επέμβαση του Ρουβίκωνα. Είναι η δεύτερη ομιλία πολιτικού στην οποία βρίσκομαι στην ζωή μου – γενικά έχω απέχθεια σε τέτοια πράγματα – αλλά ήμουν κοντά, και είχα περιέργεια να δω τι κόσμος παρακολουθεί τέτοιες εκδηλώσεις. Πολιτικά, ο καθένας μπορεί να είναι υπέρ, ή εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής, ή των πράξεων κάθε πολιτικού. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι το συγκεκριμένο κόνσεπτ, σαν πολίτης, με ικανοποιεί: Η υπουργός μίλησε κατ’ αρχάς για το έργο της κυβέρνησης και το δικό της, και στην συνέχεια δέχθηκε ερωτήσεις στις οποίες έμοιαζε αρκετά καταρτισμένη (δεν το ξέρω όμως το αντικείμενο για να κρίνω) και δεν έδωσε ψεύτικες υποσχέσεις (ή έστω, για να είμαι ειλικρινέστερος, δεν είπε σε όλα «ναι, θα το κάνω» αλλά και «όχι, δεν γίνεται» και «δεν το ξέρω, θα το δω»). Το κοινό δεν ήταν κομματικοποιημένο, και κάποιες εξ αυτών την στρίμωξαν – χωρίς όμως να χαθεί η αξιοπρέπεια και από τις δύο πλευρές. Είναι ωραίο να πλησιάζει ο υπουργός (ανεξαρτήτως κυβέρνησης, μην τα ξαναλέμε) τον κόσμο και να ακούει παράπονα και σχόλια – πιστεύω ότι και οι δύο πλευρές κερδίζουν από αυτό. Μια ωραία εκδήλωση συνολικά.

~

Από την Αχτσιόγλου («γκόμενα του Κατρούγκαλου» ήταν η περιγραφή που την ακολουθούσε όταν ανέλαβε) όπου συζητούσαμε αν φορά «σεμνές διαφάνειες από πάνω» και το «πολιτικά ασυνεπές τακούνι της γόβας της», βρεθήκαμε αυτήν την εβδομάδα να συζητάμε τα σκουλαρίκια της Κατερίνας Εξερτζόγλου – αν είναι πολλά, αν έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες, και ότι ήταν τηλεφωνήτρια. Απάντησε βέβαια ο καθηγητής της ότι έχει και κανα-δύο μεταπτυχιακά – αλλά φευ, τα σκουλαρίκια στην μύτη θα μείνουν. Είναι ικανή; Δεν είναι; Εγώ δεν ξέρω, και θα κριθεί υποθέτω στο τέλος – αρκεί να δούμε αν μπορούμε προσπεράσουμε τα σκουλαρίκια και θα μάθουμε. Αν όχι, ξέρουμε ήδη, ας πάει να σηκώσει κανένα τηλέφωνο – και πολύ της είναι.

~

Τα σημερινά μεζεδάκια μοιάζουν να είναι συμπαθούντα στην κυβέρνηση, το καταλαβαίνω – αλλά δεν φταίω εγώ, πραγματικά 🙂 : Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε (λένε, δεν το έχω ακούσει ακόμα) στην βουλή ότι αυτή η δήλωση της ΝΔ για τον (οικονομικό, εν μέρει) θρησκευτικό διαζύγιο ήταν τελικά …ειρωνική. Καταλαβαίνω πως είναι αντιπολίτευση, δεν είμαι ψηφοφόρος τους, και δεν με αφορά – αλλά νομίζω ότι ήταν η πιο αστεία αναδίπλωση που έχω ακούσει ποτέ.

~

Α, μ’ αυτό προβλέπεται να έρθει μία ισορροπία: ο Τσίπρας έβγαλε φωτογραφία του φορώντας την φανέλα του Αντετοκούμπο (μετά την δήλωσή του αθλητή για την προσβολή του Τσουκαλά στον αδελφό του Θανάση, που τον έλεγε πίθηκο).

Το ότι υπάρχει με τηλεοπτική φωνή δημόσια ο Τσουκαλάς είναι ένα θέμα που θα έπρεπε να μας έχει απασχολήσει πριν την εν λόγω εκπομπή, θεωρώ εγώ – αλλά ας το δούμε χωριστά, και ας το αντιμετωπίσουμε αναλόγως.

Αλλά, ως πολίτης, εγώ θα ήθελα να ρωτήσω κάτι: Μου είναι σαφές, προσωπικά, για ποιον λόγο υποψιάζομαι πχ πως όσοι φωνάζουν «ήρωας» για τον Κατσίφα δυσκολεύονται ταυτόχρονα να αποδεχθούν τον ηρωισμό όσων (εν μέσω ξύλου, διώξεων, βασανιστηρίων και φασισμού) κλειδώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Το καταλαβαίνω.

Δεν μπορώ όμως να καταλάβω για ποιον λόγο ο π/θ φοράει με τόση έντονο επικοινωνιακό συμβολισμό την φανέλα του Αντετοκούμπο – ενώ ταυτόχρονα σιωπά μπροστά στους τόσους ταλαιπωρημένους και νεκρούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για τον (κάθε) Τσουκαλά δεν είναι υπεύθυνος, και δεν απαιτείται η (σωστή κατά τα άλλα, δεν αντιλέγω) θέση του. Για τα στρατόπεδα και τις συνθήκες διαβίωσης των φυλακισμένων εκεί όμως, είναι. Και μάλιστα ο αποκλειστικά υπεύθυνος. Εκεί απαιτείται η παρουσία και η δράση του, και εκεί προσμετράται η απουσία του. Ίσως βέβαια αν κανένας εξ αυτών παίξει καμιά μέρα στο NBA να είναι διαφορετικά τότε τα πράγματα…

Ένας άνθρωπος και το καλάσνικόφ του φέρνει Ελλάδα και Αλβανία να ανταγωνίζονται ποιος έχει τους πιο ενεργητικούς και υψηλόβαθμους εθνικιστές. Τα μέσα ενημέρωσης προτάσσουν την σημαία (που δεν είναι βέβαιος ο ρόλος της στην υπόθεση) και σχεδόν αγνοούν το καλάσνικοφ (που είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του), αναπαραγάγονται άκριτα δηλώσεις ότι πέθανε με μία έκφραση «ελάτε να με σκοτώσετε» στο πρόσωπό του – και κάπως έτσι, εν ριπή οφθαλμού, η ανάγνωση «έπρεπε να πυροβολούν οι αστυνομικοί με το που βλέπουν τους ρουβίκωνες με τα τρικάκια και τις μπογιές τους» γίνεται «υπερβολική βία της αλβανικής αστυνομίας, έπρεπε να περιμένει να του τελειώσουν οι σφαίρες», όπως και το «πρεζάκι μπήκε να ληστέψει» του Ζακ Κωστόπουλου γίνεται «ναι, αλλά να δούμε τι τον έστειλε στο βουνό». Νομίζω ότι αυτός ο κατά τα άλλα ειλικρινά θλιβερός θάνατος οδήγησε την εσωτερική μας υποκρισία να χτυπήσει άλλο λέβελ αυτές τις μέρες – ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο που από την μία συνιστάται ψυχραιμία, και από την άλλη, ακόμα και εσωκομματικά από πολιτικά tweet και θέσεις, ο άνθρωπος γίνεται «ήρωας για την σημαία». Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι αυτού του είδους οι εκθετικοί τηλεοπτικοί και δυστυχώς και πολιτικοί «ηρωισμοί» των μαχόμενων αγωνιστών (του ΜΑΒΗ;) θα γεννήσουν και άλλους αντίστοιχους «ήρωες», που μετά δεν θα μαζεύονται με τίποτα…

~

Την 28η δε, ένας -gay- αστυνομικός φιλιέται κάτω από μία σημαία με τον άνθρωπό του, επίσης άνδρα, και ο γραμματέας των Ειδικών Φρουρών ζητά παρέμβαση εισαγγελέα.

Προσέξτε: παρέμβαση – εισαγγελέα.

Θα το ξαναγράψω – μπας και διαβάζεις θολά τα γράμματα: παρέμβαση εισαγγελέα γιατί φιλήθηκαν.

Τώρα, εκτός από το προφανές, ότι δηλαδή από την μία «έτσι πάει, και άμα σας αρέσει» όταν τους εγκαλούν που πατάνε κάτω ημιθανή μπλαβιασμένο Ζακ Κωστόπουλο και από την άλλη «τι; φιλήθηκαν; δύο άντρες; δημόσια; ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ; εισαγγελέας ρε παιδιά, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ;» υπάρχει και το πρακτικό: Είναι παράνομο; Ο άνθρωπος είναι γραμματέας ειδικών φρουρών, αν δεν μας κάνει πλάκα -που δεν μας κάνει, αλλά πραγματικά μοιάζει μάλλον δύσκολο να το πιστέψει κανείς- πιστεύει ότι όχι μόνο υπάρχει νόμος, νόμος κανονικός που να το απαγορεύει, αλλά επιπλέον η παρέμβασή του θα οδηγούσ…

…Μαζεύω τα λόγια μου, γιατί εδώ που ζούμε, είναι πολύ πιθανό να δούμε τελικά εισαγγελέα να εξετάζει την υπόθεση. (εδώ η δική μου θέση σε αυτόνομο άρθρο)

~

Σε μία εντυπωσιακή στιγμή για την κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστεράς, ο καθ ύλην αρμόδιος υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Δημήτρης Βίτσας εξανέστη στην βουλή ότι η Μόρια «δεν είναι κολαστήριο», και ότι χρησιμοποιείται ως «επικοινωνιακή λέξη» από την αντιπολίτευση.

Αχ, πόσο θράσος μαζεμένο…

Ορθώς του απαντά ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (λέγε με ΠΑΣΟΚ) Παπαθεοδώρου :

«Εγώ έχω πάει τρεις φορές στη Μόρια. Ίσως πρέπει να δείτε εσείς αν ζουν μικρά παιδιά δίπλα σε φράχτη με πλαστικές σκηνές, ότι στο κέντρο βρίσκεται για ιατρική βοήθεια μόνο το ΚΕΕΛΠΝΟ γιατί όλες οι άλλες ομάδες έφυγαν λόγω της κακοποίησης και των βιασμών, τη μητέρα που κατασκήνωσε έξω από αστυνομικό τμήμα για να μην της κλέψουν το παιδί. Κάνουν καταπληκτική δουλειά οι άνθρωποι εκεί, αλλά οι συνθήκες απάνθρωπες. Αν τα είχατε δει όλα αυτά δεν θα ξεκινούσατε έτσι», σχολίασε ο κ. Παπαθεοδώρου.

…αλλά σαφώς καλύτερο θα είναι να του απαντήσει (και ίσως και να τον καλέσει για εξηγήσεις) ο εισαγγελέας που *υποτίθεται* ελέγχει τις καταγγελίες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Σωστά; Σωστά;

~

Στα του τύπου (πάντα υπάρχει κάτι ενδιαφέρον από τον τύπο) ξεπερνώ την ανακοίνωση των Jumbo που λένε «δεν είμαστε εμείς!» στο σκάνδαλο (σκανδαλάρα μοιάζει!) για το μοίρασμα των Golden Visas σε κινέζους – που είναι η μόνη που αναπαραγάγεται απο τα μέσα, χωρίς ρεπορτάζ (εκτός εξαιρέσεων, φυσικά) προκύπτει και ένα δημοσίευμα των Financial Times για την Aegean Marine του Μελισσανίδη το οποίο ..δεν υπάρχει τηλεοπτικά. Πουθενά. Δεν είναι είδηση.

~

Προσθήκη 02/11/2018 16:34 γιατί δεν γινόταν να το αφήσω έτσι:

Διαμαρτύρονται πρόσφυγες ότι καθυστερείται η διαδικασία ασύλου. Αντιδρούν, κάνουν κινητοποιήσεις – στην Βουλή, και στην Υπηρεσία Ασύλου.

Και η βουλή, και η Υπηρεσία Ασύλου δέχονται να μιλήσουν μαζί τους. Παραλαμβάνει η Βουλή το ψήφισμα, και περνούν 2 ώρες στην Υπηρεσία Ασύλου όπου τους εξηγούν γιατί καθυστερούν και τι προβλήματα αντιμετωπίζουν.

Και μετά, παρεμβαίνει η ΕΛ.ΑΣ.

[…]Ενώ όμως έγιναν δεκτοί τόσο από τη Βουλή, όπου επέδωσαν ψήφισμα, ζητώντας να καταγραφεί άμεσα το αίτημά τους για άσυλο, όσο και από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία είχε δίωρη συνάντηση μαζί τους για να εξηγήσει την κατάσταση, η ΕΛ.ΑΣ. επέλεξε τον δρόμο της καταστολής και της κράτησης.

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κινητοποίησης έξω από την Υπηρεσία Ασύλου αργά το απόγευμα της Τετάρτης, η αστυνομία επιβίβασε τους διαδηλωτές σε αστυνομικό όχημα, με προορισμό, όπως τους ειπώθηκε, τη Διεύθυνση Αλλοδαπών στην Πέτρου Ράλλη, όπου θα καταγραφόταν η θέλησή τους να υποβάλουν αίτημα ασύλου.

Ωστόσο, πληροφορίες οργανώσεων και αλληλέγγυων αναφέρουν πως οι πρόσφυγες οδηγήθηκαν κατευθείαν στο κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας, όπου κρατήθηκαν τουλάχιστον μέχρι χθες αργά το βράδυ.[…]

Τους είπαν «ελάτε, θα καταγραφεί το αίτημά σας» και ..τους συνέλαβαν. Και για κερασάκι στην τούρτα, τους πήγαν στην φιλόξενη Αμυγδαλέζα.

Για να έχει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον, «δεν κατέστη δυνατό» να ενημερωθεί ο δημοσιογράφος για το τι θα συμβεί σ’ αυτούς τους ανθρώπους

Η «Εφ.Συν.» προσπάθησε να επικοινωνήσει με πηγές της ΕΛ.ΑΣ. για να ενημερωθεί, αλλά αυτό δεν έγινε δυνατό.

Όλο το άρθρο (της πάντα αξιοπρεπέστατης δημοσιογραφικά Εφημερίδας Των Συντακτών) η οποία κλείνει οσονούπω έξι χρόνια προσπάθειας και χρειάζεται την στήριξή μας…

~

Προσθήκη 02/11/2018 16:46

Πριν καλά-καλά προλάβω να κλείσω, άλλο ένα διαμαντάκι:

Το τελευταίο ευρω-πρόστιμο που δέχθηκε η Ελλάδα για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές, αφορά 18 κρατούμενους στο Νοσοκομείο του Κορυδαλλού [υπόθεση Ζαμπέλος και άλλοι κατά Ελλάδος], στους οποίους το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιδίκασε συνολική αποζημίωση ύψους 131.000 ευρώ. Όπως διαβάζουμε στην απόφαση, που καθαρογράφθηκε πρόσφατα, οι 18 Έλληνες και ξένοι κρατούμενοι ήταν οροθετικοί, εκτός από έναν που έπασχε από αποφρακτική πνευμονική νόσο. Βρίσκονταν όλοι την περίοδο 2013-2015 στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, γνωστό και ως «Κολαστήριο», από λογαριασμό στο Twitter. Το θλιβερό είναι ότι τέσσερις από τους 18 έχουν, στο μεταξύ, πεθάνει

Οι άνθρωποι δικαιώθηκαν, και αυτό είναι θαυμάσιο. Θαυμασιότερο (sic) θα ήταν να μην τους ταλαιπωρήσουμε βέβαια, αλλά… αλλά. Περίπου 3,3 εκατομμύρια έχουν επιδικαστεί ως αποζημιώσεις μέχρι τώρα:

Αποζημιώσεις που ξεπερνούν τα 3,3 εκατ. ευρώ έχει κληθεί να πληρώσει τα τελευταία δέκα χρόνια το ελληνικό Δημόσιο για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές. Οι περιπτώσεις που έχουν φθάσει στο Ευρωδικαστήριο είναι δεκάδες, αν και μετά το 2015 παρατηρείται μια μείωση, γεγονός που αποδίδεται στις νομοθετικές ρυθμίσεις για την αποσυμφόρηση των φυλακών.

Πολύ ενδιαφέρον όμως, η …μείωση που παρατηρείται μετά το 2015. Μείωση = όχι εξαφάνιση, που με την σειρά του σημαίνει ότι ταλαιπωρούμε (και σκοτώνουμε, ενίοτε) ..λιγότερους πια κρατούμενους.

Και φυσικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν μας έχει ακόμα εγκαλέσει που αφήνουμε σχεδόν ανεξερεύνητες και προφανώς ατιμώρητες της συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουν πεθάνει δεκάδες άνθρωποι τα τελευταία χρόνια (συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, και της περιόδου μετά το 2015). Να δω ποια κυβέρνηση και πότε θα τολμήσει να ασχοληθεί, αν ποτέ, με αυτούς τους ανώνυμους θανάτους….

Εδώ το άρθρο από το Vice

Update: Σε μια μοναδική για μένα στιγμή, ιδιαιτέρως συγκινητική οφείλω να ομολογήσω, ο Κωνσταντίνος Πουλής του ThePressProject διάβασε το άρθρο, και τον ενέπνευσε να …διαβάσει το άρθρο. Φωναχτά. Για όλους 🙂

Συνεπώς, η εμπειρία της ανάγνωσης του άρθρου που ακολουθεί πρόκειται να γίνει εξαιρετικά πιο πλούσια, αν το διαβάσετε πατώντας το play στο video, και ακούγοντας τον Κωνσταντίνο να σας μαγεύει με την φωνή και τα χρώματά του:

(Το άρθρο του ThePressProject που φιλοξενεί άρθρο και podcast βρίσκεται εδώ)

~

Έχω, σαν άνθρωπος κι εγώ, κάποια θεματάκια. Για παράδειγμα δεν μπορώ να βλέπω άνδρες να φιλιούνται δημοσίως.

Με ενοχλεί βαθύτατα, ψιλοσιχαίνουμε λιγουλάκι. Μου δημιουργεί την ίδια αντίδραση πχ με το να βλέπω κάποιον να τρώει σαλιγκάρια – δηλαδή για όνομα του θεού, είναι ΠΟΛΥ ΣΙΧΑΜΕΡΟ αυτό το πράγμα, τελείως.

Προφανώς, δεν μπορώ να σταματήσω τον κόσμο από το να τρώει σαλιγκάρια – ή γαρίδες, ρε φίλε, πως τρώτε γαρίδες, είναι πολύ σιχαμένο κι αυτό. Ίου.

….τι λέγαμε; Ναι, προφανώς λοιπόν δεν μπορώ να σταματήσω τον κόσμο να τρώει σαλιγκάρια ή γαρίδες, δεν υπάρχει νόμος γι’ αυτό – αλλά, να σου πω κάτι; Θα έπρεπε να υπάρχει ένας νόμος. Θέλω να πω, ενοχλούμαι, και η ελευθερία του άλλου σταματάει εκεί που αρχίζει η δική μου, και η δική μου περνάει πολύ δύσκολα όταν μασουλάς ρε φίλε τον κοχλιό σου δημόσια.

Να το κάνεις σπίτι σου; Μάλιστα. Εκεί δεν έχω πρόβλημα, κρυφά, να μη σε βλέπω, να μην με κοιτάς την ώρα που ρουφάς αυτό το αηδιαστικό πράγμα, κάνε ότι θέλεις – αλλά όχι δημόσια.

Πρόσφατα, ένας αστυνομικός φιλήθηκε με τον φίλο του. Όχι μόνο δημόσια, που είναι έτσι και αλλιώς ενοχλητικό, αλλά και κάτω από μία ελληνική σημαία – και αυτό ξεσήκωσε τρομερές αντιδράσεις και πολύ θυμό.

Το καταλαβαίνω απόλυτα.

Εμένα δεν με ενοχλεί να φιλιέται κάποιος κάτω από μία σημαία ειδικά, αλλά ας τα βάλουμε κάτω τα πράγματα, μόλις συνέστησα να γίνει ένας νόμος για τους δημόσια καταναλώμενους κοχλιούς, συνεπώς δεν βλέπω ειλικρινά κανέναν λόγο να μην κάνουμε δεκτή και την ενόχληση του διπλανού μου ο οποίος όχι μόνο ενοχλείται με το φιλί μεταξύ ανδρών -και ποιος δεν ενοχλείται δηλαδή- αλλά πολλώ δε μάλλον και κάτω από ένα ιερό γι’ αυτόν σύμβολο, μία σημαία.

Ειλικρινά μιλάω, νομίζω ότι πρέπει να αντιδράσουμε σ’ αυτό.

Η πρότασή μου, για να ξέρει ο κόσμος ποιες είναι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, είναι να κάνουμε έναν νόμο, στον οποίο να απαγορεύεται να φιλιούνται κάτω από μία σημαία.

Νόμος. Να το ξέρουν όλοι, να γνωρίζουν όλοι μέχρι που φτάνει η ελευθερία τους, να μην παρεξηγούμαστε.

Τώρα που το σκέφτομαι όμως, να, ξεκινάνε τα προβλήματα.

Πόσο κάτω;

Θέλω να πω, ο άνθρωπος μπορεί να ήταν ένα μέτρο μακρυά – και να γλυτώσει την τιμωρία του νόμου. Πρέπει συνεπώς για να είμαστε ακριβείς, να ορίσουμε πόσο μακρυά από μία σημαία μπορεί να φιλιέται ο άλλος. Να πούμε ξέρω γω «μέχρι πενήντα μέτρα από την σημαία ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΦΙΛΙΕΣΤΕ».

Φυσικά, υπάρχει και το άλλο: ο άνθρωπος ήταν αστυνομικός, ένστολος. Αυτό αποτέλεσε μία ιδιαίτερη παράμετρο στην αντίδραση του κόσμου – η οποία θα ήταν άδικο να μην ληφθεί υπόψιν. Διότι άλλο κύριε να είσαι απλώς ομοφυλόφιλος, και να φιλιέσαι, ΚΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΛΛΟ να είσαι ΚΑΙ ομοφυλόφιλος ΚΑΙ ένστολος.

Μπορούμε λοιπόν, και καταθέτω επίσημα την σκέψη μου ως πρόταση, το συζητάμε τώρα, να πούμε «πενήντα μέτρα για τους ομοφυλόφιλους και…» -όπα, μισό λεπτό: τον άλλον μπορεί να τον ενοχλούν και οι ετεροφυλόφιλοι, τα φυσιολογικά ζευγάρια να φιλιούνται κάτω από την σημαία. Διότι είναι σύμβολο και έχει κάποιες αξίες, και στον άλλον μπορεί να μην αρέσει ρε παιδί μου ο άλλος να μην δείχνει έναν σεβασμό.

Οπότε, ξανά. Καταθέτω άλλη πρόταση: «Πενήντα μέτρα για όλα τα ζευγάρια που φιλιούνται, ένα χιλιόμετρο τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, και είκοσι χιλιόμετρα τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια που αποτελούνται από έναν τουλάχιστον ένστολο».

Νομίζω ότι αυτό θα ήταν ξεκάθαρο, ο καθένας θα ήξερε τις υποχρεώσεις του και τα δικαιώματά του.

….θα ήταν βέβαια λίγο δύσκολο να μετρήσουμε 20 χιλιόμετρα από μία σημαία. Θέλω να πω, πρέπει να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι έτσι; Δεν θέλουμε εκεί που φιλιέται ο άλλος νόμιμα και ωραία, να του κοτσάρει δίπλα μία σημαία ένας κακόβουλος και να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις – σωστά;

Και μπορεί να μην είναι κακόβουλος. Σου λέω εγώ τώρα, βάζω την σημαία μου στο μπαλκόνι μου – ξέρω εγώ, αν σε είκοσι χιλιόμετρα απόσταση, φιλιέται ο άλλος με τον άλλονα; Δηλαδή πλάκα μου κάνεις, να μην βάλω την σημαία μου γιατί ο άλλος- έλα τώρα, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, ο νόμος χρειάζεται βελτίωση.

Μπορούμε θεωρώ – και μία πρόταση κάνω, δείτε την όσο σοβαρά νομίζετε – να οριοθετήσουμε τις σημαίες μας.

Κάθε σημαία να μπει σε ένα Google Maps, να μετρήσουμε τις αποστάσεις, και ο καθένας να ξέρει πλέον επίσημα που μπορεί, και που απαγορεύεται να φιλιέται. Νομίζω ότι αυτό θα εξυπηρετήσει τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων, και θα δώσει στην αρχική πρόταση την νομιμότητα και την αξιοπιστία που απαιτείται.

Και οι χοντροί; Διότι ο άλλος, δεν θέλει να βλέπει χοντρούς (και χοντρές!) στις παραλίες. Είναι εύλογο νομίζω να θεωρήσουμε ότι η παρουσία τους δίπλα σε ένα τόσης βαρύτητας σύμβολο θα έχει τον ίδιο – αν όχι μεγαλύτερο αναλογικά συμβολισμό. Δηλαδή φαντάσου ένας ξένος να φωτογραφήσει έναν χοντρό δίπλα στην ελληνική σημαία. Τι εικόνα θα δώσουμε παραέξω;

…Ανησυχώ μόνο, μήπως οι άνθρωποι από αντίδραση κρύψουν τις σημαίες τους, είτε γιατί είναι ομοφυλόφιλοι, είτε γιατί είναι χοντροί, είτε γιατί είναι άσχημοι, ή γέροι, ή πιστεύουν σε άλλες θρησκείες – έτσι, από αντίδραση, για να μπορούν να φιλιούνται όπου θέλουν.

Αυτό θα ήταν πολύ περίεργο.

Η ακόμα χειρότερα, όλοι αυτοί αλλάξουν τους νόμους, και πουν ότι μία σημαία θα έπρεπε να αφήνει ελεύθερους τους ανθρώπους, να συμβολίζει ακριβώς μια ενθάρρυνση να αγαπιούνται ελεύθεροι – και όχι να τους φυλακίζει κρυμμένους σπίτια τους για να φιλιούνται με αυτόν που αγαπάνε.

Ή να τρώνε κοχλιούς. Ή γαρίδες.

Μπλιάχ.

(«μεζεδάκια» αποκαλεί ο Σαραντάκος τα κείμενα που έχουν μικρές αναφορές σε θέματα που δεν προλαβαίνει να κάνει ολόκληρο άρθρο/έρευνα, και δανείζομαι την λογική του: Το ξεκινάω και εγώ, και βλέπουμε αν θα έχω χρόνο/όρεξη να το συνεχίσω ή θα γυρίσω αποκλειστικά στα λίγα σεντόνια που διαβάζετε κάθε τόσο. Το παρόν κείμενο θα ανανεώνεται σε κάθε ευκαιρία (δεν θα είναι δηλαδή στατικό, μία κι όξω), και θα δημιουργούνται άλλα άρθρα ανά βδομάδα ή μήνα ανάλογα με την συχνότητα που θα μπορώ πια να ανανεώνω)

Τι κρατάει τους Έλληνες εφοπλιστές μακρυά από Ελλάδα. Ενδιαφέρον άρθρο από το News247. Να σας βοηθήσω: Δεν έχουν πρόβλημα με την φορολογία (μόνο κατά ένα 51%, παραδόξως, μάλλον θα ήθελαν να πληρώνουν λιγότερα) αλλά τους ενοχλεί που δεν υπάρχουν …υποδομές και ρυθμιστικό περιβάλλον. Από την μια, ικανοποιημένοι με το ποσό των φόρων που τους …αναλογούν, από την άλλη δεν υπάρχουν υποδομές. Καλό; Παράξενο και το «ρυθμιστικό περιβάλλον» καθώς δεν πληρώνουν φορολογία μετά κερδών αλλά ένα ποσό προσυμφωνημένο με την κυβέρνηση (το οποίο, ούτε και αυτό δεν έχουν αποδώσει)…

Ο Πολάκης κάνει -άλλη μία- απίστευτη δήλωση («Θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε κάποιους φυλακή«) που θα έπρεπε να κάνει κάθε νομιμόφρονα πολίτη να φρίξει. Στην συνέχεια (για να το διορθώσει, προφανώς) είπε πως «λέω αυτά λένε όλοι στις καφετέριες» λες και έχει λογική να δίνουμε τα κλειδιά του υπουργείου (και της δικαιοσύνης;) σε έναν θαμώνα της καφετέριας, και οι φιλοκυβερνητικοί βρίσκουν τρεις-τέσσερις αντίστοιχες αναφορές του Γεωργιάδη για να …ισοφαρίσουν. Δύο σκέψεις ειδικά επ’ αυτού: Ο Γεωργιάδης είναι στην αντιπολίτευση, όχι στην κυβέρνηση – με το αντίστοιχο ειδικό βάρος δηλώσεων, και κυρίως, κανέναν δεν (θα έπρεπε να) τιμά όταν λες ότι στην (αριστερή) κυβέρνησή σου έχεις έναν αντίστοιχο Γεωργιάδη…

Το αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας δέχεται επίθεση από κουκουλοφόρους. Τραυματίζονται τρεις αστυνομικοί, η είδηση παίρνει βαρύτητα, η αντιπολίτευση κάνει δηλώσεις κατηγορώντας την κυβέρνηση για υπόθαλψη (λες και επί άλλων κυβερνήσεων δεν είχαμε τέτοια – τέλος πάντων). Μία σκέψη, είναι ότι το Α.Τ. Ομονοίας έχει ιδιαίτερα βεβαρυμένο παρελθόν κακοδιαχείρισης (και το θέτω πολύ ευγενικά), και ιδιαίτερα πρόσφατα χειρίστηκε περιστατικά – μίας δολοφονίας (του Ζακ Κωστόπουλου, με το αδιανόητο «σε όποιον αρέσει» που αξίζει ειδικής ανάλυσης) και ενός θανάτου – με (to say the least) μεγάλη αποτυχία. Η μόνιμη θέση μου όμως είναι πως η ευθύνη για την κακοδιαχείριση πάει αποκλειστικά στην πολιτική ηγεσία (και σε μας τους πολίτες που δεν την πιέζουμε να καθαρίσει τον όποιο βούρκο). Οι επιθέσεις με μολότοφ αν σκοτώσουν κάποιον (είτε από την μία, είτε από την άλλη πλευρά) δεν θα φέρουν καμία λύση – τουναντίον, εκτός από το ότι θα έχουμε αίμα στα χέρια μας, η φασαρία θα φροντίσει να συγκαλυφθούν τα προβλήματα και να γλυτώσουν οι αληθινοί υπεύθυνοι…(εδώ σε μεταγενέστερο άρθρο η πλήρης σκέψη μου)

Τα Σκόπια δέχθηκαν στο κοινοβούλιό τους να πάει προς ψήφιση η Συμφωνία των Πρεσπών, με τους αντιδρώντες Σκοπιανούς να μιλούν για δωροδοκία όσων δέχθηκαν τελικά την συμφωνία, κάτι που αναπαρήχθει εδώ από τους αντίστοιχους αντιδρώντες με κορυφαίο τον Καμμένο (πράγμα παράλογο καθώς αν δωροδοκήσαμε όντως να δεχθούν την συμφωνία, μάλλον θα είναι επιζήμια για τους ίδιους). Μύλος.

Εξαιρετικά δύσκολες στιγμές στην Μόρια καταγράφει η Τζένη Τσιροπούλου του ThePressProject και η ελληνική κυβέρνηση επιτέλους αντιδρά ….σε τέσσερις αστυνομικούς που λένε μία γριά «Σκατόγρια» και διατάσσει ΕΔΕ. Έτσι λοιπόν είναι ξεκάθαρο ότι οι τρίωρες ουρές για φαγητό, τα βιασμένα πεντάχρονα παιδιά και οι χαρακωμένοι παρολίγον αυτόχειρες είναι μία αποδεκτή διαδικασία – αλλά το να πει ένα όργανο του νόμου «σκατόγρια» μία ηλικιωμένη είναι προφανώς εκτός οδηγίας, εκτός του αξιακού πολιτισμού μας και γίνεται αντικείμενο επείγουσας έρευνας.

Έχω σβήσει πενήντα φορές αυτό το άρθρο, και έχω ξαναξεκινήσει από την αρχή – ο μεγαλύτερος φόβος μου πάντα παραμένει όχι να θυμώσει κάποιος γι’ αυτά που πιστεύω, , αλλά να θυμώσει νομίζοντας ότι λέω άλλα από όσα θέλω να πω – και αυτή η περίπτωση είναι πολύ εύκολο να παρεξηγηθεί. Θα είμαι όσο πιο προσεκτικός μπορώ, λοιπόν.

Πριν λίγες ημέρες, το ΑΤ Ομονοίας δέχθηκε επίθεση. Αυτό, ήταν κάτι που πυροδότησε διάφορες αντιδράσεις – από την ευκαιριακή επίθεση στην κυβέρνηση από την αντιπολίτευση, μέχρι την αντίδραση πολιτών γι’ αυτό που ονόμασε η αστυνομία «τραυματισμούς» και την αντίστοιχη σιωπή για τα πεπραγμένα του αμαρτωλού τμήματος.

Όπως έχω πει όσες περισσότερες φορές μπορώ, είμαι εναντίον κάθε πράξης βίας – είτε έρχεται από την νόμιμη πλευρά, είτε έρχεται από την παρανομία του αντιεξουσιαστικού χώρου. Προφανώς, ως πολίτης είμαι υπεύθυνος για τον πρώτο κομμάτι – η «νόμιμη» βία ασκείται για το δικό μου «καλό» με την δική μου αποδοχή και εξουσιοδότηση. Εγώ είμαι το αφεντικό της.

Οπότε, για τις πράξεις του ΑΤ Ομονοίας, που βγήκαν στην επιφάνεια μετά το χτύπημα, εγώ είμαι υπεύθυνος – ως πολίτης.

Τι κάνουμε όμως μετά;

Αυτό είναι ένα πρόβλημα, και μάλιστα σοβαρό. Αν δικαιολογήσω το χτύπημα με βάση τις πράξεις του ΑΤ Ομονοίας, παραδέχομαι ότι δεν έχω κάνει απολύτως τίποτα γι’ αυτές. Αποποιούμαι τον ρόλο μου, της ευθύνης μου. Δεν έχω αποδώσει δικαιοσύνη, δεν έχω πιέσει για την δημοσίευσή τους, για την κριτική τους. Αν πω «ναι, αλλά για τον Ζακ δεν λέτε τίποτα» θα μπω σε μία λίστα ανθρώπων που με βάση ένα άθλιο παρελθόν, επιδοκιμάζω ένα εξίσου άθλιο παρόν, και φυτεύω τους σπόρους για ένα σαφώς αθλιότερο μέλλον. Θα κάνω τον Ζακ εργαλείο, για να δικαιολογήσω μία ενέργεια, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος άλλος θα κάνει εργαλείο την Μυρτώ, ή την Μαρφίν, για να δικαιολογήσει μία άλλη ενέργεια, που του ταιριάζει περισσότερο.

Τι θα πετύχω όμως;

Ασφαλώς, η υπόθεση Ζακ (και δεν είναι μόνο αυτή, με αφορμή αυτήν την ενέργεια έχω μάθει άλλες 2-3 που αγνοούσα, όλες πρόσφατες) είναι σημαντική, ασφαλώς η σιωπή της εξουσίας στις παραλήψεις, τα λάθη και τις απαράδεκτες ενέργειες των εκπροσώπων της είναι εξωφρενική – αλλά, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, πως θα τολμήσω εγώ (εγώ, που φέρω την ευθύνη) να μιλήσω για εκδίκηση;

Ποιον εκδικούμαι;

Η εκδίκηση είναι ένα μυστήριο πιάτο. Ο καλύτερος εκφραστής της των τελευταίων χρόνων ήταν η 17 Νοέμβρη, μία ομάδα δολοφόνων που έκρινε, αποφάσιζε και δολοφονούσε όσους πίστευε ότι το άξιζαν. Από τον βασανιστή της Χούντας Μάλλιο, μέχρι τον Μπακογιάννη και τον Βρανόπουλο (δεν βάζω τον Αξαρλιάν μέσα, και θα εξηγήσω κατόπιν γιατί) οι στόχοι της 17 Νοέμβρη στοχοποιούντο και δολοφονούντο με απόφασή της, χωρίς να ακολουθεί τίποτα άλλο, παρά μόνο ένα χαρτί με μία εξήγηση.

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η οργάνωση είχε τύχει ευρείας αποδοχής. Είτε με στόχους σαν τον Μάλλιο που είχε γλυτώσει την φυλακή παρά το αποτρόπαιο έργο του, είτε με στόχους αμερικανούς και βρετανούς (που «προφανώς ήταν κατάσκοποι») η γενική αντίδραση ήταν «να αγιάσει το χέρι τους» και «ε, ρε 17 Νοέμβρη που σας χρειάζεται».

Η εκδίκηση του πολίτη στην εξουσία που δεν τον υπολόγιζε.

Ασφαλώς, για λόγους αρχής, ενοχλούμαι να πιστεύει κανείς ότι η 17 Νοέμβρη λειτουργούσε και εξ ονόματί μου. Είτε ο Μάλλιος, είτε ο Μπακογιάννης (που ειλικρινά δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δολοφονήθηκε) ήταν στα μάτια μου ανέκαθεν το ίδιο αθώοι. Η απόφαση για την ποινή τους θα έπρεπε να έρθει μέσω της δικαιοσύνης, και αν και όπου αυτή απέτυχε, ήταν δική μου ευθύνη και όχι κάποιου θολού ευρύτερου συστήματος που θα εκδικηθώ με δανεικές σφαίρες από μία ομάδα εκδικητών με κουμπούρια.

Εγώ ήμουν ο εχθρός.

Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να το συλλάβει κανείς. Ο φίλος με τον οποίο μιλάω και πιστεύει ότι καλά τους κάνανε στο ΑΤ Ομονοίας γιατί ξέρει τα πεπραγμένα τους νιώθει σαφώς εγγύτερα με τους αντιεξουσιαστές, παρά με τους πολιτικούς προϊσταμένους ενός αιματοβαμμένου αστυνομικού τμήματος. Η ευθύνη σταματά κάπου – στον αστυνομικό που πατούσε το κεφάλι του Ζακ; στον διοικητή του που δεν αντέδρασε; στην εξουσία που δεν τον παρέπεμψε; στην πολιτική προϊστάμενό του που δεν αναζητά ευθύνες; Πάντως σίγουρα όχι στον ίδιο: ούτε ενέκρινε τέτοιες πράξεις, ούτε επέτρεψε τέτοιες πράξεις, ούτε δικαιολόγησε ποτέ τέτοιες πράξεις.

Και έτσι, η εκδίκηση είναι αποδεκτή.

Ταυτόχρονα, οι αστυνομικοί βγάζουν πανό «η αστυνομία είναι στο στόχαστρο», οι υπόλοιπες πράξεις τους παίρνουν κι άλλη αναβολή, οι Φαήλοι βρίσκουν κοινό για να γιουχάρουν εντός έδρας, η αντιπολίτευση βρίσκει πάτημα να αντιδράσει έχοντας άλλα πράγματα στο μυαλό της, οι ψαγμένοι βρίσκουν αφορμή να λειτουργήσει το ιδιώνυμο, και ο επόμενος αστυνομικός θα ακουμπήσει πιο εύκολα το περίστροφό του στην επόμενη επίθεση σε τμήμα, ή στην επόμενη αντιπαράθεση στον δρόμο με αντιεξουσιαστές. Γιατί φοβάται; Γιατί μισεί; Πάντως έτσι θα γίνει.

Και τι κέρδισα εγώ;

Εγώ, που δεν αποζητώ εκδίκηση αλλά δικαιοσύνη, μόνο έχασα από όλο αυτό. Δεν μπορώ να πανηγυρίσω ένα χτύπημα που θα μπορούσε να έχει και θύματα, εκατέρωθεν, δεν βρίσκω καμία απολύτως ικανοποίηση από μερικούς φοβισμένους μπάτσους, ούτε αισθάνομαι στο ελάχιστο ότι ο Ζακ δικαιώθηκε, ότι την επόμενη έστω φορά οι αστυνομικοί θα έχουν μία ελαχίστως τυπική ΕΔΕ για το επόμενο παράπτωμά τους.

Θέλω πολύ προσεκτικά να ξεκαθαρίσω ότι η σκέψη μου δεν αφορά ούτε τους αντιεξουσιαστές, ούτε την 17 Νοέμβρη, ούτε κανέναν που δρα εκτός νόμου. Δεν ασκώ κριτική στις πράξεις τους, γιατί αυτές απευθύνονται σε μένα. Εγώ είμαι ο στόχος. Και δεν το λέω με την θυματοποίηση που έχουμε συνηθίσει, μα με την πλήρη ανάληψη ευθύνης, γιατί όντως κάποιοι έχουν αδικηθεί εξ ονόματί μου, εκ της ανοχής και του βολέματός μου. Όπως πιθανόν έχει καταστεί σαφές τόσα χρόνια αρθρογραφίας μου, ο στόχος πάντα είναι να ξεκαθαρίζω τις δικές μου ευθύνες – να γίνομαι εγώ καλύτερος.

Ως στόχος, οφείλω πρωτίστως να ντραπώ αν ένα αστυνομικό τμήμα δεν τιμωρείται για τα όποια λάθη του, πριν θυμώσω βολικά που του επιτέθηκαν ή πανηγυρίσω που εκδικήθηκα εξίσου βολικά την κακοδιαχείρισή τους.

Αυτό, η ντροπή, η αντίληψη και η ανάληψη της ευθύνης που μου αναλογεί, είναι όντως ένα συναίσθημα που μπορεί να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο. Το συναίσθημα του φόβου, του μίσους ή της εκδίκησης, δεν είναι.

Υ.Γ.: Ο Αξαρλιάν δεν ήταν ποτέ «στόχος», αλλά «παράπλευρη απώλεια» και ως εκ τούτου είναι θεωρώ τρομερά άδικο να συμπεριλαμβάνεται ως οντότητα στην όποια διαδικασία εκδίκησης ή τιμωρίας.

Αντιγράφω από το site της ΜΚΟ Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Οι επισημάνσεις όπως πάντα, δικές μου. Σκέψεις στο τέλος.

Θα θέλαμε να εκφράσουμε την έντονη ανησυχία μας για το γεγονός ότι περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και βίας που λαμβάνουν χώρα στη Μόρια της Λέσβου παραβλέπονται και χαρακτηρίζονται ως αναληθή από την ίδια τη διοίκηση του Κέντρου της Μόριας, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις τόσο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα όσο και άλλων φορέων.

Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, ως ανεξάρτητη και αμερόληπτη ιατρική και ανθρωπιστική οργάνωση, δεν λαμβάνουμε καμία χρηματοδότηση από το ελληνικό κράτος και την ΕΕ. Αξίζει να επισημανθεί ότι στις περιπτώσεις που προχωράμε σε επίσημες καταγγελίες των βλαβερών συνεπειών των πολιτικών που επηρεάζουν άμεσα την υγεία και την αξιοπρέπεια των ασθενών μας, βασιζόμαστε αποκλειστικά σε συγκεκριμένα ιατρικά στοιχεία, που προέρχονται από τη δράση μας.

Από τον Ιανουάριο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2018, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα έχουμε περιθάλψει στην κλινική μας, που βρίσκεται έξω από τον καταυλισμό της Μόριας, συνολικά 23 ασθενείς που ανέφεραν ότι υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση, συμπεριλαμβανομένου και βιασμού, μέσα ή γύρω από τον καταυλισμό. Από τους ασθενείς αυτούς, 14 ήταν ενήλικες και 9 ανήλικοι, εκ των οποίων κάποιοι ηλικίας μόλις 5 ετών.

Σε κάθε ένα από τα περιστατικά αυτά, ακολουθήσαμε το ιατρικό πρωτόκολλο, το οποίο περιλαμβάνει επείγουσα φροντίδα εάν απαιτείται, επείγουσα αντισύλληψη, πρόληψη της μετάδοσης του HIV και σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, εμβολιασμό και εργαστηριακές εξετάσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις παρείχαμε, επίσης, ψυχολογική υποστήριξη.

Στη Λέσβο, συνεργαζόμαστε παράλληλα με το τοπικό νοσοκομείο, με σκοπό την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση των ιατρικών επιπλοκών της σεξουαλικής βίας. Για όλα τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης που είδαν οι ομάδες μας, έχει ενημερωθεί η αστυνομία. Η ευθύνη διενέργειας ιατροδικαστικής εξέτασης και διερεύνησης των αναφορών σεξουαλικής βίας, καθώς και η προστασία των θυμάτων ανήκει στις αρμόδιες διωκτικές αρχές και συγκεκριμένα στην αστυνομία και τον εισαγγελέα.

Οι ομάδες μας βλέπουν σχεδόν σε καθημερινή βάση περιστατικά σεξουαλικής βίας και επιθέσεων, απόπειρες αυτοκτονίας, αυτοτραυματισμούς και σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία παιδιών, εφήβων και ενηλίκων. Και αυτό είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν

~

Ένα, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα μιλούν με στοιχεία. Δεν το είδαν αναρτημένο στο facebook, δεν το άκουσαν από κάποιον φίλο φίλου, το έζησαν, περιέθαλψαν ασθενείς ακόμα ΚΑΙ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΑ ΠΑΙΔΙΑ θύματα σεξουαλικής βίας. ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΑ ΠΑΙΔΙΑ.

Δύο, για όλα τα περιστατικά έχει ενημερωθεί η αστυνομία. Έχει ενημερωθεί η αστυνομία. Έχει – ενημερωθεί – η – αστυνομία. Κανείς δεν μπορεί να κάνει ότι δεν ξέρει, μετά από αυτό. ΚΑΝΕΙΣ.

Τρία. Δεν το λένε μόνο οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Η ανακοίνωση λέει ότι έχουν ενημερωθεί και από άλλες ΜΚΟ που συνεργάζονται εκεί. Δεν είναι τσακωμένοι κάποιοι με κάποιους δηλαδή, υπάρχει ευρύτερη οπτική, και όλοι συμφωνούν ότι συμβαίνουν τέτοια πράγματα – και όχι μόνο, όπως διαβάσαμε εχθές από το ThePressProject – στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μόριας.

Τέσσερα. Η διοίκηση μιλάει για αναληθείς καταγγελίες. Δηλαδή ξέρει, έχει ενημερωθεί, έχει πάρει θέση, και αποφάνθηκε ότι οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ψεύδονται.

Τέσσερα – ένα. Πως το ξέρει; Οι γιατροί μιλούν με στοιχεία. 23 ασθενείς (μόνο εκείνοι, χώρια οι όποιοι άλλοι), 9 παιδιά. ΠΑΙΔΙΑ. Συγκεκριμένα, με νούμερα, με στοιχεία. Η διοίκηση πως τα αντικρούει; Με τι στοιχεία;

Τέσσερα – δύο. Ποιος τα αντικρούει; Η διοίκηση; Έγινε ΕΔΕ; Ψάχνει μόνη της τα δικά της και λέει «δεν έγιναν, παραπλανάτε τον κόσμο;» Την έχει ελέγξει κανείς;

Πέντε: Είναι δουλειά της αστυνομίας – λέει η ανακοίνωση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα – να φτάσει η υπόθεση στον εισαγγελέα. Όταν κάποιος καταγγέλλει, με στοιχεία, ότι κακοποιήθηκαν σεξουαλικά 23 άτομα και 9 παιδιά, ΠΡΟΦΑΝΩΣ θα έπρεπε να πάει στον εισαγγελέα. Πήγε; Αν ναι, τι δουλειά έχει στο συρτάρι του; Αν όχι, γιατί; Δεν έπρεπε να ελεγχθεί και αυτή η απραξία;

Έξι: Για άλλη μία φορά, η κυβέρνηση αδιαφορεί. Πεντάχρονα καταγγέλλεται ότι βιάστηκαν, και δεν κάνει την παραμικρή ενέργεια: έρευνα, αναζήτηση στοιχείων, επίρριψη ευθυνών. ΤΙΠΟΤΑ. ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ. Κρύβεται πίσω από την διοίκηση του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Όχι μόνο τώρα, ΕΠΙ ΧΡΌΝΙΑ αδιαφορεί για κάθε καταγγελία. Αυτό όμως, δεν μπορεί να μην αφορά την εισαγγελική έρευνα. Και οι ποινές, δεν μπορεί να μην αφορούν πολιτικούς προϊσταμένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Είτε έπαιρναν εντολές για να δρουν έτσι οι διοικήσεις, είτε τους άφηναν στην ησυχία τους να επιτρέπουν βιασμούς πεντάχρονων παιδιών.

Επτά: Αναρωτιέμαι γιατί τόση ησυχία. Οι Γιατροί είναι προφανές ότι δίνουν μάχη μόνοι τους, απέναντι στην απίστευτη σιωπή όλων. Όσο και αν αντιδράσουμε οι υπόλοιποι, οι πράξεις μας δεν θα μετρήσουν καθόλου – αυτό που χρειάζεται είναι να αντιδράσουν όσοι στηρίζουν με οποιονδήποτε τρόπο αυτήν την κυβέρνηση. Μόνο έτσι μπορεί να αλλάξει κάτι.

Πως αντέχετε και κάνετε τα στραβά μάτια μωρέ;

Να μην αφήσουμε να ξεχαστούν για πάντα μέσα στα σκουπίδια και τη φρίκη τιτλοφορείται το άρθρο της Τζένης Τσιροπούλου για λογαριασμό του ThePressProject.

παραθέτω αποσπάσματα (όλο το άρθρο στο ThePressProject) – οι όποιες επισημάνσεις δικές μου:

Τραγικές και απάνθρωπες συνθήκες μονάχα επιβίωσης στη Μόρια, μέσα κι έξω από το επίσημο στρατόπεδο. Κάθε φορά που έρχομαι λέω δεν πάει χειρότερα και την επόμενη φορά είναι όλο και χειρότερα. Και ήμουν στη Μόρια από το καλοκαίρι του 2015. Μέσα λοιπόν στο επίσημο καμπ της ΕΕ, το οποίο έχει χωρητικότητα 3.000 ατόμων αλλά ζουν γύρω στα 7.500 άτομα -με το ένα τρίτο να είναι παιδιά- δύο και τρεις οικογένειες στοιβάζονται μαζί μέσα σε ένα κοντέινερ. Ο ιδιωτικός χώρος της καθεμιάς οριοθετείται με μία κουβέρτα-παραβάν. Οι άνθρωποι υποχρεώνονται κάθε μέρα να στέκονται δύο με τρεις ώρες στην ουρά για να πάρουν πρωινό, το οποίο ίσα-ίσα προλαβαίνεις να το φας και πας να ξαναστηθείς στην ουρά για το μεσημεριανό και μόλις φας την τελευταία μπουκιά πας να ξαναστηθείς στην ουρά για άλλες δυο-τρεις ώρες για να περιμένεις το βραδινό. Η αναμονή γίνεται σε έναν χώρο που μοιάζει με κλουβί και το φαγητό τις περισσότερες φορές είναι χάλια, μου λένε όλοι ανεξαιρέτως οι πρόσφυγες με τους οποίους συνομιλώ. Εφόσον το καμπ έχει γίνει άβατο για τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ, ανεβαίνω στον λόφο δίπλα στη Μόρια και βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια την ατέλειωτη ανθρώπινη ουρά. […]

[…] «Οι ουρές χωρίζονται σε τρεις: μία για οικογένειες, μία για single men και μία για γυναίκες. Πάντα γίνονται τσακωμοί.»

Εν τω μεταξύ, οι πρόσφυγες καταγγέλλουν ότι συχνά μένουν νηστικοί γιατί οι μερίδες τελειώνουν χωρίς να έχουν παραλάβει όλοι τη σακούλα με τα πλαστικά τάπερ.

Μια κοπέλα από το Αφγανιστάν μού δείχνει ένα βίντεο στο κινητό της:

Μια γιαγιά βαστιέται σε μια μαγκούρα. Το φαγητό έχει τελειώσει και η ίδια δεν έχει προλάβει να πάρει. Ένας Έλληνας αστυνομικός τής φωνάζει «Σκατόγρια! Σκατόγρια! Άι στο διάολο! Θα στο βάλω στον κώλο [το μπαστούνι].» Ο αστυνομικός τής τραβάει το μπαστούνι από το χέρι και της το πετάει μακριά. Το βίντεο αναμένεται να προβληθεί μέσα στις επόμενες βδομάδες σε τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ της ιταλικής τηλεόρασης για τη Μόρια.

Ένας πατέρας από το Αφγανιστάν με τρία μικρά παιδάκια, δεν ξέρει κάθε φορά τι να κάνει: να στηθεί στην ουρά αφήνοντας τρία πιτσιρίκια ολομόναχα ή να μείνει μαζί τους αλλά να μείνουν όλοι νηστικοί; Όσο μας μιλάει για τη ζωή του εδώ, αρχίζει να κλαίει. […]

[…] Τρία χρόνια και ένα μεγάλο εννιαψήφιο χρηματικό ποσό μετά – 800 εκατομμύρια και έπονται άλλα τόσα, ποσό που καθιστά την Ελλάδα την πιο κοστοβόρα ανθρωπιστική ανταπόκριση στην ιστορία – και δεν έχουν λυθεί ούτε τα πιο στοιχειώδη: τροφή και στέγαση. […]

[…] Ουρές δεκάδων ανθρώπων για την τουαλέτα, ενώ μικροί και μεγάλοι κάνουν μπάνιο με κρύο νερό αφού δεν έχει ποτέ ζεστό κι ας κρυώνει ο καιρός, όπως μου λένε οι άνθρωποι που ζουν σε λίμπο μέσα στο ΚΥΤ της Μόριας. Ποιος από μας αλήθεια αντέχει να κάνει μπάνιο με κρύο νερό χειμωνιάτικα και μετά να τουρτουρίζει σε σκηνές καλοκαιρινού camping; […]

[…] Το αίτημά μας με το ιταλικό κανάλι (με το οποίο συνεργάζομαι για μερικές μέρες) για να μπούμε μέσα στο hotspot, το επίσημο καμπ δηλαδή, απορρίφθηκε από το υπουργείο. Ταυτόχρονα, η αστυνομία απαγορεύει στους πρόσφυγες να τραβάνε βίντεο με τα κινητά τους τηλέφωνα. Ένας πρόσφυγας μάς λέει ότι ένας Άραβας τραβούσε βίντεο και μόλις τον είδε ένας αστυνομικός, του πήρε το κινητό, το έσπασε με τη μπότα του και του είπε: «Να, ορίστε, δικό σου τώρα».

Μας λένε για βιασμούς, ναρκωτικά και πορνεία μέσα στο καμπ. Όλοι θέλουν να μας μιλήσουν για αυτό που υποφέρουν. “Πρόμπλεμ πρόμπλεμ” προφέρουν ασταμάτητα. Όταν τους ρωτάω πόσο καιρό είναι εδώ, η απάντησή τους έρχεται με ακρίβεια πόνου: δεν λένε απλώς δυο μήνες ή δυο χρόνια. Μου λένε ακριβώς πόσους μήνες, μέρες και ώρες ζουν στη Μόρια. Μωρά γεννιούνται στον καταυλισμό και αναρωτιέμαι πώς θα μεγαλώσουν και γιατί τους τσακίζουμε τις ψυχές, τι ανθρώπους φτιάχνουμε και τι άνθρωποι είμαστε;

Χτες γνωρίσαμε έναν έφηβο από τη Συρία. Μια φυσιογνωμία τόσο ευγενική και θλιμμένη μαζί, ένα αγόρι 16 χρονών με αξιοπρέπεια καθηλωτική. Ζει εδώ και ένα χρόνο μέσα στο καμπ της Μόριας. Το αριστερό του χέρι και μπράτσο ήταν γεμάτο μαχαιριές. Είναι το χέρι του που βλέπεις στην κεντρική εικόνα αυτού του κειμένου.

-Πώς τραυματίστηκες;

-Εγώ το έκανα μόνος μου. Γιατί 24 ώρες το 24ωρο δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω παρά να σκέφτομαι και να σκέφτομαι και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω για τη ζωή μου που θέλω τόσο πολύ να τη ζήσω. Το θέλω πολύ. Εδώ ζούμε σε μια μεγάλη φυλακή. Κάθε βράδυ βλέπω ότι τον ίδιο εφιάλτη: είμαι στη Συρία και κάποιος μου φωνάζει και με κυνηγάει. Ευτυχία για μένα είναι να γλιτώσω από τη Μόρια και να πάρω τηλέφωνο τη μαμά μου και να της πω ότι είμαι καλά.

Τις επόμενες μέρες παρατηρώ κι άλλους άντρες με τις ίδιες μαχαιριές στο ένα τους χέρι.

Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα προειδοποιούν ότι αυξάνονται οι απόπειρες αυτοκτονίας και οι αυτοτραυματισμοί ανήλικων προσφύγων.

Ακόμα και οι εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές ΜΚΟ ζητάνε να μεταφερθούν αλλού γιατί νιώθουν ότι και η δική τους ψυχική υγεία καταρρέει.

Οι άνθρωποι που εργάζονται στο πεδίο μιλούν για κακοδιαχείριση στο προσφυγικό ενώ πιστεύουν ότι η απαράδεκτη αυτή κατάσταση διαιωνίζεται εσκεμμένα ώστε να σταλεί το μήνυμα και να αποτραπούν νέες αφίξεις. Αυτό ακριβώς, όπως διέρρευσε, προτάθηκε πολύ πρόσφατα σε κλειστή συνάντηση Ελλήνων και Ευρωπαίων αξιωματούχων καθώς και εργαζομένων στην ανθρωπιστική βοήθεια: Χειροτερέψτε τα για να μην έρθουν κι άλλοι.

Όμως βάρκες φτάνουν σχεδόν καθημερινά, οι άνθρωποι έρχονται και υπάρχουν πάντα κι αυτοί που είναι ήδη εδώ. Δεν τα καταφέρνουν όλοι όμως. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές διαβάζω για τη βάρκα που αναποδογύρισε έξω από τη Σμύρνη. Η ελπίδα τους ήταν να φτάσουν στη Λέσβο. Αντ’ αυτού, στη λίστα του θανάτου προσθέσαμε ακόμα 9 νεκρούς ενώ 25 είναι αγνοούμενοι.[…]

Η φρίκη δεν έχει σταματημό, το άρθρο συμπληρώνεται με φωτογραφίες και video από την δημοσιογράφο, και επιπλέον συνεντεύξεις. Ξανά, το link εδώ.

Όπως έχω ξαναγράψει στο blog, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η απουσία της κυβέρνησης, ούτε η ασφαλώς με διάθεση συγκάλυψης απόφαση για την απαγόρευση της δημοσιογραφίας να κάνει την δουλειά της – μα πρωτίστως η απουσία της δικαιοσύνης. Τέτοιες συνθήκες, με τραυματισμούς, θανάτους, βιασμούς και όλα τα άλλα ανήκουστα που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι, θα έπρεπε να έχει ξεσηκώσει από κοινωνικούς λειτουργούς, μέχρι τον εισαγγελέα.

Απάντηση για κάθε ένα χωριστά από αυτά τα καταγεγραμμένα περιστατικά, θα έπρεπε να έχει δώσει ο/η διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης (και όχι μόνο αυτού), αλλά και όλοι οι πολιτικοί προϊστάμενοί του.

Πιστεύω ακράδαντα ότι όποιος ευθύνεται γι’ αυτές τις εικόνες, από τον υπάλληλο μέχρι τον διοικητή μέχρι τους αρμόδιους υπουργούς ακόμη και τον ίδιο τον Τσίπρα, πρέπει να λογοδοτήσουν άμεσα στην δικαιοσύνη. Πιστεύω όμως εξίσου ότι η σιωπή από τους φιλοκυβερνητικούς είναι εκκωφαντική – η φωνή τους θα ήταν η μόνη που θα μπορούσε, καταπώς δείχνουν τα πράγματα, να κάνει λίγο πιο ανθρώπινες τις συνθήκες – ακόμα και να χαρίσει μία αξιοπρεπή ελευθερία σ’ αυτούς τους αδικημένους ανθρώπους…

Δείτε τι συμβαίνει. Ξεχάστε ότι κυβερνούν οι άνθρωποι που προτιμάτε. Αντιδράστε.

Μόνο εσείς μπορείτε πια να σώσετε αυτούς τους ανθρώπους.

Τα μακρινά χρόνια ανάμεσα σε πολέμους, σε ένα χωριό της Ελλάδας, ένας χωριανός πηγαίνοντας σπίτι του, βρήκε ένα στον διάβα του ένα αυγό. Στα χωριά εκείνη την εποχή είχαν ελάχιστα ζωντανά – κυρίως κότες τροφαντές για κάνουν αυγά και κοκόρια, δυνατά και φουσκωμένα, για την αναπαραγωγή. Πήρε τ’ αυγό – αν και δεν είχαν έλλειψη – το επεξεργάστηκε καθώς ήταν πολύ μικρότερο από τα συνηθισμένα, και παρόλα αυτά το ‘βαλε κάτω από την κότα που ζέσταινε τα δικά της – έτσι, για να δει τι θα γίνει.

Μαθημένοι στην αγροτική ζωή στο χωριό, δεν ξέρανε από εκπλήξεις. Μα τους περίμενε μία καλή, στην φάρμα του αγρότη μας, όταν από το αυγό βγήκε κάτι – και μία σαφώς μεγαλύτερη, όταν αντί για κοτοπουλάκι όπως τ’ άλλα, βγήκε ένας μικρούλης ντροπαλός παπαγάλος.

Ο παπαγάλος δεν ήξερε που γεννήθηκε – ξέρουμε άλλωστε που γεννιόμαστε; όπου μας λάχει γεννιόμαστε και ας τσακωνόμαστε μετά μια ζωή γι’ αυτό. Κοτόπουλα βρήκε γύρω του, κότες και αυστηρά κοκόρια, νόμιζε πως ήταν κι αυτός κοκόρι. Διέφερε βέβαια από τ’ άλλα – όλα ήταν μονόχρωμα γύρω του, τα κοτοπουλάκια είχαν λίγο χρώμα, μα όταν μεγάλωναν αλλάζανε, γινόντουσαν άλλα μαύρα, άλλα άσπρα, άλλα γκρι. Χρώμα πάντως, δεν υπήρχε πουθενά. Και οι άνθρωποι, και τα σπίτια τους, και τα άλλα τα ζωντανά, κάτι σκυλιά, και κάτι γαιδάροι, και γάτες μπόλικες – όλα σε αποχρώσεις ήτανε, κανένα από χρώμα άλλο εκτός από ασπρο και μαύρο. Έτσι είχαν μάθει οι χωρικοί τα ζωντανά τους, έτσι τους άρεσε να ζουν και σε μας λόγος δεν πέφτει.

Και τούτος ο παπαγάλος, κάθε άλλο παρά ταίριαζε. Είχε από όταν γεννήθηκε πλουμιστά φτερά, όλα τα χρώματα, πράσινο, κίτρινο, κόκκινο – και ένα μπλε που ανθρώπου μάτι δεν είχε ματαξαναδει πιο ζωντανό. Θα λεγες ότι θα σε τύλιγε το το πάθος του, τίποτα στην φύση δεν το θύμιζε τούτο το μπλε.

Μα οι χωρικοί, αμάθητοι, τρομάξανε. Πήγε ο παππούς και βρήκε ένα κλουβί, μεγάλο μεν, αλλά κλουβί, και χώσανε μέσα τον παπαγάλο σαν ντροπή τους, δίπλα στα καντήλια να πάρει λίγο από το φως το άγιο, που τους ζέσταινε. Και έβλεπε ο παπαγάλος τα άλλα ζώα ελεύθερα, και ‘κείνος φυλακισμένος, και ήξερε γιατί, καθώς τα παιδιά είναι σκληρά, και του πετάγανε κουβέντες σαν περνούσαν από το κλουβί, κουβέντες πικρές και κακιές, και ο κύρης, που τα λάτρευε τα κοκόρια του τα άγρια και τούτος εδώ ήταν ζαβό, μήτε μύγα δεν πείραζε, και η κυρά το σπιτιού, έναν θυμό του ‘χε φυλαγμένο, τέτοιο άχρηστο ζώο να το ταΐζει και να το ποτίζει τσάμπα, και να την εκνευρίζει με το χρώμα του. Μην θα της έκανε τουλάχιστον ένα αβγό; Ούτε γι’ αυτό δεν ήταν ικανό το κωλόπουλο.

Ούτε την φωνή του δεν είχαν ακούσει. Κάποτε, είχαν μαζέψει ένα καναρίνι, και το ‘χαν βάλει κι αυτό σε κλουβί – αυτό κελαηδούσε τουλάχιστον, ήταν χρήσιμο, τους ζέσταινε την καρδιά – αν και θα το μετάνιωναν αν ήξεραν τι κελαηδάει ένα φυλακισμένο πουλί. Μα δεν ήξεραν από λόγια πουλιού, και καθόντουσαν και το χάζευαν, το στόλιζαν με γλυκόλογα, και σαν πέθανε να δεις που το θάψανε κιόλας, με τιμές, σαν τον κόπρο τον Τζακ που πέθανε γέρος ο αλήτης. Μα τούτο δω – ούτε που ακουγόταν, μιλιά δεν έβγαζε.

Αυτοί δεν το ξέρανε, μα δεν έβγαζε μιλιά γιατί ήξερε. Είχε πάει να μιλήσει μια φορά κι έκρωζε, φριχτή φωνή έβγαινε από μέσα του, ήξερε πως αν μιλούσε θα το ‘πνιγαν με την μιά, και έτσι σωπούσε και δεν μιλούσε. Και έκλεβε από το καντήλι δίπλα λίγο καρβουνάκι, και βαφότανε γκρι, έκρυβε τα χρώματά του σιγά σιγά, καθώς λαχταρούσε να παίξει με τ’ άλλα κοτοπουλάκια που μεγάλωναν δίπλα του και τόσο μακρυά του, και χανόταν και το δικό τους χρώμα και γινόταν γκρι. Γκρι θα γινόταν κι αυτός, αρκεί να σταματούσε να τον βρίζουν και να του άνοιγαν επιτέλους αυτήν την απαίσια την πόρτα.

Ο καιρός πέρασε, και κάποια στιγμή κάποιος στάθηκε μπροστά στο κλουβί, αναρωτήθηκε γιατί έχουν κλειδωμένο ένα γκρι πουλί μέσα, άχρηστο που δεν μιλάει, και καταπως γίνεται στα παραμύθια την άνοιξε την πόρτα, και ο παπαγάλος μας, ο γκρι πια παπαγάλος μας, επιτέλους βγήκε. Βγήκε, και έτρεξε να παίξει με τα κοτοπουλάκια του.

Τα κοτοπουλάκια του βέβαια είχαν μεγαλώσει, είχαν χάσει το χρώμα τους, ένα ωραίο απαλό γλυκό κίτρινο, και είχανε γίνει όλα κότες, και κοκόρια, ασπρόμαυρα όλα, χρήσιμα, τα κοκόρια μαλώνανε, οι κότες γεννάγανε αυγά, και είχαν σκοπό, δεν είχαν χρόνο πια για παιχνίδι. Και ο παπαγάλος μας ντρεπόταν, γιατί έκανε ψέματα πως ήταν ένας γκρι κόκορας, μα μήτε να τσακωθεί μπορούσε, μήτε καν να κάνει πως μαλώνει. Και κότα δεν μπορούσε να γίνει, γιατί αυγά δεν έκανε. Σ’ όλα αυτά, του τελείωνε και το φούμο, να κρυφτεί στο γκρι να μην τον βλέπουνε, καθώς είχε πιάσει καλοκαίρι και είχαν καθαρίσει και το τζάκι. Το πιασε πανικός.

Σιγά – σιγά τα χρώματά του ζωντάνευαν, δεν είχε άλλο να κρυφτεί. Βγήκε ντροπαλά το κίτρινο, βγήκε το κόκκινο, ξεθάρεψε το πράσινο, φώτισε το μπλε. Χωνόταν στις λάσπες να μπερδέψει τα μάτια, μα το χρώμα δεν κρύβεται, και ξανάβγαινε, και όσο κρυφοβλέπανε τα χρώματά του, τόσο ενοχλούνταν οι χωρικοί.

Κει που τρομάξανε πολύ όμως, ήταν όταν σταμάτησε πια να προσπαθεί να τα κρύψει.

Τρελάθηκε να γίνει ο παπαγάλος μας αυτό που έπρεπε, μα δεν μπορούσε πια. Το πήρε απόφαση, μπήκε κάτω από το ποτάμι, να ξεβάψουνε ευχήθηκε όσο πιο πολύ μπορούσε, με όλη του την καρδιά, να γενεί τουλάχιστον άσπρος – μα πλύθηκε στο τρεχούμενο νερό, κι έλαμψε όσο ποτέ άλλοτε. Και όταν είδε την αληθινή του εικόνα στα νερά, θαμπώθηκε. Ήταν το πιο όμορφο πράγμα που χε δει ποτέ, δάκρυσε από τα χρώματα και την λάμψη τους, έτρεξε στο κοτέτσι αλαφιασμένος να το δείξει σε όλους, «κοιτάξτε, κοιτάξτε πόσο όμορφος ήμουν», και η χαρά του κράτησε μέχρι που είδε τα πρώτα μάτια να τον κοιτούν.

Σαν να κοιτούσαν την κατάρα.

«Μα όχι, δεν καταλαβαίνετε, είμαι παπαγάλος!» τους έλεγε, «είμαι αυτό που είμαι, κοιτάξτε τα χρώματα, κοιτάξτε τα φτερά μου» – και όλοι φεύγανε τρέχοντας από κοντά του. Και ήξεραν καλά τι έκαναν, καθώς σαν τον πήραν χαμπάρι οι ανθρώποι, άρχισαν να του πετούν πέτρες και να το κυνηγούν και να το προγκάνε, τρελάθηκε, «όχι, δεν καταλάβατε» πήγε να πει, «αυτό είμαι, ένας παπαγάλος, αυτό είμαι, είναι υπέροχο».

Σαν άνοιξε το στόμα του, δύο πράγματα έγιναν που δεν τα ξέχασε κανείς.

Κατ’ αρχάς, έκρωξε. Ήταν ένας απαίσιος ήχος, φριχτός, απωθητικός. Όμως δεν έφτανε αυτό – ο παπαγάλος μίλησε. Μα άλλα λόγια δεν ήξερε, εκτός από αυτά που του είπανε. Και άρχισε να βρίζει, όλες τις βρισιές που του ‘χαν μαζεμένες τις ξεστόμιζε, για τον εαυτό του τις έλεγε, γελούσε, «είμαι έτσι», «είμαι αλλιώς», τα χειρότερα λόγια, κι αυτός τα έλεγε για καλό, «κοιτάξτε, είμαι αυτό που φοβόσασταν, και τελικά είμαι χαρά», «είμαι αυτό που μισούσατε, και τελικά είμαι αγάπη».

Μα οι άνθρωποι άκουγαν τις ίδιες τις φωνές τους, τα ίδια τους τα λόγια, και τον μισούσαν ακόμα περισσότερο.

Μόνο κάτι παιδιά, βλέπανε τα χρώματά του και την περηφάνια του, και άλλο έβαφε μία τούφα πράσινη στο μαλλί του, άλλη φορούζε ένα φουλάρι ροζ, κάτι πιτσιρίκια βάψανε τα χέρια τους πορτοκαλί κι αφήνανε σημάδια παντού. Και τα προγκίξανε οι δικοί τους, γιατί στο τόσο γκρι λιγουλάκι ροζ φαίνεται πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο, και θα ‘λεγε κανείς ότι εκεί ήταν πάντα ώρα κοινής ησυχίας, και μόνο τα κοκόρια αφηνόντουσαν να κάνουν φασαρία, όχι τα χρώματα.

Σε κάθε ιστορία όλοι πεθαίνουν, κι ας μην στο λένε, και σ’ αυτήν πέθανε και ο παπαγάλος μας. Δεν είχε έρθει η ώρα του, μα ένας γάτος παραφύλαγε, δεν τον ήθελε για φαΐ, φαγωμένος ήτανε, μια μέρα που ήταν ζαλισμένος και τον σβέρκωσε. Ούτε είναι πως είδε τα χρώματά του, ούτε τον άκουσε να μιλά και τρόμαξε, μα σαν παιχνίδι τον είδε, μπερδεμένο, του δωσε μία με τα νύχια του ποδιού του, και τον πήραν τα αίματα και πέθανε.

Το μόνο που έμεινε ήταν κάτι φτερά πολύχρωμα – κι αυτά κράτησαν όσο κράτησαν. Και όσα παιδιά δεν τον ξέχασαν, που ξέκλεβαν λίγο κόκκινο από το αίμα τους όταν σκιζόντουσαν στα πόδια στις αλάνες παίζοντας μπάλα, και βάφανε μ’ αυτό κρυφά τα χείλη τους.

Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη. Με μέση, αρχή, τέλος, με επιμύθιο, απ’ όλα – στην έκθεση θα έπαιρνε άριστα και μπράβο μου.

Αλλά φυσικά, δεν θα το ανεβάσω, γιατί του λείπει το πιο βασικό.

Δεν έχω γράψει την ουσία του πράγματος.

~

Η ιστορία είναι γεμάτη ανατροπές. Στην αρχή, ένας ληστής μπαίνει σε ένα μαγαζί με ένα μαχαίρι και σπάζοντας τις βιτρίνες τραυματίζεται και πεθαίνει. Κάποιοι συμπεραίνουν αυτόματα ότι είναι μετανάστης. Ύστερα, ο ληστής γίνεται πρεζάκι, που είναι διαλυμένος και πήγε για να εξασφαλίσει την δόση του. Μετά, το πρεζάκι δεν πεθαίνει απο τα γυαλιά της βιτρίνας – δολοφονείται από περαστικούς. Στην συνέχεια, βγαίνει το πρώτο βίντεο (χωρίς ήχο). Τότε δεν άντεξα να το δω. Μετά, μαθαίνουμε ότι το «πρεζάκι-ληστής» είναι γνωστός σε πολύ κόσμο (τον ακολουθούσα και γω), ο Ζακ, μία μορφή που είχε επηρεάσει με την στάση του μία ολόκληρη κοινότητα. Μαθαίνουμε ότι ο καταστηματάρχης «είχε πάει για τσιγάρα», το βίντεο γίνεται viral, ο ληστής είναι πια «πούστης οροθετικός». Ο κόσμος αναρωτιέται για το μαχαίρι, ο καταστηματάρχης συλλαμβάνεται. Κάποιοι παίρνουν την θέση του καταστηματάρχη, κάποιοι του Ζακ, κάποιοι μιλάνε για ανθρωπιά λιντσάρισμα, κάποιοι για αυτοπροστασία. Η υπόθεση αποκτά βαρύτητα, συζητείται. Ύστερα, αφήνεται να εννοηθεί (κυρίως από τον Βαλλιανάτο – μα όχι μόνο από αυτόν) πως ο Ζακ (γιατί το θύμα έχει πια όνομα) δεν μπήκε για να κλέψει μα για να σωθεί από πέσιμο που του έγινε λίγο πριν.

Προσέξατε τι έγραψα στην αρχή;

Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη .

Εκεί είναι το λάθος μου. Αισθάνομαι ότι εκεί είναι το λάθος όλων μας.

~

Ο καταστηματάρχης και ο Ζακ Κωστόπουλος είναι δύο αυθεντικοί ήρωες μίας τραγωδίας. Έπαιξαν έναν ρόλο σε μία σκηνή που την παρακολουθήσαμε όλοι, μάθαμε το θύμα, τον θύτη, οι ρόλοι άλλαξαν κατά το δοκούν, ανάλογα με την καρέκλα του θεατή. Ο πούστης, το πρεζάκι, ο οροθετικός, οι φασίστες που λιντσάρουν, ο τύπος με τα άσπρα μαλλιά που τον προστατεύει, οι ΕΚΑΒίτες που τον περιθάλπουν, τα ουρλιαχτά, οι αστυνομικοί που (δεν) παρεμβαίνουν, η μεταφορά στο νοσοκομείο με χειροπέδες, ο ένας στο χώμα, ο άλλος στην φυλακή.

Αδυνατώ, και μιλώ πολύ σοβαρά, να κουνήσω το δάκτυλο σε οποιονδήποτε εδώ. Δεν ξέρω καν τι έγινε, μπήκε μέσα; Ήταν άδειο; Πήγε να κλέψει; Είχε φύγει ο καταστηματάρχης; Ήθελε να τον σκοτώσει; Έγινε ότι έγινε γιατί όλοι κινήθηκαν σαν όχλος; Ήταν ο Ζακ οπλισμένος με μαχαίρι ή ήταν ο Ζακ αυτός που όλοι περιγράφουν, ένας ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος που δεν θα πείραζε κανέναν; Ήταν όλο μία τεράστια παρεξήγηση; Τους τρόμαξε ο Ζακ με την συμπεριφορά του; Ήταν υπό επήρεια; Δεν ήταν και του συνέβαινε κάτι άλλο; Βρήκαν ευκαιρία να λιντσάρουν έναν πεσμένο, δεν υπάρχει αμφιβολία καμία, και είπαν ψέματα όσο δεν ήξεραν ότι υπήρχε το βίντεο, και είναι ένοχοι γι’ αυτό, ο,τι και να έγινε, αλλά όλη η υπόθεση συνολικά είναι τόσο ανατρεπτική κάθε λίγο και λιγάκι, που δεν μπορώ να καταλάβω καν τι έγινε.

Εκτός από δύο πράγματα:

Υπάρχει ένας νεκρός.

Και υπάρχουν πολλοί θύτες.

~

Πάντα πασχίζω να καταλάβω. Αυτό είναι το πρόβλημά μου, αυτή είναι μία από τις κατάρες που κουβαλάω. Θα αναρωτηθώ για τον δράστη, θα προσπαθήσω να καταλάβω πως σκεφτόταν, τι ένιωθε, θα προσπαθήσω να καταλάβω τι θα ένιωθα εγώ στην θέση του, πως θα αντιδρούσα εγώ, τι θα έκανα τελικά εγώ, πόσο ανθρώπινος θα ήμουν στην ίδια κατάσταση, στις ίδιες συνθήκες.

Μα σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν έχω φτάσει εκεί. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση σταμάτησα λίγο πριν: συνάντησα πολλούς δράστες, δεκάδες δράστες, ιδιαιτέρως σκληρούς, εξαιρετικά αιμοβόρους, στυγνούς, ανθρώπους που δικαιολόγησαν απόλυτα την πράξη, που είπαν «αν έμπαινε ένας μαχαιροβγάλτης στο δικό σου μαγαζί;» και «ένας πούστης λιγότερος» και «ξεβρώμισε ο τόπος με το καθίκι», τα κανάλια (μέχρι και ο Δήμαρχος(!) έπαιξαν με άνεση το «μαίνεται η παραβατικότητα και τα ναρκωτικά στο κέντρο της Αθήνας» και έκαναν και δημοψήφισμα «συμφωνείτε με την αντίδραση του καταστηματάρχη σ’ αυτόν που εισέβαλλε στο μαγαζί του με μαχαίρι;», και ο μέσος πολίτης βομβαρδίζεται με το «καλά του κάνανε».

«Καλά του κάνανε».

Μπορώ να αναρωτηθώ για όλους, για τον Ζακ, για τον καταστηματάρχη – μα αυτός που, στο σπίτι του, στην ασφάλειά του, έχοντας όλον τον χρόνο να σκεφτεί, έχοντας την κατάληξη μπροστά του, έχοντας όλη την εικόνα μπροστά του, αυτός που ξέρει ότι ο νεαρός θα πέσει, αιμόφυρτος, θα πεθάνει αν τον κλωτσήσουν, αυτός που θα γράψει αυτά τα πράγματα θα τα γράψει γιατί είναι χαραγμένα βαθιά στην ψυχή του.

Δεν είναι ένας. Δεν είναι καν όσοι ήταν πριν έναν χρόνο, ή πριν δύο χρόνια – ή, αν θέλεις, μιλάνε τώρα πολύ περισσότεροι, είναι πολλοί, ένας θα ήταν πολύς, δύο θα ήταν πολλοί – μα είναι στ’ αλήθεια πολλοί, υπερβολικά πολλοί, αφόρητα πολλοί.

Δεν συζητάω πια για το λιντσάρισμα που έγινε στην οδό Γλάδστωνος.

Συζητώ για κάτι απείρως μεγαλύτερο, για μία μόλυνση, έναν καρκίνο που εξαπλώνεται, που μολύνει ανθρώπους στην ψυχή τους, που μισούν, που φοβούνται, που δικαιώνουν μία δολοφονία – έναν θάνατο έστω, που για αυτούς το 33χρονο παιδί «καλά έπαθε» και πέθανε.

«Καλά του κάνανε».

Φυσικά, δεν σταματάει εδώ. Ο φρουρός τα άκουσε που δεν πυροβόλησε τους Ρουβίκωνες (πρόσφατα πολιτικοί σιγοντάριζαν τρελούς που σημάδευαν με ένα δάκτυλο την οθόνη αν θυμάστε), όποιος διαφωνεί με το Μακεδονικό θέλει κρέμασμα, οι λάθρο να πεθαίνουν στα σύνορα για παραδειγματισμό, οι μουσουλμάνοι είναι τζιχαντιστές και ας ψοφήσουν, οι πούστηδες μας έχουν κάνει όλους σαν τα μούτρα τους και θέλουν λοβοτομή να γίνουν καλά. Το μίσος ξεχειλίζει, δεν λέγεται σιγά και ύπουλα, λέγεται δυνατά, με θράσος, το «εγώ δεν είμαι φασίστας, αλλά», το «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά» έχει γίνει «εγώ ΕΙΜΑΙ φασίστας», «εγώ ΕΙΜΑΙ ρατσιστής», οι μάσκες πέφτουν, πριν ακόμα στεγνώσει το αίμα φυτρώνεται κι άλλο, με ένα «καλά να πάθει».

«Καλά του κάνανε».

~

Άκου με λίγο.

Ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ο καταστηματάρχης ήταν σε άμυνα, ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ένιωθε απειλή, ή ήθελε να προστατευτεί, ότι τρόμαξε, δεν θα πάω να σε πείσω αλλιώς, δεν ξέρω, ακόμα και αν πιστεύεις όλα αυτά ειλικρινά γιατί αυτό κατάλαβες από αυτήν την τραγωδία – ένα πράγμα μην πεις:

Πως «καλά του κάνανε».

Ας είναι αυτό το μόνο, το λίγο που ζητάω. Αυτή η υπόθεση να είναι μία τραγωδία, όχι μία πράξη δικαιοσύνης. Δεν σου ζητάω να καταδικάσεις τον καταστηματάρχη, δεν σου ζητάω να αθωώσεις τον Ζακ, σου ζητάω μόνο να βρεις στην καρδιά σου να στεναχωρηθείς για έναν νεκρό.

Όχι «κρίμα» – να στεναχωρηθείς πραγματικά. Γιατί εκεί έξω υπάρχουν άλλοι καταστηματάρχες, υπάρχουν φασίστες, υπάρχουν πρεζόνια, υπάρχουν οροθετικοί, υπάρχουν 33χρονοι ακτιβιστές, υπάρχουν ληστές με μαχαίρι, υπάρχουν κλέφτες, υπάρχουν ομοφυλόφιλοι, υπάρχουν αδικημένοι, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, το ίδιο άνθρωποι, το ίδιο με τον καταστηματάρχη της ιστορίας μας, με τον Ζακ της ιστορίας μας, με εσένα και εμένα.

Και κανείς – σε παρακαλώ, σε ικετεύω, ας συμφωνήσουμε σ’ αυτό, σ’ αυτό μόνο – κανείς δεν αξίζει να πεθάνει.

Αν κάτι πήγε στραβά, ας το διορθώσουμε, αν μπορούμε ας βοηθήσουμε, αν είναι δυνατόν ας χτίσουμε ένα δίχτυ ασφαλείας, μην αφήσουμε να ποτίζουν με χολή την ζωή μας, μην καθαρίσουμε με ένα «καλά του κάνανε», γιατί μπορούσαν να του κάνουν καλύτερα, αληθινά καλύτερα, αν ήταν πρεζόνι να γινόταν καλά, αν ήταν φασίστας ο καταστηματάρχης να φροντίσουμε καταλάβαινε το λάθος του, ας διορθώσουμε, ας φτιάξουμε ένα γαμημένο κάτι καλύτερα.

Σε ικετεύω. Μην φυτέψουμε άλλο μίσος.

Τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει τελικά σε τόσο μίσος, όχι μόνο αυτοί που τους αξίζει. Τίποτα.

Η χώρα μας έχει αποδεδειγμένα τρεις συγκεκριμένες φυσικές καταστροφές που την ταλανίζουν: Σεισμούς, πυρκαγιές και πλημμύρες. Πλην του σεισμού (που έχουμε αργήσει να δούμε στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους επιστήμονες) από τις άλλες δύο, είχαμε νεκρούς φέτος – και όχι μόνο.

Και όχι λίγους.

Στις 12 Σεπτεμβρίου (εχθές, για την στιγμή που γράφω τούτο το ποστ) έγινε μία παρουσίαση μελέτης για τους λόγους που στην φωτιά στο Μάτι, είχαμε τόσους πολλούς νεκρούς (ήδη, την στιγμή που γράφω το κείμενο, έχουν φτάσει τους 99).

Αντιγράφω από το in.gr την ομάδα που συνέταξε την μελέτη:

Την μελέτη υπογράφουν ο κ. Κώστας Συνολάκης, καθηγητής Φυσικών Καταστροφών, Πολυτεχνείο Κρήτης Πρόεδρος, Τάξη Θετικών Επιστημών, Ακαδημία Αθηνών. Ο κ. Νίκος Καλλιγέρης, καθηγητή στο University of California, Los Angeles. Οι κ.κ. Βασίλης Σκαναβής και Κωστής Δουλιγέρης, καθηγητές στο University of Southern California. Η κυρία Ιφιγένεια Γιανουκάκου-Λεονστίνη από το Πολυτεχνείο Κρήτης και οι Haizhong Wang, Ali Mostafizi από το Oregon Staτe University, Tomoyuki Takabatake από το Waseda University, Japan.

Η μελέτη αυτή αποφαίνεται ότι θα μπορούσε να υπάρξει εκκένωση του χώρου εκεί, με τα πόδια ή με αυτοκίνητα, σε λιγότερο από μία ώρα.

Κοντά δύο ημέρες μετά, η είδηση φιλοξενείται σ’ αυτά που συνηθίζουμε να λέμε αντιπολιτευτικά site (skai.gr – Καθημερινή, Ναυτεμπορική, iefimerida, in.gr) αλλά ούτε μία κουβέντα δεν γίνεται στα φιλοκυβερνητικά site (avgi.gr, left.gr), ούτε πχ στο site της εφημερίδας Documento (μέχρι την στιγμή που έγραφα αυτό το ποστ).

Δεν υπάρχει πουθενά αυτό το πόρισμα εκεί, καμία αναφορά – σαν να μην έγινε ποτέ.

Γιατί; Επειδή το παρουσίασε η Νέα Δημοκρατία;

~

Άκου τι γίνεται: Εγώ δεν έχω ιδέα από φωτιές, από εκκενώσεις, από αυθαίρετα ή από τις συνθήκες που μπορεί να δημιούργησαν το πρόβλημα, ή να επιδείνωσαν την κατάσταση εκεί. Ξέρω ότι αυτοί που υπογράφουν την μελέτη, είναι επιστήμονες, όχι τυχαίοι. Αν έχουν λάθη στην προσέγγισή τους, οφείλουν να αντιμετωπιστούν επιστημονικά – και σίγουρα, όχι με σιωπή.

Αν μπορούσε να εκκενωθεί όντως ο χώρος, με ασφάλεια, και δεν έγινε, κάποιος ευθύνεται. Και αν κάποιος ευθύνεται, πρέπει να τεθεί απέναντι των ευθυνών του. Να απολογηθεί, μήπως η ευθύνη είναι ευρύτερη, δική μας. Και να τιμωρηθεί, στον βαθμό που πρέπει.

Έχει σημασία αν είναι Συριζαίος ή Νεοδημοκράτης; Έχει σημασία αν τον γουστάρουμε ή όχι; Έχει σημασία αν τα έχει κάνει όλα λάθος μέχρι τώρα, ή αν έχει κάνει χίλια σωστά και απέτυχε σ’ αυτό, και μόνο;

Ενενήντα εννιά άνθρωποι πέθαναν. Αν πέθαναν από ανθρώπινα λάθη, οφείλουμε πρωτίστως να τα διορθώσουμε, με ειλικρίνεια. Το να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας για κομματικούς λόγους, σαν να μην έγινε, δεν θα σώσει κανέναν αύριο.

Αυτό δεν θέλουμε – όλοι; Να γίνουμε καλύτεροι;

Αυτή, είναι μία φωτοβολίδα που πετάχτηκε, από τους φιλοξενούμενους οπαδούς της μίας ομάδας, στους γηπεδούχους οπαδούς της άλλης ομάδας.

Διαβάζω δε στα ρεπορτάζ, ότι η φωτοβολίδα πετάχτηκε με όπλο, ενώ ο δράστης δεν συνελήφθη, και το παιχνίδι συνεχίστηκε.

Πάμε λοιπόν:

Το παιχνίδι, έπρεπε να σταματήσει. Εκείνη την στιγμή. Να διακοπεί, ούτε καν να συνεχιστεί με άδειες κερκίδες.

Ο δράστης έπρεπε να συλληφθεί. Υποτίθεται ότι υπάρχουν κάμερες για να βρεθεί, αν είναι υποχρέωση της ομάδας και δεν υπάρχουν να συλληφθεί ο υπεύθυνος της γηπεδούχου, αν δεν είναι υποχρέωση να γίνει.

Όσοι ήταν δίπλα στον δράστη, τον είδαν, μα απέκρυψαν την πράξη του ή τον έκρυψαν για να μην βρεθεί, θα έπρεπε η ίδια η ομάδα τους, να τους απαγορέψει την είσοδο στα γήπεδα – για πάντα. Ηθικά, όχι νομικά: για πάντα.

Εφόσον η μετακίνηση έγινε ομαδικά, δηλαδή με συνδέσμους κλπ, έπρεπε αν υπάρχει υπεύθυνος γι’ αυτούς τους ανθρώπους να συλληφθεί και αυτός με την σειρά του. Αν δεν υπάρχει, να οριστεί ένας υπεύθυνος για την μετακίνηση, και να υπάρχουν ευθύνες γι’ αυτόν.

Επίσης, έπρεπε να συλληφθεί και ο υπεύθυνος του ελέγχου των οπαδών, για όλες τις θύρες, καθώς και αυτός για την είσοδο στην θύρα των οπαδών από την οποία έφυγε η φονική φωτοβολίδα.

Αυτά, είναι τα πρακτικά, που έπρεπε να γίνουν την ώρα του αγώνα.

Τίποτα εξ αυτών δεν έγινε.

Γιατί; Επειδή δεν είχαμε νεκρό;

~

Βλέπετε πόσα πράγματα έχουν εξαγγελθεί μετά τις πολύνεκρες πλημμύρες στην Μάνδρα; Πόσες ενέργειες έχουν μπει σε λειτουργία, ακόμα και κατεπειγόντως, για να μην υπάρξει άλλος νεκρός;

Βλέπετε πόσα πράγματα έχουν εξαγγελθεί για το Μάτι, μετά την πολύνεκρη πυρκαγιά; Πόσες ενέργειες θεωρούνται πλέον επιβεβλημένες, πόσες υπηρεσίες άλλαξαν υπεύθυνους, πόσα πράγματα θεωρούνται αυτονόητα πλέον μπήκαν στην ατζέντα;

Λοιπόν, προτείνω να κάνουμε το εξής:

Δείτε αυτόν τον άνθρωπο για παράδειγμα με το κόκκινο καπέλο. Εκ της φωτογραφίας μοιάζει να είναι ο πιο κοντινός στο φονικό βλήμα. Μάθετε το όνομά του, κάντε του μία κηδεία, τα παιδιά του και η γυναίκα του να τον κλάψουν –

– ΠΕΙΤΕ ΟΤΙ ΤΟΝ ΠΕΤΥΧΕ.

Πείτε ότι πια είναι νεκρός. Στην οικογένειά του η ΕΠΟ να δώσει τιμητική σύνταξη για να τα βγάζει πέρα, βάλτε τον σε ένα καράβι να μην τους ξαναδεί, αλλάξτε του όνομα και πρόσωπο, αν χρειαστεί, βάλτε τον σε υπηρεσία ανάλογη της προστασίας μαρτύρων.

Νιώστε την φρίκη να τον διαπερνάει ένα καυτό βλήμα, να του καίει τα σωθικά, να τον πετυχαίνει στην καρωτίδα και η κάψα να του στεγνώνει το ίδιο του το αίμα, κανείς δίπλα να μην μπορεί να το βγάλει, νιώστε την απελπισία όσων είναι δίπλα, νιώστε την ηδονή του δολοφόνου που ρίχνει ένα βλήμα πάνω στον κόσμο, όχι αδιαφορώντας αν έχει νεκρό αλλα ΕΠΙΔΙΩΚΟΝΤΑΣ να έχει νεκρό, ΠΡΟΣΔΟΚΩΝΤΑΣ να έχει νεκρό, οποιονδήποτε, τέσσερα καθίσματα και λίγο πιο κάτω ένα παιδί, τέσσερα καθίσματα και λίγο πιο πάνω μία γυναίκα, κάντε ο,τι χρειάζεται – αν δεν ξέρετε πως, ρωτήστε όσους κάθονταν δίπλα στον Χαράλαμπο Μπλιώνα.

Και θα σας πω γιατί:

Η ζωή είναι σκληρή. Κάπου – κάπου, στεκόμαστε τυχεροί, μας προειδοποιεί, μας λέει «κοίτα, κοίτα τι μπορεί να συμβεί», και εμείς έχουμε δύο επιλογές. Ή θα αξιοποιήσουμε αυτό το μάθημα, ή θα περιμένουμε να δούμε τι, πράγματι, μπορεί να συμβεί.

Λίγα εκατοστά χωρίζουν δύο εντελώς διαφορετικές ιστορίες: Στην μία, ένας άνθρωπος πεθαίνει, πάλι, εντελώς άδικα σε ένα γήπεδο. Στην άλλη, η φωτοβολίδα βρίσκει ένα κάθισμα, ή κάποιος κουνιέται ελάχιστα και γλυτώνει.

Είναι ίδιον των έξυπνων ανθρώπων, αυτών που θέλουν να αλλάξει κάτι, αυτών που θέλουν να δουν μία καλύτερη μέρα, τα πράγματα να προχωράνε μπροστά, αν θα μάθουν – ή όχι.

Αν δεν θέλουν να μάθουν, όσες φορές και να προειδοποιηθούμε με τα ελάχιστα εκατοστά, δεν θα αλλάξει τίποτα. Καμιά φορά, όπως μας έμαθε πικρά η υπόθεση Μπλιώνα, ακόμα και όταν μας δείξει τι τελικά θα συμβεί, ακόμα και τότε – αν οι άνθρωποι δεν θέλουν, δεν θα αλλάξει τίποτα.

Εγώ θέλω μία κυβέρνηση, μία δικαιοσύνη, έναν λαό που να θέλει να το αλλάξει αυτό. Να σκέφτεται όλα αυτά τα μεγαλόσχημα που θα έλεγε αν είχαμε νεκρό – και να τα κάνει πράξη πριν φτάσουμε να έχουμε τελικά.

Άλλωστε, δεν ακούω κανέναν που να τολμά να πει «όχι, δεν πρέπει να αλλάξει, γι’ αυτούς και γι’ αυτούς τους λόγους».

Καλό είναι που ντρέπονται, καλύτερο θα ήταν να το αλλάξουν – (ειδικά εκεί στην κυβέρνηση έχουν και πενήντα δύο εκατομμύρια τρόπους να το πιέσουν να γίνει, εκτός από τις δικές τους ευθύνες).

Αλλιώς, μετά, τουλάχιστον μην κάνουν τους ξαφνιασμένους.

Προειδοποιήθηκαν.