Είναι απλό για όλους μας να σκεφτούμε έναν πολιτικό, ή έναν παπά, ή έναν δημόσιο υπαλληλο – που τα «παίρνει».
Είναι καθημερινότητα, που την αποδεχόμαστε χωρίς να προκαλούμε μεγαλύτερες συνέπειες απο την αγανάκτησή μας.
Αγανακτούμε, και μετά μας περνάει.
Δεν είναι περίεργο, αντιθέτως, είναι μάλλον φυσιολογικό: θεωρήσαμε σε κάποιον βαθμό οτι αυτό γίνεται, και έτσι έχουν τα πράγματα. Αν ένας πολιτικός βγει βουλευτής «θα φάει καλά». Αν η εκκλησία ανακατευθεί με τα κοινά, κάτι οικονομικό έχει να αποκομίσει. Αν κάποιος αποκτήσει δουλειά στο δημόσιο, θα τεμπελιάσει.
Και, σε μεγάλο βαθμό, απλώς επιβεβαιωνόμαστε.
Αυτή η συμπεριφορά όμως, έχει και άλλες συνέπειες. Επιτρέπει στον Υπουργό να εξοργίζεται που δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς, οτι απλώς έκανε «ότι κάνουν και όλοι οι άλλοι» όταν αποκρύπτει φορολογηθέν εισόδημα, επιτρέπει στην Ι.Μ. Βατοπαιδίου να λέει οτι «εμείς ασχολούμαστε με την πνευματικότητα», επιτρέπει στο στέλεχος του Πασοκ να λέει οτι δεν έχει ευθύνη, γιατί δεν είχε ίδιον όφελος.
Λόγια και σκέψεις βαλμένες σε λάθος σειρά, που βγάζουν αλλοπρόσαλο νόημα σε σχέση με την πραγματικότητα. Η λέξη «ευθύνη» γίνεται «επιλογή», η λέξη «κατάχρηση» γίνεται «θυσία», η λέξη «κλοπή» γίνεται «επένδυση». Οι λέξεις αλλάζουν και ενώ όλοι καταλαβαίνουμε τι έχει συμβεί, αποχαυνονώμαστε απαλά σε έναν ύπνο που κυριαρχούν οι πλαστικές λέξεις, αποθαρύνοντας την πραγματικότητα που παλεύει μάταια να μας ξυπνήσει.
Και η δική μας συμπεριφορά είναι που αποθρασύνει τους πάντες.
Ακόμα και έτσι, κανείς δεν τραυματίζεται. Το ανώτερο που έχει επιβληθεί σε υπουργό τα τελευταία δεκάδες χρόνια είναι η παραίτησή του – ανεξαρτήτως τι έχει κάνει. Αντιθέτως, τα σκάφη, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα υψηλά εισοδήματα, οι βίλες και οι πλούσιες σύζυγοι εμφανίζονται ως τίτλοι τιμής, που προκαλούν στους υπόλοιπους δέος, και εμπνέουν σεβασμό.
Ακόμα όμως και ετσι ο ισχυρός, παλεύει με νύχια και με δόντια να γλυτώσει απο την παραίτηση -ή αποπομπή όταν θέλουμε να δείξουμε κυβερνητικό κύρος- δείχνοντας απάθεια στην «λαϊκή εντολή».
Παπάρια λαϊκή εντολή – αφού στην επόμενη είδηση θα αλλάξει, πιθανόν θα διαμαρτυρηθεί για κάτι άλλο εξίσου σοβαρό, όπως αν παντρεύτηκαν δύο άντρες, ή αν θα δουλεύει το μετρό δύο ώρες παραπάνω.
Και έτσι, υπουργοί που χρεώθηκαν επι υπουργείας τους το σκάνδαλο της τηλεφωνικής υποκλοπής του τηλεφώνου του πρωθυπουργού, θα παραιτηθούν με το κεφάλι ψηλά, χρόνια μετά, δηλώνοντας θρασύτατα σε έναν αποχαυνωμένο και συννένοχο τηλεθεατή ότι «Όλοι γνωρίζουν ότι, από όπου κι αν πέρασα, δεν υπήρξε τίποτα μεμπτό», γελώντας πονηρά στον φακό, όπως έκαναν προ ημερών και άλλοι, καταχραστές της εμπιστοσύνης μας, που δήλωσαν απλώς «τα πήρα για το κόμμα».
Και όπως πάντα, αυτό το γέλιο μας βγαίνει ξινό.
Αλλά αυτό το γέλιο δεν μας βγαίνει ξινό γιατί ένας υπουργός κάνει offshore εταιρείες, ή γιατί ένας άλλος χρηματοδοτεί με επώνυμες μίζες το κόμμα του. Το πρόβλημα δεν είναι τα δεκα, είκοσι εκατό εκατομμύρια ευρώ που χάθηκαν απο τα δημόσια ταμεία.
Μαθημένοι να μετρούμε τα πάντα με την μεζούρα του χρήματος, επιλέγουμε -σχεδόν συνειδητά- να ξεχάσουμε την πληγή που μεγαλώνει, την πληγή στην αξιοπιστία της Δημοκρατίας και των θεσμών, στην πληγή της εμπιστοσύνης στο Θείο, την πληγή της προσφοράς στο δημόσιο.
Ενας λαός που αποδέχεται τον βιασμό του όχι ως ηττημένος σε μία μάχη, αλλά ως παραδομένος σε μία μοίρα που την διδάχθηκε απο την τηλεόραση και τα κουτσομπολίστικα περιοδικά, ή ως ένας λαός που επιλέγει να βιαστεί μόνο και μόνο γιατί βαριέται να ασχοληθεί, δεν είναι ένας λαός άξιος της μοίρας του, όπως βολικά λέμε, αλλά ένας λαός δολοφόνος.
Αν εμείς, ως «ο λαός», αρνούμαστε να θυμώσουμε ενεργά, και επιλέγουμε βολικά να «εκφράσουμε την δυσαρέσκειά μας», στην πραγματικότητα δίνουμε συνειδητά συγχωροχάρτι και στον επόμενο, και στους προηγούμενους.
Δειλοί και ανόητοι ταυτόχρονα, σκοτώνουμε σιγά σιγά και σαδιστικά την δημοκρατία που με χάρη ανεβάσαμε τόσο ψηλά, όπως ακριβώς κάνουμε στα ιδάλματά μας που απο την μία μέρα ήρωες, την άλλη τους κάνουμε κομμάτια.
Και εντελώς υποκριτικά και παρανοϊκά, δημιουργούμε έναν φανταστικό εχθρό, διαφορετικό κάθε φορά, μόνο και μόνο για να έχουμε κάπου να εκδηλώσουμε τον θυμό μας – τον θυμό για την ίδια την απάθειά μας.
Λες και δεν ξέραμε πριν ποιος ήταν ο υπουργός, ποιος ήταν ο ‘στρατηγός’, ποιος ήταν ο παπάς.
Ξέραμε – αλλά ανεβάσαμε στα ύψη επιτρέποντάς του τα όλα, και ύστερα, βολικά, τον καθαιρέσαμε, με μία γλυκιά ηδονή ψήγματος εξουσίας.
Σαν τηλεοπτικό παιχνίδι που εμείς επιλέγουμε ποιος ήρωας θα φύγει απο το σόου.
Και βέβαια θα οδηγήσουμε όλους αυτούς τους βουλευτές, ηθοποιούς, υπουργούς, παπάδες, να απορούν και να μην μπορούν ειλικρινά να αντιληφθούν γιατί όλα αυτά που εμείς οι ίδιοι τους επιτρέψαμε και τους παρακινήσαμε να τα κάνουν, τώρα έχουν την σφραγίδα της αμαρτίας.
Στις επόμενες εκλογές, εγώ και εσείς, θα δημιουργήσουμε νέα είδωλα. Θα προσκυνήσουμε νέες μερσεντές, νέους ίματζ μάκερς, νέες ψεύτικες ονειροπαραγγελιές. Και κάποιους απο αυτούς, όταν τους βαρεθούμε, εντελώς θεατρικά, θα κατεβάσουμε εμείς οι ίδιοι απο το βάρθρο τονίζοντας την ανάγκη για κάθαρση και διαφάνεια.
Μπαμ. Άλλο ένα καρφί στην ταφόπλακα της δημοκρατίας.
Υ.Γ. Αλλά είναι απλό: όταν η ίδια η δημοκρατία αποσυρθεί απορημένη απο το σόου, το πολύ-πολύ θα αλλάξουμε κανάλι – έτσι δεν γίνεται πάντα;