(και πόσο χρήσιμο είναι να το αντιληφθείτε σύντομα αυτό)

Έχουμε και λέμε: πριν λίγο καιρό, με φώναξαν στις Βρυξέλλες. Επίσης, έχω δώσει συνεντεύξεις σε περιοδικά και στην τηλεόραση. Επίσης, κάποιος πιστεύει ότι μπορώ να εκπροσωπήσω μία ομάδα ατόμων, ενώ κάποιος άλλος νομίζει ότι αξίζω στους καλύτερους twitters της χρονιάς, και κάποιος πιστεύει ότι μπορώ να μιλήσω με τον πρωθυπουργό «εκπροσωπώντας» τους blogger.

Όλα αυτά είναι πολύ για μένα.

Δεν θέλω να το παίζω σεμνός, αλλά σοβαρά, αντιληφθείτε το: είμαι το ίδιο μαλάκας με τους υπόλοιπους. Με έναν από εσάς. Με εσένα.

Δεν μπορώ να εκπροσωπήσω κανέναν, γιατί δεν έχω τις γνώσεις να το κάνω. Δεν ανήκω στους διασημότερους twitter της χρονιάς, διότι δεν έχω σκοπό να είμαι διάσημος, έχω σκοπό να είμαι χρήσιμος (κάτι που δεν καταφέρνω όσο συχνά θα ήθελα). Αν, ω μη γένοιτο γίνω περισσότερο διάσημος από χρήσιμος, την κάτσαμε την βάρκα – θα πάψω ολοσδόλου να είμαι χρήσιμος. Δεν είμαι ικανός να ρωτήσω κάτι σπουδαίο στις Βρυξέλλες, ή να γράψω κάτι νομικό στην διαβούλευση – θα γράψω την παπάρα του απλού πολίτη, που δεν έχει γνώσεις και πάει να το παίξει μεγαλοφυία. Δεν είμαι ούτε καλύτερος πρόεδρος από τον Μαρινάκη, για να του πω ποιον παίκτη να αγοράσει, ούτε καλύτερος προπονητής από τον Βαλβέρδε, για να του πω ποιος πρέπει να παίξει, ούτε καλύτερος Πρωθυπουργός από τον Παπανδρέου για να του πω πως να λύσει το μεταναστευτικό.

Δεν έχω να προτείνω λύσεις, δεν έχω να κάνω προτάσεις (συνήθως, αλλά όταν έχω κάνω) και, κυρίως:

Όσο δεν θέλω να μιλάει κανείς για λογαριασμό μου, τόσο δεν θέλουν οι άλλοι να μιλάω για λογαριασμό τους.

Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να είμαι τίμιος με τον εαυτό μου, και όταν λέω ότι δεν αγοράζω Vodafone να μην αγοράζω ακόμα και αν έχουν τρομερά αποκλειστικά προϊόντα (να πα να γαμηθούν), να μην αγοράζω από το Mall -ακόμα και αν είναι βολικό, να μην ψηφίζω ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ακόμα και αν είχαν πραγματικά αξιόλογους ανθρώπους γιατί μαζί με τα λουλούδια βγαίνουν και ζιζάνια, να μην αγοράζω από την Siemens, να αποφεύγω να παίρνω coca cola και να προτιμάω τις ελληνικές λουξ.

Ακόμα και αυτό, δεν το κάνω αρκετά καλά:

Πήγα στην συνέντευξη του πρωθυπουργού. Εκανα την ερώτηση. Συγκινήθηκα, και εγώ, και μερικοί από εσάς.

Και προχθές σε αναζήτηση βρήκα αυτό. Διάβασέ το και μείνει σ’ αυτό:

«θα ζητάω μία προεκλογική εξαγγελία: να δώσει ο πρωθυπουργός πίσω το πόδι στο παιδί.»

Και; βρέθηκα στον πρωθυπουργό, του είπα για την Αμαλία, δεν λέω, για τους Θοδωρήδες και τις Κατερίνες – αλλά το ξέχασα το παιδί.

Ξέχασα το παιδί με το ένα πόδι, το κομμένο πόδι, γιατί δεν υπήρχαν γιατροί, γιατί δεν πρόλαβαν τόσες ώρες, γιατί δεν ήταν το παιδί τους.

~

Καμιά φορά νιώθω λίγο σκληρός με τον εαυτό μου. Άλλες, λίγο «εντάξει ρε παιδί μου, δεν μπορείς να τα κάνεις όλα». Δεν μπορώ, το ξέρω, θυμώνω που δεν κατεβαίνω στο σύνταγμα, μόνος μου, να πω να πα να γαμηθούν όλοι, όλα, θα διαμαρτυρηθώ για το πόρισμα και τις διαδικασίες τους, για την ανομία και το #NoJusticeGR, και μετά θυμάμαι ότι έχω γυναίκα και παιδί, και τους βλέπω μία ώρα την ημέρα και αν, και λυγίζω και λέω δεν μπορώ να πάω.

Θα πάει κάποιος άλλος.

Και μετά δεν πάει κανείς, και θυμώνω, γιατί δεν πάω ΠΡΩΤΑ ΕΓΩ και γιατί περιμένεις ρε μαλάκα άλλους να πάνε, θα πάνε αν πας ΠΡΩΤΑ ΕΣΥ, και αν ξεκουνηθείς εσύ θα βρουν νόημα και οι άλλοι.

Και μετά σκέφτομαι μία ώρα την ημέρα. Τόσο έχω. Και δεν πάω.

Εγώ, τα ξέρω αυτά.

Απλώς στα εξηγώ και εσένα.

Υ.Γ.1: Disclaimer: με την Σακοράφα γνωριζόμαστε προσωπικά. Οπότε, (δεν κάνω διαφήμιση, αλλά) είμαι προκατειλημμένος στην άποψή μου.

Υ.Γ.2: Μην παρεξηγηθώ, μου άρεσε πολύ αυτό που έκανε ο @skoukios και σαν ιδέα, και σαν εκτέλεση. Και αν δεν συμμετείχα, πολύ θα το χαιρόμουν, ειλικρινά. Απλώς δεν θέλω να πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Αυτοπροστασία.

Υ.Γ.3: Με την αδιανόητη σκέψη να υπάρχουν σχόλια του τύπου «όχι ρε δεν είσαι μαλάκας, εμείς σ’ αγαπάμε, συνέχισε» και όχι αυτά που πρέπει «χέσε μας ρε μαλάκα με τους εγωπροβληματισμούς σου» που είναι και το πρέπον, λέω να μην ανοίξω τα σχόλια. Σμπαθάτε με.

Υ.Γ.:4: Blog είναι εδω. Φυσικά και θα μιλάω για μένα. Τι περιμένατε;

Που λες λοιπόν, είμαστε πιτσιρίκια. Εγώ, ο Νίκος, και ο μικρότερος αδελφός του, ο Φίλιππας.

Πιτσιρίκια σα να λέμε, μπορεί να έπαιζε ακόμα ο Προτάσοφ ένα πράμα. Μωρά.

Εγώ κάτι κομπιούτερ (που δεν κάνει να μαθεις γιατί όλος μαζί είχε το ένα χιλιοστό του χιλιοστού μνήμη απο αυτή που έχεις στο usb stik σου), διότι ο πατέρας μου μου τον έδωσε για να διαβάζω, σα να λέμε «αν κάνεις τα μαθήματά σου θα μπορείς να παίζεις». Νόστιμη ιδέα, αλλά κατέληξε «λέω να μην κάνω τα μαθήματά μου και να παίζω». Όπως ακριβώς πρέπει δηλαδή, εντροπία το λέει ο βαρόμετρος, και δεν έχω λόγο να του πάω κόντρα.

Οπερ, φανατικέ αναγνώστη/τρια, πάρε έναν νεαρό αλητάμπουρα, με κομπιούτερ, ελευθερία, σκληρά κερδισμένο στα παρακάλια χαρτζιλίκι, ένα περιοδικό που PIXEL πρέπει να το λέγανε , πειρατικά παιχνίδια, ντάλες καλοκαίρι, σινεμά και αραλίκι.

Συνταγή σίγουρης καταστροφής, στο λέω.

Εχω παίξει τα παιχνίδια μου, έχω αρχίσει να παίζω με τους κώδικες, να παίζω με προγράμματα που σχεδιάζεις, είμαι και μούτρο, όλα τα έχω.

Ο Φίλιππας μικρότερος και πιο άβγαλτος (που να τον δεις τώρα), ο Νίκος και γω, κάθετε η φάση να δούμε το Φλας.

Τότε, το moving motion στην οθόνη είναι εικαστική τεχνολογία επιπέδου και γω δεν ξέρω τι, άφταστη, ο Σιπ έχει μούτρο συμπαθές, η στολή του πάει γάντι, κολλάμε. (Τότε, για να σε βάλω στο κλίμα, αν ήσουν δεκαέξι-σάμπθινγκ, δεν περίμενε κανείς να λύσεις το κυπριακό και τα ποσοστά του ΔΝΤ, μπορούσες να δεις το Φλας χωρίς να σε δουλεύουνε. Ενημερωτικά στο λέω).

Εμείς κολλάμε, αλλά ο Φίλιππας γουστάρει – πολύ.

Κοιταζόμαστε με τον Νίκο, μέσα; μέσα. Φάρσα εν όψει. Εγώ έχω το γραφιστικό και το προγραμματιστικό, ο Νίκος θα κάνει το ψήσιμο:

Η Ocean βγάζει το Flash σε παιχνίδι.

Ωχ αμάν-αμάν και γουάου αμάν, και ποιος κατεβαίνει στην Αθήνα να πα να το φέρει άμεσα και σπάμε και τους κουμπαράδες άμα λάχει.

Ίσα που τσακίζουμε και χαρτζιλίκι πήγαινε/έλα με το καράβι, συν τα αντιγραφικά. Τόσο γούστο.

Στο μεταξύ, ο γιόρς τρούλι, να παιδεύεται να φτιάξει παιχνίδι που δεν υπάρχει. Κάπως κλέβω λογότυπο OCean, μία εικόνα. Φτιάχνω Flash χαρακτήρα από την αρχή, δεύτερη. Κάτι μενού, κάτι τέτοια, high score, κλπ, μαζεύω εικόνες, στατικές, και με κωδικα τις ενώνω. Κάπως, τότε ήξερα, τώρα γέρασα.

Σκάμε λοιπόν το παραμύθι στον μικρό: Μας το φέρανε! Το ‘χουμε, το παίξαμε, γα-μά-το το παιχνίδι. Σφυράει.

Αλλά – πολύ γρήγορο ρε παιδί μου.

Τσιμπάει ο μικρός, να παίξω, ναι, αμέ εγώ, θα το φέρω μια μέρα. Τι μια μέρα, άμεσα, ο μικρός, ε, όπου νάναι εγώ που παλεύω να παίζει τζάμι το φο.

Διότι, το παιχνίδι είναι φο για φο και πιο φο δεν έχει. Οπερ, ξεκινάει μια χαρά τα ιντρο και τα μενού, μα μόλις πατάς Start – τσουπ! σου βγάζει τελείωσες! Διότι το παιχνίδι είναι flash και πάει με ταχύτητα φωτός.

Αμέ.

Δυο τρία ξενύχτια γι’ αυτήν την σαχλαμάρα που γελάς σα χαμόγελο – και αν.

Αλλά, για μας, ε; η τέλεια πλάκα.

Με τα πολλά, με «ψήνει» ο μικρός, το φέρνω, τον αφήνουμε να το βάλει να το απολαύσει. Σε μια γωνιά εμείς, λυμένοι.

Το βάζει, γραφικούλι ένα, «πως σου φαίνεται» εμείς, «καλό είναι» να λέει αυτός, κοκοκο εμείς. Γραφικό δύο, μενού, να- πάτα πλέη εκεί.

Πατάει ο μικρός, τσουπ, έχασες.

Τα χάνει και ο μικρός.

«Τι έγινε ρε παιδιά;»

«Α, εμείς» (να κλαίμε πλέον) «στο είπαμε, είναι πολύ γρήγορο το παιχνίδι. Φλας. Ξαναπαίξε».

Μια εμάς κοιτάει ο μικρός, μία το παιχνίδι, κλικ να ξεκ- έχασες.

«Ρε με δουλεύετε;»

«Όχι ρε, αφού κάναμε και high score. Ξαναπαίξε.»

Μας κοιτάει ο μικρός, λέει είναι βλαμένα αυτά, ξαναδοκιμάζει – έχασες.

«Ρε τι μαλακισμένα που είσαστε» – και φεύγει.

Δάκρυα στα μάτια εμείς, να γελάμε να μην κρατιόμαστε, αχαχα, χοχοχο, ο Νίκος βέβαια γελάει κατάτι περισσότερο, γιατί η δουλειά του ήταν να ψήσει τον μικρό, εγώ κατάτι λιγότερο γιατί γαμήθηκα πετ’ έξι μέρες να βγάζω τα μάτια μου να φτιάξω μία πλάκα περίπου είκοσι δευτερολέπτων.

Φλας πλάκα, σα να λέμε.

Το καλοσκέφτομαι, το κορόιδο της υπόθεσης μάλλον εγώ είμαι, γελάω πλέον περισσότερο διότι αυτό, μάλιστα, έχει υλικό για γέλιο.

Μα δεν τελειώνει εδώ το κόλπο.

Διότι, περνάει η μέρα, κάνουμε τις τσάρκες μας, γελάμε ακόμα με την φάρσα, χοχοχο και χαχαχα, απογευματιάζει, βραδιάζει και άντε σπίτια σας να ησυχάσουμε και μείς.

Γυρίζω, και κρατάω την δισκέτα. Και το μαζεύω όλο αυτό, σαν δουλειά και κόπο και σαν ωραίο, γαμάτο θα σου πω σήμερα αποτέλεσμα, και ρε φίλε, το βάζω να παίξει ξανά.

Κάτι που θέλω να το δω, κάτι που θέλω να ελπίζω ότι έχω το παιχνίδι που, μεταξύ μας, και γω σαν τον Φίλιππα το ονειρεύομαι, κάτι που το αγάπησα με την προσπάθεια, το βάζω ξανα και ξανά στην οθόνη.

Να το πατάω το πλέη, μπας και μου δείξει, μαγικά μια πίστα. Μία μόνο. Λίγο πιο σιγά. Σαν όνειρο. Σαν αυτό που ξέρεις ότι δεν γίνεται, αλλά λες άμα το πιστέψω πολύ, μα πολύ λέμε, μπορεί και να γίνει. Σαν ελπίδα.

Τσουπ. Έχασες.

Όταν δεν μιλάς εσύ, θα μιλήσει κάποιος άλλος.

Αξίωμα.

Αν κάνεις ησυχία, κάποιος άλλος θα βρει λόγο. Θα πει αυτό που νομίζει. Καλά θα κάνει, αλλά είναι υπό την ανοχή σου. Υπό την δική σου σύμφωνη γνώμη.

Ότι και αν πει, δεν το επέτρεψες μόνο: το δικαιολόγησες.

Θα εξηγήσω.

~

Όταν άρχισα να ασχολούμαι με το θέμα, μου τέθηκε μία ερώτηση. Μου είπαν «σε βλέπουμε να ασχολείσαι περισσότερο με τους μετανάστες, μην κακοπεράσουν αυτοί, αλλά αν βρεις έλληνες, δεν είσαι τόσο δυναμικός». Δικός μου άνθρωπος μου το ‘πε, που μ’ αγαπάει και τον αγαπάω.

Αν και δεν θέλω να το παραδεχθώ, έχει δίκιο. Όχι ότι ασκώ αντίστροφο ρατσισμό, και θα πω «έλα μωρέ, έλληνας είναι» – αυτό το ξεκαθαρίζω μία και καλή. Αλλά κοιτάω τον άνθρωπο με τους συμμάχους του. Αν έχει οικογένεια, πρώτα να βοηθήσει αυτή. Αν έχει φίλους, πρώτα αυτοί. Αν έχει γνωστούς, πρώτα αυτοί. Και αφού βοηθήσουν όλοι αυτοί, μετά ανακατεύομαι εγώ.

Ο μετανάστης δεν έχει φίλους.

Γι αυτό νοιάζομαι περισσότερο. Γιατί ο μετανάστης είναι απόκληρος, σκουπίδι, λιγότερος από άνθρωπος. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που λένε «να σωθούν πρώτα οι δικοί μας, και μετά οι μετανάστες» θα υπάρχω και εγώ και θα λέω «να σωθούν όλοι«.

Για να μην ακούγονται μόνο αυτοί.

Για να μην γίνεται ησυχία.

~

Η Κατερίνα έγραψε ένα post σήμερα. Διαβάστε το και σβήστε ότι λέει για τον αρκούδο(*). Ειλικρινά, δύο γάλατα πήγαμε. Δύο γάλατα, και δύο τηλεφωνήματα.

(*) Φαντάσου, δηλαδή, πως είναι η κατάσταση για να πανηγυρίζονται έτσι δύο γάλατα.

Δεν γλυτώνει η γυναίκα με δύο γάλατα.

Διαβάστε τα σχόλια όμως.

Το δεύτερο σχόλιο, που είναι δικό της, γράφει κάτι που γράφεται στο forum του parents.gr, μία πύλη για γονείς, που έγινε, και εκεί, έκκληση για βοήθεια. Οι γονείς, σε μεγάλο βαθμό, ανταποκρίθηκαν, έδειξαν ενδιαφέρον, έγινε συζήτηση να μαζευτούν ρούχα, φαγητά, παιχνίδια για το μωρό, ότι μπορούσαν.

Αλλά γράφει κάποιος/α στο forum:

Αντιγράφω:

«ναι αν νιωθεις ετσι κανε αυτο απλα εγω θελω να σου πω οτι οι αλοδαποι που ηρθανε στην ελλαδα φερανε και την εγκληματικοτητα μαζι τους…σκεψου ποσους ελληνες εχουνε σκοτωσει και δεν ειδα κανεναν απο τα κρατη τους να κανει ερανο για τους σκοτωμενους αθωους ελληνες απο αλβανους.κτλ.
δεν λεω οτι καλως εφυγε ο ανθρωπος αλλα δεν θα τρελαθω κιολας ..νομιζω οτι το να βοηθηθει η γυναικα αυτου ειναι καπως αδικο σε σχεση με τους αθωους ελληνες που εφυγαν αδικα….»

Και σημειώνει από κάτω η Κατερίνα που παραθέτει το σχόλιο:

ΜΥΝΗΜΑ ΜΗΤΕΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟ FORUM PARENTS…..
ZHTHΣΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ…

Ήταν η δεύτερη «επίθεση» που δέχθηκε η Κατερίνα. Από ανθρώπους που λένε «ειναι καπως αδικο [να βοηθηθει η γυναικα αυτου] σε σχεση με τους αθωους ελληνες που εφυγαν αδικα». Και δεν αντέχει άλλο. Και εγκαταλείπει. Και λυγίζει. Και ζητά να κατέβει το θέμα. Δεν αντέχει να το βλέπει. Όχι πια το ξένο post: αυτό το ζήτησε την προηγούμενη φορά που γράφτηκε κάτι παρόμοιο. Όλο το θέμα πια. Ότι είχε γίνει μέχρι τότε. Για να μην «μολυνθεί».

Δεν ξέρω, ξαναδιάβασέ το. Αργά. Αν αντέχεις. «Ειναι καπως αδικο [να βοηθηθει η γυναικα αυτου] σε σχεση με τους αθωους ελληνες που εφυγαν αδικα».

Είναι «άδικο«.

~

Δεν τα έχω με αυτούς. Αυτό πιστεύουν; αυτό λένε. Είναι κουταμάρα; για μένα είναι. Είναι οδυνηρό; επίσης.

Δεν τα έχω -προφανώς- με την Κατερίνα. Πόσο μίσος να αντέξει όταν βλέπει, καθημερινά, δίπλα της, τον πόνο; Θυμάστε πως αντέδρασαν οι γείτονές της; Όταν εκλιπαρούσε, όχι από το blog, προσωπικά, τον γείτονά της, που άκουγε το ίδιο κλάμα, για βοήθεια; Για ένα-πακέτο-μακαρόνια; Μπροστά στο πρόσωπό της; (και έγραψε ελάχιστα όπως μου εκμυστηρεύτηκε)

Δεν τα έχω λοιπόν με αυτούς.

Με μας τα έχω. Γιατί σιωπώντας εμείς, ακούγονται οι άλλοι..

Γιατί αν δεν ΦΩΝΑΞΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ «ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΡΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ! ΜΗΝ ΚΟΙΤΑΣ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ, ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ! ΤΗΝ ΜΑΝΑ! ΤΟ ΠΑΙΔΙ!» θα βρεθούν κάποιοι άλλοι, που έχουν άλλα μυαλά, να πουν «άδικο να βοηθηθεί».

Και θα ακουστεί η φωνή τους. Η τρομαχτική, βαθιά τρομαχτική φωνή τους.

Και δεν θα είμαστε δίπλα στην Κατερίνα. Πλάι της. Να της λέμε «μην τους ακους». Και να λέμε και στους άλλους, μην τους ακούτε. Να σταθούμε δίπλα. Πολλοί.

Και θα λυγίσει η Κατερίνα.

Και θα λυγίσει η καθηγήτρια.

Και θα λυγίσει ο άνθρωπος που θέλει να βοηθήσει. Ο άνθρωπος που βλέπει Ανθρώπους, και όχι Μετανάστες.

~

Επειδή σιωπήσαμε εμείς.

Δεν πάω να σε γεμίσω ευθύνες φιλαράκι. Απλώς, έτσι έχουν τα πράγματα.

Και θα κλείσει το θέμα στο forum, η βοήθεια στην Λίντα, η ενασχόληση του κόσμου, η πιθανότητα να μάθουν ελληνικά οι μετανάστες, η αντοχή της Κατερίνας. Οριστικά.

Όταν σιωπήσαμε εμείς, κάποιος είπε: «Ειναι καπως αδικο [να βοηθηθει η γυναικα αυτου] σε σχεση με τους αθωους ελληνες που εφυγαν αδικα».

Υ.Γ.: Έχουν νόημα τα σχόλια; όχι, ούτε και σήμερα έχουν.

.

Δεν πρέπει να έχει πεθάνει πιο γρήγορα άνθρωπος.

Ο Nikola (ή Νικόλας, ή Νίκος – δεν έχει σημασία) δεν πέθανε όταν τον πυροβόλησαν από άστοχες, το λιγότερο, ενέργειες της αστυνομίας.

Ο Nikola πέθανε όταν τον ξεχάσαμε πέντε λεπτά μετά. Πέντε λεπτά μετά.

Θυμώσαμε όσο θα θυμώναμε αν μας έπιανε κάποιος την θέση στο μετρό, την σειρά στην ουρά, και μετά συνεχίσαμε με τις ζωές μας.

Πέντε λεπτά μετά.

Δεν πρόλαβε να ταφεί ο άνθρωπος, και τον είχαμε ξεχάσει. Τους λόγους που έγινε ότι έγινε, το άδικο, το αίμα στον δρόμο, την επιτυχία.

Πέντε λεπτά μετά.

Εκτός από το εξώφυλλο (θα μπορούσα να έχω κάνει αυτό, αλλά με είχε προλάβει ο Αλέξανδρος έναν περίπου χρόνο πριν) και το άρθρο, παρακολούθησα το blog της Κατερίνας, για το θέμα.

Η Κατερίνα, για όσους δεν γνωρίζουν, είναι γειτόνισσα της οικογένειας. Άκουγε το κλάμα της Λίντας, το ίδιο βράδυ. Και το επόμενο, και το επόμενο, και το επόμενο.

Και το επόμενο, και το επόμενο, και το επόμενο.

Η Κατερίνα ήταν εκεί, πέντε λεπτά μετά.

Διάβασα το blog της, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μάθω τι γινόταν σ’ αυτήν την οικογένεια, που έμεινε ορφανή, πέντε λεπτά μετά.

Διάβασα σκληρά πράγματα. Σκληρά, οδυνηρά. Αυτά που διαβάζεις όταν ενδιαφερθείς πέντε λεπτά παραπάνω. Και διάβασα για ανέχεια, για ρατσισμό, για αδιαφορία, για ένα γάλα που δεν υπάρχει, για ένα άδειο ψυγείο. Μια τρέλα.

Και έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, πήγα στο twitter, εκεί όπου χίλιοι περίπου άνθρωποι με διαβάζουν, και τους ενημέρωσα:

«Παιδιά, πέντε λεπτά μετά, υπάρχει ένα παιδί. Μία οικογένεια. Ένα δράμα.»

Ένα δράμα ρε πούστη μου.

Μια μητέρα, και ένα μωρό, που κλαίνε, σε ένα υπόγειο.

Πέντε λεπτά μετά.

~

Εικοσιοχτώ άνθρωποι. Τόσοι επανέλαβαν το μήνυμά μου. Εικοσιοχτώ άνθρωποι.

Εννέα μηνύματα. Τόσοι είπαν μία κουβέντα. Εννέα άνθρωποι έγραψαν «προχώρα Κατερίνα, εμείς είμαστε εδώ».

352 κλικ.

352 επισκέψεις.

Ενα ευρώ από την κάθε μία, θα πλήρωνε ένα νοίκι. Μια καλημέρα από τον καθένα, θα γέμιζε ένα ξημέρωμα. Θα έδινε δύναμη.

~

Έστειλα email στην Κατερίνα. Για να μάθω νέα. Μου έδωσε τηλέφωνο, της έδωσα και γω, μιλήσαμε.

Την άκουσα.

Και είχε πολλά να πει. Δεν διαβασες ούτε το ένα πέμπτο.

Πήγαμε στο σούπερ-μάρκετ εχθές (ναι, εχθές) και δώσαμε σήμερα μία σακούλα γάλατα στην Κατερίνα. ΜΙΑ ΣΑΚΟΥΛΑ ΓΑΛΑΤΑ. Λιγότερα από είκοσι ευρώ. Και ντρεπόμουνα κιόλας, που ήταν λίγα. Ντρεπόμουνα. Αλλά έριξα τα μούτρα μου, γιατί είπα δεν είναι καιρός για ντροπές, να πιεί γάλα το παιδί. Να σκεφτεί η μάνα ότι δεν είναι μόνη της.

Πήρα όμως τηλέφωνο φίλους και τους το είπα. «νοιαστείτε», τους είπα, μόνο αυτό. Εγώ δεν έχω. Νοιαστείτε.

Και άλλος μου είπε, το νοίκι – εγώ. Και άλλος, τα έπιπλα; εγώ. Και άλλος μου είπε θα μιλήσω εκεί. Και άλλος μου είπε θα μιλήσω αλλού.

Θα βοηθήσω. Να κάνω ότι μπορώ.

Μα την παναγία. Έτσι. «Εγώ».

Δεν είμαι καλύτερος από σένα. Δεν ήμουνα ποτέ, και δεν θα γίνω ποτέ.

~

Ξέρεις κάτι; δεν σε μαλώνω. Άλλες φορές (δεν) έχω κάνει τα ίδια και χειρότερα. Εχω αγνοήσει, έχω αδιαφορήσει, έχω ξεχάσει.

Κι αν έχω ξεχάσει.

Αλλά απογοητεύτηκα ρε.

Μα την παναγία, απογοητεύτηκα. Απογοητεύτηκα που δεν θύμωσες, απογοητεύτηκα που δεν νοιάστηκες, που δεν φώναξες, που δεν μίλησες, που δεν νοιάστηκες, απογοητεύτηκα που δεν έκλαψες. Στ’ αλήθεια στο λέω, απογοητεύτηκα που δεν έκλαψες. Όχι που δεν έβαλες το χέρι στην τσέπη, ή που δεν πόσταρες μία καλή κουβέντα, ή που δεν άφησες ένα σχόλιο «κράτα ρε!», ή που δεν έκανες RT – που δεν έκλαψες.

Κι ας μην χορτάσει ούτε με το κλάμα σου, ούτε με το ποστ σου το παιδί της:

Που δεν μαύρισε η ψυχή σου.

~

Πήγα να τα κλείσω όλα σήμερα. Μα το θεο. Και τα twitter, και τα blog και όλα. Να πα να γαμηθεί, αν δεν φάει μία μάνα με το παιδί της, ορφανοί και οι δυό, να πα να γαμηθούν και τα blog, και όλα.

Αλλά αν δεν το έχω και αυτό το ρημάδι, θα τρελαθώ. Θα τρελαθώ που πεθαίνει ένας άνθρωπος και το ξεχνάμε. Που σταματήσαμε να κλαίμε, και αφήνουμε, αλόγιστα, σκληρά και αδιάφορα, μία οικογένεια στην μοίρα της. Πέντε λεπτά μετά.

Απογοητεύτηκα. Που δεν μαύρισε η ψυχή σου.

Δεν το χρωστάς σ’ αυτήν, και σίγουρα, ΣΙΓΟΥΡΑ δεν το χρωστάς σε μενα.

Σε σένα το χρωστάς.

να τα κάνεις ΤΙ τα comment? Αστο καλύτερα.

giorti_gianni450

Δεν φταίω εγώ, η Ελεάνα με ρώτησε:

«Δεν θα κεράσεις κάτι τα παιδιά; «

Πάνω είναι πορτοκαλόπιττα, κάτω είναι devil’s food cake, με σοκολάτα. Home made, από τα χεράκια της 🙂

Που λες, ετοιμαζόμουν να τα πάρω.

Και αυτό, γιατί είδα τα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας, παρότι έχουμε καινούργια κυβέρνηση, και παρότι νόμιζα ότι η καινούργια κυβέρνηση είχε καταλάβει γιατί έχουμε καινούργια κυβέρνηση – δεν είμαι σίγουρος όμως ότι έχουμε και καινούργια μυαλά.

Twitterικώς (αλλά και μέσω blog) είχα πει την άποψή μου. Αλλά δεν ήταν αρκετό. Ήθελα να κάνω αυτό που έπρεπε να κάνω εδώ και καιρό. Αυτό που λέω και στους άλλους να κάνουν: να δραστηριοποιηθούν. Αν διαφωνείς με κάτι, και δεν θέλεις να κατέβεις στους δρόμους για να τα σπάσεις, πίεσε τους βουλευτές σου να το αλλάξουν – αλλιώς, να εκτεθούν.

Αν συμφωνούν; να φανεί και σε έργα. Και αν διαφωνούν; να το θυμάσαι.

~

Πριν από μήνες, είχα πάρει τηλέφωνο την Σοφία Σακοράφα. Είχε γράψει ένα μακροσκελές κείμενο, με θέμα τις κουκούλες, και με το οποίο συμφωνούσα απολύτως. Την πήρα λοιπόν και της είπα – σχεδόν επί λέξη:

«Θέλω να το βάλω στο blog. Συμφωνώ με όσα γράφεις. Αλλά θέλω να μου πεις τι θα γίνει αν, τελικά, βγείτε κυβέρνηση, και δεν καταργήσετε τον νόμο.»

Με την Σοφία, μιλάω συχνά. Πρώτη φορά ήθελε να με διαολοστείλει.

«Δεν με ξέρεις; Περίμενε λοιπόν, και θα δεις».

Τον είχα ξεχάσει τον διάλογό μας, μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα. Τότε πήρα στο γραφείο, και ρώτησα: «Ρε παιδιά, πείτε ότι δεν με ξέρετε. Πείτε ότι είμαι ένας πολίτης. Ότι θέλω να ρωτήσω κάτι τον γαμω-βουλευτή μου. Τι πρέπει να κάνω;»

Φυσικά, είχαν καταλάβει πολύ καλά τι ήθελα να ρωτήσω. Μου λένε λοιπόν: κοίτα πρώτα το site.

Και το κοίταξα.

– Ένα: http://sakorafa.gr/pages/?id=109

– Δύο: http://sakorafa.gr/pages/?id=110

Εξ’ όσων γνωρίζω, η μοναδική κατάθεση ερώτησης για το θέμα (επιφυλλάσομαι: ίσως και ένας βουλευτής του Συνασπισμού να έχει καταθέσει επίσης).

Σε ένα μήνα, περιμένω την απάντηση από τον Υπουργό.

~

Υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά μεταξύ του να γνωρίζεις κάποιον – και γι’ αυτό να τον «διαφημίζεις», και του να γουστάρεις κάποιον – και γι’ αυτό να τον «διαφημίζεις». Σαν κανόνα, δεν «διαφημίζω» ποτέ αυτούς που δεν γουστάρω. Και, ειδικά με την Σοφία, θα έλεγε κανείς ότι ενώ κάθε φορά ψάχνω να βρω λόγους να της την πω, κάθε φορά «με ταπώνει».

Είναι συνεπείς στα λόγια της. Εντός, ή εκτός «κυβερνητικής γραμμής».

Το έχει ξανακάνει στο Mall, το έχει ξανακάνει στα ταξίδια στην Παλαιστίνη.

Well done λοιπόν – για άλλη μία φορά.

~

Υ.Γ. Μην απατάσαι: μου είναι απίστευτα δύσκολο να γράφω καλή κουβέντα για οποιονδήποτε. Ειδικά βουλευτή, ειδικά του κυβερνόντως κόμματος. Παρότι έχω συννενοηθεί και με σένα (και με όλους) ότι δεν ψήφισα, δεν ψηφίζω, και δεν σκοπεύω να ψηφίσω ΠαΣοΚ, νιώθω σαν να μπαίνω στο καλούπι εκείνων που γλύφουν για μία θέση, ή για ένα προνόμιο, ή, έστω, για μία θετική εικόνα. Είναι γαμώ τις γλοιώδεις αισθήσεις – αλλά ξέρεις τι; πέντε χρόνια μπλογκ έχω. Scripta manent. Αν ήθελα να μοιάσω σε άλλους, θα το είχα πετύχει καιρό τώρα.

Ξεκινάω να γράψω ποστ. Έχω γυρίσει, με έχει φωνάξει φίλος που έχω καιρό να δω να δούμε μαζί Eurovision, φτιάχνω πάλι και φέτος, για να έχει έστω λίγη πλάκα το τελετουργικό, ένα χαρτί δικής μας ψηφοφορίας για να παίζουμε και να μην χαζεύουμε απλώς τον Σάκη.

Άλλο που πανηγύριζα σαν τρελός την πιθανότητα να μείνουμε εκτός τελικού και κόντεψα να φάω παντόφλα από την σύζυγο. Άλλο αυτό.

Τα κάνω λοιπόν όλα αυτά, κάθομαι στον υπολογιστή, ανεβάζω το word αρχείο σε ένα site να μου το κάνει pdf, για να το μοιραστώ μαζί σας (κάποιοι από εσάς θα τον δουν παρέα τον διαγωνισμό, αν βαριούνται, περνάει ευκολότερα η ώρα) το ανεβάζω και σε έναν server να το δείτε, μπας και θέλετε να το κατεβάσετε (δείτε τοπάρτε το).

Χρήσιμος, έχω φτιάξει και το βράδυ μου, μόρτης.

Μόρτης, αλλά κάτι με καίει:

Και αν κερδίσουμε;

Θέλω να πω, αν δεν κερδίσουμε, so what, θα έχουν τα κανάλια να λένε για τον Σάκη, την αδικία εναντίον της Ελλάδας, τις κλίκες και τα παρεμφερή, θα πάρουμε τον διαγωνισμό όσο σοβαρά πήραμε την Θώδη, το οποίον θα ασχοληθούν οι ίδιοι άνθρωποι, για τους ίδιους λόγους, το ίδιο χρονικό διάστημα, και προσδοκώντας να κερδίσουν την προσοχή των ίδιων -ακριβώς- ανθρώπων.

Όπερ, χέστηκα.

Αλλά, αν κερδίσουμε;

Αν κερδίσουμε αδέλφια, με κόβω για τρελή αυτοκτονία. Διότι θα γίνει το εξής παράλογο:

Θα κατέβει ο κόσμος στους δρόμους.

Για να πανηγυρίσει.

Και θα είναι μία ανάσα από την κλειστή βουλή, από το πρώην καμένο δέντρο των χριστουγέννων, μια ανάσα από το νοσοκομείο της Κούνεβα, μία ανάσα από τα ξεραμένα λουλούδια στο σημείο που έπεσε ο Αλέξανδρος, μια ανάσα από το Δημαρχείο των κομμένων δέντρων, μια ανάσα από τους άθλια στοιβαγμένους μετανάστες, μία ανάσα από τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ (των Ζημενσοκομμάτων), μία ανάσα απο τον Τενέζο, μία ανάσα από τα πρεζόνια που ψοφάνε στους δρόμους, και τους άστεγους που κοιμούνται στα κουτιά από την αδιαφορία μας.

Θα κατέβει ο κόσμος στους δρόμους –

– για να πανηγυρίσει.

Θα κοιτάει ο Τενέζος, που είχε μάξιμουμ δέκα άτομα ταυτόχρονα, θα κοιτάει το δέντρο απο την αποθήκη που το έχουν φυλαγμένο, η Κούνεβα, από το νοσοκομείο, το κτίριο της Βουλής, βαθιά βιασμένο -όσο δεν πάει άλλο, το σκούρο ακόμα πλακάκι του Αλέξανδρου, το πρεζόνι, ο άστεγος.

Μια ανάσα κοντά τους, αλλά καμία ανάσα γι’ αυτούς:

Οι έλληνες, που έχουν κατέβει στους δρόμους.

Για να πανηγυρίσουν.

Αλήθεια, αν δίπλα σε όλα αυτά, μια ανάσα από αυτά, ο κόσμος πανηγυρίσει εγώ γιατί να μην κλάψω απόψε;

Μέχρι τώρα, δεν υπήρχε η δυνατότητα να εκφραστείς χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς να χρωστάς και φιμώνεσαι. Αυτός ο τρόπος πλέον υπάρχει, και ονομάζεται internet. Η ελευθερία του λόγου ονομάζεται blogs. Εδώ και πέντε χρόνια, το κράτος πασχίζει, ασταμάτητα, με όποιον τρόπο είναι δυνατό, να τρομοκρατήσει, να φιμώσει, και εν τέλει να σταματήσει αυτήν την επικοινωνία που δεν μπορεί να ελένξει. Δαιμονοποιεί, συλλαμβάνει, αγνοεί, καταδικάζει. Βάζει γκεμπελικές ταμπέλες «εκβιαστές», «κουκουλοφόροι», «υπόκοσμος», υπαγορεύοντας στην κοινή γνώμη οτι «θα ήμασταν όλοι καλύτερα αν και αυτοί φοβόντουσαν, όπως φοβάστε και εσείς να πειτε την γνώμη σας». «Εμείς οι καλοί, και όλοι οι άλλοι οι κακοί».

Το ζουζούνι όμως που λέγεται άποψη αρνείται παρόλα αυτά να σωπάσει, και συνεχίζει: Συνεχίζει να μνημονεύει την Αμαλία, τον Αλέξανδρο, την Κατερίνα, τον Κώστα, συνεχίζει να θυμάται το Mall, τον Ασωπό, το Σάμινα, το Diamont, συνεχίζει να αναρωτιέται για την ζαρτινιέρα, για την Κούνεβα, για την Vodafone, συνεχίζει να υψώνει την φωνή του φοβισμένου μετανάστη ή του ανώνυμου εργαζόμενου. Κάθε Αμαλία, κάθε Κωνσταντίνα, κάθε Κατερίνα, κάθε δίκαιη -αλλά φιμωμένη- φωνή βρίσκει θέση στα blogs. Απέναντι σε μία κοινωνία που ζεί υπο τον φόβο των δυνάμεων καταστολής, συνεχίζει να μιλάει για όλα αυτά που «οι επίσημες φωνές» των media σκεπάζουν γλυκά με την Eurovision, την Καλομοίρα και διαφημίσεις αγαθών και ονείρων.

Απάντηση σε αυτη την τροφή των λοβοτημένων, είναι η τροφή των σκεπτόμενων. Ανθρωποι χωρίς άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό εκτός απο την ανάγκη να δημοσιοποιούν την γνώμη τους, αναγνώστες χωρίς άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό εκτός από την ανάγκη τους να διαβάσουν (και) ανεξάρτητες απόψεις. Μάθαμε να γράφουμε χωρίς να φοβόμαστε να κάνουμε λάθος, και να διαβάζουμε χωρίς να φοβόμαστε τον αντίλογο. Μάθαμε να κριτικάρουμε και να δεχόμαστε την κριτική. Μάθαμε να επικοινωνούμε, μάθαμε να ακούμε, μάθαμε να αμφισβητούμε. Μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε, να επεκτείνουμε, να κάνουμε βίωμά μας και να χρησιμοποιούμε την πιο ουσιαστική έννοια της δημοκρατίας που είδαμε μπροστά μας τα τελευταία χρόνια. Χτίσαμε, σιγά σιγά, ένα κανάλι ελεύθερης φωνής. Αυτή η ελευθερια όμως, τρομάζει ενα κράτος που μας φοβάται. Και κάθε κράτος που μας φοβάται, αξίζει να φοβόμαστε.

Γιατί ένα κράτος που τρέμει τους πολίτες που γράφουν ελεύθερα, σκέπτονται ελεύθερα, μιλάνε ελεύθερα και εκφράζονται ελεύθερα, είναι ένα κράτος που δεν αξίζει σε αυτούς τους πολίτες.

Όταν πρωτοσχεδίασα το εξώφυλλο «Έλληνες» για το Point Of View, πάνε τρεις-τέσσερις μήνες τώρα, μπορεί και παραπάνω, ήμουν σίγουρος ότι θα έπαιρνε την μικρότερη βαθμολογία στα χρονικά.Ήμουν εντελώς προετοιμασμένος να δεχθώ ένα αληθινό πατατράκ.

Δεν αποτελεί ποτέ κριτήριο για να βγάλω ένα εξώφυλλο, ή όχι, καθώς, όπως τα έχουμε ξαναπεί, αυτό είναι το δικό μου Point Of View, δεν είναι ανάγκη να συμφωνείτε.

(Ίσως και να γουστάρω τις διαφωνίες. Ίσως πάλι, ως «καλλιτέχνης» ή εκτιθέμενος με τις απόψεις μου καθημερινά, να θέλω να με καταλαβαίνετε – μόνο αυτό. Ακόμα και αν συμφωνείτε ή διαφωνείτε, τουλάχιστον να με καταλαβαίνετε.)

Στο «Ελληνες» δέχθηκα ένα μικρό σοκ. Δεν είναι μόνο η κατανόηση, δεν είναι μόνο οτι συμφωνείτε, είναι και η συμμετοχή σας.

Μια ημέρα μετά και έχει ήδη 9 ψήφους με 4.56/5.

Και ένα τέτοιο δύσκολο θέμα, σε μία τέτοια δύσκολη μέρα.

Δεν συνηθίζω να πανηγυρίζω τις επιτυχίες των εξωφύλλων, αλλά τούτο εδώ δεν ήταν καν στοίχημα, ήμουν χαμένος απο χέρι.

Οπότε χρωστάω ένα μικρό ευχαριστώ. Οχι για τίποτα άλλο, σας διαβεβαιώ: για την μικρή ελπίδα που μου δίνει η σύμφωνη γνώμη σας.

Ελπίδα οτι μπορεί, βρε αδελφέ, να μην κάνω τελείως λάθος.

Υ.Γ.: Όπως όλα στην ζωή, μπορεί η ψηφοφορία να αλλάξει. Σε δέκα λεπτά να γίνει από «συμφωνώ» σε «διαφωνώ». Αλλά το πρωινό μου ευχάριστο ξάφνιασμα, δεν μπορεί να αλλάξει με τίποτα.

Επι δύο χρόνια τώρα, κάθε μέρα που πήγαινα στην δουλειά μου, έκανα μία μικρή παράκαμψη. Εστριβα απο έναν δρόμο που δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να στρίψω, ούτε καν για να κερδίσω χρόνο – μόνο και μόνο για να χαζέψω έναν τοίχο.

Ο τοίχος ανήκε σε ένα μαγαζί/γκαλερί, απο εκείνα που δεν είσαι ποτέ απολύτως σίγουρος τι έχουν, και τι είναι για πούλημα. Σε στενό στο οποίο σπάνια πατά άνθρωπος, μια-δύο καρέκλες έξω ένα τραπεζάκι και ένα φυτό, και μία ελάχιστη βιτρίνα. Απέναντι ο άχρωμος τοίχος που ανήκει σε ένα σουπερμάρκετ, η πλάγια είσοδός του για την αποθήκη, και πάντα, παρκαρισμένα φορτηγά μπροστά στους πάντα γεμάτους τρεις-τέσσερις κάδους σκουπιδιών.

Μύριζε ψαρίλα, χαρτούρα, τρέξιμο και καθημερινότητα σε έναν άδειο απο ψυχή δρόμο.

Αλλά, ο τοίχος είχε ένα διαμάντι: έναν μαυροπίνακα.

Στον μαυροπίνακα αυτόν έγραφε κάθε μέρα ή ο άνδρας, ή η γυναίκα στην ιδιοκτησία των οποίων ήταν η γκαλερί, ένα ποίημα. Συνήθως, αν όχι πάντα, δικό τους.

Δεν ήξερα ποτέ αν ήταν απλώς μία στροφή απο ένα βιβλίο τους, ή αν το σκεφτόντουσαν απο το βράδυ για να το γράψουν όταν ανοίξουν. Ξέρω οτι κάθε πρωΐ έστριβα απο τον δρόμο μου, και σταματούσα μπροστά απο τον μαυροπίνακα για να δω τι έγραφε. Σας ορκίζομαι, ο μαυροπίνακας ήταν το πιο σταθερό μου rss feed.

Πολυ συχνά, ήταν ένα ποιήμα εντελώς ερωτικό.

Αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου αναγνώστη ποιημάτων – μάλλον εντελώς άσχετος είμαι, τα ποιήματα αυτά είχαν μία φαντασία άξια της δύναμης των λέξεων: ήταν -πάντα, ακόμα και όταν δεν τα καταλάβαινα, ή δεν συμφωνούσα μαζί τους- πολύ συναισθηματικά.

Ηταν σαν επανάσταση σ’ αυτό που τριγύρω, σ’ αυτό το στενό γινόταν. Αλλά, ταυτόχρονα, ήταν υποστηρικτικό, σαν να ταίριαζε να ακομπανιάρεται η καθημερινότητα με ένα βιολί.

Ήταν σταθερή αξία ο μαυροπίνακας. Κάθε μέρα, βρέξει – χιονίσει, έγραφε κάτι καινούργιο.

Με τους ιδιοκτήτες, που τους είχα πετύχει μερικές φορές να κάθονται σχεδόν αμίλητοι στις στάχινες καρέκλες ή στα πάνια σκηνοθετικά, είχαμε μία ξεκάθαρη -ανύπαρκτη- συμφωνία: δεν θα τους μιλούσα ποτέ, δεν θα μου μιλούσαν ποτέ. Εγώ, για να μην υποβιβάσω αυτόν τον υπέροχο μαυροπίνακα ασχολούμενος με την καθημερινότητά τους («τι κάνετε κύριε Γιώργο;» «Καλά μωρέ, χάσαμε στην μπάλα εχθές») και αυτοί για να μην μπερδέψουν το ενδιαφέρον μου με την αγοραστική μου ανικανότητα.

Ήτοι, απο την ανωνυμία μου και την σιωπή μου, είμασταν και οι δύο κερδισμένοι.

Χάρη σε αυτήν την συμφωνία, οι ιδιοκτήτες δεν υπήρχαν. Αν ήταν μπροστά, περνούσα βιαστικά κόβοντας το βήμα μου όσο πλησίαζα, και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο μαύρο παραλληλόγραμμο – αν έλειπαν, στεκόμουν και διάβαζα, και καμιά φορά, αν θαύμαζα την αίσθηση που μου έδινε, τραβούσα φωτογραφία με το κινητό μου, και έκανα μία υπόσχεση στον εαυτό μου να το έγραφα σαν γλυκά λόγια στην γυναίκα μου – που δεν τηρούσα ποτέ.

Δύο χρόνια πιστός.

Αφού να φανταστείς, καμία φορά που είχα δουλειά και πήγαινα απο αλλού, μου έλειπε. Δεν θα επηρέαζε αυτός ο τοίχος την ζωή μου μετά, αφού τον διάβαζα. Ούτε καλύτερη θα την έκανε ένας στίχος, ούτε χειρότερη. Μπορεί και να τον είχα ξεχάσει, πριν ακόμα στρίψω στην γωνιά, στο μαγαζί με τους πίνακες. Αλλά ηταν σαν ελπίδα, οτι κάποιοι είναι ζωντανοί, κάπου στην πόλη κάποιοι ζουν και απευθύνονται σε μένα, με την ελπίδα να είμαι και εγώ ζωντανός.

Εδώ και κανα-δύο εβδομάδες, το μαγαζί έκλεισε, ο μαυροπίνακας αφαιρέθηκε, ο τοίχος σώπασε.

Στρίβω ακόμα εκεί σχεδόν κάθε μέρα, και παρά κάθε λογική σκέψη, κοιτώ ακόμα το κενό του. Το μαγαζί γράφει ενοικιάζεται – λογικό, πόση κίνηση να έχει μία γκαλερί δύο παλαβών καλλιτεχνών που κανείς δεν ξέρει τι πουλάνε. Αλλά εγώ ακόμα κοιτάω τον τοίχο.

Το στενό δεν είναι πιο άδειο, περνώντας απο διπλα δεν θα καταλάβεις καν οτι λείπει κάτι.

Ίσως να μην ακούσεις τα βιολιά – ναι, αυτό είναι:

Δεν σου φαίνεται με πρώτη, αλλά τα βιολιά βρε παιδί μου, έπαυσαν.

…η εβδομάδα, πολιτιστικά, ήταν εξαιρετική.

Δύο χαρτάκια είχαμε στα χέρια μας: Ένα εισιτήριο για το Slumdog Millioner, και ένα για την παράσταση «Το Θαύμα της Άννυ Σάλλιβαν» στο Θέατρο Άλφα.

Το πρώτο ήταν πάσα, το δεύτερο κερδισμένο σε διαγωνισμό ραδιοφωνικού σταθμού.

Ε, πες το πρώτο δεν πήγε καλά. Είχαμε όμως το δεύτερο.

Αφού το μελετάμε («είμαστε πολύ κουρασμένοι, να πάμε; να μην πάμε;»), το αποφασίζουμε: να πάμε.

Να πάμε, ναι, αλλά με τον ήρωα (δες προηγούμενο ποστ) λίγο …κουρασμένο (καινούργιο δυναμό αλλά ταλαιπωρημένη και προς αντικατάσταση μπαταρία), λέμε ας πάρουμε το τραίνο. Κοντά είναι, νο πρόμπλεμ, θα φτάσουμε ιν νο τάιμ που λένε και τα αμερικανά.

Συνενοούμαστε με την Ελεάνα να βρεθούμε στο πολυχρησιμοποιημένο contact point μας. Εγώ θα έρθω με τα πόδια, η Ελεάνα επίσης, θα περπατήσουμε ελαχίστως, και θα μπούμε εις τα μετρά να μας πανε κατα ‘κει που θέλουμε.

Καλά κανονισμένα, καλά οργανωμένα όλα.

Όλα; Όοοοοοοχι. Ενα μικρό χωριό της Γαλατίας αντιστέκεται ακόμα στην οργάνωση. Διότι εγώ, ο καλός σου, πάω και στήνομαι στα κρύα και περιμένω στην γωνία – αλλά η Ελεάνα, η καλή σου, πάει μέχρι το μετρό, κατεβαίνει στην αποβάθρα και ….

…δεν με βρίσκει.

Περίεργο.

Μήπως είμαι αλλού; Μήπως;

Με παίρνει τηλέφωνο, είμαι αλλού, χα-χα, κοίτα πως πήγαμε να την πατήσουμε, χα-χα.

Βρε τι πήγαμε να πάθουμε.

Βρισκόμαστε στα μισά, ματς μουτς που κάνουν και τα ζευγάρια (μην κοιτάτε έτσι μαντάμ, παντρεμένο ζευγάρι είμαστε, έχουμε και σπίτι), και ξεκινάμε για να πάμε….

Χάνουμε το τραίνο, νο γουόρις, χρόνο έχουμε άπλετο. Η ώρα είναι οκτώμισι, το έργο ξεκινάει εννέα και τέταρτο.

Οκ; ΟΚ.

Παίρνουμε το επόμενο, και μετά το επόμενο.

Φτάνουμε ομόνοια, η καλή σου λιμπίζεται παγωτάκι απο την Παγωτομανία.

Μήπως να πάρουμε μετά, όταν τελειώσει το έργο; προτείνω εγώ – Τσου, καλύτερα τώρα μου λέει η καλή μου.

Το παίρνουμε το παγωτό (χωρίς ζάχαρη, χωρίς γάλα, χωρίς γεύση) τον ρωτάμε τον καταστηματάρχη «τι ώρα κλείνετε περικαλώ;» «στις έντεκα» απαντά το κατάστημα.

Χα-χα, κοίτα πως πήγαμε να την πατήσουμε, δεν θα παίρναμε παγωτάκι, θα το βρίσκαμε κλειστό, χα-χα.

Βρε τι πήγαμε να πάθουμε.

Το αμολάμε το περιπατητό μέχρι το θέατρο, δεν είναι μακρυά, ένα εκατομμύριο φορές έχω περάσει απ’ εκεί, δεν το έχω κοιτάξει ποτέ, μυστήρια πράγματα, τυφλά σημεία στον χάρτη.

(τώρα, εσύ που έχεις διαβάσει τούτο και το προηγούμενο και είσαι φτιαγμένος και έτοιμος για την στραβή, και λες «πως θα την πατήσει άραγε ο ήρωάς μας», και ανακάθεσαι στην καρέκλα σου έτοιμος για το μεγάλο θρίλερ, την κορύφωση, και λες τι ώρα να είναι, και σου λέω οκτώμισι, προλαβαίνουμε, και μου λες α-χα, οπότε δεν αργήσατε, σαν και χθες, και σου λέω όχι, στην ώρα μας, έτοιμοι και ωραίοι, και μου λες α-χα, πως θα την πατήσετε σήμερα και σου λέω γιατί ρε φιλαράκι να την πατήσουμε, και μου λες θα καθόσουνα να γράψεις όλα τούτα αν δεν την πατάγατε, και σου λεω μπορεί να θέλω να σου γράψω οτι το έργο ήτο γαμάτο και κουνήθηκαν τα καθίσματα απο τα χειροκροτήματα και μου λες ασε ρε καραγκιόζη που το ‘χει το ριζικό σου να δεις εσύ έργο, και σου λέω σάλτα και απαφτώσου ρε φιλαράκι που θα με πεις γκαντέμη, και μου λες τελείωνε έχω και δουλειές – και σου λέω οκ, τελειώνω)

Πάμε, και εγώ φοβάμαι οτι θα είναι πήχτρα στον κόσμο. Και είναι μόνο τρία άτομα.

Τώρα, αυτό μπορεί ο ανυποψίαστος να το θεωρεί καλό, αλλά εμένα δεν μ’ αρέσει.

Κοιτάω; Ανοιχτό το γκισέ, εξυπηρετεί.

Πάμε.

(είσαι έτοιμος;)

Πάμε.

Και μία απο τις τρεις ρωτά μεγαλοφώνως την γκισετζου: Δηλαδή δεν θα γίνει παράσταση σήμερα;

(η κορύφωση που λέγαμε;)

όχι, δεν θα γίνει παράσταση σήμερα.

(ντα-ντάμ!)

Η κυρία Πέγκυ Τρικαλιώτη είναι βαθύτατα κρυωμένη και δεν μπορεί να απλώσει το ταλέντο της στα κουρασμένα μάτια μας.

(γκαντέμη)

Χα. Χα.

Βρε τι πήγαμε να πάθουμε.

Φυσικά, σαν κερασάκι στην τούρτα, λεω ευκαιρία να πάρω τουλάχιστον ένα καλώδιο οθόνης να συνδέω το λάπτοπ μου με την οθόνη μου, που το θέλω εδώ και κανα μήνα, αλλά δεν έχω χρόνο να πάρω, που να έχει εδώ κοντά, στην στουρνάρα Στουρνάρη , δίπλα είναι, πάμε να ρίξουμε μία γρήγορη ματιά, ίσα που προλαβαίνουμε (όλοι καταλαβαίνουμε που θα μας οδηγήσει το ίσα που προλαβαίνουμε, έτσι δεν είναι;) και πάμε μέχρι εκεί – και όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά γιατί έχει επεισόδια και βρωμάει δακρυγόνο.

Και δεν παίρνω ούτε καλώδιο.

Έτσι, σαν κερασάκι στην τούρτα στο λέω.

Σλαμντογκ μιλλιονερ!

Έχουμε προσκλήσεις. Χα!

Εχουμε προσκλήσεις για την πρεμιέρα!

Χα-χα!

Αυτο σημαίνει οτι θα το δούμε, πριν απο όλους του άλλους (εξων αυτούς που το έχουν ήδη κατεβάσει και το έχουν ήδη δει – μη χέσω) και έχει και μάσα μετά.

Και άρτος και θεάματα!

Με πρόσκληση – χα!

Τιιιιιιι έγινε παιδάκια; ε; ζηλέψαμε; ε; εεεεεε;

Χα!

Ξεκινάμε λοιπόν, απο τις επτά για να πάμε εκεί οκτώ. Μπόλικη ώρα, γεμάτη. Και αν βάλεις ότι το οκτώ γίνεται και …οκτώμισι, είμαστε πολύ άνετοι.

Η Ελεάνα οδηγάει, εγώ συνοδηγάω, και διαβάζω χάρτη. Όλα καλά, μέχρι να βγούμε εθνική. Εθνική, μάλιστα, διότι η παράσταση δίνεται στα Στερ στο ίλιον, το οποίο, αν δεν σας το έχω πει μας πέφτει κομματάκι μακρυά. Αλλά έχει προσκλήσεις, και τσάμπα μάσα, το οποίον, και στην Κύπρο να ‘πεφτε, θα πηγαίναμε.

Και οχτώ όσκαρ, ε; μην το ξεχνάμε αυτό – γιατί τον έχουμε τον πολιτισμό μέσα μας.

Απανταχώθεν.

Και βραμ και βρουμ, εχω τυπώσει χάρτη, ωραίο, μαγκιόρικο, στρίφτε εδώ, κάντε έτσι, φτάσατε.

Και μπαίνουμε εθνική.

Τώρα, μέχρι εδώ καλά. Αλλά στην Εθνική που βγαίνουμε ρε φιλαράκι; Ε;

Διότι η εθνική δεν είναι …Αττική Οδός, να έχει σημάνσεις και πινακίδες και φώτα. Εγώ το έχω πει κυρά μου, οτι τα αμερικανάκια γινήκανε βλαμμένα διότι τους τα έδιναν όλα στο πιάτο – ενώ εμείς, τα ελληνάκια, που ήμασταν μαθημένα στο «κοίτα να γλυτώσεις», τα καταφέρναμε παντού.

Ε, κάποτε στην εθνική είμαστε ατσίδες – τωρα, άμα δεν έχει την πράσινη την ταμπέλα με τα γράμματα τα τρίστηλα, τον βρίζουμε τον κράτος τον ίδιο. Και αυτόν, και τον θείο του.

Όπερ, με λίγα λόγια χαθήκαμε. Χαθήκαμε στην Εθνική κάργα ένα πράγμα. Κάνουμε απ’ εδώ, κάνουμε απ’ εκεί, βγαίνουμε κάπου. Κάπου όμως.

Που άραγε;

Νύχτα βράδυ, σκοτάδια, πίσσα, κάπου.

Με τα πολλά, πιάνουμε τους δρόμους. Έχω χάρτη, αλλά δεν με βρίσκω. Και το Gps, (άλλες αμερικανιές αυτές) να έχει αράξει στην εξοχή να αερίζεται.

Πιάνουμε έναν δρόμο. Όπα; Ξαναμπαίνουμε στο παιχνίδι. Άλλα τις; Η ώρα είναι οκτώ και τέταρτο, προλαβαίνουμε. Χαρ-χαρ.

Είμαστε Αγίων Αναργύρων και θα στρίψουμε Δημοκρατίας. Λίγο ακόμα, και θα το δούμε το Στερ, θα δούμε τα όσκαρ, τους διάσημους και το φαγοπότι.

Η Αναργύρων, φυσικά, πήχτρα. Καραπήχτρα όμως. Μόνο τραίνο δεν πέρασε. Εντάξει, υπομονή, οκτώ και είκοσι, πόσο θα μας πιάσει η Δημοκρατίας, πέντε λεπτά; μάγκες.

Να την η στροφή, μπροστά. Στρίψαμε, καθαρίσαμε.

Και παφ.

Και ναι ρε φιλαράκι, παφ. Το αμάξι σβήνει. Σβήνει, και δεν ανάβει.

Για το αμάξι να σου πω ότι είναι ήρωας. Αλήθεια, Ήρωα τον φωνάζει η Ελεάνα. Είναι τέσσερα χρόνια μικρότερός της, το εβδομήντα οχτώ η Ελεάνα, το ογδόντα δύο γεννήθηκε το σταρλετάκι. Είχε και ένα κόκκινο φωτάκι αναμμένο, το αγνοήσαμε επιδεκτικά, εκείνο πάλι, δεν μας αγνόησε.

Δεν μας αγνόησε στην Αναργύρων. Στην πλατεία. Πάνω στην στροφή. Για Δημοκρατίας. Εκεί που δεν υπάρχουν φανάρια, μόνο -καλοί- τρόποι.

Με το που μου κάνει νόημα η Ελεάνα, τσαφ, το πιάνω γάτος, κατεβαίνω σαν αίλουρος, αρπάζω τον ήρωα από πίσω (άσε τα πονηρά μαντάμ, έχουμε κλείσει τον δρόμο λέμε) η κυρία στο τιμόνι, και σπρώχνε μάγκα μου.

Σπρώχνε μάγκα, σπρώχνε, το αράζω στην γωνία διότι έχει και μία ανηφόρα ο δρόμος, όσο να πεις, και κοψομεσιάστηκα. Ούτε αλάρμ δεν έχουμε, όχι οτι τα χρειαζόμαστε, σημειωτόν πάει όλος ο κόσμος, κουλός ο δρόμος. Ενηγουέη, ανοίγουμε το καπώ, κοιτάω εγώ ο μυστήριος να κάνω οτι καταλαβαίνω, γρυ. Δεν παίζει.

Κοιτάω το ρολόι. Χα-χα. Οκτώμισι. Κάποιοι, κάπου, βλέπουνε μια προβολή οκτώ όσκαρ, ενώ οι άλλοι χαζεύουν τον δρόμο χωρίς φανάρια, και καλούν την οδική βοήθεια.

Μέχρι να έρθει ο Γιώργος της οδικής, και να μας πει οτι ούτε στο τετράγωνο δεν πάει χωρίς δυναμό, και να μας φορτώσει, και να έχει πάει δέκα, και να έχουν φάει οι άλλοι και τα καναπεδάκια, και τους καναπέδες και τις πολυθρόνες, εγώ χαζεύω τον δρόμο.

Δρόμος χωρίς φανάρια, να μου θυμίζει την Ινδία, εκεί που δεν χρειάζονται φανάρια. Εκεί που όλα τα αμάξια δεν είναι καινούργια, και που οι οδηγοί γλυτώνουν πάντα, πλαγίως και μυστηρίως, και το ινδικό σλαμ ντογκ μίλλιονερ, και την ωραία βραδιά που έτσι και αλλιώς περάσαμε, γιατί το ρίξαμε στον χαβαλέ και στην καζούρα, και που δεν βαριέσαι αδελφέ – καλύτερα περνάμε μαζί.

Οχι, που μου θέλαμε και πρεμιέρες, τρομάρα μας 🙂

Αλλά και συ κυρά μου, μας έφαγες με το μάτι σου!

Θα αναγκαστείς να σκοτώσεις. Είτε θες, είτε όχι, θα αναγκαστείς. Θα αναγκαστείς να αδικήσεις. Θα πάρεις εντολή να το κάνεις, και δεν θα σηκώνει όχι. Μπορεί να χρειαστεί να βιάσεις γυναίκες, να σκοτώσεις παιδιά, να κολυμπήσεις στο αίμα.

Αυτό είναι ο πόλεμος.

Κάποιος σου είπε οτι ο πόλεμος είναι για άντρες. Τρίχες. Τι αντρίκιο υπάρχει σε όλο αυτό;

Θα κοιτάξεις κάποιον στα μάτια, και θα πυροβολήσεις. Δεν θα έχεις άλλη επιλογή. Θα σε κοιτάξει στα μάτια, θα τον κοιτάξεις και εσύ. Θα φοβάσαι, θα τρέμεις. Δεν προλαβαίνεις να μισήσεις, είναι τόσο νέος. Θα σε μισήσει και θα το ξέρεις. Θα το θυμάσαι πάντα πόσο αδύναμος ήταν, και πόσο αδύναμος είσαι. Το αίμα σου θα παγώσει, θα το νιώθεις στις φλέβες σου κρύο. Θα εύχεσαι να είσαι οπουδήποτε αλλού, οπουδήποτε αλλού. Θεέ μου, οπουδήποτε αλλού.

Θα σταματήσεις την ζωή του, έτσι, με μία κίνηση του δακτύλου σου. Ο κρότος απο το ίδιο το πιστόλι σου θα σε τρομάξει. Μια ξαφνική λευκή σκιά θα κρύψει την έκπληξή του, αλλά εσύ θα προλάβεις να την δεις. Κάθε γραμμή του προσώπου του θα την θυμάσαι για πάντα. Το στομάχι σου θα σε πιέσει – θα γυρίσεις δίπλα, στην άκρη και θα κάνεις εμετό. Αν είσαι τυχερός. Θεέ μου, οπουδήποτε αλλού.

Αν είσαι τυχερός, δεν θα βρεθείς στην θέση του. Αν δεν είσαι, θα βρεθείς.

Θα κοιτάξεις αυτόν που σου βαπτίσανε εχθρό, στα μάτια. Αυτός θα κρατά το όπλο. Δεν θα ξέρει ούτε και αυτός γιατί. Θα σε σημαδεύει. Θα είσαι πολύ τρομαγμένος, θα ελπίζεις και θα φοβάσαι. Το πιστόλι του θα μυρίζει μέταλλο και μπαρούτι. Ο ιδρώτας του θα βρωμάει, μπορεί να είναι και ο δικός σου. Θα τον κοιτάξεις στα μάτια, με την ελπίδα οτι θα επαναστατήσει – δεν θα κάνει ότι του πουν. Κοιτάς τις φλέβες του – χτυπούν. Κοιτάς το χέρι του – τρέμει. Δεν ξέρει γιατί σε σημαδεύει, ούτε γιατί θα σε σκοτώσει. Δεν του είπανε. Του είπαν οτι αν δεν σε σκοτώσει, θα τον σκοτώσουν. Φοβάται κι αυτός πολύ. Σαν και σένα. Μπορεί περισσότερο. Τον μισείς για την δειλία του, σε μισεί για το θάρρος σου. Τον καταλαβαίνεις για το αδιέξοδό του, σε καταλαβαίνει για τον φόβο σου. Αναρωτιέσαι αν θα ξαναδείς το παιδί σου. Την γειτονιά σου. Τον ήλιο – τι ωραίος που είναι ο ήλιος. Αυτός αναρωτιέται αν θα αντέξει. Αν το τρέμουλο θα τον αφήσει. Μια κίνηση του δακτύλου του, και τέλος. Τόσο πολύ, τόσο λίγο. Είναι παιδί, είσαι παιδί. Προσέχεις τα πάντα επάνω του, σαν να κρατιέσαι ζωντανός όσο είσαι προσκολημένος στην εικόνα του. Δεν θα το κάνει, ή μήπως θα το κάνει;

Μπαμ.

Το πρώτο τηλεφώνημα απο την Κύπρο ήρθε λίγο την μία το μεσημέρι:

«Η Σοφία και ο Κώστας, είναι στο καράβι. Ετοιμάζονται να φύγουν. Μπορείς να μεταδόσεις ειδήσεις;»

Η αλήθεια είναι οτι γύρω μου γινόταν μεγάλος χαμός, σαν να λέμε απο τις πιο απαιτητικές ημέρες στο γραφείο. Εκλεψα χρόνο, και άρχισα να γράφω στο twitter.com:

«Σε λίγη ώρα ξεκινάει το πλοίο Arion απο το λιμάνι της Λάρνακας για την Παλαιστίνη. Εχω απ’ ευθείας ενημέρωση-πως μπορώ να μεταδώσω καλύτερα;… «

Αμέσως άρχισαν τα RT (ReTwittering) απο όλους. Ετσι, θα ενημερώνονταν και οι δικοί τους συνδρομητές.

Αρχισα να γράφω…

«Μεταφέρει ανθρωπιστική βοήθεια, και συνοδεύεται απο βουλευτές της ελλάδας (Σακοράφα, Δρίτσας) ευρωβουλευτες, γιατρούς και δημοσιογράφους… »

«Το καράβι πλέει με ελληνική σημαία (πολύ σημαντικό αυτό) και θα ακολουθήσει την γραμμή των διεθνών υδάτων και θα αποπλεύσει στην Παλαιστίνη»

«Το Ισραήλ διεμήνυσε την Κύπρο (απο επίσημα χείλη) να μην ξεκινήσει το καράβι. Είπαν: ‘Θα σταματήσουμε το καράβι με ότι και αν σημαίνει αυτό’ »

«Το μήνυμα του Ισραήλ επιδόθηκε στο καράβι μέσω του Λιμεναρχειου Λάρνακας»

Η Ντόρα Μπακογιάννη ενημέρωσε μεν οτι «υποστηρίζει» τις ΜΚΟ, αλλά κατέστησε σαφές οτι δεν θα τις προστατέψει http://tinyurl.com/7hyqvm

«Κατα πάσα πιθανότητα, η προ-τελευταία είδηση που θα μεταδώσω, είναι οτι ξεκίνησε. Η τελευταία, οτι το χτύπησαν»

«Το καράβι δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Η προηγούμενη προσπάθεια, του καραβιού Dignity, είχε εμβολιστεί σε διεθνή ύδατα απο το Ισραηλινό ναυτικό»

«Σε περίπου ένα τέταρτο ξεκινάει το ελληνικό πλοίο Arion απο την Λάρνακα, προς την Παλαιστίνη, μεταφέροντας φαρμακευτικό υλικό. #gaza»

«Το ελληνικό πλοίο Arion ξεκίνησε προς την Παλαιστίνη. Μεταφέρει ανθρωπιστική βοήθεια & βουλευτές, γιατρούς και δημ/φους #gaza»

«Ο καιρός είναι καλός, και μέχρι τις εννιά το βράδυ δεν αναμένονται άλλες ειδήσεις. #gaza»

Το κίνημα Free Gaza Movement θα έχει σίγουρα υλικό μετά την επιχείρηση:
http://www.freegaza.org

Για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα, η είδηση του in.gr είναι πληρέστατη: http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=974728&lngDtrID=244

Για όσους θέλουν να παρακολουθήσουν τις αναμεταδόσεις, μπορείτε να το κάνετε εδώ:
@arkoudos

Για όσους θέλουν να παρακολουθήσουν τα γεγονότα της Γάζας μέσω twitter:
#gaza

Να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τους και τις: @magicasland (webpost), @mikroanalogo (webpost), @asteris (web), @papano (web), @papachatzis (web), @spyretto (web), @gtzi (web), @mafaldaq (web), @grwitters για τις αναμεταδόσεις τους – ελπίζω να μην ξέχασα κανέναν…

Η συμβολή τους είναι απαραίτητη, καθώς όσο περισσότερο αναμεταδοθεί το γεγονός, τόσο πιο ασφαλείς θα είναι οι συμμετέχοντες..

Με όλα αυτά, προσπαθώ να ξεχάσω (ή να θυμάμαι) οτι μέσα στο πλοίο είναι η Σοφία και ο Κώστας. Είμαι πολύ περήφανος για την πράξη τους, και τους θαυμάζω για αυτό το πνεύμα που κουβαλούν χρόνια τώρα – θυμάμαι ακόμα την αντίδρασή μου όταν η Σοφία μου ανακοίνωσε οτι θα ρίξει ακόντιο για την Παλαιστίνη 🙂 …

Αυτοί οι τρεις άνθρωποι (ο Κώστας, η Σοφία και η Έμυ) έχουν έναν τρομερά απλό και ουσιώδη ηθικό κώδικα, έναν τρόπο να βγάζουν το καλύτερο μέσα σου κάθε φορά που κάνουν κάτι που είναι συνήθως επιζήμιο για αυτούς, αλλά έχει πολύ ξεκάθαρο ηθικό νόημα.

Ελπίζω όλα να πάνε καλά, και να μεταδίδω μόνο ευχάριστες ειδήσεις…

Update #1: το Free Gaza ενημερώνει για την αποστολή. Περιέχει μεταξύ άλλων, κατάλογο επιβατών, δράσεις για όσους ενδιαφέρονται, και στοιχεία για την προσπάθεια….

To mikroanalogo προτείνει να στείλουμε email στις Ισραηλινές Αρχές για να τονίσουμε οτι παρακολουθούμε την αποστολή, και οτι ζητάμε να επιτραπεί η παράδοση φαρμακευτικού υλικού στην Παλαιστίνη. Τι λέτε;

Update #2: Το πλοίο Αρίων επιστρέφει άμεσα στην Λάρνακα, καθώς αντιμετώπισε τεχνικό πρόβλημα. Θα αποπλεύσει ξανά αμέσως μόλις γίνουν οι απαραίτητες επιδιορθώσεις.

Update #3 Το πλοίο ξεκίνησε σήμερα 14/1/2009 ξανά, με αρκετά μέλη της αποστολής (12 άτομα) να μην συμμετέχουν στο ταξίδι. Θυμηθείτε να υπογράψετε και εσείς αν συμφωνείτε βεβαίως στην συλλογή υπογραφών

Καλημέρα αναγνώστη(*),

Εχω εμπιστοσύνη σε σένα. Είμαι σίγουρος για σένα. Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος, και κάνεις ότι μπορείς. Είμαι σίγουρος οτι όταν βρίσκεις ευκαιρία, θα μοιράσεις ένα χαμόγελο χωρίς να περιμένεις ανταπόκριση. Δεν με ενδιαφέρει αν είσαι άσχημος ή όμορφος, η σεξουαλικότητά σου, αν είσαι γέρος ή νέος, αν είσαι φτωχός ή πλούσιος, αν είσαι όμορφος εξωτερικά, αν το σώμα σου είναι γυμνασμένο, αν η μύτη σου είναι γαμψή, δεν με ενδιαφέρει αν νομίζεις οτι έχεις κάνει κάτι κακό στο παρελθόν σου, αν έχεις αμφιβολίες για σένα: Εγώ δεν έχω. Εχω εμπιστοσύνη σε σένα. Έχω εμπιστοσύνη οτι θα σκεφτείς όλους, όχι μόνο εσένα. Έχω εμπιστοσύνη οτι στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεις, θα προσφέρεις στον άλλο – θα δώσεις την θέση σου, θα αφήσεις να σε προσπεράσει, χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα. Μόνο για να τον δεις να χαμογελάει, και να λέει ευχαριστώ. Είμαι σίγουρος οτι θυμάσαι τους δικούς σου ανθρώπους, όσους σου σταθήκανε στα δύσκολα, και όποτε μπορείς επικοινωνείς μαζί τους. Εχω εμπιστοσύνη στην κρίση σου, οτι δεν θα κάνεις λάθος – και όποια και αν είναι η απόφαση που πρέπει να πάρεις, θα το κάνεις με καθαρή την καρδιά. Είμαι σίγουρος οτι δεν θα αδικήσεις, όχι ηθελημένα. Και αν το κάνεις αθέλητα, θα προσπαθήσεις να διορθώσεις. Σου έχω εμπιστοσύνη, οτι δεν θα πεις ψέμματα σε κανέναν. Οτι θα κάνεις ότι μπορείς για να μην πληγώσεις κανέναν τόσο τώρα, όσο και μετά. Πιστεύω σε σένα. Πιστεύω οτι μπορείς να χαμογελάσεις χωρίς να χρειαστεί να πικράνεις άλλους. Πιστεύω οτι προσπαθείς να μην πιέσεις αυτούς που είναι κάτω απο σένα, και να μην μισήσεις αυτούς που είναι πάνω απο σένα. Ούτε να τους ζηλέψεις. Είμαι σίγουρος για σένα. Είμαι σίγουρος οτι μπορείς να σκεφτείς πριν σε καταλύσει ο θυμός, να είσαι δίκαιος, και να αναγνωρίσεις τα λάθη σου. Να τα αναγνωρίσεις, να τα διορθώσεις, και να τα προσπεράσεις. Είμαι σίγουρος οτι μπορείς να εκτιμήσεις ένα χαμόγελο, ένα φιλί, μια αγκαλιά – περισσότερο απο οτιδήποτε άλλο. Πιστεύω οτι ξέρεις τι σημαίνουν αυτά και για σένα, και για τους άλλους. Είμαι σίγουρος οτι μπορείς μέσα στην ειλικρίνειά σου να γελάσεις και να κλάψεις το ίδιο παθιασμένα. Σε εμπιστεύομαι. Σου εμπιστεύομαι κάθε ημέρα την ζωή μου, την ζωή της οικογένειάς μου, των δικών μου ανθρώπων – και σε ευχαριστώ γιατί μου τους επιστρέφεις κάθε βράδυ όσο πιο αλώβητους μπορείς. Σε εμπιστεύομαι οτι αν τους δεις σε κίνδυνο, θα τους προστατέψεις. Οτι θα προστατέψεις κάθε αδύναμο. Οτι θα βοηθήσεις όλους όσους είναι κάτω απο σένα και ψάχνουν για μία ευκαιρία, και δεν θα ξεχάσεις ποτέ αυτούς που σε βοήθησαν. Είμαι σίγουρος οτι μπορείς να το κάνεις. Οτι μπορείς να προστατέψεις τους πάντες, και πολύ περισσότερο τον ίδιο σου τον εαυτό. Οτι όταν σε βρίσκει κάτι κακό, έχεις την εσωτερική δύναμη να προστατευτείς. Οτι αυτή η δύναμη τρέφεται μόνο με χαμόγελα, και καλή καρδιά. Ελπίζω σε σένα. Ελπίζω οτι αυτήν την καρδιά και τα χαμόγελα τα έχεις, και είσαι έτοιμος και διατεθημένος να τα μοιράσεις σε άλλους, που το αξίζουν το ίδιο με σένα.

Σε εμπιστεύομαι – είμαι σίγουρος για σένα, και ελπίζω σε σένα.

Είχα ανάγκη να στα πω όλα αυτά, γιατί σκέφτηκα οτι πάει καιρός απο τότε που στα έχουν πει. Και πάει άλλος τόσος καιρός απο τότε που τα είπες εσύ σε κάποιον που πιστεύεις οτι του αξίζουν.

Καλημέρα αναγνώστη,
Γιάννης aka arkoudos.

(*) και αναγνώστρια 🙂